Κυριακή 9 Αυγούστου 2020

ΜΑΡΟΥΣΑ ΜΕΡΟΣ Α


ΝΙΚΟΛΑΟΥ Α. ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΥ




ΜΑΡΟΥΣΑ
Η
ΣΤΡΟΠΩΝΙΑΤΙΣΣΑ



1886


*****


Επιμέλεια
και
μεταγλώττιση στη δημοτική

Γιαννούκος Ιωάννης


2020





Οι λόγοι της μεταγλώττισης

Έχει χρειαστεί ποτέ, να αναγκαστείτε να εκχερσώσετε έναν ανθώνα;
Έναν κήπο με χιλιάδες χρώματα και ευώδεις οσμές και να τον αντικαταστή-σετε με μια καλλιέργεια, η οποία θα σας έδινε μια μονόχρωμη θάλασσα από στάχυα, χωρίς χρωματική ποικιλία και ευωδιές;
Θα το κάνατε μόνο για επιβίωση, όταν θα έπρεπε να απαρνηθούμε
την ομορφιά, για να σπείρουμε στάρι ή καλαμπόκι κ. α, για να ζήσουμε.
Παρόμοιος είναι και ο λόγος που προβαίνω στη μεταγλώττιση αυτού του αδαμάντινου λογοτεχνικού δημιουργήματος.
Για να ζήσει!!!
Το βιβλίο έχει εκδοθεί το 1886 από το Νικόλαο Αντωνόπουλο και βρίσκεται σε κάποιες βιβλιοθήκες και στα χέρια κάποιων συλλεκτών.
Απ΄ όσους προσπάθησαν να το διαβάσουν, οι περισσότεροι το παράτησαν γιατί τους ήταν δυσνόητο. Όμως πρέπει να διαβαστεί, γιατί μέσα από τον έρωτα του Γιάννου από τη Στενή και της Μαρούσας από τις Στρόπωνες,
ο Νικόλαος Αντωνόπουλος μας παραθέτει πολλά ιστορικά και λαογραφικά στοιχεία του τόπου μας, που καλό είναι να γνωρίζουμε.
Γι αυτό λοιπόν, μετά από 134 χρόνια, επιχειρώ με την ενέργειά μου αυτή,
να το καταστήσω κτήμα όλων, είτε είναι γνώστες είτε όχι, της αρχαῒζουσας καθαρεύουσας.
Με πόνο ψυχής, αντικατέστησα λέξεις και φράσεις απείρου κάλλους και μουσικότητας, για να φέρω όσο πιο κοντά μπορούσα τον αναγνώστη στην κατανόηση των νοημάτων του έργου αυτού.
Έχοντας όμως επίγνωση της ελαχιστότητάς μου, ζητώ εκ των προτέρων συγγνώμη για κάθε λάθος, που πιθανόν να διαπιστώσει κάποιος στα γρα-φόμενά μου.
Άνθρωποι είμαστε……  Καλή ανάγνωση.

Γιαννούκος Ιωάννης

Συγγραφικό έργο

-Ο Γιαννούκος Ιωάννης, το 1993 εξέδωσε τη Μηνιαία Εφημερίδα
«Διρφυακά Νέα», η οποία εκδιδόταν έως το 2012.
-Το 2007 σε συνεργασία με το Γιάννη Μυτάκη, εξέδωσαν το βιβλίο:
«Διρφυακά» που περιείχε λαογραφικά και ιστορικά θέματα όλων των χω-ριών του Δήμου Διρφύων.
-Το 2011 δημοσίευσε την έρευνά του, καταθέτοντας ιστορικά στοιχεία, αρκούντος ικανά, με την οποία αποδεικνύεται ότι ο ηρωικός καλόγερος
Σαμουήλ του Σουλίου, καταγόταν από τη Στενή Ευβοίας.
-Το 2017 εξέδωσε το εκ 350 σελίδων βιβλίο:
«Λαογραφικά Στενής Ευβοίας».
-Το 2020 επιμελήθηκε και μεταγλώττισε στη
δημοτική το βιβλίο του Γεωργίου Ντεγιάννη
(έκδοση1939): «Μέσα στους λόγγους».
ΜΑΡΟΥΣΑ Η ΣΤΡΟΠΩΝΙΑΤΙΣΣΑ


Προς τους αναγνώστες

Η Ελληνική επανάσταση, είναι ένα από τα μεγαλουργήματα
του δεκάτου ενάτου αιώνα.
Κατ’ αυτήν μια χούφτα Ελλήνων, στερουμένων και της στοιχειωδέ-στερης συντάξεως, πασχόντων δε παντοειδείς και μεγάλες ελλείψεις, αλλά εμπνευσμένοι από την αγάπη προς την Πατρίδα, την ελευθερία και τη θρησκεία, επαναστάτησαν κατά του επαχθούς ζυγού της Τουρκικής Αυτοκρατορίας και επί επταετία, κατασυνέτριψαν πολλές πολυαριθμότατες στρατιές και καταπόντισαν και καταπυρπόλησαν τους κολοσσιαίους στόλους της. Τα βροντόφωνα προστάγματα του Κολοκοτρώνη, του Καραϊσκάκη, του Μιαούλη, υπήρξαν για την Τουρκική Αυτοκρατορία η σάλπιγγα της δευτέρας παρουσίας, η δε σπάθη του Τουρκοφάγου Νικηταρά και του Μπότσαρη και ο δαυλός του Κανάρη και του Παπανικολή, έσπειραν τον τρόμο σ΄ αυτήν και κατέρριψαν το προσωπείο της.
Αλλά το μεγαλούργημα τούτο, της ιερής επανάστασης των πατέρων μας, αποτελείται από μερικά και μεμονωμένα μεγαλουργήματα, τα οποία είχαν και τα επεισόδιά τους.
Απ΄ αυτά λοιπόν, μερικά αφηγούμαστε στο ανά χείρας βιβλίο, μη
αποβλέποντες σε φιλολογικές δάφνες, αλλά σκοπεύοντας, να παράσχουμε στην κρίση σας αφορμήν έρευνας και μελέτης αυτών των  επεισοδίων, τα οποία αποτελούν δραματικές σκηνές κατά τη μεγάλη της Ελληνικής Επαναστάσεως εποποιία.

Ο συγγράψας
Νικόλαος Αντωνόπουλος


ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

Ο μεγαλοπρεπής ήλιος της 20ης Απριλίου 1821, μόλις αναδύθηκε από το Αιγαίο και έριχνε σ΄ αυτό τις πρώτες ακτίνες του, σαν ερα-στής, ο οποίος αφού διανυκτέρευσε πλάι στη θελκτική ερωμένη του, την χαιρετίζει το πρωί με θερμό ασπασμό, εκείνη δε ήρεμη και χαμο-γελαστή, αποδέχεται τον ασπασμό και λαμβάνει τις εξαισιότερες και ερωτοτροπότερες όψεις, σα να θέλει να τον σαγηνεύσει.
Τα επί της μαγευτικής νήσου Εύβοιας κείμενα Ληλάντια όρη, με τους απόκρημνους βράχους, τα χλοερά δάση, τους μικρούς αλλά διαυγείς καταρράκτες και τις περήφανες κορυφές τους, των οποίων υπερέχει η κορυφή της πάντοτε χιονοσκεπής Δίρφυς, αλλού χρυσαφένια, αλλού ερυθρά και κάπου μελανά, εμφάνιζε ένα θέαμα αλλόκοτο, μαγευτικό, εξαίσιο.
Ήταν εντελώς ερημιά, αλλά την ησυχία της ερημιάς διέκοψαν μετά από λίγο, οι μονότονοι και μελαγχολικοί ήχοι των κουδουνιών των ποιμνίων, τα τραγούδια των τσοπάνηδων, οι ήχοι της περιπαθούς φλογέρας τους και τα γαυγίσματα των άγριων ποιμενικών σκύλων. Ήταν η ώρα κατά την οποία οι ποιμένες, μετά το άρμεγμα, σκαρίζουν τα ποίμνιά τους.
Ένας από τους ποιμένες αυτούς, πριν από λίγο εγκατάλειψε τη στρούγκα του και σκάριζε, το από εκατό περίπου κατσίκες ποίμνιό του, ακολουθώντας το, από το χωριό Στενή, στο χωριό Στρόπωνες, δύσβατο μονοπάτι.
Αυτός, ούτε τη φλογέρα του έπαιζε, ούτε τραγουδούσε όπως
οι άλλοι, αλλά σκεφτικός και μελαγχολικός, επιτάχυνε την πορεία
του ποιμνίου του, σα να βιαζότανε να φτάσει γρήγορα, σε κάποιο
ορισμένο μέρος.
Στο ωχρό και ηλιοκαμένο πρόσωπό του, φαινόταν κάποια αδημονία, το βλέμμα των αμυγδαλωτών και καστανών οφθαλμών του, ήταν γοργό και οξύ, τα φρύδια του συσπώνταν σαν να σκεπτόταν. 
Άρα τι να σκεφτόταν ο κάτοικος αυτός των ορέων;
Ποιες φροντίδες τάρασσαν τον ερημικό του βίο;
Καθόλου δε γνωρίζουμε. Τα κατόπιν θα μας διαφωτίσουν
Από μακριά, φαινόταν να έχει ηλικία δεκαεπτά ετών, ενώ αν τον
παρατηρούσες από κοντά, φαινόταν να έχει συμπληρώσει το εικοστό πρώτο έτος της ηλικίας του. Από μακριά δεν διακρινόταν, η στα
μάγουλα και τα λεπτά του χείλη τρέφουσα ήβη.
Το παράστημά του εν γένει είναι αρειμάνιο,* το δε ανάστημά του μάλλον υψηλό, λεπτό και εύκαμπτο, αναδεικνυόταν όμορφο από τη γραμμή της καλής, μα πάντοτε λερής φουστανέλας του. Στην αριστερή του ωμοπλάτη, κρεμόταν η σε όλες τις εποχές του έτους, αχώριστη στους ποιμένες κάπα. Ο λαιμός και το στήθος του γυμνά, πάντοτε ήταν ηλιοκαή μεν, αλλά κανονικά και ωραία. Από το σελάχι του, εξείχε η λαβή εγχειριδίου,* η ακτηρίδα* του πιστολιού και η αγαπημένη του φλογέρα. Στο δεξιό χέρι κρατούσε τη γκλείτσα του.
Προς συμπλήρωση της εικόνας του, πρέπει να προσθέσουμε ότι
στην αριστερή πλάτη του, λίγο πάνω από τη μέση του, με σχοινί
--------------------------------------------------------------------------------------------
Αρειμάνιος= Άγριος, πολεμοχαρής, λεβέντης, άφοβος, παλληκαράς, ανδροπρεπής.
Εγχειρίδιο= Μαχαίρι που χρησιμοποιείται ως όπλο, στιλέτο.
Ακτηρίδα= Το ξύλινο μέρος του όπλου, το κοντάκι, η ξύλινη λαβή του πιστολιού


αναρτημένο στον ώμο του, κρεμόταν το ταγάρι, στο οποίο είχε  ξηρό μαύρο ψωμί, λίγες ελιές και δυο ή τρία κρεμμύδια, τα οποία αποτε-λούσαν την τροφή του. Στα δεξιά του, στην ίδια θέση και με τον ίδιο τρόπο, υπήρχε κολοκύθα πλήρης οινοπνεύματος δυνατού, το οποίο μόνοι τους κατασκεύαζαν οι χωρικοί και το οποίο αποκαλούσαν
«λίαν επιεικώς» ρακήν.
Αυτός ήταν με λίγα λόγια ο ήρωάς μας, ο οποίος όπως όλοι οι ποιμέ-νες, είχε δεμένο το κεφάλι του με μαύρο μαντήλι, από το οποίο χύνονταν ατημέλητα μακριά και πυκνά, τα καστανόχρωμα μαλλιά του.
Το μονοπάτι που ακολουθούσε, επιταχύνοντας την πορεία του ποι-μνίου, διερχόταν από το πάνω από τη Στενή, από καστανιές και
έλατα, ωραίο δάσος. Όσο δε προχωρούσε στο δρόμο, τόσο και
η ανυπομονησία του μεγάλωνε.
Μετά δύο ωρών πορεία, έφθασε τέλος σε μια θελκτικότατη θέση, στην οποία υπάρχει βρύση με διαυγέστατο νερό, γνωστή με το όνο-μα «η βρύση του Κοντοδεσπότη». Ονομάστηκε έτσι η βρύση αυτή, γιατί κατασκευάστηκε με δαπάνη, του επί τουρκοκρατίας αρχιεπι-σκόπου Νεοφύτου του Κοντοδεσπότου, αποκαλούμενου έτσι για το μικρό του ανάστημα. Δίπλα στη βρύση λοιπόν αυτή, ο ήρωάς μας
έστρωσε την κάπα του, κάτω από ψηλό και περήφανο πεύκο και
ξάπλωσε, έχοντας το σκεπτικό πρόσωπό του στραμμένο προς το κατηφορικό και δύσβατο μονοπάτι, που οδηγούσε στο χωριό των Στροπώνων. Τα μάτια του, σπινθηροβολούντα κατέτρωγαν το μονοπάτι και κάπου-κάπου διέφευγαν από τα χείλι του ψιθυρισμοί. Στράφηκε προς τον ήλιο και αφού τον παρατήρησε, ψιθύρισε περίλυπος:
--Οχτώ καλάμια πάει ψηλά ο ήλιος κι ακόμα δεν ξαγνάντεψε.
Φαινόταν απελπισμένος και το πρόσωπο του καλύφτηκε από το πέπλο της μελαγχολίας. Ξαπλώθηκε πάνω στην  κάπα και το περίλυπο βλέμμα του, προσηλώθηκε απλανώς στο πεύκο που ήταν από πάνω του. Τα πάντα ήταν «εν ηρεμία», τα κουδούνια του απομακρυνθέντος ποιμνίου του, μόλις ακούγονταν.
Ξαφνικά, φωνή γυναικεία, επαναληφθείσα από την ερημιά, έφτασε στα αυτιά του. Σκίρτησε, σαν να τσιμπήθηκε από φίδι, σηκώθηκε με ταχύτητα αστραπής και έχοντας το  σώμα τεταμένο προς τα εμπρός και το  βλέμμα του σπινθηροβόλο, εξέταζε το μονοπάτι που οδηγού-σε προς το χωριό των Στροπώνων.
Πίσω από κάτι χαμόκλαδα, σε κάποια στροφή του μονοπατιού, πα-ρατήρησε κάτι να κινείται και χαμογέλασε.
Το εξασκημένο και οξύ μάτι του, διέκρινε τι ήταν πίσω από τα χαμό-κλαδα και το πρόσωπό του έγινε χαρούμενο.
Μετά μία στιγμή, μια παιδίσκη επάνω στην ημίονό της, πλησίαζε
λίγο-λίγο κατευθυνόμενη προς του Κοντοδεσπότη τη βρύση.
Κανένα χαρακτηριστικό της δε φαινόταν καθαρά ακόμη, άλλα το όλον της παρουσίας της καθώς προχωρούσε, είχε κάτι το θελκτικό.
Το άσπρο μαντηλάκι στο κεφάλι της, κυμάτιζε σα σημαία της αθωό-τητας, ωθούμενο από τη δροσερή αύρα. Το μονοπάτι ήταν ελικώδες, αλλά οποιονδήποτε ελιγμό και αν έκανε η ημίονος, προσεκτικά προχωρούσα, της επιβάτιδας το πρόσωπο είχε την αυτήν πάντοτε διεύθυνση. Τα βλέμματά της φλογερώς ήταν προσκολλημένα στου Κοντοδεσπότη τη βρύση. Τί τάχα αναζητούσε εκεί;
Μήπως στη βρύση αυτή συνέβαινε κάτι έκτακτο;
Όχι, τίποτε έκτακτο δεν συνέβαινε, αλλά κάτι τακτικότατο.
Ο Γιάννος ήταν εκεί.
Μετά από πέντε λεπτά πορεία, η Μαρούσα ήταν μπροστά στη βρύση και χωρίς να καταλάβει πως, βρέθηκε στην αγκαλιά  του Γιάννου,
ο οποίος σαν να κρατούσε τα άγια μυστήρια, την κατέβασε από την ημίονο και την εναπόθεσε ελαφρά και ήσυχα, επάνω στην κάπα του. Χωρίς βεβαίως να το καταλάβουν, τα χείλη τους ενώθηκαν και οι βράχοι ανταπέδωσαν τον ήχο διπλού φιλήματος.
Ο Γιάννος σηκώθηκε, ελευθέρωσε από το σαμάρι την ημίονο, την έδεσε να βοσκήσει σε κάποιο δένδρο και αμέσως, βρέθηκε στο πλευρό της Στροπωνιάτισσας Μαρούσας.
Η Μαρούσα ήταν ακόμη παιδί, στο πρόσωπο και το σώμα της διέκρινες τα δεκαέξι έτη. Είχε φρύδια, βλεφαρίδες και μάτια μαύρα, μαλλιά δε υπόξανθα, τα χαρακτηριστικά του προσώπου της ήταν τελείως ελληνικής κανονικότητας, ήταν σιτόχρους* και λίγο ωχρή.
Αν και ο ήλιος την έβλεπε όλη την ήμερα, εν τούτοις δεν κατόρθωσε να την κάψει. Τούτο είναι προνόμιο των σιτόχροων.
Στη φυσιογνωμία της, είχε μια περιπάθεια και δειλία που σε έθελγε, το ανάστημά της ήταν μέτριο και μάλλον ισχνή. Είχε ευκινησία γάτας.
Ο Γιάννος, καθισμένος πλάι της, κρατούσε τη λιγυρή της μέση με το δυνατό του βραχίονα και την κοίταζε μέσα στα μάτια.
—Μαρούσα μου, γιατί άργησες, εγώ σε καρτέραγα από το πουρνό, ύστερα μ’ έπιασε απελπισία.
—Τι να σου πω Γιάννο μου, δεν τόθελα η άμοιρη κι εγώ στενοχωριόμουνα, αλλά τι νά ΄κανα, σαν ήρθε ο σπαής και μας έκανε αντάρα μέσα στο σπιτικό, η δόλια η μάννα μου, μου λέει.
«Μαρούσα, σφάξε τα δυο κοκόρια που θέλει ο αφέντης και ψήστα
να τα φάει».
Εκάθησα λοιπόν η δόλια και τά ΄σφαξα. Εκεί που τά ΄ψηνα ερχόταν από πάνω μου και μου κουβέντιαζε.
Άξαφνα, άξαφνα, εκεί που ήμουνα γερμένη και συντάβλαγα τη φωτιά, σκύφτει και με φιλάει μέσα στο μάγουλο.
—Σ’ εφίλησε Μαρούσα! είπε ωχριασμένος ο Γιάννος και τα νεύρα του
--------------------------------------------------------------------------------------------Σιτόχρους= Η έχουσα το χρώμα του ώριμου σιταριού, η σιταρόχρωμη.

