Σάββατο 3 Ιουνίου 2017

«Όποιος λέει και ξελέει είναι να τονε λυπάσαι»


ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΠΑΖΑΡΙ ΤΗΣ ΣΤΕΝΗΣ

«Όποιος λέει και ξελέει είναι να τονε λυπάσαι»

 Σεπτέβριος πρώτη γινότανε, κάθε χρόνο,η ζωοπανήγυρη στην έξοδο της Κλεισούρας.

Ανήμερα μητέρα και γιός βγάναν από το μαντρί γίδες και κατσίκια και τάβανε ο Γιάννης μπροστά τα ζωντανά, να τα κατεβάσει στην αγορά. Ξοπίσω ερχότανε η μάννα του,το γιόμα να φέρει το φαγί και να δει κι αυτή, πως πηγαίνει η αγορά.

Πριν ξεκινήσει ο Γιάννης, συνεννοηθήκανε για την τιμή που θα ζητούσε, πόσο το ένα με το άλλο-μέση τιμή-καθώς και ποια κατσίκια θα πουλούσε.

«Αυτή τη ρούσα, την ξανθή την κατσικάδα,δε τήνε βγάνω από την καρδιά μου», είπε η μάνα,δείχνοντας στο Γιάννη ένα κατσίκι. «Ησκιωμένο ζωντανό!Είναι κρίμα να βάνουν μαχαίρι σε τέτοιο πράμα. Να την κρατήσουμε για μπρός».

Ο Γιάννης-το ξαίρομε-δεν είχε υπόληψη για γίδα είτε ρούσα ήτανε είτε δρένια. Κι είχε κι επιχείρημα αντιμιλήσει της μάνας του: «Γίνονται πολλά! Φέρνομε βάρος στο νουνό!» Αλλά δεν το θεώρησε ταιριαστό, να της χαλάσει το λόγο. «Καλοβράδι!» της είπε-άς θα βλεπόντανε το γιόμα-και τράβηξε στη δουλειά του.

Μόλις αγνάντεψε στην αγορά,τόνε τριγύρισαν οι χασάπηδες,που είχανε πιάσει τους δρόμους. Κοιτάζανε τα κατσίκια. Τα πιάνανε και τα φουχτώνανε δεξιά-αριστερά στο λαιμό και στο στήθι, τα ανασηκώνανε με τα δυό τους χέρια,τα άφηναν ύστερα καταγής και πιάνοντας με το ένα χέρι τα δυο μπροστινά πόδια του κάθε κατσικιού,τα ξεζυγιάζανε προσπαθώντας να τα ανασηκώσουν από τη γης.Ασήκωτα ήταν αυτά τα κατσίκια!Άρχισαν έπειτα οι προσφορές:

«Τόσα σου δίνω εγώ».

«Εγώ σου δίνω περισσότερα!»

Δυο χασάπηδες συνεταίροι-αυτοί που δίνανε κάπως πιο λίγα-ήτανε συντοπίτες του Γιάννη. Από την Κλεισούρα .«Δεν είναι μεγάλη διαφορά»,λογάριασε ο Γιάννης

ΟΙ ΑΓΩΝΙΣΤΕΣ


Η επανάσταση του ΕΙΚΟΣΙΕΝΑ βάσταξε δέκα χρόνια.Κι είχε αμέτρητες φάσεις.Ο Γιάννος με τους συντρόφους του δε λείψαν από τη μάχη.Πολεμήσανε στα Βρυσάκια.Χτυπήσανε τον Τούρκο στον Ανηφορίτη με τον Γκριζώτη,στο Μαραθώνα με το Γκούρα,στην Κάρυστο με τον Φαβιέρο.
Οι πιο πολλοί σκοτωθήκανε στις μάχες. Κι ο Γιάννος ο ίδιος λαβώθηκε πολλές βολές βαριά, αλλά γλίτωσε κι είδε στο τέλος αυτό,που ποθούσαν οι Έλληνες:Πατρίδα ελεύθερη.
Το Γενάρη του 1828 ο Ιωάννης Καποδίστριας πατούσε το πόδι του στο ελεύθερο χώμα της Πατρίδας!Ήρθε στο Ναύπλιο Κυβερνήτης της Ελλάδας.

Φαλαγγίτης
Οι αγωνιστές-όσους άφησε ο δεκάχρονος πόλεμος-γυρίσανε ξανά στ σπίτια τους.Σπίτια! Ο λόγος το φέρνει.Που έμεινε πέτρα πάνω στην άλλη!Το πιο σωστό είναι να πούμε:γυρίσανε στον τόπο τους.Κρεμάσανε τότε το καριοφίλι, πιάσανε το αλέτρι,πήρανε την αγκλίτσα,κοιτάξανε για μελίσσια…Να βγάνουνε ψωμί να ζήσουν. Δεν τους πέρασε από το νου να γυρέψουνε να πλερωθούνε για τον Αγώνα. «Κάμαμε  δουλειά δική μας» στοχάζονται. «Βγάναμε από το σβέρκο μας τον καταχτητή».

