- 3 -
Ιωάννη Δ. Γιαννούκου
Λαογραφικά Στενής Ευβοίας
Έκδοση 2017
Εκδό της - Συγγραφέα ς:
Γιαννούκος Ιωάννης του Δημητρίου
Στενή Ευβοίας
Σελιδοποί ηση - Ε κτύπωση:
Γραφικές Τέχνες «ΕΥΡΙΠΟΣ»,
Φαβιέρου 54 - Χαλκίδα, Τηλ.: 22210 82583
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
7. Βιογραφικό (Ιωάννης Γιαννούκος). 9. Επιστροφή στα παλιά.
12. Όνειρο άσβεστο, μνήμη ανήκεστος. 16. Η ζωή στη Στενή και τα γύρω
χωριά, από τον προηγούμενο
αιώνα, μέχρι σήμερα.
Ο ΚΥΚΛΟΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ
23. Γέννηση.
27. Βάπτιση.
29. Γάμος.
35. Θάνατος.
ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΖΩΗ
39. Εκκλησίες των χρόνων
της Τουρκοκρατίας.
42. Εκκλησιαστική ζωή, από την
απελευθέρωση, έως το 1912.
45. Εκκλησιαστική ζωή,
από το 1912 μέχρι σήμερα.
51. Το «Θαύμα» της Αγίας Τριάδας.
53. Ο Καλόγερος Σαμουήλ του Σουλίου, καταγόταν από τη Στενή Ευβοίας.
57. Εκκλησίες.
ΓΕΩΡΓΙΑ - ΚΤΗΝΟΤΡΟΦΙΑ
71. Τα σύνεργα του γεωργού.
73. Η σπαρμουδιά.
75. Οι καλλιέργειες.
77. Δημητριακά - Όσπρια - Ζωοτροφές.
79. Θερισμός.
81. Αλωνισμός.
83. Τα αμπέλια και ο τρύγος.
87. Το μάζεμα της ελιάς.
90. Μελισσοκομία.
93. Οι τσοπάνηδες και η ζωή τους. 96. Τα σκεύη των τσοπάνηδων
και η παρασκευή των
γαλακτοκομικών προϊόντων. ΟΙΚΙΑΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
101. Η παρασκευή του ψωμιού. 107. Το χώρισμα του μούστου
και οι μουσταλευριές.
Φαγώσιμες ελιές.
Αποξηραμένα σύκα.
112. Το γουρούνι.
115. Χαψομακάρονια.
117. Η παρασκευή σαπουνιού. 118. Χειρόμυλος (Χειρόμπλου). 120. Το ξεχειμώνιασμα στη Στενή. 127. Αργαλειός.
134. Το πλύσιμο των ρούχων
στην Αρματσανή.
ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΑ
137. Αγωγιάτες.
Αυγουλάδες.
Βαρελάδες.
144. Τα Βρουκολιά (Βουκολιά).
- 5 -
Ο γιδάρης ή βοσκός.
Καφενεία.
152. Κουρεία.
Κοφινάδες.
Κτίστες.
159. Λιοτρίβια.
163. Μαραγκοί.
Μοδίστρες.
Μπακάλικα.
172. Νεροκράτες.
174. Νερόμυλοι.
177. Νεροτριβιές.
179. Πεταλωτές.
181. Ράφτες.
183. Ρετσινάδες.
186. Σαμαράδες.
190. Σιδεράδες.
193. Τσαγγάρηδες.
196. Υλοτόμοι.
200. Άλλα επαγγέλματα.
206. Ευτράπελα
ΓΙΟΡΤΕΣ
213. Απόκριες.
216. Το μοιρολόι της Παναγίας.
220. Ανάσταση.
226. Το πανηγύρι της Ζωοδόχου Πηγής, στον Πύργο, στην Αναστασά.
233. Της Παναγίας.
235. Το παζάρι της Κάτω Στενή ς.
239. Καλικάντζαροι.
241. Τα Χριστούγεννα στη Στενή και στη γύρω περιοχή, στα παλιά χρόνια της αθωότητας και της νοσταλγίας.
244. Χριστουγεννιάτικη ιστορία. 247. Μάθε παιδί μου γράμματα.
(Αντί επίλογου).
249. ΣΤΕΝΙΩΤΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ 251. Έτσι τα λέγαμε παλιά. 251. Λέξεις από Α.
262. >> >> Β.
265. >> >> Γ.
270. >> >> Δ.
>> >> Ε.
>> >> Ζ.
>> >> Θ.
>> >> Ι - Κ.
291. >> >> Λ.
296. >> >> Μ.
307. >> >> Ν.
310. >> >> Ξ.
314. >> >> Ο - Π.
324. >> >> Ρ - Σ.
334. >> >> Τ.
341. >> >> Υ - Φ.
344. >> >> Χ.
349. >> >> Ψ.
- 6 -
Γιαννούκος Ιωάννης του Δημητρίου
Γεννήθηκε στη Στενή Ευβοίας στις 20 Σεπτεμβρί- ου του 1947. Οι γονείς του ήταν ο Δημήτριος (Διδά- σκαλος) και η Αγγελική Γιαννούκου. Ήταν το μικρό- τερο μέλος μιας εφταμελούς οικογενείας.
Πήγε Δημοτικό και τριτάξιο Γυμνάσιο στη Στενή και συνέχισε τις γυμνασιακές σπουδές στη Χαλκίδα και στην Αθήνα, όπου και αποφοίτησε.
Το 1967 εισήχθη στη Μαράσλειο Παιδαγωγική Ακαδημία, όπου και αποφοίτησε με την ιδιότητα
του Δασκάλου μετά από 2 χρόνια.
Τον Οκτώβριο του 1969 παρουσιάστηκε στο στρατιωτικό κέντρο της Τρίπολης, ώστε να αρχίσει να προσφέρει τις υπηρεσίες του στον ελληνικό στρατό. Στη συνέχεια μετατέθηκε στη Λάρισα. Για 28 μήνες συνέχισε να είναι υπό τις υπηρεσίες της ελληνικής σημαίας. Απολύθηκε οριστικά από την Αθήνα όπου είχε μετατεθεί, το Φεβρουάριο του 1972 με την ειδικό- τητα του διαβιβαστή.
Μετά το πέρας των στρατιωτικών του υποχρεώσεων, διορίσθηκε στην Ελληνοϊταλική Σχολή στην Αθήνα και άρχισε άμεσα το παιδαγωγικό του έργο, που τόσο πολύ τον έθελγε από τα πρώτα χρόνια της ζωής του.
Το 1975 διορίσθηκε στη δημόσια εκπαίδευση, με την ιδιότητα του Δα- σκάλου της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης. Για τέσσερα χρόνια άσκησε την υπηρεσία του κατά σειρά στα σχολεία της Μακρυκάπας, των Λουκισίων, των Στροπώνων, του Μαυρόπουλου και του Μίστρου.
Το 1979 διορίστηκε τελικώς στο Δημοτικό Σχολείο της Άνω Στενής, όπου και συνταξιοδοτήθηκε. Την ίδια χρονιά νυμφεύεται την Χριστίνα Σπυριδά- κη, επίσης κάτοικο της Στενής Ευβοίας. Μαζί απέκτησαν 2 παιδιά. Τον Δη- μήτριο και τον Αναστάσιο.
Το πάθος του για την ενασχόληση του με τα κοινά, ήταν και εξακολου- θεί να παραμένει προφανές. Το 1975 ήταν από τους ιδρυτές του Αθλητι- κού Ομίλου Στενής (Α.Ο.Σ.). Της ποδοσφαιρικής ομάδας της Στενής.
Το 1978 ίδρυσε τον Εκπολιτιστικό Σύλλογο Στενής, που συμμετείχε σε πολλές αξιόλογες και πρωτοποριακές για την εποχή και για τον τόπο που
- 7 -
δραστηριοποιούταν δράσεις.
Το 1986 ίδρυσε τον Γυμναστικό Σύλλογο Στενής (Γ.Α.Σ.). Την ομάδα μπά- σκετ του χωριού του, όπου έδωσε έμφαση στις ακαδημίες των αγοριών και των κοριτσιών. Παράλληλα η ανδρική ομάδα επίσημα συμμετείχε στα τοπικά πρωταθλήματα.
Το 1993 εξέδωσε τη Μηνιαία Εφημερίδα «Διρφυακά Νέα» και την λει- τούργησε μέχρι το 2012.
Το 2007 σε συνεργασία με το Γιάννη Μυτάκη εξέδωσαν το βιβλίο «Διρ- φυακά» που περιείχε λαογραφικά και ιστορικά θέματα όλων των χωριών του Δήμου Διρφύων.
Το 2011 δημοσίευσε την έρευνά του, καταθέτοντας ιστορικά στοιχεία, αρκούντος ικανά, με την οποία αποδεικνύεται ότι ο ηρωικός καλόγερος Σαμουήλ του Σουλίου καταγόταν από τη Στενή Ευβοίας.
Οι μεγάλες δυσκολίες που κατά καιρούς εμφανίστηκαν στη ζωή του, ανέδειξαν τη μεγάλη θέληση και το πάθος του για την ίδια τη ζωή. Ακο- λουθεί πιστά τη ροή της ψυχικής του διάθεσης, δίχως ποτέ να παραλείπει να φροντίζει και να νοιάζεται για τους ανθρώπους που τον συντροφεύουν όλα αυτά τα χρόνια, στη ζωή που επέλεξε η ψυχή του να ακολουθήσει.
Το άμετρο πάθος του και οι μέθοδοι διδασκαλίας που χρησιμοποιούσε μετέφεραν τη σπίθα που κατέκαιε τον εφησυχασμό και την οκνηρία. Μέ- θοδος που μεταλαμπαδεύει αυτό το ασίγαστο πάθος για την ζωή, για τη συνεχή αναζήτηση της ηρεμίας και της γαλήνης. Πράγμα που απορρέει μόνο όταν ο μαθητευόμενος ταυτιστεί με την αληθινή του φύση.
Η Αγάπη του για τον τόπο που γεννήθηκε, έζησε τα παιδικά του χρόνια, ενηλικιώθηκε, ανδρώθηκε, δημιούργησε την οικογένεια του, τους συλ- λόγους και ομάδες, ένωσαν τους συντοπίτες του, φίλους και εχθρούς σε αυτό το ταξίδι της ζωής του.
Ο Γιαννούκος Ιωάννης είναι ένα πνεύμα που χαρακτηρίζεται από τη συ- νεχή αναζήτηση. Όλα τα χρόνια που βρίσκεται στη Στενή Ευβοίας, ήταν και εξακολουθεί να είναι κοινωνός του ψυχικού σφυγμού των συντοπιτών του. Η μεγάλη Αγάπη για τον τόπο του, απορρέει από την ανάγκη του να περισώσει με συναισθηματισμό και λογοτεχνική παρουσίαση, το λαογρα- φικό υλικό της Στενής Ευβοίας. Εξετάζει δια του λόγου, της εικόνας και των διαφόρων ενεργειών, τις εκδηλώσεις του ψυχικού, κοινωνικού, εκ- κλησιαστικού, αγροτικού και πολλών ακόμη εκφράσεων του βίου των Στε- νιωτών και οι οποίες περιγράφονται αναλυτικά στις σελίδες αυτού του βι- βλίου.
Δημήτριος Ι. Γιαννούκος
- 8 -
Επιστροφή στα παλιά.
Στον αιώνα της παγκοσμιοποίησης,
που ο μηδενισμός και ο ηδονισμός, η
υλοφροσύνη και ο υδροκεφαλισμός,
κάνει μέσα μας το κενό μεγάλο σαν
τον ουρανό, που η άψυχη μηχανο-
κρατία σακατεύει τον πολιτισμό μας,
που πολεμά τ’«ανθρωπιστικά γράμ-
ματα» και που ο απόηχός του, «ο
θεός πέθανε», σουραυλίζει ακόμα σε φραγμένα αυτιά και θολωμένα μά- τια, μπροστά στο μεγαλείο του ποιητή Θεού. Που οι μπάλες των τρανών της γης, καταστρέφουν τις σκάλες που οδηγούν στα θεία κράσπεδα της Ειρήνης και της Λύτρωσης του Ανθρώπινου Γένους.
Που η πολιτική σκοπιμότητα, θερίζει την ιδέα της Λευτεριάς, της Δικαι- οσύνης και της Αδελφοσύνης των λαών της γης. Που οι αρετές μασκαρεύ- ονται, ο ιδρώτας κλέβεται, η τιμή καταπατιέται, η ομορφιά μουντζώνε- ται, η καλοσύνη δεν γίνεται πιστευτή, η αγάπη κάθε στιγμή σταυρώνεται, η αλήθεια θάφτεται, η ζωή πεθαίνει πριν γεννηθεί, που δεν υπάρχει χθες και αύριο, παρά μόνο το σήμερα, που όλα, πάντα και παντού, είναι ένα τί- ποτα, που ντύθηκε στη ματαιότητα.
Και κατά συνέπεια, όλα στροβιλίζονται στ’αδράχτι της ύλης, χωρίς «σφοντύλι» αρμονίας, ισορροπίας, προορισμού.
Γι’αυτό, αν θέλουμε νάμαστε λεύτεροι, αγαπημένοι και ειρηνεμένοι, πρέπει να γυρίσουμε πίσω.
Τότε, που τα πρόσωπα του Παππού, της Γιαγιάς και των γονιών, ήταν ιερά, που σχεδόν τα προσκυνούσαμε, μετά τ’Άγια Κονίσματα και κρεμό- μασταν σαν τα πουλιά απ’τα χείλη τους, για να «τρυγήσουμε» τα «πρωτι- νά τους» λόγια, που δεν ξεχνιόντουσαν, γιατί ήταν «λόγια θεϊκά».
Οι πρώτες εμπειρίες και η αρχή της διαμόρφωσης του χαρακτήρα μας και της «στάσης ζωής» μετέπειτα, άρχισε να παίρνει σάρκα και οστά, με τα παραμύθια, τις παροιμίες και τις διηγήσεις, πλάι στην «παραστιά»,
- 9 -
στις μεγάλες νύχτες του χειμώνα, με το αμυδρό φως της μικρής λάμπας, να τρεμοπαίζει μέσα στο μισοσκόταδο και ο παππούς ανάσερνε με τον «ζντράφτο» τη στάχτη, σκαλίζοντας, θαρρείς και βγάζοντας γλυκές και τραγικές θύμισες.
Οι φλόγες της θράκας, αναγλωσσίζονταν χορεύοντας, για να θαρρύ- νουν λες το μελιχρό φως, που όμως εκείνο έμενε ατάραχο στη μεγαλοσύ- νη του, γιατί ήξερε πως έτσι, με το δικό του φως σκορπά το ριγηλό μαγι- κό του δέος, στις άπλαστες ψυχές μας, που γύρευαν και που μεγάλωναν με το μυστήριο.
Η αγάπη για τα παραμύθια, τις παροιμίες κ.λπ. φουντώνει, όσο μεγα- λώνουν και τα αδιέξοδα και οι ζάλες της ζωής, προσπαθώντας έτσι να ξε- κουράσουν για λίγο το μυαλό και την ψυχή, μέσα σ’έναν ανθόκηπο με ρο- διές, συκιές, αχλαδιές ή κάτω από μια γέρικη μουριά, ή στο κατώφλι της αυλόπορτας με τ’αγιόκλημα, στις φεγγαρόλουστες νύχτες του καλοκαι- ριού, που οι καλόγνωμες γειτόνισσες, ανιστορούν παλιές θύμισες, μιλάνε για την κούραση της μέρας και λογιάζουν τις αυριανές νοικοκυροσύνες.
Και η αγάπη αυτή, γίνεται λατρεία στο πατητήρι, που οι νέοι και οι νέες, πατάνε χορευτά το ρουμπινοστάφυλο, τραγουδώντας τραγούδια της λευ- τεριάς, της αντρειοσύνης και της ομορφιάς.
Μια λατρεία, που ύστερα απ’το γονικό σπίτι, θα βγει στο λιοτριβιό, με τη μαστόρεψη της υπομονής που θέλει το λάδι για να βγει. Θα σταθεί στη λαύρα τ’αλωνιού, που ξεκαρπίζει το βλογημένο ψωμί. Θα πάει στ’ αμπέλι με τα θεϊκά κλήματα και τα ερωτικά τραγούδια του τρύγου. Στο όμορφο περβόλι μας, με τις ντοματιές τις μελιτζανιές και τις πανύψηλες φασολιές, στηριγμένες στις «φασουλόκλαρες». Κι όλα αυτά βαλμένα στη σειρά κατά μήκος των βραγιών, σαν στρατός πρασινοφορεμένος, που ξε- χωρίζουν απ’τα χρώματα των καρπών το είδος του φυτού. Ενώ στις άκρες σαν αξιωματικοί – παρατηρητές, στέκουν αχλαδιές, ροδιές, κερασιές, συκιές και άλλα οπωροφόρα δέντρα. Και τ’αηδόνια, καθώς κι άλλα πε- τούμενα, στέκουν στους κλώνους των δέντρων, σαν αγγελιοφόροι, έτοι- μοι να μεταδώσουν τα μηνύματα των αρχηγών.
Όλ’αυτά και πολλά άλλα, μετά το τελείωμα του κάματου, μέσα στο Ιερό Πατρικό μας σπίτι γίνονταν παραμύθια, παροιμίες, διηγήσεις. Μια άγραφη ιερή φυλλάδα και συναξάρι πλάι στα «κονίσματα», μέσα στη χι- λιόδιπλη ανθρώπινη ψυχή μας, μέσα στα σκοτεινά λαγούμια του νου μας.
- 10 -
Γιατί όλα αυτά τα παραμύθια και οι παροιμίες, που προέρχονται χωρίς επεξεργασία απ’τα πρωτινά, τα παλαιϊνά λόγια, των «Αγίων» της παιδι- κής μας ηλικίας (παππούδων, γιαγιάδων και γονιών), είναι το καταστάλαγ- μα πείρας, η αποσταγμένη σοφία χιλιάδων αιώνων, λαμπικαρισμένη μέσ’ από το χωνευτήρι χώρου, χρόνου, ύλης, ιδέας, καρδιάς, ψυχής, κορμιού, λαών, γενεών και πολιτισμών της οικουμένης.
Πολλοί νομίζουν, πως τα μουσεία και οι κάθε είδους εκθέσεις λαογρα- φικού και ιστορικού περιεχομένου, είναι τα νεκροταφεία του παρελθόντος.
Ότι κάθε αναφορά, προφορική ή γραπτή, γίνεται για τη λαϊκή μας παρά- δοση αλλά και ιστορία μας, είναι απλά μνημόσυνα για μια νεκρή εποχή.
Κάνουν λάθος.
Είναι το αποκούμπι και η απαντοχή μας για το μέλλον, είναι για να γνωρί- σουμε ποιοι ήμαστε, ώστε να ξέρουμε προς τα πού θα πορευτούμε.
Είναι η «αμπάριζα», κατά το παιδικό παιχνίδι, που πρέπει να πάρεις για να ανανεώσεις το πλεονέκτημα σου στον αγώνα της ζωής, αλλιώς είσαι χα- μένος.
Και κυρίως να γίνει κτήμα σου το εθιμικό δίκαιο, που διαμορφώνεται μέσα από τη γνώση της ζωής των προγόνων μας , που είναι ανώτερο και δι- καιότερο από όλα τα δίκαια που έχουν συνταχθεί μέχρι τώρα, «στου κασί- δη το κεφάλι», καθοδηγούμενα από πολιτικές σκοπιμότητες και ιδεοληψί- ες της εκάστοτε κυβέρνησης, απέχοντας παρασάγγας από την κοινή λογική.
- 11 -
Όνειρο άσβεστο. Μνήμη ανήκεστος
Η πρόοδος του τεχνικού πολιτισμού, που δημιούργησε νέες αγορές, νέα τάξη πραγμάτων και καινούριο τρόπο ζωής, μας ανάγκασε, τους πε- ρισσότερους από μας, να αφήσουμε την ψυχή μας ενέχυρο, παρακατα- θήκη, αμανάτι, υποθήκη, σε κάποιους τόπους, κάποιες ηλικίες, κάποιες στιγμές, κάποια γεγονότα, ώστε μοναδική μας επιθυμία είναι η επιστρο- φή και εξόφληση, για να πάρουμε πίσω την ψυχή μας, να κερδίσουμε τον εαυτό μας.
Να γυρίσουμε στο «τότε», που ήταν όλα δικά μας. Οι λόγγοι, τα φαράγ- για, οι κοιλάδες, τα βουνά. Τα χωράφια, οι δενδρόκηποι, τα μποστάνια και τ’αμπέλια.
Το χωράφι ήταν του γεωργού, μόνο όταν ερχόταν να οργώσει ή να σπεί- ρει. Το μποστάνι, μόνο όταν ερχόταν να το ποτίσει. Το αμπέλι, μόνο όταν ήθελε θειάφισμα κορφολόγημα ή τρύγημα. Αν έμενε τίποτα για τρύγημα.
Όλο τον υπόλοιπο καιρό, τα κτήματα ήταν δικά μας. Είχαμε ότι τραβού- σε η όρεξή μας, ότι λαχταρούσε η καρδιά μας. Σταφύλια, μήλα, κάστανα, κεράσια, καλαμπόκια, μούρα, τσάγαλα (χλωρά αμύγδαλα), σαλάτες (αγ- γούρια) και ότι βάλει ο νους του ανθρώπου.
Μόνους αντίζηλους στη νομή και την κάρπωση αυτή, είχαμε τους αγρο- φύλακες, οι οποίοι με την πρόφαση ότι φύλαγαν τα περιβόλια του κό- σμου, εννοούσαν να διαλέγουν αυτοί τα καλύτερα φρούτα και μας κυνη- γούσαν «ανηλεώς».
Όμως, τα κατατόπια ήταν γνωστά και μεις, μέσα από κάναλους, βραγιές και συστάδες θάμνων, υπερπηδώντας αμπολές και καταπότες, εισχωρού- σαμε ανάμεσα στις θεόρατες αναρριχώμενες φασολιές, που κρατιούνταν σφιχτά απ’τις πανύψηλες «φασουλόκλαρες» και γινόμασταν «άμουροι».
Η ζωή μας κυλούσε και περιφερόταν γύρω από ένα διαρκές «Μη». Μη, οι γονείς, μη, ο δάσκαλος, μη, ο χωροφύλακας, μη, ο παπάς, μη, ο
δραγάτης, μη, ο κάθε σεβάσμιος ηλικιωμένος συγχωριανός μας.
Η λέξη «αμαρτία», μας κυνηγούσε σα σκιά. Όλες οι παιδικές αταξίες και αμυαλιές, ήταν «αμαρτίες». Τόσες πολλές αμαρτίες, σε τόσο μικρή ηλικία δεν έχει ξαναγίνει. Ακόμα και όταν εξομολογούμασταν, τις πα- ραμονές των γιορτών για να μεταλάβουμε, δεν τις λέγαμε όλες, για να
- 12 -
μην «τρομάξει» κι ο θεός. Και τι δεν κάναμε, για να εξασφαλίσουμε λίγα ξερά σύκα, πετιμέζι, σουτζούκια, μουστόπιτα, καρύδια, ρόδια, σταφίδες, στραγάλια. Και πόσα βάζα με γλυκά κουταλιού δεν είχαμε σπάσει εμείς τα «διαβολόπαιδα», διαπράττοντας το αμάρτημα της κλοπής.
Μικρή ανάπαυλα στο διαιτολόγιο της γλυκοφαγίας, τα πανηγύρια, που κατάφθαναν οι καραμελάδες και οι σαμαλάδες ή όταν πήγαινε ο πατέρας μας στη Χαλκίδα για δουλειές και μας έφερνε (αν ήμασταν καλά παιδιά), «τσουβαλάρες», κουλούρια, σουσαμάτα κ.α.
Αλλά και στα μνημόσυνα (στα σχώρια), όπου το καλοβρασμένο στάρι, με καρύδια, ρόιδα, μύγδαλα, αλλά και ζάχαρη και κουφέτα, ήταν για μας μια ιδανική γαστριμαργική απόλαυση. Εκεί καταλάβαινες πόσο τυχεροί ήταν αυτοί που τα είχαν καλά με τους επιτρόπους που μοίραζαν το στάρι.
Τόποι συνάντησης για το παιχνίδι ή τον τσακωμό, υπήρχαν πολλοί, μέσα κι έξω απ’το χωριό: Βρυσίτσα, ρέμας, κριαράς, μανίτσα, του Στεφανά- κη το καλύβι, στ’Ηλία, ανήλιος, βράχος, νταβέλη, νεροτριβιές, στατόρι, βαθύρεμα. Και στην Κάτω Στενή: Αγιοστέφανος, καμάρα, αλώνια, Αγιο- ταξάρχης, Αγιοθανάσης, στην κατουρλού κλπ. Αλλά η μεγάλη απόλαυ- ση ήταν στο ποτάμι (Αρματσανή, μύλος του Τόμπλα κ.λ.π.). Ανάμεσα στα βράχια και τους λιλιπούτειους καταρράχτες, σχηματίζονταν χιλιάδες γλα- φυροί κολπίσκοι και αγκαλίτσες, που αλλού οι βράχοι κυρτώνονταν σα προβλήτες κι αλλού κοιλαίνονταν σαν σπήλαια. Και ανάμεσα στους τό- σους ελιγμούς και δαιδάλους του νερού, που εισχωρούσε μουρμουρίζο- ντας και χορεύοντας με άτακτους φλοίσβους και αφρούς, ίδιο με βρέφος που ψελλίζει κι αναπηδά στο λίκνο του, που λαχταράει να σηκωθεί και να χορέψει στα χέρια της μητέρας του, έτσι και μεις το «λιμπιζόμασταν» και λαχταρούσαμε να πέσουμε στους αβρούς να κολυμπήσουμε.
Κι ύστερα (τις πιο πολλές φορές), τύχαινε ν’ακούγονται λίγο πιο κάτω, φωνές που έφταναν ως το μέρος μας, ανακατεμένες με το βουητό των νε- ρών και το σείσιμο των πλατάνων. Φωνές ανακατεμένες με το θόρυβο του παφλάζοντος νερού, όταν έπεφτε μέσα η χρωματιστή και χνουδωτή φλο- κάτη και το ρυθμό που έδινε ο κατά τακτά διαστήματα κτύπος του «κό- πανου».
Και τότε, τα βήματά μας, μας οδηγούσαν ενστικτώδικα προς το σημείο εκείνο, όπως τα πρόβατα τα οδηγεί η δίψα στην πλησιέστερη πηγή.
Εκεί, προφυλαγμένοι πίσω από πλάτανους και βράχους, αντικρίζαμε το πολύχρωμο τοπίο, σε φόντο πράσινο που δημιουργούσαν τα πλυμένα ρούχα, φλοκάτες, βελέντζες, αντρομύδες, ταγάρια, πατατούκες και κάθε λογής σκουτιά, απλωμένα πάνω στις πλατάνες. Ενώ στο μήκος του πο-
- 13 -
ταμιού, γυναίκες ηλιοκαμένες, εύσωμες, ξεμαντήλωτες με σηκωμένα τα μανίκια και το υφαντό φουστάνι δεμένο κόμπο και πιασμένο από το σκοι- νί, που στέριωνε τη φούστα στη μέση για να μη μουσκεύεται. Γυναίκες δουλευτάρισσες, προκομμένες, μπρατσωμένες, ντελμπεντέρισσες, που χτυπούσαν τον κόπανο και ανασήκωναν τις μουσκεμένες φλοκάτες, σαν να ήταν άντρες.
Και λίγο πιο πέρα, τα «βασανάκια». Αχ αυτά τα «βασανάκια», που η συ- ναναστροφή τους πολλαπλασίαζε την τρέλα τους. Και κάθε ένα απ’αυτά, φαινόταν να είχε τόση τρέλα, όσα όλες μαζί.
Μιλούσαν, κελαηδούσαν, γελούσαν, τερέτιζαν, τιτίβιζαν. Η μία επιχει- ρούσε να διηγηθεί κάτι και το άφηνε μισό, η άλλη τη διέκοπτε με παρα- τηρήσεις και επιφωνήματα. Η μία άρχιζε το τραγούδι και δεν το τελείω- νε, η άλλη συνέπλεκε σταυρωτά τους βραχίονες με άλλες δυο για ν’αρ- χίσουν το χορό αλλά σταματούσαν. Κανένα παιχνίδι δε γινόταν καλά και καμιά κουβέντα δεν έπαιρνε τέλος. Δεν υπήρχε έννοια, δεν υπήρχε σκέ- ψη και στοχασμός και σκοτούρα. Μάτια έλαμπαν, παρειές ανθούσαν, χα- μόγελα ανάτελλαν, τραγούδια ψιθυρίζονταν και αισθήματα σε εμβρυακή μορφή και βαθιές πνοές και ελαφροί στεναγμοί και αύρες της νεότητας ερρίπιζαν, αέριζαν, δρόσιζαν τα σώματα και τις καρδιές.
Αλλά το όνειρο, το θαύμα, ήταν όταν τα «βασανάκια» έμπαιναν στο νερό να δροσίσουν το πρόσωπο, το λαιμό, τα πόδια.
Βλέπαμε τα μαύρα, αλλά χρυσίζοντα ελαφρώς βρεγμένα μαλλιά απ’ όπου έρεε το νερό σαν ποτάμι από μαργαριτάρια, τους καλλίγραμμους τράχηλους, τις λευκές σαν γάλα ωμοπλάτες, τους τορνευτούς βραχίονες, όλα συγχεόμενα, μελιχρά και ονειρώδη, εξαιτίας του θάμπους των ακτί- νων του ήλιου και τις σκιάς των πλατάνων που προστάτευαν από τα λαί- μαργα και αδιάντροπα βλέμματα, το αντικείμενο της ποθεινής μας περι- έργειας. Διαβλέπαμε την ευλύγιστο οσφύ. Τα ισχύα τις κνήμες και τα πό- δια, μεταξύ σκιάς και φωτός, βαπτιζόμενα στα αφρώδη νερά του ποτα- μιού. Μαντεύαμε τα στέρνα και τους γλαφυρούς τους κόλπους, δεχόμε- νους όλες τις αύρες και τις ριπές του νερού.
Κι ύστερα, σαν ασέλωτα άτια, βλέπαμε το πρώιμα ηλιοκαμένο πρόσω- πο μας, να γυαλίζεται και να καθρεφτίζεται στα ρυάκια και τις βρύσες και γυμνάζαμε το ψηλό ανάστημά μας πηδώντας από βράχο σε βράχο και τρέχοντας στα βουνά και στα περβόλια.
Και πάλι την Κυριακή στην εκκλησία να βοηθήσουμε τον παπά στο «ιερό» και πάλι παρόντες στις κηδείες να πάρουμε τα «ξεφτέρια» (εξα- πτέρυγα) και πρώτοι στις σχολικές εκδρομές και πρώτοι και καλύτεροι
- 14 -
στα πανηγύρια (Πύργος, Αγιοδημήτρης, Αγιακυριακή κ.λ.π.).
- Αραγε, να ζει ακόμα εκείνος ο ενεχυροδανειστής που τούχαμε αφή- σει αμανάτι την ψυχή μας; Κι αν ζει την έχει άραγε ή την έχει «ρευστοποι- ήσει»; Θα τον προλάβουμε να του την πάρουμε πίσω ή θα μείνουμε έτσι;
Μ’ένα όνειρο άσβεστο;
Μια μνήμη ανήκεστο;
Μια νοσταλγία κλαίουσα;
Μια ζωή αυτοκτονημένη;
Και με μύριες ενοχές αθεράπευτες, για μια ζωή που χαλάσαμε, που μι- κρύναμε τους στόχους της, που τη συντομεύσαμε στο περιεχόμενό της, που καταργήσαμε την ιεροτελεστία στη δουλειά, στη γιορτή, στον έρωτα, στη ζωή, στο θάνατο.
Που τα κουμπιά υποκαθιστούν τα συναισθήματα, που στην προσπάθειά μας να κερδίσουμε χρόνο (αλήθεια. Να τον κάνουμε τι;), συντομέψαμε το χρόνο της δουλειάς, κάναμε τον έρωτα «επιδερμικό», μεταλλάξαμε τον τρόπο ζωής, εξαφανίσαμε το στοχασμό, απαγορέψαμε την ανιδιοτέλεια. Που αυτούς που παλιά τους λέγανε Άγιους, σήμερα τους λένε αλαφροΐ- σκιωτους.
- 15 -
Η ζωή στη Στενή και τα γύρω χωριά,
από τον προηγούμενο αιώνα, μέχρι σήμερα
Η Κεντρική Εύβοια, η περιοχή μας, αποτελείται από δύο γεωγραφικές ενότητες. Το πεδινό τμήμα που περιλαμβάνει τα χωριά του Ληλάντιου πεδί- ου και το βορεινό τμήμα, που περιλαμβάνει τα χωριά της ανατολικής ορο- σειράς της Δίρφυς. Στα βορεινά χωριά εγκαταστάθηκαν κατά τη διάρκεια της τουρκοκρατίας, άτομα και οικογένειες, από διάφορα μέρη της Ελλά- δας για μεγαλύτερη ανεξαρτησία, που εξασφάλιζε το δύσβατο της περιο- χής. Επίσης, εγκαταστάθηκαν και οικογένειες νομάδων, βλάχων και σαρα- κατσαναίων από την περιοχή των Αγράφων.
Στα πεδινά χωριά, μετοίκησαν οι κάτοικοι από τα Βάβουλα, ορεινό χω- ριό της Δίρφυς, αλλά εγκαταστάθηκαν και οικογένειες από άλλες περιοχές.
Στη Στενή οι κάτοικοι μετοίκησαν προεπαναστατικά από το Σκουντέρι που ήταν το παλιό χωριό. Την ίδια εποχή εγκαταστάθηκαν και πολλές οικο- γένειες από την Ήπειρο και από άλλες περιοχές της Ελλάδος.
Τα πεδινά χωριά είχαν σαν κύρια ασχολία τη γεωργία, ενώ τα βορεινά την κτηνοτροφία. Η Στενή είχε και τη γεωργία και την κτηνοτροφία σαν κύριες απασχολήσεις και για το λόγο αυτό, ήταν μεγαλύτερη σε πληθυσμό από τα άλλα χωριά.
Επειδή για την παλιά εποχή η Χαλκίδα ήταν απομακρυσμένη, είχε σαν επακόλουθο τη δημιουργία και ανάπτυξη εμπορικού κέντρου, που να κα- λύπτει τις ανάγκες της περιοχής.
Τις προϋποθέσεις αυτές εξασφάλιζε η Στενή λόγω της θέσεως της, σαν συνδετικός κρίκος μεταξύ των δύο ενοτήτων, με διαφορετικά και συμπλη- ρωματικά αγροτικά και κτηνοτροφικά προϊόντα.
Η επιλογή της σαν έδρα του Δήμου Ληλαντίων, ενίσχυσε περισσότερο τη θέση της, σαν εμπορικό, διοικητικό, πνευματικό, ιατρικό και κοινωνικό κέ- ντρο της περιοχής.
Εκτός από τη γεωργία και την κτηνοτροφία, δημιουργήθηκαν και πολλά άλλα επαγγέλματα, όπως υλοτόμοι, κτίστες, ράφτες, ξυλουργοί, σιδηρουρ- γοί, μυλωνάδες, τσαρουχοποιοί, σαμαράδες, πεταλωτές κ.α. που κάλυπταν τις ανάγκες της περιοχής.
Στις υπηρεσίες του Δήμου, δημιουργήθηκαν θέσεις δημογραμματέων, δημαστυνόμων, δημοτικών εισπρακτόρων, δημοτικών κλητήρων, αγρονό- μων, δασονόμων κ.α.
- 16 -
Σταδιακά εγκαταστάθηκε και επιστημονικό προσωπικό, δημοδιδάσκα- λοι, ελληνοδιδάσκαλοι, γιατροί κ.α.
Αυτό είχε σαν συνέπεια, πολλοί Στενιώτες να ασχοληθούν με τα νέα επαγγέλματα και να προσελκύσει πολλούς επαγγελματίες από διάφορα μέρη της Ελλάδας, που εγκαταστάθηκαν μόνιμα στη Στενή. Αναφέρουμε ενδεικτικά τους αδελφούς Γιώργο και Αγγελή Τσουτσαίο από το Βασιλικό που ασχολήθηκαν με το εμπόριο, οι Μαστρογιανναίοι από τη Βόρειο Ήπει- ρο σαν κτίστες-οικοδόμοι, που και οι απόγονοί τους για πάρα πολλά χρόνια ασκούσαν τα ίδια επαγγέλματα. Ο Γιάννης Τζώλης από τα Γιάννενα σαν τε- χνίτης-ράφτης της φουστανέλας, της φέρμελης και των άλλων εξαρτημά- των της παλιάς ανδρικής φορεσιάς, που από το επάγγελμά του απέκτησαν το προσωνύμιο οι κόρες του, η Μαστόρα και η Ραφτοπούλα.
Με την ανάπτυξη του εμπορίου και τη δημιουργία των άλλων επαγγελ- μάτων και υπηρεσιών, αυξήθηκε ακόμα περισσότερο ο πληθυσμός της Στε- νής, που τον περασμένο αιώνα ήταν τριπλάσιος από τα άλλα κεφαλοχώρια της περιοχής και τρίτη πόλη της επαρχίας Χαλκίδας, μετά τη Χαλκίδα και τη Λίμνη.
Από τις αρχές του αιώνα αλλά και νωρίτερα, άρχισε η μετανάστευση των Στενιωτών και η εγκατάστασή τους στη Χαλκίδα, Αθήνα, Θεσσαλονίκη και σε άλλα μέρη της Ελλάδας. Έφευγαν όσοι λόγω σπουδών δεν μπορούσαν να απασχοληθούν στη Στενή, όπως γιατροί, δικηγόροι, δάσκαλοι, καθηγη- τές, δημόσιοι υπάλληλοι και στρατιωτικοί. Αρκετοί Στενιώτες που εργάζο- νταν στα μεταλλεία και σε άλλες εργασίες, εγκαταστάθηκαν μόνιμα στους τόπους εργασίας. Επίσης πολλές οικογένειες εγκαταστάθηκαν σε άλλα χω- ριά της περιοχής, Βούνους, Αμφιθέα, Πούρνο, Λούτσα κ.λ.π., και μερικές οικογένειες κτηνοτρόφων εγκαταστάθηκαν μόνιμα στα Χειμαδιά.
Τέλος πολλοί Στενιώτες μετανάστευσαν στην Αμερική και αργότερα και στην Αυστραλία.
Οι Στενιώτες που εγκαταστάθηκαν σε άλλες περιοχές, ήταν πολλοί κι αυτό που λέγανε από παλιά, ότι όπου και να πας θα συναντήσεις Στενιώτη, δεν ήταν υπερβολή. Υπήρχε όμως τα παλιά χρόνια υπεργεννητικότητα και ο πληθυσμός της Στενής μέχρι τη δεκαετία του 50 ήταν μεγάλος και από πα- λιές απογραφές ξεπερνούσε τις 2.000, χωρίς να συμπεριλαμβάνονται οι κτηνοτρόφοι, που κατά την περίοδο της απογραφής ήταν στα Χειμαδιά.
Μεταπολεμικά όμως, παρουσιάστηκε το φαινόμενο της αστυφιλίας, που ερήμωσε την ύπαιθρο και γιγάντωσε τις μεγάλες πόλεις. Η αστυφιλία έπλη- ξε και όλα τα χωριά της περιοχής μας, περισσότερο όμως τη Στενή. Επίσης το σύνολο σχεδόν των κτηνοτρόφων εγκαταστάθηκαν μόνιμα σε χωριά της Βοιωτίας, Αττικής και Εύβοιας που είχαν τα χειμαδιά.
Σήμερα η Στενή έχει μεγαλύτερο πληθυσμό από τα άλλα χωριά της περι-
- 17 -
οχής, όχι όμως με την παλιά αναλογία που είχε προπολεμικά.
Για τα δεδομένα της παλιάς εποχής, η περιοχή μας ήταν αυτάρκης και αποτελούσε ανεξάρτητη και αυτόνομη οικονομική ενότητα. Οι ανάγκες της γεωργίας και κτηνοτροφίας, καλύπτονταν κυρίως από κατοίκους του ίδιου του χωριού, υπήρχαν όμως και μετακινήσεις εργατών για εποχιακές απα- σχολήσεις. Από τα διπλανά και βορεινά χωριά, στο Θεολόγο και το Μίστρο για τις ελιές, στους Καθενούς και στα άλλα παραγωγικά χωριά του Ληλαντί- ου για τα αμπέλια και τις άλλες γεωργικές εργασίες. Τσεργιώτες, Αγιασοφί- τες και Βλαχιώτες, δούλευαν μπιστικοί στα κοπάδια των Κουτσουναίων και των άλλων τσελιγγάδων της Στενής.
Για την ανάγκη μεγαλύτερης και πιο ευρύτερης διακίνησης και ανταλλα- γής προϊόντων, καθιερώθηκε και λειτούργησε στην αρχή εθιμοτυπικά και αργότερα με νόμο του κράτους, ετήσια εμποροπανήγυρη και ζωοπανήγυ- ρη (παζάρι), τα πιο παλιά χρόνια στις 2 Μαΐου στη θέση Άγιος Αθανάσιος και μετά την 1η Σεπτεμβρίου στη θέση Άγιοι Ταξιάρχες που λειτουργεί μέ- χρι σήμερα.
Το παζάρι τα παλιά χρόνια είχε πολύ μεγάλη κίνηση και ερχόντουσαν ακόμα και από τα χωριά της Κύμης και του Αλιβερίου, όπως και από την περιοχή μας πήγαιναν στο παζάρι της Αγίας Θέκλης του Αυλωναρίου.
Το μεγαλύτερο κατάστημα γενικού εμπορίου της περιοχής και από τα με- γαλύτερα της Εύβοιας, που κάλυπτε πολύ πιο ευρύτερη περιοχή, ήταν του Γιάννη Λέων (Καλιάφα), γνωστό σαν το μαγαζί του Καλιάφα. Απορροφούσε το σύνολο της ελαιοπαραγωγής Στενής, Καμπιών, Μίστρου και μέρος του Θεολόγου και πολλές φορές μίσθωνε και μάζευε με δικούς του εργάτες όλες τις Μιστριώτικες ελιές, αποζημιώνοντας τους ιδιοκτήτες. Επίσης έκα- νε και εισαγωγές από τη Θεσσαλονίκη, που την εποχή εκείνη ήταν τουρ- κοκρατούμενη, σε συνεργασία με το Γιώργο Τσουτσαίο, που ήταν ο πρώ- τος ιδιοκτήτης του μαγαζιού και αργότερα εγκαταστάθηκε μόνιμα στη Θεσ- σαλονίκη. Καΐκια από τη Θεσσαλονίκη ξεφόρτωναν εμπορεύματα στο Λι- μνιώνα και από κει, Αγιασοφίτες αγωγιάτες τα μετέφεραν στη Στενή. Με τα εμπορεύματα αυτά, το λάδι και τα άλλα αγροτικά και κτηνοτροφικά προϊό- ντα, προμήθευε τα καταστήματα της Χαλκίδας και όλης της περιοχής.
Άλλο μεγάλο κατάστημα, που κάλυπτε τις ανάγκες της περιοχής, ήταν και της γυναίκας του Ηλία Παπαγεωργίου (Ξινιάρη) και κόρης του Δ. Παλαι- ολόγου (Μητρά), γνωστό σαν το μαγαζί της Κούμπως. Επίσης και τα μαγα- ζιά του Αγγελή Τσουτσαίου, Δημητρίου Σιμιτζή (Μπερμπέση), Χρήστου Πα- παγεωργίου (Καραχρήστου), Κώστα Παλαιολόγου (Κουντούρη) και πολλά άλλα. Σ’αυτά τα μαγαζιά ψώνιζαν οι κάτοικοι από τα άλλα χωριά, όταν έρ- χονταν στη Στενή, σε συνδυασμό με τη διεκπεραίωση των διοικητικών τους υποθέσεων, στις υπηρεσίες του δήμου. Μάλιστα στις περιόδους των εκλο-
- 18 -
γών, οι ψηφοφόροι από τα άλλα χωριά, κατέλυαν στα παραπάνω μαγαζιά, ανάλογα με την κομματική τους τοποθέτηση, επειδή στη Στενή ήταν το μο- ναδικό εκλογικό τμήμα και έτρωγαν, έπιναν και ευθυμούσαν, με έξοδα των υποψηφίων δημάρχων, παρέδρων, δημοτικών συμβούλων και κομματικών φίλων. Και από το κομματικό πάθος και την επήρεια του κρασιού, οι καβγά- δες ήταν συχνοί και επειδή την εποχή εκείνη όλοι οπλοφορούσαν, υπήρχαν δυστυχώς και πολλοί τραυματισμοί, που μερικοί ήταν θανατηφόροι.
Μετά το μετασχηματισμό του Δήμου και τη δημιουργία του νέου Δή- μου Ληλαντίων, δημιουργήθηκε όπως ήταν φυσικό, πρώτα στους Καθενούς εμπορικό κέντρο και αργότερα και σε άλλα χωριά του Ληλάντιου και η Στε- νή εξυπηρετούσε κυρίως τα χωριά του Δήμου Διρφύων.
Και μετά την κατάργηση των Δήμων το 1912 η Στενή εξακολουθούσε να είναι εμπορικό κέντρο της περιοχής μέχρι και την 10ετία του 60. Στη Στενή έφτιαχναν τα καουτσούκια οι Στροπωνιάτες και καλίγωναν τα άλογα οι Με- τοχιάτες, πουλούσαν τα κηπευτικά οι Βουναΐτες, τις μυζήθρες και τα τυριά οι Μαυροπουλαίοι και παρήγγειλαν τα σαμάρια όλα τα γύρω χωριά. Επίσης στη Στενή κουβαλούσαν τα κεράσια και τα φασόλια οι Στροπωνιάτες και οι Μετοχιάτες, να τα διαπραγματευτούν με τους εμπόρους και το παζάρι εξα- κολουθούσε να έχει όπως και παλιά πολύ μεγάλη κίνηση.
Υπήρχαν δε και πολλά επαγγέλματα, όπως τσαγκάρηδες, ράφτες, κου- ρείς, μαραγκοί, πεταλωτές, σαμαράδες, μοδίστρες κ.α. που τώρα σχεδόν έχουν εκλείψει.
Σήμερα στη Στενή υπάρχουν Super Market, φούρνοι, βενζινάδικα, συνερ- γείο αυτοκινήτων, πρακτορείο Τύπου κ.λ.π. που καλύπτουν τις απαραίτη- τες ανάγκες, αλλά σαν εμπορικό όμως κέντρο δεν ανταποκρίνεται στις σύγ- χρονες ανάγκες της αγοράς. Με τα ξενοδοχεία που λειτουργούν, τα εστια- τόρια, τις ταβέρνες, τα ζαχαροπλαστεία, τις καφετέριες και τα κέντρα δια- σκέδασης, καθιερώθηκε σαν το κοινωνικό κέντρο της περιοχής.
Παράλληλα και το θρησκευτικό συναίσθημα ήταν πολύ αναπτυγμένο και αυτό φαίνεται και από τις πολλές εκκλησίες και τα εξωκκλήσια, που στην περιοχή μας ήταν σε αναλογία πολύ περισσότερα από άλλες περιοχές.
Οι γυναίκες και τα παιδιά συμμετείχαν στις αγρυπνίες και ολονυχτίες των εορτών και όλοι τηρούσαν σχολαστικά τις νηστείες που προβλέπονται από τους κανόνες της Εκκλησίας.
Οι κάτοικοι όλης της περιοχής, δεν έβλεπαν σαν ξένες τις εκκλησίες των άλλων χωριών, αλλά σαν ενορίες του ίδιου τους του Δήμου και σαν παρά- δειγμα αναφέρουμε ότι τα παλιά χρόνια, πολλοί Στενιώτες είχαν κάνει τά- ματα και είχαν προσφέρει αρκετά κτήματα στην Παναγία της Χιλιαδούς.
Αργότερα τα κτήματα αυτά απαλλοτριώθηκαν, επί Δημαρχίας Ηλία Παπα- γεωργίου. Ένας από τους πλειοδότες, που όπως αναφέρεται, είχε λάβει μέ-
- 19 -
ρος στο διαγωνισμό, ήταν και ο Παναγιώτης Βλάχος (Πανίτσας).
Εκτός από τα θρησκευτικά καθήκοντα, τα πανηγύρια εξυπηρετούσαν και κοινωνικούς σκοπούς. Έβλεπαν τους συγγενείς, τους φίλους και τους γνω- στούς και δημιουργούσαν νέες γνωριμίες. Οι μεγαλύτεροι έκλειναν συμ- φωνίες για ανταλλαγές προϊόντων, για κολιγιές κ.λπ. Επίσης για κουμπα- ριές και συμπεθεριές, ακόμα δε και για να παντρέψουν τα παιδιά τους χω- ρίς να τα ρωτήσουν. Και όταν άρχιζε γενικός χορός, χόρευαν οι νέοι με την περίσσεια λεβεντιά που τους χάριζε η φουστανέλα και η φέρμελη και ήταν μεγάλη η προσβολή και είχε δυσάρεστες συνέπειες, αν κάποιος τολμούσε να τους διακόψει.
Και όταν έμπαιναν στο χορό οι κοπέλες και κυρίως οι πιο πλούσιες, οι αρ- χοντοπούλες, με τις χρυσοκεντημένες γκιργκιφίσιες φορεσιές, με τα φλου- ριά και τα πολλά στολίδια, όλο το σόι, οι συγγενείς, πλήρωναν στα όργανα, τα οποία ενθουσιασμένα από τις εισπράξεις, σηκώνονταν και έπαιζαν όρ- θια και πολλές φορές συνόδευαν την κοπέλα στο χορό.
Στα πανηγύρια επίσης έβρισκαν την ευκαιρία να γνωρίσουν οι κοπέλες τους νέους και μερικές να αγαπήσουν και να ερωτευθούν, όχι όμως με το σημερινό τρόπο γνωριμίας, αλλά με την άδολη μορφή, δηλαδή «από μα- κριά».
Και τότε άρχιζε το δράμα για τις κοπέλες, όταν είχαν αντίρρηση οι γονείς. Με πόνο στην καρδιά η κοπέλα δεν παντρευόταν αυτόν που αγάπησε, αλλά αυτόν που η μοίρα της, δηλαδή η απόφαση του πατέρα της είχε επιλέξει. Μερικές όμως, οι πιο τολμηρές, κλεβόντουσαν με αυτούς που μίλησαν στις καρδιές τους, αδιαφορώντας για την οργή και την ντροπή που θα ένιωθαν οι πατεράδες τους, που τις είχαν τάξει αλλού.
Στην εποχή μας δεν προλάβαμε τις φουστανέλες, τα γκιργκιφίσια και τους γενικούς χορούς στα χοροστάσια. Προλάβαμε όμως τα παλιά ήθη και έθιμα και τη ζωντάνια των πανηγυριών της περιοχής μας.
Τα πανηγύρια ήταν το γενικό προσκλητήριο των κατοίκων και σε όποιο μέρος να είχε εγκατασταθεί κάποιος και όσες υποχρεώσεις και να είχε, θα έβρισκε τρόπο να παρευρεθεί στο πανηγύρι του χωριού του. Όλα τα μαγα- ζιά είχαν όργανα και το γλέντι διαρκούσε 3-4 μέρες. Με δυσκολία οι παρέ- ες έβρισκαν τραπέζι και πολύ πιο δύσκολα να εξασφαλίσουν σειρά για το χορό. Και γύρω - γύρω όλες οι γυναίκες όρθιες, παρακολουθούσαν το χορό.
Στα πανηγύρια των εξωκκλησιών και κυρίως στα μεγαλύτερα, του Αγίου Δημητρίου, της Αγίας Κυριακής και της Αναστασάς, πήγαιναν από όλα τα χωριά, καβάλα στα στολισμένα άλογα. Μετά τη λειτουργία έστρωναν στο γρασίδι τα κεντητά σεντόνια και άρχιζε το φαγοπότι και μετά χόρευαν σε κάποια από τις πολλές ζυγιές τα όργανα, που είχαν ακολουθήσει τους πα- νηγυριώτες. Και τα απογεύματα όσες γυναίκες και παιδιά δεν πήγαν στο
- 20 -
πανηγύρι, έβγαιναν έξω από το χωριό για να υποδεχτούν τους πανηγυριώ- τες και να χειροκροτήσουν τους νέους που σπιρούνιζαν τα άλογα και έμπαι- ναν καλπάζοντας στο χωριό.
Τα παλιά χρόνια η ιατρική και φαρμακευτική περίθαλψη γινόταν από εμπειρικούς γιατρούς, που με διάφορα βότανα και αλοιφές που παρασκεύ- αζαν, θεράπευαν πολλές αρρώστιες και έκαναν επεμβάσεις στα διάφορα εξαρθρώματα, ενώ σε κάθε χωριό υπήρχε για τις γέννες εμπειρική μαμή.
Στα τέλη του περασμένου αιώνα εγκαταστάθηκαν στην περιοχή μας οι πρώτοι επιστήμονες γιατροί. Ο Ιωάννης Καμαριώτης (Κάντζος) και Σταύρος Μεργός στη Στενή και αργότερα ο Γ. Παπακωνσταντίνου στη Μακρυκάπα. Στη συνέχεια εγκαταστάθηκαν και άλλοι γιατροί και μέχρι τα πρώτα μετα- πολεμικά χρόνια στη Στενή ήταν 3 γιατροί, ο Νικόλαος Παπαγεωργίου (Ξι- νιάρης), ο Βασίλειος Καρλατήρας και ο νεαρός τότε Κηρύκος Παπακωνστα- ντίνου. Από το 1929 μέχρι το 1966-67 λειτουργούσε το φαρμακείου του Ιω- άννη Μπεληγιάννη (φαρμακοποιού) και αργότερα οδοντιατρείο της γυναί- κας του Άννας Μπεληγιάννη. Για γέννες και γυναικολογικά ήταν η Σοφία Πα- παναστασίου (Σοφίτσα), πρακτική μαμή, η Ελένη Τζίνη μέσης νοσηλευτικής σχολής και αργότερα η Μαρία Παπακωνσταντίνου επιστημονικής κατάρτι- σης.
Το γεγονός αυτό δείχνει, ότι η Στενή εξακολουθούσε να είναι το ιατρι- κό κέντρο της περιοχής και το ιατρικό προσωπικό κάλυπτε πλήρως τις ανά- γκες και δεν μπορεί να συγκριθεί με τη σημερινή εποχή, που έχει γεμίσει ο τόπος γιατρούς και φαρμακεία. Εκείνα τα χρόνια ο κόσμος ήταν ανασφάλι- στος και η προληπτική ιατρική τελείως ανύπαρκτη, αλλά και ο κόσμος από νοοτροπία δεν πήγαινε εύκολα στους γιατρούς. Επίσης δεν υπήρχε η σημε- ρινή ποικιλία και ακρίβεια των φαρμάκων και οι παλιοί γιατροί, ήταν κατά κανόνα, φειδωλοί στις συνταγές τους. Τέλος θα πρέπει να αναφέρουμε τις δύσκολες συνθήκες και την προσφορά των γιατρών της παλιάς εποχής. Με- σάνυχτα ξύπναγαν τους γιατρούς και με μουλάρια πήγαιναν στους ασθε- νείς των άλλων χωριών. Και η αμοιβή τους ήταν κυρίως λάδι, τυρί και άλλα γεωργικά και κτηνοτροφικά προϊόντα.
Για τις ανάγκες της εκπαίδευσης, αλλά κυρίως για την εξασφάλιση εγ- γράμματου προσωπικού για τις υπηρεσίες του Δήμου, λειτούργησε από τα πρώτα χρόνια της εθνικής ανεξαρτησίας, Δημοτικό Σχολείο στη Στενή που μαζί με την Ιερά Μονή του Αγίου Δημητρίου, ήταν το μοναδικό εκπαιδευ- τικό κέντρο της περιοχής. Μετά 40 χρόνια περίπου λειτούργησε και στους Καθενούς Δημοτικό Σχολείο και αργότερα σταδιακά και στα άλλα χωριά. Επίσης προπολεμικά αλλά και τον περασμένο αιώνα, λειτούργησε και Ελ- ληνικό Σχολείο (Σχολαρχείο) στη Στενή, από το οποίο αποφοίτησαν πολλοί επιστήμονες από τη Στενή και τα άλλα χωριά της περιοχής.
- 21 -
Με το άρθρο αυτό προσπαθήσαμε περιληπτικά να δώσουμε μια εικόνα για τη διοικητική, εμπορική, κοινωνικοθρησκευτική, ιατρική, πνευματική κ.λπ. ενότητα της περιοχής, καθώς και τα ήθη, έθιμα και τις συνήθειες της εποχής. Δε χρειάζεται νομίζω να αναφέρουμε πρόσθετα στοιχεία για το λόγο αυτό.
Η Σέτα και η Γλυφάδα, που σήμερα φαίνονται απομακρυσμένα από τη Στενή, με τα παλιά δεδομένα συνέβαινε το αντίθετο.
Η Στενή ήταν πολύ κοντά σε σχέση με τη Χαλκίδα, που ήταν πολύ απομα- κρυσμένη. Και αν λάβουμε υπόψη μας την ωκυποδία και την αντοχή που χα- ρακτηρίζει τους κατοίκους των βορεινών χωριών, η μετάβαση τους στη Στε- νή ήταν, όπως έλεγαν παλιά, «ένα πέταμα».
Σαν ενδεικτικό στοιχείο της παλιάς ενότητας, αναφέρουμε και το εξής γεγονός.
Όταν το 1882 ο Δήμος Ληλαντίων μετασχηματίστηκε σε δύο Δήμους, Διρφύων (Στενή) και Ληλαντίων (Καθενοί), ο νέος Δήμος Ληλαντίων σαν νεο- σύστατος, δεν είχε όλες τις υπηρεσίες και για τη διεκπεραίωση των δικαστι- κών τους υποθέσεων, πήγαιναν στο Ειρηνοδικείο Στενής. Όταν το 1885 επί κυβερνήσεως Θ. Δεληγιάννη, αποφασίστηκε η κατάργηση του Ειρηνοδικεί- ου, ο Δήμος Διρφύων απέστειλε ψήφισμα διαμαρτυρίας προς το Υπουργικό Συμβούλιο και τη Βουλή των Ελλήνων.
Παρόμοιο ψήφισμα διαμαρτυρίας απέστειλε και ο Δήμος Ληλαντίων. Η ενότητα της περιοχής που αναφέραμε, είχε σαν συνέπεια όπως ήταν
φυσικό, να δημιουργήσει και συναισθηματική ενότητα, να νιώθουμε πατρι- ώτες μεταξύ μας.
Εκτός από τα χωριά που απαρτίζουν το νέο Δήμο, πατριώτες νιώθου- με τους Μετοχιάτες, Μακρυκαπαίους και Ατταλιώτες και ήταν λάθος που δε συμπεριλήφθηκαν στο Δήμο Διρφύων. Επίσης τους Σετιανούς και τους Αγιασοφίτες.
Παρ’όλο όμως που νιώθουμε σαν πατριώτες μεταξύ μας, υπάρχει διαφο- ρά σε σχέση με τα παλιά χρόνια. Παλιά υπήρχε επικοινωνία μεταξύ των χω- ριών και ότι συνέβαινε σε κάθε χωριό γινόταν γνωστό σε όλη την περιοχή. Όλοι θυμόμαστε το γέρο Μιστριώτη που ήταν το «μετεωρολογικό δελτίο» της περιοχής και οι προβλέψεις του ήταν πιο ακριβείς από τις προβλέψεις των σημερινών μετεωρολόγων.
Σήμερα παρ’όλο ότι, υπάρχουν αυτοκίνητα και τηλέφωνα, δεν έχουμε την παλιά επικοινωνία μεταξύ μας και δεν υπάρχουν ούτε κοινοί σύλλογοι ούτε κοινές εκδηλώσεις. Ελπίζω με τη λειτουργία των Δήμων να ξαναβρού- με την παλιά μας επικοινωνία. Αρκετά χρόνια μας είχαν απομονώσει τα κοι- νοτικά σύνορα.
Κώστας Γιαννούκος
- 22 -
Ο ΚΥΚΛΟΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ Γέννηση
Ανάλογα με το μορφωτικό επίπεδο ενός
λαού, είναι και οι δοξασίες, οι προλήψεις
και τα έθιμα, που επικρατούν κατά τη γέν-
νηση, όπως γίνεται και κατά τις άλλες δύο
στιγμές της ανθρώπινης ζωής, τον γάμο
και τον θάνατο, που αποτελούν τα κυριό-
τερα στάδια του ανθρώπινου βίου.
Το σύνολο των εκδηλώσεων αυτών, χα-
ρακτηρίζει ακόμα και την διανοητικότη-
τα και τον συναισθηματικό πλούτο της αν-
θρώπινης κοινωνίας, που είναι προϊόν κυ-
ρίως ανθρώπινων δεισιδαιμονιών, συχνά
όμως και εμπειρίας.
Περιττό να σημειωθεί, πως όσο μακρύ- τερα από τον πολιτισμό και την επιστήμη βρίσκεται μία κοινωνία, τόσο μεγαλύτερο
Η μαμή, Ελένη Τζίνη, με την κόρη της Χρυσούλα
και τόσο πρωτόγονο είναι το πλήθος των εκδηλώσεων αυτών, που προ- σπαθούν να αντικαταστήσουν τα πορίσματα της προόδου και της επιστή- μης.
Έτσι, το παιδί μας το φέρνει ο πελαργός ή ο Θεός, μέσα σε ένα κοφινά- κι και μας το κατεβάζει από την καμινάδα του τζακιού.
Δίνεται στην έγγυο να φάει ότι θέλει, για να μην μείνει το παιδί με το στόμα ανοιχτό, της απαγορεύεται να τρώει σπλήνα, για να μην κάνει το παιδί λεκέδες (σημάδια), να μην τρώει σαλιγκάρια για να μην γίνει μυ- ξιάρικο, να μην τρώει λαγό για να μην λαγοκοιμάται, να πίνει γάλα για να βγει το παιδί άσπρο, να μην δουλεύει του Αγίου Συμεών για να μη βγει το παιδί σημαδεμένο κ.α.
Διακαής επιθυμία των γονιών και των συγγενών, ήταν να γεννηθεί αγό- ρι, γιατί η προίκα που θα απαιτήσει αργότερα, η πιθανή διακύβευση της τιμής και η αντίληψη γενικά για τη γυναίκα, υποβιβάζουν τη θέση του κο- ριτσιού από τη μέρα που θα γεννηθεί.
Στην προσπάθεια τους λοιπόν να αποκτήσουν αγόρι, έπεφταν θύματα
- 23 -
«επιτηδείων», που τους πουλούσαν «σερνικοβότανα». Ένας άλλος τρό- πος ήταν, την ημέρα του γάμου να βάλουν ένα όμορφο αγόρι να ξαπλώσει στο νυφικό κρεβάτι, για να «πιάσει» το ζευγάρι «παιδί», δηλαδή αγόρι. Παιδιά αποκαλούσαν τα αγόρια και τα κορίτσια, κορίτσια. ( Έχω τρία παι- διά και ένα κορίτσι).
Για να είναι καλή η γέννα, δινόντουσαν ευχές, όπως «Καλή λευτεριά», «Με το καλό» κ.α. και ζητούσαν τη στήριξη του Αγίου Ελευθερίου.
Υπήρχαν όμως και οι κατάρες από τους εχθρούς, όπως «κομματάκια να στο βγάλουνε» κ.α.
Για να μην πιάνουν λοιπόν οι κατάρες, έπιναν λιωμένο αλάτι μέσα στο νερό, για να λιώσουν οι κατάρες σαν το αλάτι.
Το αν θα ήταν αγόρι ή κορίτσι, φαινόταν από την κοιλιά. Αν ήταν αγό- ρι η κοιλιά ήταν όρθια και μυτερή, αν ήταν κορίτσι η κοιλιά ήταν χαμηλά και στρογγυλή.
Οι παλιές μαμές, την ώρα της γέννας άναβαν φωτιά και έβαζαν τη θρά- κα στη μέση του δωματίου, ενώ πάνω στη θράκα έριχναν λιβάνι. Περιέφε- ραν την έγγυο γύρω στη θράκα και κάπου-κάπου σήκωναν από μπροστά το φουστάνι πάνω από τη θράκα, για να ζεσταθεί η κοιλιά της.
Ύστερα γονάτιζε και με τα πόδια ανοιχτά άρχιζε η διαδικασία του τοκε- τού.
Οι νεότερες μαμές, ξάπλωναν την έγγυο στο κρεβάτι για να ξεγεννή- σει.
Όταν το παιδί γεννιόταν το «αφαλόκοβαν», του έκοβαν τον ομφάλιο λώρο.
Η μαμή τον έπαιρνε (τον ομφάλιο λώρο), μαζί με τα λερωμένα ρούχα της λεχώνας και τα έπλενε στο ποτάμι και ύστερα τον λώρο τον έθαβε κά- που πρόχειρα.
Η περιποίηση του μωρού αρχίζει αμέσως μετά την αποκοπή του ομφά- λιου λώρου. Το παιδί πλένεται και το νερό με το οποίο πλύθηκε χύνεται σε απόμερο μέρος. Η μαμή αλατίζει το παιδί παντού, εκτός από τα μάτια. Τυλίγεται στα σπάργανα και δένεται με τη φασκιά, που για αποτροπή της επήρειας των δαιμόνων, είχε επάνω κεντημένο σταυρό.
Σταυρώνεται επίσης το παιδί για τον ίδιο λόγο λίγο πριν κοιμηθεί και το- ποθετείται στην κούνια (κουβέλι).
Το κουβέλι ήταν το κρεβατάκι του μωρού στο σπίτι, ενώ όταν έπρεπε να το πάρει έξω μαζί της η μάνα του, υπήρχε η μελούτη.
Από τις πρώτες στιγμές επίσης μετά τη γέννηση, ορισμένες προσπάθει- ες πιστεύεται ότι γίνονταν για να αποκτήσει το παιδί καλό χαρακτήρα και
- 24 -
σώμα.
Δεν του δίνουν γάλα την πρώτη ημέρα για να είναι υπομονετικό, του δένουν το κεφάλι γύρω από το μέτωπο για να γίνει το κεφάλι στρογγυ- λό, ενώνουν σταυρωτά χέρια, πόδια ή αριστε- ρό χέρι με δεξί πόδι και αντίθετα δεξί χέρι με αριστερό πόδι, κάθε φορά που το λύνανε και πριν το ξαναδέσουνε με τις φασκιές, για να «λύνεται το κορμάκι του» όπως έλεγαν.
Την Τρίτη μέρα γίνονταν «τα κολυμπίδια του μωρού». Σ΄αυτό το λόγο έχει πάλι η μαμή. Θα το πλύνει σε σκάφη ή σε μεγάλο ταψί, με χλι- αρό νερό και σαπούνι, όπου μέσα εκεί ρίχνουν
Η μαμή,
Μαρία Παπακωνσταντίνου
κέρματα «ασήμωμα», που αποτελούσαν και την αμοιβή της μαμής.
Να πούμε επίσης, ότι τις πρώτες μέρες, η λεχώνα δεν έπινε κρύο νερό για να μην παγώσουν οι «ακαθαρσίες» που είχαν μείνει μέσα της και δεν βγαίνουν. Συνήθως έπιναν γλυκάνισο, χλιαρό ή ζεστό κρασί, λιχωζούμι και γενικά φαγητά ζεστά και «σουπερά», για 20-25 μέρες.
Δεν λέγανε άσχημες κουβέντες μέσα στο σπίτι (για θανάτους, αρρώ- στιες κλπ), γιατί καραδοκούσε ο επιλόχιος πυρετός και για να προφυλα- χτούν απ΄αυτόν, έβαζαν κάτω από το μαξιλάρι ή κάπου στο στρώμα, μα- χαίρι ή ψαλίδι, μπαρούτι, σκόρδο, ψωμί κ.α. για να προφυλαχτούν από τα δαιμονικά που θα έφερναν τον πυρετό.
Αλλά όταν, παρ’όλ’αυτά, έρχεται ο πυρετός με ανατριχίλες, πόνους στο στήθος, παραληρήματα, διόγκωση των θηλών των μαστών ώστε να μην μπορεί να βυζάξει το παιδί, πόνους σε δόντια, στο στομάχι κλπ, η αντίδραση είναι το σιδέρωμα στο στήθος, έξω από τα ρούχα, όπως επίσης και το χτένισμα με μεγάλη χτένα έξω από τα ρούχα, κομπρέσες με χαμο- μήλι και ζεστό νερό, μέχρι φυσικά να ειδοποιηθεί ο γιατρός (αν υπήρχε).
Στις τρεις μέρες ερχόντουσαν οι μοίρες και μοίραιναν το παιδί.
Σε 5-7 μέρες, πήγαιναν οι συγγενείς στον παπά στην εκκλησία, με ένα ποτήρι ή μπουκάλι νερό, που το ευλογούσε ο παπάς. Με το αγιασμένο αυτό νερό, έβρεχαν τη λεχώνα και της έβαζαν και λίγο στο φαγητό για να τη φυλάει από κάθε κακό.
Για σαράντα μέρες η λεχώνα δεν βγαίνει από το σπίτι αλλά ούτε και δέ- χεται επισκέψεις.
Όταν περάσουν σαράντα μέρες και «σαραντίσει», πηγαίνει στην εκκλη- σία μαζί με το μωρό και ο παπάς τους διαβάζει ευχές και περιφέρει το
- 25 -
παιδί γύρω-γύρω στις εικόνες. Αν είναι αγόρι το πάει και μέσα στο Ιερό Βήμα, αν είναι κορίτσι όχι.
Από τότε λοιπόν η λεχώνα, μπορεί να πηγαίνει σε ξένα σπίτια και να δέ- χεται επισκέψεις και επίσης, ελαττώνεται και η επήρεια των κακοποιών δαιμόνων, η οποία εξαφανίζεται τελείως μετά τη βάφτιση.
Ο θηλασμός συνεχίζεται για μεγάλο χρονικό διάστημα. Πίστευαν δε ότι αποφεύγεται η σύλληψη όσο διαρκούσε ο θηλασμός.
Το απόκομμα του θηλασμού γίνεται με βίαιο τρόπο, βάζοντας στη θηλή του μαστού πιπέρι και άλλα διάφορα, ώστε το παιδί να σιχαθεί και να μην πλησιάζει το βυζί ή το έστελναν να κοιμηθεί για λίγες μέρες κάπου που να μην είναι η μάνα του κοντά.
Όμως ήταν δύσκολο γιατί τα παιδιά ήταν ήδη μεγάλα και καταλάβαιναν. Σε μερικές περιπτώσεις, ο θηλασμός διαρκούσε και μέχρι τον τρίτο ή τέ- ταρτο χρόνο.
- Πρακτικές μαμές στη Στενή, απ΄ότι διαβάζουμε στο «Χρονικό της Στε- νής» του Δημητρίου Γιαννούκου, από παλιά ήταν:
Η Αγγελού, χήρα Δημητρίου Γαλάνη (Γριά Κοντή).
Η Γιαννούλα Καμαριώτη (Γριά Γιαννούλα).
Η Κυριακή Πατερίτσα (Κυριά).
Η Σοφία Παπαναστασίου (Σοφίτσα).
Το 1930 εγκαταστάθηκε μονίμως στη Στενή, η διπλωματούχος Μέσης Νοσηλευτικής Σχολής, Μαία, Ελένη Σπύρου Τζίνη.
Το 1940 η επιστήμων Μαία, Μαρία Γ. Παπακωνσταντίνου.
- 26 -
Βάπτιση
Στη Χριστιανική θρησκεία, τα βάπτισμα είναι μυστήριο με το οποίο ο βυθισμένος σε αγιασμένο νερό «Εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος», καθαρίζεται από κάθε αμάρτημα.
Από εδώ πηγάζει και η λαϊκή πίστη, πως οι βαπτιζόμενοι δεν πειράζο- νται από τα δαιμονικά, όπως και η γνώμη ότι είναι μεγάλο αμάρτημα να πεθάνει κανείς αβάπτιστος και δικαιολογείται η προσπάθεια να βαπτι- σθεί, έστω και συμβολικά το νεογέννητο.
Στις περιπτώσεις που το νεογέννητο πρόκειται να πεθάνει και δεν προ- φταίνουν να το βαφτίσουν, γίνεται ο αεροβαπτισμός.
Αν ένα παιδί αβάπτιστο κινδυνεύει να πεθάνει και δεν υπάρχει ούτε πα- πάς, τότε μπορεί να το βαπτίσει και ένας απλός Χριστιανός.