τεντώθηκαν, οι γροθιές του σφίχτηκαν και τα μάτια του πέταξαν
φλόγες.
Η Μαρούσα τον παρατήρησε έντρομη και μετά συγκινημένη του είπε.
—Μα τι έχεις Γιάννο μου; Μήπως έκανε κανένα κακό πως με φίλησε; Τότε συ, γιατί με φιλάς σαν είναι κακό, εσύ όμως, είναι αλήθεια πως ευχαριστιέμαι να με φιλάς, εκείνος δεν θέλω, τον σιχαίνομαι.
Ο Γιάννος έμεινε αναπολόγητος, δε γνώριζε και αυτός τι να πει, δε γνώριζε αν το φίλημα ήταν καλό ή κακό, έζησε στα βουνά και ο εικοσαετής κάτοικος των βουνών είναι αθώος, όσο ο δεκαπενταετής των πόλεων, ίσως και περισσότερο.
Αγαπούσε σαν τρελός, χωρίς να γνωρίζει τη λέξη έρως.
Ζηλοτυπούσε μανιωδώς χωρίς να γνωρίζει τη λέξη ζήλια.
Εντούτοις, το φίλημα άνοιξε άβυσσο στην καρδιά του.
Παρέμεινε σιωπηλός και σκεφτικός, ενώ η Μαρούσα εξακολούθησε.
—Αφού λοιπόν Γιάννο μου, του ’ψησα τα κοκορόπουλα, λέω στη μάννα μου. «Μάννα να πάω για ξύλα;» «’Όχι Μάρω μου, μου λέει η δόλια η γριά, γιατί κοντεύει γιόμα». «Δεν πειράζει μάννα της λέω γω, παίρνω το ζαερέ μαζί μου, ύστερα θάναι ο Γιάννος εκεί και θα με βοηθήσει, όπως πάντα». Τότε μου λέει η μάννα μου. «Πάγενε Μαρούσα και πριν τα βασιλέματα του ήλιου, νάσαι δω δίχως άλλο».
Πήρα και γω το τσεκούρι μου, έσυρα το μουλάρι μου ομπρός σ’ ένα λιθάρι για να καβαλήσω, αλλά προτού προφτάξω ν’ ανεβώ, χυμάει
ο παλιότουρκος και μ’ άρπαξε στα χέρια και...
—Τι, σ’ έπιασε στην αγκαλιά του και τον άφησες;
Α, το σκυλί θα το φάω με τα δόντια.
—Τι έχεις Γιάννο μου, που γιόμοσαν τα μάτια σου αίμα;
Ήτανε κακό κι αυτό καλότυχε; Τότε γιατί και συ με παίρνεις αγκαλιά και με κατεβάζεις απ’ το μουλάρι;
—Άκουσ’ με Μαρούσα να σου πω, σαν μου λες αυτό, αιστάνουμαι σαν φίδια να μου τρων τα σωθικά. Καταλαβαίνω Μαρούσα ένα άλλο για σένα, σ’ αγαπάω, όχι όμοια σαν τον Τσίρη* μου, ή τη Ρίνα την αδελφίτσα μου. Να, κάτι μου λέει μέσα μου, «Γιάννο, τη Μαρούσα δεν την αγαπάς αδελφικά, κάτι άλλο έχεις στην καρδιά».
Μα Μαρούσα μου, πώς να στο πω, λιώνω σαν το κερί, σαν ακούσω, πως άλλος άντρας άγκιαξ’ απάνω σου.
—Πες μου τα Γιάννο μου, πες μου τα, γιατί και γω σαν χόρευες στο πανηγύρι με τη Φρόσω, τα ίδια αιστανόμουνα.
Σαν να μούλεγε κάτι, πως ο Γιάννος, μόνο μετά μένα πρέπει να
χορεύει. Τί είν’ αυτό λοιπόν Γιάννο μου; Μια μέρα να μη σε ιδώ μούρχεται μεγάλο κακό.
—Τι είναι τούτο Μαρούσα μου, εγώ δεν το ξέρω, τούτο μονάχα ξέρω,
--------------------------------------------------------------------------------------------
Τσίρης= Ο μεγάλος αδελφός
πως ως που να πεθάνουμε, θέλω νάμαστε αντάμα.
—Και γω ετούτο θέλω.
—Μαρούσα, να μην ξαναχωριστούμε τότε πια.
—Ναι Γιάννο μου, να πάμε στην καψερή τη μανούλα μου και να της πω: «μανούλα εγώ με το Γιάννο θέλω νάμαστε πάντα αντάμα, για κάντονε λοιπόν παιδί σου, κι άφες με να πάω κοντά του», το θέλεις έτσι Γιάννο μου;
—Ακούς αν το θέλω, αυτό το λαχταράει η καρδούλα μου.
—Ε τότε με του ήλιου τα βασιλέματα να πάμε στη μάννα μου αντάμα.
—Για πες μου αλήθεια Μαρούσα μου, τι ήθελε το σκυλί μέσα στο σπιτικό σας;
—Μην τα ρωτάς καλότυχε. Ήρθε για να πάρει λέει, το δέκατο της περσινής χρονιάς. Κι η δόλια η μάννα μου, του τόχε δώσει πέρσι μέσα στ’ αλώνια. Μας πήρε λοιπόν κάμποσα ξάγια στάρι πούχαμε και μας άφησε να πορέψουμε τη χρονιά λιγούλι καλαμπόκι, ύστερα μας άρπαξε και τις μισές κότες και μας έβαλε και του σφάξαμε και δυο κοκόρια για να περιδρομιάσει το σκυλί, μας πήρε κι ότι άλλο είχαμε φαγουλάρικο και τώρα μας άφησε παντέρημους.
—Αχ! τους τούρκους τα σκυλιά, έτσι τα κάνουν πάντα. Έννοια σου Μαρούσα μου, εγώ θα τον σκοτώσω μεθαύριο, που θα γίνει μεγάλος σκοτωμός. Αυτό μου τόλεγε ο τσίρης μου, πως τώρα σε λιγούλι,
θ’ αρχινέψουμε να σφάζουμε τούρκους, για να πάμε στον παράδεισο και να λευτερώσουμε και τον τόπο μας.
Ο Παπάς του χωριού, μούλεγε σαν ήμουνα παιδί και πήγαινα στο σκολειό, πως η πατρίδα μας ήταν λεύτερη και πως πάλι θα λευτερωθεί, γιατ’ αυτό είναι το θέλημα του Θεού.
Εγώ Μαρούσα μου θα τον σκοτώσω κι όχι αυτόν μονάχα, αλλά κι άλλους πολλούς. Πώς τον λεν’ αυτόν;
—Μουράτη αφέντη.
—Έννοια σου, θα γίνει και δω στο Γριποννήσι* μεγάλος σκοτωμός, γιατί κατά πως μούλεγε ο τσίρης μου, στο Μοριά αρχίνεψε μεγάλη σφαγή, το ίδιο και πέρα στο ρουμελικό.
—Αμ αν σε σκοτώσουν οι παλιότουρκοι, τότε Γιάννο μου, τι θέλα
γενώ;
—Α, σαν θα με σκοτώσουν, θα πάω για την πίστη του Χριστού μας και τη λευτεριά, αλλά δε θα με σκοτώσουν, γιατί εμένανε και τον τσίρη μου δε μας βρίσκει το βόλι, γιατί έχουμε απάνω μας χαϊμαλί με τίμιο ξύλο απ’ τον Άγιο Τάφο.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ  ΔΕΥΤΕΡΟ
Ας εγκαταλείψουμε για λίγο τους ερωτευμένους μας να συνομιλούν τρυφερά, για να πούμε μερικά που αφορούν τον μεταξύ αυτών γεν-νηθέντα περιπαθή και αγνό έρωτα, που και αυτοί οι ίδιοι αγνοούσαν.
Γριπονήσι= Η Εύβοια. Νησί του Ευρίπου. Ευριπονήσι (Γριπονήσι)
Ο Γιάννος καταγόταν από τη Στενή, κεφαλοχώρι που βρίσκεται στους νοτιοανατολικούς πρόποδες της Δίρφυος. Η Στενή κτίσθηκε επί των χρόνων της ληστοπειρατείας. Κτίσθηκε στις πλευρές βαθιού ρέματος, πρώτον για να μην είναι ορατή από μακριά και δεύτερον για να είναι οχυρή και απρόσβλητη.
Από παντού είναι κυκλωμένη από απότομους βράχους, απροσπέλαστους και στα πόδια των ληστών. Μόνο προς το νότιο αυτής μέρος υπάρχει στενή δίοδος, την οποία σε περίπτωση ανάγκης, μπορούν να υπερασπίσουν αποτελεσματικά ελάχιστοι άνδρες. Μέσα στο χωριό, ρέει μικρό ποτάμι που πηγάζει από τα γύρω βουνά που το περιβάλλουν και το προστατεύουν.
Οποτεδήποτε και αν μεταβεί κάποιος στη Στενή, ακούει τους βρά-χους, ανταποδίδοντας τον κρότο των κοπάνων, με τους οποίους
λευκαίνουν οι ρωμαλέες και φιλόπονες Στενιώτισσες τα ενδύματα των πατέρων, αδελφών, συζύγων και τέκνων τους.
Οι Στενιώτισσες, ψηλές, ρωμαλέες, ευτραφείς και ροδόχρωμες, είναι αντάξιες των ωραίων Στενιωτών. Παρατηρώντας τους κατοίκους της Στενής, νομίζεις ότι ζεις στην ιστορούμενη εκείνη εποχή της αρχαιότητας, κατά την οποία η Ελληνική φυλή υπερείχε των άλλων κατά το σώμα και τη μορφή.
Ο Γιάννος λοιπόν, ήταν σωστός Στενιώτης, με τη μικρή διαφορά, ότι
ο έρως, το ζωηρό και αμέριμνο πρόσωπό του, κατέστησε λίγο ωχρό, περιπαθές και ανήσυχο. Πατέρα δεν είχε ούτε μητέρα - αμφότεροι είχαν πεθάνει προ καιρού - είχε μόνον αδελφό μεγαλύτερο, ονομαζόμενο Σπύρο και μίαν αδελφή μικρότερη, ονομαζόμενη Αικατερίνη και χαϊδευτικά Ρίνα.
Μέχρι την ηλικία των δέκα ετών, φοιτούσε τακτικά στο γραμματοδι-δασκαλείο της Στενής, το οποίο διευθύνετο από τον ιερέα του χω-ριού. Είχε προκόψει στα γράμματα, διότι όπως αυτός ο ίδιος καυχώ-μενος έλεγε, είχε φτάσει στο φτοῒχι.* Άμα συμπλήρωσε το δέκατο
έτος, τότε πλέον φόρεσε και κουμπούρι στη μέση και ακολουθούσε τον τσίρη του στα όρη, προς φύλαξη του βόσκοντος ποιμνίου τους, μέχρι του δεκάτου πέμπτου έτους της ηλικίας του.
Τότε ο τσίρης του, επειδή πλέον ήταν άντρας και φόρεσε και σιλάχι
μ’ άρματα, του εμπιστεύτηκε τη φύλαξη του ποιμνίου χωρίς δισταγμό. Ξεπλήρωνε δε το καθήκον του εξαίρετα, διότι είχε έρωτα, τόσο στο ποίμνιο, όσο και στην ερημιά.
Το δάσος και το ποίμνιο, ήταν ο παράδεισός του.
Πολλές φορές, αγέλες λύκων αποπειράθηκαν την καταστροφή του ποιμνίου, αλλά ο Γιάννος, με παραδειγματικό θάρρος απέκρουσε τις προσβολές, με τη βοήθεια τεσσάρων αγρίων και φοβερών μολοσ-σών, που είχε προς φύλαξη.
Φτοῒχι= Η οκτώηχος ή οχτωήχι. Εκκλησιαστικό βιβλίο που διδασκόταν στα σχολεία και ειδικότερα στα «Κρυφά σχολειά»
Προ δύο περίπου ετών, συνάντησε  σ΄ αυτήν τη θέση που γνωρίζουμε, τη Μαρούσα που έκοβε ξύλα. Επειδή δε η καημένη η Μαρούσα ήταν «μικρούτσικο κοριτσάκι», αυτός, ο «μεγάλος» τη βοήθησε ή μάλλον εκτέλεσε την εργασία της. Έκτοτε, όλη την άνοιξη συναντιόνταν εκεί τακτικά, γιατί σε όλα τα χωριά της ορεινής Εύβοιας,
η ξυλεία, ήταν εργασία αποκλειστικά των γυναικών και εκτελείται
κατά την άνοιξη, επειδή ήταν αδύνατο να γίνει αυτή η δουλειά το χειμώνα, γιατί το ψύχος ήταν δριμύτατο και όλα καλύπτονταν από χιόνι.
Οι καθημερινές συναντήσεις τους είχαν σαν αποτέλεσμα, ο Γιάννος να συμπαθήσει και βοηθούσε το μικρό κορίτσι, η δε Μαρούσα τον συμπάθησε επίσης και από ευγνωμοσύνη για τη βοήθειά του. Ο χρόνος όμως τα ασθενή δεσμά της συμπάθειας, τα μετέβαλε σε ισχυρότατο έρωτα, περιπαθή όσο και αγνό.
Έκτοτε, δε μπορούσε να κάμει ο ένας χωρίς τον άλλον. Το χειμώνα, όταν τα Ληλάντια όρη καλύπτονταν από τα χιόνια και το ποίμνιο
αποκλεισμένο στο μαντρί, τρεφόταν με ξηρά τροφή, ο Γιάννος δεν έχανε την ευκαιρία, αλλά φορούσε τα παστρικά του φορέματα και αψηφώντας τα δριμύτατα ψύχη και τον κίνδυνο να καταπλακωθεί από τα χιόνια, έτρεχε πότε για τον ένα λόγο και πότε για τον άλλο στις Στρόπωνες.
Οι Στρόπωνες είναι πολύ όμορφο χωριό. Βρίσκεται στους ανατολι-κούς πρόποδες της Δίρφυος. Αν για να δει κάποιος τη Στενή πρέπει να εισέρθει σ΄ αυτήν, για να δει κάποιος το χωριό των Στροπώνων, πρέπει όχι μόνον να εισέρθει σ΄ αυτό, αλλά και κατά κάποιον τρόπο να ψηλαφήσει τις μικρές και πενιχρές του οικίες, γιατί αυτές κρύβο-νται από πελώριες καρυδιές. Κάθε οικία έχει και την καρυδιά της, πολλές έχουν και δύο και τρεις ή και περισσότερες ακόμα.
Μετά την κτηνοτροφία, τα καρύδια είναι το σπουδαιότερο εισόδημα των αγαθών Στροπωνιατών, εκ των οποίων οι μάλλον πλούσιοι
καυχώνται, ότι έχουν εκατόν ή και εκατόν είκοσι δραχμών ετήσιο
εισόδημα.
Η Θεά Δήμητρα, έχει αδικήσει τους ατυχείς Στροπωνιάτες. Κάμπος δεν ξέρουν τι θα πει, εάν κάπου πάνω στα βράχια υπάρχει κάποια γωνία  καλλιεργήσιμης γης, την καταλαμβάνουν για να σπείρουν
αραβόσιτο, που είναι ο μόνος δημητριακός καρπός που ευδοκιμεί. Ευτυχέστατοι δε εκείνοι, οι οποίοι έκαναν λίγο σιτάρι ή είχαν τα μέσα να το αγοράσουν, για να αναμείξουν τα άλευρά του με του αραβόσιτου. Αυτοί, αποτελούντες την αριστοκρατία τρόπον τινά του χωριού, εξελέγοντο αλληλοδιαδόχως πάρεδροι και δημογέροντες.
Δημογέρων ήταν και ο μακαρίτης πατέρας της Μαρούσας, ο οποίος ονομαζόταν Δήμος Κουτρουμπής.
Δεν είχε την τύχη να ζήσει, ίσως εάν ζούσε, μπορεί να εξελέγετο καμιά φορά δήμαρχος του Δήμου Ληλαντίων.
Η επάρατος ευλογιά έκοψε το ευρύ στάδιόν του.

Ας πούμε όμως την αλήθεια. Έφταιγε λίγο για τον θάνατό του και αυτός ο μακαρίτης, διότι όταν η ευλογιά ενέσκηψε στο χωριό, έσπευσε να εμβολιαστεί προς προφύλαξη, παίρνοντας ύλη από τον πρώτο προσβληθέντα.
Η καλή λοιπόν κυρά Κουτρουμπίνα χήρεψε νέα, αλλά βάσταξε την τιμή και την υπόληψη του μακαρίτη, δε θέλησε να έλθει σε δεύτερο γάμο, αν και τα καλύτερα παλληκάρια του χωριού της έστειλαν προξενιά. Και δεν θέλησε, γιατί κατηγορηματικά και με σαφήνεια, μοιρολογώντας επί του νεκρού του μακαρίτη είπε:
«Αστροπελέκι και φωτιά να πέσει να με κάψει.
Αν μες τα στήθια μου φωτιά, άλλου ανδρός ανάψει».
Η υπόσχεση ήταν επίσημη και ιερή και δεν αποφάσιζε για κανένα λόγο να την παραβεί. Άλλωστε δε, ας πούμε και τη μαύρη αλήθεια. Τόσο πολύ καχεκτικοί και δύσμορφοι ήταν, αντίθετα προς τις εύσω-μες εύσαρκες και ευειδείς Στροπωνιάτισσες, οι αγαθοί Στροπωνιάτες, ώστε, όχι μόνο αγόγγυστα, αλλά και ευχαρίστως ξεπλήρωνε την ιερή υπόσχεσή της.
Το οίκημα της κυρά Κουτρουμπίνας ήταν αριστοκρατικό, γιατί πρώ-τον, βρισκόταν στην πλατεία, αντίκρυ στην εκκλησία και δεύτερον, αποτελείτο από δύο δωμάτια και στάβλο. Και πως να μην είναι αρι-στοκράτης αυτή, αφού είχε 30 γίδια, όλα γαλάρια και 6 καρυδιές;
Απέναντι από το σπίτι ήταν και το μαγαζί του χωριού, στο οποίο εδί-δετο και καφές, ή μάλλον κάποιος μέλας ζωμός, που περιείχε και καφέ, του οποίου κάθε κύπελλο ετιμάτο ανάλογα με την ποιότητα και την ποσότητα του περιεχομένου.
Επίσης πωλείτο επιπλέον και κάθε είδος μπακαλικής.
Στο καφενείο λοιπόν αυτό, το χειμώνα ερχότανε ο Γιάννος και έπαιζε με τα παλληκάρια του χωριού κοντσίνα ή τριόμφο. Έχανε πάντοτε. «Τι σημασία είχε όμως; Κέρδιζε στην αγάπη».
Η Μαρούσα, πότε για τον ένα και πότε για τον άλλο λόγο, βρισκότανε πάντοτε στο παράθυρο και τον καμάρωνε.
Κατά την Κυριακή, ο Γιάννος, ασίκικα ντυμένος, επισκεπτόταν την κυρά Κουτρουμπίνα, η οποία, «ας μιλήσουμε ειλικρινώς», δεν δυσα-ρεστείτο από τις επισκέψεις του, γιατί φαίνεται ότι κάπως της άρεσε
ο Γιάννος για γαμπρός.
Έτσι λοιπόν, πέρασαν δύο χειμώνες και επανερχόταν η τρίτη άνοιξη, που τους βρίσκουμε στου Κοντοδεσπότη τη βρύση, όπου τους αφήνουμε να συνομιλούν, για να κουτσομπολεύουμε, αναμιγνυόμενοι  στα οικογενειακά τους, «όπως κάνουν οι γριές και πολλές άλλες νοικοκυρές στις πόλεις, από υπέρμετρο βέβαια ενδιαφέρον προς τους γείτονές τους».