ΤΟ ΠΑΘΗΜΑ ΤΟΥ ΧΑΣΑΠΗ




Ο Γιώργος Ντεγιάννης αναφέρεται σε φωτιά όπου όλο το χωριό έτρεχε να βοηθήσει στο σβήσιμο της εκτός από μια εξαίρεση:

Ο χασάπης λαχταράει πότε να φτάσει η φωτιά να φάει το δάσος

Ξεχώριος από όλους είναι ο χασάπης. Κρυφογελάει μέσα του Θέλει,λαχταράει πότε να φτάσει η φωτιά, να φάει το δάσος! Να γίνει ο λόγγος κάψαλο,να χωθεί στο χορτάρι, ναπετάξει για κλαρί,για να βοσκήσουνε,να παχύνουνε τα σφαχτά του. Χρήματα θέλει αυτός. Για το χωριό δεν τόνε μέλλει! Άς χαλάσει,να πηγαίνει και σφάζει αλλού.

Αυτά σκέφτεται!

Αλλά δεν τόνε ρωτάς ,τολμάει να το πει σε κανέναν;Με τις πέτρες  θα τόνε θάψουνε,να πάει πρώτος αυτός κι ύστερα το δάσος.

Δεν κοτάει μάλιστα, ούτε να μείνει στο χωριό. Όχι από το Νόμο που τον υποχρεώνει, να δώσει χέρι,για να σβήσει η πυρκαιά ,παρά από την οργή του λαού.

Για αυτό μόλις το μάθανε,κατά που είναι η φωτιά, κι είπανε ποιο δρόμο θα πάρουνε, για να τις βγούνε μπροστά ο χασάπης ξέκοψε πρώτος και μόνος του τον ανήφορο. «Εγώ πηγαίνω» είπε, «άμα ετοιμαστείτε ,έρχεστε κι εσείς από κοντά!»

Αλλά μόλις ξεμάκρυνε ως χίλια μέτρα από το χωριό, ρίχνει ολόγυρα μια ματιά, κι αφού βεβαιώθηκε,πως κανείς δεν τόνε βλέπει,αφήνει το δρόμο,περνάει το ποτάμι και χώνεται σε μια πλατάνα κουφάλα,την πέρα μεριά.

Χοντρός όμως όπως ήτανε ,δε χωρούσε καλά και δεν κρύφτηκε όλος. Τα πόδια μείναν έξω και τα συμμάζεψε κατά το κορμί της πλατάνας. Φαινόταν η ούγια της φουστανέλας του.  

 Έτσι, όταν ανηφόρισαν οι χωριανοί και τραβούσαν ίσια, ολότελα στην τύχη τόνε λόγιασε το μάτι του μπάρμπα-Κώστα του Καλιμπά.Και τόνε γνώρισε κιόλας στη στιγμή.

«Α, χασάπης!» «Α, χασάπης!»Ήθελε να πει: «Να ο χασάπης!» και γέλασε για το χάλι του.

Όλους τους έκαμε να γελάσουνε,χωρίς να έχουν όρεξη. Όπως η γριά Ιάμβη η υπηρέτρια του Κελεού,του βασιλέα της Ελευσίνας με τα χωρατά της,έκαμε για πρώτη φορά τη Δήμητρα να γελάσει. Η θεά τριγυρνούσε παντού,εννιά νύχτες νηστική και μεταμορφωμένη σε γριά γυναίκα. Κρατώντας αναμμένα δαδιά έψαχνε να βρεί την Περσεφόνη της. Τότε τήνε φιλοξένησε ο Κέλεος κι αυτή τη φορά ήτανε, που είπε τα αστεία η Ιάμβη.

Ο αστυνόμος έστειλε ένα χωροφύλακα και τον έφερε το χασάπη με τη βία. Ακολουθούσε με κρεμασμένα μούτρα,σα μουτζουρωμένος.

ΠΥΡΚΑΙΑ

Ήρθε η στερνή μας ώρα;

 Είναι απομεσήμερο,η ώρα δυο. Δεν υποφέρνεται η κάψα!Τι κάημα,τι λιοπύρι! Θαρρείς, καίγεται ο τόπος.Στην Κλεισούρα που ξέρουνε-το καλοκαίρι-τι θα πει κάψα,σήμερα νιώθουνε τον αέρα ζεστό και τους
πιάνεται ο ανασασμός! Δεν θυμούνται άλλη τέτοια κουφόβραση.Τα ζωντανά στους ήσκιους λαχοδέρνουνε κι οι άνθρωποι έχουνε καρώσει.

«Τι λίβας είναι Παναγία μου!Αν δεν μας λυπηθεί ο Θεός να δροσίσει θα σκάσουμε!» Έτσι είπε μία γριά.

Δεν είχε προλάβει ,να τελειώσει καλά-καλά το λόγο της και να ,ένας τσοπάνος αγναντεύει το καταρράχι, χουγιάζει  και τρέχει  κιόλας τον κατήφορο κατά το χωριό φωνάζοντας άπαυα.

«Τι φωνάζει αυτός; Κάτι τρέχει!»λέει ο κάθε χωριανός και πετιούνται από τον ήσκιο τους.

Ακροάζονται,βάνουνε τις παλάμες τους,για να μεγαλώσουνε τα αυτιά τους. Και κάποια στιγμή πρώτος ο δασοκόμος ξεχωρίζει τη φωνή:

«Φωτιά! Φωτιά!»

Τρέχει μόνος του και κρεμιέται από το σκοινί της καμπάνας.

ΜΑΡΟΥΣΑ Η ΣΤΡΟΠΩΝΙΑΤΙΣΣΑ