Παίρνει το νήπιο στα χέρια του και αφού το υψώσει στον αέρα τρεις φο- ρές και πει, «βαπτίζεται ο δούλος του Θεού (αναφέρεται το όνομά του) εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος», το νήπιο τότε λογίζεται ως Χριστιανός.
Αν ζήσει, τότε γίνεται κανονικό βάπτισμα από ιερέα και δίνεται το ίδιο όνομα που δόθηκε στο αεροβάπτισμα. Αν πεθάνει, θεωρείται ως κανονι- κά βαπτιζόμενο.
Υπεύθυνοι για το θάνατο αβάπτιστου παιδιού, που συνήθως ήταν τα πρόωρα, που έβγαιναν νεκρά από την κοιλιά της μάνας και δεν προλάβαι- ναν να αεροβαπτιστούν, θεωρούνταν οι γονείς και ο παπάς τους επέβαλε να κάνουν μετάνοιες, να κάνουν λειτουργίες, να μην μεταλαβαίνουν για κάποιο χρονικό διάστημα κ.α.
Τον Νουνό (νονό) ή τη νονά την επέλεγαν οι γονείς, εκτός κι αν κάποιος επιθυμούσε κι ερχόταν στο σπίτι και «ασήμωνε» το παιδί. Αν οι γονείς δεν θέλανε την κουμπαριά, τότε του λέγανε ψέματα πως το παιδί είναι «δο- σμένο», δηλαδή ταγμένο σε άλλον νονό.
Το βαπτισμένο παιδί το λέγανε βαφτιστήρι ή βαφτιστικό ή βαφτιστικιά, αν ήταν κορίτσι.
Αν το παιδί βαφτιστεί πριν κλείσει σαράντα μέρες, λένε ότι μοιάζει στο χαρακτήρα με το νονό του.
Κατά την ώρα του μυστηρίου, ο νονός ή η νονά, φτύνουν τρεις φορές στο στόμα του παιδιού και εύχονται σε τι να τους μοιάσει και σε τι να μην τους μοιάσει, αν είχαν κάποια ελαττώματα.
Άλλωστε ο χαρακτήρας του παπά και του νονού έχει επίπτωση στο παι- δί, γιαυτό και λέμε «τρελός παπάς σε βάφτισε» ή «τρελός νονός σε βά- φτισε» (για άτακτα και οξύθυμα παιδιά) ή «με ξύδι σε βαφτίσανε» για
- 27 -
όσους είναι πικρόχολοι και στρυφνοί.
Όταν κάποιο ζευγάρι έχει χάσει στη γέννα η σε μικρή ηλικία παιδιά και για να χάσουν τα ίχνη τους τα δαιμονικά όντα που τους καταδιώκουν και τους πεθαίνουν τα παιδιά, προκειμένου να βρουν νονό, κάνουν το εξής.
Εκθέτουν το παιδί σε ένα σταυροδρόμι, «το ρίχνουν» με το συμβολικό σκοπό να αποχωριστούν, να αποξενωθούν τα παιδιά από την οικογένειά τους και να αποφύγουν έτσι το δαίμονα που τα παρακολουθεί και τους αφαιρεί τη ζωή.
Στην περίπτωση αυτή, τη βάφτιση του παιδιού, αναλαμβάνει ο πρώτος που θα τρέξει να πιάσει το παιδί. Άλλοτε τάζουν να ρίξουν το παιδί στην εκκλησία. Και εδώ νονός θα είναι αυτός που θα βρει και θα πιάσει πρώ- τος το παιδί.
Για να πετύχει μάλιστα ο σκοπός των γονέων, το «ρίξιμο» πρέπει να κρατηθεί μυστικό. Οποιοσδήποτε όμως και αν είναι ο νονός, η τιμή που του αποδίδεται είναι μεγάλη, όπως και ο δεσμός που ενώνει τις δύο οικο- γένειες.
Η βάπτιση εξάλλου, θεωρείται θεάρεστη πράξη (ψυχικό), πιστεύεται μάλιστα πως όσα περισσότερα παιδιά βαφτίσει κανείς, τόσο η θέση του στον ουρανό είναι καλύτερη.
Τα πρώτα παιδιά παίρνουν το όνομα των γονιών του αντρόγυνου και μά- λιστα προηγούνται τα ονόματα του πατέρα. Σε σπάνιες περιπτώσεις έχει τον πρώτο λόγο ο νονός.
Μερικές φορές οι παππούδες και οι γιαγιάδες, δεν ήθελαν να πάρουν τα ονόματά τους τα εγγόνια τους, γιατί έτσι πίστευαν πως θα πεθάνουν. Γενικά όμως, τα ονόματα παίρνονται από το Χριστιανικό εορτολόγιο.
Ο Νονός αναλαμβάνει τα έξοδα της βάφτισης, λάδι, σαπούνι, πετσέτα, αμοιβή ιερέα, ψαλτών, επιτρόπων και νεωκόρου, φιλοδώρημα της μαμής, ρούχα του μωρού (τα φωτίκια), τα φλουράκια ή σταυρουδάκια που κρε- μούσαν με καρφίτσα στους καλεσμένους, «η βάφτιση» όπως την έλεγαν, καθώς και το διχτάρι, που είναι ένα ύφασμα 3-4 πήχες, περασμένο από το λαιμό του νονού, για να ακουμπάει επάνω το παιδί όταν το ντύσουν.
Όταν ο νονός παρέδιδε στη μητέρα το παιδί μετά τη βάφτιση, αυτή του φιλούσε το χέρι.
Το βάπτισμα γινόταν και στο σπίτι, όταν η μητέρα ήταν λεχώνα και γινό- ταν κανονικά, μιας και μετέφεραν εκεί την κολυμβήθρα και όλα τα απα- ραίτητα.
Το νερό, μετά το βάπτισμα, το έριχναν σε έναν ειδικό βόθρο στην εκ- κλησία, που είναι φτιαγμένος ειδικά γι αυτό το σκοπό, ενώ τα ρούχα του παιδιού που ήταν λαδωμένα από το μυστήριο, έπρεπε να πλυθούν στο πο- τάμι.
Τα παιδιά που έχουν τον ίδιο νονό λέγονται ψυχαδέρφια, θεωρούνται πνευματικά αδέλφια και απαγορεύεται ο γάμος μεταξύ τους.
- 28 -
Γάμος
Σαν κοινωνικός θεσμός ο γάμος, η εκκλησιαστική τελετή με την οποία καθαγιάζεται η ένωση άντρα και γυναίκας για κοινωνική συμβίωση, είναι από τους σπουδαιότερους σταθμούς στη ζωή του ανθρώπου και βοηθά σε μεγάλο βαθμό, στη διατήρηση και στην ευτυχία των ανθρωπίνων ομάδων.
Στη γλώσσα του λαού, αρκετές φράσεις και παροιμίες, δείχνουν τη ση- μασία που έχει το γεγονός στη ζωή των ανθρώπων. Γύφτικος γάμος (για άκοσμη ευθυμία ή ευτελή επίδειξη). Πάρτονε στο γάμο σου να σου πει και του χρόνου (για ανάρμοστες ευχές αγροίκου). Γάμος και τσουκάλι, θεν ανάγκαση μεγάλη (ότι ορισμένες δουλειές χρειάζονται μεγάλη δρα- στηριότητα). Με τη μία θυγατέρα πέντε γάμους έκανα (για κάποιον που υπόσχεται το ίδιο πράγμα σε πολλούς). Δεν έφαγαν ούτε του γάμου τα κομμάτια (για όσους έφτασαν γρήγορα σε ρήξη). Όποιος δεν πάντρεψε κορίτσι και δεν έφτιαξε σπίτι, δεν ξέρει τι θα πει βάσανα. Άμα θέλει η νύφη κι ο γαμπρός, τύφλα νάχει ο πεθερός. κλπ.
Στα νεότερα και τα σημερινά χρόνια, οι αντιλήψεις για το γάμο δεν δι- αφέρουν και πολύ, από τα παλαιότερα χρόνια. Ο γάμος αποτελεί και σή- μερα υποχρέωση του καθενός προς τον εαυτό του και προς την κοινω- νία, θεωρείται δε «ο δρόμος του Θεού» και είναι πολλές οι ευχές προς τα αγόρια και τα κορίτσια, οι σχετικές με σύντομη και καλή αποκατάστα- ση με το γάμο. Στις χαρές σου, στο γάμο σου, με το καλό στο σπιτάκι σου, καλή τύχη κλπ.
Βέβαια, πριν χρόνια, ήταν δύσκολο να παντρευτεί κανείς από έρωτα, για το λόγο ότι η επικοινωνία μεταξύ αγοριών και κοριτσιών ήταν δύσκο- λη, εξαιτίας των ηθών της εποχής, αλλά και συνήθως γιατί τον πρώτο λόγο είχαν οι γονείς για την επιλογή της νύφης ή του γαμπρού.
Ο μόνος αληθινός ίσως έρωτας απευθυνόταν στην προίκα. Κατά συνέ- πεια το λόγο είχαν οι προξενήτρες.
Οι προξενήτρες ήταν άτομα με εξαιρετικές ικανότητες, που με τη δύνα- μη της πειθούς και της τέχνης του λόγου, μπορούσαν να κάνουν το άσπρο μαύρο και να συνταιριάξουν δύο τελείως ανόμοιους ανθρώπους.
Κι όμως για τα ήθη της εποχής εκείνης, η δράση τους τις περισσότερες φορές ήταν ευεργετική, γιατί τα ήθη, ο σεβασμός, η συστολή, λειτουρ-
- 29 -
γούσαν ανασταλτικά, ακόμα κι αν υπήρχαν οι πιο αγνές προθέσεις, ώστε εκατομμύρια γάμοι ίσως δεν θα είχαν γίνει μέσα σε αυτό το ατέλειωτο χρονικό «διάβα» της ιστορίας μας και ιδιαίτερα τα 400 σκοτεινά χρόνια της τουρκοκρατίας, όπου τα ήθη έγιναν ακόμη πιο αυστηρά και έτσι έπρε- πε για να μην εκφυλιστεί το γένος.
Πολλές από τις προξενήτρες, όταν πήγαιναν σε κάποιο σπίτι που θα έκαναν το προξενιό, έβγαζαν τη μύξα τους και την κολλούσαν στο «παρά- στωμα» της πόρτας, για να κολλήσει έτσι και το προξενιό.
Η ημέρα του γάμου, κανονίζεται με κοινή απόφαση και εξαρτάται από το χρόνο που έχουν στη διάθεσή τους (γεωργικές ασχολίες, κτίσιμο σπι- τιού, συμπλήρωμα των προικιών κλπ). Για την ακριβή όμως ημερομηνία, υπολογίζεται και η έμμηνος ρύση της κόρης, γι αυτό και σύμφωνα με την παροιμία «Το μήνα έχει (ορίζει) ο γαμπρός και τη βδομάδα η νύφη».
Αποφεύγεται να γίνει ο γάμος το μήνα Μάιο, τη Σαρακοστή και το δωδε- κάμερο, ενώ από τις μέρες της εβδομάδας αποφεύγεται η Τετάρτη, (όλα ανάποδα κι ο γάμος την Τετράδη).
Τις μέρες, από Δευτέρα μέχρι και Πέμπτη, γινόντουσαν όλες οι σχετι- κές προετοιμασίες, όπως η τακτοποίηση των προικιών, καθαριότητες, η σύνταξη του προικοσύμφωνου κλπ, ενώ την Πέμπτη «ανάπιαναν» τα προ- ζύμια για τις πίτες.
Να θυμίσουμε ότι το προικοσύμφωνο γινόταν μία από αυτές τις μέρες που προαναφέραμε, εκτός από την Τρίτη και ότι τα προζύμια τα ανάπια- νε μια κοπέλα, παντρεμένη ή ανύπαντρη, αλλά που ζούσαν οι γονείς της.
Την Παρασκευή έφτιαχναν την πίτα και στο σπίτι του γαμπρού και στο σπίτι της νύφης. Το «χαμούρι» με το οποίο θα έφτιαχναν την πίτα ήταν με προζύμι, ενώ αυτό που θα χρησιμοποιούσαν για τα «κεντίδια» ήταν άζυ- μο. Επίσης να πούμε, ότι άλειβαν το ταψί με κερί, για να μη κολλάει και να μην σκάει η πίτα. Την Παρασκευή επίσης έφτιαχναν και το «Γιούκο», ενώ πολλά από τα προικιά τα τακτοποιούσαν σαν σε «έκθεση». Το βράδυ οι συγγενείς της νύφης πήγαιναν στο σπίτι της, όπου ασήμωναν τα προι- κιά, έπιναν, έτρωγαν και χόρευαν την πίτα.
Παρομοίως και στο σπίτι του γαμπρού, οι δικοί του συγγενείς και φίλοι μαζεύονταν και διασκέδαζαν, χορεύοντας την πίτα. Στη συνέχεια οι συ- μπέθεροι του γαμπρού πήγαιναν στο σπίτι της νύφης, όπου ασήμωναν τα προικιά και όλοι μαζί διασκέδαζαν.
Το Σάββατο ήταν ημέρα προετοιμασίας για τα φαγητά. Σφάζανε τα αρ- νιά, κατσίκια κλπ, έφτιαχναν τις γαρδούμπες, ανάβραζαν το κρέας κ.α.
Ο καθένας βέβαια στο δικό του σπίτι.
- 30 -
Την Κυριακή, ο γαμπρός μαζί με τα όργανα (αν υπήρχαν), έπαιρνε τον κουμπάρο και πήγαιναν στο σπίτι της νύφης, την έπαιρναν και κατευθύ- νονταν προς την εκκλησία.
Ύστερα από την τέλεση του Μυστηρίου και τον Καθαγιασμό της ένωσης του ζευγαριού, όλοι μαζί πηγαίνουν στο σπίτι της νύφης, όπου τρώνε, πί- νουν και χορεύουν.
Κατά το απόγευμα αρχίζουν να πετάνε τα προικιά από το χαγιάτι του σπιτιού στην αυλή, όπου είχαν ήδη στρώσει κουρελούδες. Τα πρώτα πράγματα τα κατέβαζε ο γαμπρός και η νύφη και είχαν καθαρά συμβο- λικό χαρακτήρα. Ο γαμπρός κατέβαζε το σίδερο του σιδερώματος και η νύφη μία εικόνα, συνήθως την Παναγία που κρατούσε στα χέρια της το μι- κρό Χριστό.
Το σίδερο συμβόλιζε τη δύναμη και η εικόνα την ευλογία του Θεού και της Παναγίας στο νέο ζευγάρι.
Τελευταία από τα προικιά έμενε η τσέργα, στην οποία κάθονταν επάνω κάποιοι συμπέθεροι της νύφης, ώστε αναγκαζόταν ο κουμπάρος να τους «ασημώσει» για να τους την πάρει. Μετά φόρτωναν τα προικιά σε μουλά- ρια και τα μετέφεραν στο σπίτι του γαμπρού.
Μπροστά η νύφη και ο γαμπρός, πάνω σε άλογα ή πεζή και πίσω ακο- λουθούσαν οι συμπέθεροι. Μόλις έφταναν στην αυλή του σπιτιού του γα- μπρού, η νύφη πετούσε δεξιά και αριστερά, πίσω και μπρός (στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα), ρόδια και καρύδια.
Όταν έφταναν στην πόρτα του σπιτιού, ο κουμπάρος έβαζε του γα- μπρού και της νύφης τα στέφανα, ενώ στη νύφη έδιναν ένα ποτήρι μέλι, με το οποίο έφτιαχνε τέσσερις σταυρούς, στα τέσσερα σημεία της πόρ- τας, δεξιά, αριστερά, πάνω και κάτω. Ύστερα της έβαζαν ένα σίδερο για να πατήσει πριν μπει στο σπίτι. Το σίδερο αυτό ήταν συνήθως το συνδαύ- λιστρο (ζντράφτος).
Επακολουθούσε και πάλι φαγοπότι και γλέντι μέχρι αργά, στο σπίτι του γαμπρού.
Αν η νύφη δεν ήταν «εντάξει», δεν ήταν δηλαδή παρθένα και αυτό δι- απιστωνόταν την πρώτη νύχτα του γάμου, τότε ο γαμπρός την άλλη μέρα, αφού προηγουμένως συμβουλευόταν και τους γονείς του και αφού εκτι- μούσαν τα «υπέρ» και τα «κατά», συνήθως την έστελναν πίσω στο σπίτι της την επόμενη νύχτα, καβάλα σε σκουρόχρωμο γαϊδούρι (την έστειλε πίσω με το λάιο γαϊδούρι), ήταν η συνηθισμένη έκφραση.
Η οικογένεια της νύφης ήταν υποχρεωμένη να την δεχτεί και επί πλέον ο γαμπρός της «έγραφε» και κάποιο περιουσιακό στοιχείο, κατά κανόνα
- 31 -
κάποιο χωράφι. Την χειρονομία αυτή τη λέγανε «πανωτίμι».
Σε μία εβδομάδα περίπου, γινόντουσαν τα επιστρόφια «πιστρόφια», όπου ο γαμπρός με την νύφη και άλλους συγγενείς, επισκέπτονταν το σπίτι των γονιών της νύφης, αλλά ο αριθμός των επισκεπτών έπρεπε να ήτανε μονός (τρεις ή πέντε ή επτά κλπ).
Συνηθιζόταν στα πιστρόφια, η μάνα της νύφης να προσφέρει στο νέο ανδρόγυνο, ένα ζευγάρι κότες.
Ένα από τα τραγούδια που συνήθιζαν να λένε στους γάμους, ήταν κι αυτό.
Νύφη μου ξαστερόγυαλη
και λαμπερό φεγγάρι.
Πού το βρες, που διάλεξες,
αυτό το παλικάρι;
Ούτε τα γρόσια μου έδωσα,
ούτε και τα φλουριά μου.
Παρά μου τον εχάρισε
Η δόλια η πεθερά μου.
Νύφη μου όταν πρωτομπείς,
μες του γαμπρού το σπίτι.
Σαν κυπαρίσσι να σταθείς,
σαν λεμονιά ν΄ανθίσεις
Νύφη μου καλορίζικα
Ήρθα κι εγώ στο γάμο
Αν δεν ζούσε κάποιος από τους γονείς του γαμπρού ή της νύφης, το τραγούδι τελείωνε ως εξής,
Τούτη η μέρα σήμερα,
ανάσταση μου ΄φάνει.
Αν ζούσε κι ο πατέρας (μητέρα) (του, της),
Θα είχε άλλη χάρη.
‘Όταν ο γαμπρός ερχόταν από άλλο χωριό, στο χωριό της νύφης για να γίνει ο γάμος, ήταν καβάλα σε άλογο ή μουλάρι, προτιμότερο όμως ήταν το άλογο, αλλά ανεξάρτητα από το είδος του ζώου, έπρεπε οπωσδήποτε
- 32 -
να ήταν κόκκινο.
Οι συμπέθεροι της νύφης έβγαιναν να προϋπαντήσουν το γαμπρό με την συνοδεία του και όποιος πρόφταινε και έπιανε τα χαλινάρια του αλό- γου του γαμπρού, έπαιρνε ένα ταγάρι που κουβαλούσε ο γαμπρός μαζί του και είχε μέσα ψωμί, κρασί και κρέας.
Όποιος έπιανε το χαλινάρι, πυροβολούσε στον αέρα για να τον ακού- σουν οι άλλοι που είχαν προστρέξει γι αυτό το σκοπό και να σταματή- σουν, γιατί όλοι αυτοί συνήθως δεν πήγαιναν μαζί, αλλά έπιαναν διάφο- ρα σημεία και μονοπάτια, υπολογίζοντας από που πιθανόν θα περνούσε ο γαμπρός.
Αυτός λοιπόν που έπιανε το χαλινάρι, οδηγούσε το γαμπρό στο χωριό της νύφης για να γίνει ο γάμος.
Αυτή η διαδικασία ήταν τα λεγόμενα «μπατίκια». Η λέξη είναι από το «εμβατίκια» το «έμπα», την είσοδο του γαμπρού στο χωριό της νύφης.
Αλλά και μετά το γάμο, όταν η νύφη παντρευόταν κι έπρεπε να φύγει για άλλο χωριό, τα πράγματα ήταν λίγο διαφορετικά.
Μετά το πέταμα και το φόρτωμα των προικιών κι ενώ η νύφη αποχαιρε- τούσε τους γονείς τ’αδέλφια της και τους συγγενείς, κάτω στην αυλή τα μουλάρια φορτωμένα περίμεναν, ο κόσμος πολύς (καλεσμένοι και ακά- λεστοι) είχαν συγκεντρωθεί να κατευοδώσουν τη νύφη για το μεγάλο τα- ξίδι της.
Κι όταν η νύφη κατέβαινε τις σκάλες, ίσως κάποιος από τους οργανο- παίκτες, κλαριντζήδες, αλλά συνήθως κάποιος ηλικιωμένος απ΄αυτούς που βρίσκονταν έξω στην αυλή, σαν αυτόκλητος τροβαδούρος, άρχιζε ένα τραγούδι μακρόσυρτο, πονεμένο, κάτι σαν «γαμήλιο μοιρολόι».
Μάνα μου τα λουλούδια μου,
συχνά να τα ποτίζεις.
Μάνα μου γλυκιά,
φεύγω για την ξενιτιά.
Και το τραγούδι, απ’το στόμα του τροβαδούρου, έφτανε και στα χεί- λη των υπολοίπων, που σιγανά-σιγανά προσπαθούσαν να τραγουδήσουν, αλλά στην πραγματικότητα έβγαινε από μέσα τους, κάτι σαν βόμβος, σαν βογκητό, σαν μούγκρισμα πληγωμένου ζώου.
Και η νύφη, χωρίς να μπορεί να τηρήσει πια τα «προσχήματα», πέφτει με δάκρυα και γοερούς λυγμούς στην αγκαλιά των γονιών της, ενώ ο κό- σμος καταβάλλει υπερπροσπάθεια να συγκρατήσει τα δάκρυα, που πι-
- 33 -
εστικά και ξεδιάντροπα εννοούσαν να φανερώσουν αυτό που έκρυβαν μέσα τους.
Μέσα σ’αυτή τη συναισθηματική πάλη, με τη νύφη πνιγμένη στα δά- κρυα και αφημένη στα αναφιλητά της και με τα πρόσωπα των ανθρώπων παραμορφωμένα σε «εικαστικές φιγούρες», ο αυτόκλητος τροβαδού- ρος, άπονος, σκληρόκαρδος, ανηλεής και αδυσώπητος, δυνάστης των αν- θρώπινων συναισθημάτων, συνεχίζει να μπήγει πιο βαθιά το μαχαίρι στην πληγή που ήδη άνοιξε.
Στη βρύση που ’παιρνα νερό,
ας πα να πάρουν κι άλλες.
Μάνα μου γλυκιά,
φεύγω για την ξενιτιά
Επιτέλους το δράμα τελειώνει. Τα όργανα αναλαμβάνουν να δώσουν την εύθυμη νότα. Τα καταφέρνουν. Τα συναισθήματα μεταλλάσσονται. Η πομπή ξεκινάει, ο κόσμος ακολουθεί και τραγουδάει. Φτάνουν στην άκρη του χωριού, ο κόσμος σταματάει. Συνεχίζουν μόνο οι συμπέθεροι του γα- μπρού και της νύφης, για να συνεχίσουν τη χαρά στο χωριό του γαμπρού. Στο δρόμο λένε τραγούδια για τον γαμπρό-αητό και τη νύφη-περιστέρα, οι συμπέθεροι ανταλλάσσουν πειράγματα. Πιο πολύ πειράζουν οι συμπέ- θεροι του γαμπρού, για τη νύφη που τους την παίρνουν και που για αυ- τούς είναι καμάρι και λάφυρο μαζί.
Και η νύφη, με το κεφάλι ψηλά και τα μάτια ίσια μπροστά, κρατώντας σφιχτά τα γκέμια του αλόγου με το ένα χέρι και με το άλλο ίσως κάποιο φυλαχτό που της έδωσε η μάνα της την τελευταία στιγμή, κοιτάζει τον ορίζοντα, λες και θέλει από τώρα να δει, να αναγνωρίσει το νέο της σπι- τικό, που από δω και μπρος, εκεί θα είναι για όλη της τη ζωή, αρχόντισ- σα και σκλάβα μαζί.
- 34 -
Θάνατος
Με το πρόβλημα του θανάτου ασχολήθηκαν όλες σχεδόν οι θρησκεί- ες του κόσμου, καθώς και η φιλοσοφία. Στα θρησκευτικά συστήματα της Ανατολής (Ινδουισμός, Κομφουκιανισμός, Βουδισμός), η γήινη ζωή είναι μια προάσκηση θανάτου. Ο λυτρωμός από τα δεσμά του σώματος, όσο πιο γρήγορα γίνει, τόσο και το καλύτερο.
Ο Χριστιανισμός δεν παραγνωρίζει τα επίγεια αγαθά, αλλά θεωρεί τη μεταθανάτια ζωή ανώτερη και πνευματική. Στην περίπτωση αυτή η ψυχή είναι αθάνατη. Με τον τρόπο αυτό ο Χριστιανισμός, έδωσε μια διέξοδο στη μεταφυσική αγωνία του ανθρώπου. Η αρχαία Ελληνική φιλοσοφία εξέφρασε τις δικές της σκέψεις. Παρουσιάζει ο Πλάτωνας το σώμα σαν μια φυλακή, από την οποία η ψυχή αποδεσμεύεται με τον ερχομό του θανάτου (Φαίδων). O Αριστοτέλης στο σύγγραμμά του «Περί ζωής και θα- νάτου», ασχολείται με πιο συγκεκριμένες θέσεις. Γράφει: Σ’όλα τα ζώα η γένεση και ο θάνατος είναι κοινά, όμως οι τρόποι διαφέρουν κατά το είδος. Ο θάνατος είναι άλλοτε βίαιος, άλλοτε φυσικός. Βίαιος είναι όταν η αιτία προέρχεται απ’έξω, φυσικός όταν η αιτία υπάρχει μέσα στο ίδιο το άτομο. Οπωσδήποτε στα είδη του βίαιου θανάτου, που αναφέρει ο Αριστοτέλης, εντάσσεται και ο ηρωικός θάνατος, που παίρνει όμως ένα ολότελα διαφορετικό νόημα.
Για τον Ελληνικό λαό, από τα πανάρχαια χρόνια ως σήμερα, ο θάνα- τος θεωρήθηκε ασυμβίβαστος με την κοινή λογική. Τις ιδέες αυτές, εκτός από την Ομηρική ποίηση (Νέκυια), εκφράζει η λαϊκή μούσα στα τραγού- δια του Κάτω Κόσμου. (Του Λεβέντη και του Χάρου, του Νεκρού Αδερφού, οι τρεις Ανδρειωμένοι κ.α.).
Είναι λοιπόν πολύ φυσικό, αυτή η κορυφαία στιγμή για τον άνθρωπο, να συνδέεται με μια σειρά από λατρευτικές εκδηλώσεις και δεισιδαιμο- νίες, που λίγο ως πολύ είναι ίδιες σ’όλη την Ελλάδα, με μικρές διαφορές από τόπο σε τόπο.
Εγώ θα προσπαθήσω να περιγράψω τις εκδηλώσεις και δεισιδαιμονί- ες που υπήρχαν, αλλά και υπάρχουν μερικές απ’αυτές στην περιοχή μας.
Ακόμα και πριν έρθει ο θάνατος, ο απλός άνθρωπος προσπαθεί να τον προμαντέψει, με βάσει ορισμένες συμπτώσεις. Έτσι, αν γαβγίσει παρα-
- 35 -
πονιάρικα σκυλί στο σπίτι (αλυχτήσει), αν πουλιά της νύχτας έρθουν και καθίσουν στο τζάμι ή την καπνοδόχο του σπιτιού και δεν σωπαίνουν το λάλημα, αν κοράκια τσακώνονται πάνω από το σπίτι ή λαλήσει κότα σαν κόκορας, όλ’αυτά - και άλλα- ερμηνεύονται σαν προμήνυμα θανάτου.
Όταν ο ετοιμοθάνατος «ψυχομαχάει», πρέπει να ειδοποιηθεί ο παπάς ώστε να προηγηθεί η Θεία Μετάληψη. Αν ωστόσο δεν προλάβει να έρθει ο παπάς, οι δικοί του θα τον ποτίσουν με Αγιασμό, από το μπουκαλάκι που κρατάνε στο εικονοστάσι του σπιτιού.
Έπειτα, όταν εκπνεύσει, θα του κλείσουν ήρεμα τα μάτια και το στόμα και στη συνέχεια, γυναίκες που ασχολούνται ειδικά με το πλύσιμο και το ντύσιμο του νεκρού, θα τον λούσουν με νερό και κρασί, πάντα όμως με την παρουσία μελών της οικογένειάς του.
Και ενώ μπαινοβγαίνουν στο σπίτι άνδρες και γυναίκες, με κεριά και λουλούδια στα χέρια, στην αυλή ο μαραγκός του χωριού φτιάχνει την κάσα του νεκρού. Αυτό συνέβαινε αρκετές φορές. Αντί να φτιάξει το φέρετρο στο μαραγκούδικο, και να το μεταφέρει στο σπίτι του νεκρού, έφερνε την ξυλεία και το έφτιαχνε επί τόπου και άκουγες τα μοιρολόγια των συγγενών και φίλων, να ανακατεύονται με τα χτυπήματα του σφυριού που κάρφωναν τα καρφιά στην κάσα, κάνοντας την ατμόσφαιρα πιο κατα- θλιπτική από όσο ήδη ήταν. Ο μαραγκός επίσης έφτιαχνε και τον ξύλινο σταυρό, που θα τον έντυναν με λουλούδια και θα συνόδευε το νεκρό μαζί με τα εξαπτέρυγα και θα τον άφηναν στο μνήμα.
Θα του φορέσουν τα καλύτερα ρούχα του, με τ’ασημικά του, ρολόγια, καρφίτσες και ότι άλλο μπορεί να τονίσει τη λεβεντιά του. Αν είναι σε ηλι- κία γάμου θα του βάλουν και στέφανα του γάμου στο κεφάλι.
Εξυπακούεται ότι το ανάλογο συμβαίνει όταν ο νεκρός είναι γυναίκα (γριά, παντρεμένη, ανύπαντρη κ.λ.π.).
Όταν ο νεκρός είναι παντρεμένος (άντρας ή γυναίκα), του βάζουν μέσα στο φέρετρο (στο κεφάλι) τα στέφανα του γάμου (και τα δύο).
Έπειτα θα τον τοποθετήσουν στο κέντρο της μεγάλης σάλας (στην καλή κάμαρη), για να τον μοιρολογήσουν και να τον αποχαιρετήσουν συγγενείς και γνωστοί.
Όταν επέλθει το μοιραίο, ανοίγουν τις πόρτες του σπιτιού και μένουν συνέχεια ανοικτές μέχρι την ταφή, ενώ όλοι οι καθρέφτες του σπιτιού σκεπάζονται και όλη τη νύχτα εκ περιτροπής, διαβάζουν το ψαλτήρι.
Συνηθίζεται να βάζουν νομίσματα στα χέρια του νεκρού (έθιμο, καθα- ρά αρχαίας προέλευσης).
Η ταφή γίνεται σχετικά γρήγορα και πάντοτε πριν από τη δύση του
- 36 -
ήλιου. Θεωρείται κακοσημαδιά για τους οικείους και πίκρα πρόσθετη για τον θανόντα, να τους εύρουν τα «απόσκια», το σούρουπο.
Ενώ οι καμπάνες χτυπούν αδιάκοπα πένθιμα και το μοιρολόγι γίνεται περισσότερο σπαρακτικό, τέσσερις γεροδύναμοι άνδρες, συνήθως φίλοι του νεκρού, σηκώνουν το φέρετρο.
Η πομπή ακολουθεί τον κεντρικό δρόμο προς το νεκροταφείο, μέσω της εκκλησίας, αν η εκκλησία δεν είναι στον ίδιο χώρο με το νεκροτα- φείο. Γίνεται δηλαδή το λεγόμενο «ξόδι». Απ’όπου θα περάσει η πομπή, πρέπει να κλείσουν πόρτες και παράθυρα των σπιτιών και των μαγαζιών, σαν ένδειξη συμμετοχής στο πένθος της οικογένειας, που αποτελεί και πένθος ολόκληρου του χωριού. Ιδιαίτερα μάλιστα αν ο άνθρωπος που πέ- θανε είναι νέος, τότε το πένθος είναι πιο βαρύ και η όλη διαδικασία κα- ταθλιπτική.
Λένε ότι δευτερώνει το κακό, δηλαδή ο νεκρός θα πάρει κάποιον μαζί του, όταν κουνιέται το κεφάλι του κατά την εκφορά ή όταν η όψη του εί- ναι ήρεμη και δείχνει σαν χαμογελαστός. Επίσης, δεν πρέπει κανείς να γυρίσει και να κοιτάξει πίσω κατά την εκφορά από την εκκλησία στο νε- κροταφείο.
Μετά την νεκρώσιμη ακολουθία και τον «τελευταίο ασπασμό», ο νε- κρός μεταφέρεται στον τόπο ταφής. Ο παπάς λιβανίζει με λιβανιστήρι της οικογένειας, το οποίο θα παραμείνει στον τάφο για να λιβανίζουν κάθε μέρα οι δικοί του και να του ανάβουν το κερί τις πρώτες σαράντα μέρες και το φανάρι στη συνέχεια. Το λιβάνισμα παλαιότερα γινόταν με κερα- μίδι, όταν οι οικείοι δεν είχαν λιβανιστήρι, το οποίο παρέμενε στον τάφο και με αυτό λιβάνιζαν σαράντα μέρες.
Μέσα στον τάφο, ο παπάς έριχνε νερό, χώμα και λάδι από την εκκλη- σία, ανακατεμένα.
Από το «Μπόι», ένα μεγάλο κερί περίπου στο ύψος του νεκρού, ο πα- πάς κόβει τρία κομμάτια και φτιάχνει τρεις σταυρούς που τους τοποθετεί στο κεφάλι, στα χέρια και στα πόδια του νεκρού. Το υπόλοιπο «μπόι» με- ταφέρεται στο σπίτι, το ανάβουν και καίει για τρεις μέρες.
Πάνω από τον τάφο, όταν τελειώνει η διαδικασία της ταφής, οι συγγε- νείς πλένουν με κρασί τα χέρια τους και τοποθετείται ένας ξύλινος σταυ- ρός με λουλούδια και ένα κανάτι με νερό, για να δροσίζεται η ψυχή του, δεδομένου ότι η ψυχή για σαράντα μέρες, περιφέρεται σ’αυτόν το χώρο.
Μετά την ταφή μοιράζουν κομμάτια (ψυχούδια-κόλλυβα) και βρασμέ- νο στάρι στον κόσμο.
Στη συνέχεια ο παπάς και όλοι όσοι ήταν στο σπίτι την ώρα που «σήκω-
- 37 -
ναν» τον νεκρό, πρέπει να γυρίσουν στο σπίτι για την ευχή (λέγεται και παρηγοριά).
Μετά την ευχή, σερβίρουν καφέ, κρασί, κομμάτια (ψυχούδια), τυρί, ελιές κ.λ.π.
Στην παρηγοριά, ένα ποτήρι κρασί (γεμάτο) το βάζουν στη μέση του τραπεζιού. Απ’αυτό, κανένας δεν πίνει, είναι του νεκρού. Το κοιτάνε. Κά- ποτε έρχεται μια μύγα παρδαλούλα (φιλέτρας) και φέρνει γύρω-γύρω από το ποτήρι. Αυτή λένε πως είναι η ψυχή του πεθαμένου.
Το «μπόι» καίει τρεις μέρες μέσα στο πιάτο με το νερό που έγινε η ευχή. Το νερό της ευχής, μετά τρεις μέρες, το χύνουν σε μέρος που δεν πατιέ- ται. Στο τζάκι, στο ποτάμι κ.λ.π.
Το πένθος κρατά από ένα έως τρία χρόνια. Οι γυναίκες φορούν μαύρα ρούχα και οι άνδρες περιβραχιόνιο μαύρο και αφήνουν γένια (μένουν για αρκετές μέρες αξύριστοι). Τα μέλη της οικογένειας, δεν βγαίνουν απ’το σπίτι για διασκέδαση ή κοινωνικές επαφές για σαράντα μέρες.
Να θυμίσουμε ότι ο νεκρός είναι και αγγελιοφόρος για να σταλούν χαι- ρετισμοί από συγγενείς προς προσφιλή τους πρόσωπα, που έχουν απο- δημήσει, καθώς επίσης και διάφορα φαγώσιμα, κυρίως φρούτα εποχής ή χειμωνικά. Πορτοκάλια, ρόδια, μήλα, καρύδια και τα οποία εναποθέτουν μέσα στο φέρετρο. Επίσης να θυμίσουμε ότι επειδή πιστεύεται πως φί- λοι, γνωστοί, συγγενείς και κυρίως γείτονες αποδημήσαντες έρχονται να παραλάβουν τον αποβιώσαντα, τα γειτονικά κυρίως σπίτια λιβανίζουν με την ελπίδα ότι κάποιος δικός τους άνθρωπος θα έχει έλθει και πιθανόν να τους επισκεφθεί.
- 38 -
ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΖΩΗ
Εκκλησίες των χρόνων της Τουρκοκρατίας.
Οι πρώτοι κάτοικοι της Στενής μετοίκησαν από την περιοχή Σκουντέρι, που βρίσκεται 7 περίπου χιλιόμετρα από τη Στενή.
Αυτό αποδεικνύεται από την προφορική παράδοση, από τα παλιά εξω- κλήσια που υπάρχουν στην περιοχή και άλλα ερείπια, από την επωνυ- μία «Παλιοχώρι», που έδιναν στην περιοχή οι κάτοικοι, που σημαίνει το Παλιό μας χωριό και από το μυθιστόρημα του Νικόλαου Αντωνόπουλου «Μαρούσα η Στροπωνιάτισσα», που τοποθετεί το χωριό που καταγόταν ο συμπρωταγωνιστής του μυθιστορήματος, Γιάννος «Κείμενον-ως λέγει- ανατολικομεσημβρινώς της Στενής». Συμφωνεί δηλαδή με την τοποθεσία που και η παράδοση μας πληροφορεί ότι βρίσκεται το παλιό χωριό.
Στο «Παλιοχώρι», ήταν ο Ναός του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου (Αγιαννάκης), χτισμένος με πέτρες και χώμα και είχε σχήμα παραλληλο- γράμμου. Το δάπεδό του ήταν μισό περίπου μέτρο κάτω από την επιφά- νεια του εδάφους και η θύρα του χαμηλή. Το όλον του δείχνει Ναΐσκο των χρόνων της Τουρκοκρατίας.
Το 1936 έγινε από το εκκλησιαστικό συμβούλιο, ανακατασκευή της μι- κρής ξύλινης στέγης του. Στο εσωτερικό το Ιερό με τον Κυρίως Ναό χω- ρίζεται με πρόχειρο ξύλινο τέμπλο, πάνω στο οποίο υπάρχουν φορητές εικόνες, αφιερωμένες κατά καιρούς από φιλόθρησκους Χριστιανούς. Μόνο μια μικρή εικόνα σώζεται από τα παλιά χρόνια και ένα μικρό καντή- λι σκόρπιζε το αμυδρό και γλυκό του φως.
Δίπλα από τον παλιό Ναΐσκο, κτίστηκε καινούριος με δαπάνη του Ντούρ- μα Αθανάσιου (Μπέτσα), περί το 1968 που ζει στον Καναδά.
Λίγες πέτρες που βρίσκονται λίγα μέτρα πιο κάτω μαρτυρούν την ύπαρ- ξη του παλιού Ναΐσκου.
-Νοτιοανατολικά του Παλιοχωριού και σε απόσταση 3 περίπου χιλιομέ- τρων, βρίσκεται ο Ναός Του Αγίου Δημητρίου, μικροσκοπικός κι αυτός σε σχήμα παραλληλογράμμου. Του Ναού αυτού έγινε ανακαίνιση το 1958, με φροντίδα και έξοδα του συνδημότη μας από την Αμερική που είχε επα- ναπατρισθεί, Στέφανου Κοντού. Με μέριμνά του τοποθετήθηκαν εικόνες
- 39 -
και καντήλια. Μόνο μια εικόνα ξύλινη, δυσδιάκριτος διασώθηκε από την παλιά εποχή. Και μετά την ανακαίνισή του, ο Ναός διατήρησε την χαμηλή θύρα και το δάπεδο να βρίσκεται ένα περίπου μέτρο κάτω από την επι- φάνεια του εδάφους. Γύρω από το Ναό διακρίνονταν ίχνη θεμελίων οικι- ών. Ίσως να ήταν κελιά μοναχών ή οικήματα στα οποία έμεναν οικογένει- ες που αποτελούσαν τον μικρό οικισμό του Αγίου Δημητρίου.
Ο Ναός ανακαινίστηκε εκ νέου το 1980-81.από προσφορές πιστών. -Ερείπια του Ναού του Αγίου Νικολάου υπήρχαν ανάμεσα στα ποτάμια
«Καμπιώτικο ρέμα» και «Ρέμα Παλιόμυλος», όπου και το χωριό Άγιος Νι- κόλαος, κατά την παράδοση.
Σωροί ερειπίων υπήρχαν εκεί και οι κτηνοτρόφοι της περιοχής είχανε στήσει ένα φανάρι, το οποίο άναβαν κάθε βράδυ.
Αργότερα ανεγέρθη ένα εικονοστάσιο, από τον Νικόλαο Γ. Παλαιολόγο. Ήδη πλησίον των ερειπίων ανεγέρθη Ιερός Ναός, από τον Αθανάσιο
Φορτούνα.
-Ανατολικά του Αγίου Νικολάου και σε μικρή σχετικά απόσταση (στα σόια), βρίσκεται ο Ναΐσκος του Αγίου Γεωργίου. Κτισμένος με πέτρες και χώμα και το δάπεδο ένα μέτρο περίπου κάτω από την επιφάνεια του εδά- φους, με χαμηλή θύρα, που δείχνει Ναό των χρόνων της Τουρκοκρατίας.
Έχει διαπιστωθεί ότι ο Ναΐσκος αυτός ήταν νεκροταφειακός, γιατί πολ- λοί κάτοικοι έχουν ανεύρει τάφους κατά την καλλιέργεια των πέριξ κτη- μάτων τους. Συντηρείτο από τα εκάστοτε εκκλησιαστικά συμβούλια και φιλόθρησκους Χριστιανούς.
Το 1922-23 ανακαινίστηκε από τον Μαστρογιάννη Κωνσταντίνο.
Επιδιορθώθηκαν οι τοίχοι, σοβατίστηκε και μπήκε καινούρια ξύλινη σκεπή. Το εκκλησάκι το λειτουργούσαν στις 24 Αυγούστου.
Η πρωτοβουλία αυτή του Κώστα Μαστρογιάννη ήταν σαν μια παρά- κληση προς τον Άγιο, να επιστρέψει ο γιος του Γεώργιος Μαστρογιάννης (Φούτρας) από την Τουρκία, που είχε αιχμαλωτιστεί.
Μαζί με τον Γιώργο Μαστρογιάννη επέστρεψαν στο χωριό και ο Δημή- τριος Ντουμάνης (του Τσαφίλη) και ο Ευάγγελος Γιαλός (Ταμίας) που κι αυ- τοί ήταν αιχμάλωτοι.
Το 1954-55, με έρανο που ενήργησε η Αικατερίνη Μπαρμπούρη (του Κοϊάρη) και με χρήματα που διέθεσε η ίδια, έγινε μικρή επισκευή της στέ- γης με την προσθήκη κεραμιδιών.
Μετά από πολλά χρόνια και ενώ το εκκλησάκι έμενε ασυντήρητο γιατί είχε πάψει να λειτουργείται, ήταν σχεδόν ερείπιο.
Το 1980 ο Παναγιώτης Ντουμάνης (Κατσαμπέκης) και η σύζυγός του
- 40 -
Φανή, το ανακαίνισαν και το λειτουργούν κάθε χρόνο στις 24 Αυγούστου. -Όταν οι κάτοικοι μετακόμισαν στο νέο χωριό, ο πληθυσμός του οποίου
με το χρόνο πολλαπλασιάστηκε και από κατοίκους άλλων περιοχών κο- ντινών αλλά και μακρινών, διακατεχόμενοι από βαθύ θρησκευτικό συναί- σθημα, το πρώτο μέλημά τους ήταν η ανέγερση Ιερών Ναών.
Ανήγειραν τον Ιερό Ναό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, στο κέντρο σχε- δόν του χωριού και στην είσοδό του, τον Νεκροταφειακό Ναό των Αγίων Θεοδώρων.
Νοτιότερα του χωριού,
όπου σήμερα είναι η Κάτω
Στενή, ανήγειραν τους Ιερούς
Ναούς του Αγίου Αθανασίου
και των Αγίων Ταξιαρχών.
-Ο Άγιος Αθανάσιος τα
πρώτα χρόνια ήταν νεκρο-
ταφειακός. Αργότερα που ο
πληθυσμός του χωριού πολ-
λαπλασιαζόταν, το νεκροτα-
φείο μεταφέρθηκε στο Ναό
των Αγίων Ταξιαρχών.
Το 1987 με τα πολλά χιόνια,
Ο Άγιος Αθανάσιος, όπως ήταν παλιά
η σκεπή του δεν άντεξε και έπεσε. Τότε η εκκλησιαστή επιτροπή, με επι- κεφαλής τον εφημέριο Παπαπαναγιώτη Θάνο και τους επιτρόπους Γιάννη Σπυριδάκη, Χρήστο Κυράνα, Δημήτριο Κουτσάφτη και Θανάση Μακρή, αποφάσισαν να τον κατεδαφίσουν και στη θέση του έκτισαν καινούριο Ναό.
-Ο Ναός των Αγίων Ταξιαρχών ήταν μικρός, πέτρινος και ήταν νεκροτα- φειακός, αφού μεταφέρθηκε εκεί το νεκροταφείο από τον Άγιο Αθανά- σιο.
Το 1978 κατεδαφίστηκε και άρχισε η ανοικοδόμησή του, από τον Παπα- κώστα Παπαγεωργίου, η οποία τελείωσε σε δυο περίπου χρόνια, όταν πια είχε αποχωρήσει ο Παπακώστας Παπαγεωργίου και είχε έρθει ο Παπαπα- ναγιώτης Θάνος ο οποίος και τον τελείωσε.
Τα νεκροταφείο είχε μεταφερθεί στον νεόδμητο Ιερό Ναό της Αγίας Αι- κατερίνης, ο οποίος είχε ξεκινήσει να χτίζεται το 1964 και τελείωσε σε ένα περίπου χρόνο. Εφημέριος τότε ήταν ο Παπαπέτρος Σιμιτζής.
- 41 -
Εκκλησιαστική ζωή,
από την απελευθέρωση, έως το 1912
Κατά τα πρώτα χρόνια της απελευθέρωσης, ως εφημέριοι στη Στενή φέρονται, ο και κατά την διάρκεια του αγώνα, ιερεύς Παπαγεώργης Πα- παγεωργίου, ο ιερομόναχος Χριστόφορος Κοντός και ο Παπαγιάννης Πα- παϊωάννου. Όλοι καταγόμενοι από τη Στενή.
Με τον καιρό δημιουργήθηκαν οι οικισμοί της Κάτω Στενής και του Σκουντέρι.
Στο Σκουντέρι, όπου και ο Πύργος της Φραγκοκρατίας, ανεγέρθη ο Ιε- ρός Ναός της Ζωοδόχου Πηγής και στην Κάτω Στενή, η Αγία Τριάδα και ο Άγιος Στέφανος.
Ως εφημέριοι φέρονται οι: Παπαγιάννης Παπαϊωάννου, Παπαπαναστά- σης Πισινάρας και ο γιος του Παπαγεώργη, Παπαπακηρύκος Παπαγεωρ- γίου
Οι ανωτέρω ιερουργούσαν και σε άλλες εκκλησίες των γύρω χωριών που στερούντο ιερέως.
Οι Στενιώτες, συνεχιστές των θρησκευτικών παραδόσεων, εκτός από τα εξωκλήσια που ανήγειραν σε Κάτω Στενή και Σκουντέρι, μέχρι το 1880 περίπου, είχαν αναγείρει και άλλα εξωκκλήσια: Άγιοι Απόστολοι, Άγιοι Κωνσταντίνος και Ελένη, Προφήτης Ηλίας, Άγιος Γεώργιος και Άγιος Νι- κόλαος.
Περί το έτος 1883, έγινε από το Εκκλησιαστικό συμβούλιο, ανακαίνιση του Ιερού Ναού της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, με την κατασκευή νέου Ιε- ρού Τέμπλου, που διακοσμήθηκε με νέες μεγαλύτερες φορητές εικόνες. Από τις παλιές εικόνες παρέμειναν μόνο δύο. Η της Κοιμήσεως της Θεο- τόκου, η φέρουσα χρονολογία κατασκευής το 1833 και η παραπλεύρως αυτής εικόνα της Αγίας Παρασκευής και προστέθηκαν πάνω από αυτές θρησκευτικές παραστάσεις, για την συμμετρία του νέου Ιερού Τέμπλου.
Μετά από λίγα χρόνια, κατασκευάστηκε επί της Ωραίας Πύλης, μεγά- λη εικόνα του Παντοκράτορος. Κατά τα έτη 1904 ή 1905, κατόπιν εράνου που έκαναν μεταξύ τους οι Στενιώτες εργάτες της Μεταλλευτικής Εται- ρείας Λαυρίου, αγοράστηκαν και αφιερώθηκαν στον Ιερό Ναό της Κοίμη- σης της Θεοτόκου, τα προ των Αγίων εικόνων του Ιερού Τέμπλου, μεγάλα ορειχάλκινα κηροπήγια (μανουάλια).
Ως εφημέριοι, μετά τους Παπαναστάση Πισινάρα και Παπακηρύκο Πα- παγεωργίου, φέρονται κατά χρονολογίες που δεν μπορούμε να προσδιο- ρίσουμε ακριβώς, οι γιοι τους Παπαπέτρος Παπαναστασίου και Παπακώ-
- 42 -
στας Παπακηρύκου. Ο Παπακώστας ήταν
και Πνευματικός και εξο- μολόγος και εφημίζε- το για τα εμπνευσμένα θρησκευτικά του κηρύγ- ματα. Την 15η Ιουνίου 1875 χειροτονήθηκε ως ιερέας στην ίδια ενορία «Η Κοίμηση της Θεοτό- κου Στενής», ο Παπανα- στάσης Σιμιτζής. Οι εφη- μέριοι αυτοί ιερουργού- σαν και σε άλλες εκκλη- σίες των γύρω χωριών, που δεν είχαν ιερείς.
Η Ζωοδόχος Πηγή, όπως ήταν παλιά. Διακρίνεται η είσοδος του περίβολου, η Ζωοδόχος Πηγή και πίσω ο Πύργος.
Από το 1890 περίπου, στο Σκουντέρι, που ήταν το εξωκλήσι της Ζωοδό- χου Πηγής και ο πύργος της Φραγκοκρατίας, εμόναζε ο πατήρ Αγάπιος. Ο Μοναχός αυτός, διακρινόταν για την ευσέβεια, την εργατικότητα και τη δραστηριότητά του. Κατά την παραμονή του εκεί, προέβη στην ανέγερ- ση άλλων δύο εξωκλησιών (Ευαγγελισμό της Θεοτόκου και Άγιο Χαράλα- μπο), στην κατασκευή κελιών, καθώς επίσης και στον εξωραϊσμό του πε- ριβόλου των Ιερών Ναών.
Ο Μοναχός αυτός, τοποθετήθηκε αργότερα στη Μονή Αγίου Νικολάου Βάθειας και στη συνέχεια στην Παναγίτσα Χαλκίδος. Εξακολούθησε δε το θεάρεστο έργο της ανακαίνισης και ανέγερσης Ιερών Ναών. Τον πάτερ Αγάπιο, αφού απεχώρησε απ’τα εξωκλήσια του Σκουντέρι, τον διαδέχτη- κε ο Γεώργιος Σουλτάνης (Γέρο-Γιώργας). Αυτός φρόντισε επίσης για τον εξωραϊσμό του χώρου των εκκλησιών, ανήγειρε τον χαμηλό λιθόκτιστο περίβολο και προέβη στην ανόρυξη φρέατος (πηγαδιού), μέσα στον πε- ρίβολο των Ναών.
Επίσης ο Γέρο-Γιώργας, με λίγα χρήματα που διέθεσε και με προσωπική του εργασία, συγκέντρωσε το νερό της πηγής «Αρματσανή» στη Στενή. Έχτισε μια μικρή δεξαμενή, από την οποία με κρουνούς έρεε το νερό και έτσι η ύδρευση των κατοίκων και των διαβατών, γινόταν ευκολότερα και ταχύτερα.
Το 1904, ανεγέρθη κοντά στο εξωκλήσι Άγιος Γεώργιος και ο μικρός Ναΐσκος της Αγίας Άννης, από τον Μελέτη Αγγελή, από τη Στενή, ύστερα από όνειρο που είδε και επαληθεύτηκε. Είδε στον ύπνο του ο Μελέτης, ότι στο μέρος αυτό υπήρχε Ναός της Αγίας Άννης και ότι έπρεπε να ανοι-
- 43 -
κοδομηθεί εκ νέου. Το όνειρό του ο Μελέτης το εκμυστηρεύτηκε στους πλησιέστερους συγγενείς, καθώς και στους αδελφούς Μεταξά, που κατά- γονταν από τον Πειραιά και παραθέριζαν στη Στενή. Οι αδελφοί Μεταξά, ενίσχυσαν την προσπάθεια του Μελέτη, συνδράμοντας και αυτοί για την ανέγερσή του, αφού προηγουμένως είχαν σκάψει και είχαν βρει την εικό- να της Αγίας Άννης καθώς και υπολείμματα τοιχοποιίας.
Το 1912 ορίστηκαν οι ενοριακοί Ναοί στα χωριά του Δήμου Διφυών με Βασιλικό Διάταγμα.
Στενή Κοίμηση της Θεοτόκου
Κάτω Στενή Αγία Τριάδα
Στρόπωνες Αγία Τριάδα
Λάμαρη Αγίων Ταξιαρχών
Κούτουρλα Άγιος Δημήτριος
Μετόχι Άγιος Ιωάννης
Σέτα Κοίμηση της Θεοτόκου
Καμπιά Άγιος Νικόλαος
Κατά τον καθορισμό των ενοριακών Ναών, εφημέριοι στη Στενή ήταν οι κάτωθι ιερείς: Παπαναστάσης Σιμιτζής (Παπασιμιτζής), χειροτονηθείς στις 15 Ιουνίου 1875, ο οποίος ήταν και εξομολόγος. Ο Παπαγεώργης Θωμάς, χειροτονηθείς την 14η Ιανουαρίου 1886, και ο Παπανικόλας Κου- τσούκος (Παπανίκας), χειροτονηθείς την 10η Μαρτίου 1901.
Αυτοί ιερουργούσαν και στις εκκλησίες των χωριών Βούνων και Μαυρο- πούλου, που δεν είχαν ιερείς. Επίσης ιερουργούσαν και στην ενορία Αγί- ας Τριάδος Κάτω Στενής μέχρι το 1917, διότι το έτος αυτό τοποθετήθηκε δια μεταθέσεως από την ενορία Βλαχιάς, για την οποία είχε χειροτονηθεί την 12η Οκτωβρίου του 1908, ο ιερεύς Παπαγεώργης Σιμιτζής (Παπατσι- ρώνης).
Και άλλοι όμως ιερείς, εκ Στενής καταγόμενοι, ήσαν εφημέριοι σε ενο- ρίες διαφόρων πέριξ χωρίων. Ο Παπαναστάσης Σίδερης (Παπατασούλας) στο Μίστρο, ο Παπαγεώργης Σιμιτζής (Παπαμετάκης) στη Σέτα και άλλες ενορίες. Ο Παπαθανάσης Παλαιολόγος στην ενορία Καμπιών, χειροτονη- θείς την 17η Ιουλίου 1893. Ο Παπαγγελής Παπακηρύκου, στη Λούτσα, κατόπιν μεταθέσεώς του από την ενορία Κούτουρλα, για την οποία είχε χειροτονηθεί την 1η Μάιου 1924 και μετά αρκετά χρόνια μετετέθη στην ενορία Κάτω Μάμουλα. Και ο Παπαδημήτρης Κυράνας στην ενορία Πούρ- νου. Χειροτονηθείς την 4η Φεβρουαρίου 1928
- 44 -
Εκκλησιαστική ζωή,
από το 1912 μέχρι σήμερα.
Με το από 28-9-1912 Βασιλικό Διάταγμα, περί ορισμού των ενοριακών Ναών στα χωριά του Δήμου Διρφύων, όπως γνωρίσαμε, εφημέριοι στον ενοριακό Ναό Άνω Στενής «Η Κοίμηση της Θεοτόκου», ήταν:
Ο Παπαναστάσης Σιμιτζής (ήταν και εξομολόγος), ο Παπαγεώργης Θω- μάς και ο Παπανικόλας Κουτσούκος (Παπανίκας), οι οποίοι ιερουργούσαν εκ περιτροπής και στους Βούνους και Μαυρόπουλο.
Στους Βούνους αυτό συνεχίστηκε μέχρι το 1924, καθόσον από το έτος αυτό οι Βούνοι αποτέλεσαν ιδίαν ενορία, με ενοριακό Ναό τον Άγιο Γεώρ- γιο.
Στην ενορία αυτή χειροτονηθείς ιερέας την 31 Δεκεμβρίου 1924 τοπο- θετήθηκε ο Παπανικόλας Βαής, ο οποίος υπηρετούσε και ως δάσκαλος στο χωριό.
Παπαγιώργης Σιμιτζής
(Παπατσιρώνης)
Ιερούργησε στην Κάτω Στενή από το 1917, έως
το 1946
Παπαπέτρος Σιμιτζής Ιερούργησε στην Κάτω
Στενή από το 1947
εως το 1970
Παπαβαγγέλης Μπαρμπούρης
Ιερούργησε στην Άνω Στενή, από το 1936
έως το 1979
Κατά το έτος 1929, αποφασίστηκε η ανακαίνιση του Καθολικού Ιερού Ναού «Η Κοίμηση της Θεοτόκου» Άνω Στενής, διά ανυψώσεως της στέ- γης του.
Η ενοριακή επιτροπή τότε αποτελείτο από τους: Χαράλαμπο Γ. Παπα-
- 45 -
κηρύκο, Αθανάσιο Αν. Μαστρογιάννη, Σταύρο Αθ. Κουτσούκο και Γεώργιο Λέων (Γουράκη).
Πριν την ανακαίνιση του Ναού, είχε κατεδαφιστεί το υπάρχον τότε κω- δωνοστάσιο, που βρισκόταν αριστερά μπαίνοντας στον περίβολο του Ναού, όπως επίσης είχε κατεδαφιστεί και το υπάρχον τότε υπόστεγο, στη δυτική πλευρά του Ναού.
Κατά τη διάρκεια των εργασιών, που άρχισαν κατά το τέλος Αυγούστου 1929, κατεδαφίστηκε και το υπάρχον στον περίβολο περιτοίχισμα.
Έτσι ο Ναός ανυψώθηκε και αντικαταστάθηκε η στέγη του, που στερε- ώθηκε με οχτώ κίονες (κολώνες), που διαιρούσαν το Ναό σε τρία κλίτη. Οι εργασίες τελείωσαν τον Δεκέμβριο του 1930 και από τα Χριστούγεννα αυτού του έτους, άρχισε να λειτουργεί.
Το έτος 1929 επίσης, μετά την εορτή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, 15 Αυγούστου, διακοσμήθηκε εσωτερικά ο μικρός Ναΐσκος της Αγίας Άννης, με δαπάνες του Ιωάννη Αγγελή, καθηγητού και Αποστόλου Μπεληγιάννη, γιου του πρώτου και γαμπρού του δευτέρου επί θυγατρί, του Μελετίου Αγγελή, ο οποίος όπως έχουμε γνωρίσει, μαζί με τους αδελφούς Μεταξά, είχαν αναγείρει τον Ιερό αυτό Ναΐσκο, το έτος 1904.
Στην ενορία Κάτω Στενής εφημέρευε από του 1917, τοποθετηθείς εκεί δια μεταθέσεως από την ενορία Βλαχιάς, ο ιερεύς Παπαγεώργης Σιμιτζής (Παπατσιρώνης).
Ο υπάρχων τότε Ναός στην Κάτω Στενή της Αγίας Τριάδος, ήταν μικρών διαστάσεων. Έπρεπε να ανεγερθεί νέος, διότι ο πληθυσμός του χωριού αυξανότανε με την πάροδο του χρόνου
Το έτος 1928, αποφασίστηκε η κατεδάφισή του και η ανέγερση νέου. Τέσσερα περίπου χρόνια διήρκεσαν οι εργασίες για την αποπεράτωσή
του.
Ο νέος Καθολικός Ιερός Ναός, ανεγέρθη στο ίδιο οικόπεδο που υπήρχε και ο παλιός, έγινε δε πολύ μεγαλύτερος, αφού στερεώθηκε με οχτώ κίο- νες κατ΄ αντιστοιχία, διαιρώντας το Ναό σε τρία κλίτη.
Από το 1932 άρχισε να λειτουργεί. Μέλη της Ενοριακής Επιτροπής κατά τη διάρκεια της ανέγερσης του Ναού ήταν οι: Δημήτριος Καλαμάρας, Δη- μήτριος Γερακίνης, Ιωάννης Σιμιτζής και Γεώργιος Κρητικός.
Από το έτος 1930 και μετά, εξακολουθούσαν να είναι εφημέριοι στην ενορία της Άνω Στενής, οι ιερείς, Παπαγιώργης Θωμάς και Παπανικόλας Κουτσούκος. Ο Παπαναστάσης Σιμιτζής, είχε αποχωρήσει λόγω γήρατος την 20η Ιουλίου 1931.
Χειροτονήθηκε ιερέας και τοποθετήθηκε στην ενορία «Η Κοίμηση της
- 46 -
Θεοτόκου Γιδών», ο καταγόμενος από τη Στενή, Παπαβαγγέλης Μπαρ- μπούρης. Αυτός μαζί με τον Παπανικόλα Κουτσούκο, εναλλάξ από το ίδιο έτος, ιερουργούν και στις δύο ενορίες, Άνω Στενής και Γιδών.
Το 1935, με τον θάνατο του Παπανικόλα Κουτσούκου και την αποχώρη- ση λόγω γήρατος του Παπαγιώργη Θωμά, διενεργήθει την 22α Δεκεμβρί- ου 1935, εκλογή για πλήρωση της κενής εφημεριακής θέσης της Ενορίας του Ιερού Ναού «Η Κοίμηση της Θεοτόκου Άνω Στενής».
Στην εκλογή αυτή εξελέγη ο Παπαβαγγέλης Μπαρμπούρης, ο οποίος και μετετέθη, με το από 8 Ιανουαρίου 1936 εγγράφου της Ιεράς Μητρο- πόλεως Χαλκίδος, στην ενορία Άνω Στενής.
Παπακώστας
Παπαγεωργίου Ιερούργησε στην Κάτω
Στενή από το 1971 έως το 1979 και στην Άνω Στενή από το 1979 έως σήμερα.
Παπαπαναγιώτης Θάνος Ιερούργησε στην Κάτω Στενή, από το 1979 έως
το 2002.
Παπαγιώργης Τσουνής Ιερούργησε στην Κάτω Στενή από το 2005 έως το 2014. Την 1-1-2015 ενώ έριχνε χιόνι και φυ- σούσε, φτάνοντας και μπαίνοντας στην εκκλη- σία για να ιερουργήσει,
απεβίωσε.
Κατά τα έτη από τού 1930 μέχρι τού 1941, χρημάτισαν ‘Ενοριακοί ‘Επί- τροποι ιερού Ναού στην Άνω Στενή, κατά διάφορα έτη έκαστος, οι κά- τωθι: Κωνσταντίνος Ιωάννου Γιαννούκος, Δημήτριος Β. Λέων, Απόστολος Αθανασίου Σιμιτζής, Αθανάσιος Αντ. Μαστρογιάννης, Δημήτριος Κων. Βα- σιλείου, Γεώργιος Σ. Κυράνας, Σπύρος Κ. Βασιλείου, Ιωάννης Αναστ. Μα- στρογιάννης, Χριστόδουλος Στ. Πισινάρας, Ταξιάρχης Δ. Μπεληγιάννης, Γεώργιος Κ. Μαστρογιάννης, Σπύρος Κων. Ντουμάνης. Μερικοί απ΄αυτούς διετέλεσαν ενοριακοί επίτροποι και μετά το 1941.
Μεταξύ των ετών 1931-1936 έγιναν τα εξής εκκλησιαστικά έργα. Μετά
- 47 -
την ανακαίνιση του Καθολικού Ιερού Ναού «Κοίμηση της Θεοτόκου», ακολούθησε ο εσωτερικός καλλωπισμός. Κατασκευάστηκαν νέες θύρες και παράθυρα, ανακαινίστηκε το Ιερό Τέμπλο, έγινε σοβάτισμα του εσω- τερικού του Ναού και υψώθηκε προς την Δυτική πλευρά το νέο κωδωνο- στάσιο.
Ύστερα από έρανο που έγινε μεταξύ των Στενιωτών εργατών της Με- ταλλευτικής εταιρείας Λάρυμνας, έγινε η εικονογράφηση του Παντοκρά- τορα, εντός κύκλου επί του κεντρικού θόλου του Ναού και κύκλωθεν ει- κονογραφήθηκαν οι τέσσερις Ευαγγελιστές.
Το 1936 κατασκευάστηκε με δαπάνη του Απόστολου Μπεληγιάννη, το περιτοίχισμα του Ναού.
Το ίδιο έτος αντικαταστάθηκε η μικρή στέγη του Ναΐσκου Ιωάννου του Προδρόμου (Αγιαννάκης), που βρίσκεται στην περιοχή του Παλιοχωρίου.
Μεταξύ των ετών 1937 και 1938 έγινε ανακατασκευή του εξωκκλησιού «Άγιος Νικόλαος».
Το 1939 κατασκευάστηκε το ερειπωμένο εξωκλήσι των Αγίων Κωνστα- ντίνου και Ελένης, με δαπάνη του εκ Στενής καταγόμενου και διαμένο- ντος στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής, Αγγελή Σουλτάνη.
Το 1940 έγινε ανακαίνιση του εξωκλησιού «Άγιοι Απόστολοι», από το Εκκλησιαστικό Συμβούλιο.
Στην Ενορία Αγίας Τριάδος Κάτω Στενής, εφημέριος ήταν ο από το1917 τοποθετηθείς δια μεταθέσεως εκ της Ενορίας Αγίας Τριάδος Βλαχιάς, ο ιερέας Παπαγεώργης Σιμιτζής. Την 19η Μαρτίου 1939, χειροτονήθηκε ιε- ρέας για την Ενορία Αγίας Τριάδος Μαυροπούλου ο γιος του Παπαγεώρ- γη, Παπαπέτρος Σιμιτζής. Αυτός πολλές φορές ιερουργούσε και στην Ενο- ρία Κάτω Στενής, βοηθώντας τον γέροντα πατέρα του ο οποίος απεβίω- σε το 1946
Στην κενωθείσα εφημεριακή θέση, μετετέθη από το Μαυρόπουλο, ο Παπαπέτρος Σιμιτζής δια του από 4 Ιανουαρίου 1947 εγγράφου της Ιεράς Μητροπόλεως Χαλκίδος και ασκούσε έκτοτε το λειτούργημα του ιερέως στην ενορία Κάτω Στενής.
Μετά το έτος 1932 που άρχισε να λειτουργεί ο νέος Ιερός Ναός της Αγίας Τριάδος Κάτω Στενής, οι εργασίες συνεχίστηκαν για τον εσωτερικό καλλωπισμό της. Ανακαινίσθη το Ιερό Τέμπλο, έγινε το πλακόστρωμα του δαπέδου, το σοβάτισμα και άλλες εργασίες.
Η Παναγία (Παναγιά), που γιορτάζει στις 23 Αυγούστου (τα εννιάμερα της Παναγίας), είναι βυζαντινός Ναός με σπάνιες τοιχογραφίες.
Το 1952 ή 1953 λόγω καθίζησης του εδάφους, υπέστη μικρό ρήγμα,
- 48 -
το οποίο με τον καιρό γινόταν μεγαλύτερο. Αμέσως κινητοποιήθηκαν οι κάτοικοι και η εκκλησιαστική επιτροπή και με εράνους και τις συμβουλές μηχανικών, προέβησαν σε στήριξη του Ναού, με κατασκευή τρούλου από μπετόν αρμέ, χωρίς να θιγούν οι τοιχογραφίες στο εσωτερικό του Ναού και εξωτερικά με σενάζ οπλισμένο ως το ύψος των πρεκιών και με υπο- στυλώματα αντιστήριξης στις δύο γωνίες, στις συνδεδεμένες με το σενάζ.
Δύο εκκλησίες που δεν ανήκουν στις ενορίες Άνω και Κάτω Στενής, ο Άγιος Δημήτριος (Λούτσα) και Αγία Κυριακή (Καμπιά), είναι άρρηκτα συν- δεδεμένες με την θρησκευτική συνείδηση των Στενιωτών που τις επισκέ- πτονται συχνά.
Παρατηρούμε ότι στον εκκλησιαστικό τομέα επιτελέστηκαν σημαντικά έργα.
Αυτό πρέπει να αποδοθεί στους κατά καιρούς ιερείς, στους ενορια- κούς επίτροπους και στους κατοίκους Άνω και Κάτω Στενής, οι οποίοι με τις προσφορές τους και την προσωπική τους εργασία, συνέβαλαν για την εκτέλεση αυτών των έργων, αλλά και στους κατοίκους άλλων χωριών, που πρόσφεραν διάφορα ποσά, ανάλογα με τις δυνατότητές τους, στις καταρ- τιζόμενες ερανικές επιτροπές.
Να μην παραλείψουμε να αναφέρουμε ότι στους διάφορους Ναούς, υπάρχουν αφιερώσεις Αγίων εικόνων και άλλων Ιερών εκκλησιαστικών σκευών, από φιλόθρησκους Χριστιανούς.
- Μεταπολεμικά ανεγέρθησαν στη Στενή τα παρακάτω εξωκλήσια.
Αγίων Κηρύκου και Ιουλίτης, από τον Γιατρό Κηρύκο Παπακωνσταντίνου και με την αρωγή του αδελφού του, επίσης Γιατρού Δημητρίου Παπακων- σταντίνου στη θέση «Στατόρι». Αγίων Αναργύρων, από τον Γιατρό Νικόλαο Παπαγεωργίου (Ξινιάρη), στη θέση «Στατόρι».
Άγίου Νεκταρίου, από το Γιατρό Κηρύκο Παπακωνσταντίνου, στη θέση «Ντάμη». Αγίας Παρασκευής, από τον Κωνσταντίνο Γάτο και του Αγίου Πα- ντελεήμονος, από τον Ζήση Σπυριδάκη. Και οι δύο αυτοί Ναοί βρίσκονται στην περιοχή «Καλουρκό» (Καλογερικό).
Το 1964 άρχισε να χτίζεται ο Νεκροταφειακός Ναός της Αγίας Αικατερί- νης, ο οποίος τελείωσε το 1965. Εφημέριος ήταν ο Παπαπέτρος Σιμιτζής. Όταν έφτιαξαν τον περίβολο, για να αρχίσει να λειτουργεί σαν Νεκροτα- φείο, το οποίο θα μεταφερόταν από τους Αγίους Ταξιάρχες, αποφάσισαν ο ιερέας και τα μέλη της επιτροπής, ότι στο ναό θα δοθεί το όνομα αυτού ή αυτής, που θα αποβιώσει και θα ταφεί εκεί.
Σε λίγο διάστημα (περίπου ένα μήνα πριν αρχίσουν οι εργασίες ανέγερ- σης του Ναού), απεβίωσε η Αικατερίνη Παπαϊωάννου και ετάφη εκεί. Έτσι
- 49 -
ο Ναός αφιερώθηκε στην Αγία Αικατερίνη.
-Στην Άνω Στενή, τον Παπαβαγγέλη Μπαρμπούρη, αντικατέστησε ο Πα- πακώστας Παπαγεωργίου, προερχόμενος από την Ενορία Κάτω Στενής, από το Νοέμβριο του 1979 όπου και ιερουργεί μέχρι σήμερα.