ΚΕΦΑΛΑΙΟ  ΤΡΙΤΟ
Ο ήλιος πλησίαζε να δύσει και όμως, οι δύο εραστές συνομιλούν
ακόμη, σα να συναντήθηκαν εκείνη τη στιγμή. Τι έλεγαν; Τίποτα. Φλυαρούσαν. Αλλά η φλυαρία στους εραστές, είναι κελάηδημα.
Είχαν την ίδια στάση, στην οποία προ πολλού τους αφήσαμε και θα έμεναν έτσι επί πολύ ίσως ακόμη, εάν φωνές δυνατές και ποδοβολητό αλόγων δεν τους ξύπναγαν από τη νάρκη, στην οποία είχαν περιπέσει. Έστρεψαν ζωηρά προς το μέρος των φωνών και είδαν 4 ιππείς ερχόμενους από τους  Στρόπωνες και να κατευθύνονται προς αυτούς. Η Μαρούσα τους αναγνώρισε και είπε με σιγανή φωνή.
—Ο Μουράτ αφέντης με τους ζαπτιέδες.
Ο Γιάννος ωχρίασε και έφερε αυτομάτως το χέρι του στη λαβή του πιστολιού του, αλλά αμέσως η φρόνηση κατέστειλε την οργή του και αφού σηκώθηκε, απομακρύνθηκε μερικά βήματα. Μετά δύο λεπτά της ώρας, οι τέσσερις ιππείς βρίσκονταν μπροστά στη βρύση.
Οι τρεις απ΄ αυτούς μετά, βιαστικά κατέβηκαν από τα άλογά τους,
για να βοηθήσουν τον τέταρτο στην αφίππευση, έπειτα, ενώ ο ένας απ΄ αυτούς κρατούσε τους 4 ίππους και άλλος καταγίνεται να γεμίσει την καπνοσύριγγα του σπαή Μουράτ εφένδη, ο τρίτος έβγαλε από το ταγάρι του αργυρό τάσι, το οποίο, αφού επιμελώς έπλυνε και γέμισε νερό, το έδωσε στο Μουράτ.
Αλλά ο Μουράτ δεν διψούσε πλέον, η όψη της Μαρούσας του
γέννησε άλλη δίψα, απώθησε λοιπόν το νερό και όρμησε προς τη φοβiσμένη παιδίσκη.
Ο Γιάννος έγινε σαν τρελός, έσυρε το πιστόλι με καταπληκτική ταχύτητα και πυροβόλησε κατά του ώμου του  τούρκου. Ατυχώς όμως το έναυσμα κάηκε, χωρίς το πιστόλι να εκπυρσοκροτήσει. Η μανία του Γιάννου κορυφώθηκε, εκσφενδόνισε το όπλο κατά της κεφαλής του Μουράτ και αρπάζοντας το εγχειρίδιό του, όρμησε εναντίον του, αλλά πριν να προχωρήσει 5 βήματα, οι τρεις ζαπτιέδες τον συνέλαβαν και μετά μισής ώρας πάλη, του έδεσαν τα χεριά και τα πόδια του και τον απέθεσαν κάτω, ενώ ο Γιάννος ωρυόταν. Η δυστυχής Μαρούσα
έντρομη, άρχισε να κραυγάζει με όλη τη δύναμη των πνευμόνων της, αλλά δυστυχώς, μόνον οι βράχοι απήντησαν στις κραυγές της.
Τα πάντα ήταν σε ηρεμία, μόνον τα γαυγίσματα των  σκύλων που φύλαγαν το ποίμνιο του Γιάννου ακούονται από μακριά. Ο Μουράτ μανιώδης από οργή και έρωτα, όρμησε προς αυτή σαν λυσσαλέος λύκος, η απελπισία έδωκε δυνάμεις στη Μαρούσα, πήρε μια μεγάλη πέτρα και με απίστευτη δύναμη, την εκσφενδόνισε κατά του τούρκου.
Η πέτρα βρήκε το στόχο της και τον κτύπησε στο μέτωπο. Αμέσως
το αίμα άρχισε να ρέει άφθονο. Εντούτοις, το κτύπημα μόνον προς στιγμήν μετρίασε την ορμή του, χρησίμευσε δε εις το να τον εξερεθί-σει περισσότερο, όρμησε λοιπόν με μεγαλύτερη μανία εναντίον  της,
την έπιασε από τα μπράτσα και με τη βοήθεια των ζαπτιέδων,
τη φίμωσε και της έδεσε τα χέρια.
Η σκηνή ήταν φρικιαστική, και λάμβανε φρικωδεστέρα ακόμη όψη, από τις ερυθρές ακτίνες του δύοντος ήλιου που τη φώτιζαν.
Ο δυστυχής Γιάννος, σφαδάζοντας υπό τα δεσμά του και μη καταδε-χόμενος να κραυγάσει ζητώντας βοήθεια, έβριζε και απειλούσε το Μουράτ.
Η ταλαίπωρη Μαρούσα, μερικά βήματα μακριά του Γιάννου, πεσμένη στο έδαφος, αντιδρούσε με υπόκωφα βογγητά και οι τρεις ζαπτιέδες, γεμάτοι μώλωπες από την πάλη, έτοιμοι όμως να εκτελέσουν κάθε διαταγή του αυθέντη τους, στέκονταν κατά διαστήματα, έχοντες στα πρόσωπά τους κάθε κακεντρέχεια και μοχθηρότητα.
Μετά κάποια σιωπή, ο Μουράτ απεύθυνε το λόγο γεμάτο μίσος προς το Γιάννο.
—Μωρέ γκιαούρ, πώς δεν κιότεψες να ξαμώσεις απάνω μου;
Δεν με ήξερες μωρέ σκύλε, πως είμαι ο Μουράτης εφέντης, ο πρώ-τος ξακουστός σπαής του Γριπονησιού;
—Σ’ ήξερα βρε Τούρκε, αλλά μένα δεν με δειλιάζει κανένας τούρκος, ουτ’ ο χάρος. Άιντε μωρέ σκύλε σκότωσε με, γιατί αν ζήσω, εκατό κεφάλια νάχεις, δε θα μου γλυτώσεις.
—Σώπα γκιαούρ, του απάντησε ο Μουράτ, δίνοντάς του συνάμα δυνατή κλωτσιά στο πρόσωπο, σώπα και δεν είμαι μουρλός να σε σκοτώσω, θα σ’ αφήσω εδώ πέρα στο βουνό δεμένο, να σε φαν΄ οι λύκοι και θα πάρω τη Μαρούσα να τη βάλω στο χαρέμι μου.
Ο Γιάννος, ο ατρόμητος αυτός παλληκαράς, ο οποίος αψηφώντας το θάνατο απειλούσε το δήμιό του, ακούγοντας ότι ο Μουράτ θα έπαιρνε τη Μαρούσα στο χαρέμι, αισθάνθηκε ρίγος τρόμου να διατρέχει στις φλέβες του. Το πρότερο απειλητικό πρόσωπό του, έλαβε όψη μεγάλου φόβου. Η περηφάνια του ταπεινώθηκε.
—Άκουμε αφέντη, λέγει. Να, εμένα κάνε με ότι θέλεις, μα άφησε τη δόλια τη Μαρούσα να πάει σπίτι της.
—Τί λες βρε γκιαούρ; Εγώ ν’ αφήσω τη Ρούσα; Αμ κάλλιο να με κάψει ο Μουχαμέτης. Θα την πάρω μπρε, για να την έχω χανούμισσα και να σου καίω τα σωθικά, όσο που να στα φαν΄ οι λύκοι εδώ που θα σ’ αφήσω δεμένο. Έτσι μπρε τσοπάναρε εκδικιόμαστε εμείς τους κακούς γκιαούρηδες.
Ο Γιάννος, έμεινε για λίγες στιγμές άφωνος από τρόμο, η ιδέα της απαγωγής της Μαρούσας παρέλυε το νου του, σπασμοί τον κατέλαβαν και το προ ολίγου αγέρωχο ύφος του χάθηκε.  Άρχισε τέλος να δακρύζει και με ικετευτική φωνή, είπε στον σκληροτράχηλο Μουράτ.
—Αφέντη, άσε τη Μαρούσα και να γίνω σκλάβος σου, σ’ ορκίζομαι αφέντη στον τίμιο σταυρό μας. Α! Παναγιά μου Δέσποινα, τι καμίνι είναι τούτο που μου καίει την καρδιά; Τα δάκρυα έρρεαν άφθονα.
Ο τούρκος έβλεπε αυτά και χαιρόταν για τα βάσανα του άτυχου Γιάννου, σε απάντηση δε της ικεσίας του γέλασε σαρδόνια, που επαναλήφτηκε απαίσια από την ηχώ. Μετά ανέβηκε στο άλογο και διέταξε τους ακολούθους του, να βάλουν στις μιαρές αγκάλες του το ατυχές θύμα, την ευπλόκαμο• Στροπωνιάτισσα και να τον ακολουθήσουν.
Αναχωρώντας δε είπε χαιρέκακα στο Γιάννο.
— Γεια σου τσοπάναρε, κουβέντιασε λιγάκι με τους λύκους και στον άλλο κόσμο, τα κουβεντιάζουμε πάλι.
Ο Γιάννος μόλις ανέπνεε, ήταν παντελώς αναίσθητος, αλλά το ποδοβολητό των απομακρυνόμενων αλόγων τον εξήγειρε από το λήθαργο, σφάδασε υπό τα ισχυρά δεσμά του θέλοντας να απαλλαγεί απ΄ αυτά, και ωρυόμενος κραύγαζε.
—Άιντε μωρέ σκύλε, ας μ’ αφήσει ο Θεός να ζήσω και δεν θα μου γλυτώσεις, όπου κι αν μου πας. Βουνό με βουνό δε σμίγει.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ  ΤΕΤΑΡΤΟ
Μισή ώρα μακριά από τον Άγιο Νικόλαο, χωριού που βρίσκεται νοτιοανατολικά  της Στενής, μέσα σε κοίλωμα, υπάρχει ένα ερημοκκλήσι θαυμαστό για τη μαγευτική του τοποθεσία και τα διαυγέστατα νερά, που έχουν τις πηγές τους λίγα βήματά  μακριά του. Γύρω από το
ερημοκλήσι υπάρχει ρομαντικότατος κήπος, από άγρια και οπωρο-φόρα δένδρα, καλλιεργούμενος  μόνος από τη φύση, η οποία πράγ-ματι πρόσφερε πλουσιοπάροχα όλες τις χάρες της.
Τα περήφανα κυπαρίσσια, τα φιλάρεσκα πεύκα, οι βραχύβιες λεύκες, οι αδύνατες και ευαίσθητες συκιές, οι θαλερές μουριές και πλείστα άλλα όμορφα δέντρα και δενδρύλλια, καθώς επίσης οι εγωιστικοί βάτοι, οι αειθαλείς σχοίνοι και ο παχύς χλοοτάπητας, όλα αυτά αποτελούν μαγευτικότατη διαμονή, άξια του χρωστήρα του Απελλή ή του Ραφαήλ.
Κατά τη στιγμή που οδηγούμε εσένα, φιλόμουσε αναγνώστη, στη θέση τούτη, για να σου αφηγηθούμε τα μετά την απαγωγή της Μαρούσας συμβάντα, οι αργυρές λάμψεις της αυγής, διώχνουν τα ερέβη της μαύρης νύκτας, τα πάντα υπό το αμυδρό και επάργυρο της χαραυγής φως, φαίνονται σαν οπτασία, σαν μαγεία ακατανόητη.
Ευρισκόμενος κατά την ώρα τούτη στη θέση αυτή, δε θαυμάζεις το εξαίσιο του θεάματος, δεν εκπλήσσεσαι απ΄ αυτό, αλλ’ έρχεσαι σε κατάνυξη, υψώνεσαι στο άπειρο και λατρεύεις . . . το Θεό.
Ο αέρας ψυχρός και υγρός, προξενεί ευχάριστη αίσθηση σ΄ αυτόν που βρίσκεται εκεί.
Τα φύλλα των δένδρων, είναι γεμάτα υδάτινα μαργαριτάρια, τα οποία απορροφούσαν λαίμαργα με τα αναρίθμητα αφανή τους στόματα, για να δυνηθούν να αντιμετωπίσουν τις καυστικές του ήλιου ακτίνες.
Πίσω από μια πυκνή βάτο, δύο ποιμένες αναπαυτικά ξαπλωμένοι
στην υγρή χλόη, συνομιλούν με σιγανή φωνή. Ο ένας απ αυτούς, γνωστός ήδη σε μας, ήταν ο Γιάννος. Στο καταμολωπισμένο
Ευπλόκαμος= Αυτή, που έχει ωραίες πλεξούδες, ωραία κόμη.
πρόσωπό του είχε επιχυθεί ωχρότητα θανάτου, οι καρποί των χεριών του έφεραν βαθιά και αιμοσταγή τα σημάδια των δεσμών, το βλέμμα του εξέπεμπε πυρ και λύσσα, τα πάντα στη μορφή και τη στάση του έλεγαν «Έ κ δ ί κ η σ ι ς».
Ο άλλος, από τη Στενή καταγόμενος και αυτός και κατά 5 ή 6 έτη μεγαλύτερος του Γιάννου, είχε όχι πολύ ψηλό το ανάστημα, πλατύ το στήθος και τους ώμους, ξανθά τα μαλλιά και την αραιή γενειάδα, πονηρό και γοργό το βλέμμα και εν γένει, άγρια και εκφραστική την όψη.
—Έχεις δίκιο Γιάννο, γιατί σου πήραν τη Μαρούσα, σου πρόσβαλαν την τιμή και την υπόληψη και σ’ έδεσαν και σ’ άφησαν στο λόγγο για να σε φαν΄ οι λύκοι.
Ήτανε απ’ το Θεό γραμμένο να περάσω και να σε σώσω. Σπαράζεται η καρδιά μου σαν σε βλέπω, γιατί θυμάμαι κι εγώ την καημένη τη Φρόσω, την αδελφούλα μου. Ήμουνα τότε δεκαοχτώ χρονών παιδί, μα ποτέ δεν θα το ξεχάσω.
Έσκουζε και δερνόταν το δόλιο το κορίτσι, μα κι ο Μπέης το θεριό δεν άκουγε, δεν το λυπότανε. Η μάννα μου, έπεφτε στα γόνατά του και μαδούσε τις πλεξούδες της. Εμένα, μ’ έδεσαν σαν και σένα.
Ο δόλιος ο πατέρας μου έλειπε στη χώρα, σαν ήρθε και τόμαθε έζωσε τ’ άρματά του κι έτρεξε στη χώρα και πήγε στου μπέη το σπίτι για να τον σκοτώσει, αλλά κει τον έπιασαν και τον έκλεισαν στα υπόγεια του κάστρου και μήτε να τον δούμε μας άφησαν, εφτά χρόνια τώρα.
Γι’ αυτό και γω ορκίστηκα, όσο που να πεθάνω, κάθε τούρκο που απαντώ και δύναμαι να τον σκοτώνω, έχω σκοτωμένους τώρα καμιά εικοσαριά, παντού με κυνηγάνε, αλλά  έχω πόδι δυνατό. Μα τώρα, που και δω στο Γριπονήσι άναψε το τουφέκι, σαν στο Μωριά και πέρα στο Ρουμελικό, θα σκοτώνουμε τα σκυλιά τους τούρκους άφοβα.
—Α! ας πιω, μωρ’ Γιώργο, το αίμα του Μουράτη και ας με κρεμάσουν ύστερα απ’ τη γλώσσα.
—Έννοια σου Γιάννο και τώρα που θάρθουνε οι βλάμηδες, θα δούμε πως κι από που θ’ αρχινέψουμε το σκοτωμό.
Να! Να! για δες πέρα στη ράχη, θαρρώ πως έρχονται κάμποσοι.
—Ο Γιάννος έστρεψε ζωηρά το πρόσωπό του, προς το μέρος που του έδειχνε και παρατήρησε εκστατικός.
Τέσσαρες εύζωνοι ποιμένες, κατέρχονταν με γοργό και σταθερό
βήμα, από το πάνω από τον  Άγιο Νικόλαο βουνό.
— Σάμπως ν’ ακούω Γιώργο και περπατησιά απ’ τ’ άλλο μέρος.
Και οι δύο αφουγκράστηκαν, αλλά τίποτε δεν μπόρεσαν να ακού-σουν. Ο Γιάννος έβαλε τότε το αυτί του πάνω σε ένα βράχο και
αφού αφουγκράστηκε προσεκτικά, σήκωσε ανήσυχος το κεφάλι
και είπε στο Γιώργο.
—Και όμως ακούω περπατήματα.
Σηκώθηκαν και με το δάκτυλο στη σκανδάλη του όπλου, παρατηρούν προσεκτικά προς το μέρος από το οποίο έρχονταν οι κρότοι.
Μετά παρέλευση δύο ή τριών λεπτών της ώρας, σε μια καμπή
του ρέματος, παρατήρησαν τον ένα κατόπι του άλλου 8 ποιμένες
και έναν ιερέα, που κρατούσε από το χέρι δωδεκαέτιδα παιδίσκη,
διευθυνόμενος προς το ερημοκκλήσι.
—Είναι οι βλάμηδες Γιάννο.
---Μα πως τάχα έρχονται από κει και ρέμα-ρέμα;
—Ξέρω και γω... Θα συναπάντησαν μουρτάτηδες και γι αυτό έρχο-νται φυλαχτά.
Πριν ο διάλογος αυτός τελειώσει εντελώς, οι τέσσερις ποιμένες που έρχονταν από το βουνό, είχαν φθάσει πίσω από τους δυο τους.
—Γεια σας, είπαν με μια φωνή οι ελθόντες.
—Καλώς τους βλάμηδες.
—Αμ και που είναι οι άλλοι, δεν ήρθανε ακόμα;
—Νάτοι, έρχονται, είπε ο Γιώργος.
Όλοι έστρεψαν ζωηρά και είδαν αυτούς να ανεβαίνουν ένα μικρό
ανήφορο, που οδηγούσε προς το εκκλησίδιο στο οποίο ήταν και
οι άλλοι. Μετά από λίγο όλοι σχημάτισαν κύκλο, μέσα στον οποίο
ο μεγαλύτερος απ΄ αυτούς, στεκόμενος όρθιος έλεγε τα εξής.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ  ΠΕΜΠΤΟ
— «Ωρέ παιδιά μου, εμαζωχθήκαμε εδωδά, για να γενούμε αδελφο-ποιτοί». Προτού όμως να κάνουμε τούτο, θα σας πω τι χρωστάει κάθε αδερφοποιητός να κάνει στη ζωή του. Χρωστάει βρε παιδιά, να βοηθάει τους αδερφοποιητούς του καλλιότερα από τ’ αδέρφια του τα φυσικά και το αίμα του αυτό να δίνει γι’ αυτούς, μα σαν ωρέ παιδιά, είμαστε όλοι αντάμα, κανείς δε μας σκιάζει. Ο δόλιος ο πατέρας μου, πούχε νου και φρόνηση και γνώση και ήξερε και πολλά, γιατί είχε ζήσει πολλά χρόνια, γιατί πέθανε 97 χρονώνε, μούλεγε πως σαν οι βέργες είναι μια-μια μονάχες σπούνε εύκολα, μα σαν είναι όμως όλες αντάμα και το πιο δυνατό παλληκάρι δεν μπορεί να τις τσακίσει. Έτσι μωρέ παιδιά θα είμαστε και μεις σαν ήμαστε αντάμα, δε θα φοβούμαστε πλια τους μουρτάτηδες. Μα ο λόγος το λέει, πως ο δυνατός χρωστάει να βοηθάει τον αδύνατο. Έτσι λοιπόν, σαν θα είμαστε και μείς δυνατοί, χρωστάμε να βοηθάμε και να φροντίζουμε για ένα αδύνατο, γιατί ο Θεός το θέλει. Γι αυτό βρε παιδιά, θα πάρουμε αυτό το τσουπί όπου δεν έχει στον ήλιο μοίρα και είναι σαν το καλάμι μέσ’
τ’ ανέμια, και σαν το φύλλο μέσ’ το ποτάμι, που το χτυπάει πότ΄ από δω, πότ’ από κει και θα το κάνουμε σαν αδελφούλα μας και θα φρο-ντίσουμε το κατά δύναμη, να το παντρέψουμε σαν μεγαλώσει.
Ε! τι λέτε ωρέ παιδιά, συμφωνάτε σ’ αυτά που σας είπα;».
—Ναι, ναι μπάρμπα Μήτρο, φώναξαν όλοι με μια φωνή.
—Τότες ρε παιδιά, να πάμε μέσ’ το ρημοκκλήσι να μας αγιάσει
ο παπάς και να ορκιστούμε στο Άγιο Βαγγέλιο και ύστερα θα σας πω μωρέ παιδιά, τι έχουμε να κάμουμε για την πίστη και τη λευτεριά της πατρίδας μας.
Όλοι, με μπροστά τον ιερέα, μπήκαν στο ερημοκκλήσι και στάθηκαν στο μέσο αυτού σχηματίζοντες κύκλο, εντός του οποίου έβαλαν την παιδίσκη. Ο ιερέας, αφού γονάτισαν, τους περίζωσε με μακριά ζώνη, τους κάλυψε με το ωμοφόριό του και τους διάβασε τις προσήκουσες ευχές. Μετά από αυτά, όλοι σηκώθηκαν και βάζοντας την δεξιά επί του ευαγγελίου, ορκίστηκαν ως εξής.
«Ορκιζόμαστε, να βοηθάμε ο ένας τον άλλον και το αίμα μας αυτό να χύνουμε. Να πολεμάμε και στο κρυπτό και στο φανερό τον οχτρό της πατρίδας και θρησκείας μας. Να φυλάμε την τιμή και υπόληψη των αδερφάδων και γυναικών ο ένας του άλλου, σαν να ήμαστε αδέρφια φυσικά. Να προστατεύουμε και τη Γιαννούλα, που είναι έρημο τσιπί και δεν έχει ούτε γονέους ούτε συγγενείς. Τούτα ορκιζόμαστε και να είναι άτιμος και θεοκατάρατος, όποιος δεν τα φυλάξει και ο Θεός να είναι με τα μας, σαν καλά αδέρφια που είμαστε».
Ο όρκος τελείωσε και όλοι ετοιμάζονταν να ασπαστούν το Ευαγγέλιο και ν’ αποχωρήσουν, όταν ο μπάρμπα Μήτρος τους είπε.
—Σταθείτε βρε παιδιά, να ορκιστούμε πως θα χύσουμε και το αίμα μας, για την πίστη και τη λευτεριά της πατρίδας μας.
—Ναι, μπάρμπα Μήτρο, να ορκιστούμε.
Ο μπάρμπα Μήτρος, τους υπαγόρευσε τον έξης όρκο, τον οποίο
επανέλαβαν πάντες αυτολεξεί.
«Ορκιζόμαστε, να χύσουμε το αίμα μας, για την πίστη και τη λευτεριά της πατρίδος μας και να πολεμάμε τους τούρκους, που μας έκαναν τόσα κακά στον τόπο».
Μετά από αυτόν τον όρκο, όλοι αφού ασπάσθηκαν το Ευαγγέλιο, την δεξιά του ιερέως και την παιδίσκη, ασπάστηκαν αλλήλους.
— Τώρα, ωρέ παιδιά, σαν πάμ’ όξω από την «Κλησιά» θα σας πω τι γίνεται για την πατρίδα. Βγήκαν από την Εκκλησία και ξαπλώθηκαν κάτω από γηραιό και μεγαλοπρεπή πλάτανο επάνω στη χλόη, κοντά στην πηγή του διαυγέστατου ύδατος.
Οι πρώτες ακτίνες του ήλιου, χρύσιζαν τα γύρω φυλλώματα, τα
οποία η δροσιά της νύχτας είχε υγράνει.
Ο Γέρο-Μήτρος, αφού πρώτα πήρε μια καλή δόση ταμπάκου και φταρνίστηκε επανειλημμένα, με ήσυχη αλλά σταθερή φωνή, είπε
σ΄ αυτούς τα έξης:
«Αδέρφια, τώρα θα σας πω κάμποσα για την πατρίδα μας.
Πολλά χρόνια έχουν περάσει, από τότενες που η δόλια ήταν λεύτερη και ήτανε η πρώτη σ’ ούλα τα βασίλεια του κόσμου. Αυτό το λέγουν τα βιβλία, καθώς μου είπε ένας δάσκαλος στο χωριό μας. Ύστερα μωρέ παιδιά, οι Φράγκοι μας ζηλέψανε, ζήλεψαν τ’ αγαθά μας και μαζωχτήκανε ούλοι μαζί και ήρθανε και μας έκαναν σκλάβους.
Πολεμήσανε οι κακόμοιροι οι παππούληδές μας, σκοτωθήκανε πολ-λοί και σκοτώσανε πολλούς, αλλά τι να κάναν οι δόλιοι, που χανε μαζευτεί σαν μυρμήγκια οι σκυλόφραγκοι. Ύστερα μωρέ παιδιά, οι γουρνομύτηδες οι Τούρκοι, έδιωξαν τους σκυλόφραγκους και πήραν τη Ρωμιοσύνη. Αυτό ήτανε το θέλημα του θεού, που θέλησε να μας παιδέψει, γιατί δεν πιστεύαμε σ’ αυτόν. Μα τώρα αποφάσισε να μας λευτερώσει, γιατί τόσα χρόνια, πολλά τραβήξαμε οι άμοιροι, γιατί λοιπόν τώρα έδωκε φώτιση σε πολλούς γραμματιζούμενους, να κάνουνε επανάσταση και να ζητήσουν τη βοήθεια της Ρουσσίας πώχει την ίδια πίστη μετά μας. Μας υποσχέθηκε λοιπόν η Ρουσσία, πως θα στείλει χρήματα και καράβια και στρατέματα για να μας βοηθήσουν».
«Αυτά βρε παιδιά ήθελα να σας πω και να σας συμβουλέψω να
πιάσουμε και μεις τ’ άρματα, σαν τ’ αδέρφια μας στο Γριπονήσι, στη Ρούμελη, στο Μωριά και στα νησιά, γιατί ξέρετε, 'Ελλάδα δεν είναι μονάχα το Γριπονήσι, είναι κι άλλες χώρες που φτάνουν ως την Πό-λη, που ήταν πρώτα η χώρα της Ελλάδας. Τώρα βρε παιδιά, να πάμε στο χωριό μας και να μαζώξουμε όσους μπορέσουμε περισσότερους, για να πάμε ν’ ανταμωθούμε με τ’ αδέρφια μας, που πολεμάνε με τον καπετάν Αγγελή κάτου στα Βρυσάκια. Αλλά βρε παιδιά, όπως τα πρόβατα έχουν το κριάρι μπροστά αρχηγό και οι μέλισσες το βασιλιά τους, έτσι και μεις πρέπει να κάνουμε καπετάνιο δικό μας, γιατί δίχως καπετάνιο τίποτα δεν κάνουμε».
-Ναι, μπάρμπα Μήτρο, ναι μπάρμπα Μήτρο, να κάνουμε καπετάνιο. Άλλα ποιον να κάνουμε;
—Κάμετε όποιον θέλετε.
—Εσένα μπάρμπα Μήτρο, είπαν όλοι μαζί.
—Όχι μένα βρε παιδιά, γιατί είμαι γέρος και δεν ξέρω από τουφέκι καλά, γιατί δεν έχω πολεμήσει με τους Τούρκους ακόμα. Να κάνουμε καπετάνιο το Γιώργο, πώχει τώρα εφτά χρόνια που δεν άφησε το τουφέκι από τα χέρια, παρά πολεμάει κάθε μέρα με τους Τούρκους και ξέρει καλά πως πολεμάνε κι ούλα τα κατατόπια, κι έχει και μάτι αητού.
—Ναι, ναι, το Γιώργο, είπαν όλοι και αφού σηκώθηκαν τον ασπά-σθηκαν.
Ο Γιώργος κατασυγκινημένος, στηρίχθηκε στο καρυοφύλλι του,
ύψωσε τη δεξιά προς τον ουρανό και με παλλόμενη φωνή  είπε.
«—Ορκίζουμε ρε παιδιά, ότι με τη βοήθεια του Θεού και με την παλ-ληκαριά σας, όσο η ψυχή μου είναι μέσα στο σώμα μου, Τούρκος δε θα ντροπιάσει τα άρματά μου, και θα φανώ άξιος καπετάνιος σας».
—Ναι, ναι και μείς ορκιζόμαστε, ότι θα πεθάνουμε για την πατρίδα μας, είπαν με ενθουσιασμό όλοι.
—Τώρα βρε παιδιά, σύρτε στα χωριά σας και μάστε όσους μπορέστε πιο πολλούς και αύριο το πουρνό, πριν ο ήλιος να σας δει, να είσαστε απ’ όξω απ’ τα Ψαχνά.
Εσύ Γιάννο έλα κοντά μου.
Όλοι αναχώρησαν γεμάτοι ενθουσιασμό και ελπίδες.
Ο Γιάννος που έμεινε με το Γιώργο, του είπε:
—Γιώργο, τον Μουράτη τον ξέχασες.
—Όχι Γιάννο, ούτε τον Μουράτη ξέχασα, ούτε τον Μπέη, τον ένα
θα στον δώσω να τον ψήσεις και τ’ αλλουνού θα του πιω το αίμα.
Η Μαρούσα η αγαπητικιά σου και η Φρόσω η αδελφούλα μου, αν ζουν, θ’ αναγαλλιάσει η καρδιά τους κι αν πέθαναν η ψυχή τους.
Αλλά, αδελφέ μου Γιάννο, πρώτα την πατρίδα! ! !
—Ναι, Γιώργο μου, έχεις δίκιο, πρώτα την πατρίδα!!!