Στην Κάτω Στενή, μετά τον Παπαπέτρο Σιμιτζή, που απεβίωσε στις 20 Απριλίου του 1970, ακολούθησαν, ο Παπακώστας Παπαγεωργίου, που χειροτονήθηκε στις 20 Ιουλίου 1970, όπου ιεράτευσε μέχρι το Νοέμβριο του 1979 και από τη χρονολογία αυτή έως σήμερα, ιερουργεί στην Άνω Στενή.
Στις 25 Νοεμβρίου 1979, χειροτονήθηκε ιερεύς ο Παπαπαναγιώτης Θά- νος και ιερούργησε στην Κάτω Στενή μέχρι το 2002.
Από το Μάρτιο του 2003 ανέλαβε καθήκοντα εφημέριου ο Αρχιμανδρί- της Γαβριήλ Α. Σέρβος.
Στις 16 Απριλίου του 2005 χειροτονήθηκε Πρεσβύτερος στην Ενορία Κάτω Στενής ο Παπαγιώργης Τσουνής.
Από το 2015 ιερουργούσε ο Αρχιμανδρίτης Χρυσόστομος, κατά κόσμον Δημήτριος Καλλής, ο οποίος παραιτήθηκε το Σεπτέμβριο του 2017.
- 50 -
Το «Θαύμα» της Αγίας Τριάδας
Το έτος 1928, αποφασίστηκε η κατεδάφιση και η ανέγερση νέου Ιερού Ναού στην Κάτω Στενή, γιατί ο πληθυσμός αυξανόταν με την πάροδο του χρόνου. Τέσσερα περίπου χρόνια διήρκεσαν οι εργασίες για την αποπε- ράτωσή του και ανεγέρθη στο ίδιο οικόπεδο που υπήρχε ο προηγούμενος Ναός και ήταν μικρών διαστάσεων. Άρχισε δε να λειτουργεί από το 1932.
Εφημέριος ήταν τότε ο Παπα-
γεώργης Σιμιτζής (Παπατσιρώ-
νης) και η ενοριακή επιτροπή
αποτελείτο από τους: Δημήτριο
Καλαμάρα, Δημήτριο Γερακίνη
(Κέφαλο), Ιωάννη Σιμιτζή (Γιαν-
νιό) και Γεώργιο Κρητικό.
Τα μέλη τη ενοριακής επιτρο-
πής, όλοι μαζί ή εκ περιτροπής,
εκτός από τη Στενή γυρνούσαν
σε όλη της Εύβοια, όπου διε-
νεργούσαν έρανο για να εξοικο-
νομήσουν χρήματα για το σκοπό αυτό.
«Αγία Τριάδα» Κάτω Στενής
Η μεταφορά γινόταν με τα μουλάρια και εκτός από χρήματα συγκέ- ντρωναν και διάφορα γεννήματα (καρπούς), αλλά και άλλα αντικείμενα που μπορούσαν να εκποιηθούν, ώστε να συγκεντρωθούν τα απαραίτητα χρήματα.
Το 1929, όταν είχαν γίνει στη Στενή οι μεγάλες καταστροφές από τις πολλές βροχές, μέλη της επιτροπής γυρνούσαν από κάποια εξόρμηση που είχαν κάνει για τον έρανο, σε διάφορα χωριά. Δεν ξέρουμε αν ήταν όλοι, είμαστε σίγουροι όμως ότι ήταν ο Ιωάννης Σιμιτζής (Γιαννιός) και ο Δημήτριος Γερακίνης (Κέφαλος).
Με τα μουλάρια φορτωμένα, κατάκοποι και καταμουσκεμένοι από τη βροχή, πέρασαν τη γέφυρα της Αγίας Τριάδος η οποία ήταν ξύλινη.
Δεν είχαν περάσει δυο λεπτά από τη στιγμή που πέρασαν και η γέφυρα από την πίεση των ορμητικών νερών έπεσε.
Αυτό θεωρήθηκε σαν θαύμα. Ότι δηλαδή η Αγία Τριάδα κράτησε τη γέ-
- 51 -
φυρα μέχρι να περάσουν οι διακονούντες την ανέγερσή της και έδωσε επί πλέον ηθικές δυνάμεις στους κατοίκους να αγωνιστούν για την απο- περάτωση της εκκλησίας.
Το περιστατικό αυτό, μας δείχνει τη θέληση, την πίστη, την αφοσίωση και την αγάπη για το χωριό τους, το χωριό μας. Η αλληλεγγύη και η κοι- νή προσπάθεια σε όλο της το μεγαλείο. Μόνοι τους έφτιαχναν εκκλησί- ες, μόνοι τους δρόμους με τα τσαπιά, μόνοι τους φτιάχνανε γεφύρια και ότι άλλο ήταν απαραίτητο για την κοινή ωφέλεια και την διευκόλυνση της ζωής τους.
Μόνοι τους φτιάξανε γέφυρα στον «κατακλυδάρη», το σημείο του πο- ταμιού που είναι ανάμεσα σε Βούνους και Γίδες για να συνδεθεί η Στενή με τη Χαλκίδα.
Γνωστή είναι και η ρήση του Δάσκαλου Χαράλαμπου Παπακηρύκου: «Θα σε νικήσουμε Κατακλυδάρη».
Και πράγματι νίκησαν, νίκησαν τον πόλεμο για τη ζωή τους, με δικά τους χρήματα με εράνους και δική τους προσωπική εργασία.
Μπορεί να μην είχαν ψωμί να φάνε, άλλα ήταν περήφανοι αν το χωριό τους προόδευε.
Αυτοί ήταν οι γονείς, παππούδες και προσπαππούδες μας.
Άραγε εμείς τους μοιάζουμε;
- 52 -
Ο Καλόγερος Σαμουήλ του Σουλίου,
καταγόταν από τη Στενή Ευβοίας
Αυτός ο ηρωικός καλόγερος, που δεν έσκυψε το κεφάλι μπροστά στον πανίσχυρο Αλή Πασά των Ιωαννίνων, ακόμη και όταν οι σκληροτράχηλοι Σουλιώτες αποφάσισαν να συνθηκολογήσουν και με το ολοκαύτωμα στο Κούγκι έμεινε άφωνη από θαυμασμό όλη η Ευρώπη, καταγόταν από τη Στε- νή της Εύβοιας.
Πάρα πολλοί παλαιοί και νέοι ιστορικοί, συμφωνούν για την ανεκτίμητη προσφορά του Σαμουήλ στον αγώνα για την ελευθερία και πολλοί επίσης έχουν ασχοληθεί με τον τόπο καταγωγής του, εκφράζοντας ο καθένας τη δική του γνώμη και εκδοχή, χωρίς ιστορική τεκμηρίωση.
Η ιστορία όμως δεν επιδέχεται ατεκμηρίωτες φημολογίες και εικασίες, αλά μόνο γεγονότα που απορρέουν από απτές ιστορικές πηγές.
Ο Σαμουήλ γεννήθηκε στη Στενή και ήταν γιος του Χριστόδουλου Δημά- κου. Χειροτονήθηκε Ιερομόναχος και στη συνέχεια μετέβη στην Ήπειρο και συγκεκριμένα στο Σούλι. Τον πήρε μαζί του ένας Δεσπότης λέει η προ- φορική παράδοση.
Αργότερα πήρε μαζί του και την αδελφή του Αγγελού, που παντρεύτηκε με τον Ηπειρώτη Θωμά Τζιμάκα.
Μετά το ολοκαύτωμα στο Κούγκι και τον ηρωικό θάνατο του Σαμουήλ, η Αγγελού με το σύζυγό της ήρθαν στη Στενή.
Το επώνυμο «Θωμάς», που έχουν σήμερα οι απόγονοι της αδελφής του, υιοθετήθηκε από το μικρό όνομα του Τζιμάκα, ο οποίος στη διαθήκη του 1853 αναφέρεται σαν Θωμάς Αναστασίου, που ήταν το όνομα του πατέρα του, πράγμα που συνηθιζόταν, μιας και τα επώνυμα δεν είχαν ακόμη κατο- χυρωθεί, διότι ο Θωμάς Τζιμάκας απεβίωσε νωρίς, ίσως και πριν την απε- λευθέρωση, μιας και τον γιο του Τασιό Θωμά, που χρημάτισε και Δήμαρχος Ληλαντίων, τον αποκαλούσαν ο Τασιός της Αγγελούς.
Απ΄ ότι μας είπε ο Δημήτρης Θωμάς (φαρμακοποιός), ο παππούς του, του έλεγε πως ο δικός του πατέρας και παππούς του έλεγαν: «Εμείς οι Θω- μάδες, είχαμε στο σόι μας έναν καλόγερο και κει στο μοναστήρι που ήταν έβαλε φωτιά στα μπαρούτια και κάηκε, αλλά μην το λέτε πουθενά». Αυτή η μυστικότητα οφείλετο στο ότι από την άλωση του Σουλίου μέχρι την απε- λευθέρωση της Εύβοιας, πέρασαν περίπου 30 χρόνια και δεν έπρεπε να μάθουν οι Τούρκοι τη συγγένεια της συγκεκριμένης οικογένειας με τον ήρωα του Σουλίου.
Αυτά και άλλα πολλά, που θα χρειαστεί χώρος να περιγράψω, αναφέ-
- 53 -
ρει η προφορική παράδοση για την καταγωγή του ηρωικού καλόγερου Σα- μουήλ.
Μένει σε μας να ανιχνεύσουμε τη διαδρομή του, με στοιχεία που απο- δεικνύουν αυτή την αλληλουχία της προφορικής μαρτυρίας με γραπτές αποδείξεις και ιστορικές συμπτώσεις, οι οποίες ταιριάζουν με τα λεγόμενα της οικογένειας και άλλων κατοίκων κυρίως ηλικιωμένων, που από στόμα σε στόμα, συντηρούν την άποψη ότι ο καλόγερος Σαμουήλ ήταν Στενιώτης.
Η ύπαρξη του ονόματος «Δημάκης», αποδεικνύεται από το βιβλίο του Δημητρίου Γιαννούκου «Το χρονικό της Στενής», όπου στη σελίδα 27 στο κεφάλαιο «Τα καλύβια», αναφέρει ότι στη θέση «Καρά Λάκα», μεταξύ των άλλων είχε το καλύβι της και η οικογένεια Δημάκη. Επίσης σε διαθήκη του 1853, η φερόμενη ως αδελφή του Σαμουήλ, αναφέρεται ως κόρη του Χρι- στόδουλου Δημάκου ο οποίος όπως θα δούμε παρακάτω ήταν και πατέρας του Σαμουήλ.
Ο Γουναρόπουλος στην ιστορία του της νήσου Ευβοίας σελ. 334 αναφέ- ρει για τον Σαμουήλ τα κάτωθι.
Σαμουήλ: Ούτος εγεννήθη περί το 1768 παρά Χριστοδούλου Δημάκου εν Στενή του Δήμου Διρφύων, εσπούδασεν εν ταις μοναίς του Αγίου Δημητρί- ου και Αγίας Παρασκευής και ύστερον εχειροτονήθη εν τη πράξη Ιερομό- ναχος παρά του Επισκόπου Χαλκίδος Ιεροθέου.
Τα ίδια αναφέρει και ο Δημήτριος Γιαννούκος στο βιβλίο του «Το Χρονικό της Στενής του Νομού Ευβοίας» σελ 188.
Η Ιερά μονή του Αγίου Δημητρίου, ήταν ανάμεσα στα χωριά Στενή και Λούτσα και η Ιερά μονή της Αγίας Παρασκευής, ήταν σε απόσταση μισής περίπου ώρας οδοιπορικώς από την μονή Αγίου Δημητρίου, δυτικώς και λίγο έξω από το χωριό Λούτσα.
Σήμερα οι Ιερές αυτές μονές δεν υπάρχουν και οι Ναοί των μονών αυτών λειτουργούνται ανήμερα των εορτών τους.
Βλέπουμε λοιπόν πως χειροτονήθηκε από τον Επίσκοπο Χαλκίδος Ιερό- θεο, ο οποίος, χρημάτισε Επίσκοπος Χαλκίδος από το 1782 μέχρι το 1799 και εν συνεχεία Μητροπολίτης Ιωαννίνων από το 1799 μέχρι το 1810 που απεβίωσε.
Στη Νέα Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια Χάρη Πάτση, διαβάζουμε στον τόμο 14 σελ. 46. «Μητροπολίτης Ιωαννίνων (1799-1810). Καταγόταν από τη Νάξο και ήταν ανιψιός του Οσίου Νικοδήμου του Αγιορείτου. Η εκκλησια- στική και Εθνική δράση του στην Ήπειρο υπήρξε παραδειγματική».
Στην εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος Larousse –Britannica τόμος 24 σελ 472 διαβάζουμε. «Μητροπολίτης Ιωαννίνων (1799-1810) και προηγουμένως Επίσκοπος Ευβοίας (1782-1799). Γεννήθηκε στη Νάξο και ήταν ανιψιός του Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου. Λόγιος και Ιεροπρεπής Ιεράρχης, ανέ- πτυξε στην Ήπειρο μεγάλη εκκλησιαστική και Εθνική δράση. Πέθανε το
- 54 -
1810».
Είναι λοιπόν φανερό ότι οι σχέσεις του Σαμουήλ και του Ιερόθεου ήταν πολύ στενές και δεδομένου πως και τους δύο τους διακατείχε ο πόθος για την ελευθερία, έφυγαν μαζί για τα Γιάννενα. Αυτός ήταν ο Δεσπότης με τον οποίο έφυγε μαζί για την Ήπειρο ο Σαμουήλ που αναφέρει η προφορι- κή παράδοση το 1799, όπου ο Ιερόθεος τον τοποθέτησε στο Σούλι για να εμψυχώσει αλλά και να συνειδητοποιήσει τους Σουλιώτες στο πνεύμα του αγώνα, στην ιδέα της οικουμενικότητας της συμμετοχής και στην προσμο- νή μιας ελεύθερης πατρίδας.
Τότε που ο Ιερόθεος με τον Σαμουήλ αναχώρησαν για την ήπειρο, ο κα- λόγερος ήταν 31 ετών (1768-1799).
Ο Αναστάσιος Γούδας, αναφέρει πως ο Σαμουήλ εμφανίστηκε στο Σού- λι όταν ήταν 30 χρονών περίπου (Αναστ. Γούδα. Παράλληλοι βίοι. Αθήνα 1876 τόμος Β σελ. 215) μια ηλικία που ταιριάζει με την ηλικία του «δικού μας» Σαμουήλ και ο χρόνος εμφάνισής του ποικίλει, με μικρές χρονικές δι- αφορές, που όλες συγκλίνουν στο λίγο πριν το 1800. Γιατί λοιπόν να μην είναι το 1799;
Ο εγγονός της Αγγελούς Δημάκου, αδελφής του Καλόγερου Σαμουήλ, ο Γεώργιος Θωμάς, Λοχαγός του Πεζικού Α τάξεως και Βουλευτής της επαρ- χίας Χαλκίδος για τέσσερις εκλογικές περιόδους, απεβίωσε σε μικρή ηλι- κία 49 ετών και είχε γεννηθεί το 1830.
Η εφημερίδα Εύριπος, στο φύλλο της 27-1-1879, δημοσίευσε νεκρολο- γία στην οποία μεταξύ άλλων αναφέρεται.
«Δεν υπάρχει πλέον εν τη ζωή ο βουλευτής Χαλκίδος και Λοχαγός του Πεζικού Γεώργιος Θωμάς. Ανεπαύθη εν Κυρίω και εκηδεύθη προσηκόντως την παρελθούσαν Τετάρτην. Έλκων το γένος εξ επισήμου οικογενείας ο μακαρίτης Γεώργιος, συγγενευούσης μετά του αοιδήμου Σαμουήλ του Σου- λίου και υιός του Τασιού Θωμά, Δημάρχου επί πολλά έτη……»
Πόσο λάθος να κάνει μια εφημερίδα που δημοσιεύει ένα άρθρο 76 χρό- νια μετά την καταστροφή του Σουλίου;
Όταν ο Γεώργιος Θωμάς έχει γεννηθεί το 1830, μόλις δηλαδή 27 χρόνια από το γεγονός εκείνο και όταν η φερόμενη ως αδελφή του Σαμουήλ Αγ- γελού Δημάκου, η οποία φέρεται ότι συνόδευσε τον αδελφό της Σαμουήλ, παντρεύτηκε με τον Θωμά Τζιμάκα και επέστρεψε μετά την καταστροφή του Σουλίου ζούσε και πέραν του 1853, δεδομένου ότι υπάρχει διαθήκη του 1853 που συντάχτηκε από τον συμβολαιογράφο Χαλκίδος Ρήγα Ορφα- νίδη στις 26-8-1853, με την οποία διανέμει την περιουσία της στα εγγόνια της, μιας και ο γιος της Τασιός είχε αποβιώσει.
Κατά την επίσκεψη του Βασιλέως Όθωνος στη Στενή (10-11 Οκτωβρί- ου 1844) και αφού φιλοξενήθηκε στην οικία του δημάρχου τότε Τασιού Θωμά, όταν αναχώρησε πήρε μαζί του τον γιο του Τασιού και εγγονό της
- 55 -
Αγγελούς Γεώργιο Θωμά σε ηλικία τότε 14 ετών, που γνώριζε λίγα γράμ- ματα, τον έστειλε στο σχολείο και το 1849 εισήχθη στη σχολή Ευελπίδων, (Δημητρίου Γιαννούκου. Το Χρονικό της Στενής του Νομού Ευβοίας). Η κίνη- ση αυτή του Βασιλέως ήταν ένας φόρος τιμής προς τον προγονό του Σαμου- ήλ (αδελφός της γιαγιάς του Αγγελούς). Αυτός είναι ο Λοχαγός Πεζικού και βουλευτής που αναφέραμε πιο πάνω και στην νεκρολογία που δημοσίευ- σε η εφημερίδα Εύριπος το 1879, τον αναφέρει σαν απόγονο του Σαμουήλ.
Στη διαθήκη που προαναφέραμε, ο σύζυγος της Αγγελούς Θωμάς Τζιμά- κας αναφέρεται ως Θωμάς Αναστασίου (όνομα του πατέρα του), που ση- μαίνει πως είχε πεθάνει πολύ νωρίτερα και δεν πρόφτασε να κατοχυρώ- σει το επώνυμό του μετά την απελευθέρωση, ενώ τα εγγόνια της Αγγελούς δεν αναφέρονται σαν Δημήτριος Τασιού Θωμάς ή Γεώργιος Τασιού Θωμάς, αλλά σαν Δημήτριος Τασιού Θωμά και Γεώργιος Τασιού Θωμά. Που σημαί- νει πως ήταν παιδιά του Τασιού, ο οποίος ήταν γιος του Θωμά. Από κει και πέρα όμως κατοχυρώνεται το επώνυμο Θωμάς. Το όνομα Τζιμάκας παρα- μένει σαν προσωνύμιο «παρατσούκλι».
Η νεκρολογία που καταδεικνύει την καταγωγή του Σαμουήλ.
- 56 -
Εκκλησίες
Από την εποχή της Τουρκοκρατίας μέχρι και σήμερα, οι Στενιώτες δεν έπαψαν να έχουν ένα βαθύ σεβασμό στα εκκλησιαστικά πράγματα και να το αποδεικνύουν έμπρακτα με τη συμμετοχή τους σε Θρησκευτικές εκδηλώσεις, με την ανιδιοτελή χορηγία τους στην ομαλή και εύρυθμη λει- τουργία των εκκλησιών και με την ανέγερση Ιερών Ναών.
Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι στην περιοχή της Στενής υπάρχουν είκοσι έξη εκκλησίες και εξωκλήσια.
Παρακάτω σας παρουσιάζουμε όλες τις εκκλησίες.
Ιερός Ναός «Η Κοίμηση της Θεοτόκου» Άνω Στενής.
- 57 -
Ιερός Ναός της «Αγίας Τριάδος» Κάτω Στενής.
«Άγιοι Θεόδωροι». Νεκροταφειακός Ναός Άνω Στενής.
- 58 -
«Αγία Αικατερίνη». Νεκροταφειακός Ναός Κάτω Στενής.
Ιερός Ναός «Αγίων Ταξιαρχών», στην Κάτω Στενή.
- 59 -
Ιερός Ναός «Αγίου Αθανασίου», στην Κάτω Στενή.
Εξωκλήσι «Άγιος Στέφανος», στην Κάτω Στενή.
- 60 -
Εξωκλήσι «Αγίων Κηρύκου και Ιουλίτης», στη θέση Στατόρι.
Εξωκλήσι «Αγίων Αναργύρων», στη θέση Στατόρι.
- 61 -
Εξωκλήσι «Άγιος Νεκτάριος», στη θέση Ντάμη.
Εξωκλήσι «Αγίας Παρασκευής», στη θέση Καλουρκό (Καλογερικό).
- 62 -
Εξωκλήσι «Αγίου Παντελεήμονος», στη θέση Καλουρκό (Καλογερικό).
Εξωκλήσι «Απόδοσις της εορτής της κοιμήσεως της Θεοτόκου» ή τα εννιάμερα της Παναγίας όπως λέμε εμείς.Το εκκλησάκι το αποκαλούμε «Παναγιά» αλλά και
«Παλαιοπαναγιά», λόγω παλαιότητας (είναι Βυζαντινός Ναός),
στη θέση Καλουρκό (Καλογερικό).
- 63 -
Εξωκλήσι «Άγιος Γεώργιος», στη θέση μεταξύ Δακρυές, Λιβάδι και Φλιρή.
Εξωκλήσι «Αγία Άννα», στη θέση Δακρυές
- 64 -
Εξωκλήσι «Άγος Νικόλαος», στη θέση Τουρλάκι
Εξωκλήσι «Άγιοι Απόστολοι», στη θέση Μουρές
- 65 -
Εξωκλήσι «Προφήτης Ηλίας», στη θέση Μουρές
Εξωκλήσι «Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης», στη θέση Καστέλι
- 66 -
Εξωκλήσι «Άγιος Νικόλαος», στη θέση Μεταξύ Παλιοχώρι και Κληματαριές
Εξωκλήσι «Άγιος Γεώργιος», στη θέση Σόια
- 67 -
Εξωκλήσι «Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος» (Αγιαννάκης), στη θέση Παλιοχώρι
Εξωκλήσι «Άγιος Δημήτριος», στη θέση Μποτσίκια
- 68 -
Εξωκλήσι «Ζωοδόχου Πηγής», στη θέση Σκουντέρι,
μέσα στον περίβολο του Πύργου
Εξωκλήσι «Ευαγγελισμός της Θεοτόκου», στη θέση Σκουντέρι,
μέσα στον περίβολο του Πύργου
- 69 -
Εξωκλήσι «Άγιος Χαράλαμπος», στη θέση Σκουντέρι,
μέσα στον περίβολο του Πύργου
- 70 -
ΓΕΩΡΓΙΑ-ΚΤΗΝΟΤΡΟΦΙΑ
Τα σύνεργα του γεωργού
Ο γεωργός είχε αρκετά σύνεργα, που τα έφτιαχνε μόνος του από ξύλα της περιοχής, εκτός από τα σιδερένια, που κατέφευγε στο σιδερά του χω- ριού. Τα ξύλα που χρησιμοποιούσαν ήταν συνήθως από πλατάνα.
Θα αναφέρουμε μερικά, τα πιο απαραίτητα ανάλογα με τη χρήση τους. Σύνεργα της σποράς είναι τα παρακάτω:
Το αλέτρι. Το πατροπαράδο-
το ξύλινο, που μας περιγράφει
ο Ησίοδος. Τα κάμποσα κομμά-
τια του παίρνουν διάφορα ονό-
ματα. Το κάτω χοντρό ξύλο συ-
νήθως λέγεται “κουντούρι”.
Μπροστά του στηρίζεται το
“υνί”. Πίσω από το “υνί”είναι
το “παράβολο” για να στρώ-
νει το χώμα και στη μέση είναι
η “σπάθα”. Πιο πίσω, προς το τέλος είναι το “σταβάρι”. Μακρύ ξύλο κα- μπυλωτό που περνάει απ’τη “σπάθα”, όπου μπορεί να ανεβοκατεβαίνει, στηριζόμενο στο “κουντούρι”με “σφήνα”. Το πίσω μέρος είναι η “κοντο- νουρά”(η χειρολαβή). Το αλέτρι όλο στηρίζεται στο ζυγό, που στα βόδια ήταν μπροστά στο λαιμό στηριγμένος με τις «ζεύλες», ενώ στα μουλάρια, κάτω απ’το στήθος. Στο αλέτρι για μουλάρια υπάρχουν και οι παλάντζες, απ’όπου σέρνεται το αλέτρι. Στηρίζονται αυτές στη μέση στο αλέτρι και τραβιούνται με τις λαιμαριές απ’το λαιμό των ζώων, ενώ στα βόδια δεν υπάρχουν παλάντζες και λαιμαργιές και το αλέτρι σέρνει ο ζυγός.
Απαραίτητα “αξεσουάρ”για το αλέτρι ήταν η βίτσα για τα βόδια, το κα- μουτσίκι για τα μουλάρια και η ξύστρα (το ξάλι), για το ξύσιμο της λάσπης απ’το υνί και διάφορα άλλα μέρη του αλετριού.
Οι κασμάδες: Είναι αξίνες με το ένα μέρος στενό και το άλλο φαρδύτε- ρο για να σκάβουν. Οι ελαφρότεροι και μικρότεροι, ανάλογα με το σχήμα τους είχαν διάφορα ονόματα, π.χ. τσαπιά, τσάπες, τσάπες δίκοπες, σκα-
- 71 -
λιστήρια κλπ.
Η ζβάρνα: Φτιαγμένη από ξύλα, σε σχήμα τετραγώνου ή ορθογωνίου, που προσδεμένη πίσω από το μουλάρι, που οδηγείτο από το γεωργό ο οποίος ήταν πάνω στη σβάρνα, έστρωνε το χώμα μετά από το όργωμα.
Για το θερισμό είχαν τα δρεπάνια.
Στον αλωνισμό χρησιμοποιούσαν το καρπόφτυαρο, το καρπολόι και το δικούλι, όλα ξύλινα. Επίσης το κόσκινο και το ριμόνι (δριμόνι), (δερμόνι).
Τέλος το «κοιλό» που είναι δοχείο κυλινδρικό για το μέτρημα της σο- δειάς, που χωρούσε 24 οκάδες, δηλαδή δύο ξάια σιτάρι, μια και το ένα ξάι χωρούσε 12 οκάδες.
Για τ’αμπέλια είχαν το κλαδευτήρι, την ψαλίδα, το πριόνι, τα τσαπιά, το σκαλιστήρι, τη μηχανή για το ράντισμα, το φυσερό για το θειάφισμα και τους κόφτες για τον τρύγο.
Τέλος για άλλες μικροδουλειές, είχαν το τσεκούρι, την τανάλια, το φτυάρι, το σφυρί και το σκεπάρνι.
Το σπορόσακο, είναι χοντρό σακούλι από γιδότριχα. Οι λινάτσες, μεγά- λα σακιά για μεταφορές. Ο ντουρβάς για να μπαίνει στη μουτσούνα των ζώων το καλοκαίρι και να τα προστατεύει από τα νταβάνια, που ήταν με- γάλες μύγες που βασανίζουν τα ζώα και κυλιούνται κάτω για να τις διώ- ξουν. Επίσης το ψωμοσάκουλο, που μετέφεραν το ψωμί στο χωράφι, το παγκράκι, που έβαζαν το φαγητό, ο ματαράς και η βτσέλα που μετέφε- ραν το νερό κ.α. Οι περισσότεροι είχαν διπλά και τριπλά απ’αυτά τα ερ- γαλεία, και αρκετά εξαρτήματα αλετριού, για τις περιπτώσεις που κάποιο χαλάσει.
- 72 -
Η Σπαρμουδιά
Η σπαρμουδιά είναι ένας από τους τέσσερις κύριους σταθμούς της γε- ωργικής ζωής (σπορά, θέρος, αλωνισμός και τρύγος). Διαρκεί περισσότε- ρο και δεν έχει σχεδόν χαρές όπως οι άλλοι. Η μόνη χαρά είναι η μυρωδιά του σκαμμένου χώματος και η όψη της οργωμένης γης, που καμαρώνει ο γεωργός κάθε βράδυ μετά τη δουλειά του, νιώθοντας την πραγματική χαρά που φέρνει αυτή η Θεία εργασία.
Προετοιμασία των χωραφιών για τη σπορά δε γινόταν, παρά μόνο σε λίγα χωράφια που θέλουν ένα ή δύο οργώματα, αν ήταν «μπαΐρια» (χωρά- φια ακαλλιέργητα την προηγούμενη ή τις προηγούμενες χρονιές, σκλη- ρά, βαριά απ΄την υγρασία και γεμάτα αγριάδα). Τότε, μετά το πρώτο όρ- γωμα, σπάζουν τις «μπλάνες» (σκληρά κομμάτια από χώμα).
Οι γεωργοί προετοιμάζονταν για τη σπορά μερικές μέρες πριν από τα πρωτοβρόχια. Ετοίμαζαν τα σύνεργα και το σπόρο.
Στη σπορά παίρνει μέ-
ρος όλη σχεδόν η οικογέ-
νεια, μικροί και μεγάλοι.
Ζευγολάτης και σποριάς,
είναι συνήθως ο άνδρας.
Οι υπόλοιποι είναι σκαλι-
στάδες. Ακολουθούν δη-
λαδή το ζευγολάτη και
σπάζουν τα «ζβόλια», κα-
θώς επίσης αποψιλώνουν
το οργωμένο χωράφι από
διάφορα χόρτα κ.λπ.
Αφού φτάσουν στο χω-
ράφι πρωί-πρωί και ζέ-
ψουν το ζευγάρι, ο άντρας παίρνει το σακούλι με το σπόρο στη μασχάλη και αρχίζει να σπέρνει τη σποριά. Σποριά λέμε μια λουρίδα του χωρα- φιού, που τη διασχίζει ο γεωργός από την μία άκρη μέχρι την άλλη και επιστρέφει πετώντας το σπόρο δεξιά-αριστερά, με προσοχή για να πέ- φτει κανονικά.
- 73 -
Αφού τελειώσει όλες τις σποριές, πιάνει την κοντονουρά (χειρολαβή) του αλετριού και «σαλαγάει» (προτρέπει) τα ζώα του να αρχίσουν να περ- πατάνε, για να οργώσει και να σκεπαστούν οι σπόροι. Πίσω όπως προεί- παμε, τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας καθαρίζουν το οργωμένο από χόρτα, πέτρες, σπάζουν τα σβόλια κλπ.
Ο γεωργός πριν ξεκινήσει αυτές τις εργασίες κάνει το σταυρό του, για να τον βοηθήσει ο Θεός να έχει πολύ και καλή σοδειά.
Σε επίπεδα χωράφια πολλοί χρησιμοποιούν τη «ζβάρνα» για να σκεπα- στεί ο σπόρος.
Τη σπορά στις άκρες που δεν τις πιάνει το αλέτρι, δεν τις εγκαταλεί- πουν. Κάνουν το σκάψιμο με τον κασμά. Την εργασία αυτή τη λένε «ξά- κρισμα».
Ενδιάμεσα της εργασίας σταματούν για λίγο να κάνουν το κολατσιό τους, που το συνηθέστερο ήταν ψωμί κι ελιές, ενώ τα ζώα τρώγανε κρι- θάρι ή άλλες ζωοτροφές από τον «ντορβά», που ήταν κρεμασμένος στο λαιμό τους.
Τα σύνορα των χωραφιών τα προσδιόριζαν με πέτρες ή με μεγάλα αυ- λάκια που χάραζαν με το αλέτρι.
- 74 -
Οι καλλιέργειες
Τρεις ήταν οι καλλιέργειες των γεωρ-
γών.
Η πρώιμη (Φθινοπωρινή).
Η όψιμη (ανοιξιάτικη).
Και η αμπελουργία.
Συμπληρωματική είναι η κηπευτική και
η δενδροκαλλιέργεια.
Και καλλιεργούνται δημητριακά, όσπρια καθώς και φυτά για ζωοτροφές.
Από τις ποικιλίες του σταριού, πολύ στην
Κασμάς
Σκαλιστήρι
περιοχή μας καλλιεργείται το «σκυλόπετρο» και σε μικρές ποσότητες το «μαυραγάνικο» ή «σανατόρι», που ήταν και το ποιοτικά πιο καλό σιτάρι. Επίσης καλλιεργείται και η ποικιλία «σούτο», που ήταν ποιοτικώς κατώτε- ρο απ΄όλα τα άλλα.
Και όλα αυτά βεβαίως ανάλογα με τις δυνατότητες του χωραφιού (καμπίσιο, πλάι κ.λ.π.).
Μία άλλη ποικιλία ήταν η «ζλίτσα», που την καλλι- εργούσαν σε μεγάλο υψόμετρο. Ήταν σκληρό σιτάρι και δεν φούσκωνε στο ψήσιμο και κατά συνέπεια το ψωμί που έδινε ήταν λιγότερο σε όγκο.
Το καλαμπόκι είχε ψιλό σπόρο, γιατί πολλά χωρά- φια ήταν «ξηριακά».
Δικέλι
Τσάπα
Η σίκαλη (βρίζα) καλλιεργείτο σε ποσότητες ανά- λογα με τις ανάγκες που είχαν οι γεωργοί για τα «δε- ματικά» τους, γιατί με το μακρύ βλαστό τους έδεναν τα δεμάτια στο θέρο. Από τα όσπρια, κυρίως καλλιερ- γούσαν τη φάβα και τα ρεβίθια και απ΄τα κτηνοτροφι- κά τη ρόβη, το βίκο και τη βρώμη.
Από τα λιπάσματα ελάχιστα χρησιμοποιούσαν. Κυ- ρίως είχαν την κοπριά από τα ζώα.
Για αμειψισπορά και αγρανάπαυση ούτε λόγος να γίνεται, γιατί ήταν τόσο λίγη η γη και τόσο μικρά τα
- 75 -
χωράφια, που δεν επέτρεπε σε κανέναν να την αφήσει ανεκμετάλλευτη. Κίνδυνοι που απειλούσαν τις καλλιέργειες, εκτός από τις καιρικές συν-
θήκες, ήταν και οι συνηθισμένες αρρώστιες των δημητριακών και των αμπελιών. Αναφέρουμε ενδεικτικά τον περονόσπορο για τα αμπέλια και τον σταρόλυκο για τα σιτάρια. Ο σταρόλυκος ήταν ένα χόρτο (ζιζάνιο) που φύτρωνε ανάμεσα στα στάρια όταν έβρεχε την άνοιξη και δεν άφηνε το σιτάρι να αναπτυχθεί, γιατί έπαιρνε όλες τις θρεπτικές ουσίες απ΄τη γη.
Μεγάλη καταστροφή στη σοδειά προκαλούσαν και οι διάφοροι άνεμοι, οι οποίοι ξέραιναν τα σπαρτά και έριχναν κάτω τους σπόρους. Οι πιο συ- νηθισμένοι ήταν ο βοριάς και ο δυτικός (Θρασκιάς).
- 76 -
Δημητριακά, όσπρια και ζωοτροφές. Οι εργασίες ξεκινούσαν
από τον Οκτώβριο, που γινό-
ταν το όργωμα και η σπορά
για τη φάβα, τις φακές, το
βίκο και τη ρόβη, καθώς και
της σίκαλης (βρίζας), που
χρησιμοποιούσαν τις ίνες της για να τυλίγουν τα δεμά- τια στο θέρο.
Καλαμποκιές
Παράλληλα ξεκινούσε και το μάζεμα της ελιάς, είτε στις μέρες που δεν είχε όργωμα ή χωριζόταν η οικογένεια σε δύο ομάδες. Το μάζεμα των ελιών κρατούσε μέχρι και Δεκέμβριο-Γενάρη.
Το δίμηνο Νοεμβρίου-Δεκεμβρίου γινόταν το όργωμα και η σπορά του σιταριού, του κριθαριού και της βρώμης (βρωμάρι) και στη συνέχεια γινό- ταν το όργωμα, μόνο για να είναι έτοιμο για τη σπορά του καλαμποκιού και των ρεβιθιών.
Το Γενάρη-Φλεβάρη είχαμε τα «ψιμοκρίθια», δηλαδή τη σπορά κριθα- ριού και βρώμης αποκλειστικά για την τροφή των ζώων.
Το Μάη σπέρνανε τα ρεβίθια, αφού το χώμα ξαναοργωνόταν και τον Απρίλη σπέρνανε τα καλαμπόκια.
Συγκομιδή: Το Μάη μάζευαν τις φακές, τη φάβα, το βίκο και τη ρόβη. Τον Ιούνιο το σιτάρι, το κριθάρι και τη βρώμη. Το ξεκίνημα γινόταν πά-
ντα με το κριθάρι.
Τον Ιούλιο είχαμε το αλώνισμα, με τα ζώα, το ντουέν κ.λ.π. Τον Ιούλιο επίσης βγάζανε τα ρεβίθια και τα καλαμπόκια. Τα καλαμπό- κια τα άπλωναν για να λιαστούν στα αλώνι και να είναι έτοιμα της Παναγίας (15αύγου- στο).
Πολύ πιο ξεκούραστα για το γεωργό ήταν, όταν η γη ήταν νοτισμένη, είχε δηλαδή «βρε-
Ρεβιθιά
χτούρα» ή «γλάρα» όπως την έλεγαν για τη - 77 -
συγκομιδή των οσπρίων.
Το καλαμπόκι το σκάλιζαν το Μάη. Το Μάη επίσης βοτάνιζαν και τα ρε- βίθια, αποξήλωναν δηλαδή τα άλλα αγριόχορτα που τύλιγαν τα ρεβίθια.
Οι τοποθεσίες που έσπερναν ήταν καθορισμένες. Το καλαμπόκι το σι- τάρι κ.λ.π. ήθελαν ισώματα. Τα ρεβίθια οι φακές κ.λ.π, ήθελαν πλαγιές.
Βέβαια για να γίνουν όλα αυτά, έπρεπε ένας καλός νοικοκύρης να δια- θέτει δύο βόδια και το αλέτρι. Ήταν το γνωστό ζευγάρι. Γι αυτό και το όρ- γωμα το αποκαλούσαν ζευγάρι.
Όλοι θυμόμαστε πως τους αγρότες τους αποκαλούσαν και ζευγολάτες, επειδή ακολουθούσαν-καθοδηγούσαν το ζευγάρι κατά το όργωμα.
Όσοι διέθεταν από ένα ζώο, βόδι ή μουλάρι, συνεταιρίζονταν με άλλον, έκαναν δηλαδή «κολιγιά» και αυτοί λεγόντουσαν «μπαραμπάτες».
Το λίγο χρονικό διάστημα που μεσολαβούσε από το καλοκαίρι μέχρι τον Οκτώβριο, που οι γεωργοί ήταν απαλλαγμένοι από αυτέ τις εργασίες, έδιναν τα βόδια στα «βουκολιά» και τους τα επέστρεφαν στις 14 Σεπτεμ- βρίου, «του Σταυρού».
Ως μονάδα μέτρησης των καρπών υπολόγιζαν την «τάλια». Αυτή ισοδυ- ναμεί με δέκα ξάγια (ξάια). Κάθε ξάι ισοδυναμούσε με 6-12 οκάδες, ανά- λογα τον καρπό που περιείχε.
Ένα ξάι αναλόγως τον καρπό ισοδυναμούσε:
Το σιτάρι με 12 οκάδες.
Το κριθάρι με 9 οκάδες.
Τα ρεβίθια με 11 οκάδες.
Η φάβα με 12 οκάδες.
Τα κουκιά με 9 οκάδες.
Το καλαμπόκι με 6 οκάδες.
Το βρομάρι με 6 οκάδες.
Και ο βίκος με 12 οκάδες.
Επίσης υπήρχε και το κοιλό, που ισοδυναμούσε με δύο ξάια.
Από το 1860 έως το 1900 και αργότερα ακόμη, οι καλύτερο γεωργοί υπό ευνοϊκές καιρικές συνθήκες, έφταναν περίπου τα κατώτερα εισοδή- ματα, 50 τάλιες σιτάρι, 20 τάλιες κριθάρι, 20 τάλιες καλαμπόκι, 25 τάλιες ρεβίθια και 20 τάλιες φάβα
- 78 -
Θερισμός
Ο θερισμός ξεκίναγε περί τα μέσα με τέλη Ιουνίου.
Η δουλειά αρχίζει τα χαράματα κάθε μέρα και τελειώνει αργά το βράδυ. Το θερισμό τον έχουν αναλάβει οι γυναίκες, ενώ οι άντρες θα δέσουν και θα μεταφέρουν τα δεμάτια, θα φτιάξουν τις θημωνιές κλπ. Στο πρώτο ξε- κίνημα του θερισμού, κάνουν το σταυρό τους και ανταλλάσσουν ευχές. Καλοφάγωτα. Με χαρές. Καλά μπερκέτια κ.α. Οι εργαζόμενοι,
Δρεπάνι
εκτός από θεριστές και θερίστριες, αποκαλούνται αργάτες και αργάτισ- σες, επειδή θεριζόταν τμηματικά και κάθε τμήμα του χωραφιού το απο- καλούσαν «έργος».
Ξεκινώντας, φτιάχνουν το πρώτο χερόβολο, που είναι στάχια όσο χω- ράει η χούφτα. Έξι χεριές κάνουν ένα λημμάρι (η λέξη ίσως γίνεται από το λαμβάνω, λήμμα - λήμματος). Τρία λημμάρια κάνουν ένα δεμάτι, το οποίο το τυλίγουν με βρίζα (σίκαλη). Τέσσερα δεμάτια μας κάνουν ένα φόρτω- μα και πεντακόσια δεμάτια, μία θημωνιά.
Θημωνιά
- 79 -
Πολλά μηχανεύονται οι θερίστριες για να αντιμετωπίσουν τις δυσκολί- ες του θερισμού. Έτσι, για τον ήλιο φορούν τα μαντήλια, ενώ για τις πα- λαμονίδες (αγριόχορτα με φαρμακερά αγκάθια) και τα τριβόλια (αγκαθω- τοί σπόροι αγριόχορτου), φορούν κάλτσες στα πόδια και στα χέρια. Άλλα ενοχλητικά αγριόχορτα, είναι οι μητρούσες, οι γκουρλομάτες, οι γαλα- νές, οι παπαδίτσες, η κολλιτσίδα, η μτρούνα και άλλα αγκαθωτά.
Το κανάτι με το νερό, τοποθετημένο σε σκιερό μέρος (κάτω από κά- ποια αγκορτζά), σκεπασμένο με μπούρτσι από καλαμπόκι ή κουκουνάρι από πεύκο.
Πολλές φορές, βλέπαμε τις κούνιες των μωρών να κρέμονται κάτω από κάποια αγκορτζά ή κάποιο πουρνάρι
Που να τ΄άφηνε η μάνα του; Και το έπαιρνε μαζί της στο χωράφι.
Το μεσημεριανό κολατσιό, περιελάμβανε συνήθως τυρί, ελιές (οπωσ- δήποτε), ψωμί και ίσως λίγο γάλα από την κατσίκα που την έπαιρναν μαζί τους για να βοσκήσει. Τέντζερης, δεν έμπαινε πάνω στη φωτιά, γιατί η πε- ρίπτωση πυρκαγιάς ήταν πολύ μεγάλη.
Τα δεμάτια μεταφέρονται στα αλώνια, και τοποθετούνται σε θημωνιές. Τη νύχτα μένουν εκεί και κοιμούνται, αφού φτιάξουν «απάγκιο» με δεμά- τια. Το Σάββατο θα τελειώσουν νωρίς. Γυρίζουν όλοι στο χωριό για να πλυ- θούν και να κάνουν την Κυριακή αργία, πηγαίνοντας στην εκκλησία. Τη Δευτέρα η νοικοκυρά θα ξυπνήσει τα μεσάνυχτα για να ζυμώσει το βδο- μαδιάτικο ψωμί και να ακολουθήσει τους άλλους όσο μπορεί πιο γρήγο- ρα, γιατί «Θέρος, Τρύγος, Πόλεμος».
- 80 -
Αλωνισμός
Μόλις τέλειωνε ο θέρος, άρχιζε το
αλώνισμα. Τοποθετούσαν τα δεμά-
τια σε στρογγυλό σχήμα, με ένα αφα-
λό (κενό) στη μέση, για να ανοίξουν
τους κύκλους που έκαναν τα ζώα και
να μην ζαλίζονται. Κάποιοι λίγοι νοι-
κοκυραίοι, που είχαν πάρα πάνω δε-
μάτια, έκαναν κι άλλες θημωνιές.
Υπήρχαν και δυο τρεις Στενιώτες νοι-
κοκυραίοι, που είχαν και τρεις θημωνιές. Στη Στενή υπήρχαν δύο αλώ- νια, τα πέρα και τα δώθε και ο καθένας πήγαινε, ανάλογα, σε ποιο ήταν το χωράφι του κοντά Τα παλαιότερα αλώνια της Στενής ήταν τα Παλιάλω- να, λίγο πιο κάτω από τα σημερινά, στο δρόμο για τα θυμάρια. Στο αλώνι- σμα ήταν η σειρά των βαλμάδων. Βαλμάς είναι ο τεχνίτης του αλωνίσμα- τος, το ζώο και το ντουέν. Στο αλώνισμα έμπαινε και το πνεύμα της αλλη- λοβοήθειας «τα δανεικά». Ο ένας βοήθαγε τον άλλον. Για 300 δεμάτια
χρειάζονταν πέντε βαλμάδες. Εξήντα δεμάτια ο βαλμάς. Κά- ποιοι έφτιαχναν και θημωνιές με 500 δεμάτια και τα ανέβα- ζαν όσο πιο ψηλά μπορούσαν, ίσως και για φιγούρα. Τότε οι βαλμάδες εργάζονταν σε δύο βάρδιες. Φοράδα, γαϊδούρι, μουλάρι και λίγο παλαιότερα
Λίχνισμα
και βόδια, ήταν τα ζώα που τραβούσαν το ντουέν για το
αλώνισμα. Μόλις έμπαιναν τα δεμάτια στη σειρά ξεκίναγαν οι βαλμάδες. Γύρω-γύρω συνέχεια χωρίς σταματημό, ενώ κάποιος έσπρωχνε τα δεμά- τια να είναι μέσα στη στρογγυλή περίμετρο των βαλμάδων. Όσοι προ- σλαμβάνανε βαλμάδες επί πληρωμή και όχι «δανεικά», τους πλήρωναν με ένα ή δυο ξάγια σιτάρι την ημέρα. Αφού γύριζαν τα δεμάτια με το δι-
- 81 -
κούλι και έφερναν τα πάνω κάτω, ξεκίναγαν και πάλι για να τελειώσουν κι αυτά που δεν είχαν γίνει. Σταδιακά ξεχώριζε το σιτάρι από το άχυρο.
Αφού τέλειωνε το αλώνισμα, σειρά είχε το ξανέμισμα (λίχνισμα). Στα περισσότερα χωριά περίμεναν τον αέρα για να ξανεμίσουν. Στη Στενή ήξεραν ότι στα αλώνια, συνήθως κάθε βράδυ είχε «πόηο». Αφού ξανέμι-
ζαν το «λιώμα», που το είχαν μαζέψει σε σωρό, μάζευαν τον καρπό του σιταριού με κόσκινο και καθάριζαν τα σκύβαλα με τα οποία τάιζαν τα ζώα. Για το ξανέμισμα χρη- σιμοποιούσαν το καρπολόι και το δικούλι. Το άχυρο, που είχε μαζευτεί σε σωρό, το σάκιαζαν στα αχυρόσακα και το πήγαιναν
Ντουέν
στα κατώγια «στου μπλέχτ», για να έχουν τα ζώα φαΐ για το χειμώνα. Τον καρπό, τον πέρναγαν από το δρινόνι ή δερμόνι (χο-
ντρή σίτα), για να καθαριστεί από τα σκύβα- λα, τον έβαζαν στα καρπόσακα και τον πή- γαιναν στα αμπάρια.
Τα καρπόσακα και τα αχυρόσακα τα έφτιαχναν από το φυτό σπάρτο και να πως.
Μάζευαν τα βλαστάρια από τα σπάρτα και τα κάνανε δέματα. Τα μεταφέρανε στο χωριό και τα πηγαίνανε στο ποτάμι. Τα βυ- θίζανε μέσα στο νερό και για να μην τα πα- ρασύρει η ορμή του ποταμιού, βάζανε από
Δερμόνι
πάνω πέτρες. Τα αφήνανε εκεί τρεις-τέσσερις μέρες για να φουσκώσουν. Ύστερα τα βράζανε στο καζάνι (κακάβι). Όταν βράσουν, τα βγάζουν και
τα αφήνουν να κρυώσουν. Μετά τους βγάζανε τη φλούδα και τα χτυπά- γανε πάνω σε μια πέτρα με έναν ξύλινο κόπανο και από το πολύ χτύπημα γίνονταν σα μαλλί.
Από εκεί και ύστερα ακολουθούσαν τη διαδικασία της ύφανσης
Από το ύφασμα λοιπόν αυτό, έφτιαχναν τα καρπόσακα και τα αχυρόσα- κα και επειδή το ύφασμα αυτό ήταν πολύ γερό, τα σακιά κρατούσαν πολ- λά χρόνια.
Πολλές γυναίκες έφτιαχναν και φουστάνια απ΄ αυτό.
- 82 -
Τα αμπέλια και ο τρύγος
Οι Στενιώτες τα αμπέλια τους τα φύτευαν σε περιοχές που τα χώματα ήταν «τραγανά», που
δεν κρατούσαν δηλαδή νερό, δεν ήτανε «βαρ-
κά» κατά τη συνηθισμένη έκφραση.
Τέτοιες περιοχές που ανταποκρίνονταν κά-
πως σ’αυτές τις προδιαγραφές, ήταν οι περιο-
χές, όπου βρίσκονται οι τοποθεσίες Αι-Γιώργης,
Λιβάδι, Μουρές, Καλουρκό (Καλογερικό), στου
Μπακαρώζου, στις ρίζες κ.α.
Το φύτεμα του αμπελιού γίνεται από τα μέσα
του Μάρτη, μέχρι τα μέσα του Απρίλη.
Απ’το Φλεβάρη, που γίνεται το κλάδεμα, μα-
ζεύουν κληματόβεργες από καινούρια αμπέ- λια και από καλές ποικιλίες σταφυλιών, τις
Κλαδευτήρι αμπελιού.
οποίες «παραχώνουν» στη γη όλες μαζί, για να διατηρηθούν και να είναι έτοιμες για το φύτεμα.
Στο μεταξύ ετοιμάζουν τον αμπελότοπο με πολλά οργώματα και καθά- ρισμα απ’την αγριάδα, τις πέτρες κ.α.
Το μέρος που θα επιλέξουν να φυτέψουν το αμπέλι δεν πρέπει να κρα- τά υγρασία ή αν τελικά δεν μπορούν να βρουν τέτοιο μέρος, προχωρούν σε διάφορες προετοιμασίες με αυλάκια και άλλους τρόπους, ώστε να φεύγει το νερό της βροχής και να μη «στερνιάζει».
Το φύτεμα γίνεται με την «τριβέλα», που είναι ένα σιδερένιο λοστά- ρι με ξύλινη λαβή, με το οποίο ανοίγουν βαθιές τρύπες και φυτεύουν τις κληματόβεργες.
Το νέο αμπέλι λέγεται φτειά (φυτεία) και κρατάει τούτο το όνομα για τέσσερα-πέντε χρόνια, μέχρι δηλαδή να δώσει την πρώτη του καλή πα- ραγωγή.
Το κλάδεμα γίνεται άλλοτε πρώιμο, στο τέλος του φθινοπώρου και άλ- λοτε όψιμο, στο τέλος του χειμώνα. Αφήνουν σε κάθε κλήμα δύο και τρία «κεφαλάρια» (καλές βέργες).
Το κλάδεμα είναι τέχνη. Πρέπει να είναι γλυκό το κόψιμο και να μην αφήνει υπολείμματα, γιατί ξεραίνεται το κλήμα. Στα παλιά αμπέλια, αφή- νουν μεγάλες και γερές κληματόβεργες, τις καταβολάδες, για να μπολιά-
- 83 -
σουν το αμπέλι, όπου τα κλήματα έχουν γεράσει. Έτσι το αμπέλι «ξανα- νεώνεται» σιγά - σιγά.
Το σκάψιμο του αμπελιού γίνεται με τσαπιά και ποτέ με αλέτρι. Όσοι προσπαθούσαν να χρησιμοποιήσουν αλέτρι δημιουργούσαν καταστρο- φές στα κλήματα.
Όταν η εργατιά μπαίνει στον «έργο», αρχίζει για πρώτος ο καλύτερος σκαφτιάς, ο πιο πεπειραμένος, παίρνοντας μια σειρά κλήματα για να τα σκάψει ως την άκρη. Η σειρά αυτή είναι ο «έργος». Προχωρώντας και σκάβοντας κοντά στη ρίζα του κλήματος, δημιουργεί ανάμεσα στα κλή- ματα ένα σωρό από χώμα, την «αράδα». Όταν ο πρώτος σκαφτιάς προχω- ρήσει τρία ή τέσσερα κλήματα, μπαίνει ο δεύτερος σκαφτιάς στον επόμε- νο έργο, φτιάχνοντας «αράδα» και ούτω καθεξής.
Όταν ο πρώτος φτάσει στην άκρη, ξεκουράζεται, ώσπου να φτάσει ο δεύτερος, οπότε μπαίνει στον επόμενο «έργο», για να φτιάξει νέα αρά- δα.
Το σκάψιμο είναι πολύ κουραστικό και προπαντός όταν δεν «αποδίνει» (αποδίδει), είτε γιατί είναι ξερό και σκληρό το χώμα, είτε γιατί είναι πολύ υγρό και βαρύ. Μερικοί που δεν τα έχουν σε εκτίμηση τα αμπέλια τους, επειδή δεν αποδίδουν, αντί για σκάψιμο, κάνουν το σκαλοσκάψιμο (σκά- ψιμο χωρίς αράδα), το οποίο βεβαίως γίνεται μετά τα τέσσερα-πέντε χρό- νια.
Μια απ’την κούραση μιας τέτοιας εργασίας και μια απ’τη μεγάλη Μαρ- τιάτικη μέρα, οι γεωργοί δεν αγαπούν αυτή την εργασία, τους φαίνεται πικρό ποτήρι, γι’αυτό φροντίζουν να....το γλυκαίνουν, με αρκετό κρασί.
Σκάψιμο αμπελιού χωρίς κρασί είναι ντροπή.
Το Μάη, μετά το άνοιγμα των αμπελιών, γίνεται το σκάλισμα (δισκά- φισμα). Τούτο είναι εύκολο και γρήγορο. Δεν κάνουν παρά να χτυπούν δυο-τρεις τσαπιές απ’το σωρό του χώματος που είχε δημιουργηθεί ανά- μεσα στα κλήματα από το σκάψιμο, που σκορπάει εύκολα, για να στρώ- σει το χώμα και να σκεπαστούν οι ρίζες που είχαν ξεχωθεί με το σκάψι- μο. Με το σκάλισμα (δισκάφισμα) εξαφανίζονται και τα χόρτα που είχαν φυτρώσει μετά το σκάψιμο.
Ακολουθεί το πρώτο θειάφισμα, όταν σκάνε τα μπουμπούκια, αργότε- ρα το ξεφύλλισμα, που γίνεται συνήθως από γυναίκες, έπειτα το κορφο- λόγημα, συνήθως από νέες κοπέλες, ξανά θειάφισμα, όταν γινόντουσαν οι πρώτες ρώγες, προς το τέλος Ιουνίου, των Αγίων Αποστόλων και τα διά- φορα ραντίσματα ανάλογα με τον καιρό.
Του Προφήτη Ηλία (Τ’Άι-Λιά) φαίνονται οι πρώτες γινομένες ρώγες στα- φυλιών.
«Παρδάλωσαν» τα σταφύλια. Ειδοποιούν οι περαστικοί απ’τ’αμπέλια.
- 84 -
Ακολουθούν οι πρώτες «λεηλασίες» απ’τα παιδιά.
Στις 15-20 Αυγούστου, κόβονται τα πρώτα σταφύλια για φάγωμα.
Τόσο τις άλλες μέρες, αλλά κυρίως όμως την Κυριακή, που τα ζώα εί- ναι ελεύθερα και δεν γίνονται γεωργικές δουλειές, οι κοπέλες του χω- ριού, παίρνουν το μουλάρι τους, κρεμούν στο σαμάρι το καλάθι τους και πηγαίνουν στ’αμπέλι για σταφύλια, πρωί-πρωί. Επιστρέφοντας στο χω- ριό απ’τ’αμπέλι, έχει σχολά-
σει και η εκκλησία και οι δρό-
μοι είναι γεμάτοι κόσμο. Οι κο-
πελιές λοιπόν, όλο και θα τους
φιλέψουν ροϊδίτια και μαυριά
σταφύλια ή και «κουντούρες»
που ήταν τα άσπρα σταφύλια,
τα οποία έβγαζαν πολύ μούστο,
αλλά δεν είχαν πολλούς «βαθ-
μούς», όπως είχαν τα ροϊδίτια
και τα μαυριά.
Τόχουν σε καλό να μοιράσουν
λίγα σταφύλια στο δρόμο, γι’
αυτό βάζουν τα διαλεχτά στο πάνω μέρος του κοφινιού και τα σκεπάζουν με κληματόφυλλα, έτσι, που να βγαίνουν εύκολα, χωρίς να ξεπεζέψουν.
Μερικές φορές, κάποιος νεαρός που θέλει να πιάσει κουβέντα με μια κοπέλα γυρεύοντας σταφύλι, την παθαίνει άσχημα, σαν τύχει εκείνη να μη θέλει. Ζόρικα χτυπάει η κοπέλα με τα πόδια το μουλάρι και του πετάει κατάμουτρα: «δεν τα ‘χου για τα μούτρα σ’» κι επιδεικτικά πιο πέρα προ- σφέρει σε άλλον σταφύλι. Ο νεαρός μας τότε το φυσάει και δεν κρυώνει. Ωστόσο συμπληρώνει: «Πού θα μ’πας; Απ’τ’στρούγκαμ, θα πιράσεις». Έτσι ανάβουνε τα αίματα και αν το ενδιαφέρον του νεαρού είναι μεγάλο και διακαές, ενεργοποιούμε και τον...συμπέθερο.
Ο Τρύγος
Να η δουλειά με την πολλή χαρά, που ξεπερνάει και τα αλώνια.
Η μυρωδιά του κρασιού που δεν έγινε ακόμα, φαίνεται ότι φέρνει το μεθύσι πρόωρα. Όλοι είναι κεφάτοι.
Λίγες μέρες πριν απ’τον τρύγο, ετοιμάζονται τα βαρέλια, τα πατητήρια και οι κάδες.
Η κάδη ήταν ένα τεράστιο βαρέλι, ύψους πάνω από δύο μέτρα και δι- άμετρο γύρω στο ένα με ενάμισι μέτρο. Από κάτω έχει ένα πάτο και στο πλάι κάνουλα, ενώ στη μέση του και λίγο παραπάνω είχε κι άλλο πάτο.
- 85 -
Στον επάνω πάτο έβαζαν τα σταφύλια και τα πατούσαν, ενώ ο μούστος χυ- νόταν στο κάτω διαμέρισμα της κάδης, όπου άφηναν το μούστο για λίγες μέρες για να «πάρει χρώμα».
Προς το τέλος του Σεπτέμβρη, όλο το χωριό ξεχύνεται στα αμπέλια για τον τρύγο.
Μικροί, μεγάλοι, άντρες, γυναίκες, όλοι τρυγούν, ενώ άλλοι κουβαλούν τα σταφύλια στο χωριό με τα μουλάρια και τα γαϊδούρια, μέσα σε μεγά- λες κόφες, τα «ταρπιά».
Μπροστά, στο στόμιο του πατητηριού που βγαίνει ο μούστος, βάζουν σπαράγγια ή σπάρτα για να κρατιούνται τα τσίπουρα και να μην πέφτουν μαζί με το μούστο.
Ο πατητής, με τα παντελόνια σηκωμένα πάνω από το γόνατο, βγάζει καμιά φορά, ανάμεσα στο τραγούδι του ή τα χοντροκομμένα αστεία του και από κανένα «αχ !», όταν τον τσιμπούν οι μέλισσες που βουίζουν γύρω του. Ωστόσο δεν τις φοβάται.
Πίνει μια κούπα μούστο και του περνάει. Κρασί τότε δεν υπάρχει, λίγες οικογένειες μπορεί να έχουν λίγο περσινό κρασί.
Σαν τελειώσει ο τρύγος φεύγουν οι δραγάτες και τα αμπέλια είναι ελεύθερα. Κανείς δεν τα θυμάται, μόνο πρόβατα και γίδια που βόσκουν τα χόρτα.
Έπειτα από κανένα μήνα περίπου, που δεν υπάρχει σταφύλι στο χωριό και έχουν σωθεί ακόμα και τα κρεμαστά από τις κληματαριές, τα οποία τα προστάτευαν από τις σφίγγες σκεπάζοντας τα με σακούλες, δίχτυα κλπ. για να παραμείνουν φαγώσιμα κάποιες μέρες παραπάνω, τα παιδιά κά- νουν τη δεύτερη έφοδο τους στα αμπέλια, για να γευτούν τα μικρά άγου- ρα σταφυλάκια που είχαν περιφρονηθεί, όχι μόνο από τον τρύγο, αλλά και από το μάζεμα των κουδουνιών που γίνεται μετά τον τρύγο, επειδή εί- ναι μικρά τσαμπάκια και δεν «φτουράνε» στο μάζεμα.
Το μούστο θα τον βάλουνε στα βαρέλια για να βράσει, τόσες μέρες, ώσπου να πάψει η βράση. Έπειτα θα σφραγίσουν τα βαρέλια και θα τα ανοίξουν στις σαράντα μέρες από τον «τύλο» (σφήνα στρογγυλή σε τρύ- πα στο βαρέλι ψηλά).
Από το μούστο έφτιαχναν όλα τα σπίτια την απαραίτητη μουσταλευριά, τη μουστόπιτα, τα σουτζούκια, το πετιμέζι κ.α.
Το κρασί της παραγωγής τους ήταν για την οικογένεια. Όλα σχεδόν τα σπίτια είχαν το κρασί τους για τον περισσότερο χρόνο. Λίγα ήταν τα σπί- τια που έκαναν περισσότερο κρασί, το οποίο το πουλούσαν στους άλλους αν τους σωνόταν πρόωρα.
Τέλος, το κρασί ήταν το πρόχειρο δώρο στους συγγενείς, γνωστούς και φίλους, που έμεναν στην πρωτεύουσα ή αλλού.
- 86 -
Το μάζεμα της ελιάς
Το μάζεμα της ελιάς στη Στενή άρχιζε το Νοέμβριο, όμως από πριν πή- γαιναν και συνέλεγαν την «χαμάδα», ελιές που είχαν πέσει από το δέντρο λόγω ωρίμανσης ή από τον αέρα.
Ακόμα νωρίτερα πήγαιναν και καθάριζαν το λιοχώραφο, από χόρτα και άλλα ζιζάνια, αλλά επειδή τα περισσότερα κτήματα ήταν επικλινή (κατη- φορικά), τραβούσαν τα καθαρισμένα χόρτα και λίγο χώμα, κάνοντας ένα φράγμα στο κάτω μέρος του χωραφιού, ώστε να μην κυλούν οι ελιές και χάνονται στις καναλιές.
Οι περισσότερες ελιές των Στενιωτών βρίσκονται στην περιοχή «Σκου- ντέρι».
Όπως πληροφορούμαστε από το βιβλίο του Δημητρίου Γιαννούκου, «Το χρονικό της Στενής του Νομού Ευβοίας», μέχρι το 1934 η δενδροκαλλιέρ- γεια ήταν δύσκολη, λόγω της ανεπτυγμένης κτηνοτροφίας. Δώδεκα χιλιά- δες πρόβατα, 350 κεφάλια βόδια, υπολογίζοντας τον αριθμό των κατσι- κιών, των μουλαριών, των γαϊδουριών αλλά και των πάσης φύσεως οικόσι- των ζώων και όλα αυτά ελεύθερης βοσκής, καθιστούσε αδύνατη την ανά- πτυξη της δενδροκαλλιέργειας.
- 87 -
Το 1934, που ανέλαβε πρόεδρος ο Γεώργιος Γιαννούκος, σε συνεργασία με το υπόλοιπο κοινοτικό συμβούλιο, πρώτη του μέριμνα ήταν να βοηθή- σει στην ανάπτυξη της δενδροκαλλιέργειας. Επέλεξε την περιοχή Σκου- ντέρι και φέρνοντας ειδικό συνεργείο, προέβη σε εμβολιασμούς πάρα πολλών αγριελιών, ενώ παράλληλα επιμορφώθηκαν οι κάτοικοι σχετικά με εμβολιασμούς φυτέματα κλπ.
Παράλληλα δε απαγόρευσε για μεγάλο χρονικό διάστημα τη βόσκηση των ζώων στην περιοχή αυτή.
-Όλο το χωριό άδειαζε τις μέρες αυτές, μόνο πολύ ηλικιωμένοι και τα παιδιά που πήγαιναν στο σχολείο βρισκόντουσαν στο χωριό.
Πολύ πριν τα χαράματα ξυπνούσαν, ετοιμάζονταν, φόρτωναν τα ζώα με τις τέμπλες, μικρές και μεγάλες, διάφορα γεωργικά εργαλεία, τσάπες, πριόνια κλπ, το ταγάρι με το μεσημεριανό τους, ψωμί, ελιές, τυρί και ντο- μάτα ήταν τα βασικά, ίσως και λίγα σύκα λιαστά, καθώς και το κανάτι με το νερό.
Έξω άκουγες τα πατήματα των ζώων στα στενά σοκάκια, αυτών που εί- χαν ξεκινήσει ήδη.
Οι αγροτικοί δρόμοι που οδηγούσαν στα χωράφια με τις ελιές, ήταν γε- μάτοι με ανθρώπους και ζώα σαν φαντάσματα, κάτω από το πέπλο της νύ- χτας, μιας και ακόμα δεν είχε ξημερώσει.
Ειδικά από την Πάνω Στενή για να φτάσει κανείς στον προορισμό του, ήθελε από μιάμιση έως δύο ώρες.
Έφταναν νύχτα ακόμη στις ελιές, άναβαν μια φωτιά για να ζεσταθούν λίγο, μιας και δεν είχε ξημερώσει ακόμα και όταν ερχόταν το ξημέρωμα και έδιωχνε το σκοτάδι, άρχιζαν τη δουλειά.
Οι άνδρες άρχιζαν το τίναγμα με τις τέμπλες, πρώτα τις μικρές που ήταν ενάμιση έως δύο μέτρα και τίναζαν τις ελιές που ήταν χαμηλά και στη συ- νέχεια σκαρφάλωναν στα κλωνάρια του δένδρου και τίναζαν και αυτές που ήταν ψηλότερα.
Με την μεγάλη τέμπλα, που ήταν τρία έως τέσσερα μέτρα, μπορούσες να τινάζεις και από το έδαφος τα ψηλά κλωνάρια της ελιάς.
-Η τέμπλα ήταν από καστανιά. Διαλέγανε ένα μακρύ και ίσιο ξύλο, το κόβανε, το ξεφλουδίζανε και το δένανε είτε πάνω σε μία κολώνα όρθιο ή στα κάγκελα του χαγιατιού και το αφήνανε πολλές μέρες για να μη σκε- βρώσει και να πάρει την ισάδα του.
-Οι γυναίκες από κάτω τις μάζευαν και τις έβαζαν στην ποδιά.
Όπως φορούσαν την ποδιά, έπιαναν το κάτω μέρος της και το στερέω- ναν στη ζώνη τους με τέτοιο τρόπο, που δημιουργείτο κάτι σα σακούλι.
- 88 -
Τις ελιές λοιπόν που μάζευαν τις έβαζαν στην ποδιά και όταν γίνονταν αρκετές τις άδειαζαν στο σακί.
Όταν είχε κάποιος πολλές ελιές ή η οικογένεια ήταν ολιγομελής, δη- λαδή υπήρχαν λίγα «χέρια» για δουλειά, προσλάμβαναν εργάτες. Αυτοί ήταν οι τιναχτές, άνδρες που τίναζαν τις ελιές και οι μαζώχτρες, γυναίκες που τις μάζευαν. Η πληρωμή γινόταν σε είδος, λάδι ή ελιές κατόπιν συμ- φωνίας.
Κατά τη διάρκεια του μαζέματος, οι γυναίκες διάλεγαν ελιές που είχαν πέσει κάτω πριν το τίναγμα (κι αυτό ήταν δείγμα ότι ήταν ήδη ώριμες), αρ- κεί να μην ήταν χτυπημένες και τις έβαζαν χωριστά για φαγώσιμες.
Το μεσημέρι σταμάταγαν για κολατσιό και ξεκούραση και μετά συνέχι- ζαν τη δουλειά μέχρι αργά το απόγευμα.
Τελειώνοντας, φόρτωναν τις ελιές στα μουλάρια ή γαϊδούρια που είχαν και τα πήγαιναν στο χωριό.
Ξεχορτάριασμα, δηλαδή καθαρισμό του ελαιόκαρπου από διάφορα χόρτα και κλαδιά δεν έκαναν, γιατί όλες οι ελιές είχαν μαζευτεί με τα χέ- ρια και όχι με πανιά.
Εκεί στο κατώι ή σε κάποιο άλλο χώρο αποθήκη κλπ, είχαν ετοιμάσει έναν χώρο σαν φράχτη με ξύλα και από κάτω είχαν στρώσει πανιά ή ξύλα για να μην έχουν οι ελιές επαφή με το έδαφος, γιατί τότε το δάπεδο των κατωγιών ήταν χωμάτινο και εκεί έριχναν τις ελιές και από πάνω έριχναν λίγο αλάτι. Το ίδιο έκαναν και την άλλη μέρα και όλες τις ημέρες του μα- ζέματος. Κι αυτό γιατί αργούσε να έρθει η σειρά τους στο λιοτρίβι. Υπήρ- χε περίπτωση να περιμένουν τη σειρά τους μέρες ή και εβδομάδες.
Όταν επιτέλους ερχόταν η σειρά τους και τους ειδοποιούσαν από το λιοτρίβι, μάζευαν με τη βοήθεια των εργατών του λιοτριβιού με τα φτυά- ρια τις ελιές μέσα σε σακιά και με τα ζώα τις μετέφεραν στο λιοτρίβι.
-Όσοι δεν είχαν ελιές ή είχαν λίγες και δεν συμπλήρωναν το λάδι της χρονιάς, επιδίδονταν στα μπορμπολόια. Πήγαιναν δηλαδή σε ελαιώνες που ο ιδιοκτήτης τους είχε τελειώσει τη συγκομιδή και μάζευαν όσες ελιές είχαν ξεχαστεί και έτσι συγκέντρωναν μια αξιόλογη ποσότητα.
- 89 -
Μελισσοκομία
Από τα παλιά χρόνια η μελισσοκομία υπήρχε σαν απασχόληση, με μι- κρή παραγωγή πάντα στη Στενή.
Δεν μπορούσε να χαρακτηριστεί επάγγελμα, λόγω του μικρού αριθμού των μελισσιών, αλλά μάλλον σαν γεωργική απασχόληση.
Φιλοδοξία τους ήταν να βγάλουν το μέλι της χρονιάς και αν περίσσευε, να το που- λήσουν ή να το ανταλλάξουν με άλλα προ- ϊόντα.
Ο λόγος ήταν η έλλειψη μεταφορικών μέσων, αλλά και η έλλειψη διευκολύνσεων που παρέχει σήμερα η τεχνολογία στον με-
Καπνιστήρι
λισσοκόμο.
Τα μελίσσια δεν ήταν όπως οι σημερινές
κυψέλες, αλλά τα κουβέλια τα οποία τα έφτιαχναν μόνοι τους.
Αυτοί που κυρίως είχαν μελίσσια, ήταν όσοι ασχολούνταν με τη γεωρ- γία, επειδή είχαν κατά διαστήματα χρόνο να ασχοληθούν με το αντικείμε- νο ή μπορούσαν να αναβάλουν για λίγο μια γεωργική δουλειά, προκειμέ- νου να ασχοληθούν με τα μελίσσια.
Αντίθετα οι κτηνοτρόφοι, που είχαν να κάνουν με ζωντανά πλάσματα, δεν είχαν ελεύθερο χρόνο. Τα πρόβατα ήθελαν κάθε μέρα βόσκημα, άρ- μεγμα, αλλά και στη συνέχεια η παρασκευή των γαλακτοκομικών προϊό- ντων, δεν τους άφηνε περίσσιο χρόνο.