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΚΤΟ
Από της 20 Μαρτίου 1821, σε όλη την Ελλάδα, σποραδικά η επανά-σταση άρχισε. Ένα από τα μέρη που έλαβαν αμέσως τα όπλα, ήταν
η Εύβοια. Κατ’ αρχάς οι της επαρχίας Χαλκίδας επαναστάτες, υπό την αρχηγία του Βερούση, ενός άνανδρου και ανίκανου, υπέστησαν σοβαρή ήττα έξω από τη Χαλκίδα και διασκορπίστηκαν, αλλά κατόπι περί τις αρχές Μαΐου, πείστηκαν από τις συμβουλές του πλοιάρχου
Αλεξάνδρου Κριεζή, που περιέπλεε τότε την Εύβοια προς ενίσχυση των επαναστατών και προσκάλεσαν ως αρχηγό τους, τον ανδρειότερο και ικανότερο καπετάν Αγγελήν, τον Λίμνιον, ο οποίος με τη νοημοσύνη του, τη μακρά πείρα του περί τα πολεμικά, που είχε αποκτήσει στην αυλή του Αλή πασά και της ανδρείας του, κατόρθωσε να συγκεντρώσει, τους μετά τη μάχη που έγινε έξω από την Χαλκίδα, στα Αμπέλια, ηττηθέντες από τον Σινάν Αγά και διασκορπισθέντες επαναστάτες και να συστήσει στα Βρυσάκια, θέση κατάλληλη που απέχει από τη Χαλκίδα τρεις περίπου ώρες, στρατόπεδο από 800 περίπου άνδρες.
Περί δε τα τέλη του Ιουλίου, ο Ομέρ Βρυώνης, οδηγώντας  τέσσερις χιλιάδες περίπου πεζούς και ιππείς και συμπεριλαμβάνοντας και τους στη Χαλκίδα ντόπιους Οθωμανούς, υπολογιζόμενοι σε τέσσερις χιλιάδες επίσης, εκστράτευσε κατά των ευρισκόμενων στα Βρυσάκια, υπό τον ατρόμητο Λίμνιο καπετάν Αγγελή στρατοπεδευμένων επαναστατών, που είχαν αυξηθεί σε χίλιους περίπου.
Οι Τούρκοι, νομίζοντας ότι οι εκεί επαναστάτες, διοικούντο από τον άνανδρο Βερούση, επιτέθηκαν με θάρρος και ορμή. Αλλά ο καπετάν Αγγελής, έμπειρος πολεμιστής, είχε τοποθετήσει τους ανδρείους του έτσι, ώστε να είναι προφυλαγμένοι από τις εχθρικές βολές, για να μπορέσουν να αντεπεξέλθουν στη δυσανάλογη πλειονότητα των
εχθρών.
Περί τις 10 π.μ. οι τούρκοι, αφού κυρίευσαν κάποια οχυρώματα 
επουσιώδη, επιτέθηκαν κατά του κέντρου, το οποίο αυτοπροσώπως υπεράσπιζε ο καπετάν Αγγελής με 200 εκλεκτούς. Η επίθεση ήταν άγρια και Ισχυρή. Ο καπετάν Αγγελής, αληθινός ήρωας, με το ξίφος στα χέρια, κατάμαυρος από τον καπνό, περιέτρεχε στις τάξεις των ανδρείων του, μεταφέροντας  σ΄ αυτούς το θάρρος και την καρτερία. Αλλά οι επιτεθέντες υπερέβαιναν τις δύο χιλιάδες και μετά από λίγο
οι θαρρετότεροι τούτων, ανέβηκαν στα οχυρώματα. Τότε λυσσώδης συνεστήθη μάχη, με τα ξίφη και τα γιαταγάνια. Το αίμα έρρεε κι από τις δύο πλευρές άφθονο. Κάποια βοήθεια, είτε εις τους μεν, είτε εις τους δε, ήταν αδύνατον να δοθεί, γιατί όλος ο τουρκικός στρατός είχε επιτεθεί σε όλες τις γραμμές.
Μετά από λίγο, οι τούρκοι υπερπηδήσανε τα οχυρώματα, εισήλθαν μέσα σ΄ αυτά και κλόνισαν τους λίγους Έλληνες.
Ο Καπετάν Αγγελής, μάταια τους παρότρυνε.
Η πάλη ήταν άνιση και βεβαίως θα κατανικιόνταν, εάν απρόοπτος βοήθεια δεν ερχόταν εγκαίρως. Εκατό ανδρείοι απ΄ τα οχυρώματα της αριστερής πτέρυγας, βλέποντας τον κίνδυνο, τον οποίο διέτρεχε το κέντρο και ο αρχηγός τους, όρμησαν κατά των επιτιθεμένων τούρκων, και αφενός διασκόρπισαν αυτούς, αποσπάστηκαν δε 50 και
έσπευσαν σε βοήθεια αυτών που κινδύνευαν ακόμη.
Αρχηγοί ήταν ο Γιώργος και ο Γιάννος.
-Αλλά μόνον ο μέγιστος κίνδυνος του αρχηγού τους, τους εξώθησαν στο παράτολμο διάβημά τους;
Δεν είχαν άρα και κάποιον κρυφό πόθο και σκοπό;
Δεν θέλουμε να αδικήσομε τους ανδρείους, οφείλομε όμως χάριν της ακρίβειας να πούμε, ότι αρχηγοί των κατά του κέντρου επιτιθεμένων τούρκων ήσαν ο Μπέης Αλής και ο Μουράτ αφέντης, ο ένας άσπονδος εχθρός του πρώτου, ο άλλος του δεύτερου.
Ο Γιώργος και ο Γιάννος τους είδαν και έσπευσαν να τους αντιμετω-πίσουν, όχι πλέον σαν φιλήσυχοι ποιμένες, ανίσχυροι και αδαείς περί τα πολεμικά, αλλά σαν αρχηγοί, έχοντες υπό τις διαταγές τους ολιγάριθμους μεν, αλλά ανδρείους και αφοσιωμένους μαχητές. Η ορμή με την οποία επιτέθηκαν οι ολιγάριθμοι ανδρείοι, ήταν καταπληκτική.
Ο Γιώργος και ο Γιάννος, κρατώντας με τη δεξιά το ξίφος, στην αρι-στερά πιστόλι και στα δόντια μάχαιρα, ηγούντο των άλλων.
Τότε ο μεν πρώτος επιτέθηκε κατά του Μπέη, ο δε δεύτερος κατά του Μουράτ. Στα μάτια τους διακρίνετο η λύσσα.
— Μπέη, είπε ο Γιώργος, υψώνοντας το ξίφος και ορμώντας κατ’ αυτού, δε θα μου γλυτώσεις. Η Φρόσω η αδελφούλα μου θα δει τη μαύρη ψυχή του μπόγια της, που θα πάει κάτω στην κόλαση.
— Συ είσαι βρε ληστή γκιαούρ, τώρα σου δείχνω εγώ.
Πριν προφτάσει ο Μπέης να συμπληρώσει τη φράση του, το ξίφος του Γιώργου κατέπεσε κατά της κεφαλής του, πλην ένεκα της μεγά-λης αποστάσεως και της κίνησης την οποία ενστικτωδώς ο Μπέης έκαμε προς τα πίσω, μόνον η αιχμή του ξίφους διέσχισε τη μύτη και τα χείλη του, τότε οι γύρω απ΄ αυτόν Τούρκοι, τον πήραν στα χέρια τους και τον απέσυραν της μάχης, αμυνόμενοι απελπιστικά κατά των αγρίων και επιτηδείων επιθέσεων του Γιώργου, ο οποίος με τη λύσσα του για εκδίκηση, δεν παρατήρησε ότι περικυκλώθηκε από 15-20 Τούρκους. Δεκαπέντε ξίφη, μαχαίρια και πιστόλια υψώθηκαν κατά της κεφαλής του Γιώργου.
Αλλά ο μπάρμπα Μήτρος, μαζί με άλλους, όρμησαν σαν αστραπή
και παρενέβησαν στην πάλη, σφραγίζοντας έτσι την οριστική νίκη.
Μετά από λίγο, ενώ οι Τούρκοι τρέπονται σε άτακτο φυγή, ο μπάρ-μπα-Μήτρος, φέροντας τρεις βαθιές αλλά ακίνδυνες πληγές, μαζί με έναν άλλον, απέσυραν από το πεδίο της μάχης το Γιώργο, πλήρη τραυμάτων και μισολιπόθυμο από τη μεγάλη ροή του αίματος.
Αλλά ο Γιάννος τι έγινε; Ο Εύζωνος Γιάννος με τα παλληκάρια του, μανιώδης είχε ορμήσει κατά του Μουράτ και των περί αυτόν.
Η επίθεσή του, ήταν τόσο λυσσαλέα, ώστε ευθύς εξ’ αρχής ο Μουράτ ετράπη σε φυγή, αναγνωρίσας μέσα στον  καπνό της μάχης τον λέοντα, του οποίου τη Λέαινα άρπαξε άνανδρα.
Μετά από λίγο, το ευρύ πεδίο των Βρυσακίων ήταν άδειο από Τούρκους. Τετρακόσιοι περίπου νεκροί και πληγωμένοι κάλυπταν αυτό,
εκ των οποίων περί τους εκατό ανήκαν στους επαναστάτες.
Ο Γιάννος όμως, ούτε μεταξύ των νεκρών, ούτε μεταξύ των πληγω-μένων, ούτε μεταξύ των ζώντων ανευρίσκεται.
Ο Γιάννος, μη εννοώντας ν’ αφήσει τον απεχθέστατο εχθρό του, κατεδίωξε αυτόν εντός του στρατεύματος.
Τι απέγινε;  Άγνωστο.
Μετά την περιφανή τούτη νίκη, κατά την οποία το όνομα του Καπετάν Αγγελή δοξάστηκε και κατά την οποία ο ένδοξος Νικόλαος Κριεζώτης και ο Θηβαίος Κώτσος έδειξαν την παλληκαριά τους και πόσο ατρόμητοι πολεμιστές είναι, οι Τούρκοι κλείστηκαν εντός του φρουρίου της Χαλκίδος, μη τολμώντας να εξέλθουν.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΒΔΟΜΟ
Μετά την περιφανή, όπως είπαμε παραπάνω, νίκη των υπό τον Κα-πετάν Αγγελή επαναστατών στα Βρυσάκια και την κατάληψη από το Μηνά Κατσικογιάννη του Ανηφορήτου, που ήταν η μόνη οδός, δια της οποίας εδύναντο οι Τούρκοι της Χαλκίδας να συγκοινωνήσουν μετά των της Στερεάς, η πολιορκία του φρουρίου Χαλκίδος, ενισχυό-μενη και από τη θάλασσα, από το πλοίο του πλοιάρχου Α. Κριεζή, έγινε στενότατη.
Κανείς τούρκος δεν τολμούσε πλέον να εξέλθει από τις πύλες του φρουρίου, για να λαφυραγωγήσει την εύφορη πεδιάδα της Χαλκίδος, τα Αμπέλια.
Εντούτοις, οι Τούρκοι είχαν πολλές τροφές στο φρούριο, ώστε
μπορούσαν για πολύ καιρό ν’ αντισταθούν στην πολιορκία.
Μέσα στο φρούριο είχαν παραμείνει λίγοι Έλληνες, οι οποίοι ζούσαν πάντοτε με το φόβο ή να σφαγούν από τους Τούρκους, για εκδίκηση μετά τις τελευταίες αποτυχίες τους, ή να πεθάνουν της πείνας, παρατεινόμενης της πολιορκίας και εξαντλούμενων των τροφών.
Φρούραρχος του φρουρίου Χαλκίδος κατά την εποχή εκείνη, ήταν
ο Σινάν Αγάς, αιμοβόρος Τούρκος, προ ολίγων ετών εγκατασταθείς στη Χαλκίδα, αρχιστράτηγος δε ο Ομέρ Βρυώνης.
Το φρουραρχείο βρισκόταν πλησίον της Αγίας Παρασκευής.
Τούτο ήταν ευρύχωρη κατοικία, κατασκευασμένη κατά τον Τουρκικό ρυθμό, με καφάσια στα παράθυρα και ανήκε στο Μουράτ Εφένδη,
ο ποίος και κατοικούσε σ΄ αυτή.
Ο Μουράτ Εφένδης, έχοντας πλούτη που απέκτησε με την αρπαγή και καταλήστευση, απόλαυε της εύνοιας τού Σινάν Αγά και ορίστηκε απ΄ αυτόν ως υπασπιστής.
-Ανάγκη μετά την ήττα των Τούρκων, να ακολουθήσουμε τον Σινάν Αγάν και το Μουράτ εφένδην στο φρουραρχείο, για να συνεχίσουμε τη διήγησή μας.
-Πάνω σε αναπαυτικό ντιβάνι κάθονταν νωχελικά με τα πόδια σταυρωμένα, κατά το γνωστό τούρκικο τρόπο, ο φρούραρχος και ο υπασπιστής του. Τέσσερις δούλοι, πολυτελώς ενδεδυμένοι, στέκονται μπροστά στη θύρα και εκτελούν μετά προθυμίας και ακρίβειας τις διδόμενες σ΄ αυτούς διαταγές. Ο ένας τούτων, υπεύθυνος για τα του καπνίσματος, γέμιζε με αρωματώδεις καπνούς μακριές καπνοσύριγγες, αντικαθιστώντας τις εξαντλούμενες με το νεύμα του κυρίου του.
Ο άλλος, υπεύθυνος για τα του καφέ, στεκόταν μπροστά σε τραπέζι, στρωμένο με βαρύτιμο λαχώρι, επί του οποίου ήταν τοποθετημένα αργυρά και χρυσά κύπελλα, διαφόρων μεγεθών.
Ο τρίτος, υπεύθυνος για τα γλυκίσματα και αφεψήματα (σερμπέτια), στεκόταν  μπροστά από άλλο τραπέζι, στρωμένο επίσης πολυτελώς, στο οποίο ήταν αποτεθειμένα διάφορα γλυκίσματα, από τα οποία την πρώτη θέση κατείχαν ο χαλβάς και ο μπακλαβάς και διαφόρων μεγεθών και σχημάτων κρυστάλλινες φιάλες και κύπελλα, γεμάτα με ευώδη αφεψήματα διαφόρων φρούτων.
Και ο τέταρτος, αγριωπός την όψη, εκτελούσε ή διαβίβαζε τις διάφο-ρες διαταγές, που ο Σινάν Αγάς έδινε ή διαβίβαζε προς άλλους.
Η αίθουσα είχε πλήρη την ασιατική πολυτέλεια.
Το πράσινο χρώμα, του οποίου λιγοστοί Τούρκοι είχαν την άδεια να κάνουν χρήση, που ήταν προνόμιο παρεχόμενο διά φιρμανίου Σουλτανικού, υπερίσχυε παντός άλλου χρώματος.
Κατά τη στιγμή που βρίσκουμε τούς δύο Τούρκους  στην αίθουσα αυτή, οι δούλοι προσφέρουν σ΄ αυτούς διάφορα αναψυκτικά, ποτά και καπνοσύριγγες, πλήρεις ευώδους καπνού.
Ο Μουράτ έσκυψε στο αυτί του φρούραρχου και ψιθύρισε κάποιες λέξεις. Αυτός έκανε με το χέρι του νεύμα επιτακτικό στους δούλους, οι οποίοι αμέσως εξήλθαν απ΄ την αίθουσα.
Μετά σύντομη μυστική, αλλά και ζωηρή συζήτηση, ο Σινάν Αγάς χτύπησε τρεις φορές τις παλάμες του.
Αμέσως, ο την άγρια όψη έχων δούλος, φάνηκε και κάνοντας τις συνήθεις υποκλίσεις, στάθηκε προ της θύρας αναμένοντας τις διαταγές.
—Έλα δω Αχμέτ, είπε ο Σινάν Αγάς. Ο δούλος πλησίασε.
— Πάγαινε, μπρε Αχμέτ, να φέρεις το σκλάβο, τα μάτια σου τέσσερα μπρε μη σου λακίσει, είναι σκυλί μονάχο. Δεσ’ τον καλά.
—Από τον Αχμέτ δε φεύγει αφέντη
—Μα για πες μου Μουράτ, είπε ο Αγάς. Γιατί δε θέλεις να κομματιά-σουμε το Γιάννο; Αυτός σου ’βαλε το μαχαίρι στο λαιμό, και αν δεν ήτανε ο Αχμέτ θα σ’ είχε σκοτωμένο.
Πριν ο Μουράτ δυνηθεί ν’ απαντήσει, η θύρα άνοιξε και εισήρθε
ο Αχμέτ με άλλους  δύο  σωματοφύλακες, συνοδεύοντες τον άτυχο Γιάννο δέσμιο.
Δύο βαθιές πληγές ξίφους ανοικτοί ακόμη, ξεκινώντας από το μέτω-πο και κατάληγοντας στις δύο παρειές, τον καθιστούσαν αγνώριστο.
Η λερή φουστανέλα του, καταματωμένη και σχισμένη σε πολλά ση-μεία, έδινε κάποια αγριότητα στην κατάχλωμη όψη του.
Εν γένει δε η στάση του, προκαλούσε ζωηρό ενδιαφέρον στους
παριστάμενους.
Μόλις είδε το Μουράτ, οι οφθαλμοί του εξέπεμψαν αστραπές μίσους, τα ωχρά χείλη του κινήθηκαν σπασμωδικά και τα χέρια του σείστηκαν, αποπειρώμενα να συντρίψουν τα δεσμά τους.
Η απόπειρα ήταν
ανωφελής οι σιδερένιοι κρίκοι ήταν ισχυρότατοι.
Έστρεψε το βλέμμα πλήρες μίσους και περιφρόνησης προς τους Τούρκους και κοίταξε αυτούς αγέρωχα.
Οι δύο Τούρκοι, πτοήθηκαν από το απαίσιο εκείνο βλέμμα.
Ο Σινάν Αγάς, σαν να ήθελε να αποσύρει την οδυνηρή εντύπωση, που προξένησε σ΄ αυτούς το βλέμμα εκείνο:
— Γονάτισε Γκιαούρ, να προσκυνήσεις είπε.
— Μόνο στο Θεό έμαθα να γονατίζω και να προσκυνάω, απήντησε
ο Γιάννος με περιφρόνηση.
— Γονάτισε σκύλε, είπε ο Μουράτ, γιατί σε γονατίζω με το ζόρι.
— Συ, ωρέ Τούρκο, θα με γονατίσεις;
Λύσε μου τα χέρια να δεις αν σε τσακίζω σαν κλαρί!
Ο Σινάν-Αγάς, έκανε επιτακτικό νεύμα προς τους σωματοφύλακες
και αυτοί αμέσως άρπαξαν το δυστυχή Γιάννο από τη μέση και
προσπαθούν να τον ρίξουν γονυκλινή προ του φρουράρχου και
του υπασπιστή του. Ο Γιάννος, σωστό παλληκάρι, αν και δεμένος αντιστάθηκε και η θηριώδης πάλη διήρκησε περί το τέταρτον, κατά την οποία χρειάστηκε και η βοήθεια των δούλων για να ακινητοποιηθεί ο Γιάννος.
Καθ’ όλη τη διάρκεια αυτής, ο Γιάννος ωρύετο σαν λιοντάρι. Από τις πληγές που άνοιξαν και απ΄ τα ρουθούνια του, έρρεε άφθονο αίμα. Τέλος, καταϊδρωμένος, καταματωμένος και απηυδισμένος κατέπεσε,  όχι στα γόνατα, άλλα μπρούμυτα.
Ο Μουράτ σηκώθηκε από το ντιβάνι θηριώδης και τον κλώτσησε.
— Σκύλε, του λέει, αφεντεύτηκες να με σκοτώσεις στον πόλεμο,
αντάμα με τους συντρόφους σου τους ληστάδες, αλλά έπεσες στα νύχια μου.
Ενόμισα πως θα σε φαν’ οι λύκοι στου Κοντοδεσπότη τη βρύση που σ’ άφησα δεμένο, σαν σου πήρα τη Στροπωνιάτισσα Μαρούσα.
Μα συ είσαι λύκος μονάχος, θα σε γδάρω μπρός στη Μαρούσα.
— Τι γίνεται Τούρκο η Μαρούσα, είπε μετά παλμών ο δυστυχής
ποιμένας.
— Για τη Μαρούσα ρωτάς Γκιαούρ, δεν λογαριάζεις πως θα σε ψήσω ζωντανό;
— Πες μου μωρέ Τούρκο, τί γίνεται η Μαρούσα και ψήσε με.
—Τη Μαρούσα μπρε Γκιαούρ, την έχω στο χαρέμι και την προσκυ-νάνε, γιατί αγίασε.
—Άσε με ωρέ Μουράτη να τη δω, προτού πεθάνω.
—Δε θα δεις Γκιαούρ τη Μαρούσα.
Ήθελα μπρε, να σε ψήσω σαν έρθει η ώρα σου ομπρός της, αλλά αυτό θα σου δώσει κουράγιο.
Όχι! Όχι! Θα σε τσιτσιρίσω.
— Μωρέ Τούρκε, άσε με να την δω προτού πεθάνω και...
Οι λέξεις πνίγηκαν στο λάρυγγα του Γιάννου.
Η Μαρούσα με ξέπλεκα μαλλιά, ωχρή και με απλανείς οφθαλμούς, εισήρθε στην αίθουσα.
Ο Σινάν Αγάς, ο Μουράτ, οι σωματοφύλακες και οι δούλοι, έπεσαν στο διάβα της  στα γόνατα και την προσκυνούσαν.
Η σκηνή ήταν απερίγραπτη.
Οι λέξεις δεν αρκούσαν να την περιγράψουν.
Μόνο η φαντασία εικονιζόμενη διά χειρός του ζωγράφου Απελλή
εδύνατο να δώσει κάποια ιδέαν αυτής.
Ο Σινάν Αγάς και ο Μουράτ αφέντης, γονυκλινείς προ της Μαρούσας, ωχροί από τρόμο, δεν τολμούσαν να υψώσουν προς αυτήν τους
οφθαλμούς, οι σωματοφύλακες και δούλοι, κατάπληκτοι και αυτοί από τρόμο, στήριζαν τα μέτωπά τους στο έδαφος.
Ο ατυχής Γιάννος δέσμιος, είχε εγερθεί λίγο και παρατηρεί αναστα-τωμένος τη Μαρούσα.
Θέλησε να της μιλήσει, αλλ’ η φωνή του πνίγηκε στο λάρυγγά του.
Η Μαρούσα ωχρή, με ξέπλεκα μαλλιά και λευκοντυμένη, είχε στο βλέμμα κάτι  απλανές και ασταθές, τα πάντα ήταν ξένα προς αυτήν, είχε προσηλωμένα τα μάτια της προς κάποιο σημείο αόρατο σε
όλους τους άλλους και άλλοτε χαμογελούσε, άλλοτε έκλαιε.
Περιέφερε τα βήματά της εντός της αίθουσας και ετοιμαζόταν να
εξέλθει της θύρας, όταν ο Γιάννος σαν να συνήρθε από την έκπληξη, με πνιγμένη φωνή ανέκραξε:
— Μαρούσα! Μαρούσα μου!...                 
Η Μαρούσα ήταν επί της θύρας, στη φωνή του Γιάννου κλονίσθηκε σαν να μαγνητίστηκε και έστρεψε έντρομη την κεφαλή.
Ο Γιάννος επανέλαβε:
— Μαρούσα μου, ψυχή μου, δε με θυμάσαι, δε θυμάσαι τον αγαπητικό σου, το Γιάννο;
Η Μαρούσα έβγαλε κραυγή και όρμησε προς αυτόν, αλλά αίφνης, σαν μετανοιωμένη, γέλασε προσποιητά και ετράπη σε φυγή.
Ο Γιάννος ολοφύρεται* «Μαρούσα μου, εφώναζε, μ’ άφησες! με ξέ-χασες!». Αλλ’ η Μαρούσα ήταν πλέον μακριά. Με την αναχώρηση της Μαρούσας, η σκηνή μετέβαλλε όψη. Οι δύο τιτλοφόροι τούρκοι,
εγέρθηκαν και ανέλαβαν το ηγεμονικό και αλαζονικό ύφος τους,
οι σωματοφύλακες σηκώθηκαν και αυτοί, αναμένοντες τις διαταγές των κυρίων τους και ο Γιάννος ξαπλωμένος χάμω έκλαιε από απελ-πισία και πόνο
Ο Μουράτ σηκώθηκε από το ντιβάνι, προχώρησε προς το Γιάννο και με απότομη φωνή του είπε.
—Βρε γκιαούρ, τι να σε κάμω εγώ τώρα εσένα;
—Άκουσμε, ωρέ Μουράτ, απάντησε ο Γιάννος, σαν πιστεύεις στο Μουχαμέτη, σκότωσε με τώρα.
—Όχι μωρέ δε σε σκοτώνω, παρά θα σ’ αφήσω να σπαράξει η καρδιά σου, καθώς θα σπαράζει η δική μου, θα σ’ έχω δεμένο να βλέπεις τη Μαρούσα και εκείνη δε θα σε γνωρίζει, γιατί εγώ την πότισα το γιατρικό που λησμονάει όσους αγαπούσε.
Περιττό να πούμε, ότι τούτο ήταν τέχνασμα του τούρκου, για να
βασανίσει το δυστυχή απλοϊκό Γιάννο, διότι αυτός γνώριζε καλά
ότι η Μαρούσα ήταν παράφρων.
Να πούμε εδώ, ότι οι παράφρονες για τους τούρκους θεωρούνται και λατρεύονται σαν άγιοι και γι αυτό σέβονται και φοβούνται αυτούς, σε βαθμό απίστευτο.
Από τύχη λοιπόν ήταν προστατευόμενη η άτυχη Μαρούσα.
Απώλεσε τας φρένας, μόλις αποχωρίστηκε από το Γιάννο και διέσωσε την τιμή της από του βεβαίου σφαγείου, που θα οδηγείτο ανηλεώς από τους κτηνώδεις πόθους του ωμού τούρκου.
Ο Γιάννος νομίζοντας ότι έχει εγκαταλειφτεί από τη Μαρούσα και
Μην επιθυμώντας να θανατωθεί από τον τούρκο, αποφάσισε να φροντίσει για την απόδρασή του, για να τον εκδικηθεί, για τα βάσανα που του προξένησε.
Ο Μουράτ βλέποντας ότι καθόλου δεν φόβιζε το Γιάννο ο θάνατος,
Ολοφύρομαι= Κλαίω γοερά, σπαράζω.
εξοργίζεται περισσότερο εναντίον του και επιθυμεί να του επιβάλει  τα φρικωδέστερα των βασανιστηρίων.
Διέταξε λοιπόν ένα από τους σωματοφύλακες, να αρχίσει τα βασανιστήρια, ενώπιον και αυτού και του φρουράρχου Σινάν-αγά. Ο σωματοφύλακας, έβγαλε τους δούλους από την αίθουσα και κράτησε κοντά του τον συνάδελφο του. Έβγαλε από το σελάχι του μικρά καλάμια, κατασκευασμένα σαν γραφίδες και άρχισε να τα μπήγει στα νύχια του Γιάννου. Από τα νύχια του έρρεε το αίμα κρουνηδόν, αλλά
το πρόσωπο του Γιάννου ουδεμία αλλοίωση έδειχνε, κανείς μυς του δεν συσπάστηκε, στα χείλη του φαινότανε περιφρονητικό μειδίαμα.
Ο Σινάν αγάς θαύμασε την καρτερία του Γιάννου, αλλά ο Μουράτ
αγρίεψε περισσότερο.
— Βρε γκιαούρ, του λέγει, δεν πονείς; δεν έχεις ψυχή απάνου σου;
—Όχι σκύλε, αποκρινόταν ο Γιάννος, αυτή τη χαρά δε θα στη δώσω, μια φωνή πόνου, για ένα δάκρυ απ’ τα μάτια μου, δε θα τα δεις ποτέ.
— Τώρα θα δούμε. Έλα Μεχμέτ τσιγάρισέ τον λίγο.
Ο Μεχμέτ, χωρίς αντίρρηση, έβγαλε απ΄ τον κόρφο του ένα μικρό φιαλίδιο, από το οποίο αφού έχυσε λίγο έλαιο σε μια χύτρα, την έβα-λε στη φωτιά, την οποία έφερε ο βοηθός του, για να βράσει.
Αφού για αρκετή ώρα έβραζε το έλαιο, με ένα κουτάλι, έριξε απ΄ αυτό όπως ήταν καυτό, στο στήθος του.
Οσμή πνιγηρή ψημένου κρέατος, αναδύθηκε σε όλη την αίθουσα,
το δέρμα στο στήθους του άτυχου Γιάννου άνοιξε, οι σάρκες του φουσκάλιασαν σε βαθμό φρικώδη και όμως, πάλι κανείς μυς του προσώπου του ταράχθηκε, το ίδιο μειδίαμα διακρινόταν στα ωχρά του χείλη. Φαίνεται σαν πτώμα που είχε πνοή, που δεν αισθάνεται πόνο. Όλοι στο θέαμα τούτο έφριξαν. Και αυτός ο Σινάν αγάς ταρά-χθηκε από την απάθεια του Γιάννου. Μόνο ο Μουράτ, του οποίου το στήθος φλόγιζαν κτηνώδεις πόθοι αποτυχόντες, ένεκα του προς το Γιάννο έρωτα της Μαρούσας και η δίψα της εκδίκησης, για την πληγή την οποία είχε λάβει στη μάχη, καταδιωκόμενος από το Γιάννο, μόνον αυτός, όχι μόνο δε θαύμασε την απάθεια του ατυχούς θύματός του, αλλά απεναντίας εξαγριώθηκε περισσότερο.
—Σκύλε, του λέει, εδώ θα σε βασανίσω, όσο που να δω ένα σου
δάκρυ.
— Κάμε με ότι θέλεις ωρέ Μουράτ, ψήσε με και φάγε με, δάκρυ μο-νάχα δεν θα δεις στα μάτια μου, θέλω μωρέ ν' αποθάνω σαν άντρας και η Μαρούσα να μάθει, ότι δάκρυ δεν είχα στο μάτι.
Στο όνομα της Μαρούσας, σατανικό μειδίαμα φάνηκε στην απεχθή μορφή του Μουράτ.
Θυμήθηκε τη στιγμή, κατά την οποία ο Γιάννος έχυνε πικρά δάκρυα, ένεκα της αρπαγής της Μαρούσας στη βρύση του Κοντοδεσπότη.
Αποφάσισε λοιπόν να βασανίσει το Γιάννο, μεταχειριζόμενος ως μέσον το όνομα της Μαρούσας.
—Η Μαρούσα του λέει, δε θα μάθει ούτε καν πως πέθανες, είναι καλά στο χαρέμι με τις δούλες της, τρώει και πίνει και δεν έχει άδεια να θυμηθεί τον τσοπάνο Γιάννο.
Στις λέξεις αυτές, το μειδίαμα του Γιάννου εξαλείφτηκε και οι οφθαλ-μοί του γέμισαν δάκρυα. Ότι δεν κατόρθωσαν οι βάσανοι, κατόρθω-σαν οι λίγες, πλην ανηλεείς λέξεις του Μουράτ.
Ω! πόσο ανώτεροι, πόσο οδυνηρότεροι είναι οι ψυχικοί των σωματι-κών πόνων.
— Τούρκε, λέγει ό Γιάννος, αν πιστεύεις στο Μουχαμέτη, σκότωσέ με και μη με βασανίζεις έτσι.
Ο Σινάν αγάς, σταθμίζοντας τα προηγούμενα βασανιστήρια του Γιάννου με το τωρινό, αγνόησε τη δριμύτητα του τελευταίου και λυπήθηκε. Ο βοηθός του σωματοφύλακα απαρατήρητος, σκούπισε ένα δάκρυ το όποιο κύλισε στα μάγουλά του.
—Εγώ θα σε σκοτώσω βρε τσοπάνε, απάντησε ό Μουράτ, όχι βρε, δε θα σε σκοτώσω εγώ. Θα σε σκοτώσει ο πόνος. Πάρτε τον τώρα, βάλτε τον στο μούσκιο, να συλλογίζεται τη Μαρούσα, που θα την έχω γω απόψε στην αγκαλιά μου.
Ο Γιάννος βρυχήθηκε σα λιοντάρι.
— Δεν υπάρχει, είπε, χάρη και για μένα;
Οι σωματοφύλακες τον οδήγησαν στις φοβερότερος φυλακές του φρουρίου.
Με την έξόδό του, ο Σινάν αγάς είπε στο Μουράτ.
— Μα Μουράτ, δεν έχεις καρδιά συ;
—Έχω αγά μου, αλλά μόνο για να μισώ.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΟΓΔΟΟ
Σε απόσταση μισής ώρας περίπου, από της θέσεως Βρυσάκια, όπου έγινε η μάχη, κατά την οποία οι Έλληνες πέτυχαν περιφανή νίκη υπό την αρχηγία του Καπεταν - Αγγελή,  βρίσκεται το χωριό Καστέλλα, στο οποίο μετέφεραν τους κατά τη μάχη εκείνη πληγωθέντες Έλληνες. Σε μια διώροφη οικία, νοσηλεύονταν περί τους δέκα πληγωμένους. Η άνω οροφή της οικίας είχε δύο δωμάτια, εκ των οποίων το μεν ευρύχωρο κατείχαν έξι πληγωμένοι, το δε μικρό δύο, εκ των οποίων ο ένας ήταν γέρος στην ηλικία, ο άλλος νέος.
Ήταν και οι δύο ξαπλωμένοι στο πάτωμα.
Πλησίον, μία παιδίσκη καθόταν χάμω και τους περιποιείτο.
Ο ένας των πληγωμένων ο μεγαλύτερος, ήταν ο Μπάρμπα Κώτσος, ο άλλος ο αρχηγός Γιώργος και η παιδίσκη, η προστατευόμενη των αδελφοποιτών Γιαννούλα. Ο γέρος αισθανόμενος πόνους από τις πληγές του γόγγυζε, βγάζοντας βαρείς αναστεναγμούς.
— Μωρ’ Γιαννούλα, είπε στενάζοντας, άλλαξέ μου τις πληγές, γιατί θαρρώ πως θα πετάξει η ψυχή μου. Έχω πόνους δυνατούς που μου καίνε τα σωθικά.
Η Γιαννούλα γρήγορα σαν πουλί, σηκώθηκε, πήρε από το παράθυρο δέσμη βοτάνων, μια αλοιφή  και επιδέσμους και με ελαφρό χέρι,
αφού πρώτα ξεκούμπωσε το στήθος του γέροντα, έβγαλε τους επι-δέσμους και άρχισε να τοποθετεί νέους.
Ο γέροντας έφερε τρεις πληγές στο στήθος, εκ των όποιων οι δύο ήταν από ξίφος, η άλλη από σφαίρα. Τις πληγές αυτές έλαβε, κατά τη στιγμή που έσωζε το Γιώργο και τους περί αυτόν από βέβαιο θάνατο, στον οποίο και είχε σπρώξει το πάθος της εκδίκησης των αρχηγών Γιώργου και Γιάννου.
Μετά την αλλαγή των πληγών, οι πόνοι ελαττώθηκαν και ο  γέροντας ησύχασε και παραδόθηκε σε ύπνο βαθύ, η δε Γιαννούλα επανήλθε στη θέση της.
Ο Γιώργος, καθ’ όλο αυτό το διάστημα ήταν άφωνος, φαινόταν σα να είχε παραδοθεί σε λήθαργο, τα μάτια του απλανή αλλά και με έκφραση μελαγχολίας, κοιτούσαν πάντοτε προς το ίδιο σημείο.
Το δε σημείο τούτο ήταν η Γιαννούλα.
Η Γιαννούλα, το δεκατετραετές εύσωμο και ρόδινο κοράσιο που φαινόταν μόλις δωδεκαετές.
Η Γιαννούλα χωρίς να προσέχει το Γιώργο, καταγίνεται στην κατα-σκευή επιδέσμων και άλλων φαρμακευτικών σκευασμάτων.
Η αφελής μορφή της είχε κάτι το αγριωπό και μελαγχολικό. Στην
έκφραση του προσώπου της, διέκρινες τον τύπον της ορφάνιας.
Δυστυχής, απροστάτευτη, χάνοντας τους γονείς της σε νηπιώδη
ηλικία, είχε ζήσει από τα ψιχία των συγχωριανών της. Η τύχη την
ευνόησε και έγινε η προστατευόμενη των αδελφοποιτών, στους
οποίους ανήκουν, όπως είπαμε πάρα πάνω και οι δύο πληγωμένοι. Αν και νεαρότατη στην ηλικία, είχε  εντούτοις εκτιμήσει δεόντως τη Θεία πρόνοια, η οποία την προστάτευε και η ψυχή της και η καρδιά της, της υπαγόρευσαν το πολυτιμότερα αίσθημα της ευγνωμοσύνης, γι αυτό και είχε αφοσιώσει τον εαυτό της ολοκληρωτικά, στην περι-ποίηση των αδελφοποιτών.
— Γιαννούλα, της φώναξε αίφνης ο Γιώργος με γλυκιά φωνή, δως μου λιγάκι νερό, γιατί τα στήθια μου καίγονται από φλόγα.
Η Γιαννούλα σηκώθηκε, πήρε ένα αγγείο γεμάτο με διαυγέστατο νερό και το έδωσε στο Γιώργο.
—Όρσε, αδελφέ μου είπε με γλυκιά φωνή.
Ο Γιώργος έλαβε το αγγείο και αφού ήπιε απνευστί το νερό,
το επέστρεψε σ΄ αυτήν.
Τα χέρια τους τυχαία συναντήθηκαν.
Ο Γιώργος ρίγησε, η δε Γιαννούλα έμεινε απαθής.
Από τη στιγμή εκείνη, οι οφθαλμοί του Γιώργου, γεμάτοι φλόγα κατέ-τρωγαν τη Γιαννούλα. Σε όλο το σώμα αισθανόταν ρίγος.
Μετά λίγα λεπτά αγωνίας, προχώρησε μέχρι τη Γιαννούλα, πήρε το χέρι της στο χέρι του και με μαλακή φωνή της είπε:
— Γιαννούλα, σ’ αγαπάω!...
Η Γιαννούλα, με έκπληξη τον παρατήρησε στους οφθαλμούς και με αφέλεια του απάντησε.