Οι περισσότεροι είχαν 20 με 30 κουβέλια. Ελάχιστοι είχαν περισσότε- ρα.
Τα μελίσσια τα μετέφεραν με τα ζώα και σε κάθε ζώο μπορούσες να φορτώσεις μέχρι τέσσερα κουβέλια.
Περπατούσαν μια νύχτα ολόκληρη, για να φτάσουν το πρωί στο σημείο που υπήρχε η κατάλληλη βοσκή (έλατο, θυμάρι, πεύκο κλπ).
Για την ασφαλή μεταφορά τους, ασφάλιζαν τους δύο πάτους πάνω και κάτω με πανί, το οποίο έδεναν γύρω-γύρω με σχοινί. Από τις δύο μεριές του σαμαριού έβαζαν δύο σανίδες και εκεί πάνω ακουμπούσαν και έδε- ναν τα κουβέλια.
- 90 -
Η κατασκευή του κουβελιού ήταν δύσκολη υπόθεση. Για να αποφύγουν την χρονοβόρα επε- ξεργασία του, έψαχναν για κορ- μούς πλατάνας με κενό (κουφά- λα).
Χρησιμοποιούσαν κυρίως κορ- μούς πλατάνας στρογγυλούς και σιγά-σιγά τους κούφωναν. Έτσι αυτή η διαδικασία μπορούσα να κρατήσει και τρεις μέρες.
Κορμοί πλατάνας, που θα γίνουν κουβέλια
Μετά το τρυπούσαν, για να μπούνε τα ξυλάκια όπου θα έφτιαχνε η μέ- λισσα την κερήθρα.
Ο τρύγος γινόταν με τελείως διαφορετικό τρόπο από σήμερα.
Άνοιγαν από πάνω το κουβέλι και έκοβαν την κερήθρα. Για να ξεχωρί- σουν το μέλι από το κερί, το έβαζαν επάνω σε φωτιά και αφαιρούσαν λί- γο-λίγο στύβοντας το κερί.
Στο τέλος έμεναν τα «αποκέρια», δηλαδή τα στυμμένα κεριά και το δεύτερης ποιότητας μέλι (χούμελι). Το μέλι που έβγαινε από το «κάψι- μο» δεν ήταν τόσο καλό, όσο αυτό που βγαίνει σήμερα χωρίς να «καεί».
Ενδεικτικό είναι ότι μόλις εφαρμόστηκε η νέα μέθοδος εξαγωγής του μελιού, τα πρώτα χρόνια διαφήμιζαν το μέλι σαν «άκαο».
Ακολουθούσε το δεύτερο βράσιμο, από το οποίο στύβοντας με το χέρι τα κεριά, έπαιρναν την χούμελι, το δεύτερης ποιότητας μέλι.
Το κερί που έμενε, το πήγαιναν στον κεροστίφτη, του ασκούσαν μεγά-
λη δύναμη πιέζοντας με το ψα- λίδι και όσο έπαιρναν από εκεί ήταν το καθαρό κερί.
Μερικά από τα σύνεργα που είχε ο μελισσοκόμος ήταν.
Το καπνιστήρι: Για να καπνί- σουν το μελίσσι και η πιο συνη- θισμένη καυστική ύλη ήταν η ξεραμένη βουνιά (κόπρανα βο- οειδών).
Μελισσομάχαιρο: Ήταν ένα
Κουβέλια
μακρύ μαχαίρι ικανό να φτάνει μέχρι το σταυρό του κουβελιού,
- 91 -
με το οποίο έκοβαν τις κερήθρες.
Σκάφη ή κηροσκάφη: Ήταν μια μεγάλη σκάφη ειδική για να βάζουν τις κερήθρες κατά την επεξεργασία
Κηροτσαντίλα: Έμοιαζε με την μάλλινη τυροτσαντίλα. Αντί για το πηγ- μένο γάλα, έβαζαν μέσα το κηρόμελο και την κρεμούσαν πάνω από την κεροσκάφη. Εκεί σιγά-σιγά έσταζε το μέλι.
Τσαντιλοσάκουλο: Μάλλινο σακί, ίδιας ύφανσης με την κηροτσαντίλα. Εκεί έστυβαν το κερόμελο, ρίχνοντας ταυτόχρονα λίγο καυτό νερό και το μέλι πεταγόταν έξω από το τσαντιλοσάκουλο.
Πλαστήρι-κηρόξυλο: Έβαζαν το πλαστήρι λοξά μέσα στην κηροσκάφη, απίθωναν πάνω του το γεμάτο με κηρόμελο τσαντιλοσάκουλο και με ένα ξύλο, σαν στειλιάρι τσαπιού το συνέθλιβαν. Έτσι πεταγόταν έξω το μέλι και έμενε μέσα το κερί. Αυτή ήταν η χρησιμοποιούμενη μέθοδος για μι- κρές ποσότητες, που ήταν και η πιο συνηθισμένη.
Μελοστίφτης: Ήταν ειδικό εργαλείο ξύλινο, με το οποίο πολλαπλασια- ζόταν η φυσική μυϊκή δύναμη συμπίεσης του κηρόμελου. Μεταξύ του ση- μείου εφαρμογής της δύναμης και του υπομοχλίου έμπαινε το τσαντιλο- σάκουλο, το οποίο δεχόταν πολλαπλάσια δύναμη από αυτήν που εφάρμο- ζε ο μελισσοκόμος.
Μετά το στύψιμο του κηρόμελου και την εξαγωγή του μελιού μέσα στο σακί έμεναν οι κηρήθρες. Τοποθετώντας και πάλι το γεμάτο κηρήθρες, τσαντιλοσάκουλο στο πλαστήρι, το έστυβαν ξανά με το κηρόξυλο, αφού πρώτα του έριχναν άφθονο καυτό νερό. Το κερί έλιωνε και συμπιεζόμε- νο πετιόταν έξω από το τσαντηλοσάκουλο και επέπλεε σαν λάδι μέσα στο νερό που περιείχε η κηροσκάφη. Όταν κρύωνε και έπηζε, υπό μορφή πέ- τσας στην επιφάνεια, το συνέλεγαν, το έβαζαν σ΄ένα καζάνι και το ξανά- λιωναν. Το καθαρό πλέον λιωμένο κερί το έχυναν σε διάφορα τσουκάλια ή αλλά δοχεία πήλινα με επίπεδη βάση, όπου εκεί σταθεροποιούταν και έπαιρνε την φόρμα του, που ήταν και η εμπορική συσκευασία του.
- 92 -
Οι τσοπάνηδες και η ζωή τους
Όσοι ασχολούνται με την κτηνοτροφία λέγονται τσοπάνηδες. Με το ίδιο όμως όνομα λένε και τον ψυχογιό, που τυχόν έχουν για να φυλάει τα πρό- βατα ή τα γίδια. Αν αυτός είναι σε πολύ νεαρή ηλικία τον λένε και τσοπα- νόπουλο.
Μερικοί κτηνοτρόφοι που έχουν λίγα πρόβατα ή γίδια τα δίνουν «μισα- κά» σε άλλους τσοπαναίους.
Αυτός που φιλοξενεί τα πρόβατα λέγεται μισακάρης και αυτός που τα έχει δώσει για φύλαξη λέγεται
αφεντικό. Από τα πρόβατα ή γί-
δια που φιλοξενεί ο μισακάρης,
πρέπει να δώσει το μισό γάλα,
μαλλί, νεογέννητα αρνιά ή κα-
τσίκια στο αφεντικό, ενώ συνυ-
πολογίζει και κρατάει τα ανάλο-
γα έξοδα που έχει κάνει για τη
διατροφή τους.
Υπάρχει όμως και η συμφωνία
με τα λεγόμενα «κεφαλιακά».
Σ’αυτή την περίπτωση, ο μι-
σακάρης δίνει στ’αφεντικό, κα-
θορισμένες ποσότητες γάλα,
τυρί και μαλλιά κάθε χρόνο,
ανάλογα με τον αριθμό κεφα- λιακών προβάτων ή γιδιών και
Ταγάρι και γκλίτσα
στο τέλος του συμβολαίου, είναι υποχρεωμένος να παραδώσει όσα κε- φάλια (ζώα) είχε πάρει στην αρχή και της ίδιας περίπου ηλικίας. Πρέπει δηλαδή να κρατάει μικρά για ανανέωση κατά τη διάρκεια της κολιγιάς.
Μεγάλοι τσελιγκάδες ελάχιστοι υπήρξαν στο χωριό μας, οι πιο μεγάλοι έφταναν τα 500 με 600 ζώα και μερικοί ελάχιστα παραπάνω.
Όσοι έτρεφαν γίδια, λέγονταν γιδαραίοι ή γιδάρηδες και όσοι είχαν πρόβατα, προβαταραίοι ή προβατάρηδες.
Οι μισές περίπου οικογένειες του χωριού, ασχολούνταν με την κτηνο-
- 93 -
τροφία και πολλοί απ’αυτούς και με τη γεωργία, αν τα ζώα που έτρεφαν ήταν λίγα και μπορούσαν να εξοικονομήσουν χρόνο.
Η ζωή τους ήταν πάρα πολύ σκληρή. Το χειμώνα οι περισσότεροι κατέ- βαιναν στα χειμαδιά και ζούσαν εκεί οικογενειακώς. Τα χειμαδιά που κα- τέφευγαν οι Στενιώτες ήταν στην Παναγίτσα, στο Βατώντα, στο πέι, στη Ριτσώνα και στα αρβανιτοχώρια Όσοι δεν πήγαιναν στα χειμαδιά ξεχει- μώνιαζαν κυρίως στον Πύργο (Σκουντέρι).
Η απομάκρυνσή τους απ’το χωριό, τους επιβάλει ζωή χωρίς καθόλου ανέσεις. Στην εποχή που τα ζώα γεννούν, τότε υποφέρουν κυριολεκτικά, γιατί δεν μπορούν να εγκαταλείψουν το κοπάδι τους, ακόμα και τη νύ- χτα. Η ζωή τους είναι λιτή, τα φαγητά τους περιορισμένα. Τα ρούχα τους χοντρά (κάπες, καπότια, πατατούκες, μάλλινα χοντρά παντελόνια) και τα παπούτσια τους βαριά, με πολλές πρόκες καρφωμένες στο κάτω μέρος της σόλας (προκιασμένα).
Κάθε ζώο θέλει ιδιαίτερη προσοχή και φροντίδα γιατί π.χ όσον αφορά τα γίδια έχουμε στέρφα, γαλάρια, βιτούλια και κατσίκια, ενώ στα πρόβα- τα έχουμε στέρφα, γαλάρια, ζυγούρια και αρνιά. Το κατσίκι ή το αρνί που ακόμα βύζαινε το λέγανε γαλάρι. Που σημαίνει πως το καθένα ήθελε την ιδιαίτερη φροντίδα του.
Γιαυτό χρειάζονται πολλοί άνθρωποι για να τα «γυρίζουν». Παίρνουν μέρος σ’αυτή τη δουλειά ακόμα και τα παιδιά. Αλά και οι γυναίκες έχουν πολλές δουλειές, πέρα απ’το νοικοκυριό τους. Πρέπει να καθαρίσουν το μαντρί και να φέρουν κλαρί (τρυφερούς βλαστούς) για τροφή του κοπα- διού το βράδυ.
Λιβάδια στην περιοχή του χωριού δεν υπάρχουν. Τέλος Απριλίου με αρ- χές Μαΐου που έρχονται τα πρόβατα από τα χειμαδιά, ανεβαίνουν στο βουνό, στις Αλαταρές και στην ευρύτερη περιοχή τους (λειρί, λιβαδάκια κλπ.). Όταν μαζεύουν το βίκο και τη φάβα κατεβαίνουν κάποιοι στα θερι- σμένα χωράφια και μετά από καμιά εικοσαριά μέρες που θερίζουν και το σιτάρι και αργότερα τα ρεβίθια, τα ζώα βόσκουν ελεύθερα στις καλαμιές.
Σε μερικά σημεία όμως «αμποδάνε» (απαγορεύουν τη βοσκή) σε άσπαρ- τες περιοχές, οπότε πρέπει να τα νοικιάσει ο τσοπάνης, δίνοντας στον ιδι- οκτήτη του χωραφιού σαν ενοίκιο, χρήματα ή συνήθως τυρί ή μαλλί.
Η περιοχή που απαγορευόταν η ελεύθερη βοσκή στη Στενή, ήταν στην περιοχή του Πύργου (Παλιοχώρι), από το ποτάμι μέχρι Βαθερή, Μπαχού- νες κλπ. Τροφή για τα ζώα τους, εκτός απ’τη βοσκή, προμηθεύονται βαμ- βακόπιτα και καλαμπόκι απ’το εμπόριο και μερικοί από το γαλατά τους, που τους δίνει με πίστωση και παίρνει το γάλα τους την άνοιξη.
- 94 -
Το μαντρί και η καλύβα
Το μαντρί των τσοπάνηδων είναι το δεύτερο σπίτι τους. Σ’αυτό περνούν το μισό χρόνο. Γι’αυτό εκτός από τα κτίσματα για τα ζώα τους, έχουν και το καλύβι που ζουν οι ίδιοι.
Το μαντρί φτιάχνεται σε μέρος που το έδαφος έχει λίγη κλίση και δεν είναι υγρό. Επίσης πρέπει να είναι σε μέρος που δεν το πιάνουν πολύ οι αέρηδες (παγκιάνεμο). Στήνουν γύρω - γύρω, βαθιά μπηγμένα στη γη δι- χάλες ξύλινες (φούρκες), οι οποίες είναι στηριγμένες με ψαλίδια και από πάνω μπαίνουν τα πατερόξυλα, διάφορα ψιλά ξύλα, αλλά κυρίως μεγά- λα κλαριά από πεύκο (πευκαρούδια). Η οροφή στο κέντρο του μαντριού είναι ανοιχτή, μιας και τα πευκαρούδια σκεπάζουν ελάχιστα το χώρο πε- ριμετρικά. Στο κέντρο του μαντριού ή κάποιες φορές και σε κάποια άκρη του, υπάρχει περιφραγμένος και στεγασμένος χώρος για τα αρνιά ή τα κατσίκια που δεν απογαλακτίστηκαν ακόμα, όταν οι μητέρες τους ήταν στη βοσκή και το λέμε «τσάρκο» ή «μπλετς». Όλο αυτό το συγκρότημα αποτελεί το μαντρί και πρέπει να είναι τόσο μεγάλο, ώστε να χωράει όλο το κοπάδι. Είσοδο έχει στο φράχτη την «αμπουριά», που είναι κι αυτή φτιαγμένη με κλαδιά. Έξω από το μαντρί ή συνήθως μέσα σ’αυτό, είναι τα «κουρίτια» που ρίχνουν την τροφή για τα ζώα. Η καλύβα (το καλύβι), στο οποίο μένουν οι τσοπάνηδες, είναι λίγο πιο πέρα από το μαντρί. Το καλύβι είναι κι αυτό φτιαγμένο από κλαριά, αλλά τις περισσότερες φο- ρές είναι με ξερολιθιά, ενώ για σκεπή έχει κλαριά δεμένα με σύρμα, που ακουμπάνε πάνω στα δοκάρια που είναι στερεωμένα από τοίχο σε τοίχο. Παράθυρο δεν υπάρχει, παρά μόνο η πόρτα, που κι αυτή τις περισσότε- ρες φορές δεν κλείνει, γιατί πρέπει να φεύγει ο καπνός από τη φωτιά που καίει νύχτα μέρα μέσα στο καλύβι. Ο χώρος της είναι τόσος, όσο χρειάζε- ται για να μπορούν να κοιμηθούν όλα τα άτομα της οικογένειας στη σει- ρά και να περισσεύει μια γωνιά για τη φωτιά. Σκεύη σχεδόν δεν υπάρ- χουν εδώ. Είναι φυλαγμένα στο χωριό και μεταφέρονται όταν αρχίζει το πολύ γάλα ή όταν πρόκειται να μεταφερθούν στο χειμαδιό ή στα ψηλώ- ματα την άνοιξη.
- 95 -
Τα σκεύη των τσοπάνηδων και η παρασκευή των γαλακτοκομικών προϊόντων
Τα σκεύη των τσοπάνηδων δεν είναι
πολλά. Μικρά καθώς είναι τα περισσό-
τερα, μπορούν να μεταφέρονται εύκολα
στις συχνές μετακινήσεις τους.
Αναφέρουμε τα σπουδαιότερα.
Καρδάρες: Είναι συνήθως δύο, ξύλινες
και κάπως φαρδιές, ζωσμένες με λαμα-
ρινένια στεφάνια και ημικυκλικό σιδερέ-
νιο χερούλι. Τις χρησιμοποιούν για να πιά-
νουν το γάλα στο άρμεγμα.
Βεδούρες: Ξύλινες κι αυτές, σαν την
καρδάρα περίπου, που σ’αυτές πήζουν
και το γιαούρτι μερικές φορές.
Τρίφτης: Ξύλινο, μακρύ και λίγο πλακε-
ρό ξύλο, με χέρι απ’το ίδιο, γυριστό σαν
ραβδί. Ανακατεύουν μ’αυτό το γάλα όταν βράζει.
Κόφτης και καδί
Καδί: Ξύλινο, πολύ στενό και ψηλό σκεύος, που ρίχνουν το γάλα για να
το χτυπήσουν με τον κόφτη, προκειμένου να βγει το βούτυρο.
Κόφτης: Μακρύ ξύλο που στο κάτω μέ- ρος έχει ξύλινο τρυπητό δίσκο που χτυ- πάει το γάλα.
Τσαντίλες: Μάλλινα υφάσματα, φτιαγ- μένα κατάλληλα για να στραγγίζουν το τυρί, τη μυζήθρα και το ξυνοτύρι. Επίσης για να στραγγίζουν το γιαούρτι, προκει- μένου να γίνει πιο πηχτό (γιαούρτι τσαντί- λας). Σήμερα τα τσαντίλια είναι συνήθως βαμβακερά.
Κούτλας: Ξύλινο κατσαρόλι με μακρύ
Καρδάρα
χέρι στα πλάγια, που το χρησιμοποιού- σαν για να μετρούν το γάλα και να πίνουν
- 96 -
νερό.
Κεψές: Μεταλλικό τρυπητό, με μακρύ χέρι, για να βγάζουν τη μυζήθρα από το κακάβι που βράζει το τυρόγαλο.
Κακάβι, τέντζερης, μπακράκι: Χάλκινα δοχεία διαφόρων μεγεθών, που τα χρησι- μοποιούσαν για το βράσιμο του γάλατος.
Κάδες: Ξύλινα δοχεία με κινούμενο σκέ- πασμα, για να βάζουν το τυρί.
Δερμάτια: Τουλούμια που έβαζαν το τυρί και το ξινοτύρι, από κατσικίσιο δέρμα.
Βιτσέλα-βτσέλα: Μικρό ξύλινο δοχείο, σαν μικροσκοπικό βαρελάκι με χερούλι
Δοχείο για το γάλα
Καζάνι (Κακάβι)
από σκοινί, για να κρεμιέται στο ζώο ή στα δέντρα. Σ’αυτό έβαζαν νερό για να πίνουν τις ατέλειωτες ώρες που βο- σκούσαν τα πρόβατα.
Γκλίτσα: Απαραίτητη, κυρίως για τους προβαταραίους. Την είχαν για να ξεκουράζονται και να πιάνουν τα πρό- βατα απ’το πόδι. Είναι συνήθως σκα- λιστή.
Ραβδί: Απαραίτητο για τους γιδαραί- ους. Πολύ μακρύ, ξεπερνάει το ύψος του ανθρώπου και στην άκρη του δημι-
ουργεί καμπύλη από το ίδιο ξύλο. Μ’αυτό πιάνουν τα γίδια απ’το λαιμό ή το πόδι όταν προσπαθούν να απο-
μακρυνθούν.
Τόσο σ’αυτό, όσο και στη γκλίτσα,
στηρίζονται οι τσοπάνηδες, πηδώ-
ντας τους βράχους και τα πουρνά-
ρια, το περνούν στο σβέρκο και κρε-
μούν στις άκρες του τα χέρια τους,
όταν βαδίζουν στα ισάδια ή γέρ-
νουν και στηρίζουν το σώμα τους
ακουμπώντας στο ραβδί ή στη γκλί-
τσα κάτω απ’τη μασχάλη τους, όταν αγναντεύουν το κοπάδι τους που
- 97 -
Κουβέλι
Κεψές
βοσκάει.
Απαραίτητα στο μαντρί, όταν υπήρχαν νεο- γέννητα ήταν η μελούτη και το κουβέλι για να κοιμούνται τα βρέφη, ενώ στη μελούτη έβα- ζαν το παιδί όταν η μητέρα έπρεπε να βγει έξω από το μαντρί για διάφορες δουλειές, για να μπορεί να το κουβαλάει στους ώμους της.
Άλλα αντικείμενα ήταν τα ταγάρια και περι- στασιακά τα ειδικά λανάρια, με τα οποία ξε- χώριζαν και λανάριζαν το μαλλί εκείνο, με το οποίο γινόταν το στημόνι για τη κατασκευή της πατατούκας, το «τράγιο» (τράιου), που ήταν κλινοστρωμνή από τραγίσιο μαλλί, σκλη- ρό, βαρύ και πολύ ανθεκτικό κ.α.
Κυριότερος εχθρός των προβάτων στην περιοχή μας, μιας και δεν υπήρ- χαν τσακάλια και λύκοι, ήταν τα όρνια, τα οποία παραμόνευαν και ορμού- σαν στα πρόβατα που έβρισκαν μόνα τους.
Η παρασκευή των γαλακτοκομικών προϊόντων
Βούτυρο: Πρώτα σουρώνουν το γάλα με ένα
πανί για να φύγουν οι διάφορες ακαθαρσίες,
τρίχες κ.λπ. που πιθανόν να έπεσαν μέσα στο
γάλα. Το βάζουν στο κακάβι και του ρίχνουν τη
μαγιά. Τότε το γάλα αρχίζει να γίνεται πιο πη-
χτό και στη συνέχεια το ρίχνουνε στο καδί και
αρχίζουν να το χτυπάνε με τον κόφτη, περίπου
500 χτυπήματα συνεχώς και με δύναμη. Όταν
αρχίζουν να γίνονται τα πρώτα «χουρμπούλια»
σταματάει λίγο το χτύπημα, ρίχνουν λίγο νερό
και ξαναρχίζουν. Αυτό γίνεται αρκετές φορές
και όταν σχηματιστεί το βούτυρο, υπολογίζεται
ότι πρέπει να έχει χτυπηθεί πάνω από 1.000 φορές. Το βούτυρο μένει από πάνω και όταν το μαζεύουμε μένει από κάτω το ξινόγαλο.
Τσαντίλα
Εδώ πρέπει να πούμε ότι στους περισσότερους κτηνοτρόφους οι πο- σότητες γάλατος δεν ήταν μεγάλες και έτσι υπήρχε ένα διάστημα 10-15 ημερών που έβγαζαν μόνο βούτυρο και άλλα διαστήματα που έβγαζαν
- 98 -
Βουτσέλες (βτσέλες)
το τυρί. Όταν λοιπόν ήταν η περίοδος που έπρεπε να βγάλουν βούτυρο, έβαζαν την πρώτη μέρα μαγιά από γιαούρτι (περίπου ένας κεσές). Όταν το γάλα έπηζε λίγο όπως είπαμε προηγουμένως, μάζευαν λίγο και το χρη- σιμοποιούσαν για μαγιά την επόμενη μέρα.
Ξινοτύρι: Το ξινόγαλο που έμενε μετά την παρασκευή του βουτύρου, το έβαζαν στο καζάνι και του έβαζαν φωτιά, όχι για να βράσει, αλλά να ζε- σταθεί καλά και το ανακάτευαν. Όταν αρχίζει να ξεχωρίζει το ξινοτύρι, το μαζεύουνε με τον κεψέ και το βάζουν σε τσαντίλια για να στραγγίσει. Το δε υπόλοιπο υγρό που μένει (ο κάψας), το χύνουν ή πίνουν και τα ζώα με- ρικές φορές, κυρίως τα γουρούνια.
Τυρί: Πρώτα σούρωναν το γάλα και το έριχναν στο καζάνι (κακάβι). Το γάλα έπρεπε να είναι λίγο χλιαρό. Έριχναν μέσα την πυτιά, η οποία ήταν από κατσικάκι ή αρνάκι γάλακτος. Σε μία περίπου ώρα έχει πήξει και τότε το ρίχνουν στα τσαντίλια για να στραγγίσει. Τα υγρά που πέφτουν από το στράγγισμα είναι το τυρό-
γαλο (τρόγαλο).
Μυζήθρα: Το «τρόγα-
λο» το βάζουμε στο καζά-
νι και το βράζουμε. Κατά
τη διάρκεια δε του βρα-
σίματος δημιουργούνται
πήγματα, τα οποία τα μα-
ζεύουν με τον κεψέ και τα
βάζουν σε τσαντίλια για να στραγγίσουν και αφού
Μπακράκια
- 99 -
Τέντζερης
φύγουν τα υγρά (καψάς), μένει η μυζή- θρα.
Γιαούρτι. Για να γίνει το γιαούρτι, πρώ- τα έπρεπε να βράσει το γάλα. Ύστερα το αφήνουν να κρυώσει, αλλά όχι πολύ. Επειδή τότε δεν είχαν θερμόμετρα για να υπολογίσουν τη θερμοκρασία, έβα- ζαν το δάχτυλο μέσα στο γάλα και με- τρούσαν. Αν το δάχτυλο άντεχε μέσα στο γάλα μέχρι να μετρήσουν έως το 25 ή 30, τότε το γάλα ήταν έτοιμο για πή- ξιμο. Για το κατσικίσιο γάλα θα έπρεπε
να ήταν λίγο πιο ζεστό, δηλαδή το δάχτυλο να άντεχε να παραμείνει μέσα στο γάλα, μέχρι να μετρήσουν έως 20 ή 25. Μετά έριχναν μέσα τη μαγιά, το τοποθετούσαν σε διάφορα δοχεία, το σκέπαζαν για να διατηρεί μια συ- γκεκριμένη θερμοκρασία και σε λίγες ώρες το γιαούρτι ήταν έτοιμο.
- 100 -
ΟΙΚΙΑΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
Η Παρασκευή του ψωμιού
Το ψωμί είναι ένα απ΄ τα βασικότερα είδη διατροφής. «Όλα είναι φάδια της κοιλιάς και το ψωμί στημόνι», λέει η λαϊκή παροιμία, τονίζοντας έτσι την ξεχωριστή θέση που έχει το ψωμί, αλλά και τα αρτοσκευάσματα γε- νικώς στη ζωή του ανθρώπου, σ΄ ότι αφορά τη διατροφή του, αλλά και το συμβολισμό του στην Ελληνική παραδοσιακή κοινότητα.
Η σπουδαιότητα του άρ-
του, ως βασικού, από πα-
λιά, μέσου της διατροφής
του λαού και η ανεπαρκής
στους Ελληνικούς τόπους
παραγωγή δημητριακών (σι-
ταριού, κριθαριού κ.λπ.) για
τις ανάγκες του, συνετέλε-
σαν, ώστε από την κοινω-
νία ήδη του Ομήρου, να έχει
αποβεί ιερός.
Η ιδέα της ιερότητας του
Φούρνος
σιταριού, διατηρήθηκε ζωηρή και κατά τους κατόπιν αιώνες, ώστε να πε- ριληφθεί και υπό της εκκλησίας στην «Κυριακή Προσευχή», ως αίτημα παρακλήσεως προς το Θεό, υπέρ του επιουσίου άρτου. «Δως ημίν σήμε- ρον, τον άρτον ημών τον επιούσιον…».
Θεωρείται αμαρτία, αν από το τραπέζι του φαγητού, πέσει στο έδα- φος, έστω και μια μικρή ψίχα ψωμιού και από απροσεξία την πατήσουμε. Όρκοι προφέρονται για επιβεβαίωση κάποιου γεγονότος. «Στο ψωμί των παιδιών μου». Για δεσμούς φιλίας «μα το ψωμί που φάγαμε» ή «φάγαμε ψωμί κι αλάτι μαζί».
Από τις τροφές, ο άρτος για την ιερότητα και την βασική του σημασία στην διατροφή του λαού, χρησιμοποιείται και με λατρευτική ή συμβολι- κή σημασία, όπως η γαμήλια πίτα, η βασιλόπιτα της Πρωτοχρονιάς, η πίτα στον Άγιο Φανούριο, αλλά και άλλα παρασκευάσματα, όπως τα κόλλυβα
- 101 -
Σήτα με την οποία κοσκίνιζαν το αλεύρι
για τους νεκρούς.
Η ιερή και συμβολική σημασία του άρτου, ενι- σχύεται στην πίστη του λαού και ένεκα της χρή- σης του από την εκκλησία, ως «προσφορά» για την Θεία ευχαριστία και της διανομής του υπο- λοίπου ως «αντίδωρο».
Η παρασκευή του ψωμιού, ήταν μια χρονοβό- ρα διαδικασία, που ξεκινούσε από το κοσκίνι- σμα του αλευριού.
Επειδή οι μύλοι όταν άλεθαν το σιτάρι, δεν είχαν τις απαραίτητες υπο- δομές, να διαχωρίσουν το πίτουρο από το αλεύρι, οι νοικοκυρές ήταν υπο- χρεωμένες να το κοσκινίσουν πριν αρχίσουν τη διαδικασία της ζύμωσης.
Αφού κοσκίνιζαν, έπαιρναν το προζύμι, που ήταν ζύμη από το προηγού- μενο ζύμωμα και το κρατούσαν μέσα σε ειδικό πήλινο δοχείο, που το ονό- μαζαν «προζμά» ή μέσα στο αλεύρι, το οποίο ξίνιζε και τότε ήταν κατάλ- ληλο για να χρησιμοποιηθεί.
Ο «προζμάς» ήταν μικρό πήλινο δοχείο, που προς τη μέση του άνοιγε και προς τα πάνω στέ- νευε και είχε και καπάκι.
Έβαζαν λοιπόν το προζύμι με μια μικρή ποσό- τητα αλευριού και χλιαρό νερό και το ζύμωναν μέχρι να σφίξει λίγο. Αυτή η διαδικασία λεγόταν «ανάπιασμα» και το άφηναν μέχρι να φουσκώ-
Σκαφίδι και πινακωτή
σει, να «ανεβατίσει».
Συνήθως το ανάπιασμα γινόταν το βράδυ και
το πρωί, απ΄ τα χαράματα σχεδόν άρχιζε το ζύμωμα. Αφού έβαζαν την αναπιασμένη ζύμη στο σκαφίδι, που ήταν από σκαλισμένο κούτσουρο πλατάνας, έριχναν αλεύρι, νερό και λίγο αλάτι, ανάλογα με την ποσότητα ψωμιού που θέλανε να φτιάξουνε και με τα χέρια σε σχήμα γροθιάς, άρ- χιζαν το ζύμωμα.
Όταν το ζύμωμα τελείωνε, άρχιζε το «πχέρισμα», που ήταν η δια-
μόρφωση της ζύμης (χαμούρι) σε καρβέλια, τα οποία τοποθετούσαν στην πινακωτή (πνακου- τή ή και πλακουτή την αποκαλούσαν) και στην οποία είχαν στρώσει ένα υφαντό ύφασμα, συνή- θως άσπρου χρώματος με θαλασσιές (γεράνιες)
Πινακωτή σκαφιδωτή
γραμμές ή καρό (ανταμωτό), με άσπρα και γερά- νια τετράγωνα. Έβαζαν λοιπόν τα καρβέλια εκεί
- 102 -
και τα σκέπαζαν με το υπόλοιπο του υφάσματος που περίσσευε, μέχρι να ανεβατίσουν. Αυτό ήταν το «μεσάλι».
Εκεί λοιπόν στην πινακωτή πα- ρέμεναν τα ζυμωμένα ψωμιά, για να φουσκώσουν (ανεβατίσουν),
Πινακωτή φτιαγμένη από μαραγκό
για δύο-τρεις ώρες και εν τω μεταξύ άρχιζε η διαδικασία του ανάμματος του φούρνου.
Το φούρνο τον άναβαν βάζοντας κλάρες και πουρνάρια ή και πολλές φορές και ξύλα από την «τρακάδα». Άναβαν μια με-
γάλη φωτιά, οι γλώσσες της οποίας έβγαιναν από
την είσοδο του φούρνου, ενώ ακούγονταν τα τρι-
ξίματα των ξύλων που καίγονταν, έκαναν δηλαδή
«μπουμπούνα» όπως την αποκαλούσαν και όλο έβα-
ζαν κλάρες και πουρνάρια, τα οποία συνδαύλιζαν με
το «φουρνόξυλο». Όταν καταλάγιαζε η ορμή και το
μέγεθος της φωτιάς, έσπρωχναν τη θράκα με τη βο-
ήθεια του φουρνόξυλου προς τη μία μεριά στο εσω- τερικό του φούρνου και καθάριζαν το δάπεδο του φούρνου με την «πάνα», η οποία ήταν ένα μακρύ ξύλο που στη μία άκρη του ήταν δεμένα βαμβακε- ρά συνήθως πανιά -κάτι σαν μια μεγάλη σφουγγαρί- στρα- και η οποία ήταν πολύ πιο αποτελεσματική αν αντί για πανιά, είχαν δεμένα σκλείδια από μιτάρια. Ύστερα άλλαζαν τη θέση της θράκας και καθάριζαν την άλλη μεριά του φούρνου και αυτή η εναλλαγή τη θράκας γινόταν περίπου τρεις φορές. Στο τέλος, όταν ο φούρνος είχε ζεσταθεί, τραβούσαν τη θράκα και τη στάχτη, προς την είσοδο του φούρνου.
Προζμάς
Προζμάς
Για να υπολογίσουν ότι ο φούρνος έχει «κάψει», έπρεπε να ασπρί- σουν οι πέτρες στα τοιχώματα του εσωτερικού του φούρνου, αλλά και να ασπρίσει ακόμα και η είσοδος του φούρνου.
Έτοιμος λοιπόν ο φούρνος και η νοικοκυρά έφερνε την πινακωτή, όπου ήταν τα καρβέλια, ανεβατισμένα και σκεπασμένα με το μεσάλι και με τη βοήθεια του φουρνόφτυαρου, τα έριχναν στο φούρνο και έκλειναν την είσοδο με το καπάκι του, αφού προηγουμένως είχαν με το δάχτυλο δη- μιουργήσει μια τρύπα στην μέση του καρβελιού, για να μην δημιουργη-
- 103 -
Σκαφίδι
θούν «φουσκώματα» στην κόρα του ψωμιού. Να μην καρουλιάσει, όπως έλεγαν. Το ψήσιμο κρατούσε περί- που δύο ώρες.
Οι πινακωτές είχαν πέντε έως επτά θέσεις για καρβέλια. Σπανί-
ως ήταν περισσότερες, υπολογισμένες ώστε το κάθε καρβέλι να βγαίνει δυόμισι οκάδες, δηλαδή τρία περίπου κιλά.
Όταν έβγαινε το ψωμί και το μετέφεραν στο σπίτι, έπρεπε να το αφή- σουν να κρυώσει. Τα καρβέλια δεν τα έβαζαν
το ένα πάνω στ΄άλλο, γιατί θα πίεζαν το ένα το
άλλο και θα σκλήρυνε το ψωμί. Θα γινόταν σαν
«αλειψό» όπως έλεγαν. Να πούμε εδώ, ότι αλει-
ψό έλεγαν το ψωμί που είχε ζυμωθεί χωρίς προ-
ζύμι. Όταν εμείς οι μικροί θέλαμε να φάμε ζεστό
ψωμί, μας έλεγαν «περίμενε για να πάει η ψυχή του στο χωράφι». (Πιρίμιν να πάει η ψχητ΄ στου χουράφ΄).
Φουρνόφτυαρο και
πάνα
Όταν ήθελαν να ζυμώσουν για τη λειτουργιά, για τηγανοψώματα, για πταλιές ή για πίτες κλπ. που το ζυμάρι ήταν λίγο, χρησιμοποιούσαν ένα μικρότερο σκαφιδάκι, που κι αυτό ήταν από ξύλο πλατάνας σκαφισμένο, καθώς επίσης και μικρή σήτα.
Τους βαριούς χειμώνες με τα πολλά χιόνια, που το άναμμα του φούρ- νου ήταν δύσκολο, χρησιμοποιούσαν τη γάστρα, με την οποία έψηναν στο τζάκι το ψωμί, αλλά και με την οποία ψήνανε πίτες και διάφορα φαγητά στο ταψί.
Το πρόσφορο ή Λειτουργιά (Λειτρουιά)
Η παρασκευή της λειτουργιάς ή λει-
τρουιάς–όπως συχνότερα την αποκαλού-
σαν οι προγονοί μας–είχε ένα διαφορετι-
κό τρόπο, που ξεκινούσε από την άλεση
του σιταριού.
Όταν ετοίμαζαν το σιτάρι σε τσουβά-
λια για να τα πάνε στο μύλο, ξεχώριζαν
ένα τσουβάλι στο οποίο έβαζαν το σιτάρι, από την άλεση του οποίου θα γινόντουσαν
- 104 -
Καρβέλια στην πινακωτή
τα πρόσφορα. Το σιτάρι αυτό το είχε καθαρί- σει και τακτοποιήσει μία απ΄τις γυναίκες του σπιτιού–μάνα, κόρη, νύφη κλπ.- η οποία ήταν «καθαρή», δηλαδή δεν είχε περίοδο και δεν είχε «πάει» με τον άντρα της τις μέρες εκεί- νες.
Ευνόητο είναι ότι το τσουβάλι αυτό έμπαινε στο μύλο χωριστά, για να μην ανακατευτεί με το άλλο σιτάρι.
Όταν επρόκειτο να ζυμώσουν τη λειτρουιά, χρησιμοποιούσαν–οι περισσότερες, γιατί δεν είχαν όλες–ειδική σήτα, που αντί για συρμά- τινη σήτα, είχε μεταξωτό πανί, εφαρμοσμένο και τεντωμένο στη βάση, ώστε οι τρύπες που σχηματίζονταν να είναι μικρότερες και έτσι
Καρβέλια ψημένα
Πλαστήρι
δεν υπήρχε περίπτωση να εισχωρήσει πίτουρο στο αλεύρι.
Ακόμα και το προζύμι ήταν φυλαγμένο από την προηγούμενη λειτουρ- γιά που είχαν ζυμώσει. Δεν την έβαζαν σε πινακωτή για να ανεβατίσει και να την πάνε στο φούρνο, αλλά πάνω στο «πλαστήρι» και αντί για μεσάλι την τύλιγαν με μαντίλι βαμβακερό, απ’αυτά που φορούσαν οι γυναίκες, για να μη δημιουργούνται στην επιφάνεια του ψωμιού διάφορες εσοχές
ή ανωμαλίες που πιθανόν να δημιουργούσε το χοντρύτερο και υφαντό μεσάλι. Το μαντή- λι αυτό κατά προτίμηση ήταν άσπρο. Πάνω στη λειτουργιά έβαζαν τη στάμπα «σφραγί- δα» ή «σουφραΐδα», όπως την αποκαλούσαν και γύρω-γύρω την τρυπούσαν με μια βελό- να πολλές φορές, για να μη δημιουργηθούν
Σφραγίδα (Σουφραΐδα)
Πρόσφορο
σκασίματα κατά το ψήσιμο.
Όλ΄ αυτά βεβαίως, γινόντουσαν από τη γυναίκα του σπιτιού που ήταν «καθαρή», όπως προείπαμε.
Επίσης πρόσεχαν ώστε το πρόσφορο να είναι φουσκωτό κατά προτίμηση, ώστε όταν ο παπάς έβγαζε το «ύψωμα», να μην φτάνει η λαβίδα μέχρι το κάτω μέρος της λειτουρ- γιάς. Να μην φτάνει μέχρι την κάτω «κόρα» όπως χαρακτηριστικά έλεγαν.
- 105 -
Φούρνοι.
Στη Στενή των προηγούμενων ετών, δεν έχει η κάθε οικογένεια τον δικό της φούρνο, αλλά υπήρχε από ένας σε κάθε γειτονιά που εξυπηρετούσε όλα τα νοικοκυριά. Οι φούρνοι αυτοί ήταν ιδιοκτησίες κάποιων, οι οποίοι με ευχαρίστηση άφηναν τους άλλους να φουρνίσουν. Κάποιοι από αυτούς τους φούρνους διασώζονται ακόμα και σήμερα.
Οι φούρνοι ήταν δύο ειδών. Ήταν οι μεγάλοι φούρνοι, που χωρούσαν 10–12 καρβέλια ψωμί και οι χαμόφουρνοι, δηλαδή μικροί φούρνοι, κατα- σκευασμένοι τις περισσότερες φορές από μη επαγγελματίες, που χωρού- σαν 4–5 καρβέλια και έκαιγαν πολύ εύκολα με λιγότερα ξύλα.
Οι φούρνοι φτιάχνονταν από πέτρες, λάσπη και σπασμένα κεραμίδια. Αναλογικά με τον πληθυσμό, οι φούρνοι στην Κάτω Στενή ήταν περισ-
σότεροι.
Πιθανότατα αυτό θα οφείλεται στο γεγονός ότι στην κάτω Στενή το μέ- ρος ήταν πιο ανοιχτό και τα σπίτια είχαν μεγαλύτερες αυλές «είχαν πε- ρισσότερη άπλα», ενώ στην Άνω Στενή οι χώροι στις αυλές ήταν περιορι- σμένοι.
Στην Πάνω Στενή ήταν οι φούρνοι του Χουλιάρα (Τσαφλιώς), Καμαριώ- τη (Κολασάνας), στου Μπεληγιάννη Ιωάννη (Καλιάφα), Κατερίνας Γερακί- νη (Γκρίνα), στης Μαρίας Τσιριμώκου (Κατσιτζού - Μανταβέλη), στης Μα- στρογιάννη (Γιαννούλα του Κόλια), Παπαγεωργίου (Τσαγκάρη), Ντούρ- μα (Σαντά), Μαρίας Κορώνη (Μαρία της Βούλας), στου Μακρή (Ζούμνα), Ντούρμα Δημητρίου (Μαύρος), Ζέρβα Νικολάου του Ιωάννη, Τσακούμη Αλέκου, Παρασκευής Γιαννούκου (Παρασκευάνα), Καρλατήρα Θανάση (Σκρέτη), Λέων Δημητρίου (Κακαρά), Ντουμάνη Κωνσταντίνου (Κοτσιβή), Γάτου Δημητρίου, Βλάχου Κωνσταντίνου (Μπαραγάρη), Κατερίνας Παπα- ναστασίου (Παπακηρύκου).
Στην Κάτω Στενή, ήταν του Σουλτάνη (Βασλαρά), Μαστρογιάννη (Σώγα- μπρου), Καμαριώτη (Παρέας), στου Κυράνα, στου Γραμματικόγιαννη (Κο- τσίκω), στης Τασάς του Γιαμά, στου Βλάχου (Μαρμαρά), στου Κοντού- λα, στου Καλαμάρα Χαράλαμπου, στου Καλαμάρα Χρήστου, στου Σιμι- τζή (Καββαθά), στου Γιαλού Αθανασίου (Ταμία), στου Παπακωνσταντίνου (Μαναράκη), στου Σπυριδάκη (Καλύβα), στου Γιαλού Ευάγγελου (Ταμίας), στου Γιαννούκου Ιωάννη (Γιαννακίτσας), στου Κρητικού Στέλιου (Στελά- κη), στου Κρητικού Γιώργου (Μαχαιρά), στου Βλάχου Αθανασίου (Φρίγ- γα), στου Παπαϊωάννου (Τέλια) και στου Κοντούλα Κώστα.
Πολύ πιθανόν να υπήρχαν και άλλοι που δεν μπορέσαμε να πληροφο- ρηθούμε.
- 106 -
Το χώρισμα του μούστου και οι μουσταλευριές.
Μετά τον τρύγο και το πάτημα των σταφυλιών, πολλοί κρατούσαν μού- στο για να φτιάξουν μ΄ αυτόν μουστοκούλουρα, μουσταλευριά, μουστό- πιτες, σουτζούκια ή ακόμα και πετιμέζι.
Το μούστο όμως που κρατάνε, πρέπει πρώτα να τον «χωρίσουν».
Για να γίνει αυτό χρειάζεται η παρακάτω διαδικασία.
Βράζουν το μούστο μέσα στο κα-
ζάνι ή σε μικρότερο δοχείο, ανάλο-
γα με την ποσότητα του μούστου που
θα χρειαστούν. Μέσα στο καζάνι με
το μούστο, ρίχνουν λίγη μαρμαρό-
σκονη. Παλιότερα στη Στενή έριχναν
μέσα ένα ασπρόχωμα, που υπήρ-
χε στην τοποθεσία «Κούκος», ανά-
μεσα στα σπίτια σήμερα του Δικη-
γόρου Θανάση Σπύρου (πρώην Χου-
λιάρα) και της οικίας της Σταμάτως
Σπυριδάκη, αλλά και στη θέση «Ανή-
λιος». Στην Κάτω Στενή το ασπρό-
χωμα αυτό, το προμηθεύονταν από
την θέση «στου Ανδρίτσα το κοτρό-
νι», που είναι στην περιοχή προς τη διασταύρωση των Καμπιών. Σαφώς όμως υπήρχαν και άλλα μέρη που έβγαινε το ασπρόχωμα. Μερικοί επί- σης χρησιμοποιούσαν και στάχτη.
Αφού βράσει ο μούστος, κατεβά-
Η Γιούλα Μπεληγιάννη του Νικο- λάου (Κάκη), «χωρίζει» το μού-
στο, πάνω σε φωτιά από ξύλα, μέσα στο καζάνι (κακάβι), που στηρίζεται
πάνω στην τζιροστιά.
ζουν το καζάνι από τη φωτιά να κρυώσει λίγο και εκεί γίνεται και το «χώ- ρισμα», δηλαδή κατακάθεται στον πάτο του δοχείου όλη η «λάσπη» που έχει δημιουργηθεί και πάνω μένει ο καθαρός μούστος.
Αφού πάρουν τον καθαρό μούστο και πετάξουνε τα κατακάθια, τον ξα- ναβράζουνε, γιατί έτσι–λένε–ο μούστος συντηρείται περισσότερο καιρό.
Αν πάλι θέλουν, αφήνουν ένα μέρος του μούστου να βράσει για πάρα πολύ ώρα, μέχρι που να αρχίσει να γίνεται παχύρρευστος–να μελώνει – και να γίνει πετιμέζι.
- 107 -
Μουσταλευριά, μουστόπιτα, σουτζούκι.
Μουσταλευριά.
Έβαζαν στην κατσαρόλα το μούστο για να βράσει. Στη συνέχεια έπαιρ- ναν λίγο από τον βρασμένο μούστο, τον έβαζαν σε ένα άλλο δοχείο και εκεί έριχναν λίγο-λίγο αλεύρι και το ανακάτευαν, ώστε να γίνει ένας πα- χύρρευστος χυλός.
Ύστερα τον χυλό αυτό τον έριχναν στην κατσαρόλα, όπου συνέχιζε να βράζει ο μούστος, το ανακάτευαν συνέχεια και όταν έβλεπαν ότι είχε αρ- χίσει να πήζει, έσβηναν τη φωτιά και έριχναν τη μουσταλευριά σε πιάτα ή μπολ διάφορα, την άφηναν λίγο να κρυώσει και ήταν έτοιμη να φαγωθεί.
Μουστόπιτα.
Έφτιαχναν τη μουσταλευριά με τον τρόπο που προαναφέραμε και την έβαζαν μέσα σε ένα ταψί. Το ταψί αυτό το άφηναν για αρκετές μέρες έξω στον ήλιο, μέχρι που η μουσταλευριά ξεραινόταν.
Την έβγαζαν τότε από το ταψί και την έκοβαν σε κομμάτια. Τα κομμά- τια αυτά τα άφηναν στον ήλιο 2-3 μέρες ακόμα και το γλυκό ήταν έτοιμο. Μπορούσαν να τρώνε όλο το χειμώνα και ήταν από τα πιο περιζήτητα γλυ- κά, ειδικά από τα νεαρά μέλη της οικογένειας.
Σουτζούκι.
Έσπαζαν τα καρύδια (κοκόσες) και στην ψίχα (σουμπράδες), πέρναγαν με το βελόνι κλωστή, που έπρεπε να ήταν γερή, γιαυτό την έκαναν διπλή και τριπλή, ίσως και περισσότερο και με ένα χοντρό βελόνι τις έκαναν αρ- μαθιά.
Προηγουμένως όμως, την ψίχα του καρυδιού την είχαν βάλει στο νερό, για να μαλακώσει και να μην διαλύεται από το πέρασμα του βελονιού. Να σημειώσουμε ότι κάθε κομμάτι ψίχας, το διαπερνούσαν δύο φορές με το βελόνι για να μην χαλάει η σειρά των καρυδιών, έτσι όπως τα είχανε το- ποθετήσει.
Φτιάχνανε τη μουσταλευριά και εμβαπτίζανε την αρμαθιά με τα καρύ- δια. Η μουσταλευριά κολλούσε πάνω στα καρύδια και τότε κρεμούσαν την αρμαθιά για να στεγνώσει. Τις πρώτες εμβαπτίσεις τις κάνανε σε πιο αραιή μουσταλευριά, μετά τα εμβαπτίζανε σε πιο πηκτή. Την άλλη μέρα γινόταν το ίδιο και το σουτζούκι όλο και χόντρυνε. Όταν έβλεπαν ότι είχε πάρει το επιθυμητό πάχος, σταματούσαν τη διαδικασία, το κρεμούσαν για πολλές μέρες έξω στο χαγιάτι εκτεθειμένο στον αέρα και στον ήλιο και το σουτζούκι μας ήταν έτοιμο.
Ένα υπέροχο χειμωνιάτικο γλυκό.
- 108 -
Φαγώσιμες ελιές
Κατά τη διάρκεια της συγκομιδής του
ελαιοκάρπου, ξεχώριζαν τις ελιές που
είχαν πέσει κάτω πριν από το τίναγμα
και δεν ήταν «χτυπημένες» ή «σκουλη-
κιασμένες», για να τις φτιάξουν φαγώ-
σιμες.
Αυτό ήταν ένδειξη ότι η ελιά ήταν
ώριμη «κρεατωμένη».
Όταν τις πήγαιναν στο σπίτι, τις έπλεναν πολλές φορές μέσα σε ένα κα- ζάνι ή σκάφη, τέσσερις, πέντε και έξι φορές, μέχρι να διαπιστώσουν πως ήταν πεντακάθαρες.
Τις άφηναν λίγο διάστημα να στραγγίσουν και μετά τις έβαζαν σε ένα τσουβάλι ή σε μια μαξιλαροθήκη αν ήταν λιγότερες, ή οποιοδήποτε σα- κούλι, που ταίριαζε με την ποσότητα των ελιών. Μαζί με τις ελιές έβα- ζαν και αλάτι χοντρό, το οποίο το είχαν χτυπήσει με το στούμπο για να γί- νει μικρότερα κομμάτια και να καλύπτει, όσο το δυνατόν περισσότερες ελιές.
Εντωμεταξύ φτιάχνανε μια πρόχειρη κατασκευή με ξύλα (κάτι σαν τη σημερινή παλέτα) και έβαζαν επάνω το τσουβάλι στο πλάι.
Κάθε μέρα σηκώνανε το τσουβάλι, το ανακινούσαν για να πάει παντού το αλάτι και το ξαναβάζανε στη θέση του, από την ανάποδη μεριά.
Αυτό γινόταν για πολλές μέρες, μέχρι να βγάλει η ελιά τα υγρά που είχε, τα οποία χυνόντουσαν κάτω, -γι αυτό η ξύλινη βάση που έμπαινε το τσουβάλι ήταν υπερυψωμένη- και όταν βλέπανε ότι οι ελιές είχαν «στα-
φιδιάσει», ήταν έτοιμες για φαγητό. Τις έβγαζαν από το τσουβάλι και τις
βάζανε στην πηνιότα (πνιότα).
Η πνιότα ήταν ένα πήλινο δοχείο, σαν μεγάλη στάμνα, αλλά με μεγάλο στόμιο, για να χωράνε άνετα τα χέ- ρια, ώστε να τα βάζουν μέσα για να παίρνουν τις ελιές.
- 109 -
Αποξηραμένα σύκα
Τέλος Αυγούστου με αρχές Σεπτεμβρίου «έβγαιναν» τα σύκα.
Το σύκο είναι βρώσιμος καρπός κατάλληλος για ζωοτροφή και ανθρώ- πινη διατροφή, με γλυκιά γεύση. Έχει μεγάλη θρεπτική αξία και αρκετές βιταμίνες. Όμως δεν μπορεί να διατηρηθεί για μεγάλο διάστημα σε θερ- μοκρασία περιβάλλοντος και η εναλλακτική λύση είναι η αποξήρανση.
Προέβαιναν λοιπόν σ΄αυτή τη διαδικασία της αποξήραν- σης, για να έχουν για όλο το χειμώνα.
Τα πιο συνηθισμένα σύκα στη Στενή ήταν τα ασπροβα- σίλικα (τα πράσινα), τα φα- ραδόσυκα (σκούρα, δαμα- σκηνί) και τα λούρια, που ήταν μικρότερα σε μέγεθος.
Σκάδες
Να πούμε, πως όταν το σύκο είναι μικρό και αγίνω-
το (άγουρο), το λένε μόλιθο και αν το κόψεις βγάζει ένα άσπρο υγρό σαν γάλα, που αν ακουμπήσει στα χέρια σου, σου προκαλεί φαγούρα.
Μάζευαν τα σύκα αφού είχαν ωριμάσει πολύ, τα άνοιγαν πιέζοντας στη μέση, χωρίς να αποχωριστεί το ένα κομμάτι από το άλλο και τα άπλωναν στο χαγιάτι ή σε κάποιο μέρος που να το παίρνει ο ήλιος.
Από κάτω έβαζαν σπάρτα, για να παίρνουν αέρα.
Τα άφηναν εκεί τρεις-τέσσερις μέρες περίπου. Για να προστατεύονται από τις σφήκες και τα διάφορα έντομα έβαζαν από πάνω τούλι και πα- λαιότερα που δεν είχαν τούλια, έβαζαν, σπάρτα ή διάφορα κλαριά για να εμποδίζουν τα έντομα (σφήκες κ.α.) να πλησιάζουν.
Ύστερα τα έπαιρναν και τα συγκολλούσαν ανά δύο από την μέσα μεριά. Τα άπλωναν ξανά στον ήλιο για άλλες τρεις-τέσσερις μέρες.
Κάθε μέρα τα γύριζαν. Τα μικρότερα σύκα τα άπλωναν χωρίς να τα ανοί- ξουν και μετά τα ζεμάτιζαν.
Σ΄ότι αφορά το ζεμάτισμα, γινόταν ή σε τέντζερη, αν τα σύκα ήταν λίγα
- 110 -
ή αν ήταν πολλά στο κα- ζάνι (κακάβι) που ήταν μονίμως στην αυλή, στη- ριγμένο πάνω στα «κα- καβολίθαρα». Βάζανε τα σύκα λίγα-λίγα και ζεμα- τιζόντουσαν Όταν ζεμα- τίζονταν τα πρώτα, έβα- ζαν τα επόμενα μέχρι να τελειώσουν.
Ανοιγμ ένα σύκα
Μέσα στο νερό που έβραζε έριχναν βασιλικό και βάγια για άρωμα και ρίγανη για συντηρητικό.
Αφού τα άφηναν λίγο να στραγγίσουν, έβαζαν λίγα σε ένα κοφίνι 1-2 οκάδες και από πάνω τοποθετούσαν ρίγανη και φύλλα καρυδιάς. Ξανά- βαζαν 1-2 οκάδες σύκα και ξανά ρίγανη και φύλλα καρυδιάς και αυτό γι- νόταν μέχρι να γεμίσει το κοφίνι, αλλά και το άλλο κοφίνι και το άλλο και όσα κοφίνια να ήτανε, ανάλογα με την ποσότητα των σύκων.
Όταν στέγνωναν, τα άπλωναν ακόμα 2-3 μέ- ρες και ήταν έτοιμα.
Μερικοί έβαζαν ανά- μεσα στα δύο κολλημένα σύκα και ψίχα καρυδιού και ήταν νοστιμότερα.
Τα σύκα αυτά τα έλε- γαν «σκάδες».
Τα μικρότερα σύκα
Αρμάθια
που δεν τα άνοιγαν, μετά το ζεμάτισμα τα περνού-
σαν σε μια κλωστή, τα έκαναν αρμαθιά, και τα κρεμούσαν. Τα έλεγαν «αρ- μάθια».
Τα αποξηραμένα φαραδόσυκα τα χρησιμοποιούσαν κυρίως για τροφή των ζώων.
-Λένε ότι πολλοί γεωργοί όταν πήγαιναν στο χωράφι έπαιρναν μαζί τους 2-3 σκάδες και με αυτές περνούσαν μέχρι το απόγευμα που γυρνούσαν στο σπίτι.
- 111 -
Το γουρούνι
Το γουρούνι, οι περισσότεροι Στενιώτες το αγόραζαν από το παζάρι της Κάτω Στενής την 1η Σεπτεμβρίου. Το έτρεφαν για τέσσερις περίπου μήνες και παραμονές Χριστουγέννων το έσφαζαν. Επειδή όμως η δουλειά αυτή είχε πολύ δυσκολία, βοηθούσε ο ένας τον άλλον, αλλά μαζεύονταν γύρω και πολλοί περίεργοι, για να παρακολουθήσουν και να δώσουν και συμ- βουλές, για το πώς πρέπει να γίνει το σφάξιμο.
Όπου ακούγονταν τα διαπεραστικά μουγκρητά από τα σφαζόμενα γου- ρούνια, τρέχαμε εμείς τα παιδιά για να πάρουμε τη φούσκα του γουρου- νιού, να την καθαρίσουμε και να την κάνουμε μπαλόνι για τα παιχνίδια μας.
Αφού έγδερναν το γουρούνι, ξεχώριζαν όλα εκείνα με τα οποία θα έφτιαχναν τα λουκάνικα, τον πασπαλά, την πηχτή και τις οματιές και το υπόλοιπο το κρεμούσαν από το τσιγκέλι, αφού προηγουμένως το αλάτι- ζαν καλά.
Απ΄αυτό μαγείρευαν το καθιερωμένο φρικασέ και έψηναν στο τζάκι όποτε ήθελαν κόβοντας ένα κομμάτι από το κρεμασμένο χοιρινό.
Λουκάνικα
Αυτά γίνονταν από τα
έντερα του γουρουνιού και
από το κρέας του. Τα έντερα
τα καθάριζαν οι νοικοκυρές,
πλένοντάς τα πολλές φορές.
Οι άντρες έκοβαν το κρέας
σε φέτες και μετά σε μικρά-
μικρά κομματάκια και τα τα-
λιάριζαν. Τα έβαζαν σε μια
λεκάνη και έριχναν αλάτι,
πιπέρι, διάφορα μπαχαρικά,
ρίγανη, θυμάρι, κανέλλα, γα- ρύφαλλο, κλπ.
Λουκάνικα
Τα άφηναν κάποιες ώρες ανακατεύοντάς τα. Μετά έβαζαν ένα ειδικό
- 112 -
χωνάκι στο ένα άνοιγμα του εντέρου (το άλλο το έδεναν με κλωστή) και γέμιζαν το στόμιο του χωνιού με το υλικό, ενώ με μια καρφίτσα ή μικρό βελόνι τρύπαγαν το έντερο ώστε να βγαίνει ο αέρας και να προχωράει το υλικό μέσα στο έντερο. Όταν τελείωναν, τα κρεμούσαν σε ένα ξύλο κοντά στη φωτιά και αφού στέγνωναν, τα κρεμούσαν σε κάποιο σημείο του σπι- τιού και από αυτά έκοβαν κομμάτια, όποτε ήθελαν να φάνε.
Πασπαλάς
Έκοβαν το κρέας σε κομμάτια που να έχουν πολύ λίπος, όχι πολύ με- γάλα άλλα ούτε πολύ μικρά. Τα έβαζαν σε μία λεκάνη και ρίχνανε αλάτι χοντρό, το αφήνανε για 4-5 μέρες και τα ανακάτευαν κάθε τόσο να πάρει καλά το αλάτι και να σφίξει το κρέας για να μη τους χαλάσει. Μετά τις 5 μέρες το ξέπλεναν να φύγει το πολύ αλάτι και το βάζανε σε μία κατσαρό- λα για να βράσει. Όταν κρυώσει το κρέας το βάζουν στην πνιότα και ρί- χνουν από πάνω το ζουμί που έβρασε, για να πήξει. Με το πηγμένο λίπος από πάνω, τα κομμάτια το κρέας συντηρούνται για πάρα πολύ καιρό, ενώ το λίπος χρησιμοποιείται για τηγάνισμα.
Οματιές
Οι οματιές είναι ένα από τα παραδοσιακά Χριστουγεννιάτικα φαγητά της περιοχής μας.
Για να φτιαχτεί χρειάζεται πολύ δουλειά και προσεκτική διαδικασία. Από το βράδυ, παίρνουν το μπου-
λουγούρι (πλιγούρι), που είναι σιτά-
ρι που έχει τριφτεί στο χειρόμπλου
(χειρόμυλο), το βάζουνε στην κα-
τσαρόλα ή τον τέντζερη αν έχουνε
μεγάλη ποσότητα και το βράζουνε
για λίγη ώρα. Ύστερα σβήνουν τη
φωτιά και το αφήνουν όλο το βράδυ
μέσα στην κατσαρόλα για να φου-
σκώσει.
Την άλλη μέρα παίρνουν το παχύ
έντερο του γουρουνιού και το πλέ- νουν με κρύο νερό για να φύγουν οι
Οματιές
βρωμιές που περιέχουν τα έντερα. Μετά το ξαναπλένουν με χλιαρό νερό πέντε έως έξι φορές. Αφού καθαριστούν καλά τα έντερα, τα πλένουν πάλι με ξύδι αραιωμένο στο νερό και πάλι το ξαναπλένουν με καθαρό νερό,
- 113 -
για να φύγει η μυρωδιά του ξιδιού και το αφήνουν μέσα στο νερό να μα- λακώσει μέχρι να ετοιμαστεί η γέμιση.
Για τη γέμιση έπαιρναν το μπουλουγούρι και μέσα σ΄ αυτό έριχναν κομ- ματάκια ψιλοκομμένα χοιρινού συκωτιού, που προηγουμένως το είχαν βράσει καλά και επιπλέον αλάτι, θρούμπι, κανέλα, γαρύφαλλο, πιπέρι και ελάχιστο λάδι και τα ανακάτευαν καλά.
Έπαιρναν στη συνέχεια το έντερο του χοιρινού και το έκοβαν κομμά- τια μάκρος 30-35 εκατοστά το καθένα και τα γύριζαν ανάποδα, δηλαδή το μέσα μέρος έβγαινε απ΄ έξω και μέσα σ΄ αυτά έβαζαν τη γέμιση και με σκοινί τα έδεναν από τις δύο άκρες.
Οι οματιές ήταν έτοιμες να μπούνε στο φούρνο.
Μερικοί έβαζαν μέσα στο ταψί ανάμεσα από τις οματιές και κομμάτια χοιρινού, που ψηνόντουσαν μαζί, για να δώσουν μια επί πλέον γεύση στο φαγητό.
Πηχτή
Αυτό το φαγητό γινόταν από το κεφάλι, τα αυτιά και τα πόδια του γου- ρουνιού.
Τα καθάριζαν καλά, ξύριζαν τις τρίχες για να είναι πεντακάθαρα, τα έπλεναν και τα έβαζαν σε ένα μεγάλο τέντζερη. Έριχναν νερό, αλάτι, πι- πέρι, μπαχαρικά διάφορα και τα έβραζαν σε σιγανή φωτιά μέχρι να ξε- χωρίζουν εύκολα τα κόκαλα. Μετά τα ξεκοκάλιζαν και τα τοποθετούσαν σε πήλινα τσουκάλια ή πνιότες. Τα σκέπαζαν με το ζωμό που είχαν ρίξει ξύδι και λεμόνι και τα άφηναν να κρυώσουν. Ο ζωμός αυτός γινόταν σα ζελέ και διατηρούσε την πηχτή για πολύ μεγάλο διάστημα. Ήταν πεντα- νόστιμος μεζές και σήκωνε και αρκετό κρασάκι για τα κρύα βράδια του χειμώνα.
Αλλά από το γουρούνι τίποτα δεν πήγαινε χαμένο. Ακόμα και τα κόκαλα που έμεναν στο τέλος και είχαν επάνω τους λίγο κρέας, τα έβαζαν σε ένα δοχείο με άρμη για να διατηρούνται και τα μαγείρευαν με διάφορα φαγη- τά, μακαρόνια, ρύζι κλπ.
Κάτι σαν τους σημερινούς κύβους που βάζουμε στα φαγητά για να δί- νουν την ανάλογη γεύση.
- 114 -
Χαψομακαρόνια
Στα χρόνια των πατεράδων και των παππούδων μας, δεν υπήρχαν φούρ- νοι όπως σήμερα, που αγοράζουμε το ψωμί και άλλα αρτοσκευάσματα.
Πολλά σπίτια είχαν φούρνους στις αυλές τους, για να ψήνουν μόνοι τους το ψωμί. Όσοι δεν είχαν φούρνους, εξυπηρετούνταν από κάποιον γείτονα ή συγγενή που είχε φούρνο.
Επειδή όμως αυτή η διαδικασία απαιτούσε πολύ χρόνο και κόπο, έφτια- χναν πολλά καρβέλια, 5 έως 6 που ζύγιζαν από 2 έως 3 κιλά το καθένα, έτσι ώστε να έχουν πολλές μέρες ψωμί και να μην αναγκάζονται να ζυμώ- νουν και να φουρνίζουν συχνά.
Όμως όπως ήταν επόμενο, τόσος καιρός που περνούσε, το ψωμί ξεραι- νόταν και όταν αποφάσιζαν να ζυμώσουν φρέσκα καρβέλια, είχαν ήδη μείνει πολλά ξεροκόμματα, από την προηγούμενη φουρνιά.
Τα ξεροκόμματα αυτά, αφού τα έκοβαν σε μικρά τεμάχια τα έβαζαν μέσα στην καβάθα, όταν είχαν φασολάδα, ρεβίθια, τραχανάδες διάφο- ρους και άλλα φαγητά που περιείχαν πολύ ζουμί, και τα έτρωγαν μαζί με το φαγητό.
Μερικοί όμως, με το ψωμί αυτό, έφτιαχναν τα «χαψομακαρόνια». Έκο- βαν τα ξεροκόμματα σε μικρά τεμάχια, ενώ παράλληλα είχαν βάλει στον τέντζερη νερό για να βράσει.
Όταν το νερό «χουχούλαζε», έριχναν μέσα τα μικρά τεμάχια και τα άφηναν για 3-4 λεπτά. Έπειτα τα έβγαζαν και τα στράγγιζαν. Όταν στράγ- γιζαν, τα έβαζαν στην καβάθα και έριχναν από πάνω μυζήθρα ή τριμμένο τυρί. Εντωμεταξύ είχαν τοποθετήσει το τηγάνι στη φωτιά και είχαν βάλει μέσα λάδι για να «κάψει».
Όταν το λάδι έκαιγε, το έριχναν μέσα στα βρασμένα «χοχλασμένα» κομμάτια ψωμί, με τη μυζήθρα.
Το φαγητό ήταν έτοιμο να φαγωθεί και σας διαβεβαιώνω ότι ήταν νο- στιμότατο.
Το όνομα «χαψομακαρόνια» που είχε δοθεί σ’αυτό το φαγητό, προέρ- χεται α) από τη λέξη «χαψιά» που σημαίνει μπουκιά και β) επειδή η δια- δικασία που ακολουθείτο έμοιαζε μ’αυτήν που ακολουθούμε για να ετοι- μάσουμε τα «φτιαχτά» μακαρόνια, έχουμε χαψιά + μακαρόνια = χαψομα-
- 115 -
καρόνια.
Σήμερα, αν επιχειρήσετε να φτιάξετε χαψομακαρόνια, μάλλον δεν θα το πετύχετε, γιατί το ψωμί είναι φτιαγμένο με μαγιά και διάφορα διογκω- τικά. Τότε το ψωμί ήταν ζυμωμένο με τα χέρια, είχε προζύμι και το αλεύ- ρι ήταν από σκληρό ντόπιο στάρι. Πράγμα που το έκανε να είναι πολύ συ- μπαγές και σκληρό μετά από λίγες μέρες όταν έχανε την πρώτη φρεσκά- δα του, αλλά παρέμενε φαγώσιμο, δεν χάλαγε (μούχλιαζε), έπρεπε να περάσει πολύς καιρός για να συμβεί κάτι τέτοιο.
- 116 -
Η Παρασκευή σαπουνιού
Όταν παίρνανε το λάδι από το λιοτρίβι, το
βάζανε σε καζάνια και άλλα δοχεία για λίγες
μέρες, για να κατακαθίσει η μούργκα. Ύστε-
ρα, καθαρό πια το έβαζαν στα δοχεία που
θέλανε κι ήταν έτοιμο για χρήση.
Τη μούργκα τη βάζανε σε ένα καζάνι και
ρίχνανε μέσα νερό (5-6 κιλά νερό σε 15-20
κιλά μούργκα). Ανάβανε φωτιά και η μούρ-
γκα με το νερό άρχιζε να βράζει. Κατά τη δι-
Σαπούνι.
άρκεια του βρασμού, έβγαιναν στην επιφάνεια διάφορα «σαβούρια» και άλλα περιττά πράγματα τα οποία τα μάζευαν με τον κεψέ και τα πετού- σαν, ώστε να μείνει καθαρή η μούργκα (το ξαφρίζανε).
Ύστερα σβήνανε τη φωτιά και αφήνανε τη μούργκα να κρυώσει λίγο. Στη συνέχεια με μια καραβάνα παίρνανε την καθαρή πια μούργκα και τη μεταφέρανε σε άλλο καθαρό καζάνι. Αφού ρίχνανε νερό στην ίδια περί- που αναλογία όπως στην αρχή, ανάβανε φωτιά και άρχιζε πάλι να βράζει.
Παράλληλα, σε ένα άλλο μικρό δοχείο βράζανε νερό και ρίχνανε μέσα λίγο-λίγο την ποτάσα (4-5 κιλά) ανακατεύοντας συνεχώς. Όταν τέλειωνε το ρίξιμο της ποτάσας και σχηματιζόταν το διάλυμα, το έριχναν λίγο-λίγο και προσεκτικά μέσα στο καζάνι με τη μούργκα και ανακατεύανε συνε- χώς. Το άφηναν να βράσει για δύο-τρεις ώρες, ώστε να δημιουργηθεί μια κρούστα παχύρρευστη, κάτι σαν παγωμένο λάδι ή σαν βούτυρο.
Το άφηναν λίγη ώρα να κρυώσει και να γίνει χλιαρό (να χλιάνει).
Ύστερα με καραβάνα ή μεγάλη κουτάλα, έπαιρναν την κρούστα και την έριχναν μέσα σε ταψιά και διάφορες άλλες φόρμες. Αφού τελείωνε κι αυτή η διαδικασία τα άφηναν δυο-τρεις μέρες, η κρούστα ξεραινόταν και το σαπούνι ήταν έτοιμο. Με ένα μεγάλο μαχαίρι μετά το έκοβαν σε τεμά- χια (πλάκες). Το χρώμα του ήταν ανοιχτό καφέ εκτός κι αν του είχαν βάλει μέσα μπογιά.
Το νερό που είχε μείνει κάτω από την κρούστα στο καζάνι, ήταν πολύ σκούρο και συνήθως το πετούσαν.
Μερικοί όμως το κρατούσαν, γιατί με αυτό καθάριζαν πολύ καλά τα σα- νίδια και το χρησιμοποιούσαν για να σφουγγαρίζουν τα πατώματα των σπιτιών.
- 117 -
Χειρόμυλος (χειρόμπλου)
Μικρός χειροκίνητος μύλος, που τον είχαν οι περισσότερες οικογένει- ες στα σπίτια τους.
Αποτελείτο από δύο στρογγυλές επίπεδες πέτρες, η μία πάνω στην άλλη.
Η κάτω πέτρα είχε στη μέση ένα σίδερο και στο από πάνω μέρος της είχε γρέζια. Η πάνω πέτρα είχε μία τρύπα στη μέση, από την οποία περ- νούσε το σίδερο της κάτω πέτρας, ενώ στην άκρη της είχε μια ξύλινη χει- ρολαβή την οποία κρατούσε η νοικοκυρά, για να την φέρνει γύρω- γύρω και να αλέθει τα διάφορα όσπρια που χρειαζόταν. Η πάνω πέτρα είχε τα γρέζια στην κάτω της μεριά.