— Το ξέρω Γιώργο πως μ’ αγαπάς, και γω σ’ αγαπάω σαν αδέλφια πούμαστε. Δεν είπε ο παπάς στην εκκλησία να μ’ αγαπάτε σαν
αδελφούλα και να σας αγαπώ;
— Ναι είπε ο Γιώργος, έχεις δίκιο Γιαννούλα και αποσύρθηκε
ψιθυρίζοντας:
«Σαν αδερφό μ’ αγαπάει, σαν αδερφό».
Η Γιαννούλα τον παρατηρούσε με δέος και έκπληξη. Είδε  στο πρό-σωπό του ωχρότητα θανάτου και στο βλέμμα του φωτιά. Σηκώθηκε έπιασε το χέρι του και με περιπαθή φωνή του είπε.
— Τί έχεις αδερφούλη μου, μήπως πονείς;
Σε βλέπω κίτρινο σαν το φλουρί και  τα μάτια σου πετούν φωτιές.
Ο Γιώργος έξω φρενών, άρπαξε τα χέρια της και με φωνή άγρια της αποκρίθηκε
Ναι Γιαννούλα, πονώ, αλλά πονώ μέσα στην καρδιά και μονάχα συ μπορείς να γιάνεις τον πόνο μου.
-Εγώ! είπε εκείνη με έκπληξη, ως και τι μπορώ να κάμω για να μη πονείς;
— Να μ’ αγαπάς Γιαννούλα, να μ’ αγαπάς.
— Να σ’ αγαπάω!... είπε η Γιαννούλα εκπλησσόμενη περισσότερο.
Σ’ αγαπάω, τώρα δε σου το είπα αδελφούλη μου, πώς σ’ αγαπάω, σαν αδέρφια πούμαστε;
—Ναι το ξέρω Γιαννούλα, το ξέρω πως μ’ αγαπάς σαν αδέρφια πούμαστε, μα εγώ δεν θέλω να μ’ αγαπάς έτσι, θέλω να μ’ αγαπάς σαν ξένο.
—Σαν ξένον! Τι θα πει αυτό; Πώς θ’ αγαπήσω ξένον;
— Ναι Γιαννούλα, σαν γυναίκα τον άντρα της, συγχρόνως δε τη φίλησε στο μέτωπο.
Η Γιαννούλα, η οποία αντιλήφτηκε τι εννοούσε ο Γιώργος και ποιες ήταν οι προθέσεις του, αποσύρθηκε έντρομη και ανέκραξε:
—Ποτέ, ποτέ... είμαστε αδέρφια, το είπε ο παππάς στην εκκλησία.
Ο Γιώργος αποσύρθηκε με ανοικτές αγκάλες και ρίχτηκε στο κρεβάτι του, στενάζοντας γοερά.
Η Γιαννούλα επανήλθε στην πρότερή της θέση, κοιτάζοντας χάμω.
Ο γέροντας από την ταραχή ξύπνησε.
— Μωρ’ Γιαννούλα, τι σαματάς ήταν αυτός;
—Τίποτα, Μπάρμπα-Κώτσο.
Έπειτα, στράφηκε προς το Γιώργο ο Μπάρμπα Κώτσος:
— Πώς είσαι γιέ μου, είπε, πώς είναι οι λαβωματιές σου;
—-Κακά και ψυχρά Μπάρμπα-Κώτσο, αιστάνουμαι πως θα πεθάνω γρήγορα.
— Κουράγιο γιε μου, κουράγιο. Συ γιε μου δεν φοβήθηκες όλη την Τουρκιά και φοβάσαι δυο παλιολαβωματιές και θαρρείς πως θα σου φέρουνε το χάρο;
Ντροπή γιε μου, ντροπή.
—Αχ γέρο-πατέρα μου, ούλου του ντουνιά οι λαβωματιές και τα
πάθη, δεν κάνουν τόσο πόνο, όσον έχω στην καρδιά.
Ο μπάρμπα-Κώτσος σηκώθηκε ζωηρά και κοίταξε έκπληκτος το Γιώργο.
— Μα πώς Γιώργο σε πονεί η καρδιά, αφού δεν λαβώθηκες 
σ’ αυτήν;
—Α! Σταυρο-πατέρα μου και αδελφοποιτέ μου, εσύ μονάχα λαβωματιές του βολιού και του γιαταγανιού θαρρείς πώς είναι, μα τον πόνο της καρδιάς, όπου τον λεν αγάπη κι όπου μοιάζει με φλόγα μέσα στην καρδιά, δεν τον ξέρεις.
— Τον ξέρω Γιώργο κι αυτόν τον πόνο, μα δε φαντάστηκα ποτέ πως συ Γιώργο μου, που απ’ το χέρι σου δε λείπει το καργιοφύλλι και το γιαταγάνι, κι όπου πατείς πέτρα σε πέτρα σαν λιοντάρι και πετάς στα δάση και βουνά σαν αετός, θάχεις πόνο στην καρδιά από αγάπη.
— Γιατί σταυρο-πατέρα μου, μη τάχατες το λιοντάρι και ο αητός δεν αγαπούν το ταίρι τους; Μη τάχατες κι αυτοί οι λύκοι δε αγαπούν τις λύκαινες, μη τάχατες κι εγώ δε έχω καρδιά;
—Έχεις δίκιο, γιόκα μου, ετούτα είναι πράγματα του ντουνιά. Αγάπαγε όσο μπορείς, ετούτο το θέλει ο Θεός, αλλά μη τυραννιέσαι Γιώργο μου, γιατί και εκείνη π΄ αγαπάς θα σ’ αγαπάει, γιατ’ είσαι όμορφο και καλό παλληκάρι.
—Ω! Ναίσκε, γέρο πατέρα μου, μ’ αγαπάει μα μ’ αγαπάει
σαν αδέρφι της.
—Και ποια είναι γιόκα μου, αυτή που σού ΄καψε την καρδιά;
—Η Γιαννούλα, είπε ο Γιώργος με σβησμένη φωνή
Ο Γέρος έμεινε κατάπληκτος και με τρεμάμενη φωνή είπε προς
το Γιώργο.
—Μεγάλο βάσανο σε βρήκε γιε μου, η Γιαννούλα είναι αδελφούλα μας και δε μπορείς να την αγαπάς μ’ άλλην αγάπη από την αδελφική.
Η Γιαννούλα καθ’ όλη τη συνομιλία ήταν εμβρόντητη.
Δεν κατανοούσε τι ακριβώς συνέβαινε, αλλά αισθανόταν άσχημα.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΝΑΤΟ
Μέσα στο φρούριο της Χαλκίδας, υπάρχουν φυλακές από τις φοβε-ρότερες του κόσμου, κτισμένες από τους Ενετούς.
Τα τείχη τους έχουν πάχος περί τα τρία μέτρα. Στις φυλακές αυτές
οι Ενετοί, ως και οι μετέπειτα κατακτητές της Εύβοιας Τούρκοι,
εγκλείουν τους πιο επικίνδυνους αποστάτες και τους φοβερότερους κακούργους. Μέσα στις φυλακές αυτές κλείστηκε και ο άτυχος
Γιάννος με διαταγή τού Σινάν αγά, επηρεασμένος από τις προτροπές και παρακλήσεις του Μουράτ εφένδη.
Οι φυλακές αυτές, ήταν αξιοθαύμαστες στο είδος τους.
Εισερχόμενος κάποιος σ΄ αυτές από την κυρία πύλη, η οποία δεξιά και αριστερά έχει κρύπτες, προορισμένες για να προφυλάσσονται οι φρουροί από κάθε προσβολή, είτε εξωτερική, είτε εσωτερική, βρίσκεται σε μεγάλο περίβολο, του οποίου το περιτείχισμα έχει ύψος δέκα περίπου μέτρα. Πάνω δε στο περιτείχισμα και εν γένει της στέγης, υπάρχουν επάλξεις, όπου υπήρχαν πυροβόλα δείχνοντας γύρω-γύρω τα ανοιχτά τους στόμια.
Γύρω απ΄ τον περίβολο τούτο, υπάρχουν τέσσερις θύρες σιδερένιες, δια των οποίων εισέρχεται κάποιος σε τέσσερις φυλακές φοβερές στη θέα.
Οι φυλακές αυτές, αμυδρά φωτιζόμενες από μικρή οπή σιδηρόφρα-κτη, αναδίδουν πάντοτε δυσώδη οσμή, προερχόμενη από το λιθό-στρωτο έδαφος και τα παχιά τείχη, τα οποία αδύνατον είναι να δια-περάσει η θερμότητα του ήλιου. Ο από την αυλή εισερχόμενος, έχει ανάγκη πολλής ώρας, να εξοικειωθεί στο σκότος και να διακρίνει τα εντός αυτών υπάρχοντα αντικείμενα.
Μέσα σ΄ αυτές τις ονομαστές φυλακές, είχαν κλείσει οι Τούρκοι όλους τους συλληφθέντες προύχοντες της Εύβοιας, με την έναρξη της επανάστασης και τους κατόπιν συλληφθέντες αιχμαλώτους. Το Γιάννο όμως, το φοβερό αυτόν εχθρό του Μουράτ εφένδη, τον έκλεισε σε μια φρικωδέστερη ακόμη φυλακή, απομονωμένη από τις άλλες, στην οποία κατέβαινες από στενή και σκοτεινή σκάλα. Το έδαφος της ειρκτής αυτής, που βρισκόταν δύο μέτρα χαμηλότερα από τη θάλασσα, καλύπτεται πάντοτε από νερά που αποστάζουν από τα τείχη.
Καμία ακτίνα φωτός μπαίνει, για να φωτίσει το ζοφερό τούτο τάφο, όπου ζωντανός ρίχτηκε ο άτυχος Γιάννος.
Τα χέρια και τα πόδια του, δεμένα με σιδηρά δεσμά, δύσκολα
κινούνταν. Προ μηνός ήταν φυλακισμένος στη ζοφώδη τούτη ειρκτή, απ΄ την οποία ουδεμία ελπίδα είχε να εξέλθει.
Κάθε πρωί, ο δεσμοφύλακας με ένα βοηθό και οι δύο ένοπλοι από κορυφής μέχρις ονύχων, του πήγαιναν λίγο ξηρό άρτο και δοχείο πλήρες ύδατος.
Ο Γιάννος, τις πρώτες ήμερες της φυλακίσεώς του, είχε καταλειφθεί από τέτοια φρίκη και απελπισία, ώστε ήταν σαν παράφρονας. Μέσα στο σκότος της φυλακής του και της έξαψης του νευρικού του συστήματος, διέβλεπε με τα μάτια του μυαλού του, τη Μαρούσα, το γλυκύ τούτο πλάσμα των ονείρων του, στις αγκάλες τού Μουράτ και
άκουγε τις τελευταίες λέξεις  του:
«Θάχω τη Μαρούσα στην αγκαλιά μου». Ριγούσε από το κεφάλι μέχρι τα πόδια και εξαγριωμένος από τη ζηλοτυπία, το μίσος και τον πόθο της εκδίκησης, ορμά να αρπάξει το Μουράτ από το λαιμό, αλλά και τα σιδηρά δεσμά τον κρατούν στην θέση του ακίνητο, αλλά και
ο Μουράτ ήταν στη φαντασία του.
Αφού καταβαλλόταν από την αγωνία και τον κόπο, έπεφτε σε λήθαργο και έβγαζε μουγκρητά, σαν φυλακισμένο λιοντάρι.
Αφού η πρώτη εντύπωση της φυλακίσεώς του παρήλθε και αναμέ-τρησε ακριβώς τη θέση του, από τον πόθο της εκδικήσεως ωθούμε-νος, άρχισε να σκέπτεται περί αποδράσεως.
Μάταια όμως βασάνιζε το νου του, δε μπορούσε να βρει τρόπον
αποδράσεως. Το παν του έλεγε «απελπισία». Σκέφθηκε να πεθάνει, αλλά με τι τρόπο; Τα χέρια του ήταν δεμένα, τα πόδια του επίσης. Μετά μακρά σκέψη βρήκε ως μέσο την ασιτία.
Έπαψε λοιπόν να λαμβάνει τροφή.
Ήταν τρίτη ημέρα, κατά την οποία δεν είχε αγγίξει ούτε ψίχουλο ψωμιού, όταν ο βοηθός του δεσμοφύλακα, ενώ έσκυβε να τοποθετήσει την τροφή του, πλησίον των άθικτων άλλων τροφών, του είπε κρυφά στο αυτί. «Μην πεθάνεις Γιάννο, γλήγορα θα βγεις από δω μέσα».
Ο Γιάννος υπονόησε κάποια απρόοπτη βοήθεια και άρχισε πάλι να σκέπτεται περί αποδράσεως. Επιθύμησε να ζήσει για να εκδικηθεί. Περί το μεσονύκτιο της ίδιας νύχτας, ο Γιάννος ενώ είχε παραδοθεί σε αγωνιώδη και ανήσυχο ύπνο, άκουσε τα κλειδιά της φυλακής και την θύρα να ανοίγει τρίζοντας.
Τρεις μορφές εμφανίστηκαν στη θύρα, κάτω από το ωχρό φως ενός κεριού, εκ των οποίων η προπορευόμενη η οποία έμοιαζε με φάντα-σμα, ήταν γέροντας εξήντα χρονών περίπου, με δεμένα τα χέρια και τα πόδια του. Οι άλλοι δύο ήταν ο δεσμοφύλακας και ο βοηθός του.
—Μέσα γκιαούρ, είπε ο δεσμοφύλακας σπρώχνοντας βίαια τον δυ-στυχή γέροντα.
Ο γέροντας έπεσε στο έδαφος κοντά στο Γιάννο γογγύζοντας.
Ο βοηθός του δεσμοφύλακα, ο οποίος κρατούσε το κερί έκανε
νεύμα αδιόρατο προς τον Γιάννο, το οποίο  σήμαινε «υπομονή».
Η θύρα ξανακλείσθηκε και το ίδιο σκοτάδι βασίλευσε μέσα στη 
φυλακή. Μόνο οι ασθενείς γογγυσμοί του γέροντα, έσπαζαν λίγο
τη ζοφερή απομόνωση.
Ο Γιάννος, η ευγενής αυτή ψυχή, λησμόνησε τα δικά του βάσανα μπροστά στη δυστυχία του γέροντα.
—Γέρο πατέρα, είπε, συ είσαι πιο δυστυχισμένος από μένα, γιατί εγώ είμαι νέος και βαστώ τα βάσανα του κόσμου, μα συ είσαι γέρος και το δόλιο το κορμί σου, δε βαστά τα μαρτύρια που σου κάνουνε.
Ο γέρος αναστέναξε βαθιά.
— Αι! γιε μου, του λέει, τα μαρτύρια του κορμιού βαστιούνται σε τού-τονε τον ντουνιά κι από πιο γέρους από μένα, μα τους πόνους της καρδιάς κανείς δεν τους βαστάει.
—Α, σταυροπατέρα μου, κατάλαβα τι λαύρα σου καίει την καρδιά,
γι αυτό μιλάς με πόνο. Πες μου σταυροπατέρα μου, πώς λένε τ’ όνο-μά σου; πούθε είσαι και γιατί σε ρίξανε δω μέσα;
— Αι, γιε μου, δω μέσα πούμαστε κανείς δεν έχει όνομα, όλους μας λεν το ίδιο, σαν ήμουνα στον τόπο μου, με λέγαν Χρήστο Λέων.
— Χρήστο Λέων! Αμ δε μου λες πως είσαι ο πατέρας του Γιώργου του βλάμη μου; Μη μου μιλάς περισσότερο, σε ξέρω, σε ξέρω και γιατί σ’ έχουνε δω μέσα τώρα κι εφτά χρόνια, ο Γιώργος μου τα είπε ούλα. Μα πες μου όμως, πώς τα πέρασες από την ημέρα που σε πιάσαν οι παλιότουρκοι;
—Να στα πω γιε μου, γιατί σα λέει κανείς τα βάσανά του, θαρρεί πως ξαλαφρώνεται.
Σαν πήγα στο χωριό μου κι έμαθα πως τη Ρίνα τη θυγατέρα μου, την πήρε στο χαρέμι ο μπέης, έτρεξα στη χώρα για να την λευτερώσω, για να σκοτώσω.
Εζήτησα να δω τον μπέη, μα δε μ’ άφηναν. Τότενες εγώ εφύλαξα και καθώς έβγαινε να πάει σιργιάνι, τον πιάνω και του λέω. Μπέη, δως μου τη θυγατέρα που μου πήρες, για σκότωσέ με καλλιότερα, γιατί την ατιμία που μούκανες δεν μπορώ να τήνε βαστάξω.
— Γιατί βρε Γέρο Χρήστο το νομίζεις ατιμία, νάχω γω ο μπέης τη θυγατέρα σου; Πάντα καλό θα νάχει το σπιτικό σου από μένανε.
— Δεν θέλω το καλό σου, θέλω το κορίτσι μου και την τιμή μου.
Ας μου λείψουν όλα τα καλά του κόσμου, σαν ακούω στο χωριό να λεν «πως του Γέρο Χρήστου η τσούπα είναι στου μπέη το χαρέμι».
Δως μου την λοιπόν γιατ’ αλλιώς, εδωνά θα σκοτωθούμε.
Ο μπέης, χωρίς να μ’ απαντήσει, ετράβηκε την πιστόλα του κι ήταν έτοιμος να με σκοτώσει, μα γω πιο γλήγορα από εκειόν του έπιασα το χέρι κι εσήκωσα το μαχαίρι μου, για να του το χώσω βαθετά μέσα στα φυλλοκάρδια. Μα κείνη τη στιγμή, οι σκλάβοι πούχε γύρω του, χιμήξανε σα λύκοι απάνω μου και δεν πρόφταξα να του χώσω το μαχαίρι μέσα και μέσα στην καρδιά, παρά μόνον τα στήθια τού ’σκισα.
Με δέσανε με σίδερα και μ’ έριξαν πρώτα κι αρχή δω μέσα, ύστερα όμως άπό λίγες μέρες, με πήγανε στην απάνω φυλακή. Δέκα φορές ως τώρα δοκίμασα να φύγω, αλλά δεν το κατάφερα ακόμα, πάντοτες με πιάναν και με φέρνανε εδώ για λίγες μέρες. Το ίδιο και τώρα εδοκίμασα να φύγω, μα με πιάσαν γιατί με πρόδωσε ένας άτιμος προδότης. Είχα ανοίξει τρούπα στον τοίχο, εβασανίστηκα γι’ αυτό ένα χρόνο ολόκληρο και τώρα όπου ήμουνα στο τέλος, μ’ εμαρτύρησε ο άτιμος. Τώρα πια έχασα κάθε ελπίδα πως θα βγω από δω μέσα, για να πιω το αίμα τ’ απίστου, που μου πρόσβαλε την τιμή του σπιτικού μου. Μα σένα γιέ μου, γιατί σε ρίξανε δω μέσα;
—’Ε, γέρο πατέρα μου, απάντησε ο Γιάννος, εμένα με φαρμάκωσαν ακόμα πιο πολύ, μου πήραν την αγάπη μου μέσα από την αγκαλιά μου. Ο Γιάννος, διηγήθηκε τα δικά του με λεπτομέρειες και πάθος  στο γέροντα
- Κρίνομε περιττό να επαναλάβουμε όσα ήδη είναι γνωστά στους
αναγνώστες μας.
- Και ο Γιάννος τελείωσε έτσι τη διήγησή του.
—Τώρα ήθελα ν’ αποθάνω, γιατί η απελπισία έχει ριζώσει βαθιά μέσα στην καρδιά μου, μα κειος πούναι μαζί μ’ αυτόν που κρατάει τα κλειδιά της φυλακής, μούκανε νοήματα και μούπε σιγαλά. 
Υπομονή κι ελπίδα.
—Και μένα σαν ερχότανε στη φυλακή, μ’ εκοίταζε με λύπη και σάματι να είδα μια φορά, τα μάτια του δακρυσμένα.
Ο γέροντας σταμάτησε, γιατί ελαφρός τριγμός ακούσθηκε στην κλειδαριά της θύρας, αμφότεροι έτειναν τα αυτιά τους προσεκτικά.
Μετά από λίγο η θύρα ανοίχθηκε. Ένας άνθρωπος εισήρθε και με σταθερό βήμα προχώρησε προς τους δεσμώτες χωρίς την παραμι-κρή αμφιβολία, ότι γνώριζε και τα ελάχιστα της φυλακής αντικείμενα.
—Σιωπή ψιθύρισε προς αυτούς, μετά άναψε ένα κερί, έβγαλε απ΄ τον κόρφο του μικρό κλειδί, με το οποίο έλυσε τα σιδηρά δεσμά των άτυχων φυλακισμένων και μετά βάζοντας το δάκτυλο του στα χείλη του ψιθύρισε. «Ακολουθάτε με».
Ο Γέρο Χρήστος και ο Γιάννος, άλαλοι από την έκπληξη ακολούθη-σαν τον άγνωστο που ήταν ο υποδεσμοφύλακας.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ  ΔΕΚΑΤΟ
Το πανέμορφο χωριό Δοκό, που αποτελεί μέρος του από πολλά χωριά συμπλέγματος των περιχώρων Χαλκίδος, γνωστού με το όνομα Αμπέλια, βρίσκεται σε απόσταση τριών τετάρτων από της πόλης της Χαλκίδος. Τα σπίτια του, διεσπαρμένα εντός των αμπελώνων, αποτελούν θέαμα τερπνότατο. Στο κέντρο του χωριού βρίσκεται Ναῒδριο, τιμώμενο εις μνήμην της Κοιμήσεως της Θεοτόκου.
Στις 15 Αύγουστου εκάστου έτους, εορτάζοντος του Ναῒδρίου, τελεί-ται πανήγυρης, στην οποία συρρέουν ευσεβείς προσκυνητές απ΄ όλα τα περίχωρα.
Την 15η  Αύγουστου του 1821, εποχή δηλαδή, κατά την οποία ο αν-δρείος Καπετάν Αγγελής, είχε καταστήσει στενότατη την πολιορκία της Χαλκίδος, η πανήγυρης αυτή είχε ζωηρότερη και αρειμανειότερη την όψη. Πάντες οι χωρικοί, καθαρώς ενδεδυμένοι και οπλισμένοι, διασκορπισμένοι δε κατά ομάδες σε διάφορα σκιερά μέρη και στα μαγαζιά του χωριού, συνέτρωγαν και συνέπιναν με αδελφική αγάπη και αρμονία.
Μία από τις ομάδες αυτές, αποτελούταν από πέντε πρόσωπα, μετα-ξύ των οποίων διακρίνονταν ο Γιώργος, η Γιαννούλα  και ο γηραιός Μπάρμπα-Μήτρος.
—Εβίβα παιδιά! ας πιούμε για την λευτεριά της πατρίδας μας, ανέ-κραξε ο Μπάρμπα-Μήτρος, κατά τη στιγμή που κάποιος εύζωνος χωρικός, με αρρενωπή όψη και γραφική ενδυμασία, είκοσι δύο περίπου ετών, προστίθετο στην ομάδα και πήρε ένα ποτήρι κρασί.
—Εβίβα, ανέκραξαν πάντες με μια φωνή.
Αλλά κατά την στιγμή που τα ποτήρια άγγιζαν τα χείλη τους, ο νεοελθών νεανίας, ανύψωσε το ποτήρι του και:
—Εβίβα και της Γιαννούλας, ανέκραξε με ενθουσιασμό.
Όλοι επανέλαβαν, πλην του Γιώργου, ο οποίος συνοφρυώθηκε.
— Σαν πίνουνε βρε Τάσο για την πατρίδα, ανέκραξε, σπάζοντας με το γρόνθο του το ποτήρι, δεν πίνουνε για γυναίκες.
Ο θυμός του Γιώργου προερχόταν από ακραιφνή πατριωτισμό ή είχε και άλλην κρυμμένη αιτία; Δεν θέλουμε ν’ αδικήσουμε τον ανδρείο Γιώργο, αλλά εντούτοις, ειλικρινά φερόμενοι, δεν μπορούμε ν’ αποκρύψουμε ότι τον πατριωτισμό του, υπόκαυσε περισσότερο, ο προς τη Γιαννούλα φλογερός έρωτάς του.
Ο Τάσος δεν ανέχτηκε την παρατήρηση και ιδίως το σπάσιμο του ποτηριού, που για τους χωρικούς θεωρείται ύβρις βαρύτατη.
—Μη με προσβέλνεις Γιώργο, είπε σηκώνοντας το μαχαίρι του και επιτιθέμενος κατ’ αυτού, γιατί στο πίνω το αίμα.
Ο Γιώργος, ταχύς ως αστραπή βρέθηκε όρθιος με το μαχαίρι στο
χέρι. Μέσα σε μια στιγμή, αμφότεροι θα κυλιόντουσαν στο αίμα εάν
ο Μπάρμπα-Μήτρος και οι λοιποί με ετοιμότητα, δεν παρενέβαιναν ανάμεσά τους.
—Βρε αδέλφια, είπε ο Μπάρμπα-Μήτρος, είναι άδικο και άτιμο πράγμα, τώρα που πολεμάμε τον οχτρό, να τρωγούμαστε αναμεταξύ μας. Βάλτε τα μαχαίρια μέσα και ποθήστε σαν αδέρφια πούμαστε, να φάμε και να πιούμε. Ο Γιώργος υπάκουσε, αλλά ο Τάσος ανθίσταται ακόμη, μέχρι που το ικετευτικό βλέμμα της Γιαννούλας, κατεύνασε την οργή του. Έβαλε λοιπόν και αυτός το μαχαίρι στη θήκη και κάθισε με τους άλλους. Η διασκέδαση μετά από λίγο άλλαξε όψη, ολόκληρη η ομάδα, με την πρόσκληση άλλων ομάδων, πήγε στο χοροστάσι, όπου γινόταν χορός. Τα νταούλια συνοδευόμενα από την γκάιδα
(είδος αυλού) ανακρούονται με ενθουσιασμό. Είκοσι περίπου
χωρικοί, άνδρες και γυναίκες, χόρευαν το γραφικότατο τσάμικο,
όπου ηγείτο όμορφη και εύσωμη χωρική, χορεύοντας θαυμάσια.
Η ομάδα μας διασκορπίστηκε και αναμείχθηκε με το πλήθος.
Μετά από λίγο, ο Γιώργος παίρνοντας τη Γιαννούλα από το χέρι,
εισήλθε στο χορό και αφού κόλλησε αργυρό νόμισμα στο μέτωπο
του νταουλιέρη, ηγήθηκε του χορού. Πάντες θαύμασαν την στο χορό ευκινησία και χάρη του Γιώργου. Μόνο ο Τάσος κοιτάζοντας βλοσυρά το Γιώργο, κατά την στιγμή που αυτός διερχόταν ενώπιον του, είπε προς το διπλανό του:
—Άδικα τον κόπο, αυτός πηδάει σαν τσακάλι, δεν χορεύει παλληκαρήσια...
Ο Γιώργος, μετά κάποια ώρα κουράστηκε και απεχώρησε από το χορό. Τότε ο Τάσος μπήκε στο χορό, πήρε το χέρι της Γιαννούλας και άρχισε να χορεύει με χάρη και επιτηδειότητα.
Φαινόταν ότι δεν πατεί στη γη.
Η Γιαννούλα τον θαύμαζε και χαμογελούσε.
Ο Τάσος σε μια εναέρια στροφή, κατά τη στιγμή που είχε το
πρόσωπο στραμμένο προς τη Γιαννούλα.
—Γιαννούλα, είπε, τρελαίνουμαι για σένα.
Η Γιαννούλα έσκυψε το κεφάλι της και κρυφοχαμογέλασε χαρούμενη.
Ο Γιώργος που στεκόταν αντίκρυ, είδε τα χείλη τού Τάσου να κινού-νται, τη Γιαννούλα να χαμογελά και εννόησε τα πάντα. Η ζηλοτυπία πλήγωσε την καρδιά του, φρίκιασε και με το χέρι στο μαχαίρι του, ήταν έτοιμος να ορμήσει κατά του Τάσσου, όταν κάποιο χέρι τον
έπιασε απ΄ τον ώμο.
Στράφηκε απότομα και στη Θέα αυτού που τον άγγιξε, έμεινε άλαλος για λίγες στιγμές, από έκπληξη και θαυμασμό.
Ύστερα, σφίγγοντας στην αγκαλιά του αυτόν που τον άγγιξε ο οποίος ήταν γέροντας εξήντα ετών περίπου, ωχρός και λιπόσαρκος.
—Πατέρα μου, ανέκραξε, εσύ είσαι, ή με γελάν τα μάτια μου;
Και αναλύθηκε σε δάκρυα.
— Ναι γιε μου, εγώ είμαι και βγήκα από τον τάφο που μ’ είχαν ρίξει ζωντανό.
—Ο Γιώργος τόσο ήταν συγκινημένος, ώστε σφίγγοντας τον πατέρα του στο στήθος του και χύνοντας άφθονα δάκρυα χαράς, ούτε καν σκέφθηκε να τον ρωτήσει με ποιον τρόπο ελευθερώθηκε.
Εξακολουθούσαν να είναι αγκαλιασμένοι και θα έμεναν στην ίδια θέση επί πολύ ακόμη, εάν δύο νέα πρόσωπα δεν αναμιγνύονταν στη συγκινητική αυτή στιγμή. Τα δύο δε αυτά πρόσωπα, ήταν ο Γιάννος και ο υποδεσμοφύλακας, ο οποίος άλλη καταγωγή είχε από παιδί. Μεσολάβησε η αρπαγή του από τουρκική οικογένεια και ανατράφηκε στο μωαμεθανικό θρήσκευμα, αλλά διατηρούσε πάντοτε απαραμείωτο το αίσθημα του πατριωτισμού, αναμένοντας κατάλληλη περίσταση, όπως αποτίναξε πάσα τουρκική ιδιότητα, όπως και το έπραξε.
Ο Γιάννος άρπαξε το χέρι του Γιώργου και το έσφιξε τόσο ισχυρά, ώστε συνήλθε από την έκσταση στην οποία βρισκόταν, έχοντας στις αγκάλες του τον πατέρα του και έστρεψε προς το Γιάννο.
Αμέσως δε οι δύο αδελφοποιτοί βρέθηκαν αγκαλιασμένοι .
— Γιάννο, αδελφοποιτέ μου Γιάννο, σώθηκες και συ;
Ο Θεός λοιπόν είναι τρανός!
— Ναι αδελφέ μου, σώθηκα. Μας έσωσε ο Γιουσούφης, που μας
έβγαλε από τον τάφο που μας είχανε ρίξει και βρήκα και τον δόλιο τον πατέρα σου.
— Κι η Μαρούσα;...
Ο Γιάννος, στο όνομα της Μαρούσας έγινε κατάχλομος, κατέβασε το κεφάλι και ψιθύρισε κάποιες λέξεις ασυνάρτητες.
Ο Γιώργος, πονούσε για την οδύνη του Γιάννου και σεβόμενος αυτήν δε ρώτησέ άλλο πλέον.
Ο όμιλος των τεσσάρων τούτων, άρχισε να συζητάει ζωηρά. Και οι μεν και οι δε αφηγούντο λεπτομερώς τα κατά τον αποχωρισμό τους. Γύρω τους είχε σχηματιστεί κύκλος μεγάλος από τους πανηγυριστές, θαυμάζοντας και συγκινούμενοι από τις  αφηγήσεις της ομάδος των τεσσάρων τούτων ηρώων.
Αντίκρυ του Γιώργου, σε απόσταση λίγων βημάτων καθόταν ο Τάσος πλησίον της Γιαννούλας και συνομιλούσε με αυτήν.
Ο Γιώργος τους είδε. Η ζηλοτυπία του που είχε κατευνασθεί προς στιγμήν από τις συγκινήσεις, εξήφθη περισσότερο.
Πάνω στη λύσσα της ζηλοτυπίας, ορκίστηκε στον εαυτό του να
φονεύσει οπωσδήποτε τον Τάσο.
Αίφνης πυροβολισμοί που ακούστηκαν κοντά, μετέβαλαν την όψη της πανήγυρης. Όλοι άρπαξαν τα όπλα τους και έτρεξαν προς τους πυροβολισμούς. Σε απόσταση χιλίων περίπου μέτρων, η εμπροσθοφυλακή του τουρκικού στρατού, βγαίνοντας απ΄ το φρούριο της Χαλκίδας και κατευθυνόμενη προς τους πανηγυρίζοντες Έλληνες, συνεπλάκη με τους φρουρούς, που είχαν τοποθετήσει οι πανηγυριστές, για εξασφάλιση τους από κάθε απρόοπτη επίθεση.
Ο Γιώργος, μαζί με άλλους, όρμησε κατά της εμπροσθοφυλακής,
ανάτρεψε τους επιτιθεμένους και έτρεψε σε φυγή τους λοιπούς.
Αλλά μετά από λίγο, Τούρκοι πάνω από δυο χιλιάδες, επιτέθηκαν με τέτοια ορμή, ώστε οι λιγοστοί έλληνες, διασκορπισθέντες κατέλαβαν έκαστος ισχυρή θέση, είτε πίσω από δένδρο, είτε από πέτρα και
άρχισαν μάχη αμυντική.
Αίφνης ο Τάσος ανέβηκε στην πέτρα πίσω από την οποία κρυβότανε και βγάζοντας το ξίφος του:
- Παιδιά, ανέκραξε.
Όποιος είναι Έλληνας και έχει φιλότιμο, ας έλθει μαζί μου να πεθάνει.
Ταχύς σαν αετός, όρμησε κατά των επιτιθεμένων τούρκων.
Περί τους τριάντα ή σαράντα τον μιμήθηκαν.
Ο Γιώργος, θαυμάζοντας και φθονώντας συγχρόνως τον αντεραστή του, όρμησε και αυτός προς το ίδιο σημείο.
Η συμπλοκή τότε έλαβε αιματηρότατες διαστάσεις.
Αμφοτέρωθεν μάχονταν με μανία, αμφοτέρωθεν θερίζονταν σαν στάχυα. Τρεις τούρκοι ιππείς, σε στιγμή κατά την οποία ο παλληκαράς
Τάσος βρέθηκε μόνος, όρμησαν εναντίον του με τα ξίφη και τον περικύκλωσαν. Η στιγμή ήταν κρίσιμη. Μετά μία στιγμή ο Τάσος θα σκο
τωνόταν. Ο Γιώργος παρακολουθούσε τα συμβαίνοντα, είδε τον
έσχατο κίνδυνο που διέτρεχε ο Τάσος και λησμονώντας τη ζηλοτυπία και το μίσος του, λησμονώντας και αυτόν τον όρκο, τον οποίο είχε δώσει να φονεύσει τον Τάσον, ορμά κατά των τριών ιππέων, ανατρέπει τον ένα και ενώ ήταν έτοιμος να  πυροβόλησει και τον άλλον, σφαίρα από τον τρίτο, τον κτύπησε θανάσιμα.
Κλονίστηκε και βάζοντας το χέρι του στην πληγή, έπεσε ύπτιος.*
Μια εικοσάδα μαχητών, μέσα στους οποίους διακρίνονταν ο Γιάννος, ο πατέρας του Γιώργου, Γέρο Χρηστός και ο Μπάρμπα-Μήτρος,
όρμησαν προς το Γιώργο.
Αλλά τούρκοι περί τους πενήντα, όρμησαν και αυτοί προς το ίδιο
μέρος. Πάλη ισχυρή και αιματηρότατη συνήφθη μεταξύ τους, δίπλα στον ψυχαρραγούντα Γιώργο. Η συμπλοκή αυτή έγινε αφορμή γενι-κής εκ του συστάδην μάχης σε όλη τη γραμμή.
Καπνός πυκνότατος κάλυψε το πεδίο της μάχης. Κανείς δε γνώριζε τι έπραττε ο άλλος. Πάντες ένα είχαν έργο, να φονεύσουν όσο μπο-ρούν περισσότερους. Πάντες ένα είχαν σκοπό, να κατασυντρίψουν τη στρατιά των τούρκων. Επί μισή ώρα η πάλη ήταν αμφίρροπη και οι μεν και οι δε μάχονταν με μανία.
Αίφνης τριάντα περίπου γυναίκες, όρμησαν με πέτρες κραυγάζοντας:
—Απάνω τους παλληκάρια, ντροπή σ’ εμάς να νικηθείτε από τους γουρνομύτηδες.
Τότε, όλοι οι Έλληνες, ενθουσιασθέντες από τα λόγια των ατρόμητων εκείνων γυναικών, μανιώδεις επέπεσαν κατά των τούρκων, απ΄ τους οποίους οι αποτελούντες την εμπροσθοφυλακή, έστρεψαν τα νώτα και ετράπησαν σε φυγή, η δε λοιπή τουρκική στρατιά, αποθαρρυνθείσα από την οπισθοχώρηση της εμπροσθοφυλακής, ετράπη σε φυγή, παίρνοντας το δρόμο που οδηγούσε προς την Πύλη του φρουρίου Χαλκίδας.
Μετά από  λίγο, το πεδίο της μάχης ήταν έρημο. Παντού υπήρχαν πληγωμένοι, τραυματίες και ψυχορραγούντες και άπό τα δύο μέρη εξέπεμπαν γοερές κραυγές, ζητώντας συνδρομή.
Μεταξύ των ψυχορραγούντων, συγκαταλέγεται και ο άτυχος Γιώργος. Γύρω απ΄ αυτόν, βρίσκονται ο Γιάννος, ο Μπάρμπα-Μήτρος,
ο Τάσος και η Γιαννούλα. Γονυκλινής δε κρατώντας επί του στήθους του την κεφαλήν αυτού, ο δυστυχής πατήρ του.
— Γιάννο, είπε ο θνήσκων, λαμβάνων την χείρα του, αυτοί νίκησαν ή οι δικοί μας;
— Ναι, Γιώργο τους κλείσαν μέσα στο κάστρο.
—Δόξα να ’χει ο Άγιος Θεός, τώρα πεθαίνω ευχαριστημένος.
Έπειτα στρέφοντας το βλέμμα προς τον Τάσο είπε:
— Τόσο σε μισώ, γιατί μου πήρες την καρδιά π’ αγαπούσα, μα το
λέω όμως, πως είσαι άξιο παλληκάρι και γι’ αυτό πεθαίνω ευχαρι-στημένος που θα πάρεις τη Γιαννούλα.
Ύπτιος= Πεσμένος κάτω, με τη ράχη προς το έδαφος. Ανάσκελα