Είναι φανερό πως οι ποσότητες που άλεθαν ήταν μικρές και απαιτείτο πολύς χρόνος και κόπος.
Οι καρποί που έτριβαν με το χειρόμυλο ήταν η φάβα, η οποία θρυμμα- τιζόταν σε μικρότερα κομμάτια και ήταν έτοιμη για το μαγείρεμα. Επίσης έτριβαν και το σιτάρι φτιάχνοντας το πλιγούρι (μπουλουγούρι), το οποίο το χρειάζονταν για να φτιάχνουν το γλυκό τραχανά, για να κάνουν τις ομα- τιές τα Χριστούγεννα κ.λ.π.
Πολλοί έτριβαν και το χοντρό αλάτι που αγόραζαν τότε χονδρικά για να γίνει σκόνη και να το ρίχνουν στο φαγητό.
Από την τρύπα που είχε η πάνω πέτρα, έριχναν λίγο-λίγο τον καρπό και συγχρόνως έφερναν γύρω-γύρω την πάνω πέτρα, έτσι που ο καρπός συν- θλιβόταν και προχωρούσε προς τις άκρες των πετρών μέχρι που έπεφτε έξω απ’αυτές τριμμένος.
Κατά διαστήματα και ανάλογα με τη χρήση, τα γρέζια που υπήρχαν στις πέτρες λειαίνονταν και έπρεπε να γίνει το λεγόμενο χάραγμα. Το χάραγ- μα ήταν μια εργασία που γινόταν με ένα μικρό μυτερό σφυράκι, με το οποίο χτυπούσαν τις πέτρες από τη μεριά που ήτανε τα γρέζια, ώστε να ξαναδημιουργηθούν και να μπορούν να τρίβουν καλύτερα.
Δεν είχαν όλα τα σπίτια χειρόμυλο, που πολλοί τον έλεγαν και χειρό- βολο και οι περισσότεροι ακόμα τον αποκαλούσαν «χειρόμπλου», γι αυτό όσοι δεν είχαν δανείζονταν από τους γειτόνους, οι οποίοι ευχαρίστως τον
- 118 -
παραχωρούσαν όταν επρόκειτο για να τρίψουν φάβα ή σιτάρι, σπανίως όμως τον έδιναν όταν επρόκειτο για το αλάτι, γιατί κόλλαγε ανάμεσα στα γρέζια και δημιουργούσε με τον και- ρό μια υγρασία «νοτίλα» και έτσι περιορίζονταν να τρίβουν το δικό τους αλάτι, όταν θέλα- νε να τρίψουν μεγάλες ποσότη- τες, επειδή για μικρές ποσότη- τες υπήρχε ο «στούμπος» και να αποφεύγουν να τον δίνουν γι αυτό το σκοπό σε άλλους.
Το να έχει κανείς χειρόμπλου στο σπίτι του ήταν δείγμα νοι- κοκυροσύνης και αρχοντιάς. «Αυτή τα έχ’ούλα» έλεγαν για τη νοικοκυρά που στο σπίτι της
Η Βαγγελιώ Λάππα, τη στιγμή που εργάζε- ται με το «χειρόμπλου». Η Βαγγελιώ ήταν κόρη του Ανέστη Λέων (Ψαρού), απ’όπου και «Ψαρίνα» όπως την αποκαλούσαν, η οποία παντρεύτηκε το Χρήστο Λάππα από
τους Βούνους.
είχε τον αργαλειό της, την ανέ-
μη και το μαγκάνι που έφτιαχναν τα μασούρια, τα λανάρια της για το ξάσι- μο του μαλλιού, το φούρνο της στην αυλή, το χειρόμπλου της, το κακαβο- στάσι της, το καβουρντιστήρι, το ξύλινο πατητήρι για το πάτημα των στα- φυλιών, το μύλο του καφέ, τη σφραγίδα για το πρόσφορο (σουφραΐδα) κ.λ.π., και τα πιο μετέπειτα χρόνια την ραπτομηχανή της.
- 119 -
Το ξεχειμώνιασμα στη Στενή
Στο χωριό μας τη Στενή, αλλά και σε όλα τα απομονωμένα χωριά, όπως φαντάζομαι, που ήταν μακριά από αστικά κέντρα, αλλά κυρίως τα ορει- νά, που οι καιρικές συνθήκες ήταν ικανές να τα απομονώσουν για εβδο- μάδες και για μήνες ίσως, ειδικά όταν το χιόνι ήταν πολύ και σηκωνότα- νε «μπόια», όπως έλεγαν οι γονείς και οι παππούδες μας και παράλληλα με την έλλειψη τακτικής συγκοινωνίας, την ανυπαρξία δρόμων ή τηλεφώ- νου ή τέλος πάντων οποιουδήποτε επικοινωνιακού μέσου, αλλά και η οι- κονομική ανέχεια, δεδομένου ότι οι κάτοικοι εργαζόντουσαν με τη γη και έβγαζαν τα γεννήματα της χρονιάς, ενώ οι λίγες ανταλλαγές, όταν γίνο- νταν, ήταν σε είδος.
Δεν «κυκλοφορούσε» το χρήμα όπως θα λέγαμε σήμερα, ώστε να κά- νουν τις προμήθειες τους, που θα τους επέτρεπαν να περάσουν έναν βαρύ χειμώνα και να επιβιώσουν.
Έκαναν λοιπόν το κουμάντο τους την Άνοιξη, το Καλοκαίρι και το Φθινό- πωρο, μέχρι να πιάσουν τα πρώτα τσουχτερά κρύα.
Τρόφιμα, ρούχα, καυσόξυλα, ζωοτροφές, σαπούνι, κ.α., όλα παρα- σκευασμένα από τη δική τους δουλειά και βγαλμένα από τα δικά τους προϊόντα.
Εδώ σ’αυτή την έρευνα, θα προσπαθήσουμε να παρουσιάσουμε την προσπάθεια που έκαναν οι προγονοί μας, ώστε να εφοδιάσουν το σπιτι- κό τους με τρόφιμα, και να περάσουν έτσι τον κρύο, βαρύ και μακρύ χει- μώνα.
Με λίγα λόγια, να ξεχειμωνιάσουνε.
Τις φυτικές τροφές τις εξοικονομούσαν από την καλλιέργεια των χωρα- φιών, όπου έσπερναν τα προϊόντα εκείνα που δεν χρειάζονταν νερό (ξη- ριακά), από τα περιβόλια (που ήθελαν πότισμα), από τα λίγα οπωροφόρα δέντρα, τις ελιές, τα αμπέλια και από συγκομιδές στις οποίες καταγίνο- νταν, συγκεντρώνοντας προϊόντα που δεν ήταν υποχρεωμένοι να καλλι- εργούν, όπως χόρτα διάφορα, μανιτάρια, αρωματικά φυτά (τσάι, ρίγανη, θρούμπι, θυμάρι κ.α.).
Όλες οι οικογένειες, είχαν στην αυλή τους λίγες κότες, για το κρέας και τα αυγά. Επίσης λίγα μανάρια (αρνιά και κατσίκια) για το γάλα και το
- 120 -
κρέας. Οι περισσότερες οικογένειες
όμως, είχαν κατσίκες, γιατί τα αρνιά
ήθελαν περισσότερο ελεύθερη βο-
σκή, πράγμα δύσκολο για τις μέρες
του χειμώνα και επιπλέον βέλαζαν
πολύ όταν ήταν κλεισμένα στο στά-
βλο, ο οποίος στάβλος, όπως κατα-
λαβαίνετε, ήταν το κατώι του σπι-
τιού.
Αλλά το κυριότερο και πιο σημα-
ντικό, ήταν το γουρούνι, το οποίο
το αγόραζαν το αργότερο μέχρι αρ-
χές Σεπτεμβρίου από το παζάρι της
Κάτω Στενής, το τάιζαν μέχρι τα Χρι-
στούγεννα και από το οποίο όπως θα
δούμε παρακάτω, τίποτα δεν πήγαι-
νε χαμένο.
Τις υπόλοιπες τροφές που δεν παρήγαγε η περιοχή, αλλά και άλλα «χρειαζούμενα» για την παρασκευή φαγητού, τα προμηθεύονταν με ανταλλαγές προϊόντων από άλλες περιοχές, όπως θα δούμε στη συνέ- χεια, ενώ μερικά απ’αυτά, από τα μπακάλικα που άρχισαν να λειτουρ- γούν με την παρέλευση του χρόνου, που κι αυτά προμηθεύονταν τα εμπο- ρεύματα τους με τον ίδιο τρόπο κατά μεγάλο ποσοστό, γιατί πρέπει να θυμίσουμε ότι οι περισσότεροι κάτοικοι έκαναν τις αγορές τους πληρώνο- ντας σε είδος. Αυτά τα συγκέντρωναν οι «Μαγαζαραίοι» και τα πήγαιναν στη Χαλκίδα, τα πουλούσαν, έναντι πληρωμής ή προμηθεύονταν τα εμπο- ρεύματα τους, ανταλλάσσοντάς τα.
Η ανταλλαγή - προμήθεια, γινόταν ή με την προσωπική κάθοδο των ιδί- ων στη Χαλκίδα, ή μέσω των αγωγιατών.
Δημητριακά και όσπρια
Περί τα τέλη του Μάη, έβγαινε η φάβα και περίπου την ίδια εποχή και οι φακές.
Στη συνέχεια, σειρά είχαν, ο βίκος, η βρώμη και η ρόβη, που τα χρησι- μοποιούσαν κατά κύριο λόγο για ζωοτροφές.
Αρχές Ιουνίου, έβγαινε το πρώιμο κριθάρι και προς το τέλος του ίδιου μήνα, το όψιμο.
Τέλος Ιουνίου έβγαινε και το σιτάρι και τον Ιούλιο γινόταν ο αλωνισμός
- 121 -
του.
Τον Ιούλιο ήταν η εποχή της συγκομιδής των ρεβιθιών και τέλος Ιου- λίου με αρχές Αυγούστου, με διαφορά λίγων ημερών, ήταν η εποχή της συγκομιδής των μαυρομάτικων φασολιών (γυφτοφάσουλα) και του καλα- μποκιού.
Τη φάβα αφού την αλωνίζανε και την καθαρίζανε, την πηγαίνανε στο μύλο για να τριφτεί σε μικρότερα κομμάτια. Οι περισσότεροι όμως είχαν στο σπίτι χειρόμυλο «χειρόμπλου» γι αυτή τη δουλειά και όσοι δεν είχαν δανειζόντουσαν από φίλους και γειτόνους.
Η φακή αφού αλωνιζόταν και καθαριζόταν, αποθηκευόταν απ’ευθεί- ας για το χειμώνα.
Το καλαμπόκι, μετά τη συγκομιδή και αφού μεταφερθεί στο σπίτι, γί- νεται το ξεμπούκιασμα (βγάλσιμο των φύλλων που το τυλίγουν). Ύστερα το αφήνουν λίγες μέρες στον ήλιο να στεγνώσει και στη συνέχεια το χτυ- πάνε με ένα ειδικό ξύλο (λουμπούτι), για να διαχωριστεί ο καρπός από το κοτσάνι (μπούρτσι). Μερικά τα κρατάνε όπως είναι για να έχουν να τα ψή- νουν το χειμώνα. Με το αλεύρι του καλαμποκιού, έφτιαχναν την μπομπό- τα και άλλα παρασκευάσματα, που θα δούμε στη συνέχεια.
Το κριθάρι ενώ βασικά το αξιοποιούσαν σαν ζωοτροφή, παράλληλα έφτιαναν το κριθαρένιο ψωμί ή το χρησιμοποιούσαν αναμεμειγμένο με σιτάρι, καθώς και άλλα δημητριακά ή και όσπρια συνήθως για να κάνουν πολύσπορο ψωμί, το λεγόμενο «σμιγάδι». Και αυτό, όχι γιατί πίστευαν, όπως σήμερα, ότι το πολύσπορο ψωμί είναι πιο υγιεινό, αλλά γιατί η πο- σότητα του σιταριού δεν ήταν τόση, για να το χρησιμοποιήσουν αποκλει- στικά για την παρασκευή ψωμιού.
Κατά συνέπεια, λογικό είναι, ότι ψωμί πολύσπορο (σμιγάδι), συνήθως έφτιαχναν οι φτωχότερες οικογένειες.
Αλλά το σημαντικότερο απ’όλα ήταν το σιτάρι, που με το αλεύρι που έβγαινε μετά την άλεση, μπορούσαν να φτιάξουν χίλια δυο παρασκευά- σματα, που και αυτά θα τα δούμε στη συνέχεια.
Ο Μπάρμπα Τάσος Κορώνης (Μαμάκας), έλεγε το παρακάτω δίστιχο. « Έχ ο ντάλαρος αλεύρ’, Χριστός Ανέστ’.
Δεν έχ’ο ντάλαρος αλεύρ’, θάνατον πατήσας ».
Ο Μπάρμπα Τάσος, μην γνωρίζοντας ίσως, να ερμηνεύσει το νόημα της φράσης «θάνατον πατήσας» και επηρεασμένος από τη λέξη θάνατος, πί- στευε ότι είχε κακή έννοια και ήθελε να αποδώσει τη δυστυχία που θα επέφερε η έλλειψη του αλευριού.
- 122 -
Περιβολικά
Όλοι καλλιεργούσαν από ένα περιβόλι, μικρό ή μεγάλο, σε τόπους που δίπλα ή πολύ κοντά υπήρχε ποτάμι, ώστε να είναι εύκολο το πότισμα. Από ένα σημείο του ποταμιού, το οποίο ήταν ψηλότερα από το επίπεδο που βρισκόντουσαν τα περιβόλια, έπιαναν το νερό (δέση), το οποίο μέσω ενός αυλακιού, το οποίο περνούσε δίπλα στα περιβόλια, πότιζαν με τη σειρά οι κάτοικοι, την οποία (σειρά) συνήθως καθόριζε ο νεροκράτης. Όταν ερ- χόταν η σειρά κάποιου να ποτίσει, ελευθέρωνε το άνοιγμα στο αυλάκι που επικοινωνούσε με το περιβόλι του (καταπότης) και έφραζε το αυλά- κι ώστε να μην φεύγει το νερό προς τα κάτω, αλλά να στρίβει προς το πε- ριβόλι του. Τα κύρια προϊόντα που καλλιεργούσαν στα περιβόλια, ήταν τα φασόλια τα κλαρωτά, τα οποία «έσερναν» μεγάλο ύψος και τα στήριζαν με κλάρες, τις λεγόμενες φασουλόκλαρες, και τα χαμοφάσουλα ή κολο- βά, τα οποία είχαν μικρότερο ύψος, δεν χρειαζόντουσαν υποστήριξη από κλάρες, αλλά ήταν κάπως χαμηλότερης ποιότητας, γιαυτό και οι κάτοικοι προτιμούσαν τις κλαρωτές φασολιές, αν και χρειαζόταν περισσότερη δι- αδικασία η καλλιέργειά τους.
Άλλα προϊόντα ήταν οι ντομάτες, οι μελιτζάνες, οι μικρές κολοκύθες, οι μεγάλες κολοκύθες (λίρες). Αλλά και τα κρεμμύδια.
Οι μελιτζάνες και οι μικρές κολοκύθες καταναλώνονταν εποχιακά, ενώ απ’τις ντομάτες και τις λίρες, αποκόμιζαν τρόφιμα και για το χειμώνα, όπως θα δούμε. Πατάτες, δεν καλλιεργούσαν στο χωριό, αλλά ήταν ένα προϊόν που το προμηθεύονταν, ανταλλάσσοντας το με παραγόμενα προ- ϊόντα της περιοχής. Μόνο με την μεγάλη πείνα του 1940-1944 και ίσως λίγο αργότερα με τον εμφύλιο, καλλιεργήθηκε η πατάτα στο δάσος και απ’ότι μαθαίνουμε από παλαιότερους, ήταν πάρα πολύ καλή.
Δενδροκομία
Από τα δενδροκομικά προϊόντα, τα πιο διαδεδομένα ήταν: Τα μούρα, τα αχλάδια, τα κυδώνια, τα ρόδια, τα καρύδια, τα κάστανα, τα σύκα και σε μι- κρές ποσότητες, τα κεράσια, τα μύγδαλα, τα μήλα τα τζίτζιφα, τα βύσσι- να και τα άβγαρα. Τα κάστανα, τα βύσσινα, τα μήλα (κυρίως φιρίκια), αλλά και λίγες κερασιές, ήταν στο δάσος (υπήρχαν και σε χαμηλότερο υψό- μετρο μερικές). Τα φρούτα που μπορούσαν να τα συντηρήσουν ή να κά- νουν διάφορα παρασκευάσματα που θα τα χρησιμοποιούσαν το χειμώνα, ήταν τα κυδώνια, τα σύκα, τα ρόδια, τα καρύδια, τα τζίτζιφα, τα μύγδα- λα, τα κάστανα, ενώ τα βύσσινα και τα κεράσια, μόνο για γλυκό. Επίσης τα άβγαρα, που είχαν το μέγεθος μιας μεγάλης ελιάς, αλλά ήταν στρογ-
- 123 -
γυλά, είχαν χρώμα πορτοκαλοκίτρινο και καταπολεμούσαν τη διάρροια. Τα υπόλοιπα, όπως οι αχλάδες και τα περισσεύματα από τα άλλα φρούτα, τα πουλούσαν ή τα αντάλλασσαν με άλλα προϊόντα που δεν υπήρχαν στο χωριό. Τα μούρα, τα έτρωγαν από τη μουριά, γιατί η φύση του καρπού δεν συνιστούσε συγκομιδή και εκ των υστέρων κατανάλωση, τρώγονταν αμέ- σως μόλις τα έκοβες, ενώ τα μήλα, ήταν τόσα λίγα που μόνο τα έτρωγαν στην εποχή τους, όσα μπορούσαν να συλλέξουν και τίποτα άλλο.
Αμπέλι
Κλάδεμα, σκάψιμο, σκάλισμα, ξεφύλλισμα, κορφολόγημα και πολλές άλλες περιποιήσεις θέλει το αμπέλι, μέχρι τη μέρα του τρύγου, που θα μας δώσει το γλυκό σταφύλι, που με τραγούδια, με αστεία, με γέλια, φω- νές, αλλά και με περσινό κρασί, θα το τρυγήσουμε, και στη συνέχεια θα το πατήσουμε για να βγει ο μούστος, ο οποίος εκτός από το κρασί, μας δί- νει και πολλές άλλες λιχουδιές, με τις οποίες θα περάσουμε τον χειμώνα.
Ελιές
Και έρχεται και η ώρα της ελιάς, που όλο το χωριό σχεδόν μετακομίζει στους ελαιώνες, οι οποίοι, μην νομίζετε ότι είναι μεγάλοι. Οι πιο πολλοί νοικοκυραίοι, αγωνίζονται για το λάδι της χρονιάς και τις ελιές που θα τις συσκευάσουν για φαγώσιμες.
Το γουρούνι
Και τέλος, το γουρούνι που το έσφαζαν τα Χριστούγεννα και απ’το οποίο, όπως προείπαμε, όχι μόνο δεν πάει τίποτα χαμένο, αλλά μας κάνει συντροφιά σχεδόν όλο τον υπόλοιπο χρόνο, με τα παρασκευάσματα που έφτιαχναν οι πρόγονοί μας απ’αυτό.
Μέλι
Πολύ λίγοι κάτοικοι ασχολούνταν με τη μελισσοκομία και έβγαζαν το απαιτούμενο μέλι της χρονιάς και αν είχαν λίγο περισσότερο το πουλού- σαν στους άλλους κατοίκους, γιατί ήταν απαραίτητο κυρίως για τα γλυκά των Χριστουγέννων ή το έδιναν ανταλλάσσοντάς το με αγροτικά ή κτηνο- τροφικά προϊόντα, που αυτοί τύχαινε να μην έχουν. Λίγα ήταν τα μελίσσια που είχαν -όσοι είχαν-από δέκα έως εικοσιπέντε περίπου, γιατί οι μετα- φορές από βοσκή σε βοσκή γινόταν με τα ζώα και κάθε φόρτωμα ήταν τέσσερα περίπου κουβέλια (κυψέλες), τα οποία τα έφτιαχναν μόνοι τους από κορμό πλατάνας που τον κούφωναν.
- 124 -
-Αυτά λοιπόν ήταν τα προϊόντα που καλλιεργούσαν, τα παλιά χρόνια στη Στενή και που στη συνέχεια θα πούμε αναλυτικά, ένα προς ένα τα φα- γητά που έφτιαχναν, ώστε να περάσουν το χειμώνα τους, ο οποίος χειμώ- νας της Στενής, το γνωρίζουν και οι νεώτεροι, ακόμα και σήμερα, είναι πολύ βαρύς και μεγάλος σε διάρκεια. Ας σκεφτούμε λοιπόν ποιες ήταν οι συνθήκες τότε, που δεν υπήρχε συγκοινωνία, δρόμοι, τηλέφωνο και ούτε περίμεναν εκχιονιστικά μηχανήματα. Έπρεπε να λιώσει το χιόνι από μόνο του.
Μικρό παιδί ακόμα, υπήρξα αυτόπτης μάρτυς. Όταν ολόκληρο σχεδόν το χωριό, με φτυάρια και τσαπιά (γιατί το χιόνι είχε σκληρύνει), άνοιγε μια ολόκληρη μέρα, μονοπάτια μέσα στο χιόνι (ντουρό), ύστερα από πάνω από ενάμιση περίπου μήνα αποκλεισμό, μόνο και μόνο για να βγάλουν τα ζώα τους από τα κατώια, μουλάρια, γαϊδούρια, κλπ. να τα οδηγήσουν προς τα χωράφια, που είχε αρχίσει να λιώνει σιγά-σιγά το χιόνι, για να ξε- μουδιάσουν από την κλεισούρα, αλλά και για να βοσκήσουν γιατί οι ζωο- τροφές που ήταν αποθηκευμένες είχαν αρχίσει να τελειώνουν.
Ανταλλαγές
Πως όμως προμηθεύονταν τα προϊόντα εκείνα που δεν μπορούσαν να τα παράγουν στη Στενή και που ήταν απαραίτητα για την παρασκευή φα- γητών, όπως αλάτι, πιπέρι, ρύζι κ.α.;
Έκαναν λοιπόν ανταλλαγές προϊόντων ή τα αγόραζαν από νωρίς, πριν ενσκήψει ο βαρύς χειμώνας, από τα χρήματα που έπαιρναν, όταν πουλού- σαν μερικά από τα προϊόντα που τους περίσσευαν.
Ενδεικτικά θα αναφέρουμε τη Χαλκίδα, στην οποία πήγαιναν με τα μου- λάρια φορτωμένα, με φάβα, κριθάρι, σιτάρι, ρόδια κ.α. και με τα λίγα χρήματα που εισέπρατταν, αγόραζαν, αλάτι, πιπέρι, ζάχαρη και διάφο- ρα μπαχαρικά, όπως κανέλα, γαρύφαλλο, μοσχοκάρυδο για τα γλυκά των Χριστουγέννων κ.α.
Στα Ψαχνά, πήγαιναν αχλάδες, ρόδια, φάβα, κ.α. και έπαιρναν πατά- τες, σκόρδα και κρεμμύδια. Οι περισσότεροι όμως, αντί για κρεμμύδια έπαιρναν κοκκάρι, για να το φυτέψουν στο περιβόλι τους και να βγάλουν μόνοι τους τα κρεμμύδια (τους ερχόταν φθηνότερα).
Στις Στρόπωνες, έδιναν κυρίως σιτάρι και κριθάρι, απ’τα οποία είχαν έλλειψη οι Στροπωνιάτες και έπαιρναν φασόλια και πατάτες.
-Είχαν λοιπόν το χειμώνα για φαγητό, από τα όσπρια, φάβα, φακές, κουκιά, γυφτοφάσουλα, ρεβίθια και φασόλια.
Από το αλεύρι, που προερχόταν από την άλεση του σιταριού, έφτιαχναν
- 125 -
ψωμί, φύλλο (χυλοπίτες), τραχανά γλυκό, τραχανά ξινό, μπουλουγούρι, ενώ αν υπήρχε το αλεύρι στον ντάλαρο μπορούσαν ανά πάσα στιγμή να φτιάξουν τηγανόψωμα, καλαπόδια, σταχτοκουλούρες, πταλιές, κουρκού- τι, κουρκόπιτα και φτιαχτά μακαρόνια, αλλά και γλυκά, όπως τηγανήτες (λουκουμάδες), μπακλαβά, μελομακάρονα και δίπλες.
Από το κριθάρι έφτιαχναν το κριθαρένιο ψωμί και το πολύσπορο (σμι- γάδι).
Από το καλαμπόκι την μπομπότα, την κατσαμάγκα και πολλές φορές τις σκασμούτρες (ποπ- κορν).
Από τις ντομάτες έφτιαχναν τον πελτέ, αλλά και πολλές φορές τις συ- ντηρούσαν για αρκετό διάστημα, τοποθετώντας τες ανάμεσα στα άχυρα.
Από τις μεγάλες κολοκύθες (λίρες) γίνονταν οι λιροκεφτέδες και η λι- ρόπιτα.
Από το κρεμμύδι εκτός του ότι ήταν απαραίτητο στα περισσότερα φα- γητά, έφτιαχναν και το λιχωζούμι.
Φρούτα που μπορούσαν να συντηρηθούν όλο το χειμώνα, ήταν τα κά- στανα, τα κυδώνια, τα σύκα, τα ρόδια, τα καρύδια, τα μύγδαλα και τα τζί- τζιφα, ενώ τα βύσσινα μόνο σε γλυκό..
Απ’το σταφύλι έβγαζαν το κρασί, το ξύδι, το τσίπουρο, ενώ για γλυκά το πετιμέζι, τη μουσταλευριά, τη μουστόπιτα και τα σουτζούκια.
Από τις ελιές το λάδι και τις φαγώσιμες ελιές μετά από επεξεργασία. Τέλος από το γουρούνι γινόντουσαν τα λουκάνικα, ο πασπαλάς, και η
πηχτή, ενώ τα κόκαλα του γουρουνιού με το λιγοστό κρέας που τα περιέ- βαλε, έμπαιναν σε άρμη και μπορούσαν να μαγειρευτούν οποτεδήποτε, μαζί με μακαρόνια, ρύζι κ.λπ.
Εκτός όμως απ’όλα αυτά ήταν η κουβαρντού, η γαλαντόμα και φιλεύ- σπλαχνη φύση, που προμήθευε με διάφορα χόρτα τους κατοίκους, όπως τα θανασάκια, καυκαλίθρες, ζογκιά, ραδίκια, κοκκινοράδικα, λαψάνες, σκυλόβρουβες, ρεπανίθρες, ψωμάκια, λάπατα, πικραλίθρες, ρόκα, γαλα- τσίθρες, μάραθα, βοϊδόγλωσσες, κατσικοπόδαρα, βλήτα κλπ.
-Απαραίτητα λοιπόν σε κάθε σπίτι έπρεπε να υπήρχε το αμπάρι για το σιτάρι και το κριθάρι, η σεντούκα για το καλαμπόκι, τη φάβα, τα διάφο- ρα όσπρια, ο ντάλαρος για το αλεύρι, η πνιότα για τις ελιές, το πιθάρι για το λάδι, το δερμάτι, για το τυρί. Υπήρχε βέβαια και ντάλαρος για το τυρί αλλά συνήθως απέφευγαν την αποθήκευση του σ’αυτόν γιατί το τυρί στο ντάλαρο έβγαζε «πηδούλια».
Τα κρεμμύδια τα ρόδια τα κυδώνια κλπ δένονταν σε πλεξάνες (αρμά- θες), ενώ το ψωμί έμπαινε στην κοφνίδα.
- 126 -
Αργαλειός
Σημαντική ήταν η συνεισφορά του αργαλειού στην οικιακή οικονομία της Στενής τα παλιά χρόνια.
Δεν υπήρχε τίποτε που να μην μπορούσε να γίνει με τον αργαλειό και αφορούσε ένδυση και εξοπλισμό σε υφάσματα, κλινοσκεπάσματα και κάθε λογής ύφασμα, που να μην μπορούσε να φτιάξει η νοικοκυρά του παρελθόντος.
Με λίγα λόγια.
Ήταν το πιο απαραίτητο και το πιο πολύτιμο εργαλείο για την κάθε νοι- κοκυρά. Αποτελούσε μέρος της ίδιας της ζωής και δεν έλειπε σχεδόν από κανένα σπίτι. Έχοντας αργαλειό στο σπίτι της, στο πιο ευάερο και πιο ευ- ήλιο δωμάτιο, κάθε αγροτική οικογένεια, ήταν σαν να είχε στη δούλεψή της ένα ατομικό υφαντουργι-
κό εργαστήρι, που κάλυπτε
όλες τις ανάγκες σε είδη ρου-
χισμού και κλινοσκεπασμά-
των.
Οι γυναίκες κατασκεύαζαν
φουστάνια, ζακέτες, μεσοφό-
ρια, ποδιές, φανέλες, κ.α, για
τον εαυτό τους.
Για τους άνδρες έφτιαχναν
σακάκια, παντελόνια, πουκά-
μισα, βράκες, φανέλες, κα- πότες, πατατούκες κ.α
Αργαλειός
Οι κάπες ήταν κατασκευασμένες από κατσικίσιο μαλλί.
Επίσης έφτιαχναν μάλλινα άσπρα σεντόνια, αντρομύδες, χοντρά μάλλι- να υφαντά κλινοσκέπασμα με σχέδια, βελέντζες, με ή χωρίς φλόκια, χον- δρά σκεπάσματα, τράγια, τσόλια και στρωσίδια από κατσικίσιο μαλλί.
Επίσης, κιλίμια, χράμια, κουρελούδες, τσαντίλες για το πήξιμο του τυ- ριού, ταγάρια διαφόρων τύπων, ντορβάδες από τραγόμαλο για το τάισμα των ζώων και πολλά άλλα παρεμφερή, «Ων ουκ έστιν αριθμός».
Δεν υπήρχε σπίτι στη Στενή που να μην είχε αργαλειό και η ύφανση
- 127 -
ήταν μια ασχολία, που μπορούσες να την αφήσεις να περιμένει, αν στο μεταξύ η οικογένεια είχε άλλες ασχολίες (σπορά, θέρος, λιομάζωμα, πε- ριποίηση οικόσιτων ζώων, μαγείρεμα, καθαριότητα σπιτιού, πλύσιμο ρού- χων στο ποτάμι κ.α).
Αλλά και βόσκηση, άρμεγμα, πήξιμο τυριού κ.α για τις οικογένειες κτη- νοτρόφων.
Τι ήταν όμως ο αργαλειός;
Ήταν μια απλή κατασκευή από ξύλο, με τη μορφή χονδρών σανίδων ή ορθογώνιας διατομής μακρόστενων καδρονιών. Πάνω σε ένα κυλινδρι- κό εξάρτημά του, τύλιγαν την κλωστή
που χρησιμοποιούσαν ως βάση για
την ύφανση και την ονόμαζαν «στη-
μόνι». Όλες αυτές οι κλωστές απλώ-
νονταν από τον κύλινδρο σε δεκάδες
παράλληλα ζεύγη, προς έναν άλλο
κύλινδρο, ίδιο με τον προηγούμενο,
που βρισκόταν στο αντίθετο μέρος
του αργαλειού, εμπρός από τη θέση
Χτένια και μιτάρια
του ατόμου που τον χειριζόταν. Όλα
τα παράλληλα ζεύγη του στημονιού περνούσαν μέσα από δύο χτένια (μι- τάρια), που βρίσκονταν το ένα εμπρός από το άλλο και πιο συγκεκριμέ- να, οι μισές περνούσαν μέσα από το ένα και οι άλλες μισές μέσα από το άλλο. Έτσι πατώντας τις πατήθρες, τα χτένια μετακινούνταν το ένα προς τα πάνω και το άλλο προς τα κάτω, δίνοντας τη δυνατότητα ανάμεσα από τις κλωστές (στημόνι), να περάσουν τις μάλλινες χοντρές κλωστές που θα γίνονταν κουβέρτες ή στρωσίδια.
Μετά από τα δύο αυτά χτένια, το στημόνι περνούσε μέσα από ένα άλλο σκληρό και δυνατό χτένι, που οι άκρες του κρέμονταν με δύο λεπτές σα- νίδες από το πάνω μέρος της κατασκευής, παρέχοντάς του τη δυνατό-
τητα να μπορεί να κινείται όλο το χτέ- νι παράλληλα με τις κλωστές του στη- μονιού, ακολουθώντας τη φορά του. Κάθε φορά που περνούσαν τη μάλλι- νη κλωστή, με αυτό το σκληρό χτένι, χτυπούσαν κινώντας το πίσω-μπρος, με δύναμη τη μάλλινη κλωστή να πάει
Σαΐτες
πολύ κοντά στην προηγούμενη που εί- χαν περάσει.
- 128 -
Εξαρτήμ ατα το υ αρ γαλει ού:
Αντιά: Δύο στρογγυλά ξύλα με διάμε- τρο 10-15 εκατοστών που στο ένα άκρο έχουν τετράγωνη κατάληξη με τέσσερις τρύπες. Το μπροστινό το συγκρατεί ένα κοντόχοντρο κυλινδρικό ξύλο (σφίχτης) και τυλίγεται το υφαντό καθώς φτιάχνε- ται, ενώ το άλλο στο πίσω μέρος, πάνω στο οποίο τυλίγεται το στημόνι, το συ-
Λανάρια
γκρατεί ένα άλλο μακρύ και κυλινδρικό ξύλο (άπλωση ή απολυταριά). Χτένι: Παραλληλόγραμμο με ύψος 10-12 εκατοστά περίπου, με πλήθος
από λεπτά δόντια από καλάμι, που προσαρμόζονται σε δύο στενά παράλ- ληλα καλάμια ή ξύλα.
Μιτάρια: Κυλινδρικά ξύλα παράλληλα μεταξύ τους, που πάνω τους εί- ναι δεμένοι πολλοί λεπτοί σπάγκοι. Ανάλογα με το υφαντό άλλοτε χρησι- μοποιούσαν δύο και άλλοτε τέσσερα.
Ξυλόχτενο: Δύο οριζόντια ξύλα με αυλακιές. Αυτά δένονταν με δύο μι- κρότερα ξύλα κάθετα. Μέσα τους προσαρμόζεται και κλειδώνει το χτένι με το οποίο χτυπιέται το υφάδι.
Σαΐτα: Ξύλο ελλειψοειδές που ήταν σκαμμένο εσωτερικά και κατά μή- κος συγκρατούσε μια βέργα. Στη βέργα τοποθετούσαν το μασούρι που με το πέταγμα περνούσε μέσα στο στημόνι.
Μασούρι: Ήταν από καλάμι, μήκους
15 περίπου εκατοστών που τύλιγαν
πάνω του το μάλλινο νήμα, το προσαρ-
τούσαν στη σαΐτα που με το πέταγμα
περνούσε μέσα στο στημόνι.
Ποδαρικά: (Πατήθρες) Δύο μικρά
ξύλα, συνδεδεμένα με τα μιτάρια που
τα πατούσαν διαδοχικά. Έτσι άνοιγε το
στημόνι (το στόμα) για να περνάει η σα- ΐτα.
Λανάρια μικρά
Προγκίδες: Είναι δύο σιδερένιες λάμες ως 60 εκατοστόμετρα μήκος και 15-20 πλάτος, ίσως και λιγότερο, ενωμένες με τέτοιον τρόπο, ώστε το μήκος τους να μπορεί να αυξομειώνεται.
Η μία λάμα στη μια πλευρά της έχει 5-6 τρύπες, ενώ η άλλη ένα δόντι χοντρό που εξέχει και μπαίνει σε μια από τις τρύπες, ανάλογα με το πλά- τος του πανιού για το οποίο προορίζεται. Ένα κινητό περαστό δαχτυλίδι
- 129 -
βοηθάει να μη μετακινιούνται οι λάμες όταν είναι ενω- μένες σε μία. Στα ελεύθερα άκρα τους έχουν δόντια, για να συγκρατούνται στην ούγια του πανιού. Τοποθετού- νται στο υφασμένο πανί για να το κρατούν καλά τεντω- μένο, λίγο πριν τυλιχτεί στο μπροστινό αντί.
Όμως για να φτάσει το στημόνι να μπει στον αργα- λειό, έπρεπε να γίνουν πολλά.
Και ξεκινάμε με το μαλλί.
Το κούρεμα, των προβάτων, γινόταν από τις αρχές Απριλίου μέχρι τα μέσα του Ιουνίου. Στην αρχή γινόταν το κολοκούρισμα (κλουκούρσμα), που ήταν το μαλλί από το κούρεμα της κοιλιάς και γύρω από την ουρά και ήταν κατώτερης ποιότητας.
Το αδράχτι με το
σφοντύλι
Ακολουθούσε το κούρεμα του υπόλοιπου σώματος του προβάτου, όπου το μαλλί ήταν καλύτερο.
Τα μαλλιά τα τοποθετούσαν σε καζάνια και τα ζεμάτιζαν με ζεστό νερό, για να φύγουν οι βρωμιές και το φυσικό λίπος τους. Αφού τα άφηναν πε- ρίπου δώδεκα με δεκατέσσερις ώρες να μουλιάσουν, τα έβγαζαν και τα μετέφεραν μέσα σε πανέρια, στη βρύση ή στο ποτάμι, όπου τα ξέπλεναν με άφθονο νερό. Τα καθάριζαν από τις κολλιτσίδες και τα αγκάθια και στη συνέχεια τα κρεμούσαν να στραγγίσουν και να στεγνώσουν.
Αφού στέγνωναν, τα «λανάριζαν» με τα λανάρια και ετοίμαζαν τις του- λούπες για το γνέσιμο, δηλαδή τη μετατροπή του μαλλιού σε νήμα. Τα λα- νάρια ήταν ξύλινα και είχαν συρμάτινα δόντια ή χονδρά σιδερένια καρ- φιά.
Τότε γινόταν και το διάλεγμα. Χώριζαν τα μακριά μαλλιά, που ήταν κατάλληλα για χοντρά μάλ- λινα χαλιά και φλοκάτες. Τα κο- ντά μαλλιά, τα χρησιμοποιούσαν για την κατασκευή των σκουτιών, των κιλιμιών και των άλλων υφα-
Χτένι
ντών αυτού του είδους.
Το γνέσιμο γινόταν με τρία
κλωστικά εργαλεία: Τη ρόκα, το αδράχτι και το σφοντύλι.
Η ρόκα. Ήταν ένα απλό εργαλείο, με το οποίο οι γιαγιάδες μας έφτια- χναν το νήμα για το ρουχισμό του σπιτιού, που δεν άλλαξε στη μορφή του και δεν εγκαταλείφθηκε για χιλιετίες, παρά μόνο πριν από πενήντα-
- 130 -
εξήντα χρόνια.
Πάνω στη ρόκα στερέωναν τις τουλού- πες για να τις γνέσουν.
Μια ξύλινη διχάλα με συνολικό μήκος γύρω στους ογδόντα πόντους, ήταν στην απλούστερη μορφή της η ρόκα. Όμως πολ- λοί έφτιαχναν περίτεχνες ρόκες με διάφο- ρα σχήματα, με γνώμονα να μπορεί να στέ- κεται η τουλούπα επάνω της.
Υπήρχαν ειδικοί τεχνίτες που έφτιαχναν ρόκες αληθινά αριστουργήματα.
Το αδράχτι, ήταν κατασκευασμένο από ξύλο και έμοιαζε με λαμπάδα. Στο επάνω
Ανέμη
άκρο είχε ένα λεπτό άγκιστρο, για να αγκι-
στρώνεται το νήμα και στο κάτω μέρος προσαρμοζόταν το σφοντύλι. Το σφοντύλι ήταν ένα κομμάτι ξύλο κωνοειδές, με τρύπα στη μέση για
να μπαίνει το αδράχτι, ξύλο με διάμετρο γύρω στους έξι πόντους, που με το βάρος του έδινε τη δυνατότητα στο αδράχτι να γυρίζει γρήγορα και να στρίβει το μαλλί.
Το γνέσιμο ήταν μια εργασία που ήθελε υπομονή αλλά και μεγάλη προσοχή για να βγει το νήμα καλό. Οι γνέστρες στερέωναν τη ρόκα στη ζώνη του φουστανιού τους ή κάτω από τη μασχάλη τους. Από το λαναρι- σμένο μαλλί έπαιρναν μια ποσότητα, την τουλούπα και την περνούσαν στη ρόκα, Με το αριστερό χέρι τραβούσαν απαλά λίγο μαλλί από το κάτω μέρος της τουλούπας, που ήταν στερεωμένη στη ρόκα, το έστρωναν με τα δάχτυλά τους και το
έστριβαν, μετά πάλι το
έστριβαν με τον αντί-
χειρα και το δείκτη του
δεξιού χεριού κι έδεναν
την αρχή του νήματος
στο αδράχτι. Στη συνέ-
χεια, γύριζαν δυνατά το
αδράχτι όπως γυρίζου- με τη σβούρα και έτσι
Μαγγάνι
λίγο-λίγο το μαλλί περιστρεφόταν και γινόταν κλωστή. Η περιστροφή του αδραχτιού γινόταν με τη βοήθεια του σφοντυλιού.
Αν το νήμα το ήθελαν χονδρό, έπιαναν περισσότερο μαλλί. Αν το ήθε-
- 131 -
λαν λεπτό, έπιαναν λιγότερο.
Το καλό με το γνέσιμο ήταν πως δεν ήταν υποχρεωμένες οι γνέστρες να στέκονται στο ίδιο σημείο. Μπορούσαν να γνέθουν όρθιες ή καθιστές, ακόμη και περπατώντας. Η ρόκα δεν τις καθήλωνε στην ίδια θέση, όπως τις καθήλωνε ο αργαλειός. Έπαιρναν τη ρόκα τους και γύριζαν από πόρτα σε πόρτα, από γειτονιά σε γειτονιά. Έκαναν τη βόλτα τους, μάθαιναν τα νέα του χωριού και παράλληλα γινόταν και η δουλειά τους.
Όταν γέμιζε το αδράχτι, έπρεπε να βγάλουν την κλωστή για να μπορέ- σουν να γνέσουν κι άλλο. Γι’αυτό είχαν το τυλιγάδι. Οι Στενιώτισσες όμως σπάνια είχαν τυλιγάδι και προτιμούσαν να το κάνουν με τα χέρια τους, χρησιμοποιώντας τη διχάλα που σχηματίζει ο αντίχειρας και ο δείκτης με τον αγκώνα ή περνώντας το στα γόνατά τους. Έτσι η κλωστή γινόταν μια κουλούρα (σκλείδι).
Οι κλωστές βάφονταν σε κουλούρες και βέβαια βάφονταν μόνο όσες ήταν από άσπρα μαλλιά. Τα μαύρα και γενικά τα σκούρα τα “λάϊα”, δεν βάφονταν.
Μετά το στέγνωμα, τα μαλλιά ήταν έτοιμα για την ύφανση. Πρώτα όμως οι κουλούρες θα πήγαιναν στην ανέμη και με το ροδάνι (μαγγάνι) θα τυλί- γονταν στα μασούρια. Έμπαιναν λοιπόν στην ανέμη που μπορούσε να πε- ριστρέφεται γύρω από έναν κάθετο άξονα και μαζεύονταν στα μασούρια.
Τα μασούρια ήταν μικρά κυλινδρικά καλάμια, περίπου 15 εκατοστά που ήταν τρύπια κατά μήκος. Τα μασούρια αυτά γύριζαν με τη βοήθεια του ρο- δανιού (μαγγανιού) και η κλωστή τυλιγόταν γύρω από το μασούρι.
Το μαγγάνι ήταν μια ρόδα που γύριζε με το χέρι γύρω από ένα άξονα. Έτσι που γύριζε μετέδιδε την κίνηση με ένα σκοινί στο μασούρι κι έτσι τυ- λιγόταν η κλωστή. Τα μασούρια τώρα ήταν έτοιμα να πάνε για να χρησιμο- ποιηθούν στον αργαλειό.
Προηγουμένως όμως έπρεπε να τοποθετηθεί το στημόνι στο αντί. Αυτή τη διαδικασία ή οποία απαιτούσε προσοχή αλλά και γνώση του αντικει- μένου, στη Στενή τη λέγανε «σύρσιμο». Για το σύρσιμο υπήρχαν γυναί- κες που ήξεραν και διέθεταν και τον κατάλληλο μηχανισμό και στις οποί- ες κατέφευγαν οι άλλες γυναίκες, έναντι βεβαίως μιας μικρής αμοιβής, κυρίως σε είδος.
Μετά ήτανε η διαδικασία του μιτώματος.
Μίτωμα λεγόταν η διαδικασία του περάσματος των κλωστών μέσα από τα μιτάρια, με στόχο να βγει ένα συγκεκριμένο σχέδιο του υφάσματος.
Και γι αυτή τη διαδικασία υπήρχαν γυναίκες που γνώριζαν και λεγό- ντουσαν «μιτώστρες».
- 132 -
Αυτή ήταν η τελευταία διαδικασία και μετά ανέβαινε στον αργαλειό. Δύο ήταν οι κατηγορίες σχεδίων που γίνονταν στον αργαλειό.
Τα ριγωτά και τα κεντητά.
Τα ριγωτά αποτελούνται από αλλεπάλληλες λωρίδες χρωματιστές. Αυτό επιτυγχάνεται με την αλλαγή, κατά διαστήματα, του χρώματος του υφα- διού.
Στα κεντητά, στον αργαλειό η τεχνική είναι περισσότερο πολύπλοκη και δύσκολη, αλλά και το αποτέλεσμα είναι πολύ πιο ενδιαφέρον.
Τα διακοσμητικά θέματα δημιουργούνται με την κατάλληλη συνεχή εναλλαγή του χρώματος του υφαδιού στην ίδια σειρά. Τα διάφορα χρω- ματιστά υφάδια θηλιάζονται μεταξύ τους, για να μη χωρίζει το υφαντό. Προσεκτικά μετρήματα επιτρέπουν στην υφάντρια να δημιουργεί πάνω στην επιφάνεια του υφαντού ποικίλα πολύχρωμα πλουμίδια: Γλάστρες, πουλιά, ανθρώπους, βάζα, γεωμετρικά σχήματα.
Συχνή είναι η παρουσία μικτού είδους, όπου για ορισμένο μήκος εφαρ- μόζεται η τεχνική του ριγωτού, ύστερα γίνονται κεντητά στον αργαλειό και οι δύο τεχνικές εναλλάσσονται σ’όλο το μάκρος του υφαντού.
Ιδιαίτερη τεχνική απαιτούσε ένα άλλο είδος υφαντών, τα “φλοκάτα”. Σ’αυτά, κατά την ύφανση, τοποθετούσαν σ’όλη την επιφάνεια στριφτά
κρόσσια, πού τα στερέωναν ανάμεσα στα στημόνια και τα υφάδια. Έτσι όλο το υφαντό παρουσίαζε μια θυσανωτή επιφάνεια μαλακή και ζεστή. Τα φλοκάτα ήταν συνήθως μονόχρωμα.
Οι φλοκάτες και οι βελέντζες είχαν και μια επιπρόσθετη επεξεργασία. Τα πηγαίνανε υποχρεωτικά στη νεροτριβή (νεροτριβιά). Τα βάζανε σε μια μεγάλη γούρνα, όπου έπεφτε από ψηλά τρεχούμενο νερό. Αυτό συνεχι- ζόταν για αρκετές μέρες και είχε σαν αποτέλεσμα, με το συνεχές κτύπη- μα του νερού, να φουσκώνουν, να βγάζουν χνούδι κι έτσι να γίνονται πιο απαλά στη χρήση τους.
- 133 -
Το πλύσιμο των ρούχων στην Αρματσανή. Η Αρματσανή είναι η τοποθεσία που βρίσκεται η
δεξαμενή που υδρεύει την Άνω Στενή, τροφοδοτώ-
ντας τις βρύσες που βρίσκονται στους δρόμους του
χωριού.
Εκεί έπλεναν τα ρούχα τους οι Πανωστενιώτισσες,
όταν άρχιζε να φτιάχνει ο καιρός από Μάιο και μετά,
ενώ οι Κατωστενιώτισσες στον Άγιο Στέφανο.
Με το τέλος του χειμώνα έπρεπε να μαζευτούν
τα χαλιά, οι φλοκάτες, τα χοντρά κλινοσκεπάσματα,
αλλά και χοντρά ρούχα, όπως πατατούκες, καπότες
κ.α που ήταν δύσκολο να πλυθούν στη σκάφη, στην
αυλή του σπιτιού, που συνήθως γινόταν το πλύσιμο,
αφού κουβαλούσαν προηγουμένως με τις χύτρες,
πολλές «στράτες» νερό από την κοντινότερη βρύση.
Με την ευκαιρία όμως αυτή, συγκέντρωναν και
άλλα ρούχα και αφού τα έδεναν μπόγους, τα έβα- ζαν στην πλάτη και τα πήγαιναν στην Αρματσανή.
Κόπανος
Αν όμως ήταν πολλά έπρεπε να επιστρατεύσουν και τα ζώα. Κυρίως τα γαϊδουράκια για την μεταφορά τους.
Άλλωστε δεν ήταν μόνο τα ρούχα που έπρεπε να μεταφερθούν. Ήταν το καζάνι, η σκάφη, ο κόπανος, το μπουγαδοκόφινο και άλλα χρειαζού- μενα για το πλύσιμο
Για σαπούνι είχαν δικό τους που το έφτιαχναν μόνοι τους από τη μούρ- γα του λαδιού και αργότερο το πράσινο σαπούνι, που το προμηθεύονταν από τα μπακάλικα, αλλά σημαντικό ρόλο έπαιζε η αλισίβα.
Όταν έφταναν, διάλεγαν ένα μέρος να είναι καθαρό και απάνεμο (πα- γκιάνεμο), βρίσκανε διάφορες μεγάλες πέτρες (κακαβολίθαρα), για να τοποθετήσουν επάνω το καζάνι και αφού έβαζαν φωτιά έβραζαν το νερό.
Μπροστά από ένα μικρό βράχο που έπεφτε το νερό, είχαν διαμορφώ- σει ένα χώρο που μαζευόταν το νερό, αφού είχαν βάλει πέτρες και κλα- ριά για εμπόδιο και έτσι είχε σχηματιστεί μια μεγάλη σε έκταση και σε βάθος γούρνα (αβρός).
- 134 -
Σε αυτή τη γούρνα ρίχνανε τα χοντρά ρούχα για να μουλιάσουν.
Αν υπήρχε υποψία ότι μπορεί να εί- χαν εγκατασταθεί ψύλοι, ψείρες ή οτι- δήποτε άλλο πάνω στα ρούχα, τα βάζα- νε στο καζάνι και τα ζεματάγανε, πριν το ρίξουν στο νερό.
Τα χοντρά ρούχα τα έριχναν στον αβρό να μουλιάσουν για 2-3 ώρες πε- ρίπου και όταν τα έβγαζαν, τα τοποθε- τούσαν σε μια πέτρα όσο γινόταν πιο επίπεδη και τα χτυπάγανε με τον κό- πανο, για να φύγει μεγάλη ποσότητα νερού, μιας και μετά το πλύσιμο αυτά
Ταρπί
ήταν ασήκωτα και μετά τα απλώνανε
πάνω στις πέτρες και στα γύρω δέντρα για να στεγνώσουν.
Τα υπόλοιπα ρούχα που ήταν ελαφρότερα, τα έπλεναν στη σκάφη και μετά τα έριχναν στον αβρό για να ξεβγαλθούν και στη συνέχεια να απλω- θούν για στέγνωμα.
Για τα ασπρόρουχα υπήρχε η αλισίβα.
Η αλισίβα είναι ένα αλκαλικό διάλυμα που παρασκευάζεται με το βρά- σιμο του νερού μαζί με στάχτη από καμένα ξύλα. Συνίσταται δε να χρησι- μοποιείται βρόχινο νερό.
Με την αλισίβα γινόταν η «μπουγάδα». Δηλαδή αφού τα ασπρόρου- χα πλενόντουσαν καλά, τοποθετούνταν σε ένα ψηλό καλάθι (ταρπί), το οποίο όμως καλυπτόταν προηγουμένως εσωτερικά με ένα μεγάλο άσπρο χοντρό ύφασμα το λεγόμενο «σταχτόπανο» και που τα άκρα του έβγαιναν έξω από το κοφίνι. Στη συνέχεια διπλώνονταν τα πλυμένα ασπρόρουχα και στοιβάζονταν μέσα στο ταρπί και στο τέλος σκεπάζονταν αυτά από τις
άκρες του σταχτόπανου. Πάνω λοιπόν από το σταχτόπανο άρ- χιζαν και έριχναν αργά-αργά και κατά διαστήματα την αλισί- βα. Το υγρό αυτό διάλυμα σιγά - σιγά διαπερνούσε τα ρούχα και εξερχόταν από το κάτω μέ-
Φλοκάτη
ρος του κοφινιού, παρασύρο- ντας τα υπολείμματα από τους
- 135 -
λεκέδες που υπήρχαν στα ρούχα.
Στο τέλος αφού ξεπλένονταν, απλώνονταν σε δένδρα και θάμνους. Ήταν μια οπτική απόλαυση, να βλέπεις δεξιά και αριστερά του ποτα-
μιού απλωμένα ρούχα. Μια πανδαισία χρωμάτων, κόκκινα, μαύρα, άσπρα κ.α πάνω σε φόντο πράσινο που έφτιαχναν τα πυκνά πλατάνια και οι θά- μνοι της ακροποταμιάς.
Ενώ ολόκληρη η ποταμιά αντιλαλούσε από τις φωνές και τα τραγούδια των γυναικών. Εκεί που τα παιδιά ζούσαν τις καλύτερες στιγμές τους μέσα στο νερό, με τα διάφορα παιχνίδια τους, με το μάζεμα των καβουριών και τα παιχνίδια με τις «καλογρίτσες» του ποταμιού και αλίμονο στα περιβό- λια που τύχαινε να ήταν εκεί κοντά. Εκεί που η επικοινωνία ζωντάνευε και έβγαιναν στη φόρα όλες οι τοπικές «ειδήσεις».
Όταν ερχόταν το δειλινό και άρχιζε ο ήλιος να πέφτει και τελείωνε η δι- αδικασία του στεγνώματος, έπρεπε να επιστρέψουν στο χωριό.
Εκεί βοηθούσαν και οι άντρες και τα παιδιά και άμα χρειαζόταν και τα γαϊδουράκια.
- 136 -
ΕΠΑΓΓΕ Λ ΜΑΤΑ
Αγωγιάτες
Το επάγγελμα του αγωγιάτη υπήρξε προπολεμικά και ήταν ο πρόδρο- μος των σημερινών μέσων μεταφοράς και διακίνησης.
Πριν από το 1930 και σε μερικά μέρη και το 1950, δεν υπήρχαν δρόμοι και τα χωριά τα συνέδεαν μονοπάτια.
Στα πεδινά μέρη υπήρχαν κάποιοι υποτυπώδεις καρόδρομοι, αλλά και αυτοί το χειμώνα ήταν δύσβατοι.
Στα ορεινά μέρη, όπως είναι η Στενή και τα πίσω από το βουνό χωριά, Στρόπωνες, Μετόχι, Λάμαρη, Κούτουρλα, η επικοινωνία γινόταν μέσω μο- νοπατιών και κατά συνέπεια τα μεταφορικά μέσα ήταν τα μουλάρια και τα γαϊδουράκια.
Στη Στενή, οι αγωγιάτες έπαιρναν παραγγελίες από τα μπακάλικα, τα καφενεία, από άλλους επαγγελματίες που χρειάζονταν πρώτες ύλες για τη δουλειά τους, αλλά και από νοικοκυριά, που χρειάζονταν εφόδια για το σπίτι.
Η διαδρομή από Στενή για Χαλκίδα γινόταν μέσω Βούνων, περνούσαν τον Κατακλυδάρη και έφταναν στις Γίδες (Αμφιθέα). Μετά μέσω του πευ- κώνα στον Πισσώνα, περνούσαν τα χάνια και έφταναν στη Χαλκίδα από το σημείο που είναι το Δοκό και το Πέι.
Βέβαια, δεν παρέλειπαν οι αγωγιάτες να διηγούνται ιστορίες με φαντά- σματα, στοιχειά, μπαούτσα, λάμιες, μάγισσες και άλλα δαιμονικά όντα που συναντούσαν στο δρόμο και που όλα εξαφανίζονταν όταν έκαναν το σταυρό τους και έλεγαν το «Πάτερ ημών» ή το «Πιστεύω».
Οι αγωγιάτες ξεκινούσαν δύο με τρεις ώρες νύχτα από τη Στενή, για να είναι το πρωί στη Χαλκίδα και αφού έπαιρναν τις προμήθειες γυρνούσαν το βράδυ στο χωριό. Η διαδρομή ήταν 6 περίπου ώρες.
Αυτό γινόταν μέχρι το 1927 που έγινε ο δρόμος μέσω Γιδών (Αμφιθέας) και Βούνων, αλλά και αυτός το μεγαλύτερο διάστημα του χειμώνα ήταν αδύνατο να εξυπηρετήσει τα αυτοκίνητα.
Αυτό είχε ως συνέπεια να εξαφανίζεται σταδιακά το επάγγελμα, αλλά κάποιοι συνέχιζαν.
- 137 -
Αρχές της δεκαετίας του 1950 πολύ μικρός τότε, θυμάμαι που είχε έρ- θει στο σπίτι μας ένα βράδυ η Παρασκευή Κατσανά, που ήταν η τελευταία αγωγιάτης που συνέχιζε το επάγγελμα, αν και σε σχετικά μεγάλη ηλικία, για να πάρει παραγγελίες για διάφορες προμήθειες που ήθελαν οι γονείς μου.
Η Παρασκευή Κατσανά, ήταν πιο γνωστή σαν η Παρασκευή του Θαλάσ- ση (δεν γνωρίζω πως προήλθε αυτό το προσωνύμιο).
Μετά την Παρασκευή του Θαλάσση, δεν υπήρξε άλλος αγωγιάτης. Άνθισε όμως, μια άλλη μορφή αγωγιατών, που κράτησε για κάμποσα
χρόνια, μέχρι να ανοίξει ο δρόμος και να συνδέσει τα βορεινά χωριά. Αυτοί μπορεί να θεωρηθούν οι πρόδρομοι των σημερινών ταξιτζήδων. Φτάνοντας με τη συγκοινωνία στη Στενή, διάφοροι κρατικοί υπάλληλοι
όπως, Γεωπόνοι, Επιθεωρητές Δημοτικών σχολείων, Νομαρχιακοί υπάλ- ληλοι, δάσκαλοι, γιατροί αλλά και κάτοικοι των χωριών αυτών που διέμε- ναν σε άλλα μέρη και ήθελαν να επισκεφτούν το χωριό τους, έψαχναν να βρουν αγωγιάτη να τους μεταφέρει και κάποιοι που είχαν ζώα προσφερό- ντουσαν, με αμοιβή βεβαίως, να τους μεταφέρουν.
Έπαιρναν το μουλάρι, στόλιζαν καλά το σαμάρι με σεντόνια κλπ και αφού ανέβαινε πάνω ο ταξιδιώτης, με τον αγωγιάτη δίπλα, που πήγαινε με τα πόδια ξεκινούσαν.
Ενίοτε αν ο αναβάτης ήταν γυναίκα ή κάποιος άπραγος από ιππασία, κρατούσε την τριχιά ο αγωγιάτης και οδηγούσε το μουλάρι.
Η απόσταση έως Στρόπωνες είναι περίπου 16 χιλιόμετρα και έως το Με- τόχι 28 περίπου χιλιόμετρα και να σκεφτεί κανείς πως η μισή διαδρομή είναι ανηφόρα και η άλλη μισή κατηφόρα, μέσα από κακοτράχαλα μονο- πάτια στο βουνό, που κάθε τόσο εμπόδιζαν τους ταξιδιώτες και τα μουλά- ρια, μικρές κατολισθήσεις και νεροσυρμές.
Αυτοί δεν ήταν βέβαια επαγγελματίες αγωγιάτες, αλλά ήταν γι αυτούς ένα εξτρά έσοδο όταν συνέβαινε.
Όταν ρώτησα κάποιον να μου πει γιατί, αφού είχε και ένα γαιδουράκι, όπως μου είπε, δεν το έπαιρνε μαζί του να πάει κι αυτός καβάλα, η απά- ντηση ήταν ξεκάθαρη. Αστειεύεσαι; Εγώ θα γυρνούσα σε δύο μέρες, τι θα έκαναν οι άλλοι στο σπίτι χωρίς ζωντανό;
Πράγματι, το ζωντανό ήταν η κινητήρια δύναμη του νοικοκυριού. Ήταν το αγροτικό μας αυτοκίνητο για να κουβαλήσουμε τα ξύλα για το χειμώ- να, το άχυρο μετά το αλώνισμα, τα σταφύλια μετά τον τρύγο, τις ελιές, να μας μεταφέρει καθημερινά στο χωράφι μαζί με τα σύνεργα μας, για όρ- γωμα, σπορά, κλάδεμα, συγκομιδή, στα ψαχνά για ανταλλαγή προϊόντων
- 138 -
και τόσα άλλα, αλλά και να γίνεται το πολυτελές μας ιδιωτικό αυτοκίνη- το (που το στολίζαμε με καθαρά σεντόνια και άλλα στολίδια), για να μας πάει στα πανηγύρια αλλά και στη Χαλκίδα κάποιες φορές.
Όταν ο ταξιδιώτης έπρεπε να γυρίσει την επόμενη μέρα, κι αυτοί ήταν κυρίως οι επιθεωρητές δημοτικών Σχολείων κάποιοι Γεωπόνοι και κρατι- κοί υπάλληλοι που πήγαινα για ελέγχους ή διαπιστώσεις, αλλά και βου- λευτές, κυρίως υποψήφιοι (γιατί όταν εκλέγονταν τα ξέχναγαν όλα), ο αγωγιάτης έμενε και την επόμενη μέρα της επιστροφής.
Και συνεπώς απολάμβανε και αυτός των περιποιήσεων που δεχόταν ο «πελάτης» του, καλό φαΐ, ύπνο σε καθαρά σεντόνια κλπ.
Αγωγιάτισα ήταν η Παρασκευή Κατσανά (Παρασκευή του Θαλάσση), με μουλάρια και γαϊδούρια και επίσης, ο Γιαννούκος Ιωάννης (Γιαννακίτσας) από την Κάτω Στενή, είχε κάρο και έκανε μεταφορές από Χαλκίδα, εφο- διάζοντας τα μαγαζιά, αλλά και εκτελώντας διάφορες άλλες υπηρεσίες.
- 139 -
Αυγουλάδες
Οι αυγουλάδες, γυρνούσαν με ένα κοφίνι στα χέρια στις γειτονιές και συγκέντρωναν αυγά. Να μην ξεχνάμε ότι δεν υπήρχε σπίτι που να μην έχει στην αυλή του ένα υποτυπώδες κοτέτσι για τα αυγά της ημέρας. Όσα όμως περίσσευαν τα πουλούσαν στους αυγουλάδες, οι οποίοι με τη σειρά τους τα προωθούσαν στο εμπόριο. Κάποιοι μάλιστα πουλούσαν παράλλη- λα και διάφορα μικροπράγματα. Θυμάμαι σαν σε όνειρο (ήμουν πολύ μι- κρός τότε), τον γέροντα Αναστάσιο Γιαννούκο (Κουκλάνη), ο οποίος κυ- κλοφορούσε με δύο κοφίνια. Το ένα για να βάζει τα αυγά που συγκέντρω- νε και στο άλλο είχε την πραμάτεια του.
Βελόνες, κουβαρίστρες, τσιμπιδάκια, καλτσοδέτες, λάστιχα για τα βρα- κιά και άλλα μικροπράγματα, όμως χρηστικά για μια νοικοκυρά.
Σήμερα δεν υπάρχει ούτε ένα σπίτι που να έχει κότες. Ίσως στην άκρη του χωριού κάποιοι να έχουν λίγες για το φρέσκο αυγό τους και κατά συ- νέπεια δεν υπάρχουν και αυγουλάδες
Στην Άνω Στενή ήταν αυγουλάς ο Αναστάσιος Γιαννούκος (Κουκλάνης) ενώ στην Κάτω Στενή ήταν ο Αθανάσιος Αγγελάκης, ο οποίος έκανε εμπό- ριο, συγκεντρώνοντας από τους κατοίκους καρπούς, λάδια, αυγά, τομά- ρια (δέρματα) και τα πουλούσε στη Χαλκίδα και αλλού
*Θα πρέπει να πούμε ότι τα ονόματα που αναφέρουμε και θα αναφέ- ρουμε για κάθε επάγγελμα, αφορά τα τελευταία χρόνια.
Είναι αυτοί που τους θυμάμαι ο ίδιος και αυτοί για τους οποίους με έχουν πληροφορήσει οι παλιότεροι.
Δηλαδή μιλάμε για τρεις με τέσσερις γενιές.
- 140 -
Βαρελάδες
Στη Στενή, χρησιμοποιούσαν πολύ τα βαρέλια, γι αυτό και το επάγγελμα του βαρελά ήταν απαραίτητο.
Συνήθως, όταν μιλάμε για βαρέλι, το μυαλό μας πάει στο κρασί. Όμως δεν εί- ναι μόνο αυτό. Είναι ο ντάλαρος για το αλεύρι, μικρό νταλαράκι για το τυρί,
καρδάρες για τους τσοπάνηδες, δοχεία για κτύπημα του βούτυρου (καδιά), αλλά και τα βαρέλια για τις νεροτριβές,
Βαρέλι, στο οποίο διακρίνεται η
όκνα και η κάνουλα.
τους ζοργιούς για τους νερόμυλους και πολλά άλλα.
Τα κατασκεύαζαν από ξύλο βελανιδιάς, καρυδιάς, καστανιάς ή δρυός, αλλά στη Στενή, ειδικά τα κρασοβάρελα τα έφτιαχναν από καστανιά.
Μερικά από τα εργαλεία που χρησιμοποιούσε ο βαρελάς ήταν: Τα σφυ- ριά (βαρύ, ελαφρύ), τα σκαρπέλα, το αμόνι,το πριόνι, η πλάνη (ροκάνι), το σκεπάρνι, το τρυπάνι (αρίδι), το καβουροσκέπαρνο, η τανάλια, η μα- τσόλα, η ντούμπλα, η ταλιαδούρα, το
χαλκούνι κ.α.
Έκοβε το ξύλο σε σανίδες, με μήκος
ανάλογο με το πόσο ήθελε να είναι το
βαρέλι και τις ζέσταινε στον ήλιο, αλλά
και στη φωτιά μέχρι να μαλακώσουν,
για να μπορεί να δώσει την ανάλογη
κυρτότητα που χρειάζεται η κατασκευή
του βαρελιού. Οι σανίδες αυτές ονομά-
ζονται δόγες. Τις πελεκούσε μετά για
να πάρουν το σχήμα που ήθελε.
Έπειτα έφτιαχνε τους δύο πάτους του
βαρελιού (φουντώματα).
Παίρνουν ένα τσέρκι (σιδερένιο στε- φάνι), για οδηγό και προσαρμόζουν πάνω του αφού τη σφίξουν καλά, μια
Βαρέλι, στο οποίο διακρίνεται η κάνουλα και ο τύλος.
δόγα. Με οδηγό αυτή τη δόγα τοποθετούν και τις άλλες, μια δίπλα στην άλλη και μετά βάζουν ακόμα ένα τσέρκι και σφίγγουν περισσότερο οι δό-
- 141 -
Ο Γερακίνης Ιωάννης (Γκρι-
τζάλης). Ήταν βαρελάς και
μαραγκός
γες, οι οποίες έσφιγγαν από τη μία μεριά και άνοιγαν από την άλλη.
Γι αυτό το γύριζαν ανάποδα, έδεναν ένα σύρμα ή γερό σχοινί γύρω από τις δόγες, το έσφιγγαν και έβαζαν το τσέρκι. Τώρα οι δύο άκρες του βαρελιού είχαν την ίδια διάμετρο.
Αν κάπου δεν γινόταν καλή εφαρμογή, έβαζαν ένα χόρτο απ΄αυτό που χρησιμοποι- ούν οι καρεκλάδες.
Μετά έβαζαν τους πάτους (φουντώματα), που προσαρμόζονταν σε ένα βαθούλωμα (αυλάκι, πατούρα), που είχαν σκαλίσει πάνω στις δόγες. Μετά έσφιγγαν το τσέρκι και τα φουντώματα εφάρμοζαν καλά.
Τα τσέρκια τα έβαζαν ανάλογα με το μέγε- θος του βαρελιού 6 έως 8 ή και παραπάνω.
Τελευταία δουλειά ήταν να ανοίξουν τρύ-
πα για να βάλουν την κάνουλα, στο μπροστινό φούντωμα (κανέλα την έλε- γαν στη Στενή), άλλη μία τρύπα πιο πάνω από την κάνουλα για αερισμό,
(ο τύλος) και άλλη μία πάνω από το βαρέλι, για να μπαίνει ο μούστος (όκνα).
Το γέμιζαν νερό και αν δεν είχε διαρρο- ές, ήταν έτοιμο.
Επίσης οι βαρελάδες εκτός από την κα- τασκευή των βαρελιών, έκαναν και τη συ- ντήρησή τους ή την επισκευή τους αν σε κάποιο δημιουργείτο πρόβλημα.
Πολύ δουλειά είχαν το Σεπτέμβριο που άρχιζε ο τρύγος και πολλά βαρέλια ήθελαν συντήρηση.
Μονάδα μέτρησης του κρασιού ήταν η
Ο Κωνσταντίνος Καρλατήρας (Μοναχογιός). Ήταν βαρελάς
και μαραγκός.
«μπότσα». Μία μπότσα ήταν δύο οκάδες. Περίπου εκατό μπότσες ήταν η παραγωγή από ένα στρέμμα αμπελιού.
Βαρελάδες στη Στενή, απ΄ότι μπορέσα-
με να πληροφορηθούμε, ήταν: Ο Γιάννης Γερακίνης (Γκριτζάλης), ο Νίκος Καρλέτσος και ο Κώστας Καρλατήρας (Μοναχογιός). Ο Κυράνας Γεώργιος (Τόμπλας) έφτιαχνε ξύλινους ντάλαρους διαφόρων μεγεθών, για αλεύρι, τυρί, ελιές, πασπαλά κλπ. δηλαδή αντικείμενα που δεν ήθελαν «κύρτω- ση» όπως τα βαρέλια.
- 142 -
Καβουροσκέπαρνο:
Σκεπάρνι που γουβώνει το βαρέλι εσωτερικά,
αφού αυτό συναρμολογηθεί
Καλαφατικό:
Εργαλείο που χρησιμοποιείται
για το καλαφάτισμα,
δηλαδή το κλείσιμο
με ψαθί των χαραμάδων
που χωρίζουν τα σανίδια
των βαρελιών
Ντούμπλα: Εργαλείο που χρησίμευε για να τραβούν τη δόγα να ανοίξει λίγο για να την
καλαφατίσουν με ψαθί.
Ματσόλα: Ξύλινο σφυρί
Ταλιαδούρα: Εργαλείο του βαρελο- ποιού. Μ’αυτήν έφτιαχνε τη μυτερή
περιφέρεια των φουντωμάτων
(τα πλατιά οριζόντια σανίδια του βα- ρελιού) για να μπούνε στην πατούρα
που είχε ανοιχτεί στις δόγες.
- 143 -
Χαλκούνα:
Ειδικό τρυπάνι του βαρελά για το άνοιγμα της τρύπας της τάπας του βαρελιού.
Τα Βρουκολιά (Βουκολιά)
Πριν από 70 και πλέον χρόνια, στη Στενή υπήρχαν 400-500 αγελάδες- βόδια, τα οποία δεν μπορούσαν να συντηρήσουν ή να τα εκτρέφουν στα σπίτια τους λόγω έλλειψης χώρου κυρίως. Γι’αυτό το λόγο υπήρχαν άν- θρωποι οι οποίοι συγκέντρωναν όλα τα βοοειδή του χωριού και δημιουρ- γούσαν τα Βρουκολιά (Βουκολιά).
Οι βουκόλοι έφτιαχναν μια μάντρα σε κάποια περιοχή, που συνήθως ήταν μία από τις παρακάτω: Θυμάρια, Λιβάδια, Βρωμόκλαρο, Παλιάλωνα, Μεγάλο χαντάκι, Πέτρα, Ξυδάδες, μαδαρούς κλπ.
Ο ορισμός του χώρου που θα λει- τουργούσε το Βουκολιό γινόταν με κοινοτική απόφαση.
Τα ζώα τα συγκέντρωναν οι βου- κόλοι προς το τέλος Μαρτίου, που έβγαινε χορτάρι και μπορούσαν να βοσκήσουν. Τα βοσκούσαν καθημερι- νά και τα πότιζαν στις «Κληματαριές» ή στις «Μπαχούνες», ανάλογα με το
που ήταν εγκατεστημένο το Βρουκολιό.
Το βράδυ στη μάντρα, το κάθε ζώο ήξερε και πήγαινε μόνο του να κοι- μηθεί στη δική του θέση (στο μάγκο του). Εννοείται πως όποτε τα χρειά- ζονταν οι ιδιοκτήτες τους, για αλώνισμα κ.α. τα έπαιρναν για λίγες μέρες και τα επέστρεφαν όταν τελείωναν τις δουλειές.
Η αμοιβή του βουκόλου ήταν δύο ξάια στάρι για το κάθε ζώο που είχε αναλάβει για όλη την περίοδο.
Η περίοδος του βουκολιού τελείωνε στις 14 Σεπτεμβρίου.
Αυτή την ημερομηνία έπρεπε όλα τα ζώα να ήταν στα σπίτια για να τα ραντίσουν οι ιδιοκτήτες τους με τον Αγιασμό που είχαν πάρει από τη εκ- κλησία (της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού).
Από ότι μπορέσαμε να μάθουμε, με τα βουκολιά ασχολούνταν ο Ανα- στάσιος Κρητικός και ο Ευάγγελος Βλάχος (Μύξης).
- 144 -
Ο Γιδάρης ή βοσκός
Στη Στενή, σχεδόν όλοι είχαν οικόσιτα
ζώα, όπως κότες, κατσίκες, ακόμα και πά-
πιες, όσα σπίτια ήταν δίπλα στο ποτάμι.
Με τον τρόπο αυτό εξασφάλιζαν κρέας,
αυγά, γάλα και κατά συνέπεια τυρί, μυζή-
θρα, ξινοτύρι κ.α.
Και ασφαλώς μιλάμε για γεωργικές οικογένειες, γιατί όσοι ασχολού- νταν με την κτηνοτροφία, είχαν τα κοπάδια τους στο βουνό και το χειμώ- να τα κατέβαζαν στα χειμαδιά.
Συνήθως είχαν κατσίκες και ελάχιστοι αρνιά.
Ένας απ’τους λόγους αυτής τις προτίμησης ήταν και τα σπίτια, που ήταν διώροφα λόγω έλλειψης χώρου και στο ισόγειο ήταν οι αποθήκες και ο σταύλος και στο πάνω πάτωμα έμενε η οικογένεια.
Τα αρνιά λοιπόν βελάζανε πολύ και ενοχλούσαν, ενώ οι κατσίκες βέλα- ζαν λιγότερο. Άλλωστε τα αρνιά προτιμούσαν την ελεύθερη βοσκή.
Τις κατσίκες λοιπόν έπρεπε κάποιος να τις βοσκήσει και δυστυχώς οι δουλειές τις οικογένειας ήταν τόσες πολλές, που δεν πρόφταιναν.
Γιαυτό λοιπόν υπήρχε ο Γιδάρης.
Την δουλειά αυτή αναλάμβανε ένας από τους κατοίκους του χωριού, ύστερα από συνεννόηση με τους ιδιοκτήτες των ζωντανών και ανάλογα με τον αριθμό που είχε το κάθε σπίτι καθοριζόταν και το τίμημα, το οποίο θα ήταν σε χρήμα ή σε είδος. Οι ιδιοκτήτες ήταν υποχρεωμένοι να πηγαί- νουν τα ζωντανά τους σε συγκεκριμένο σημείο και σε ακριβή ώρα, αφού προηγουμένως τα είχαν αρμέξει.
Ο γιδάρης ή βοσκός, τα έπαιρνε, τα οδηγούσε σε διάφορα σημεία που υπήρχε βοσκή και το απόγευμα τα γυρνούσε στο χωριό.
Η επιστροφή των κατσικιών στο χωριό γινόταν πριν από τη δύση του ήλιου. Αυτά χωρίς καμιά ιδιαίτερη καθοδήγηση κατευθύνονταν από μόνα τους στο σπίτι τους, ενώ ο γιδάρης τα σαλάγαγε μέσα από τα στενά δρο- μάκια.
Γιδάρηδες ή τσοπάνηδες διατέλεσαν κατά καιρούς οι:
Μακρής Δημήτριος (Μπαΐρας)
Μακρής Χρήστος (Καλιμπάς) και (Λατζόνης)
Παλαιολόγος Κωνσταντίνος (Ντουλής)
- 145 -
Καφενεία
Το καφενείο ήταν η καρδιά και η ψυχή του χωριού. Το μόνο μέρος που μπορούσες να περάσεις λίγο την ώρα σου και να ξεδώσεις από τον κάμα- το της ημέρας.
Τα καφενεία ήταν τόπος συγκέντρωσης όλων των ανδρών του χωριού.
Οι εργαζόμενοι μετά τη δουλειά τους, οι ηλι- κιωμένοι και γενικά οι χασομέρηδες, για να μά- θουν τα ευχάριστα η τα δυσάρεστα νέα, να συ- ναντήσουν τους φίλους τους, να κάνουν απο-
Μπρίκι
λογισμό των εργασιών της ημέρας, να ανταλ- λάξουν απόψεις για τα τρέχοντα θέματα, πολι- τικά κοινωνικά και άλλα. Μαζί με όλους ο πρό-
εδρος του χωριού, ο παπάς, οι χωροφύλακες, ο αγροφύλακας, ο δάσκα- λος, ο γιατρός. Αλλά και ο Νομάρχης ή ο βουλευτής, όποτε επισκέπτονταν το χωριό, στο καφενείο άραζαν για να εξαγγείλουν τα έργα που θα…κά- νουν.
Στα καφενεία συναντούσε κανείς αυτούς που τα
ήξεραν όλα και έπαιρναν θέση σε κάθε συζήτηση,
τους κουτσομπόληδες που είχαν τα αυτιά τους ανοι-
χτά και αναμετέδιδαν κάθε είδηση ή φήμη, τους
ήσυχους που καθόντουσαν στις άκρες και παρακο-
λουθούσαν το κάθε τι κουνώντας το κεφάλι τους,
καθώς και τους χαζούς του χωριού, που όλοι τους
πείραζαν για να περνάνε την ώρα τους. Εκεί ανέβα-
ζαν και κατέβαζαν κυβερνήσεις, εκεί γινόντουσαν
συνήθως τα προξενιά, εκεί καταδικαζόντουσαν ή
αθωωνόντουσαν οι χωριανοί για παραπτώματα που
έκαναν η δεν έκαναν, εκεί γινόταν ο σχολιασμός
των καυγάδων των ζευγαριών, τα παραπατήματα
των συζύγων. Εκεί λεγόντουσαν διάφορες ευτρά-
πελες ιστοριούλες και οι αφηγήσεις των γερόντων
για τα πιο παλιά χρόνια. Και γενικά εκεί λεγόταν οτιδήποτε, από το πιο σοβαρό ή αστείο, από το πιο αληθινό μέχρι το πιο ψεύτικο.
- 146 -
Ξύλινη κατασκευή για
τις τράπουλες
Τα θέματα συζήτησης είχαν μεγάλο εύρος. Από το χωράφι που δεν οργωνόταν καλά, στη γίδα που πήγε με το τραγί και φτάνανε και σε πολιτικές αναλύσεις, για θέματα οικονομικού περιεχομένου, εξωτερικής πολιτικής και εθνι- κών θεμάτων.
Συνήθως οι πελάτες, τον καφέ τους τον συνό- δευαν με μία παρτίδα τάβλι, η με μία παρτίδα πρέφας, σκαμπιλιού, κολτσίνας, ραμί ή ξερής. Γύρω από το κάθε τραπέζι που παιζόταν ένα
Τραπεζάκι για έξω
παιχνίδι, συγκεντρωνόντουσαν πολλοί θεατές
και ο καθένας τους είχε κάτι να παρατηρήσει για τα σφάλματα ή τις ζαβο- λιές των παικτών.
Την παραμονή της πρωτοχρονιάς, τα καφενεία μετατρέπονταν για ένα βράδυ σε μικρά καζίνα, όπου άλλοι έπαιζαν τριανταμία άλλοι πόκα, και οι πιο σκληροί ζάρια.
Για τις γυναίκες ίσχυε το «άβατο». Δεν πήγαιναν στο καφενείο, εκτός κι αν γινόντουσαν πανηγύρια στο χωριό, γάμοι, αρραβώνες και γενικά άλλες κοινωνικές εκδηλώσεις των χωριανών.
Το καφενείο με τους θαμώνες του, κάλυπτε όλες τις ανάγκες που σήμε- ρα καλύπτει (υποτίθεται) η κοινωνική πρόνοια και προστασία.
Ότι κι αν συνέβαινε σε κάποιον, αρρώστια, φωτιά και οποιαδήποτε έκτακτη ανάγκη, έτρεχε στο καφενείο ζητώντας συνδρομή και αμέσως το καφενείο άδειαζε και έτρεχαν όλοι για να συνδράμουν.
Στη Στενή υπήρχαν πολλά καφενεία. Τα περισσότερα στην πλατεία, στο χοροστάσι (η ονομασία οφείλεται στο ότι εκεί γινόντουσαν οι γενικοί χο- ροί τις διάφορες γιορτές αλλά και σε γάμους κλπ).
Η διαφορά του καφενείου με το μπακάλικο, προκειμένου να το λει- τουργήσεις σαν επιχείρηση, ήταν ότι το καφενείο έπρεπε να ήταν στην πλατεία ή σε κάποιον κεντρικό δρόμο, ώστε να είναι πέρασμα.
Κάθε καφενείο είχε το δικό του τύπο, ανάλογα με το γούστο του ιδι- οκτήτη του. Όλα τους διέθεταν πάνω κάτω την ίδια επίπλωση. Μικρά
ξύλινα τραπεζάκια, ξύλινες καρέ- κλες με ψαθί, καναπέδες κολλητά στους τοίχους. Στη μέση του κάθε καφενείου υπήρχε πάντα η ξυλό- σομπα, για θέρμανση το χειμώνα, ενώ το καλοκαίρι, άπλωναν έξω στρογγυλά μεταλλικά τραπεζά-
Τραπέζια μέσα
κια. Πολλές φορές στη σόμπα - 147 -
ψηνόντουσαν κάστανα και ρεβίθια. Στο
κέντρο της οροφής κρεμόταν ένα μεγά-
λο λουξ που φώτιζε το καφενείο τα βρά-
δια. Στο βάθος υπήρχε μια υποτυπώδης
κουζίνα, που περιλάμβανε ένα νεροχύ-
τη, τον οποίο γέμιζαν με τους κουβάδες
από τη βρύση, για να πλένουν τα ποτή-
ρια, φλιτζάνια, κουταλάκια, πιατάκια του
γλυκού κλπ. Καθώς και ράφια γεμάτα με
ποτήρια μικρά και μεγάλα, πιάτα και κου-
πάκια, καραφάκια ούζου και μπουκάλια
με κονιάκ, πίπερμαν και διάφορα λικέρ.
Ένα μικρό υπερυψωμένο τζάκι χρησίμευε για το ψήσιμο των καφέδων και των τσαγιών. Ένα πολύ ωραίο ορειχάλκινο δοχείο υπήρχε στο τζάκι για το ζέσταμα του νερού ή επάνω στη σόμπα, ένα τσαγιερό για το τσάι ή το φασκόμηλο, καφετιέρα και ζαχαριέρα, μπρίκια ορειχάλκινα με μακρύ χε- ρούλι. Στο τζάκι έκαιγε πυρήνα (χόβολη) ή και κανονική θράκα από ξύλα που έκανε τον καφέ νόστιμο.
Όσο για ψυγείο για λεμονάδες, πορτοκαλάδες και γκαζόζες, ούτε λό- γος. Δεν υπήρχε ρεύμα, αλλά ούτε και πάγο μπορούσαν να προμηθευ-
τούν και έτσι βάζανε στην κο- ντινότερη βρύση μία χύτρα, στην οποία είχαν βάλει μερικά αναψυκτικά και όταν παρήγγει- λε κάποιος, έπαιρναν ένα ανα- ψυκτικό από το τελάρο το πή- γαιναν στη βρύση και έπαιρναν μία από τις κρύες για να τη σερ- βίρουν. Κι αυτό γινόταν για να
μη χάσουν το λογαριασμό, γιατί στην ίδια χύτρα είχε βάλει κι ο άλλος κα- φετζής ο δίπλα ή ο απέναντι. Κι όλα αυτά το καλοκαίρι, γιατί το χειμώνα τα αναψυκτικά τα σερβίριζαν κατ΄ευθείαν από το τελάρο.
Χώρισμα του κυρίως καφενείου με την κουζίνα ήταν ένας πάγκος ξύλι- νος, ο λεγόμενος μπουφές (τεζάκι), με δίσκους επάνω για το σερβίρισμα των ποτών, μία σιδερένια κανάτα νερού, δύο μεγάλα μπουκάλια με ούζο και κονιάκ, γυάλες με γλυκά κουταλιού, βύσσινο, κεράσι, περγαμόντο και κουτιά με λουκούμια. Στον τοίχο πάνω από τον πάγκο υπήρχε μια ξύ- λινη κατασκευή με μικρά χωρίσματα που φυλαγόντουσαν οι τράπουλες με τα παιγνιόχαρτα. Ο μπουφές του καφενείου είχε και δύο συρτάρια που ο καφετζής έβαζε τις εισπράξεις του και τα τεφτέρια με τα «βερεσέδια».
- 148 -
Έτσι ήταν τα καφενεία του χωριού μας, που σιγά σιγά έχασαν όχι μόνο το χρώμα τους αλλά και την ύπαρξή τους.
Σήμερα υπάρχουν καφετέριες.
Παλιά καφενεία, από ότι μπορέσαμε να συγκεντρώ- σουμε είχαν στην Άνω Στενή οι:
- Βασιλείου Νικόλαος (Κατσαρός). Κοντά στην εκ- κλησία. Ιδιοκτησία σήμερα του Βασιλείου Νικόλαου (εγγονός).
- Ντούρμας Αριστείδης (Αριστδάνας). Ιδιοκτησία σή- μερα, Μαρίας Ντούρμα-Βαλαή.
- Σπύρου Κωνσταντίνος (Γκέτσικας). Ιδιοκτησία σή- μερα, Παρασκευής Σπύρου-Θάνου.
- Σπύρου Σπύρος (Γκέτσικας). Ιδιοκτησία σήμερα Βασιλείου Σπύρου (γιος)
- Αικατερίνη (Ρίνα) Γκούστρα. Στην πλατεία Ιδιοκτη- σία σήμερα της Μαριάνας Γκούστρα-Πασχαλίδη)
- Γιαλός Παναγιώτης (Γκελέκας). Ιδιοκτησία σήμερα Κώστα Κατσανά, που το λειτουργεί ο γιος του Γεώργι- ος Κατσανάς σαν καφετέρια.
- Στο κτίριο αυτό, λειτούργησε καφενείο και ο Γε- ώργιος Κατσανάς (Παππούς του σημερινού ιδιοκτήτη).
- Ο Παναγιώτης Γιαλός (Γκελέκας), μετέφερε την
Αθανάσιος Σίδερης
επιχείρηση σε άλλο κτίριο, εκεί που σήμερα είναι ιδιοκτησία της Παρα- σκευής Μπαρμπούρη.
- Παλαιολόγος Κωνσταντίνος (Κατός). Ιδιοκτησία Γεωργίου Σπύρου του Δημητρίου, που σήμερα το λειτουργεί σαν ταβέρνα.
- Παλαιολόγος Ιωάννης (Γιατράκος). Ιδιοκτησία Γεωργίας Παλαιολόγου. Σήμερα στο χώρο αυτό λειτουργεί καφετέρια.
- Σίδερης Αθανάσιος. Ιδιοκτησία σήμερα Αικατερίνης (Ρίνας) Κατσανά. - Παλαιολόγος Σπύρος (Χορμόβας). Σήμερα ιδιοκτησία Γεωργίου Ντούρ-
μα. Λειτουργεί και σήμερα σαν καφενείο.
- Κυράνας Αντώνιος (Ταγαράς). Ιδιοκτησία σήμερα του Ηλία και Ιωάν- νας Μέργου.
Στην Κάτω Στενή
- Καλαμάρας Δημήτριος, το οποίο συνέχισε να το λειτουργεί ο γιος του Χαράλαμπος Καλαμάρας και στη συνέχεια ο εγγονός του Δημήτριος Κα- λαμάρας.
- 149 -
- Κοντούλα Αθηνά. Σήμερα είναι ιδιοκτησία Παναγιώτας Γιαμά-Βλάχου. - Βλάχος Γεώργιος (Φορτούνας). Σήμερα είναι ιδιοκτησία Αθανασίου
Βλάχου
- Οι αδελφοί Κατσανά Μιχάλης και Λάμπρος είχαν καφενείο εκεί που σήμερα είναι ιδιοκτησία Αναστάσιου Γιαννούκου (Σκάσα)
- Σουλτάνης Βασίλειος (Βασλαράς). Είναι ιδιοκτησία του εγγονού του Βασίλη και σήμερα λειτουργεί σαν καφετέρια.
- Κυράνας Ευάγγελος. Σήμερα είναι ιδιοκτησία Αθανασίου Κυράνα (Κα- νάρη)
- Ντούρμας Αναστάσιος (Μαγκούτας). Ιδιοκτησία Μαρίας Ντούρμα- Τσιμιτσέλη.
- Βλάχος Αναστάσιος. Ιδιοκτησία σήμερα Νικολάου Γιαλού του Ταξιάρ- χη.
- Κυράνας Χαράλαμπος (Χαραλαμάκης). Το συνέχισε ο γιος του Γιάν- νης. Σήμερα λειτουργεί σαν «Σούπερ Μάρκετ”από τον δισέγγονό του Κώ- στα Κυράνα, αφού προηγουμένως το είχε λειτουργήσει και ο πατέρας του Γιάννης Κυράνας.
- Καφενείο είχε και ο Μωραΐτης (δεν γνωρίζουμε το μικρό του όνο- μα) και κατά πάσαν πιθανότητα ήταν το πρώτο καφενείο που λειτούργη- σε στην Κάτω Στενή. Η ύπαρξη του ονόματος Μωραΐτη στην Κάτω Στενή, ίσως μπορεί να επιβεβαιωθεί και από την τοποθεσία «στου Μωραΐτη», που βρίσκεται μεταξύ Βούνων και Παλιάλωνα. Άλλοι λένε ότι το όνομα Μωραΐτης δεν ήταν το κανονικό, αλλά τον φώναζαν έτσι επειδή καταγό- ταν από την Πελοπόννησο. Υπήρχε και ένα καμίνι (το καμίνι του Μωραΐτη) στην Κάτω Στενή, δίπλα από το σπίτι του Θανάση Μακρή.
Στην πλατεία της Στενής, τη δεκαετία του 1970
- 150 -
Αύγουστος 1968. Στο καφενείο του Γιατράκου (Γιάννη Παλαιολόγου).
Από αριστερά: Γιώργος Παλαιολόγος (Γιατράκος), Αποστόλης Σιμιτζής (Πωλ), Δημήτρης Πέτρου (Κωτζίνος), Βαγγέλης Ζέρβας, Γιάννης Παπαϊωάννου, Πέτρος Τζίνης, Νίκος Γιαλός, Γιάννης Γιαννούκος, Δημήτρης Παλαιολόγος
(Κουτουρλός), Δημήτρης Ντουμάνης (Μανταβέλης), Σπύρος Ντούρμας (Σαντάς),
Άγγελος Μπεληγιάννης (Κολιντέρας)
Αρχές δεκαετίας 1950.
Καφενείο Κατσανά που τότε το είχε ο Παναγιώτης Γιαλός (Γκελέκας).
Από αριστερά: Κωνσταντίνος Πέτρου (Κωτζίνος), Δημήτρης Παπαγεωργίου (Μητσάκος), Βασίλης Μπαρμπούρης (του Παπά), Δημήτρης Παπακωνσταντίνου (του Γιωργούλα), Κων- σταντίνος Γιαννούκος (Κωτσαρίγκος), Γιάννης Σιμιτζής (του Ποστόλα), Βασίλης Πατερί- τσας. Πίσω με το μαντήλι η Σοφία, σύζυγος του Γκελέκα (Παναγιώτη Γιαλού) η κόρη του
Κάκια και ο Θανάσης Μπαρμπούρης.
- 151 -
Κουρεία
Στη Στενή οι κουρείς σπάνια είχαν δικό τους χώρο. Οι περισσότεροι έστηναν το «μαγαζί τους σε κάποιο καφενείο.
Σε μια γωνία του καφενείου έβαζαν τον καθρέφτη, την πολυθρόνα και τον πάγκο τους και ήταν έτοιμοι. Έτσι οι πελάτες μπο- ρούσαν να πιουν τον καφέ τους, να συζη- τήσουν, να διαβάσουν την εφημερίδα τους και χωρίς καλά-καλά να το καταλάβουν, να έχει έρθει η σειρά τους.
Κουρευτική μηχανή, χειροκίνητη
Τα εργαλεία του κουρέα ήταν μία χειροκίνητη κουρευτική μηχανή χο- ντρή και μία ψιλή.
Με την ψιλή μηχανή το κεφάλι σου γινότανε «γουλί». Άλλωστε με την ψιλή κουρευόμασταν όταν πηγαίναμε στο Δημοτικό, με την έναρξη του σχολικού έτους. Και αν ήταν και λίγο ελαττωματική η μηχανή, σου τρα- βούσε το μαλλί και υπέφερες από τον πόνο.
Άλλα εργαλεία ήταν η τσατσάρα, το ψαλίδι, οι ξυριστικές ατσάλινες λε- πίδες, (φαλτσέτες), που τις τρόχιζαν συχνά, αλλά είχαν και ένα λουρί (κα- ΐσι), που συχνά πυκνά έτριβαν επάνω του την ξυριστική λεπίδα για να μη στομώσει, ενώ συχνά, την ώρα του ξυρίσματος εμβάπτιζαν τη λεπίδα σε ένα δοχείο με οινόπνευμα για απολύμανση. Επίσης ένα μεταλλικό μπολ
με βάση για να φτιάχνει τη σαπου- νάδα, που ήταν σαπούνι και νερό ζεστό, και τα ανακάτευαν με ειδι- κό πινέλο.
Και φυσικά μετά το ξύρισμα, κα- θάρισμα του προσώπου με οινό- πνευμα και από πάνω κάποιο μυ- ρωδικό, συνήθως κολόνια λεμόνι και μπριγιόλ για τα μαλλιά μετά το
Διάφορα εργαλεία του κουρέα
κούρεμα.
Στην άκρη μια νιπτήρα και από - 152 -
κάτω μία μικρή λεκάνη, η οποία κατά τακτά διαστήματα ήθελε άδειασμα. Ο κουρέας ήταν πάντα ομιλητικός, είχε άποψη για όλα και μετέδιδε τα
νέα του χωριού. Ότι μάθαινε από τον έναν το μετέδιδε στους άλλους και τα νέα ανακυκλώνονταν
Κουρεία στην Άνω Στενή είχαν οι:
- Εμμανουήλ Δημήτριος, στο καφενείο του Γιαλού Παναγιώτη (Γκελέ- κα).
- Ο Γιαμάς Άγγελος, είχε
το κουρείο εκεί που αργό-
τερα, μετά τον πόλεμο, είχε
ραφείο ο Ταξιάρχης Σπυρι-
δάκης. Ιδιοκτησία Ζήση Σπυ-
ριδάκη.
- Ο Καρλατήρας Κωνστα-
ντίνος (Τσαλάκιας), είχε κου-
ρείο στην πλατεία σ’ένα μι-
κρό καμαράκι, στο σπίτι της
Μαριάννας Γκούστρα-Πα-
σχαλίδη.
- Χουλιάρας Σπύρος (Σου-
ρελάς). Είχε κουρείο στο
σπίτι του, που σήμερα είναι ιδιοκτησία των παιδιών του Κώστα και Μαρίας. Αργότερα, μετά τον πόλεμο, μετέφερε το κουρείο του στου Κορώνη (Μπαμπά), στην πλατεία.
Το 1965 ήρθε το ρεύμα στη Στενή. Χαράς ευ- αγγέλια για τους κουρείς. Στη φωτογραφία ο Δημήτριος Λέων (Μουρτζούνης) κουρεύ- ει τον Νίκο Ζέρβα, με ηλεκτρική μηχανή, ενώ όρθιος ο Βασίλης Σπύρου (Γκέτσικας) κουβε-
ντιάζει περιμένοντας τη σειρά του
Μεταγενέστερα, μετά τον πόλεμο άνοιξαν κουρεία και οι Ντούρμας Αθανάσιος, Τσότσος Ευάγγελος (Κολοκούρας), Λέων Δημήτριος (Μουρ- τζούνης) και Παλαιολόγος Γεώργιος (Γιατράκος).
Στην Κάτω Στενή, ήταν ο Βλάχος Αναστάσιος, που είχε και καφενείο. Ο Ντουμάνης Κωνσταντίνος (Κατσαμπέκης), είχε κουρείο εκεί που σή-
μερα είναι το σπίτι του γιου του Αθανασίου Ντουμάνη.
Μετά τον πόλεμο είχε και ο Καλαμάρας Δημήτριος, στο καφενείο του.
- 153 -
Κοφινάδες
Τα υλικά τους ήταν μυρτιές, καναπίτσες (Λυγαριές), που τις εύρισκαν άφθονες στις όχθες του ποταμιού και από καλάμια, τα οποία υπάρχουν παντού.
Από τις μυρτιές και κυρίως από τις λυγαριές, οι κο- φινάδες αποσπούσαν μακριές βίτσες με το ειδικό μα- χαίρι και έκαναν τους σκελετούς για να πλέξουν με τα σχισμένα καλάμια τα καλάθια. Υπήρχαν ειδικά καλάθια για τις μεταφορές των φρούτων, για το πλύσιμο των ρούχων, καθώς και περίτεχνα λεπτοδουλεμένα καλά- θια. Η τέχνη της καλαθοπλεκτικής απαιτούσε μεγάλη πείρα, δεξιοτεχνία και ταχύτητα και τη μάθαινε κανείς κυρίως μέσα από την οικογενειακή παράδοση.
Οι ανάγκες των αγροτικών εργασιών και κυρίως η συγκομιδή αγροτικών προϊόντων τώρα, καλύπτονται από μηχανικά μέσα, δηλαδή ξύλινα τελάρα, πλαστικές κλούβες, χάρτινα τελάρα κ.α. Τα παλιά χρόνια όμως, τις αγροτικές ανάγκες τις κάλυπταν με τα καλάθια, κο- φίνια όπως τα έλεγαν. Τα κοφίνια άρχιζαν από μικρά, τα κοφίνια των αυγών, τα πανέρια κ.α. Οι κόφες ήταν τα πιο διαδεδομένα και χρησιμοποιούνταν για να βά- ζουν τα σταφύλια κατά τον τρύγο κυρίως. Τα κοφίνια για το ψωμί ήταν σε σχέδιο πιθαριού με καπάκι πλεκτό
Ταρπί
Κοφνίδα
(κοφνίδα). Επίσης το ταρπί που ήταν για πολλές χρήσεις αλλά και για την αλισίβα όταν έκαναν πλύσιμο στο ποτάμι. Το επάγγελμα του κοφινά ήταν στα χωριά οικογενειακή παράδοση. Από γενιά σε γενιά η τέχνη διαδιδόταν μέχρι που σταμάτησε τελείως το πλέξιμο. Οι κοφινάδες το χειμώνα έκοβαν τα καλάμια από τα ποτάμια και τα έδεναν δεμάτια για να ξεραθούν. Τις βέρ- γες τις έκοβαν μετά τον Ιούλιο, τις ξεφύλλιζαν και τις άπλωναν στον ήλιο να ξεραθούν και αυτές για την επόμενη χρονιά. Το πλέξιμο των κοφινιών άρχι- ζε εντατικά μετά το θέρο και τον αλωνισμό, μέχρι το τέλος του Σεπτέμβρη
Κοφινάδες ήταν:
Ο Ντουμάνης Σπύρος (Καρκαβέλας) και ο Γερακίνης Δημήτριος (Καμπά- νης).
Υπήρχαν και άλλοι παλιότερα, που δεν μπορέσαμε να πληροφορηθούμε.
- 154 -
Κτίστες
Για να κτιστεί ένα σπίτι, χρειαζόντουσαν πέντε βασικά υλικά: Πέτρες, ξύλα, ασβέστη, άμμος και κεραμίδια.
Τις πέτρες τις έπαιρναν από τα νταμάρια, τα ξύλα από τους υλοτόμους, τον ασβέστη από τα ασβεστοκάμινα, την άμμο από το πο- τάμι και τα κεραμίδια από τα κεραμιδαριά.
Για τις πέτρες, ένα νταμάρι ήταν στη θέση Ντάμη, από όπου μπορούσε όποιος ήθελε να προμηθευτεί και άλλο ένα, μεταπολεμικά, μεταξύ πάνω και κάτω Στενής στη θέση Χότζα, που το δούλευε ο Απόστολος Γιαλός. Το κτήμα στο οποίο γινόταν η εξόρυξη της πέτρας, ήταν ιδιοκτησία του Γεωργίου Σπυριδάκη.
Τα ξύλα τα παράγγελλαν στους υλοτόμους Την ασβέστη από τα ασβεστοκάμινα τα
οποία ήταν αρκετά. Ένα μάλιστα είχαν φτιά- ξει μετά τον πόλεμο οι πυρόπληκτοι, που εί- χαν καεί τα σπίτια τους κατά τη διάρκεια του πολέμου αλλά και του εμφυλίου.
Μυστρί
Φτυάρι
Τσάπα
Ασβεστοκάμινα υπήρχαν στις θέσεις «Καρατλάκα», «Ανήλιος» και «Κουρίτος». Αυτό το τελευταίο το δούλευαν, ο Αναστάσιος Σουλτάνης (Μνίλας) και ο Μιχάλης Καρλέτσος.
Την άμμο, όπως είπαμε την έπαιρναν από το ποτάμι.
Τα κεραμίδια κατασκευάζονταν σε ειδικά καμίνια.
Από τα παλιά χρόνια στην περιοχή «Κληματαριές», κοντά στο ποτάμι, υπήρχε κεραμιδάδικο. Σήμερα δεν λειτουργεί, αλλά την περιοχή την ονο- μάζουν «Κεραμιδαριά» (στα κιραμδαριά).
Ένα άλλο καμίνι υπήρχε κατά μήκος του δρόμου προς τα αλώνια, στην Κάτω Στενή, το οποίο έφτιαχνε και κανάτια, στάμνες, πιθάρια κ.α. και ήταν του Βλάχου Γεωργίου (Ζορμπαλή) και των παιδιών του.
Περί το 1950, λειτούργησε κεραμιδάδικο για λίγα χρόνια και ο Κώστας Μαστρογιάννης.
Τις πέτρες τις κουβαλούσαν στην οικοδομή με μουλάρια και γαϊδούρια.
- 155 -
Τοποθετούσαν δύο σανίδες στις δύο πλευρές του σαμαριού, στις οποίες έβαζαν τις πέτρες. Καταλαβαίνουμε ότι χρειαζόντουσαν πολλές «στράτες» για να κουβαληθούν οι πέτρες. Από εκεί και έπειτα ο κτίστης έπαιρνε την πέ- τρα και με το σφυρί της έδινε την κατάλληλη μορφή.
Τα ξύλα που έφερναν οι υλοτόμοι, ήταν μεγάλα δοκάρια διαφόρων μεγεθών. Μερικά από αυτά τα έβαζαν στους τοίχους για στε- ρέωση (κάτι σαν τα σημερινά σενάζ) κι άλλα τα έβαζαν πάνω και πλάι από πόρτες και πα- ράθυρα, κάτι σαν τις σημερινές κάσες των κουφωμάτων αλλά επί πλέον τα ξύλα αυτά λειτουργούσαν και σαν σενάζ (παράστωμα).
Ο Μαστρογιάννης Κωνστα-
ντίνος του Ιωάννη (Κωντής). Ήταν κτίστης πέτρας.
Τον ασβέστη τον έπαιρναν από τους λάκκους. Στους λάκκους έριχναν την ασβέστη οι ασβεστοκαμινάδες, έριχναν από πάνω νερό και το άφη- ναν μέρες και μήνες μέχρι ο ασβέστης να κατασβηστεί, να γίνει δηλα- δή αλοιφή. Την μετάφεραν στην οικοδομή με τα ζώα, μέσα σε ξύλινα κα- σόνια, ενώ τα μετέπειτα χρόνια χρησιμοποιούσαν τενεκέδες. Στην οικο- δομή, τον ασβέστη τον περνούσαν από την κοσκίνα, για να κρατήσει πι- θανόν σκληρά κομμάτια που δεν είχαν διαλυθεί (χουρμπούλια). Η κοσκί- να ήταν ένα τετράγωνο ξύλινο τελάρο με τέσσερις λαβές, που ανάμεσα είχε εφαρμοστεί μια ψιλή σήτα. Δύο εργάτες, κρατώντας από δύο λαβές, ο ένας απέναντι στον άλλον, την κουνούσαν και έπεφτε η ασβέστη καθα- ρισμένη από χουρμπούλια.
Την άμμο την έφερναν από το ποτάμι με τα ζώα, μέσα σε ξύλινα κασό- νια, ύψους περίπου ένα μέτρο, στενά από κάτω και όσο ανέβαινε άνοιγαν ελάχιστα. Όταν έφταναν στην οικοδομή, άνοιγαν τα κασόνια από κάτω και η άμμος χυνόταν.
Ύστερα την πέρναγαν από τη σήτα. Η «σήτα» ήταν ένα ξύλινο τελάρο με εφαρμοσμένη σήτα, το οποίο το τοποθετούσαν όρθιο και λίγο πλαγιαστά, αφού του είχαν βάλει υποστυλώματα και με το φτυάρι έριχναν απάνω την άμμο. Έτσι η καθαρή άμμος περνούσε και οι διάφορες μικρές πέτρες, ξυ- λάκια, φύλλα και ότι άλλο υπήρχε μέσα στην άμμο έμεναν απ΄έξω.
Αυτή η άμμος ήταν για κτίσιμο. Αν ήθελαν να σοβατίσουν, την ξαναπερ- νούσαν από την κοσκίνα που είχε πιο ψιλή σήτα.
Το μείγμα της λάσπης ήταν ασβέστη, άμμος και νερό, που τα ανακάτευε με την τσάπα και με το φτυάρι ο εργάτης, «λασπιάς» και με τον τενεκέ την μετέφερε εκεί που έκτιζε ο «μάστορας».
- 156 -
Νωρίτερα ακόμα, πριν να γίνει η χρήση του ασβέστη, η λάσπη φτια- χνόταν με χώμα, βάζο- ντας μέσα άχυρο ή τρα- γόμαλο, ή οτιδήποτε θα μπορούσε να την σφίξει περισσότερο
Ο μάστορας με το μυ- στρί και ένα σφυρί για να λειαίνει τις πέτρες, ανε- βασμένος στην σκαλω- σιά, έκτιζε.
Μεγάλη προσοχή έδινε στη λείανση των αγκω- ναριών, που θα έμπαιναν στις γωνίες του σπιτιού, αλλά και στις πέτρες που
Ο Μαστρογιάννης Αθανάσιος (Λαδάς), με τη σύζυ- γό του Δέσποινα, και στη μέση το γιο του Αναστά- σιο, που απεβίωσε σε ηλικία 17 χρονών το 1943.
Ο Μαστρογιάννης Αθανάσιος, γεννήθηκε το
1891. Ήταν κτίστης πέτρας.
θα φαίνονταν (θα ήταν
πρόσωπο, από μέσα ή απ΄έξω). Ανάμεσα έβαζαν ακανόνιστες πέτρες και μικρά χαλίκια, όταν χρειαζότανε να κλείσουν τα κενά. Να θυμίσουμε ότι οι τοίχοι είχαν πάνω από εξήντα πόντους πά-
χος.
Για το σοβάτισμα, όταν γινόταν, χρησιμο-
ποιούσαν το μυστρί και το φραγκόφτυαρο,
το οποίο ήταν ένα ορθογώνιο σανίδι με βάση
από κάτω, που έβαζε ο μάστορας τη λάσπη
και όταν τελείωνε ξαναέβαζε λάσπη από τον
κουβά. Με το μικρό φραγκόφτυαρο που είχε
πιο γυαλιστερή επιφάνεια, λείαιναν το σοφά.
Και τέλος έμενε η σκεπή. Αφού είχαν υπο-
λογίσει τις διαστάσεις, είχαν παραγγείλει
στους υλοτόμους, τα πέταβρα, τις στρώσεις,
τα ψαλίδια τους παπάδες, τα σανίδια και τα πατερά.
Εδώ πρέπει να πούμε, ότι τα σανίδια και τα πέταβρα ήταν συνήθως από έλατο, ενώ οι στρώσεις, πατερά, ψαλίδια, από καστανιά.
Ο Μαστρογιάννης Γεώργι- ος του Αθανασίου (Λαδάς). Ήταν ο τελευταίος κτίστης
πέτρας.
Τα πατερά ήταν μεγάλα χοντρά δοκάρια που τα τοποθετούσαν, όταν έφταναν στο ύψος του ισογείου, στα οποία επάνω, θα καρφωνόταν το πά-
- 157 -
τωμα.
Οι στρώσεις, ήταν παρόμοια δοκάρια, έμπαιναν ψηλά και εκεί θα καρ- φωνόταν το ταβάνι.
Τα ψαλίδια, ξεκινούσαν από τους τοίχους και δημιουργούσαν την ορο- φή, ενώ οι «παπάδες» ήταν μικρότερα δοκάρια, που ξεκίναγαν από την «στρώση» και έφταναν εκεί που ενώνονταν τα δύο ψαλίδια.
Τα σπίτια που κτίζονταν ήταν απλά. Τέσσερις τοίχοι. Στο βοριά τα πα- ράθυρα ήταν μικρά, ενώ το χαγιάτι και η εξωτερική σκάλα που οδηγούσε στην αυλή, ήταν στο νοτιά. Ελάχιστα σπίτια είχαν και διαχωριστικό τοίχο.
Όταν αργότερα έβαζαν το πάτωμα και το ταβάνι, χώριζαν τα δωμάτια με “τσατί». Το ισόγειο το χώριζαν στα δύο με τσατί ή σκέτες σανίδες. Στο ένα μέρος ήταν η αποθήκη για τα γεννήματα και στο άλλο ο μπλέχτης και τα ζώα.
Το τσατί ήταν διαχωριστικό δωματίων. Κάρφωναν δοκάρια, μεταξύ του πατερού και της στρώσης και στη συνέχεια πάνω στα δοκάρια κάρφωναν πηχάκια και από τις δύο μεριές του δοκαριού, βάζοντας ανάμεσα λάσπη ανακατεμένη με αστοφιές, άχυρο και τραγόμαλο. Απέξω το σοβάτιζαν και έμοιαζε σαν κανονικός τοίχος.
Τα Εργαλεία που χρησιμοποιούσαν ήταν: Μυστρί, τσάπα, φτυάρι, τσου- γκράνα, νήμα της στάθμης, μέτρο, αλφάδι, φραγκόφτυαρο, σήτα, κοσκί- να, κασόνια κ.α.
Κάποιοι από τους κτίστες πέτρας που μπορέσαμε να μάθουμε ήταν: Μαστρογιάννης Αλέκος, Μαστρογιάννης Θανάσης (Λαδάς),
Μαστρογιάννης Θανάσης (Ριζάς), Μαστρογιάννης Κώστας (Κωντής), Μαστρογιάννης Νίκος, Μαστρογιάννης Τάσος (Μάλιος),
Μαστρογιάννης Δημήτριος (Στραβομύτης), Κατσανάς Ζήσης,
Μαστρογιάννης Θανάσης (Καρτάλης), Θάνος Παναγιώτης (Τζούρος), Μαστρογιάννης Γεώργιος (Φούτρας), Βασιλείου Κώστας (Ντίκας),
Βασιλείου Χαράλαμπος, Κυράνας Νίκος (Τόμπλας), Κυράνας Θανάσης, Γερακίνης Ιωάννης (Καμπάνης).
Στην Κάτω Στενή:
Κορώνης Αθανάσιος (Λιπιδίτσας), Μαστρογιάννης Κώστας (Τζώρτζης), Μαστρογιάννης Νίκος, Μαστρογιάννης Παναγιώτης,
Σιμιτζής Πέτρος (Παπάς), Σιμιτζής Αθανάσιος (Νάσκας).
Σίγουρα ήταν κι άλλοι, που δεν μπορέσαμε να μάθουμε.
-Βλέπουμε ότι υπήρχαν πολλοί Μαστρογιάννηδες κτίστες πέτρας.
Οι Μαστρογιάννηδες είχαν έρθει από την ήπειρο και ήταν πετράδες. Διατήρησαν αυτή την παράδοση μέχρι και την προηγούμενη γενιά.
Τελευταίος πετράς, ήταν ο Γιώργος Μαστρογιάννης (Λαδάς).
- 158 -
Λιοτρίβια
Όπως έχουμε πει σε προηγούμενη αναφορά μας, όταν μάζευαν τις ελιές, τις αποθήκευαν στο κατώι του σπιτιού, μέχρι να έρθει η σειρά για να πάνε στο λιοτρίβι. Και αυτή η «σειρά» αργούσε μέρες, ίσως και εβδο- μάδες.
Όταν ερχόταν η σειρά για να μπουν οι ελιές στο λιοτρίβι, τις έβαζαν σε σακιά, τις φόρτωναν στο ζώο και τις μετέφεραν στο λιοτρίβι.
Εκεί η πρώτη δουλειά ήταν να ζυγιστούν.
Το ζύγισμα γινόταν με το καντάρι.
Το καντάρι (ο στατήρας των αρχαίων), λειτουργούσε με διαιρεμένο σε οκάδες ή κιλά μοχλοβραχίονα με κινητό αντίβαρο και με το υπομόχλιο σταθερό πάνω απ’τη θέση του γάντζου, απ’όπου περνούσε ένα ξύλι- νο δοκάρι «μανέλα» και κρατιόταν στις άκρες του από δυο ανθρώπους σηκωτές-ζυγιστές. Ο γά-
ντζος από κάτω ή οι δυο
αλυσίδες που κατέληγαν
πάλι σε γάντζους μυτε-
ρούς, ήταν για την ανάρ-
τηση του βάρους.
Αργότερα χρησιμοποιή-
θηκαν οι πλάστιγγες.
Μετά έπαιρναν τις ελιές
και τις έριχναν στο «Αλώ-
νι».
Το αλώνι ήταν σχετικά
Από παλιό λιοτρίβι στον Πύργο
ψηλό, λιθόκτιστο, πλακο-
στρωμένο, ελαφρά γυρτό προς τα μέσα, αλλά στο κέντρο επίπεδο για να γυρίζουν οι πέτρες.
Στη μέση του αλωνιού υψωνόταν όρθιος ένας άξονας και από αυτόν ένας άλλος κάθετα, οριζόντια αυτού που έμπαινε στο κέντρο των δύο κυ- κλικών πετρών, που ζύγιζαν περίπου ένα τόνο η καθεμιά.
Οι αποστάσεις των δύο πετρών από τον κεντρικό άξονα δεν ήταν ίσες, αλλά η μία ήταν ελάχιστα πιο μακριά από την άλλη για να πατάει τις ελιές
- 159 -
που έσπρωχνε προς τα έξω η άλλη.
Πιο ψηλά υπήρχε άλλος άξονας που προχωρούσε γυρτός και έβγαινε έξω από την περιφέρεια του αλωνιού.
Εκεί ήταν το μουλάρι με τη λαιμαργιά και τα ανάλογα λουριά, έτοιμο να αρχίσει να περιστρέφει τις πέτρες.
Ένας εργάτης κτυπούσε το άλογο με τη βίτσα για να ξεκινήσει και ενώ το οδηγούσε, κατά διαστήματα έπαιρνε και το φτυάρι για να σπρώχνει τις λιωμένες ελιές, για να μπορεί να τις πιάνουν οι πέτρες. Τις λιωμένες ελιές τις έλεγαν «φαΐ», το οποίο μετά το τέλος της σύνθλιψης, τις διοχέτευ-
αν μέσω ενός ανοίγματος που υπήρχε στο αλώνι, σε έναν ειδικά διαμορφω- μένο χώρο, από όπου το έπαιρναν και γέμιζαν τα τσαντίλια.
Στα τσαντίλια βάζανε το «φαΐ» και τα τοποθετούσαν στο πιεστήριο «πρέ- σα», μέχρι να συμπληρωθεί ένας «στάμος» ή «Μύλος».
Ο στάμος συμπληρωνόταν όταν έμπαιναν πάνω στην πρέσα δεκατέσ- σερα τσαντίλια και ο μύλος τα διπλά- σια, είκοσι οχτώ.
Σε οκάδες, αντιστοιχούσε ο στάμος σε 72,5 οκάδες και ο μύλος 145 οκά- δες.
Από παλιό λιοτρίβι στον Πύργο
Γυρίζοντας με τα χέρια τη «μανέ- λα», η πρέσα άρχιζε να σφίγγει τα
τσαντίλια και να χύνεται το λάδι σε μια γούρνα, ενώ παράλληλα έριχναν με κουβάδες καυτό νερό επάνω στα τσαντίλια, για να καθαρίζουν και να βοηθάνε τη ροή του λαδιού.
Το νερό έμενε κάτω και το λάδι επέπλεε και με ειδικά διαμορφωμένα δοχεία έπαιρναν το λάδι και το έβαζαν στις λαδίκες.
Στο τέλος έμενε, το κατακάθι του λαδιού η «καραμπάτσα», η οποία μαζί με το νερό που είχε μείνει από κάτω, έφευγε από μια μικρή δίοδο που είχαν διαμορφώσει γι αυτό το σκοπό.
Με το τέλος της διαδικασίας, άδειαζαν τα τσαντίλια, από τα λιωμένα κουκούτσια της ελιάς «λικούκι».
Το «λικούκι» το προωθούσαν στο εμπόριο, με το οποίο έφτιαχναν την πυρήνα, που την χρησιμοποιούσαν για θέρμανση κυρίως στα μαγκάλια.
- 160 -
Κρατούσαν όμως και αρκε- τή ποσότητα για τροφή των γουρουνιών, το οποίο ανα- κάτευαν με αλεσμένο κριθά- ρι και νερό και δημιουργείτο ένας χυλός, το χοιράλευρο, που το έριχναν στο «λότσο» για να τον φάει το γουρού- νι. Λότσος ήταν η ταΐστρα του γουρουνιού. Ήταν ένα σκαφι- διασμένο ξύλο, το οποίο το χρησιμοποιούσαν και για πο-
Καντάρι
τίστρα των πουλερικών από
τα Χριστούγεννα, μέχρι τον επόμενο Σεπτέμβριο που θα αγόρασαν το γουρούνι να το εκθρέψουν για τα επόμενα Χριστούγεννα.
Το γενικό πρόσταγμα το είχε ο «μάστορας» που ήταν έμπειρος και κα- θοδηγούσε τους υπόλοιπους εργάτες.
Μάστοροι κατά καιρούς είχαν χρηματίσει. Ο Ανα-
στάσιος Θάνος (Κατάσος),ο Γεώργιος Θωμάς, ο Θε-
όδωρος Σιμιτζής (Δόκιμος), ο Σπύρος Σπύρου (Γκέ-
τσικας) και αργότερα ο γιος του Γιάννης Σπύρου,
ο Γιάννης Λέων (Γιαγιάννης), ο Κυριάκος Ζέρβας
(Κυριακός), ο Κυράνας Ευάγγελος (Τζατζανάκης),
ο Αναστάσιος Ντούρμας (Τζάβας), ο Λάππας Χρή-
στος, ο Δημήτριος Ντούρμας (Μανταλός), ο Θανά-
σης Πισινάρας (Σιτιμπούρας), ο Αντώνης Βλάχος κ.α
Οι νοικοκυραίοι των οποίων είχαν «βάλει μπρο-
στά» τις ελιές στο λιοτρίβι, έφερναν κρασί και κο-
λατσιό για τους εργάτες, οι οποίοι δουλεύοντας,
έτρωγαν κάτι και έπιναν και κάποιο ποτηράκι.
Το κολατσιό αποτελείτο κυρίως από ρέγκες ή
σαρδέλες παστές (για να τραβάνε κρασί), τυρί, ντο-
μάτες κλπ. Την ημέρα που θα έπαιρναν το λάδι πή- γαιναν στο λιοτρίβι τηγανίτες ή λουκουμάδες.
Πρέσα
Λιοτρίβια στη Στενή ήταν:
-Στην Άνω Στενή, του Γρηγόρη Μέργου (Τσάλης), συνεταιρικά με το δά- σκαλο Χαράλαμπο Παπακηρύκου και Παναγιώτα Ντούρμα-Σιμιτζή.
- 161 -
- Μεταξύ Πάνω και Κάτω Στενής, Τα αδέλ- φια Ευάγγελος και Αθανάσιος Γιαλός (Ταμίας)
- Στην Κάτω Στενή, του Ανέστη Βλάχου (Πα- νίτσα), συνεταιρικά με την Μαρία Λέων, το γέ- νος Κορώνη.
- Στον Πύργο (Σκουντέρι), ο Θανάσης Κα- μαριώτης (Παρέας) και ο Παγώνης από τα Κα- μπιά.
- Λίγα χρόνια πριν τον πόλεμο του 1940 άρχισε να λειτουργεί υδραυλικό λιοτρίβι ιδι- οκτησίας του Γιώργου Γιαννούκου (Πολισμά- νος) και Δημήτρη Τσότσου (Λουτσόρος), το οποίο κάηκε στην κατοχή.
Το λιοτρίβι του Γιώργου Γιαννούκου, λει-
Ο Κυριάκος Ζέρβας (Κυρια-
κός). Δούλευε ως «Μάστο- ρας» σε λιοτρίβια.
τούργησε και μετά τον πόλεμο, σε άλλη θέση, εκεί που σήμερα είναι το σπίτι του Γιώργου Καράγκου, από τη Μαρία Λέων και άλλων συνεταίρων, ενώ στην Κάτω Στενή άνοιξε για λίγα χρόνια λιοτρίβι και ο Χαράλαμπος Σιμιτζής (Λαμής). Σήμερα εκεί λειτουργεί φούρνος.
- 162 -
Μαραγκοί
Ξυλουργοί ή μαραγκοί ονομάζονται οι τε- χνίτες που είναι ειδικοί στην κατεργασία και επισκευή του ξύλου, σε διάφορους το- μείς, όπως στην οικοδομή, στην επιπλοποι- ία και στη δημιουργία διαφόρων χρηστικών αντικειμένων. Επίσης αναλάμβαναν τις ξύλι-
Πλάνη
νες κατασκευές των οικοδομημάτων (ταβάνι,
πάτωμα, πόρτες, παράθυρα, ντουλάπια, σκάλες κ.α.), κατασκεύαζαν πα- ράλληλα και έπιπλα (καναπέδες, τραπέζια, καρέκλες), αλλά και οποιαδή- ποτε ξύλινη κατασκευή (π.χ. αργαλειούς, κιβώτια, ακόμη και φέρετρα).
Οι μαραγκοί, διδάσκονταν την τέχνη ως βοηθοί δίπλα σε παλιούς τεχνί- τες, ενώ αρκετές φορές το επάγγελμα μεταβιβαζόταν από πατέρα σε γιο. Η ξυλεία που χρησιμοποιούσαν μέχρι το 1950 περίπου, ήταν αποκλειστι- κά ντόπια και την προμηθεύονταν από υλο-
τόμους (ξυλοσχίστες) της περιοχής μας.
Η εικόνα του μαραγκού, είναι χαραγμένη
στο μυαλό μας, με ένα μέτρο στην κωλότσε- πη και ένα μολύβι στο αυτί.
Πριόνι
Ερχόταν στο σπίτι, μέτραγε τις διαστάσεις της κατασκευής που επρό- κειτο να αναλάβει, τα σημείωνε σε ένα χαρτί και πήγαινε στο μαραγκού- δικο να ετοιμάσει την κατάλληλη ξυλεία μετρημένη, κομμένη και έτοιμη να συναρμολογηθεί.
Εργαλεία του ήταν:
Πριόνια, σφικτήρες, πλάνες, σφυριά, σκαρπέλα, ράσπες, κατσαβίδια, λίμες, γωνίες, τρυπάνια, ξυλοφάια, πρόκες όλων των μεγεθών κ.α.
Μια δουλειά που σήμερα γίνεται σε λίγα δευτερόλεπτα, τότε ήθελε πολλές ώρες.
Το εύρος των κατασκευών ήταν μεγάλο.
Μετά το χτίσιμο του σπιτιού: Πατώματα,
ταβάνια, χαγιάτια, ξύλινες σκάλες, ξύλινα
κάγκελα, πόρτες, παράθυρα, τσατιά για δια- χωρισμό των δωματίων
- 163 -
Πριόνι
Σκαρπέλο
Για το σπίτι: Σκαμνιά, καρέκλες, τραπέ- ζια, σοφράδες, κασέλες, σεντούκια, ντουλά- πια, πιατοθήκες, ράφια, αμπάρια για το σιτά- ρι, την σεντούκα για τα όσπρια, ντάλαρους για το αλεύρι, σκάφες πλυσίματος, αργαλειούς,
ανέμες, μαγγάνια, καναπέδες, πάγκους, κόπανους για το πλύσιμο, πατη- τήρια κ.α.
Για το γεωργό: Αλέτρι και ότι άλλο ξύλινο εργαλείο χρειαζόταν ο γε- ωργός, στειλιάρια, καρπόφτυαρα, σβάρνες, ντουένια, καφάσια, τελάρα, καρπολόια.
Για τον τσοπάνη: Καρδάρες, καδιά, κουρίτια για να τρώνε τα ζώα και γε- νικά ότι δεν ήθελε κύρτωμα, όπως τα βαρελοειδή, αν και πολλοί ήταν και βαρελάδες.
Για τον φούρνο: Φουρνόφτυαρα. πινακωτές, πλαστήρια κ.α.
Για τον οικοδόμο: Ξύλινες σκάλες φορητές,
σήτα και κοσκίνα για το καθάρισμα της άμμου
και του ασβέστη, ξύλινα κασόνια γιο τη μετα-
φορά άμμου και ασβέστης, φραγκόφτυαρα κ.α.
Σφικτήρας
Επίσης έφτιαχνε τα φέρετρα και τοποθετούσε τα ξύλινα κάγκελα στο μνήμα.
Και όταν το πάτωμα μετά από χρόνια άρχιζε να χάνει τη σταθερότητά του, ο μαραγκός έβαζε υποστυλώματα (πντέλιασμα).
Σήμερα, η τέχνη του μαραγκού εξακολουθεί να υπάρχει, αλλά η ζήτηση προϊόντων έχει μειωθεί, λόγω της χρήσης άλλων υλικών στις οικοδομικές κατασκευές, όπως παράθυρα από αλουμίνιο, σκάλες από τσιμέντο κ.α. που δείχνουν μεγαλύτερη αντοχή στο χρόνο, χρειάζονται λιγότερη συ-
ντήρηση, παρέχουν μεγαλύτερη ασφάλεια, αλλά και εξαιτίας της ανάπτυξης της αγοράς εργοστα- σιακών επίπλων, που κατά κύριο λόγο είναι πιο οικονομικά, αλλά και ετοιμοπαράδοτα.
Σφυρί
Στη Στενή σήμερα δεν υπάρχει ξυλουργείο. Τελευταίοι μαραγκοί ήταν.
Κουτσούκος Ιωάννης (Μουσκοφρής). Ιδιοκτησία σήμερα, Λάμπρου Χά- λιου.
Ντουμάνης Ιωάννης (Μπαλόλας). Ιδιοκτησία Δημητρίου Σιμιτζή.
Καρλατήρας Κωνσταντίνος (Μοναχογιός). Ιδιοκτησία των γιων του, Θα- νάση και Βαγγέλη.
- 164 -
Γερακίνης Ιωάννης (Γκριτζά- λης). Ιδιοκτησία Σταυρούλας Γε- ρακίνη-Παντελαίου.
Ντούρμας Δημήτριος (Κωτρό- τσος) και στη συνέχεια ο γιος του Κωνσταντίνος. Ιδιοκτησία Δημη- τρίου Ντούρμα.
Μπεληγιάννης Γεώργιος (Μα- ραγκός). Σήμερα, Ιδιοκτησία Δη- μητρίου Μπεληγιάννη (γιος).
Ο Γεώργιος Μπεληγιάννης, είχε γεννηθεί το 1909. Τα πρώ- τα χρόνια, είχε το μαραγκούδικο στο σπίτι του. Το 1933 άρχισε να οικοδομεί κτίριο στη θέση «Κού- κος» και το 1938 εγκατέστησε πριονοκορδέλα, η οποία δού- λευε με πετρελαιομηχανή και έπαιρνε μπρος με μανιβέλα (δεν υπήρχε ρεύμα στο χωριό). Έτσι μπορούσε να κόβει ξύλα και να πλανίζει. Θυμάμαι όταν ήμασταν μικροί που μας έστελναν να πάμε τις μπαταρίες του ραδιοφώνου να μας τις φορτίσει (να τις γεμίσει, όπως έλεγαν). Επίσης, ο δρόμος που ξεκινάει από του γιατρού τη βρύση και καταλήγει στον Κούκο, έχει φτιαχτεί με πρωτοβουλία και έξοδα του Γιώργου Μπεληγιάννη για να μπορούν να μεταφέρονται τα ξύλα με αυτοκίνητο.
Στην Κάτω Στενή μαραγκοί ήταν:
Ο Μυλωνάς Ταξιάρχης. Σήμερα ιδιοκτησία Αθανασίου Βλάχου.
Ο Λουπάκης Δημήτριος. Σήμε- ρα ιδιοκτησία Αντωνίου Κρητικού.
Διάφορες πλάνες, μέτρα και αλφάδι.
Αριστερά, καθιστός ο Γεώργιος Μπελη- γιάννης και δίπλα του ο γιος του Δημή- τριος. Πίσω όρθιες από αριστερά η κόρη
του Χαραλαμπία (Μάκη) και δίπλα η άλλη του κόρη Βενετσιάνα (Τσάνα).
- 165 -
Μοδίστρες
Οι μοδίστρες δούλευαν στο σπίτι τους, δεν είχαν ιδιαίτερο μοδιστράδικο κι αυτό ίσως να οφείλεται και σε οικονομικούς λό- γους αλλά ίσως και σε κοινωνικούς.
Μια γυναίκα έξω από το σπίτι σε κοι- νή θέα του κάθε περαστικού άνδρα, δεν ήταν και τόσο «αξιοπρεπές».
Οι μοδίστρες λοιπόν ήταν οι «ραφτάδες των γυναικών», μιας και οι ράφτες έραβαν μόνο για άνδρες.
Τα εργαλεία τους ήταν όπως και του
Ραπτομηχανή
ράφτη. Ραπτομηχανή, χειροκίνητη στην
αρχή, ποδοκίνητη αργότερα, βελόνες, κλωστές, δακτυλήθρες και ένα μι- κρό μαγνητάκι για να συγκεντρώνει τις καρφίτσες καρφιτσωτήρα, σίδερο για σιδέρωμα, μεζούρα, κλπ
Αγόραζε η γυναίκα το ύφασμα, πήγαινε στο σπίτι της μοδίστρας, της έπαιρνε τα μέτρα και ύστερα από δύο τρεις πρόβες το φουστάνι ή ότι άλλο ήταν έτοιμο.
Τελευταίες μοδίστρες που θυμόμαστε αλλά και που πληροφορηθήκαμε
από παλιότερους ήταν:
Ευανθία Τσουτσαίου.
Στέλλα Γιαμά.
Ουρανία Παπαγεωργίου-Μπεληγιάννη.
Σταυρούλα Καράγκου.
Οι οποίες έραβαν και υφαντά, όπως φορέματα, μπόλκες, πουκαμίσες κλπ.
Σε πολύ μικρή ηλικία, κατά τη διάρκεια της κα-
Η Ουρανία Παπαγεωργίου- Μπεληγιάννη
τοχής, άρχισε να ράβει, όχι όμως υφαντά η Μαρία Παντιέρα-Κουτσούκου (Τσαγκαρέλα)
Μετά τον πόλεμο μοδίστρα ήταν και η Χαραλα- μπία Λιμίτσιου-Μπεληγιάννη (Μάκη).
Κάτω Στενή.
Η Καλαμάρα Ελένη του Χρήστου, που έραβε και υφαντά και η Στέλλα Αγγελάκη
- 166 -
Μπακάλικα
Τα μπακάλικα στη Στενή ήταν οικογενειακές επιχειρήσεις.
Όποιος ήθελε να ασχοληθεί με αυτό, διαμόρφωνε ένα χώρο στο ισό- γειο του σπιτιού του (πολύ λίγοι είχαν ενοικιαζόμενα) και με τη βοήθεια του μαραγκού του χωριού έφτιαχνε τον εξοπλισμό, ο οποίος αποτελείτο από τον πάγκο, πάνω στον οποίο ήταν η ζυγαριά με τα ζύγια και από κάτω είχε ράφια και ασφαλώς το συρτάρι για τις εισπράξεις, που μέσα ήταν χω- ρισμένο με σανιδάκια για να βάζει τα χρήματα, το κάθε νόμισμα στη θέση του, δραχμές, πενηνταράκια, δεκάρες εικοσάρες κλπ.
Γύρω-γύρω οι τοίχοι είχαν ξύλινα ράφια
και τα κάτω ράφια ήταν διαμορφωμένα, με
ένα σανίδι κάθετο μπροστά και άλλα σανί-
δια ενδιάμεσα ώστε να δημιουργούνται ξύ-
λινες θήκες και να τοποθετούνται χύμα η
ζάχαρη, το ρύζι, διάφορα όσπρια κ.α., δια-
φορετικά τα άφηναν με τα σακιά τοποθετη-
μένα σε εμφανές σημείο.
Όσο για τη συσκευασία, δεν υπήρχαν σα-
Σέσουλα
κούλες, αλλά ο μπακάλης έπαιρνε ένα χαρτί ή και εφημερίδα παλιά (αν υπήρχε) και έφτιαχνε ένα χωνί στο οποίο έριχνε το ρύζι, τη ζάχαρη κ.α.
Παλαιότερα ακόμα, πήγαινες με δικό σου δοχείο για να βάλεις αυτά που θα αγοράσεις.
Χύμα πουλιόντουσαν και οι διάφορες μπογιές, ακόμα και το κόκκινο πι- πέρι, τα οποία τυλιγόντουσαν σε χαρτί που το διαμόρφωνε ο μπακάλης σε φακελάκι. Χύμα ακόμη και τα μακαρόνια και ο πελτές.
Η λειτουργία των μπακάλικων, δεν στηριζόταν στη λογική του σημερι- νού μάρκετινγκ. Να λανσάρει δηλαδή προϊόντα να τα διαφημίζει για να
αυξήσει τις πωλήσεις, αλλά αντίθετα στις ανάγκες τις τοπικής κοινωνίας.
Αυτά που πουλούσε, ήταν όσα δεν μπορούσε να έχει ο πελάτης από την τοπική παραγωγή και κατ΄επέκταση από την οικιακή οικονομία.
Όταν άνοιγε ένα μπακάλικο τα εκ-
Ζυγαριά
θέματα ήταν σχετικά λίγα, αλλά με - 167 -
Μαστρογιάννης Γεώργιος
του Κωνσταντίνου
(Φούτρας).
τον καιρό εμπλούτιζε το εμπόρευμά του, ανά- λογα με τις επιθυμίες των πελατών, με μια απλούστατη διαδικασία. Όταν ζητούσε κά- ποιος να αγοράσει κάτι και δεν το είχε, τότε το παράγγελλε, και με την πάροδο του χρόνου ήταν πλήρης να εξυπηρετήσει της ανάγκες της τοπικής κοινωνίας.
Και τι δεν έβρισκες στο μπακάλικο.
Τετράδια, μολύβια, μπογιές, χαρτοφάκελα, μελάνι σε σκόνη που το ανακατεύαμε με το νερό και φτιάχναμε μελάνι για να γράφουμε με τον κοντυλοφόρο, πένες για τους κοντυλο- φόρους, τα περίφημα δωδεκάφυλα τετράδια με την προπαίδεια γραμμένη από πίσω.
Αλά και καραμέλες διάφορες, χαλβά, λουκούμια και βόλους πήλινους και γυάλινους για τα παιδιά, λαστιχένια τόπια για να παίζουμε ποδόσφαι- ρο, αλλά και μπάλωμα και «σιλσιόν» για να τα κολλάμε όταν έσκαζαν.
Νήματα διάφορα και κλωστές για κέντημα, ράψιμο, πλέξιμο και αργα- λειό. Κουβαρίστρες, σπάγκους, σακοράφες, βελόνες πλεξίματος, λάστι- χα για τα βρακιά, καλτσοδέτες. Λάμπες, λαμπόγυαλα, φυτίλια, ασετιλίνη, μπεκ για το Λουξ, τσακμάκια, τσακμακόπετρες, σπίρτα.
Ρύζι, όσπρια, ζάχαρη, ζυμαρικά, λάδι, ξύδι, κρασί, ούζο, κονιάκ και άλλα γλυκόπιοτα. Πιπέρι, αλάτι, μπαχαρικά, χοντρό αλάτι, που όταν το αγόραζαν το έβαζαν στο «αλατερό», ένα σακούλι από κατσικίσιο μαλλί και αν ήθελαν να το τρίψουν χρησιμοποιούσαν τον «στούμπο» (στρογγυ- λή πέτρα) και τόσα άλλα. Τι να πρωτοθυμηθεί κανείς;
Καθαρό πετρέλαιο για τις λάμπες, «φλιτ» για τις μύγες (εντομοκτόνο), θρυψίνη, μπακαλιάρο, ρέγκες, γεωργικά φάρμακα, λουλάκι, πράσινο σαπούνι, υφάσματα, χασέδες, ντρίλινα, κι όχι μόνο, κουμπιά, κεφαλομά- ντηλα, για τις γυναίκες, τσιμπιδάκια, πρόκες, καρφιά, στάμνες, κανάτια, κουδούνια για τα πρόβατα, τριχιές, ασβέστη σε στερεή μορφή που μετά οι νοικοκυρές την κατασβήνανε (υγροποιούσανε) στο νερό.
Ακόμα και γραμματόσημα και παυσίπονα καλμόλ, αργότερα το αλγκόν και τέλος η ασπιρίνη.
Ο καφές συνήθως πουλιόταν σε σπόρους και μετά τον καβουρντίζανε με το καβουρντιστήρι στο τζάκι και τέλος τον άλεθαν στο μύλο του καφέ.
Εκτός από τις νοικοκυρές που κατέφευγαν εκεί για να ψωνίσουν είδη διατροφής, ένδυσης κλπ., εκεί κατέφευγαν και οι διάφοροι επαγγελμα- τίες. Ο ράφτης, ο μαραγκός, ο κουρέας, ο πεταλωτής, ο τσαγκάρης, ο κα- φετζής, αλλά και ο γεωργός, ο μελισσοκόμος και ο τσοπάνης για να προ-
- 168 -
μηθευτεί υλικά που θα τον βοη- θούσαν στη δουλειά του
Όλα τα μπακάλικα είχαν απα- ραίτητα πετρέλαιο φωτιστικό για την λάμπα, που πηγαίναμε με το μπουκάλι μας από το σπίτι και μας το γέμιζε. Με μπουκάλι πηγαίναμε και όταν θέλαμε να αγοράσουμε οποιοδήποτε υγρό κρασί λάδι κλπ.
Για τα υγρά, σαν μονάδα μέ- τρησης ήταν το οκαδιάρικο, με- ταλλικό κύπελλο που χωρούσε μια οκά. Επίσης άλλο ένα που χωρούσε μισή οκά και το κατο- στάρι ή κατρούτσο που χωρούσε 100 δράμια. Υπήρχαν και μικρό- τερα κύπελλα για τα διάφορα ποτά.
Για τα χύμα τρόφιμα ρύζι, ζά- χαρη, όσπρια κλπ είχε τη σέσου- λα, ένα μεταλλικό φτυαράκι.
Ενώ είχε και ψαλίδι για να κό- βει τα υφάσματα και πήχυ για να τα μετράει
Για τα συμπαγή αντικείμενα είχε το μαχαίρι.
Για την εξυπηρέτηση της θρη- σκευόμενης τοπικής κοινωνίας πουλούσαν και κεριά.
Ο Σπύρος Τζίνης, τελευταίος από αριστε- ρά. Είχε μπακάλικο, ήταν Γραμματέας της Κοινότητας και είχε και το τηλεφωνικό κέ- ντρο για κάποιο χρονικό διάστημα. Πρώτος από αριστερά. Είναι ο Μιχαήλ Βαρατάσης, που είχε το τσιφλίκι στον Πούρνο, το οποίο απαλλοτριώθηκε το 1931 με τον νόμο «περί αποκαταστάσεως ακτημόνων καλλι- εργητών». Στο κέντρο είναι ο Παπαβαγγέ- λης Μπαρμπούρης και μπροστά ο γιος του Αθανάσιος.
Να μην ξεχνάμε ότι η οικονομία εκείνης της εποχής, λόγω έλλειψης ρευστού, ήταν κατά ένα ποσοστό «ανταλλακτική» και η απουσία του «ρευστού», ανάγκαζε μερικές φορές τον καταναλωτή αντί για χρήματα να πληρώνει σε είδος. Λίγα αυγά, αλεύρι, λάδι, καμιά μυζήθρα τα οποία βέβαια ο μπακάλης τα εκτιμούσε λιγότερο από την αξία τους, για τους κινδύνους που διέτρεχε να μην μπορεί να τα πουλήσει και του μείνουν.
Ο ίδιος λόγος τους ανάγκαζε να αγοράσουν βερεσέ, με την υπόσχε- ση να πληρώσουν μόλις πουληθεί η σοδειά και γενικά όποτε «ευκολυν- θούν».
Άλλωστε υπήρχε αμοιβαία εμπιστοσύνη.
- 169 -
Γιαυτό υπήρχε το μπακαλοτέφτερο. Ένα κατάστιχο που οι κατάπυκνες και μυροβολούσες σελίδες του έμοιαζαν με αγρό με γόνιμη γη. Ότι έσπει- ρες εκεί καρποφορούσε στο πενταπλάσιο. Ήταν σαν να έκοβε κανείς τα φύλλα του δένδρου όποτε γινόταν εξόφληση του χρέους, αλλά η ρίζα έμενε υπό την γην μέλλουσα πάλι ν΄ αναβλαστήσει.
Εκτός λίγων εξαιρέσεων, ότι έφευγε από το μαγαζί έπρεπε να περά- σει από τη ζυγαριά η οποία αποτελείται από μεταλλική ράβδο που στη μέση της στηρίζεται στην ακμή τριγωνικού πρίσματος. Δύο ακόμη τριγω- νικά πρίσματα βρίσκονται στις άκρες, που από πάνω τους είναι δύο με- ταλλικοί δίσκοι. Στον ένα δίσκο τοποθετούμε το προς ζύγιση αντικείμενο και στο άλλο τα σταθμά (ζύγια).
Αν κανόνιζε το εμπόρευμα να είναι πιο ψηλά από τα σταθμά τότε λέγα- με ότι το ζύγιασμα ήταν «ξύγκικο». Ενώ στην αντίθετη περίπτωση το ζύ- γιασμα ήταν «πρόσβαρο».
Τα βράδια για φωτισμό κάποια μπακάλικα είχαν λουξ, άλλα είχαν λά- μπες ασετιλίνης και άλλα μεγάλες λάμπες πετρελαίου.
Σε κάποια γωνία υπήρχε πάντα ένας πάγκος που καθόντουσαν οι ίδιοι αλλά και οι πελάτες και άλλοι γειτόνοι κυρίως γειτόνισσες, που πήγαιναν να κουβεντιάσουν, ν΄ ανιστορήσουν παλιές θύμισες, να μιλήσουν για την κούραση της μέρας και να λογιάσουν τις αυριανές νοικοκυροσύνες.