— Γιαννούλα, εξακολούθησε γυρνώντας προς αυτήν,  σ’ αγάπησα καρδιακά, ήθελα να σε πάρω, μα ο παππάς στην Εκκλησία μας
έκανε αδέρφια. Μ’ αγάπησες σαν αδερφό κι αγάπησες τον Τάσο
σαν αγαπητικό σου. Ειν’ άξιο παλληκάρι και θα χαίρουν τα κόκκαλά μου, σα μάθουνε, πως στα χρυσά μαλλιά σου θ’ αλλάξουν το στεφάνι
ο κουμπάρος και ο παππάς.
—-Γιώργο, είπε ο Τάσος με λυγμούς, με μίσησες και είχες δίκιο, σε μίσαγα κι εγώ, μα τώρα πια δε σε μισώ, σε θαυμάζω και σ’ αγαπώ. Εσύ μ’ όλη την έχθρα πούχες για τα μένα, έδωσες τη ζωή σου, σαν είδες πως οι τούρκοι θα με σκότωναν. Ο Γιώργος του έσφιγγε το χέρι δυνατά, όσο του επέτρεπαν οι δυνάμεις του. Έπειτα στράφηκε προς το Γιάννο και είπε με ασθενή και συγκινημένη φωνή.
—Γιάννο μου, εσένα μόνο είχα αδερφό σ’ αυτόν τον κόσμο. Είσαι
αδερφοποιτός μου, μα δε σ’ αγαπώ, όπως αγαπώ και τους άλλους αδερφοποιτούς μου, σ’ αγαπώ με πόνο δυνατό. Σου δίνω το σπαθί μου, γιατί ξέρω πως δεν θα ντροπιαστεί ποτέ και για να με θυμάσαι. Σ’ αφήνω γεια, δυστυχισμένε αδερφέ μου και σ’ εύχουμαι να σκοτώ-σεις τον κλέφτη της τιμής της Μαρούσας σου.
Είχα και μια αδερφή που κλέψαν την τιμή της, τώρα δεν ξέρω
τι γίνεται.   
— Πέθανε είπε ο Γιουσούφ, ο οποίος πλησιάζοντας άκουσε τα
λεγόμενα του Γιώργου.
— Γιάννο, είπε με αγωνία ο Γιώργος, αν μπορέσεις σκότωσε τον μπέη.
— Θα τον σκοτώσω Γιώργο, απήντησε ο Γιάννος και τον φίλησε.
Ο Γιώργος κατέβαλε τελευταία προσπάθεια, η συζήτηση αυτή κατέ-βαλε τις δυνάμεις του. Έστρεψε προς τον δακρυσμένο πατέρα του και με σβησμένη φωνή του είπε.
— Πατέρα μου, σ’ άφησα τελευταίο, για να πάρεις τον υστερνό μου λόγο. Πατέρα μου, συ που με γέννησες και μ’ αγαπούσες τόσο!
Εκράτησα την τιμή του σπιτικού σου, εσκότωσα όσους μπόρεσα
περισσότερους τούρκους για την τιμή της κόρης σου και πεθαίνω,
με το σπαθί στο χέρι για την πατρίδα. Το μόνο που σε παρακαλώ, είναι να θάψεις τα κόκκαλά μου στην εκκλησία του χωριού.
—Πατέρα μου, πρόσθεσε με σπασμένη φωνή, σ’ αφήνω.       
Έχε γεια, δώσε μου την ευχή σου.     
Και συγκεντρώνοντας τις δυνάμεις του, γονάτισε, αγκάλιασε
τον πατέρα του, άλαλο από τη λύπη, τον ασπάσθηκε στο στόμα
και εξέπνευσε
Όλων οι οφθαλμοί ήταν γεμάτοι δάκρυα, όλων τα στήθη πνίγονταν από λυγμούς, η δε Γιαννούλα ολοφυρόμενη τραβούσε τα μαλλιά της.
Ο Γιάννος και ο Τάσος, θέλησαν ν’ αποσπάσουν το νεκρό από την αγκαλιά του πατρός του, άλλα αλίμονο! και αυτός ήταν νεκρός.
Η λύπη τον εφόνευσε.






















Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.