Μπακάλικα στην Άνω Στενή πριν το 1940 είχαν οι:
- Λέων Ιωάννης (Καλιάφας). Ιδιοκτησία Μπεληγιάννη Ιωάννη και Δημη- τρίου (δισέγγονοι).
- Θωμάς Ιωάννης, που είχε παντρευτεί την Μαρία Παλαιολόγου (Κού- μπω) της οποίας ήταν το κτίριο στο οποίο άνοιξε το μαγαζί ο Θωμάς, ο οποίος ήταν εκεί σώγαμπρος. Σήμερα ιδιοκτησία του Ηλία και Ιωάννας Μέργου (στην πλατεία).
- Αγγελής Τσουτσαίος.
- Δημήτριος. Σιμιτζής (Μπερμπέσης).
- Χρήστος Παπαγεωργίου (Καραχρήστος).
- Κώστας Παλαιολόγος (Κουντούρης).
- Τσουτσαίος Ιωάννης (Γιαννάκος).
- Καρλατήρας Αθανάσιος (Σκρέτης).
- Βασιλείου Σπύρος (Μομότας), εκεί που σήμερα είναι ιδιοκτησία Αση- μένιας Παπαγεωργίου.
- Μαστρογιάννης Γεώργιος (Φούτρας). Ιδιοκτησία Μαστρογιάννη Ανα- στασίου (γιος).
- 170 -
Μεταπολεμικά λειτούργη- σαν και από τους:
- Γεώργιος Τσουτσαίος. Σή- μερα ιδιοκτησία Γκούστρα Βικτωρίας.
- Τζίνης Σπύρος. Σήμερα Ιδιοκτησία Ζήση Σπυριδάκη.
- Κατσανάς Λάμπρος. Ιδιο- κτησία του γιου του Κατσανά Δημητρίου.
- Τσουτσαίου Ευανθία. Σή- μερα είναι ακατοίκητο.
- Παπαϊωάννου Ιωάννης και στη συνέχεια Παπαϊωάννου
Ο Χαράλαμπος Κυράνας και η σύζυγός του Βασίλω.
Αικατερίνης. Σήμερα ανήκει
εξ αδιαιρέτου στους κληρονόμους των Νίκου και Ιωάννη Παπαϊωάννου. - Κώστας Παπαναστασίου. Ήταν μπακάλικο και καφενείο. Σήμερα ιδιο-
κτησία της συζύγου του Μαρίας και των παιδιών του.
- Μπέκος Χρήστος. Ήταν Μπακάλικο και καφενείο . Σήμερα ιδιοκτησία της κόρης του, Μπέκου-Τζανάκου Ζωής.
Στην Κάτω Στενή
- Ο Καλαμάρας Δημήτριος διατηρούσε μπακάλικο και καφενείο.
Την ιδία δουλειά συνέχισε και ο γιος του Χαράλαμπος Καλαμάρας. Σαν καφενείο το λειτούργησε και ο εγγονός του Δημήτριου και γιος του
Χαράλαμπου, Δημήτρης Καλαμάρας.
- Ο Κυράνας Χαράλαμπος, (Χαραλαμάκης), που το συνέχισε ο γιος του Γιάννης και στη συνέχεια ο Γιάννης και η Παρασκευή Κυράνα. Σήμερα λει- τουργεί σαν (Σούπερ-Μάρκετ) από τον ο Κώστα Κυράνα (δισέγγονος)
Ο Κυράνας Χαράλαμπος είχε και αυτοκίνητο για μεταφορές εμπορευ- μάτων και επιβατών.
- Ο Μιχάλης και ο Λάμπρος Κατσανάς. Εκεί που είναι ιδιοκτησία Ανα- στάσιου Γιαννούκου (Σκάσας).
- Ο Ευάγγελος Κυράνας (Ψειριρής). Ιδιοκτησία σήμερα Αθανασίου Κυ- ράνα (Κανάρη).
- Ο Παπαγεωργίου Δημήτριος (Μητσάκος). Ιδιοκτησία σήμερα των παι- διών του.
Και άλλοι που πιθανόν δεν έχουμε πληροφορηθεί.
- 171 -
Νεροκράτες
Ο Νεροκράτης ήταν μια εποχιακή απασχόληση, που διαρκούσε, από την εποχή που φύτευαν τα περιβόλια και όσο διάστημα χρειαζόντουσαν πότισμα.
Εκείνη την εποχή δεν υπήρχαν παροχές νερού ούτε στα σπίτια, πόσο μάλλον στα περιβόλια και έτσι το πότισμα γινόταν από το ποτάμι, γι αυτό και τα περιβόλια ήταν κοντά στο ποτάμι.
Επέλεγαν ένα σημείο του ποταμιού που ήταν σε ψηλότερη θέση από τα περιβόλια και με πέτρες, κλαριά κλπ. «έπιαναν» μέρος του νερού και το διοχέτευαν προς ένα κανάλι που είχαν φτιάξει σκάβοντας, το οποίο περ- νούσε δίπλα από τα περιβόλια.
Το σημείο που ενωνόταν το ποτάμι με το κανάλι λεγόταν «Δέση» ενώ το κανάλι που διοχετευόταν το νερό λεγόταν «Αμπολή».
Φυσικά δεν υπήρχε μόνο μία «δέση», αλλά πολλές που από την κάθε μια ποτίζονταν τα περιβόλια της περιοχής που ήταν κοντά.
Σε κάθε περιβόλι υπήρχε ο «Καταπότης». Ο «καταπότης» ήταν η δίοδος που το νερό χυνόταν από την αμπολή στο περιβόλι, η οποία ήταν κλειστή με πέτρες χώμα, χόρτα κλπ και όταν έπρεπε να ποτίσει κανείς το περιβόλι του, μετακινούσε το φράγμα με μία τσάπα ή σκαλιστήρι και το μετατόπι- ζε προς την «Αμπολή» ώστε το νερό να στρίψει και να χυθεί στο περιβόλι.
Καταλαβαίνουμε όλοι λοιπόν, πως δεν μπορούσε να ποτίζονται πολλά περιβόλια συγχρόνως. Έπρεπε να τελειώσει ο ένας και αφού κλείσει τον «καταπότη», κάποιος άλλος να ανοίξει τον δικό του και να πάρει το νερό για να ποτίσει.
Και εδώ βλέπουμε την αναγκαιότητα του νεροκράτη.
Από το πρωί μέχρι αργά το απόγευμα, ήταν σε κίνηση.
Να ελέγχει και να συντηρεί τη «Δέση», να καθαρίζει την «αμπολή», να ελέγχει τους «καταπότες» μήπως είναι κανένας ανοιχτός και φεύγει το νερό της «αμπολής» και κυρίως να τρέχει να ενημερώνει τους ιδιοκτήτες των περιβολιών, πότε είναι η σειρά τους να ποτίσουν.
Επειδή το πότισμα δεν γινόταν κάθε μέρα, οι ιδιοκτήτες ενημέρωναν το νεροκράτη πότε θα ποτίσουν, καθώς επίσης αν είχαν άλλες δουλειές του ζητούσαν, να τους προγραμματίσει για πρωί ή απόγευμα κλπ.
- 172 -
Και επί πλέον κάποιες μέρες δεν μπορούσαν να ποτίσουν γιατί το νερό του ποταμιού το χρησιμοποιούσαν οι νερόμυλοι ή οι νεροτριβιές.
Αυτός αφού επεξεργαζόταν όλα τα αιτήματα, προγραμμάτιζε τη σειρά και σε ειδοποιούσε όταν έπρεπε. Τον νεροκράτη τον πλήρωναν οι ιδιοκτή- τες των περιβολιών.
Πάντως εμείς οι μικροί τους νεροκράτες δεν τους πολυσυμπαθούσαμε, γιατί γυρνώντας αδιάκοπα στα περιβόλια, δεν μας επέτρεπαν να γευτού- με τους καρπούς τους.
Νεροκράτες στη Στενή απ΄ότι μπορέσαμε να μάθουμε, είχαν διατελέ- σει:
Στην Άνω Στενή. Ο Δημήτριος Εμμανουήλ και ο Γεώργιος Ντουμάνης (Μπούκας) και στην Κάτω Στενή ο Αγγελής Βασιλείου (Γκρας) και ο Ανέ- στης Ντούρμας.
- 173 -
Νερόμυλοι
Οι νερόμυλοι ήταν κτισμένοι στις κοίτες των ποταμών για να χρησιμο- ποιούν τα νερά τους.
Δίπλα απ΄το γάργαρο νερό που έτρεχε ασταμάτητα, σχηματίζοντας μι- κρούς χείμαρρους, κελαρύζοντας (ιδίως τη νύχτα), ανάμεσα στους βρά- χους και τους θάμνους, που πότε πέφτει σε μικρούς καταρράκτες με ορμή και πότε στρώνεται στα μαλακά ρείθρα, χαϊδεύοντας σα λάδι, περ- νώντας πάνω απ΄την άμμο και τα χαλίκια.
Ανάμεσά τους αμέτρητα τα βατρά- χια, τα καβούρια και οι καλογρίτσες.
Κι όλα αυτά κάτω από τον ίσκιο των αιωνόβιων πλατάνων και άλλων δέν- δρων, που έσμιγαν σε τρυφερές περι- πτύξεις.
Το νερό βγαίνει με ορμή από το «σφούνι» και γυρίζει τη φτερωτή.
Ο κισσός και το κλήμα αναρριχείται στα ύψη των κλωναριών και καρποί με- στωμένοι κρέμονται στα ακροκλώνια,
για να δίνεται τροφή σ΄όλα τα πτερωτά του ουρανού.
Σε τέτοια μέρη λειτουργούσαν παλιά οι νερόμυλοι στη Στενή και θα αναφέρουμε μερικούς απ΄αυτούς.
-Ο Κυράνας Γεώργιος (Τόμπλας), λίγο πιο κάτω από την Αρματσανή.
-Η Μπασινά Αικατερίνη (Μαυροπλιά). Βρισκόταν εκεί που είναι ιδιοκτη- σία Καλλιόπης Μπασινά (πρώην καφετέρια Μύλος).
-Ο Τσουτσαίος Κωνσταντίνος (Ντάρας) και ο Ζέρβας Ιωάννης (Μπάλιος) είχαν συνεταιρικά το μύλο, που ήταν απέναντι από το ποτάμι στο ύψος περίπου της οικίας της Αναστασίας Κυράνα και Καρλατήρα Γεωργίου.
-Ο Παπακηρύκος Χαράλαμπος είχε μύλο στη Βρυσίτσα, απέναντι από το ποτάμι, λίγο πιο πάνω από το σπίτι του Αθανάσιου Βασιλείου.
Στην Κάτω Στενή.
-Του Θανασά (Γάτος Αθανάσιος) ο μύλος, συνεταιρικός με τον Ταμία (Για- λός Αθανάσιος), τον οποίο πήραν από το μοναστήρι του Αγίου Δημητρίου.
-Από τον Άγιο Στέφανο και κάτω οι μύλοι δούλευαν χειμώνα καλοκαίρι μιας και οι πηγές του Αγίου Στεφάνου είχαν συνέχεια πολύ νερό.
-Κάτω από του Βουτανιού (Βοτανιού), ο παλιός μύλος ιδιοκτησίας του μοναστηριού του Αγίου Δημητρίου. Πολύ γνωστή στους παλαιότερους η
- 174 -
ιστορία για τον Άγιο Δημήτριο τον οποίο όπως έλεγαν είχαν δει στην μεγάλη πλημμύρα να κα- θαρίζει το ποτάμι με το κοντάρι του, για να μην καταστραφεί ο μύλος.
- Πιο κάτω ο μύλος του Τσιγκαράκη, ιδιοκτησί- ας Γιώργου Καμαριώτη και μετά Αργύρη και Μή- τσου Καμαριώτη και του Αγγελή Βασιλείου.
- Του Κυράνα ο μύλος, ιδιοκτησίας Χαράλαμου Κυράνα και Νίκου Κυράνα (Τόμπλας).
Πιο κάτω της Σταματάρας ο μύλος. Σταμάτω σύζυγος Χρήστου Παπαναστασίου.
Φυσικά όλοι ήταν κτισμένοι κατά μήκος του ποταμιού. Η κατασκευή όλων είναι ομοιόμορφη
Μυλόπετρες και από πάνω η καλαχίδα
και πολύ απλή. Το νερό του ποταμού με ένα μικρό φράγμα τη «δέση», διο- χετεύεται στο αυλάκι «μυλαύλακο», πιο γνωστό σαν «αμπολή». Στο τέλος της αμπολής, είναι ο «κάναλος» (ξύλινο λούκι), που οδηγούσε το νερό σε ένα μεγάλο ξύλινο κύλινδρο που στο πάνω μέρος ήταν φαρδύς και όσο κατέβαινε στένευε. Τον κύλινδρο τον έλεγαν «ζοργιό» ή «ζουργιό».
Εκεί που ενώνεται η αμπολή με τον κάναλο, υπήρχε σχάρα που συγκρα- τούσε όλα τα αντικείμενα που είχε παρασύρει το νερό. Σχάρα όμως υπήρ- χε και εκεί που ενωνόταν ο κάναλος με το ζοργιό, λίγο πιο πυκνή, για τους ίδιους λόγους.
Στο κάτω μέρος ρου ζοργιού ήταν προσαρμοσμένο ένα ξύλο το «σφού- νι», που είχε στη μέση του μια στρογγυλή τρύπα, της οποίας η διάμετρος ήταν 5 ως 10 πόντους περίπου, για να έχει το νερό μεγάλη πίεση. Βέ- βαια η πίεση του νερού ήταν και ανάλογη και με το ύψος του ζοργιού, την «κρέμαση».
Το νερό όπως εξακοντίζεται με ορμή από το σφούνι, χτυπάει στα πτε- ρύγια οριζόντιου τροχού τη «φτερωτή», που κινείται γύρω από κατακό- ρυφο άξονα, ο οποίος προς τα επάνω περνά από τη μέση της κάτω μυ-
λόπετρας και τελικά συνδέεται με τη «χε- λιδόνα», ένα μακρουλό σίδερο που είναι προσαρμοσμένο στην κάτω επιφάνεια της επάνω μυλόπετρας, η οποία με τον τρό- πο αυτό γυρίζει. Το κάτω μέρος του πε- ριστρεφόμενου αυτού άξονα, ακουμπά επάνω σε έναν μπρούτζινο αναποδογυρι- σμένο κώνο, το «κύπρινο»
Το σημείο που πέφτει το σιτάρι
και το «βαρδάρι»
Όταν με την πάροδο του χρόνου, οι μυ- λόπετρες εξαιτίας της χρήσης τους γίνουν
- 175 -
Ο Καμαριώτης Αργύρι- ος (Τσιγαράκης). Είχε το μύλο λίγο πιο κάτω από του «Βουτανιού». Αργό- τερα λειτούργησε πριο-
νοκορδέλα.
λείες, ο μυλωνάς τις βγάζει και με ειδικό σφυρί κάνει τις επιφάνειές τους που αλέθουν ρικνές ή όπως λέμε «χαράζει» το μύλο.
Αν θέλουμε να σταματήσουμε τις λειτουργίες του μύλου, υπάρχει ένας μηχανισμός, η «στα- ματητή» ή «σταματούρα» ή «σταματήρα», που είναι ένα σανίδι που μπαίνει μπροστά από το σφούνι, ώστε να μη χτυπά το νερό στη φτερωτή και δίνει κίνηση στις μυλόπετρες.
Πάνω από τις μυλόπετρες υπάρχει ένα με- γάλο ξύλινο χωνί, η «καλαχίδα». Εκεί ρίχνεται το σιτάρι, που ρυθμίζεται με το «βαρδάρι» και μετά πέφτει στην τρύπα της μυλόπετρας που εί- ναι στο κέντρο της.
Όταν αλεστεί το σιτάρι, βγαίνει απ΄τις πέτρες και πέφτει σε ειδικό «λούκι» που είναι γύρω και
στη συνέχεια καταλήγει σε ειδικό δοχείο τη «γούρνα» ή «κουρίτα».
Τα παλιότερα χρόνια, οι μύλοι αποτελούσαν το μοναδικό σχεδόν κατα- φύγιο των κάθε λογής στρατοκόπων, οι οποίοι αν ήταν καλοκαίρι θα ξε- κουράζονταν στη δροσιά τους και θα έπιναν κρύο νερό και αν ήταν χειμώ- νας, θα ζεσταίνονταν στην αναμμένη με κούτσουρα φωτιά και θα έτρω- γαν ένα αχνιστό πιάτο φασολάδα ή τραχανά.
Οι μυλωνάδες ήταν από τα πρόσωπα που συ-
γκέντρωναν αρκετό ενδιαφέρον. Πάμπολες εί-
ναι οι ιστορίες, οι παροιμίες και τα δημοτικά
τραγούδια γύρω απ΄αυτούς.
Σε εποχή κατά την οποία το ψωμί ήταν τόσο
πολύτιμο και αποτελούσε το κυριότερο και
πολλές φορές το αποκλειστικό σχεδόν στοιχείο
διατροφής, το στήριγμα της ζωής, ο μυλωνάς
αποτελούσε ξεχωριστή προσωπικότητα.
Άλλωστε το ότι από τους μύλους περνούσαν
πολλοί άνθρωποι καθημερινά, το αποδεικνύει
και η φράση που συνήθως έλεγαν ειρωνικά, όταν έδιναν το λόγο τους ότι θα κρατήσουν ένα μυστικό. (Δεν το λέω πουθενά, μόνο στο μύλο και στο μαγαζί) και μαγαζί φυσικά εννοούσαν το καφενείο.
Μεταγενέστερα όταν ήρθε το ηλεκτρικό ρεύμα στη Στενή, λειτούργη- σαν αλευρόμυλο οι: Γάτος Παναγιώτης και Τσουτσαίος Αθανάσιος (Νασά- κης), στην Κάτω Στενή. Σήμερα δεν υπάρχει μύλος στη Στενή.
- 176 -
Νεροτριβιές
Η νεροτριβιά ήταν μια απλή υδροκίνητη εγκατάσταση, που ήταν στεγα- σμένη με ξερολιθιά και υποτυπώδη στέγη και δεν χρειαζόταν χειριστής για την ρύθμισή της, διότι δεν διέθετε κανένα μηχανισμό.
Τη συναντάμε να είναι στεγασμένη και σε κτίσμα νερόμυλου και χρη- σίμευε για την επεξεργασία μάλλινων υφαντών κατά το στάδιο της κατα- σκευής τους. Έπρεπε να περάσουν από τη νεροτριβή βελέντζες, μπατα- νίες, φλοκάτες, υφάσματα του σπιτιού και της φορεσιάς. Αυτό γινόταν για να αφρατέψουν και να δέσουν μεταξύ τους τα μάλλινα νήματα και οι κόμποι.
Αλλά και τα άλλα χοντρά ρούχα, τουλάχιστον μια φορά το χρόνο, έπρε- πε να περάσουν από τη νεροτριβή.
Η νεροτριβή ήταν ένα ξύλινος κάδος μορφής κώνου, με το μεγαλύτερο τμήμα του χωμένο μέσα στο έδαφος ώστε η εσωτερική πίεση του νερού να μη δημιουργεί κινδύνους ανοίγματος των τοιχωμάτων. O κάδος συναρ- μολογείτο από σφηνωμένες μεταξύ τους σανίδες και το ύψος του κώνου ξεπερνούσε τα 2 μέτρα.
Απ’έξω δενόταν περιφερειακά με σιδερένια τσέρκια.
Το βαρέλι ήταν όρθιο ώστε το νερό να εκτοξεύεται κατακόρυφα, δημι- ουργώντας καθοδική και ανοδική κίνηση, ανεβοκατεβάζοντας τα ρούχα χωρίς δίνη. Επειδή μοιάζει με βαρέλι, κατασκευάζεται από βαρελά και όχι από μαραγκό.
Υπήρχαν δύο τύποι νεροτριβής: Αυτές με μεγαλύτερη διάμετρο, στις οποίες το νερό εκτοξευόταν από το στόμιο του ζοριού στο τοίχωμά του, δημιουργώντας περιστροφική κίνηση και σε αυτές, στις οποίες ο ζουριός ήταν πιο όρθιος και το νερό εκτοξευόταν σχεδόν κατακόρυφα.
Ο σωστός υπολογισμός του χρόνου παραμονής του κάθε υφαντού στον κάδο, αποδείκνυε την τέχνη του νεροτριβιάρη. Αν έμενε λιγότερο χρό- νο, το αποτέλεσμα δεν ήταν ικανοποιητικό, ενώ αν έμενε περισσότερο, μπορούσε να καταστραφεί. Γι’αυτό έβαζε πάντα μαζί ρούχα όμοιας κα- τασκευής.
- 177 -
Στη Στενή υπήρχαν οι εξής νεροτριβιές:
-Δύο νεροτριβιές που ήταν δίπλα-δίπλα: Καμαριώτη Κωνσταντίνου (Κα- μένος) και έμενε στην Μακρυκάπα και η άλλη του Καμαριώτη Γεωργίου, που κι αυτός έμενε στην Μακρυκάπα και ήταν και γραμματέας της κοινό- τητας εκεί. Το μέρος αυτό σήμερα είναι ιδιοκτησίες Νικολάου Θάνου και Κάκιας Σουλτάνη και λειτουργούν τα εξοχικά κέντρα του Λάμπρου Θάνου και Γιώργου Καρλατήρα.
-Κωνσταντίνος Ντουμάνης (Κωτσαρής) και Αναστάσιος Ντουμάνης (Τσα- φίλης). Λίγο πιο πάνω από την Αρματσανή.
-Κυράνας Γεώργιος (Τόμπλας), στο ίδιο σημείο που είχε και το μύλο.
- 178 -
Πεταλωτές
Το επάγγελμα του πεταλωτή ή καλι-
γωτή ή αλμπάνη, ήταν απαραίτητο τα
παλιά χρόνια, γιατί δεν υπήρχε σπί-
τι που να μην είχε έστω ένα ζώο για
τις δουλειές του, μουλάρι ή γαϊδούρι.
Δουλειά του πεταλωτή ήταν να βάζει
στα ζώα πέταλα που ήταν τα «παπού-
τσια» τους. Τα εργαλεία που χρησιμο-
ποιούσε ήταν το πέταλο, το σφυρί, η
τανάλια, το καϊάρι και τα καρφιά.
Στην αρχή ακινητοποιούσε το πόδι
του ζώου και έβγαζε το παλιό φθαρ-
μένο πέταλο με τη βοήθεια της τα-
νάλιας. Μετά με το καϊάρι που ήταν
ένα μαχαίρι σε σχήμα μικρού τσεκου-
ριού, έκοβε την οπλή του ζώου από
κάτω ώστε να την ισιώσει. Στη συνέ- χεια έβαζε το καινούριο πέταλο και το κάρφωνε με ειδικά καρφιά. Τα καρφιά αυτά είχαν μεγάλο κεφάλι ώστε να
Ο Βασιλείου Σπύρος (Μομότας).
Ήταν πεταλωτής και είχε
και μπακάλικο.
προεξέχουν από την πατούσα του ζώου και να μην γλιστράει. Τα πέταλα ήταν σε διάφορα μεγέθη και κατασκευάζονταν από σίδερο. Επίσης είχαν τρύπες γύρω-γύρω, για να μπαίνουν τα καρφιά. Το ζώο φορούσε πέταλα και στα τέσσερα του πόδια για να μπορεί να περπατάει στους κακοτρά- χαλους δρόμους χωρίς να πληγώνονται τα πόδια του. Παράλληλα το βοη- θούσαν στην διατήρηση της ισορροπίας του.
Ο πεταλωτής έπρεπε να είναι πολύ προσεκτικός όταν κάρφωνε τα πέ- ταλα, γιατί το καρφί μπορεί να τρυπούσε το ζώο αν διαπερνούσε την οπλή και να πληγωνόταν.
Μετά το κάρφωμα του καινούριου πέταλου τοποθετούσαν το πόδι του ζώου πάνω σε ένα ξύλινο στρογγυλό κουτσούρι και κόβονταν σύρριζα οι εξέχουσες αιχμές των πεταλόκαρφων. Ύστερα με ειδική ράσπα έξυνε το
- 179 -
νύχι στο κάτω μέρος, μέχρις ότου νύχι και πέταλο έρθουν στην ίδια επι- φάνεια.
Πεταλωτήδες στην Άνω Στενή ήταν:
Βασιλείου Σπύρος (Μομότας).
Γερακίνης Γεώργιος (Γεωργιάδης).
Μαστρογιάννης Γεώργιος (Φούτρας).
Στην Κάτω Στενή:
Καλαμάρας Χαράλαμπος.
Κρητικός Νικόλαος (Βασιλιάς).
Καϊάρια
Πέταλα
- 180 -
Ράφτες
Ο ράφτης είναι ένα επάγγελμα που έχει εκλείψει σχεδόν παντελώς, ενώ πριν λίγες δεκαετίες ανθούσε σε μεγά- λο βαθμό.
Τα ραφεία είναι μικρές κάμαρες, κα- θώς δεν χρειάζονται πολύ χώρο για να λειτουργήσουν. Μέσα υπήρχαν στοιβαγ- μένα σε ράφια μερικά τόπια υφασμάτων για να διαλέγει ο πελάτης και ήταν συ- νήθως ντρίλινα ή της ρετσίνας, που ήταν στερεά, ανθεκτικά και σε πολύ προσιτές τιμές. Η ονομασία τους προέρχεται από το εργοστάσιο των αδελφών Ρετσίνα που λειτουργούσε από το 1872. Τα εργαλεία του ράφτη είναι ένας πάγκος, όπου πάνω σχεδιάζει και σιδερώνει τα κοστούμια που ράβει, με ένα βαρύ σίδερο και μία ή δύο ξύλινες σιδερώστρες, μια ίσια και μία καμπύλη, μια μεζούρα, ένα τρίγωνο
Ο Σπυριδάκης Ταξιάρχης με τη σύζυγό του Αναστασία που κρα- τά στην αγκαλιά της το γιο τους Ζήση και την κουνιάδα του Ευαγ-
γελία.
και ένα μεγάλο ψαλίδι, κιμωλίες για να
τραβά τις γραμμές, δαχτυλήθρες, ένα μικρό μαγνητάκι για να συγκεντρώ-
νει τις καρφίτσες και ένα καρφιτσερό με καρφί- τσες, βελόνες, και οπωσδήποτε η μηχανή ραψίμα- τος.
Το σίδερο λειτουργούσε με κάρβουνα και πολ- λές φορές βλέπαμε τον ράφτη έξω από το ραφείο του, με το σίδερο στο χέρι να το μετακινεί στον αέρα, δεξιά αριστερά ή μπρός πίσω, ώστε να δημι- ουργείται αέρας και να αναζωπυρώνονται τα κάρ-
Ο Λέων Δημήτριος
(Κακαράς)
βουνα για να ζεστάνουν το σίδερο
Έραβαν μόνο αντρικά ρούχα και αφού έπαιρ- ναν τα μέτρα του πελάτη, ξεκινούσαν το ράψιμο.
Τα παντελόνια έπαιρναν λίγο καιρό, αλλά τα σακάκια ήθελαν από μερικές μέρες μέχρι μήνα και χρειαζόταν κατά τη διάρκεια του ραψίματος, ο πε-
- 181 -
Κωνσταντίνος Γιαννούκος
(Κωτσαρίγκος)
λάτης να επισκεφτεί το ραφείο μερικές φορές για πρόβα.
Έπρεπε να ράβουν ρούχα που να ταιριάζουν στον πελάτη, ανάλογα με το βάρος και το ύψος. Ένας καλός ράφτης ξεχώριζε από την ομορφιά και τη γραμμή που έδινε στα ρούχα
Μερικοί από τους ράφτες που μπορέσαμε να πληροφορηθούμε ήταν:
-Ο Ντούρμας Αριστείδης (Αριστδάνας). Έρα- βε παλιά παραδοσιακά ρούχα. Πατατούκες, καπότες, πανωβράκια κ.α. (Ράφτης)
-Ο Ζέρβας Ιωάννης (Μπάλιος). Έφτιαχνε κα- πότες, κάπες, αλλά και γυναικείες σιγκούνες κ.α. (Ράφτης).
-Γιαννούκος Κωνσταντίνος (Κωτσαρίγκος), (Φραγκοράφτης).
-Λέων Δημήτριος (Κακαράς), (Φραγκοράφτης).
-Σπυριδάκης Ταξιάρχης, (Φραγκοράφτης).
Στην Κάτω Στενή:
-Ο Καλαμάρας Δημήτριος. Έφτιαχνε ρούχα της εποχής, (Ράφτης).
-Ο Ντούρμας Νικόλαος του Αναστασίου, (Φραγκοράφτης).
-Ο Ντούρμας Σπύρος, (Φραγκοράφτης).
-Ο Κυράνας Δημήτριος, (Φραγκοράφτης).
Εδώ πρέπει να διαχωρίσουμε τους ραφτάδες, από τους φραγκοράφτες Ραφτάδες λέγονταν όσοι έραβαν παραδοσιακά ρούχα, ενώ μεταγενέ-
στερα, όσοι έραβαν τα σύγχρονα ρούχα (παντελόνια, σακάκια κλπ) λε- γόντουσαν Φραγκοράφτες. Έφτιαχναν δηλαδή ρούχα επηρεασμένοι από την Φράγκικη (Ευρωπαϊκή) μόδα.
Ραπτομηχανή Σίδερο με κάρβουνα
- 182 -
Ρετσινάδες
Η γεμάτη πευκοδάση περιοχή που υπάρχει στη Στενή, από πολύ παλιά εξασφάλιζε στους κατοί- κους της ένα πρόσθετο εισόδημα. Από τον Απρί- λη έως τον Οκτώβρη που υπήρχε μεγάλη έκκριση ρετσινιού, οι ρετσινάδες ξεκίναγαν το μάζεμα της ρετσίνας, το «δάκρυ» όπως το έλεγαν του πεύκου. Κατ’αρχάς πελέκαγαν το πεύκο φτιάχνοντας μια χαρακιά γύρω στο ένα μέτρο. Κατόπιν έβαζαν το τενεκεδάκι (γκουμούλι), κάτω από την χαρακιά κι εκεί συγκεντρωνόταν το ρετσίνι. Κάθε δέκα με δε- καπέντε ημέρες έκαναν την ίδια διαδικασία. Με
Έκκριση ρετσίνης πα- λαιότερα, με το τενε- κεδάκι (γκουμούλι)
ένα ειδικό εργαλείο την «ξύστρα», έβγαζαν το ρετσίνι και το έβαζαν σε ειδικά δοχεία τα καρόκια, τα οποία χώραγαν 15 οκάδες. Αν υπήρχε λίγη ακόμα ρετσίνι στο δένδρο και δεν μπορούσαν να τη βγάλουν με την ξύ- στρα χρησιμοποιούσαν το «φαράσι», που ήταν μια ειδική σπάτουλα, που αν κι αυτή δεν υπήρχε την έφτιαχναν μόνοι τους οι ρετσινάδες από τενε- κέδες.
Το καρόκι το χρησιμοποιούσαν σαν μονάδα μέτρησης της ρετσίνας.
Από εκεί η ρετσίνα πήγαινε στους λάκκους και από εκεί την έπαιρναν οι έμποροι. Τα τελευταία τριάντα χρόνια χρησιμοποιούν θεϊκό οξύ για μεγαλύτε- ρη παραγωγή. Τα γκουμούλια αντικατα-
Έκκριση ρετσίνης σήμερα, με τις
πλαστικές σακούλες
στάθηκαν από τις διαφανείς πλαστικές σακούλες μιας χρήσεως, οι οποίες συ- γκεντρώνονται μόνο μια φορά την περί-
οδο. Με αυτό τον τρόπο η δουλειά έχει γίνει πολύ πιο εύκολη, αλλά και πάλι παραμένει κοπιαστική.
Με το πελέκημα του πεύκου, γύρω από το δένδρο έβρισκες πολλές φλούδες όλες με ρετσίνι επάνω τους. Αυτές τις μάζευαν οι κάτοικοι για προσάναμμα στα τζάκια ή στις σόμπες.
- 183 -
Στενιώτες ρετσινάδες στη Μυτιλήνη 1957.
1ος Κωνσταντίνος Γάτος, 3ος Κυριάκος Ζέρβας, 5ος Λευτέρης Καμαριώτης,
6ος Χρήστος Κοντάκης, 7ος Γιάννης Τσίμπος, 8ος Γιάννης Κυράνας,
9οςΘανάσης Θάνος
Πίσω, όρθιος, πρέπει να είναι ο Δημήτριος Καμαριώτης.
Στο Δημοτικό σχολείο, η πρώτη εκδρομή-περίπατος, γινόταν σε κάποιο κοντινό πευκοδάσος, όπου τα παιδιά συγκέντρωναν φλούδες, γεμίζοντας μερικά τσουβάλια, για να «προσανάβουν» τις σόμπες.
Τα πεύκα του δάσους ανήκαν στην κοινότητα και κάθε χρόνο γινόταν δημοπρασία για να βρεθεί ο ανάδοχος που θα τα εκμεταλλευτεί. Για τα πεύκα όμως που ήταν εκτός δασικής περιοχής και ήταν ιδιωτικά, γινό- ντουσαν συμφωνίες με τους ιδιοκτήτες των κτημάτων.
Οι Στενιώτες ρετσινάδες εκτός από τη Στενή πήγαιναν και σε άλλα μέρη και εργάζονταν.
Τα πιο συνηθισμένα μέρη ήταν η Μυτιλήνη, η Πελοπόννησος (Μανωλά- δα), η σκόπελος, η Βόρεια Εύβοια και αλλού.
Από ότι καταφέραμε να μάθουμε ρετσινάδες ήταν οι:
Δημήτριος Σπύρου (Γκέτσικας), Ιωάννης Σπύρου (Γκέτσικας),
Ευάγγελος Κυράνας (Τζατζανάκης), Γεώργιος Κυράνας (Τζατζανάκης), Νικόλαος Πισινάρας (Μπαταριάς), Κώστας Κοντούλας, Δημήτρης Κοντού-
- 184 -
λας, Δημήτρης Λέων (Μουρτζούνης), Αθανάσιος Θάνος (Κατσαπλιάς), Κωνσταντίνος Γάτος, Κυριάκος Ζέρβας (Κυριακός), Γιάννης Κυράνας (Τα- γαράς), Αναστάσιος Ντούρμας (Σαντάς), Ιωάννης Σπυριδάκης, Θανάσης Σπυριδάκης, Λευτέρης Καμαριώτης, Ιωάννης Σιμιτζής, Ανέστης Καράγκος, Ιωάννης Τσίμπος, Θανάσης Ντούρμας, Δημήτριος Γιαννούκος (Τατάς), Δη- μήτριος Μαστρογιάννης (Σαμαράς), Ευάγγελος Ντουμάνης, Απόστολος Ντούρμας (Νταλαρούμης), Βασίλειος Χουλιάρας(Μπιλ), Χρήστος Κοντά- κης, Αναστάσιος Κοντάκης, Νικόλαος Θάνος (Τζουρίας) Αντώνης Γερακί- νης (κέφαλος) και πολλοί άλλοι.
Ο Σπύρου Δημήτριος (Γκέτσικας). Ήταν ρετσινάς.
Το 1959, ο Δημήτρης Σπύρου, μαζί με τον αδελφό του Γιάννη Σπύρου
και τον Γιάννη Κυράνα (Ταγαράς), λειτούργησαν πλανόδιο κινηματογράφο. Στη Στενή έκαναν προβολές κάθε Κυριακή και τις άλλες μέρες της εβδομάδας,
στα γύρω χωριά της κεντρικής Εύβοιας αλλά και σε χωριά της Βοιωτίας. Μετά 4-5 χρόνια, ο Γιάννης Κυράνας απεχώρησε από την επιχείρηση, την οποία
συνέχισαν τα δύο αδέλφια για 15 περίπου χρόνια. Τα πρώτα χρόνια λειτουργούσε
με γεννήτρια, γιατί δε υπήρχε ηλεκτρικό ρεύμα.
Στη φωτογραφία, διακρίνεται ο Δημήτριος Σπύρου,
ανάμεσα στα δύο παιδιά του.
Αριστερά είναι ο Γιώργος, που είναι ιδιοκτήτης της ταβέρνας «Μουριά»
στη Στενή και δεξιά ο Σπύρος που είναι γιατρός.
- 185 -
Ο Κυράνας Χρήστος. Ήταν ο τελευταίος σαμαράς στη Στενή. Απεβίωσε το 2016
Σαμαράδες
Παλιότερα η μεταφορά ανθρώπων και προϊό- ντων γίνονταν σχεδόν αποκλειστικά με τα ζώα, εφόσον το οδικό δίκτυο ήταν υποτυπώδες και η ορεινή μορφολογία του εδάφους δυσχέραινε τις μετακινήσεις.
Το γαϊδούρι και το μουλάρι ήταν τα πιο διαδε- δομένα μέσα μεταφοράς.
Ο σαμαράς κατασκεύαζε τον απαραίτητο εξο- πλισμό που απαιτείτο, για να προσφέρει το ζώο τις υπηρεσίες του στο αφεντικό του. Αυτό ήταν το σαμάρι, που κατασκεύαζε με επεξεργασμέ- να σανίδια πλάτανου, που σκάλιζε και έδινε σχήμα ανάλογο με το σώμα του ζώου. Στις αγρο- τικές εργασίες και γενικότερα στις καθημερι- νές δραστηριότητες, το σαμάρι των ζώων ήταν
απλό, με ξύλινο σκελετό και εσωτερική επένδυση από δέρμα. Έπαιρνε γι’αυτό μέτρα από το ζώο και αφού έκανε το σκελετό, κατασκεύαζε το σαμαροσκούτι, ένα σάκο γεμάτο άχυρα που τοποθετούσε στο κάτω μέ- ρος του σαμαριού, για να μην πληγώνεται το ζώο. Το σαμάρι στερεωνό- ταν στην πλάτη του ζώου με λουρίδες από χοντρό και σκληρό δέρμα, που έραβε με τη σαμαροβελόνα σ’αυτό. Οι λουρίδες άρχιζαν από το σαμάρι, πήγαιναν στην περιφέρεια του ζώου και έσμιγαν ξανά στην άλλη πλευρά του σαμαριού. Άλλο ένα λουρί έζωνε το σαμάρι κάτω από την κοιλιά. Ακό- μα έφτιαχναν και την καπιστράνα (καπίστρι) από δερμάτινες λουρίδες, που προσαρμόζονταν στο κεφάλι του ζώου, για να κρατάει το σχοινί που το έσερνε ο ιδιοκτήτης του.
Ας δούμε όμως πιο αναλυτικά τα μέρη του σαμαριού:
Τα ξύλινα
Οι σαμαράδες αγόραζαν πολλά έτοιμα ξύλα, ενώ άλλα τα έφτιαχναν μόνοι τους. Μάζευαν ξύλα σε μεγάλες ποσότητες, για να έχουν όλο τον χρόνο. Το καλύτερο ξύλο σε ποιότητα είναι το ξύλο πλατάνας, ενώ το κα-
- 186 -
λύτερο ξύλο για φιγούρα είναι το
ξύλο μουριάς. Τα ξύλα κόβονται
μόνο τους μήνες Οκτώβριο, Νο-
έμβριο και έως τα μέσα Δεκεμ-
βρίου. Από εκεί κι ύστερα δεν κά-
νουν γιατί φουσκώνουν από την
υγρασία. Το καλοκαίρι είναι εντε-
λώς ακατάλληλα, γιατί το ξύλο δεν
προλαβαίνει να «νευρώσει» και δεν ψήνεται.
Βασικά ξύλ ινα μέρ η του σα μαρ ιού είνα ι:
Μπροστινάρι: Το μπροστινό μέρος του σαμαριού. Είναι ένα συμπαγές ημικύκλιο που εφαρμόζει στις πλάτες του ζώου και καταλήγει προς τα κάτω σε δυο ανοιχτά ξύλα.
Πισινάρι: Το πίσω μέρος του σαμαριού. Το πιο δύσκολο όσον αφορά την εύρεση ξύλου μιας και πρέπει να βρεθεί έτοιμο σε σχήμα. Δυο ξύλα που κατεβαίνουν σε καμπύλη και εφαρμόζουν στα καπούλια του ζώου. Το επάνω μέρος σχηματίζει ένα V
Παΐδες: Οι κάθετες σανίδες που ενώνουν το μπροστινάρι και το πισινά- ρι. Έχουν ελάχιστη καμπή ανάλογα με το ζώο.
Πανωπάιδα: Οριζόντιες παΐδες στο πάνω μέρος του σαμαριού και το σημείο όπου κάθεται ο άνθρωπος. Τα πανωπάιδα έχουν μια σχετική κα- μπή και κατασκευάζονται σε σχήμα οβάλ.
Η στρωμνή
Όπως έλεγαν παλαιότερα, «θέλει μυαλό και γνώση να φτιάξεις του γαϊ- δουριού τη στρώση». Η στρωμνή προστατεύει το ζώο από τα ξύλα του σαμαριού. Είναι ένας σάκος, ο οποίος παλαιότερα γέμιζε με σίκαλη και
μεταγενέστερα με φουσκί. Το φου- σκί είναι υδρόβιο φυτό που βγαίνει στους βάλτους και μαζεύεται με με- γάλο κόπο, εφόσον αυτοί που το μα- ζεύουν μπαίνουν μέσα στον βάλτο, το κόβουν με την κόσα (κοφτερό εργα- λείο ) και το μαζεύουν με τσουγκρά- να. Πολύ φουσκί έβγαζε η Κωπαΐδα και ο Έβρος. Το εξωτερικό της στρω- μνής είναι από δέρμα ή πανί, ανάλο-
- 187 -
γα με το πορτοφόλι του καθενός και πάνω σε αυτό έβαζαν τα ξύλινα μέρη του σαμαριού. Το εσωτερικό είναι από σαμαροσκούτι, που είναι υφασμέ- νο από μαλλί. Αυτό έρχεται σε επαφή με το δέρμα του ζώου και γι’αυτό πρέπει να είναι μαλακό.
Τα δερμάτινα
Τα δερμάτινα τα πουλούσαν έτοιμα οι χαμουτζήδες, αν και οι περισ- σότεροι σαμαράδες της περιοχής μας τουλάχιστον τα πρώτα χρόνια, τα
έφτιαχναν μόνοι τους για- τί δεν τους συνέφερε να τα αγοράσουν. Τα δέρματα του σαμαριού ήταν από τραγί και τα έλεγαν βακετόδερμα ή σαμαρόδερμα. Ήταν μαλακό κατεργασμένο δέρμα, ούτως ώστε να πιέζει το δέρμα του ζώου χωρίς να του προκαλεί τραύματα.
Μπαλτούμια: Τρεις δερμά-
τινες λουρίδες στα καπούλια του ζώου. Το ένα είναι κάτω από την ουρά και τα δυο πάνω από την ουρά σταυρωτά. Το ένα από τα δυο δερμάτινα (πανωκάπουλα) περνούσε γύρω από το σαμάρι μέσα από τις παΐδες, για να μην φεύγει μπρος ή πίσω.
Μπροστελίνα: Δερμάτινη ζώνη που δένει το σαμάρι στην κοιλιά του ζώου. Στηρίζεται στις πάνω παΐδες.
Όταν το ζώο πήγαινε σε ανηφορικό μέρος και για να μην φεύγει προς τα πίσω έβαζαν το μπροστοσκοίνι.
Τα σιδερένια μέρη του σαμαριού παλαιότερα τα έφτιαχναν οι σιδερά- δες του χωριού.
Κολτσάκια: Λάμες με δυο στρογγυλά σίδερα σαν τσιγγέλια.
Εργαλεία του σαμαρά:
Σκεπάρνι ειδικό για πελέκημα.
Κουφοσκέπαρνο για περισσότερο φάρδος. Μόνο για το μπροστινάρι. 3) Δυο στενά σκεπάρνια (στενοσκέπαρνα) για καθαρισμό των θηλυκω-
μάτων.
4) Τρία έως έξι σκαρπέλα διάφορα. Βασικά ένα φαρδύ (2,5-3 πόντοι) ένα λιγότερο φαρδύ (2πόντοι) κι ένα στενό (1πόντος). Τα σκαρπέλα χρη-
- 188 -
σιμοποιούταν για τις ενώσεις του
πισιναριού που είναι ένα αρσενι-
κό κι ένα θηλυκό.
5) Δυο πριόνια ένα ψιλό και ένα
μεγαλύτερο.
6) Το σμιλάρι έχει μήκος 25 πό-
ντους και κάνει προτρυπήματα
για τριβέλισμα και δημιουργία θη-
λών.
Το ματικάπι κάνει τις μεγάλες τρύπες αλλά και τις μικρές για να περ- νάνε τα κολτσάκια.
Ο ξυλοκόπανος χρησιμοποιείται σε όλα τα σκαρπέλα και όλα τα σμι- λάρια. Για την κατασκευή του σαμαριού δεν κάνει το κανονικό σκεπάρνι, είναι λεπτή δουλειά και θα κάνει ζημιά.
- Από ότι μπορέσαμε να πληροφορηθούμε στην Άνω Στενή, σαμαράδες υπήρξαν ο Λέων Κωνσταντίνος (Σαμαγκούρας) και μεταγενέστερα ο Μα- στρογιάννης Δημήτριος (Σαμαράς)
Ενώ στην Κάτω Στενή ο Γιαλός Παύλος και μεταγενέστερα ο Κυράνας Χρήστος που ήταν και ο τελευταίος σαμαράς στη Στενή.
- 189 -
Ο Στέλιος Κατσαρής. Είχε σι- δεράδικο. Μετά το ανέλαβε ο γιος του Γιάννης Κατσαρής
(Ταρατούμης)
Σιδεράδες
Με τα τρία στοιχεία της φύσης στη διάθε- σή του (φωτιά, αέρα και νερό), τα δυνατά του χέρια και το κοφτερό μυαλό, εδώ και χιλιά- δες χρόνια το επάγγελμα του σιδερά βοήθη- σε την ανθρωπότητα να επιζήσει και να προ- οδεύσει.
Ο Σιδεράς, με τη φωτιά για να λιώνει το σί- δερο, τον αέρα για να φυσάει τη φωτιά για να δυναμώνει και το νερό για να εμβαπτίζει τα πυρωμένα σίδερα, αλλά και με το σφυρί και την τανάλια, βοήθησε τους ανθρώπους να κάνουν πιο εύκολη τη ζωή τους, να διεκ- περαιώνουν πιο εύκολα τις δουλειές τους και να αναπτύξουν την παραγωγή τους.
Όλοι περίμεναν από το σιδερά να τους
ετοιμάσει τα εργαλεία τους. Ο γεωργός, ο τσοπάνης, ο μελισσοκόμος, ο πεταλωτής τα νοικοκυριά και τόσοι άλλοι.
Και τι δεν έφτιαχνε ο σιδεράς με ένα καμίνι (φούρνο), ένα φυσερό, ένα σφυρί και μια τανάλια.
Πυροστιές, κλαδευτήρια, σφυριά, καρφιά, υνιά, μασιές, συνδαύλιστρα, τσεκούρια, τσάπες, δικέλια, αξίνες, πέταλα, κουδούνια, δόκανα, μελισ- σομάχαιρα, μεταλλικά εξαρτήματα διαφόρων εργαλείων και πολλά άλλα.
Τα εργαλεία του ήταν: Το καμίνι (ο φούρνος) με πυρωμένα κάρβουνα τα οποία με τη βοήθεια του φυσερού, εκτόξευαν τη θερμοκρασία στα ύψη ώστε να λιώνει το σίδερο. Το φυσερό ήταν ένα ασκί από δέρμα, το οποίο δέσμευε αέρα και τραβώντας μία χειρολαβή ο σιδεράς, εκτόξευε τον συ- γκεντρωμένο αέρα με δύναμη πάνω στη φωτιά, από μια μικρή οπή που ήταν στο φυσερό με τέτοια δύναμη, ώστε η φωτιά θέριευε κι η θερμοκρα- σία έφτανε τόσο ψηλά ώστε να λιώνει το σίδερο.
Με λίγα λόγια, το φυσερό αποτελείται από δύο βασικά μέρη: Τον μοχλό και την φυσαρμόνικα. Τραβώντας τον μοχλό, ανεβοκατεβαίνει το κάτω μέρος του φυσερού για να φυσά δυνατά και να διατηρεί τη φωτιά του
- 190 -
καμινιού αναμμένη, έτσι ώστε να πυρώνει το σίδερο. Μετά άφηνε το σίδερο να στερε- οποιηθεί, όχι πολύ, αλλά να αποκτήσει μια ελαστικότητα και κρατώντας το με μια λαβί- δα (τανάλια), το έβαζε πάνω στο αμόνι και άρχιζε να το κτυπά δίνοντάς του τη μορφή που ήθελε.
Από την αυγή, μέχρι που έπαιρνε να βρα- διάσει, μπορούσες να ακούσεις από αρκετή απόσταση το χτύπημα του σφυριού πάνω στο αμόνι.
Χτυπούσαν αδιάκοπα, μία στο πυρακτωμέ- νο σίδερο, για να του δώσουν το σχήμα που έπρεπε, μία στο αμόνι για να πάρει «ανάσα» και να ζυγίσουν με το έμπειρο μάτι τους το σημείο που θα ξανακτυπούσαν.
Η φωτιά με τη βοήθεια του φυσερού, πά- ντα αναμμένη για να πυρακτώνει τα σίδερα και δίπλα στο αμόνι, το δοχείο με το νερό για να σβήνουν το έτοιμο πια εργαλείο.
Αμόνι
Βαριοπούλα
Έπειτα σειρά είχε το «ξυλοφάι», που ήταν μια λίμα με την οποία τρο- χούσαν τα εργαλεία εκείνα που χρειαζόταν να είχαν αιχμηρές άκρες (τσε- κούρια κλπ).
Στο μικρό σχετικά χώρο του εργαστηρίου, έβλεπες στοιβαγμένα διάφο- ρα εργαλεία, άλλα έτοιμα και άλλα που περίμεναν τη σειρά τους για να επισκευαστούν.
Όλα σιδερένια. Αλέτρια, κασμάδες, αξίνες. δρεπάνια, κόσες, κλαδευ- τήρια, φαλτσέτες και ότι άλλο εργαλείο χρησιμοποιούσαν οι αγρότες στις δουλειές τους και όχι μόνο.
Όταν τα εργαλεία από την πολύ χρήση είχαν αρχίσει να «στομώνουν», τα πήγαιναν στο σιδερά και αυτός τα έβαζε στο καμίνι, πρόσθετε και κομ- μάτι σίδερο πυρωμένο, ύστερα τα έβαζε στο αμόνι και με το σφυρί τα χτυπούσε και τα ένωνε και στη συνέχεια με το ξυλοφάι έκανε αιχμηρές τις άκρες τους.
Οι σιδεράδες υπήρχαν μέχρι τη δεκαετία του 1950.
Όταν μπήκε στη ζωή μας η ηλεκτροκόλληση τα πράγματα άλλαξαν ρα- γδαία. Έπαψε να υπάρχει η φαντασία και η δημιουργία του τεχνίτη. Τώρα πια δεν μιλάμε για σιδεράδες αλλά για συγκολλητές που αγοράζουν έτοι-
- 191 -
μα κομμάτια και απλώς τα συγκολλούν.
Σιδεράδικα στη Στενή είχαν.
Ο Καραγιάννης Ανέστης (Κανέστας).
Ο Στέλιος Κατσαρής και μετά ο γιος του, Γιάννης Κατσαρής (Ταρατού- μης).
Ο Γιάννης Κατσαρής (Γκούμας).
Ο Γιάννης Στεφανής και ο Γιώργος Φραγκάκης (για λίγο χρονικό διάστη- μα). Αργότερα ο Γιάννης Στεφανής άνοιξε σιδεράδικο στους Βούνους.
Στην Κάτω Στενή είχαν σιδεράδικα, ο Μήτσος Κατσαρής και ο Βαγγέλης Κατσαρής.
- 192 -
Τσαγκάρηδες
Όταν σκεφτόμαστε τους παλιούς τσαγκάρηδες, το μυαλό μας πηγαίνει
σε κάποιους ανθρώπους, καθισμένους
σε μια καρέκλα, σκυμμένους πάνω από
έναν πάγκο γεμάτο με κάθε λογής ερ-
γαλεία. Με μια ποδιά που κρεμόταν
από το λαιμό μέχρι τα πόδια τους για να
μην λερώνονται και δούλευαν για ώρες,
σκυμμένοι πάνω από τον πάγκο τους.
Το παραδοσιακό επάγγελμα του τσα-
γκάρη, τουλάχιστον στην παλιά του
μορφή, καθημερινά όλο και χάνεται.
Βασικοί λόγοι που συνετέλεσαν και
συνεχίζουν να συντελούν σε αυτή την εξαφάνιση του παραδοσιακού τσαγκά- ρη, είναι η μηχανική τελειοποίηση των υποδημάτων, η τεράστια ποικιλία πα- πουτσιών για κάθε ηλικία, εργασία και
Ο Ιωάννης Τσουτσαίος (Γιαννάκος). Είχε τσαγκαράδικο και μπακάλικο. Στη φωτογραφία, μαζί με τη σύζυ-
γό του Βασίλω.
ασχολία, ώστε να καλύπτονται όλα τα γούστα, καθώς και η γρήγορη βιο- μηχανοποιημένη κατασκευή τους.
Υλικά που χρησιμοποιούσαν ήταν, σόλες, τακούνια, δέρμα, πέταλα, μπογιές, κόλλα, ψαρόκολλα, πινέλο, γυαλόχαρτο, γυαλιστικό, λάδι και ξυλόκαρφα, ήταν τα βασικά υλικά που χρησιμοποιούσαν στην κατασκευή ή και την επισκευή των παπουτσιών.
Τα εργαλεία του τσαγκάρη ήταν:
Ο πάγκος, όπου ακουμπούσαν όλα τα πράγματα που χρειάζονταν. Βρι- σκόταν στο κέντρο του εργαστηρίου τους.
Το τρυπητήρι, που άνοιγαν τρύπες για τα κορδόνια.
Το πέταλο που το βάζανε στις μύτες των παπουτσιών για να αντέχουν περισσότερο.
Το σουβλί, το χρησιμοποιούσαν όπως και το τρυπητήρι.
Το Αμόνι (σίδερο), ένα από τα πιο βασικά εργαλεία που σ’αυτό βάζα-
- 193 -
Ο Αθανάσιος Τσουτσαί- ος του Ιωάννου (Νασά- κης). Είχε τσαγκαράδι-
κο και αλευρόμυλο.
νε το παπούτσι για να το επεξεργαστούν και να το τελειοποιήσουν.
Τον κατσαπρόκο, ένα μικρό σουβλί, με το οποίο άνοιγαν τρύπες και έβαζαν ξυλόπροκες οι οποίες κρατούσαν τις σόλες
Το καλούπι (καλαπόδι), που το χρησιμοποιού- σαν όταν έφτιαχναν καινούργια παπούτσια ή όταν ήθελαν να φαρδύνουν στενά παπούτσια.
Εκτός απ’αυτά τα εργαλεία, οι τσαγκάρηδες χρησιμοποιούσαν και άλλα βοηθητικά, όπως σφυριά, λίμες, βελόνες, φαλτσέτες, τανάλιες, ράσπες, σακοράφες και μεζούρες.
Οι τσαγκάρηδες έβαζαν τακούνια, σόλες και
μπάλωναν με τον κερωμένο σπάγκο τα τρυπημένα παπούτσια. Για τα και- νούρια παπούτσια έπαιρναν τα «μέτρα» του πελάτη, ο οποίος πατούσε σε ένα χοντρό χαρτί και με ένα μολύβι ο τσαγκάρης του έπαιρνε τη στάμπα, δηλαδή το αποτύπωμα του πέλματος, το μάκρος, τα δάχτυλα κλπ.
Πάνω στον πάγκο ο τσαγκάρης είχε παπουτσόκαρφα διαφορετικών μεγεθών για τα παπούτσια. Γύρω- γύρω από τον πάγκο κρέμονταν δερ- μάτινες θήκες, όπου μέσα υπήρχαν εργαλεία. Πάνω στον πάγκο είχε τα σφυριά και τα σφυράκια, βελόνες, σουβλιά, λίμες, γάντζο για το καλαπό-
δι, ακόνι για τις φαλτσέτες, τανάλιες μονταρίσμα- τος, πρόκες, φαλτσέτες (μακριές ατσάλινες λάμες για το κόψιμο των δερμάτων), ράσπες, κατσαπρό- κο, διάφορα σουβλιά (σπαθάτα και πατωτικά, τα οποία είναι εργαλεία με οξύ άκρο, που με αυτά ο τσαγκάρης ανοίγει τρύπες στα δέρματα), σακορά- φες και καλαπόδια, μεζούρα και ξυλόπροκες, ενώ δίπλα από τον πάγκο ήταν το μαστέλο, ένα δοχείο
Ο Ντούρμας Γρηγόρι- ος (Μαγκούτας). Είχε τσαγκαράδικο στην
Κάτω Στενή.
συνήθως τενεκές μεγάλος με νερό, για να βάζουν τα δέρματα όταν έπρεπε να μαλακώσουν.
Στους τοίχους του τσαγκάρικου, κρέμονταν τα ζευγάρια με τα καλαπόδια σε διαφορετικά νούμε- ρα, για να ανοίγει ο τσαγκάρης τα παπούτσια τα
οποία ήταν στενά ή τα χρησιμοποιούσε για καλούπια, όταν κατασκεύαζε ένα ζευγάρι παπούτσια καινούρια.
Στη Στενή οι τσαγκάρηδες έφτιαχναν ειδικά παπούτσια για τους γεωρ- γούς, τα λεγόμενα «καουτσούκια».
- 194 -
Η κατασκευή τους ήταν απλή. Βάζανε το δέρ- μα στο καλαπόδι και όταν είχε πάρει τη φόρμα του, πρόσθεταν από κάτω ένα κομμάτι από κα- ουτσούκ, αντί για σόλα.
Σουφλί
Όταν ο τσαγκάρης δεν είχε παραγγελίες και είχε ελεύθερο χρόνο έφτια- χνε τέτοια παπούτσια διαφόρων μεγεθών και τα είχε έτοιμα για πούλημα. Τα παπούτσια αυτά ήταν χωρίς κορδόνια για να μπαίνουν και να βγαίνουν εύκολα και άντεχαν στα χώματα και τις λάσπες των χωραφιών.
Στην Άνω Στενή είχαν τσαγκαράδικο οι παρακάτω:
- Τσουτσαίος Ιωάννης (Γιαννάκος). Είχε το τσαγκαράδικο εκεί που σήμε- ρα είναι ιδιοκτησία Μαστρογιάννη Δημητρίου (Σαμαράς).
- Παπαγεωργίου Γεώργιος. Ιδιοκτησία Νι-
κολάου Παπαγεωργίου (γιος).
- Ο Παπαϊωάννου Γεώργιος και ο Τσουτσαί-
ος Γεώργιος είχαν συνεταιρικά τσαγκαράδι-
κο εκεί που σήμερα είναι ιδιοκτησία Βικτω-
ρίας Γκούστρα. Αργότερα ο Παπαϊωάννου
δημιούργησε δικό του τσαγκαράδικο στο ισόγειο της οικίας του.
Καλαπόδια
Ο Αθανάσιος Τσουτσαίος (Νασάκης), στο οίκημα που σήμερα είναι ιδιο- κτησία Αικατερίνης Λέων (Κακαρά).
Στην Κάτω Στενή:
Κωνσταντίνος Γιαμάς, Γεώργιος Βλάχος (Φορτούνας), Ευάγγελος Κυ- ράνας (Ψειριρής), Γρηγόριος Ντούρμας (Μαγκούτας), Σιμιτζής Δημήτριος (Τακουνάκιας).
Ο πάγκος του τσαγκάρη
Διάφορα εργαλεία του Τσαγκάρη
- 195 -
Υλοτόμοι
Άλλο ένα συμπληρωματικό εισόδημα για τους Στενιώτες ήταν η υλοτομία.
Απαραίτητα εργαλεία για τον υλοτόμο ήταν τα τσεκούρια του, η βαριά, οι σφή- νες, ο κόφτης και τα διάφορα πριόνια.
Με το τσεκούρι ή με τον κόφτη έρι-
Καταρράχτης
χναν κάτω τα δέντρα, τα τεμάχιζαν από
ενάμιση μέτρο, μέχρι όσο ήταν απαραίτητο, βγάζανε την έξω φλούδα και έφταναν στο ασπράδι του ξύλου. Μετά έφτιαχναν μια πρόχειρη κα- τασκευή από τάκους και άλλα ξύλα και από πάνω έβαζαν το κούτσουρο.
Η υλοτόμηση χρήσιμης ξυλείας, γινόταν το σαραντάημερο, με το τέλος του φθινοπώρου, τότε που τα δέντρα είχαν τους λιγότερους χυμούς και το φεγγάρι ήταν στη χάση του.
Εκτός από το χρόνο της κοπής, διάλεγαν και τον τόπο της υλοτόμησης. Έλατα από προσήλια κι άγονα μέρη, είναι ανθεκτικά στο σαράκι και στο σάπισμα, όμως είναι στριφτόξυλα, ροζάριακα, μικροφτιαγμένα κι άκομ- ψα. Έλατα από εύφορα και παραποτάμια μέρη, είναι ψηλά ευθυτενή με ίσια νερά κι άροζα, όμως είναι ντελικάτα κι ευάλωτα.
Τα «ραμματίζανε» λοιπόν με το σχοινί, με κόκκινη μπογιά ή ώχρα (κίτρι- νη μπογιά), για να μην φύγουν από την ευθεία.
Έδεναν το ξύλο με σχοινί, έβαζαν πέτρες από πίσω για να μην έχει «μπαλάντζο» και ξε- κινούσαν το πριόνισμα.
Στο πριόνισμα, ένας ήταν από πάνω και ο μά- στορας από κάτω.
Κόφτης
Τα ξύλα που έκοβαν ήταν, τάβλες, πέταβρα, ψαλίδια, ξύλα για βαρέλια, κ.α.
Επειδή ήταν πολύ δύσκολη η μεταφορά ειδικά των μεγάλων ξύλων, για- τί δεν μπορούσαν να φορτωθούν στα ζώα, κάρφωναν μια σφήνα με γά- ντζο στο ξύλο, το έδεναν στο ζώο και τα πήγαιναν σέρνοντας μέχρι το χω- ριό.
Πολλοί άνθρωποι που ήθελαν ξυλεία για προσωπική τους χρήση, για το
- 196 -
χτίσιμο των σπιτιών, για την κατασκευή διάφορων αγροτικών εργαλείων, για καυσόξυλα, πήγαιναν και τα «έκαναν» μόνοι τους.
Αν κάποιος δεν μπορούσε να κόψει μόνος του τα ξύλα για το τζάκι του, τα παράγγελλε στους υλοτόμους και σαν μονάδα μέτρησης ήταν το «φόρτωμα», που σημαίνει ένα καλά φορτωμένο μουλάρι.
Η παραγγελία ήταν «φέρε μου πέντε φορτώμα- τα ή δέκα φορτώματα ξύλα» και η τιμή διαμορ- φωνόταν με το φόρτωμα. «Πόσο στοιχίζει το φόρ- τωμα;».
Ξυλογαϊδάρα
Τα εργαλεία που χρειαζόταν ο υλοτόμος ήταν:
Τα πριόνια.
α). Ο κόφτης. Χρησιμοποιούταν για τις ρίψεις των δέντρων και για τον τεμαχισμό των κορμών τους, καθώς επίσης και για το κόψιμο των καυσό- ξυλων.
β). Καταρράχτης. Ήταν το πριόνι για την πα-
ραγωγή της πριστής ξυλείας. Αφού πρώτα τε-
τραγώνιζαν με το τσεκούρι το κούτσουρο (ελα-
τοκορμό), το ανέβαζαν πάνω στη διαμορφωμέ-
νη με κορμούς βάση, και έδεναν κατά μήκος του
ξύλου ένα ράμμα, εν είδει χορδής, αφού πρώτα
το εμπότιζαν σ΄ ένα κουτάκι με χρώμα. Τεντώνο-
ντας και στη συνέχεια αφήνοντας το σχοινί, απο-
τυπωνόταν στο ξύλο η γραμμή, που ήταν ο οδη- γός για το κόψιμο με το πριόνι. Εκεί, στο τεζάκι, οπλισμένοι με ιώβεια υπομονή, ο ένας πάνω κι ο άλλος κάτω, πριόνιζαν για να βγάλουν σανίδια, καδρόνια κ.λ.π.
γ). Χειροπρίονο. Έκοβαν μ΄ αυτό τα λιανά ξύλα, κυρίως καυσόξυλα.
Ο Νικόλαος Θάνος (Τζουρίας). Ήταν υλοτό- μος. Αργότερα λειτούρ-
γησε εξοχικό κέντρο, στο Στατόρι, στη θέση «Του γιατρού η βρύση».
Τσεκούρια.
α). Τσεκούρι γενικής χρήσης. Είναι ο καθαρευουσιάνικος σφυροπέλε- κυς, και κόβεις και σφυροκοπάς.
β). Τσεκούρι. Ένα τσεκούρι μετρίου μεγέθους ικανό να κόψει άνετα ένα δέντρο ή να σχίσει ένα χοντρό καυσόξυλο.
- 197 -
γ). Τσεκουράκι. Ήταν ένα μικρό τσεκούρι για ξεκλάρι- σμα ή για άλλες ελαφρές δου- λειές.
δ). Τσεκούρι υλοτομικό. Ήταν μόνο πέλεκυς και όχι σφυροπέλεκυς. Χρησιμοποι- είτο στην υλοτομία για το ξε- ρόζιασμα και το ξεφλούδισμα των κορμών. Επίσης καρφώ- νοντάς το στην τομή του κορ- μού έπαιζε τον ρόλο του κορ- μοστροφέα.
Διάφορα εργαλεία του υλοτόμου.
ε). Τσεκούρι με μεγάλη ακμή κοπής σε σχέση με το κοινό τσεκούρι και ήταν σε διάφορα μεγέθη
Σφήνες.
α). Σιδηρόσφηνα. Ήταν η κατ΄ αρχήν χρησιμοποιούμενη σφήνα, που ει- σχωρούσε στο ξύλο, σχίζοντάς το. Κατασκευαζόταν από τον σιδερά της περιοχής και κυκλοφορούσε σε πολλά μεγέθη.
β). Ξυλόσφηνα. Κατασκευαζόταν και αυτή σε διάφορα μεγέθη, από πλατανόξυλο. Χρησιμοποιούταν μετά την σιδηρόσφηνα για να διευρύνει ακόμα περισσότερο το σχίσμα στο ξύλο.
Υλοτομικά προϊόντα.
α). Στρογγυλή ξυλεία. Είναι ξεφλουδισμένοι κορμοί δέντρων, κατά βάση ελάτων, μικρών ή μεγάλων. Τα βασικά είδη της στρογγυλής ξυλείας είναι τα πατερά, που είναι μεγάλοι κορμοί κατάλληλοι για την κατασκευή πατωμάτων και οροφών των σπιτιών.
β). Πελεκητή ξυλεία. Προερχόταν από έλατα και άλλα άγρια ξύλα (βε- λανιδιές, κέδρα, κ.α.), κυκλοφορούσε υπό μορφή πατερών και σανιδιών και ήταν χρήσιμη στην οικοδομική και σ΄άλλες ξυλουργικές εργασίες
γ). Πριστή ξυλεία. Ήταν συνήθως ελάτινη, κυκλοφορούσε υπό μορφή σανιδιών και καδρονιών και χρειαζόταν στις διάφορες ξυλουργικές εργα- σίες.
δ). Σχιστή ξυλεία. Ήταν κατά κανόνα ελάτινη, κυκλοφορούσε σε πέτα- βρα και σανίδια και χρειαζόταν για φράχτες και άλλες ξυλουργικές εργα- σίες
ε). Καυσόξυλα Τα καυσόξυλα ήταν το πρώτο μέλημα του κάθε αγρό- τη κι ένας μόνιμος λόγος που πήγαινε κι υλοτομούσε στο δάσος. Όλοι
- 198 -
ανεξαιρέτως έκοβαν καυσόξυλα, γιατί όλον το χρόνο το τζάκι τους έκαιγε. Εκεί μαγείρευαν και έψηναν το ψωμί τους, εκεί ζεσταίνονταν και ξα- πόσταιναν τον χειμώνα με τα κρύα και τους χιο- νιάδες.
Σαν καυσόξυλα χρησιμοποιούσαν κάθε είδος ξύλου από κάθε δέντρο. Ανάλογα με το μέγεθός τους διακρίνονταν σε χoντρά (κούτσουρα), λια- νά, φλούδες, και προσανάμματα. Το συνηθισμέ- νο μήκος τους ήταν γύρω στο μέτρο.
Η ξυλογαϊδάρα.
Ήταν φορητή ξυλοκατασκευή πάνω στην οποία τοποθετούσαν τα καυσόξυλα, προκειμένου να τα τεμαχίσουν ακόμα περισσότερο, ώστε να χω- ράνε στην σόμπα ή στο τζάκι.
Ο Ιωάννης Σιμιτζής. Ήταν υλοτόμος και ρετσινάς.
-Το κυρίαρχο υλικό των εργαλείων του γεωργού ήταν το ξύλο. Ξύλα υπήρχαν πολλά, το καθένα με τις δικές του ιδιότητες, πολύτιμες για την ποιοτική κατασκευή των εργαλείων του. Ο ίδιος γνώριζε πολύ καλά τις ιδιότητες των ξύλων, καθώς και τους τρόπους βελτίωσής τους. Έτσι στις αστρέχες και στις αποθήκες του είχε ξύλα για στειλιάρια, για φούρκες, για τέμπλες τινάγματος, ειδικά ξύλα για το αλέτρι του και άλλα πολλά.
-Στη Στενή, υλοτόμοι κατά καιρούς ήταν:
Χαράλαμπος Σιμιτζής (Χαραλάμης), Αναστάσιος Μπαρμπούρης,
Γιάννης Σιμιτζής, Αναστάσιος Θάνος, Θεόδωρος Σιμιτζής (Δόκιμος),
Κώστας Κοντούλας, Χουλιάρας Βασίλειος (Μπιλ),
Σιμιτζής Χαράλαμπος (Λαμής), Δημήτρης Κατσαράνης,
Γιάννης Κατσαράνης, Βαγγέλης Κατσαράνης,
Νίκος Πισινάρας (Μπαταργιάς), Κώστας Βασιλείου (Ντίκας),
Ιωάννης Βλάχος, Πέτρος Βλάχος, Ηρακλής Βλάχος,
Κώστας Ντουμάνης (Κατσαμπέκης), Κουτσάφτης Αγγελής,
Νίκος Θάνος (Τζουρίας), Δημήτριος Πισινάρας (Μπαταργιάς),
Κώστας Πισινάρας (Καρούτζος), Απόστολος Σιμιτζής,
Γεώργιος Ζέρβας (Μπάλιος), Νικόλαος Καρλέτσος.
Και πολλοί άλλοι.
- 199 -
Άλλα επαγγέλματα
Φούρνοι
Υπήρχε μόνο ένας φούρνος, του Βασιλείου Σιμιτζή, εκεί που αργότερα ήταν και ο φούρνος του γιου του Θανάση Σιμιτζή.
Πουλούσε ψωμί, αλλά έψηνε και τα καρβέλια που του τα έφερναν ζυ- μωμένα επ΄αμοιβή. Είχε επίσης και έναν στίφτη για τα σταφύλια και απο- στακτήριο για να βγάζει ρακί.
Πλεκτομηχανές
Πλεκτομηχανές για να πλέκουν κυρίως φανέλες μάλλινες, είχαν στην Άνω Στενή: Η Κατερίνα Ντούρμα (Κατερίνα του Τσουτσαίου) και η Ελένη Κουτσούκου.
Στην Κάτω Στενή είχαν οι: Αθηνά Άγα, η Μαρία Αγγελάκη, η Σωτήρω Κυ- ράνα και η Παρασκευή Μπεληγιάννη (Κολοτόπη).
Φωτογράφος
Φωτογράφος ήταν ο Ευάγγελος Παπαϊωάννου. Επίσης ήταν και επιγρα- φοποιός (έγραφε ταμπέλες για τα μαγαζιά).
Σαρωματάδες
Οι σαρωματάδες στη Στενή, έφτιαχναν τις σκούπες από αστοφιά ή θυ- μάρι, με τις οποίες σκούπιζαν τα κατώγια και τα καθάριζαν από τις βρω- μιές που δημιουργούσαν τα περιττώματα των ζώων.
Σαρωματάδες ήταν οι:
Κυράνας Δημήτριος (Αναμήτρος).
Βλάχος Χρήστος (Γεννάδιος).
Νάτσης Χαρίλαος.
Ο Νάτσης Χαρίλαος ήταν και άριστος περιβολά- ρης και καλλιεργούσε οπωροκηπευτικά στο περιβό- λι του κοντά στη βρύση «Νταβέλη», ενώ παράλληλα έφτιαχνε και στειλιάρια. Όταν διαλαλούσε την πρα-
Ο Χαρίλαος Νάτσης.
Ήταν σαρωματάς και στιλβωτής
μάτεια του έλεγε «έχω στειλιάρια για τα στειλιά- ρια». Με τη λέξη στειλιάρια εννοούσε τους ανθρώ- πους που δεν είναι ικανοί, δεν μπορούν να ασχολη-
- 200 -
θούν και να φτιάξουν οτιδήποτε, δεν ήταν έξυπνοι και γενικά αυτούς που «δεν έπιανε το χέρι τους», αυτούς δηλαδή που δεν τα έβγαζαν πέρα με ότι κι αν καταπιάνονταν.
Στιλβωτές (λούστροι)
Μακρής Κωνσταντίνος (Μπαΐρας) και Νάτσης Χαρίλαος. Επίσης για λίγο διάστημα έκαναν αυτό το επάγγελμα και ο Πισινάρας Σταύρος (Σταυρέ- τσας), καθώς και ο Τζίνης Κωνσταντίνος (Καλίας).
Στην Κάτω Στενή ήταν ο Δημήτριος Ντούρμας (Μαντάς), για λίγα χρόνια, όταν ήταν μικρός (15 χρονών περίπου).
Χασάπηδες
Για να σφάξει κάποιος, έπρεπε πρώτα να ρωτήσει τους κατοίκους αν θέλουν κρέας και αν υπολόγιζε ότι απ’το ζώο που θα σφάξει έχουν ήδη παραγγελθεί τα κιλά που θα βγουν, τότε έσφαζε. Χασάπηδες ήταν οι:
Τσουτσαίος Νικόλαος (Κοκολίνας), Τσότσος Αθανάσιος (Λοτσόρος)
Ζωέμποροι
Ζωέμπορος ήταν ο Γιαμάς Πανταζής (Μπαραλής), ο οποίος περιστασια- κά έκανε και τον χασάπη.
Κουναβάδες
Το δέρμα του κουναβιού είχε μεγάλη αξία, αρκετοί από την περιοχή μας έκαναν αυτή τη δουλειά για να έχουν ένα πρόσθετο εισόδημα. Ειδι- κά την δεκαετία του 1950 στη μεγάλη ζήτηση,
ένα δέρμα κουναβιού πουλιόταν 700 δρχ. όταν
το μεροκάματο δεν ξεπερνούσε τις 30-40 δρχ.
Στα περισσότερα χωριά της περιοχής εκμεταλ-
λεύονταν την εποχή που είχε χιόνι και τα κουνά-
βια τα εύρισκαν πολύ εύκολα, γιατί άφηναν ίχνη
πάνω σ’αυτό. Οι κουναβάδες γύριζαν στα χιό-
νια με ένα τσουβάλι γεμάτο άχυρο. Εύρισκαν τις
κουφάλες από τα δέντρα που κρυβόντουσαν τα
κουνάβια συνήθως από τις πατημασιές, έβαζαν
φωτιά μπροστά στην κουφάλα ή έριχναν θειά- φι. Τα παγιδευμένα ζώα έβγαιναν και ήταν πολύ εύκολος στόχος για αυτούς που περίμεναν γύ- ρω-γύρω, με τα όπλο ή με το τσουβάλι το οποίο εφάρμοζαν στην είσοδο της κουφάλας του δέ-
- 201 -
Ο Χρήστος Μπέκος. Ήταν κουναβάς.
Για κάποιο διάστημα, είχε λειτουργήσει
μπακάλικο και καφενείο.
ντρου. Αυτό γινόταν στα περισσότερα χωριά.
Στη Στενή το κυνήγι γινόταν και το άλλο διάστημα, μιας και είχαν εκπαι- δευμένα σκυλιά (κουναβόσκυλα) και καλή οργάνωση. Τα σκυλιά κυνηγού- σαν τα κουνάβια, τα ανάγκαζαν να ανέβουν στα δέντρα, όπου γίνονταν εύκολος στόχος για τα όπλα των κυνηγών. Για να μην καταστραφεί το δέρ- μα του κουναβιού έφτιαχναν ειδικά φυσίγγια με λίγα σκάγια μέσα.
Κυνηγοί κουναβιών με εκπαιδευμένα σκυλιά στη Στενή ήταν: Ο Τάσος Μαστρογιάννης (Μάλιος), ο Χρήστος Μπέκος, ο Παναγιώτης και ο Γιώργος Ζέρβας (Μπάλιος), ο Αντώνης Ντούρμας και τα παιδιά του Χρήστος και Μήτσος (Γκεκάκηδες).
Τενεκετζήδες (Φαναρτζήδες)
Κυράνας Ιωάννης (Κολτσίδας). Είχε το εργαστήρι του εκεί που σήμερα είναι η ταβέρνα του Γιώργου Σπύρου από τη μεριά που βλέπει στην πλα- τεία.
Στην Κάτω Στενή ήταν τα αδέλφια, Μιχάλης και Λάμπρος Κατσανάς. Λαναριστικές μηχανές
Οι λαναριστικές μηχανές ή Λανάρες, όπως τις έλε-
γαν, λειτούργησαν όταν ήρθε το ρεύμα στο χωριό.
Μετά το 1965. Λανάριζαν το μαλλί και ήταν έτοιμο,
για να κλωστεί και να γίνει σκλείδι.
Στην Πάνω Στενή, λανάρες είχαν ο Παναγιώτης Γά-
τος και η ζωή Γάτου.
Στην Κάτω Στενή, είχε η Ελένη Λέων, το γένος Σιμι-
τζή.
Οργανοπαίκτες
Η Ελένη Λέων- Σιμιτζή. Είχε λανα-
ριστική μηχανή
Κατσαρής Ιωάννης (Γκούμας), (Κλαρίνο).
Χουλιάρας Αθανάσιος (Λαούτο).
Καραγιάννης Ανέστης (Κανέστας), (Λαούτο).
Κατσαρής Νικόλαος (Κολόκας), (βιολί).
Ο Μεταξάς Δημήτριος (Τσιγκαρομήτρος), είχε μία λίρα αλλά δεν συμμε- τείχε σε ορχήστρες, έπαιζε μόνος κάπου-κάπου στην πλατεία του χωριού διασκεδάζοντας διάφορες παρέες.
Καμίνια
Ο Γιώργος Βλάχος μαζί με τα παιδιά του Αθανάσιο, Κωνσταντίνο και Δη- μήτρη (Ζορμπαλήδες), είχαν καμίνι και έφτιαχναν κεραμίδια και κανάτια,
- 202 -
εκεί που σήμερα είναι ιδιοκτησία Ιωάννη Βλάχου.
Παρόμοιο καμίνι είχε φτιάξει από το 1950 ο Κώστας Μαστρογιάννης για λίγα χρόνια.
Καμίνι υπήρχε και στη θέση Κληματαριές, κοντά στο ποτάμι πολύ πα- λαιότερα, χωρίς να ξέρουμε ποιος το είχε. Την περιοχή αυτή σήμερα τη λέμε «στα κεραμιδαριά».
Πίσω από το σπίτι του Θανάση Μακρή, υπήρχε ένα καμίνι που το έλεγαν το καμίνι του Μωραΐτη. Δεν ξέρουμε περισσότερα.
Πρακτικοί γιατροί
Πισινάρας Πέτρος (Κουμπούρας),
Πισινάρας Δημήτριος (Μπαταριάς),
Πισινάρας Σταύρος και ο Γεώργιος
Σουλτάνης (Γέρο-Γιώργας), εξετέλουν
θεραπείες εξαρθρωμάτων.
Παλαιότερα, είχε χρηματίσει εμπει-
ρική γιάτρισσα και μαμή, η Αγγελού,
χήρα Δημητρίου Γαλάνη, (Γριά Κοντή).
Ο Ιωάννης Καρλατήρας (Γέρο Τίλιας), ο οποίος έβγαζε και δόντια, αλλά έκανε και πλύσεις αυτιών. Τη θεραπεία των αυτιών ανέλαβε να την κάνει μετά τον θάνατό του, η κόρη του, Μένια Ιωάν- νου Σπύρου (Γκέτσικα).
Ο Πέτρος Πισινάρας (Κουμπούρας) με τη σύζυγο του Θεοδώρα. Έφτια- χνε σπασίματα, στραμπουλήγματα κ.α. Είχε πάει στην Αμερική και γύ- ρισε το 1912 για να λάβει μέρος
στον πόλεμο.
Γιατροί
Γιατροί στη Στενή, όχι διορισμένοι από το κρά- τος, που άσκησαν το λειτούργημα τους στη Στενή, ήταν ο Καρλατήρας Βασίλειος, ο Παπαγεωργίου Νι- κόλαος και ο Παπακωνσταντίνου Κηρύκος. Μετά τον πόλεμο ο Παπαγεωργίου Νικόλαος διορίστηκε ως αγροτικός Γιατρός, ο Καρλατήρας Βασίλειος ει- δικεύτηκε στην γυναικολογία και ο Κηρύκος Παπα- κωνσταντίνου στην καρδιολογία.
Παλαιότερα, διπλωματούχος γιατρός ήταν και ο Γιάννης Καμαριώτης (Κάντζος). Επίσης ο Σταύρος Μεργός, ο οποίος είχε χρηματίσει και Δήμαρχος το 1907.
- 203 -
Ο Κηρύκος Παπακων-
σταντίνου.
Γιατρός
Φαρμακείο
Φαρμακείο λειτουργούσε στη Στενή από τον Φαρμακοποιό Μπεληγιάννη Ιωάννη, εκεί που σήμερα είναι ιδιοκτησία των παι- διών του.
Οδοντιατρείο
Η Σύζυγος του Φαρμακοποιού Ιωάννη Μπεληγιάννη, Άννα Μπεληγιάννη, ήταν οδοντίατρος και ασκούσε το επάγγελμα στη Στενή.
Μαμές
Η Σοφία Παπαναστασίου (Σοφίτσα), που ήταν πρακτική μαμή.
Το 1930 εγκαταστάθηκε μονίμως στη Στενή η διπλωματούχος μαία Ελένη Σπύ-
Ο Ιωάννης Μπεληγιάννης (Φαρμακοποιός). Η σύζυγός του Άννα Μπεληγιάννη (Οδο- ντίατρος) με τον μικρό τους γιο
Λευτέρη.
ρου Τζίνη και το 1940 η επιστήμων μαία Μαρία Γ. Παπακωνσταντίνου. Πριν το 1900, πρακτικές μαμές ήταν η Γιαννούλα Καμαριώτη (Γριά Γιαν- νούλα) και η Κυριακή Πατερίτσα (Κυριά).
Ξενοδοχείο
Ξενοδοχείο είχε ο Παπακηρύκου Δημήτριος, εκεί που σήμερα είναι ιδι- οκτησία Αθανασίου Ζέρβα και Γεωργίου Ζέρβα.
Αυτοκίνητα
Τα αυτοκίνητα μπήκαν στη ζωή μας μετά το 1927 που συνδέθηκε η Στε- νή με τη Χαλκίδα, μέσω Γιδών Πολυτήρας κλπ.
Το πρώτο αυτοκίνητο που εμφανίστηκε στη Στενή ήταν την 1η Σεπτεμ- βρίου 1927, την ημέρα που τελείται η εμποροπανήγυρη στην Κάτω Στενή και το οδηγούσε ο Ηλίας Κατσής, που καταγόταν από τις Στρόπωνες και διέμενε στη Χαλκίδα.
Οι εργασίες συνεχίστηκαν για όλο το μήνα Σεπτέμβριο για να τελειο- ποιηθεί ο δρόμος προς την Άνω Στενή και στο τέλος του μήνα κατέφτασε από τη Χαλκίδα, το αυτοκίνητο του Βασίλη Φλώρου από τη Μακρυκάπα, στην Άνω Στενή, στη θέση «Βρυσίτσα», που είναι στην είσοδο του χωριού. Οι κάτοικοι έτρεξαν και βοηθούντες τον οδηγό το ανέβασαν μέχρι την πλατεία και το «ασήμωσαν» όλοι οι παρευρισκόμενοι. Έστησαν μάλιστα και χορό.
-Αυτοκίνητο φορτηγό για μεταφορές, αφού έγινε ο δρόμος για Χαλκίδα
- 204 -
είχε ο Χαράλαμπος Κυράνας, για μεταφορά εμπορευμάτων και επιβατών. Αυτοκίνητα επίσης διέθεταν για λίγο χρονικό διάστημα και οι Ιωάννης Καλαμάρας με τον Ταξιάρχη Γιαλό συνεταιρικά, καθώς και ο Ευάγγελος Λέων. Επίσης ο Νικόλαος Τσουτσαίος, συνε- ταιρικό με ομάδα Στενιωτών. Η συγκοινωνία τότε με την Χαλκίδα, γινόταν μέσω Βούνων, Γιδών, Πολυτήρας και Πέι.
Μετά τον πόλεμο, περίπου 1947-48 αυ- τοκίνητο είχε ο Ιωάννης Κυράνας (Χαραλα- μάκης). Την ίδια εποχή είχε αυτοκίνητο και ο Χαράλαμπος (Μπάμπης) Κυράνας, που με- τέφερε κυρίως επιβάτες, μέχρι το 1954 και μετά είχε αγοραίο ταξί. Επίσης ο Αναστάσι- ος Κρητικός.
Σε κάθε φορτηγό υπήρχε συνήθως, εκτός
Το αυτοκίνητο του Χαράλα- μπου Κυράνα, που μετάφερε εμπορεύματα και επιβάτες.
από τον οδηγό, και ένας βοηθός. Έπρεπε να έχει δυο χρόνια υπηρεσία, ώστε να αρχίσει να κάνει μαθήματα οδήγησης. Ο ρόλος του βοηθού ήταν πολύ σημαντικός. Βλέπετε, όλα τα αυτοκίνητα τότε είχαν μανιβέλα, ακό- μα και όσα είχαν μίζα, γιατί οι μπαταρίες, εκείνη την εποχή, άδειαζαν γρήγορα. Ο βοηθός γυρνούσε τη μανιβέλα, ο οδηγός τραβούσε το τσοκ και πατούσε το γκάζι, ώστε να πάρει το αυτοκίνητο μπροστά. Ήθελε προ- σοχή το γύρισμα της μανιβέλας, γιατί αν τη γύριζες ανάποδα, μπορούσαν να σου σπάσουν τα χέρια, αφού ο κινητήρας έπαιρνε ανάποδες στροφές. Συνήθως, ο βοηθός “την έβγαζε”στην καρότσα του φορτηγού, ή στο «φτερό», πάντα σε ετοιμότητα. Στις ανηφόρες, όταν δυσκολευόταν το αυτοκίνητο, ο βοηθός πηδούσε έξω και έβαζε τάκους στους τροχούς, να μη κυλήσει πίσω το αυτοκίνητο. Το ίδιο και στις κατηφόρες, όταν ζεσταί- νονταν τα φρένα, πήδαγε από την καρότσα ο βοηθός και έβαζε τους τά- κους στους πίσω τροχούς. Στις ανηφόρες, μόλις το αυτοκίνητο κατάφερνε να ξεκινήσει ξανά, ο βοηθός τραβούσε τον τάκο κι έτρεχε να ανέβει στο «φτερό» ή να πηδήσει στην καρότσα.
Χαρακτηριστικά είναι και τα ονόματα που έδιναν οι κάτοικοι στα αυ- τοκίνητα, ανάλογα με το σχήμα τους το χρώμα τους το πόσο μπορούσαν να τρέξουν, αν μπορούσαν να ανέβουν εύκολα τις ανηφόρες κλπ. Μερι- κά χαρακτηριστικά ονόματα ήταν: Χατζηνταούτης, Καρνάβαλος, Αράπης, Γοργόνα, Κανάρης, Παπανικολής, Περσεφόνη κ.α.
Μεταγενέστερα φορτηγά αυτοκίνητα είχαν οι Γρηγόριος Κρητικός, Ιω- άννης Κρητικός (Γιαννάρας), Ιωάννης (Γιαννάκης) Κυράνας και ο Μιχάλης Γιαλός με τον Δημήτριο Ντούρμα (Μαντά). Αργότερα, αποσύρθηκε ο Μι- χάλης Γιαλός και το αυτοκίνητο έμεινε στον Δημήτρη Ντούρμα.
- 205 -
Ευτράπελα
Τα παλιά χρόνια, δεν υπήρχε επαρκής επικοινωνία μεταξύ των κοινωνι- ών. Δεν υπήρχαν εφημερίδες, τηλεόραση, αυτοκίνητα για την εύκολη και συνεπώς συχνότερη επαφή με άλλες περιοχές.
Μέσα στο χωριό, οι συζητήσεις περιστρέφονταν γύρω από τις δουλειές και τα κουτσομπολιά μεταξύ τους, με συνέπεια να είναι ανεπτυγμένο το αίσθημα της αλληλοβοήθειας και του ενδιαφέροντος, του ενός για τον άλλον.
Τα διάφορα περιστατικά, κωμικά ή δραματικά, απασχολούσαν το σύνο- λο των κατοίκων. Ειδικά τα κωμικά γινόντουσαν «ανέκδοτα» και κυκλο- φορούσαν από στόμα σε στόμα, αλλά και από γενιά σε γενιά.
Και μερικά από αυτά, υποδήλωναν την κατάσταση και τον τρόπο ζωής της εποχής, αλλά και πολλά ήταν διδακτικά, που σε προειδοποιούσαν για την αποφυγή ή την επανάληψή τους.
Πολλά λοιπόν από αυτά είχαν γίνει αφηγήματα, που τα συζητούσαν στο καφενείο και πολλά έχουν μείνει ως τις μέρες μας, που για να τα γράψεις όλα χρειάζεται ολόκληρο βιβλίο.
Καιρός λοιπόν, μερικά απ΄ αυτά, να τα μετατρέψουμε σε μικρά διηγή- ματα.
Ένα γόνα χιόνι.
Το καφενείο του Σίδερη στη Στενή, ήταν ένα μικρό καφενείο με πά- γκους αριστερά και απέναντι μπαίνοντας, χωρώντας οκτώ με εννιά τρα- πέζια και τις ανάλογες καρέκλες.
Οι λιγοστοί πελάτες στην πλειοψηφία τους γερόντοι, έπιναν τον καφέ τους και συζητούσαν.
Στη μέση του μαγαζιού, η ξυλόσομπα έκαιγε ασταμάτητα γιατί το κρύο ήταν τσουχτερό και έξω είχε αρχίσει να χιονίζει.
Ήδη το χιόνι είχε αρχίσει να σκεπάζει τα πάντα. Το είχε «στρώσει». Κάποια στιγμή ανοίγει η πόρτα, μπαίνει μέσα ο μπάρμπα Χρήστος και
μαζί του όρμησε ο παγωμένος αέρας, μαζί με νιφάδες από χιόνι.
Ο μπάρμπα Χρήστος, τίναξε από πάνω του τα χιόνια και χτύπησε επα- νειλημμένα τα παπούτσια του στο πάτωμα, για να πέσουν όσα χιόνια εί-
- 206 -
χαν κολλήσει επάνω.
Και ενώ κοίταζε δεξιά αριστερά για να αποφασίσει που θα καθίσει, πετάγετε ο μπάρμπα Θανάσης και του λέει.
- Πόσου χιόν’έχ όξου ρε Χρήστου;
- Ένα γόνα, απαντάει ο Χρήστος. ( Ένα γόνα ήταν το ύψος από την επιφάνεια της γης μέχρι το γόνατο ενός ανθρώπου μέ- σου αναστήματος).
Ο μπάρμπα Θανάσης όμως, είχε τα κέ- φια του και θέλοντας να μεταδώσει μια χαρούμενη ατμόσφαιρα στην ομήγυρη και να ευθυμήσουν, εξακολούθησε τις ερωτήσεις.
- Δεν μας είπες όμως, ποιανού γόνατο, του «Κουτουιά» ή του «Μπέτσα»;
- Ο Κουτουιάς (Δημήτριος Κορώνης),
Ο Χαράλαμπος Ντούρμας
(Μπέτσας),
με τη σύζυγό του Κατερίνα
ήταν σχετικά κοντός. Ενώ ο Μπέτσας (Χαράλαμπος Ντούρμας), ήταν πα- νύψηλος.
Άρα, δικαιολογημένη η απορία του Μπάρμπα Θανάση.
Ο Κώστας Γιαννούκος και ο Γιώργος Βλάχος.
Ο Κωνσταντίνος Γιαννούκος (Μπαμπαχούσος), είχε επιτύχει στη Νομι- κή Σχολή Αθηνών και μετά από δύο έτη σπουδών, τα παράτησε γιατί πα- ντρεύτηκε εξ έρωτος με την Παναγιού Λέων.
Λόγω όμως των γνώσεων που είχε αποκτήσει από τις σπουδές του, δι- ορίστηκε δικαστικός κλητήρας, αλλά παράλληλα ασχολείτο και με τα χω- ράφια.
Ήταν λιγομίλητος, αλλά θυμόσοφος και οι ατάκες που έλεγε ήταν πά- ντα επιτυχημένες. Είχε ιεραρχήσει τις προτεραιότητες του και δεν παρέ- κλινε ούτε «κατά κεραίαν» από το στόχο του.
Πηγαίνοντας μια μέρα στο χωράφι, συναντιέται με τον Γιώργο Βλάχο (Ζορμπαλή).
Ο Ζορμπαλής είχε καμίνι δίπλα στο δρόμο που πήγαινε για τα «Αλώνια» και όποιος πήγαινε για τα χωράφια, περνούσε υποχρεωτικά από εκεί.
- Καλημέρα κυρ Κώστα, λέει ο Βλάχος.
Ο Κυρ Κώστας δεν του απάντησε και προχώρησε.
- 207 -
Μετά από λίγες μέρες, ξανασυναντήθηκαν.
Ξανά τον καλημέρισε ο Ζορμπαλής, αλλά ο Κυρ Κώστας πάλι δεν του απάντησε.
Ο Βλάχος συμπέρανε, ότι κάτι έχει μαζί του και δεν του μιλάει.
Την επόμενη φορά που συναντήθηκαν και ενώ τον καλημέρισε ο Βλά- χος και ο Κυρ Κώστας δεν του μίλησε, τον πιάνει από το χέρι για να τον σταματήσει και του λέει.
- Κυρ Κώστα, έχεις τίποτα μαζί μου;
- Όχι ρε Βλάχο, τι να έχω;
- Τότε γιατί δεν μου μιλάς; Λέει ο Βλάχος.
- Άκου ρε Βλάχο.
Μου είπες καλημέρα.
Ε λοιπόν θα σου πω και εγώ καλημέρα.
Αλλά μήπως θα μείνουμε εκεί;
Μετά θα με ρωτήσεις που πάω.
Θα σου πω, στο χωράφι.
Θα μου πεις, τι θα κάνεις στο χωράφι;
Θα σου πω, ότι πάω για να σπείρω.
Θα μου πεις. Τι θα σπείρεις;
Θα σου πω, καλαμπόκι.
Θα μου πεις, γιατί καλαμπόκι και όχι ρεβίθια και θα αρχίσεις να μου λες γιατί θα ήταν καλύτερα τα ρεβίθια από το καλαμπόκι
Και μετά θα σου πω εγώ γιατί πρέπει να σπείρω καλαμπόκι και σταμα- τημό δεν θα έχουμε.
Κι αν συναντήσω κι άλλον πιο κάτω και μου πει κι αυτός καλημέρα, θα έχουμε κι άλλη κουβέντα και έτσι που θα πάει η δουλειά, θα βραδιάσει και δεν θα έχω φτάσει στο χωράφι.
Αν θέλεις κουβέντα, έλα το βράδυ στο καφενείο να μιλάμε με τι ώρες. Ποστόλας
Ο Αποστόλης Σιμιτζής (Ποστόλας), ήταν σοβαρός, έξυπνος, με άποψη και χιούμορ.
Δεν έχανε την ευκαιρία να σχολιάζει διάφορα τεκταινόμενα και να σκα- ρώνει μικρά ποιηματάκια.
Τρεις φίλοι μικροί στην ηλικία, που δεν είχαν πάει ακόμη φαντάροι, αποφάσισαν να κάνουν όπως οι μεγάλοι και μια Κυριακή, να πάνε να κα-
- 208 -
θίσουν στο καφενείο.
Ήταν ο Κώστας Λέων (Γουράκης), ο Γιάννης Κουτσούκος (Μουσκοφρής) και ο Τάσος Κρητικός. Να πούμε ότι ο Μουσκοφρής ήταν μοναχογιός, ενώ ο Κρητικός, ασχολείτο με τα βουκολιά, βοσκούσε βόδια έναντι αμοιβής, την εποχή που δεν τα χρειάζονταν οι ιδιοκτήτες τους, που δεν είχαν όρ- γωμα κ.λ.π.
Πήγαν λοιπόν στο Καφενείο του Γκέτσικα (Σπύρου) και παρήγγειλαν να πιούνε τρία πίπερμαν.
Τους είδε λοιπόν ο Ποστόλας και αμέσως σκάρωσε το ποιηματάκι του.
Του Γουράκη ο γιός.
Του Μουσκοφρή ο μοναχογιός
και του Κρητικού ο βοïδοβοσκός.
Πήγαν στου Γκέτσικα το μαγαζί
και ήπιαν πίπερμαν κι οι τρεις μαζί.
Τα αγοραστά μακαρόνια.
Έξω από μπακάλικο του Γιώργου Μαστρογιάννη (Φούτρα), προς τη βο- ρεινή πλευρά, υπήρχε ένα πεζούλι πέτρινο.
Τέτοια πεζούλια υπήρχαν πολλά στη Στενή, όπου μαζεύονταν οι γυναί- κες της γειτονιάς και συζητούσαν τα απογεύματα, μιας και οι άνδρες πή- γαιναν στο καφενείο.
Εκείνη τη μέρα ήταν εκεί, η γριά Γούλα (πεθερά του Φούτρα), η Τασά η τζουρίαινα, η Παρσού του Κωντή, η Κατερίνα του τσουτσαίου, οι Χορμό- βαινες, Παναγιού και Γιαννού, η Μάτω του Γιωργούλα, η Πάτρα του Μπαρ- μπούρα, η Βαγγελιώ του Καλιάφα, η γριά Σταμούλα, η Κατερίνα Γαλάνη (Μπιλιούρα) και άλλες.
Η Αργύρω του Κουτσούκου μόλις είχε γυρίσει από μια δουλειά, φαγη- τό δεν είχε και έστειλε το μικρό γιο της Σπύρο, να αγοράσει μακαρόνια από το Φούτρα.
Πήγε ο Σπύρος, αγόρασε τα μακαρόνια και επιστρέφοντας πέρασε μπροστά από τη γυναικοπαρέα.
Εννοείται πως ήταν αδιανόητο στη συντροφιά, να μην μάθει τι ψώνισε η Αργύρω.
Παίρνει λοιπόν την πρωτοβουλία η Τασά και ρωτά.
- Τι ψώνσις, Σπυράκ΄πουλάκιμ;
- 209 -
- Μακαρούνια. Απαντά ο Σπύρος, και απομακρύνεται.
Οπότε γυρνά η Τασά προς τις άλλες γυναίκες και λέει.
- Σαν πολύ μιγαλουπιάνιτι η Αργύρου κι θέλ΄ κι αγουραστά μακαρούνια. Οι άλλες κούνησαν τα κεφάλια τους καταφατικά.
Το περιστατικό είναι ενδεικτικό της νοοτροπίας της εποχής, αλλά και των οικονομικών δυσχερειών.
Κανείς δεν αγόραζε κάτι αν το είχε στο σπίτι του.
Και στην προκειμένη περίπτωση ήταν αδιανόητο να αγοράζεις μακαρό- νια, αφού στο σπίτι σου έχεις χυλοπίτες, τραχανάδες κλπ.
Όπως επίσης γιατί να αγοράσεις σαπούνι, όταν έχεις το δικό σου που έφτιαξες με τη μούργα του λαδιού. Ή να αγοράσεις τυρί αφού έχεις το γάλα της κατσίκας για να το πήξεις;
Σήμερα δεν βρίσκεται κανείς τους στη ζωή. Έχει αποβιώσει και ο Σπύ- ρος, ο οποίος σπούδασε, πέτυχε στη Νομική και άσκησε τη δικηγορία για πολλά χρόνια.
Το Τσάι
Πριν πολλά χρόνια, όταν ήμουν πιτσιρίκος, είχα πάει στη «Βρυσίτσα» για να βρω παρέα να παίξω. Εκεί συνήθως παίζαμε ποδόσφαιρο περιμέ- νοντας να έρθει το λεωφορείο, που έκανε στάση εκεί και ίσως να ερχό- ταν κάποιος με πολλές βαλίτσες, να τον βοηθήσουμε και να εξοικονομή- σουμε χαρτζιλίκι.
Όμως δεν ήταν κανένα άλλο παιδί και έτσι κάθισα στο μουράγιο που είναι προς το ποτάμι και παρατηρούσα τον Χρήστο Βλάχο (Γεννάδιο), ο οποίος με ένα φτυάρι, ταχτοποιούσε την άμμο που είχε ξεφορτώσει ένα φορτηγό.
Ύστερα από λίγη ώρα, ιδρωμένος και κουρασμένος κάθισε να πάρει μια ανάσα.
Κάποια στιγμή βγάζει από την τσέπη του μία δραχμή μου τι δίνει και μου λέει. Πήγαινε στο μαγαζί και πάρε μου ένα τσάι.
Παίρνω εγώ τη δραχμή και πάω στο μαγαζί που ήταν εκεί κοντά και το είχε ο Κώστας Παπαναστασίου. Ήταν καφενείο και μπακάλικο.
- Κυρ΄ Κώστα, μου είπε ο Μπάρμπα Χρήστος να μου δώσεις ένα τσάι. Ο Κυρ΄ Κώστας, πήρε ένα νεροπότηρο, το ακούμπησε πάνω στο τεζά-
- 210 -
κι του μαγαζιού, έσκυψε, σήκωσε μία νταμιτζάνα με κρασί και γέμισε το ποτήρι.
- Μα δε μου είπε κρασί κυρ΄ Κώστα, τσάι μου είπε.
Ο Κυρ΄ Κώστας χαμογέλασε και μου είπε.
- Τέτοιο τσάι πίνει ο Μπάρμπα Χρήστος.
Έκτοτε αφού μεγάλωσα λίγο και πήγαινα στο καφενείο, παρατηρούσα τους θαμώνες να παραγγέλουν τσάι και να τους φέρνει ο καφετζής κρασί σε νεροπότηρο.
Και να πως προήλθε αυτή η συνήθεια.
Τα παλιότερα χρόνια την παραμονή και ανήμερα των εκλογών, απα- γορευόταν να σερβίρουν τα καταστήματα κρασί και γενικά αλκοολούχα ποτά, για το φόβο επεισοδίων, που θα μπορούσαν να δημιουργηθούν από θερμόαιμους υποστηρικτές των διαφόρων παρατάξεων, που με την επή- ρεια του αλκοόλ ήταν πιο εύκολο να συμβούν.
Όμως το δαιμόνιο του Έλληνα βρήκε και εκεί τη λύση.
Παράγγελαν το κρασί να τους το φέρει σε κούπα, από εκείνες που σερ- βίριζαν το τσάι και ούτε γάτα, ούτε ζημιά.
Βέβαια αργότερα ο νόμος αυτός δεν ίσχυε, αλλά η συνήθεια παρέμει- νε. Μόνο επειδή δεν υπήρχε ο φόβος να τους δει ο χωροφύλακας, σερβι- ριζόταν σε ποτήρι αλλά η λέξη «τσάι» καθιερώθηκε είτε είχαμε εκλογές είτε δεν είχαμε.
Αυλακάδες
Πριν πολλά χρόνια, κυρίως την εποχή των δημοτικών εκλογών, αλλά και τα πρώτα χρόνια των κοινοτήτων, οι εκλογικές αναμετρήσεις ήταν αρκετά φανατισμένες και η δημιουργία επεισοδίων ήταν συχνή.
Η δύναμη των δημάρχων ήταν μεγάλη, γιατί ο δήμαρχος είχε πολλές και ουσιαστικές αρμοδιότητες και έτσι οι χαμένοι των εκλογών «την είχαν άσχημα» όταν διοικούσε ο αντίπαλος συνδυασμός.
Πολλοί λοιπόν προσπαθούσαν να τα έχουν καλά με τους εκάστοτε εκλεγμένους, για να έχουν «το κεφάλι τους ήσυχο».
Εκείνη την εποχή λοιπόν, υπήρχε ένα αυλάκι στην Άνω Στενή που ξεκι- νούσε από τη βρύση «Μεσοχώρι», περνούσε από την πλατεία του χωριού και κατέληγε στο ποτάμι, όπου και χύνονταν τα νερά της βρύσης. Κατά τη διάρκεια της καταμέτρησης των ψηφοδελτίων, οι ψηφοφόροι - οπα- δοί των δύο συνδυασμών περίμεναν στην πλατεία οι μεν από τη μία με- ριά του αυλακιού και οι άλλοι από την απέναντι μεριά, έτοιμοι να πανη-
- 211 -
γυρίσουν, ανάλογα με την έκβαση των αποτελεσμάτων, τα οποία (αποτε- λέσματα) ανακοινώνονταν σταδιακώς, γιατί όλο και κάποιος έβγαινε από την καταμέτρηση και ενημέρωνε τους αδημονούντες οπαδούς για την πο- ρεία της καταμέτρησης.
Καταλαβαίνετε λοιπόν ότι κάθε φορά που γινόταν ενημέρωση οι εκδη- λώσεις στα δύο στρατόπεδα ήταν ανάλογες.
Κάποιοι λοιπόν που ήθελαν να είναι με το νικητή, είχαν λάβει θέση κο- ντά στο αυλάκι και όταν βάσει των ανακοινώσεων έβλεπαν ότι προηγεί- ται ο αντίπαλος συνδυασμός, πηδούσαν από την άλλη μεριά του αυλακιού και πανηγύριζαν, για να δείξουν ότι είναι με το μέρος του συνδυασμού που εκλέχτηκε και συνεπώς να έχουν την ανάλογη μεταχείριση στα επό- μενα τέσσερα χρόνια.
Αυτούς λοιπόν τους ονόμαζαν... Αυλακάδες.
Σήμερα δεν συμβαίνει αυτό, γιατί τα ήθη είναι πιο ήρεμα, δεν γίνονται ταραχές, ούτε και ο δήμος έχει τόσο μεγάλες εξουσίες για να εμπνεύσει το φόβο. Όμως πολλοί είναι αυτοί που θέλουν να τα έχουν καλά με το νι- κητή.
Γι’αυτό οι σημερινοί «Αυλακάδες», δεν περιμένουν τα αποτελέσματα για να πανηγυρίσουν, όμως «μυρίζονται» από νωρίς ποιος μπορεί να είναι ο νικητής και πηγαίνουν μαζί του, είτε σαν υποψήφιοι, είτε σαν ψηφοφό- ροι. Ασχέτως με το ποια ήταν η στάση τους όλα τα προηγούμενα χρόνια.
- 212 -
ΓΙΟΡΤΕΣ
Απόκριες
Η λέξη αποκριά, δηλώνει την τελευταία ημέρα που επιτρέπεται η κρε- οφαγία, πριν αρχίσει η περίοδος νηστείας. Ειδικότερα η λέξη συνήθως στον πληθυντικό, αποκριές, σχετίζεται με την κρεοφαγία που προηγείται της νηστείας της Μεγάλης Σαρακοστής για το Πάσχα. Κατ΄ επέκταση ταυ- τίζεται με ολόκληρο το χρονικό διάστημα των τριών πρώτων εβδομάδων του Τριωδίου, που αρχίζει την Κυριακή του Τελώνου και Φαρισαίου.
Οι αποκριές αυτές λέγονται
από το λαό και μεγάλες αποκρι-
ές, ενώ μικρή αποκριά λέγεται
η αποκριά που προηγείται της
νηστείας των Χριστουγέννων,
στις 14 Νοεμβρίου, εορτή του
Αγίου Φιλίππου. Αποκριά είναι
ακόμη και η Κυριακή των Αγίων
Πάντων για τη νηστεία των Αγί- ων Αποστόλων, καθώς και η τε-
Αναπαράσταση γάμου
λευταία μέρα του Ιουλίου για τη νηστεία του Δεκαπενταύγουστου.
Την πρώτη εβδομάδα δεν τηρείται η νηστεία της Τετάρτης και Παρα- σκευής, γι’αυτό χρησιμοποιούσαν τη λαϊκή έκφραση «χαρτς μπουρτς», που προέρχεται από το «άρτσι μπούρτσι» που σημαίνει ακατάστατα, χω- ρίς τάξη, χωρίς κανέναν έλεγχο κι αυτό επειδή δεν τηρείτο η νηστεία του Τετραδοπαράσκευου.
Η δεύτερη εβδομάδα λέγεται Κρεατινή. Η Κυριακή της εβδομάδας αυ- τής έχει καθιερωθεί από την εκκλησία, ως η τελευταία μέρα κρεοφαγίας της όλης περιόδου του τριωδίου. Την εβδομάδα αυτή κανονικά τηρείται η νηστεία της Τετάρτης και Παρασκευής. Η τρίτη τέλος εβδομάδα λέγεται Τυρινή ή της Τυροφάγου, επειδή στη διάρκεια της, επιτρέπεται η βρώση μόνο γαλακτερών.
Οι Στενιώτες, τηρούσαν με ευλάβεια όλο τυπικό των νηστειών, ακόμα και τα παιδιά.
- 213 -
Από την Κυριακή της κρεατινής, μέχρι την Κυριακή της Τυρινής, ντύνο- νταν μασκαράδες, φορώντας διάφορα παλιόρουχα ή παραδοσιακές φο- ρεσιές, όποιος είχε. Βέβαια τότε δεν υπήρχαν οι στολές να αγοράσουν όπως σήμερα, ούτε τα πλαστικά ρόπαλα, αντίθετα είχαν στα χέρια τους μπαστούνια, στειλιάρια, το κοντάρι της σκούπας, ακόμα και τη «σαΐτα», που άνοιγαν το φύλλο.
Πήγαιναν στα σπίτια και χτυπούσαν τις πόρτες δυνατά, μέχρι να τους ανοίξουν και να τους κεράσουν, έπιαναν το χορό και τραγουδούσαν διά- φορα αποκριάτικα τραγούδια.
Το πιο συνηθισμένο αποκριάτικο τραγούδι στη Στενή ήταν:
«Στις ακρίβειας τον καιρό, γύρεψα να παντρευτώ.
Και μου δώσαν μια γυναίκα, πού τρωγε για πέντε-δέκα.
Βρε γυναίκα οικονομία, φέτο πόχουμ΄δυστυχία.
Άντρα μου θέλω φουστάνι, γύρω-γύρω με γαϊτάνι.
Βρε γυναίκα οικονομία, φέτο πόχουμ΄δυστυχία.
Άντρα μου θέλω παπούτσια, πόχουνε ψηλά τακούνια.
Μωρ΄ γυναίκα οικονομία φέτο πόχουμ δυστυχία.
Άντρα μου θέλω καπέλο, γύρω-γύρω με το βέλο.
Και σαν παίρνω ένα ξύλο και τη φέρνω ένα γύρω.
Να γυναίκα τα παπούτσια πόχουνε ψηλά τακούνια.
Να γυναίκα το καπέλο γύρω-γύρω με το βέλο
Να γυναίκα το φουστάνι, γύρω-γύρω με γαϊτάνι».
Εννοείται πως το τραγούδι μπορούσε να συνεχιστεί για πολύ ακόμη. Να σκαρφίζονται αιτήματα της γυναίκας και ο άντρας να συνιστά οικονομία, μέχρι βέβαια να ξεσπάσει.
Δεν λείπανε βέβαια και τα «άτσαλα» τραγούδια (τα αθυρόστομα με σε- ξιστικά υπονοούμενα.)
Την τελευταία Κυριακή της αποκριάς, το γλέντι και το μασκάρεμα έφτα- νε στο αποκορύφωμά του. Όλοι σχεδόν ντύνονταν μασκαράδες και γυρ- νούσαν στους δρόμους. Οι περισσότεροι ήταν μασκαρεμένοι και το από- γευμα μαζεύονταν στην πλατεία, όπου άρχιζε ο χορός, με τη συνοδεία ντόπιων οργανοπαιχτών, μέχρι που μπήκε στη ζωή μας το «γραμμόφω- νο».
Την Κυριακή της Τυρινής το μεσημέρι, «νόμος απαράβατος», τα φτια- χτά μακαρόνια.
Το βράδυ, μαζευόντουσαν τέσσερις-πέντε συγγενικές η και φιλικές
- 214 -
οικογένειες, να «αποκρέψουν». Πή- γαιναν στο σπίτι του ενός, φέρνο- ντας μαζί τους ο καθένας τα φαγητά του, τα οποία ήταν συνήθως πίτες τυροπιτάρια, τηγανοψώματα και ότι είχε σχέση με τυρί.
Για να είμαστε ειλικρινείς πρέπει να πούμε ότι μερικοί πιθανόν να «παρασπονδούσαν» και να υπήρχε και λίγο κρεατάκι στο φαΐ κάπου – κάπου.
Την Καθαρή Δευτέρα νήστευαν ακόμα και από λάδι.
Εκείνη την ημέρα έφτιαχναν και την αλμυροκουλούρα.
Τρεις κοπέλες, κουβάλαγαν τα υλικά, κατά προτίμηση από σπίτια πρωτοστέφανων (παντρεμένοι αυτή
Από αριστερά. Η Παναγιώτα Γιαννού-
κου, η Νίκη Μπαρμπούρη και η Αικα-
τερίνη Παπαϊωάννου
τη χρονιά). Η μία κουβάλαγε το αλεύρι, η άλλη το αμίλητο νερό και ή άλλη το αλάτι. Έφτιαχναν μία κουλούρα πολύ αρμυρή και έπαιρναν από ένα κομμάτι.
Στο όνειρό τους το βράδυ, αυτός που θα τους πρόσφερε νερό, αυτός θα γινόταν και άνδρας τους.
Η Καθαρή Δευτέρα, είναι και η αρχή της Μεγάλης Σαρακοστής. Σημα- ντική γιορτή για τους Στενιώτες είναι το πρώτο ψυχοσάββατο της Μεγά- λης Σαρακοστής, γιατί γιόρταζε ο Νεκροταφειακός Ναός της Άνω Στενής «Άγιοι Θεόδωροι».
Έφτιαχναν ρεβίθια, κουκιά, έφτιαχναν σιτάρι και το πήγαιναν στην εκ- κλησία. (Αυτά ήταν τα λεγόμενα «τράγαλα»).
Το σιτάρι των Αγίων Θεοδώρων, είχε μαντικές ιδιότητες.
Οι ανύπαντρες κοπέλες, βάζανε λίγο στάρι στο μαξιλάρι τους και έβλε- παν ποιον θα παντρευτούν
Η εκκλησία «Άγιοι Θεόδωροι», είναι κτισμένη, κάτω από το μεγάλο βράχο. Όταν κάποτε αποκολλήθηκε ένα μεγάλο κομμάτι του βράχου, η εκκλησία κινδύνευσε να καταστραφεί. Κατά τη λαϊκή παράδοση όμως, μπήκε μπροστά ο Αι-Θόδωρος και με το σπαθί του τον έκοψε στα δυο και τον σταμάτησε. Τα δύο κομμάτια του βράχου (το ένα μικρότερο) βρίσκο- νται ακόμα εκεί.
- 215 -
Το Μοιρολόι της Παναγίας
Πάνε πολλά χρόνια, που κάθε Μεγάλη Παρασκευή, όλα τα παιδιά εκ- στρατεύαμε στις κοντινές πλαγιές, αλλά και μακρύτερα ακόμα, για να μα- ζέψουμε λουλούδια για τον Επιτάφιο.
Αγόρια και κορίτσια, χωρισμένα σε παρέες, προσπαθούσαμε να βρού- με όσο γίνεται περισσότερα και σπανιότερα λουλούδια, για να στολίσουν μ’αυτά οι γυναίκες τον Επιτάφιο.
Έπρεπε να πάμε νωρίς, για να προλάβουμε να γυρίσουμε στην ώρα μας. Τα λουλούδια που μαζεύαμε, ήταν στην πλειονότητα τους αγριολού-
λουδα. Παπαρούνες, μαργαρίτες, μουτζούρες, κεφαλάδες, δεντρολίβα- νο, σκυλάκια, ανεμώνες διαφόρων χρωμάτων και άλλα. Αν η εποχή ήταν τέτοια, που να είχαν «σκάσει» οι τριανταφυλλιές, μαζεύαμε και τριαντά- φυλλα.
Όταν γυρίζαμε, φορτωμένοι, αγκαλιές λουλούδια, άρχιζαν τα σχόλια και οι αντεγκλήσεις, για το ποιος έφερε τα περισσότερα, τα καλύτερα και τα σπανιότερα.
Τα κορίτσια, που από εκείνη την εποχή ακόμα, ωρίμαζαν πολύ νωρίτε- ρα από εμάς τα αγόρια, απαλλαγμένα από τέτοιου είδους συμπλέγματα, κάθονταν και βοηθούσαν τις γυναίκες στο στόλισμα του Επιτάφιου.
Εμείς, στην αυλή της εκκλησίας, αρχίζαμε το παιχνίδι. Παίζαμε αμπάρι- ζα (αμπάρτζα) ή το τόπι. Ήταν μεγάλη τύχη να είχε κανείς δικό του τόπι, γιατί ήταν ο γενικός κουμανταδόρος του παιχνιδιού. Μπορούσε να μοι- ράσει τις ομάδες όπως ήθελε, μπορούσε να αποβάλλει όποιον αυτός θε- ωρούσε αίτιο μιας οποιασδήποτε παρατυπίας στο παιχνίδι και μπορούσε μόνο αυτός, να κρίνει πια ενέργεια ήταν φάουλ, πιο γκολ ήταν κανονικό και πιο όχι. Όλα αυτά βέβαια με την απειλή ότι θα πάρει το τόπι του και θα φύγει. Άλλες φορές παίζαμε τις καβάλες (πρωτελιά) ή μακριά γαϊδού- ρα, όπως τη λένε σήμερα, όπου ο ένας έσκυβε και οι άλλοι πηδούσαμε από πάνω του εναλλάξ, ανάλογα με τους κανόνες του παιχνιδιού. Ήταν μόνο στο παιχνίδι αυτό, που επιτρεπόταν να περάσει κάποιος από πάνω μας. Σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση απαγορευόταν, γιατί αν ήμασταν καθιστοί ή ξαπλωμένοι και κάποιος περνούσε από πάνω μας, τότε «δεν θα μεγαλώναμε». Γι’αυτό, όποιος κατά λάθος περνούσε από πάνω μας,
- 216 -
έπρεπε να ξαναπεράσει με την αντίθετη φορά για να «λυθούν τα μάγια». Ήταν όμορφα. Το ξεφάντωμα, ακουγόταν σε όλο το χωριό. Οι φωνές
μας ανακατεμένες με το κελάηδισμα των χελιδονιών που παρεπιδημού- σαν κατά χιλιάδες τότε στο χωριό, διάχεε μια ακουστική πανδαισία, αλλά και ενόχληση κάποιες φορές στις γυναίκες που στόλιζαν τον επιτάφιο, οι οποίες έβγαιναν συχνά για να μας επαναφέρουν στην τάξη και στην ηρε- μία.
Κάποιες φορές, κάποια γυναίκα έβγαινε και έλεγε. «Πιδιά, δε θα μας φτάσ’νι τα λουλούδια, ποιος θα πάει να μαζέψ’καμπόσα;» και τότε ως δια μαγείας, το προαύλιο της εκκλησίας άδειαζε, όλοι τρέχαμε να εκτε- λέσουμε την εντολή και σε ελάχιστη ώρα ήμασταν πίσω, να φέρουμε τα λουλούδια και να συνεχίσουμε το παιχνίδι, το ξεφωνητό, τους τσακωμούς μας, τα πειράγματά μας
Κατακόκκινοι από τον ήλιο, ιδρωμένοι από το τρέξιμο, αλλά χαρούμε- νοι και με διάθεση να τρέχουμε και να παίζουμε για ώρες ολόκληρες ακό- μα. Άλλωστε δεν ήταν μια τυχαία μέρα. Όλη αυτή η κινητοποίηση των με- γάλων, οι γυναίκες μέσα στην εκκλησία, που έφτιαχναν τον επιτάφιο, μας ενίσχυε την αίσθηση ότι αυτή η μέρα ήταν διαφορετική και αυτό ενστι- κτωδώς μας έκανε να χαιρόμαστε ακόμα περισσότερο.
Κάποια στιγμή μέσα από την εκκλησία, έφτανε στ’αυτιά μας ένα τρα- γούδι αλλιώτικο, βγαλμένο από πολλά χείλη. Ένα τραγούδι που δεν έμοια- ζε με τα άλλα. Είχε ένα ρυθμό λυπητερό, στενάχωρο και οι γυναικείες και κοριτσίστικες φωνές, είχαν μια σοβαρότητα, μια σεμνότητα, μια αξιοπρέ- πεια. Δεν ήταν τραγούδι για χορό, για γλέντι, για χαρά.
Σήμερα μαύρος ουρανός, σήμερα μαύρη μέρα.
Σήμερα όλοι θλίβονται και τα βουνά λυπούνται.
Ξαφνικά το παιχνίδι σταματάει. Σαν τα πρόβατα που άκουσαν το σφύ- ριγμα του τσοπάνη, μπαίνουμε σιγά σιγά στην εκκλησία. Εκεί που πριν από λίγο μπαίναμε και βγαίναμε φωνάζοντας και γελώντας, τώρα μπαί- νουμε και κάνουμε το σταυρό μας. Ξαφνικά αισθανόμαστε την ιερότητα του χώρου. Οι γυναίκες καθισμένες γύρω από τον επιτάφιο, που έχουν τελειώσει το στόλισμά του, συνεχίζουν το μοιρολόι.
Σήμερα έβαλαν βουλή, οι άνομοι Εβραίοι.
Οι άνομοι και τα σκυλιά κι οι τρισκαταραμένοι.
- 217 -
Καθόμαστε και ακούμε το μοιρολόι, ακούμε στίχο προς στίχο τα πάθη του Χριστού, η ευαίσθητη παιδική καρδούλα μας συγκινείται.
Αισθανόμαστε το Χριστό σαν να είναι ο μεγάλος αδελφός μας, σαν να είναι ο πατέρας μας ή ακόμα σαν να ήμασταν εμείς οι ίδιοι και με την ιδέα του πόνου που θα ένιωθε η μανούλα μας από τα πάθη μας, δυο μαργαρι- ταρένια δάκρυα πάνε να κάνουν την εμφάνιση τους στα αγνά, αθώα μα- τάκια μας.
Για να θυμηθούν οι παλιοί και να μάθουν οι νεότεροι, δημοσιεύουμε το Μοιρολόι της Παναγίας, έτσι όπως το έλεγαν οι Στενιώτισσες.
«Το μοιρολόι της Παναγίας»
Σήμερα μαύρος ουρανός, σήμερα μαύρη μέρα,
σήμερα όλοι θλίβονται και τα βουνά λυπούνται,
σήμερα έβαλαν βουλή, οι άνομοι Εβραίοι
οι άνομοι και τα σκυλιά κι οι τρισκαταραμένοι.
Ο Κύριος ηθέλησε να μπει σε περιβόλι
να λάβει δείπνο μυστικό, για να τον λάβουν όλοι.
Κι η Παναγιά η Δέσποινα, καθόταν μοναχή της
τας προσευχάς της έκανε, για το μονογενή της.
Φωνή εξήλθ’εξ ουρανού κι απ’αρχαγγέλου στόμα.
Σώνουν Κυρά μου οι προσευχές, σώνουν και οι μετάνοιες
και τον υιό σου πιάσανε και στον χαλκιά τον πάνε
και στου Πιλάτου τας αυλάς, εκεί τον τυραννάνε.
Η Παναγιά σαν τ’άκουσε, έπεσε και λιγώθη.
Σταμνί νερό της ρίξανε, τρία κανάτια μόσχο
και τρία νεροδόσταμα, για να της έρθει ο νους της.
Και σαν της ήρθ’ο λογισμός και σαν της ήρθε ο νους της,
ζητάει μαχαίρι να σφαγεί, γκρεμό να πάει να πέσει,
ζητάει τ’αργυροψάλιδο, να κόψει τα μαλλιά της.
Η Μάρθα κι η Μαγδαληνή και του Λαζάρου η μάνα
και του Ιακώβου η αδελφή κι οι τέσσερις αντάμα,
- 218 -
πήραν το δρόμο, το στρατί, στρατί το μονοπάτι.
Το μονοπάτι τ’ςέβγαλε μες στου ληστού την πόρτα κι η πόρτα από το φόβο της, ανοίγει μοναχή της,
τηράει ζερβά, τηράει δεξιά, κανέναν δεν γνωρίζει, τηράει και δεξιότερα, βλέπει τον Άι-Γιάννη.
Αφέντη Αγιάννη Πρόδρομε και βαπτιστά του γιου μου, μην’είδες τον υιόκα μου και το διδάσκαλο σου;
Δεν έχω στόμα να σου πω, γλώσσα να σου μιλήσω, δεν έχω χειροπάλαμο, για να σου τον (ε) δείξω.
Βλέπεις εκείνον τον γυμνό, τον παραπονεμένο,
όπου φορεί πουκάμισο στο αίμα βουτηγμένο,
όπου φορεί στην κεφαλή ακάνθινο στεφάνι;
Εκείνος είν’οΓιόκας σου και με διδάσκαλος μου.
Η Παναγιά πλησίασε, γλυκά τον ερωτάει.
Δε μου μιλάς παιδάκι μου, δε μου μιλάς παιδί μου; Τι να σου πω, μανούλα μου, που διάφορο δεν έχεις. Σύρε μάνα μ’στο σπίτι σου, κάμε την προσευχή σου βάλε τραπέζι θλιβερό κι αφράτο παξιμάδι
και δώσε την παρηγοριά, να την (ε) λάβουν όλοι.
Μόνο το Μέγα Σάββατο, κοντά το μεσονύχτι
που θα λαλήσ’ο πετεινός, σημαίνουν οι καμπάνες. Σημαίν’ο θεός, σημαίν’η γη, σημαίνουν τα επουράνια, σημαίνει κι η Αγιά-Σοφιά με τις χρυσές καμπάνες. Όποιος τ’ακούει σώζεται κι όποιος το λέει αγιάζει. Κι όποιος το καλοφουγκραστεί παράδεισο θα λάβει. Παράδεισο και λίβανο από τον Άγιο Τάφο.
- 219 -
Ανάσταση
Η Λαμπρή είναι η μεγαλύτερη γιορτή για τον έλληνα, που πραγματικά χαίρεται, επειδή αναστήθηκε ο Χριστός. Η εκκλησία, με την υμνογραφία και τις τελετές της, πρώτη έδωσε το σύνθημα για τον ενθουσιασμό και τη χαρά που κυριεύει τα πλήθη, μπροστά στο γεγονός της αναστάσεως του Χριστού.
«Αύτη η κλητή και αγία ημέρα».
«Εορτών εορτή και πανήγυρις πανηγύρεων».
«Λαμπρυνθώμεν τη πανηγύρει και αλλήλους περιπτυξώμεθα». «Τέρπου, χόρευε και αγάλλου, Ιερουσαλήμ».
Η διάθεση και η παράδοση για μία μεγάλη ανοιξιάτικη γιορτή, υπήρχε πάντοτε στην Ελλάδα, αλλά η Ανάσταση του Χριστού, ήταν ότι συμβολικό- τερο μπορούσε να συνοδεύσει τη χαρά των ανθρώπων.
Η ψυχική και πνευματική χαρά, από το γεγονός της Αναστάσεως, συνα- ντήθηκε με τη φυσική αγαλλίαση της εποχής και δημιούργησαν το Ελλη- νικό Πάσχα.
Ένας ακόμη λόγος έκανε την Ανάσταση την πανηγυρικότερη γιορτή του Ελληνισμού. Στα 400 χρόνια της δουλείας του Έθνους, η Ανάσταση του Χριστού, έδινε κάθε χρόνο την ελπίδα για απελευθέρωση και συμβόλιζε την απολύτρωση της φυλής από τον τουρκικό ζυγό. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο όταν ήλθε η ελευθερία, οι επαναστατημένοι Έλληνες γιόρ- τασαν το Πάσχα σαν να ήταν οι ίδιοι, «οι απ΄ αιώνος δέσμιοι», που ο Χρι- στός έβγαλε από τον Άδη.
-Οι προετοιμασίες και οι άλλες εκδηλώσεις για το Πάσχα στη Στενή, αρ- χίζουν απ΄ το Σάββατο του Λαζάρου. Από την προηγούμενη μέρα τα κο- ρίτσια του σχολείου, έχουν ετοιμάσει το καλαθάκι τους με λουλούδια για να πουν το Λάζαρο
«Δύο μέρες τον φυλούσαν
κι άλλη μια τον προσκυνούσαν,
την ημέρα την Τετάρτη,
κίνησε ο Χριστός για να ΄ρθει
και εβγήκε η Μαρία,
έξω από τη Βηθανία.
- 220 -
Αν εδώ ήσουν Χριστέ μου,
δε θα πέθαιν ο αδελφός μου.
Άντε πίστευε Μαρία
κι έλα πάμε στα μνημεία.
Εκεί ο Χριστός δακρύζει
και τον Άδη φοβερίζει.
Σήκω πάνω Λάζαρέ μου,
φίλε και αγαπητέ μου.
Τότε ο Λάζαρος σηκώθει,
αναντρώθει, ΄πολυτρώθει.
Λάζαρος λαζαρωμένος
και με το κερί ζωσμένος.
Πες μας Λάζαρε τι είδες,
εις τον Άδη όπου πήγες;
Είδα φόβους, είδα τρόμους
είδα βάσανα και πόνους.
Δώστε μου λίγο νεράκι,
να ξεπλύνω το φαρμάκι,
της καρδιάς και των χειλέων
και μη με ρωτάτε πλέον.
Οι νοικοκυρές δωρίζουν στα κορίτσια, αυγά ή χρήματα.
Η Κυριακή των Βαΐων γιορτάζεται με μεγαλοπρέπεια. Τα βάγια τα φέρ- νουν από πολύ μακριά, το ποιο γνωστό σημείο ήταν η τοποθεσία Μαρά- τζαινες (απού τς Μαράτζινις), στης Δέλφης το κανάλι.
Τ΄ αγιασμένο κλωνάρι που παίρνουν από την εκκλησία, το βάζουν στο εικονοστάσι (στα ΄κονίσματα) και μένει εκεί όλο το χρόνο.
Τη Μεγάλη Εβδομάδα, όλες οι δουλειές γίνονται μέχρι να χτυπήσει η καμπάνα, γιατί μετά έπρεπε να πάνε στη εκκλησία.
Τη Μεγάλη Πέμπτη, αρχίζει η προετοιμασία της Λαμπρής.
Εκτός από το άσπρισμα και την άλλη περιποίηση του σπιτιού που κά- νουν οι γυναίκες, ζυμώνουν τα κουλουράκια και της κουλούρες με το αυγό στη μέση (Λαμπροκουλούρες) και βάφουν τα απαραίτητα αυγά. Για τα κόκκινα αυγά πιστεύουν, ότι δεν χαλάνε γιατί είναι λαμπριάτικα.
Δε βάφουν αυγά όσοι έχουν πένθος.
Απ΄ το βράδυ της Μεγάλης Πέμπτης, αρχίζει η γενική συμμετοχή στον εκκλησιασμό, που διαβάζονται τα 12 ευαγγέλια.
Τη Μεγάλη Παρασκευή νηστεύουν όλοι και συνήθιζαν να τρώνε ψωμί
- 221 -
με ξύδι, σε ανάμνηση του μαρτυρίου του Κυρίου.
Απ΄ το μεσημέρι, αρχίζουν να καταφθάνουν στην εκκλησία οι κοπέλες και τα αγόρια, με λουλούδια από τις γύρω πλαγιές κι απ΄ τους κήπους, για να στολίσουν οι γυναίκες τον επιτάφιο.
Το πιο περιζήτητο λουλούδι ήταν οι Μουτζούρες, που έβγαιναν κατά το Δυσκό (στου Ρόκη το Ρέμα).
Το απόγευμα, που είχε τελειώσει ο στολισμός του Επιτάφιου, οι γυναί- κες και τα παιδιά, πήγαιναν για να προσκυνήσουν τον Επιτάφιο και να πε- ράσουν κάτω απ΄ αυτόν, ενώ έψαλαν και το Μοιρολόι της Παναγίας.
Το βράδυ στην περιφορά η χαρά των παιδιών ήταν τα «κλεφτοφαναρά- κια» όπως τα έλεγαν, που τα έφτιαχναν μόνα τους.
Στην περιφορά του Επιταφίου στους δρόμους του χωριού, κάποιος που είχε μείνει στο σπίτι ή έτρεξε πριν περάσει από κει η πομπή, υποδέχεται τον Επιτάφιο, βγάζοντας αναμμένα κεριά και λιβάνι στα μπαλκόνια ή στα παράθυρα ή στην πόρτα του σπιτιού.
Αξίζει να σημειώσουμε, πως όταν βγαίνουν οι εκκλησιαζόμενοι από την εκκλησία, περνούσαν κάτω από τον Επιτάφιο, ο οποίος έβγαινε πρώτος και τον κρατούσαν τέσσερις άνδρες ελεύθεροι (ανύπαντροι) και που η πράξη τους αυτή, θα τους βοηθούσε να παντρευτούν εκείνη τη χρονιά (έθιμο που ισχύει και σήμερα).
Στην επιστροφή δε από την περιφορά του Επιταφίου στους δρόμους του χωριού, πάλι περνούσαν κάτω από τον Επιτάφιο για να μπουν στην εκ- κλησία και να συνεχιστεί η ακολουθία.
Το Μεγάλο Σάββατο τελειώνουν οι προετοιμασίες και προμηθεύονται το απαραίτητο αρνί, όσοι δεν το προμηθεύτηκαν νωρίτερα ή δεν έθρε- ψαν δικό τους.
Στέλνονται οι κουλούρες στα βαφτιστήρια. Οι τσοπάνηδες στέλνουν γάλα, φρέσκο τυρί και γιαούρτι στους συγγενείς και φίλους γεωργούς, που κι αυτοί με τη σειρά τους, τους στέλνουν κρασί, λάδι ή οτιδήποτε άλλο από την παραγωγή τους. Το αρνί το σφάζουν το Μεγάλο Σάββατο, αλλά οι τσοπαναίοι συνηθίζουν να το σφάζουν ανήμερα το Πάσχα, πολύ πρωί.
Τα μεσάνυχτα πήγαιναν όλοι στην Ανάσταση και συνήθως η Ανάσταση γινόταν δυο τρεις ώρες αργότερα, ώστε όταν σχολνούσε η εκκλησία να κοντεύει να «χαράξει».
Στο «Δεύτε λάβετε φως», ο χώρος της εκκλησίας μετατρεπόταν σε ένα μικρό πεδίο μάχης και το όνομα αυτού που πήρε πρώτος το φως, έκανε το γύρο του χωριού, ήταν ο πρωταγωνιστής της βραδιάς. Έπρεπε κανείς να
- 222 -
Από αριστερά. Η Ελένη Παπακωνσταντίνου, η Αικατερίνη Μπεληγιάννη, η Ουρανία Παπαγεωργίου - Μπεληγιάννη, ο γιατρός Νικόλαος Παπαγεωργίου (Ξινιάρης), ο Κωνσταντίνος Θωμάς (Κωτσάκης), που είχε χρηματίσει και πρόεδρος της κοινό- τητας Στενής, η κόρη του Μαρία Θωμά, ο γιατρός Κηρύκος Παπακωνσταντίνου, η Σταμάτω Παπακωνσταντίνου. Οι δύο κυρίες στη συνέχεις πρέπει να ήταν η σύζυ- γος του Αστυνόμου η μία και η άλλη ίσως η κόρη του η κάποια άλλη γνωστή του. Στη συνέχεια διακρίνεται ο Αστυνόμος και στο τέλος ο γιατρός Δημήτριος Παπα- κωνσταντίνου.
Μετά το ψήσιμο, φαγοπότι και κρασί.
- 223 -
Στην αυλή, μεταξύ των σπιτιών Τάσου Σπυριδά-
κη και Γιώργου Κατσανά.
Αριστερά, διακρίνεται ο Νίκος Γιαμάς και δί- πλα ο Σπύρος Θωμάς. Στο κέντρο, με το άσπρο πουκάμισο, ο Γιάννης Τσίμπος και μπροστά, κα-
θιστός ο Χρήστος Σπυριδάκης (Χρηστάκης).
καταφύγει σε πονηρά μέσα, για να πάρει το Άγιο Φως. Να έχει μεγάλη λαμπάδα ή να βάζει κοντά στο φυτίλι σπίρτα ή άλλες εύφλεκτες ουσίες, για να «εκβιάσει» τη λήψη του φωτός.
Με το «Χριστός Ανέστη» του παπά, έξω από την εκ- κλησία, οι κρότοι απ΄ τους πυροβολισμούς και τα βα- ρελότα «χαλούσαν τον κό- σμο».
Με τη λέξη βαρελότα, εννοούμε όλους τους αυ- τοσχέδιους μηχανισμούς, όπως εκρηκτικές ύλες σφι- χτοδεμένες μαζί με χαλίκια, μέσα σε χαρτιά που έσκαζαν χτυπώντας τα στον τοίχο.
Άλλες μορφές βαρελότου ήταν τα «θηλυκά» κλειδιά που τα γέμιζαν με τρίμματα
από κεφαλές σπίρτων ή θειάφι και χρησιμοποιώντας ένα κατάλληλο σί- δερο για επικρουστήρα, δεμένο με σχοινί ή σύρμα από το κλειδί, τα χτυ- πούσαν στον τοίχο κι έκαναν παταγώδη κρότο.
Στο σπίτι μετά την Ανάσταση, έτρωγαν μαγειρίτσα, γαρδούμπες, αυγά, τυρί και γιαούρτι , αφού προηγουμένως σχημάτιζαν με την κάπνα του κε- ριού με το Άγιο Φως στο ανώφλι της πόρτας, το σημείο του σταυρού και άναβαν το καντήλι, αλλά και τις λάμπες (γιατί τότε δεν υπήρχε ηλεκτρικό) με το Άγιο Φως.
Ανήμερα το Πάσχα, αφού έχουν συνεννοηθεί 3-4 ή και περισσότερες οικογένειες, πάνε τα αρνιά στην αυλή του ενός, βάζουν τις σούφλες πάνω στις «φούρκες» και τις γυρίζουν, ενώ η «θράκα» που έχει ετοιμαστεί από κληματόβεργες και ξύλα ελιάς επιτελεί το δικό της έργο, ροδοκοκκινίζο- ντας αργά-αργά τον οβελία, γεμίζοντας τον αέρα με την μυρωδιά του ψη- τού που γαργαλάει τα ρουθούνια, αναστατώνει το στομάχι και προκαλεί επιπλέον «εκκρίσεις σιέλου».
- 224 -
Οι γυναίκες πηγαινοέρχονται, φτιάχνοντας και σερβίροντας συκωτάκια τηγανητά, αυγά, τυριά και η «χιλιάρα» «πλήρης οίνου» σαν άλλη κλώσα που καλεί τους νεοσσούς της κάτω από τα φτερά της, φαίνεται να καλεί τους «ομοτράπεζους» σε ευωχία, κάτω από τους ατμούς της, έτοιμη να «ενδώσει» στην ελάχιστη επαφή του χεριού και να προσφέρει τα χείλη της «αβίαστα» σ΄ όλους τους συνδαιτυμόνες, βοηθώντας έτσι στην αισθη- σιακή τέρψη και ευδαιμονική ζάλη του μυαλού και της ψυχής.
Το απόγευμα πάνε όλοι με τις άσπρες λαμπάδες στην «Αγάπη».
Εκεί ο κατηχητικός λόγος του Ιωάννη του Χρυσοστόμου, κατευνάζει τα πάθη, μαλακώνει την ψυχή, γλυκαίνει τις καρδιές και φέρνει δάκρυα στα μάτια η αίσθηση, για το πόσο καλός θα μπορούσε να είναι αυτός ο κό- σμος.
«Πλούσιοι και πένητες, μετ΄ αλλήλων χορεύσατε.
Εγκρατείς και ράθυμοι, την ημέραν τιμήσατε.
Νηστεύσαντες και μη νηστεύσαντες, ευράνθητε σήμερον.
Η τράπεζα γέμει, τρυφήσατε πάντες.
Ο μόσχος πολύς, μηδής εξέλθει πεινών.»
Μετά την Αγάπη γινόταν χορός στην πλατεία στην Άνω Στενή και στην Κάτω Στενή ο χορός γινόταν στο προαύλιο της Αγίας Τριάδας.
Πρωτος από αριστερά, ο Ιωάννης Σουλτάνης (Σκουρογιαννάκης) και δίπλα
ο Δημήτριος Τσουτσαίος (Καραφωτιάς). Μπροστά του καθιστή η Κατερίνα Τσουτσαίου (Σκαρπίνι) και ο σύζυγός της Κωνσταντίνος Πέτρου (Χωροφύλακας).
Τελευταίος δεξιά δίπλα στο δένδρο ο Σπύρος Σπύρου (Γκέτσικας)
- 225 -
Το πανηγύρι της Ζωοδόχου Πηγής,
στον Πύργο, στην Αναστασά.
Ένα από τα πλέον δημοφιλή πανηγύρια, που το περίμεναν όχι μόνο οι Στενιώτες, αλλά και οι κάτοικοι όλων των χωριών της παραδίρφυας περι- οχής, είναι το πανηγύρι της Αναστασάς, που γίνεται στην τοποθεσία Πύρ- γος (Σκουντέρι), στο εξωκλήσι της Ζωοδόχου Πηγής.
Στην περιοχή αυτή, σύμφωνα με την παράδοση αλλά και ιστορικές έρευνες, υπήρχε το Παλιοχώρι. Το ονόμαζαν έτσι οι Στενιώτες γιατί από εκεί είχαν έρθει οι πρώτοι κάτοικοι για να εγκατασταθούν στο σημερινό χωριό
Το πανηγύρι το ονόμαζαν (και το ονομάζουν ακόμα) Αναστασά, γιατί το θεωρούσαν σαν συνέχεια της Ανάστασης και μάλιστα τόσο, πού είχε κα- θιερωθεί η ονομασία αυτή στη συνείδηση των παλαιοτέρων, ώστε πολλοί που τους έλεγαν Αναστάση ή Αναστασία, νόμιζαν ότι γιορτάζουν αυτή τη μέρα.
Πώς να ξεχάσεις τη δεκαετία του 50-60, όταν είσαι 7 έως10 ετών και συμμετέχεις σε τέτοιες εκδηλώσεις; Έρχονται στη μνήμη σου στιγμές που σε βασανίζουν. Σε κάνουν να χαμογελάς και συγχρόνως να μελαγχολείς.
Οι προετοιμασίες ήταν πυρετώδεις. Να λουστούμε, να διαλέξει η μάνα μας καθαρά ρούχα για να φορέσουμε, να ετοιμάσει φαγητά. Πολλοί είχαν και κόκκινα αυγά από το Πάσχα και κάποιοι και ψητό ακόμη.
Το πρωί στόλιζαν τα ζώα και τους έβαζαν στο σαμάρι κουβέρτες ή σε- ντόνια και αφού τα φόρτωναν με τα φαγητά και ότι άλλο ήταν απαραίτη- το, τα καβαλούσαν και ξεκίναγαν για τον Πύργο.
Το πλήθος των προσκυνητών, ήταν αδύνατο να χωρέσει στο χώρο του μικρού ναΐσκου και γι’αυτό έβλεπε κανείς, αμέτρητους πανηγυριστάδες, σκορπισμένους ανάμεσα στα ρεπιθέμελα του παλιού Πύργου και των τρι- ών εκκλησιών, που είναι τυλιγμένες με παλιό τοιχογύρι κι έλεγες πως εί- χαν σηκωθεί σύγκορμοι απ’τους τάφους τους, οι κάτοικοι του «Παλιοχω- ριού» κι εσυγχίζονταν κι επαρδάλωναν οι φορεσιές τους, πάνω στον κα- ταπράσινο ανοιξιάτικο τάπητα του περίβολου, που άπλωνε σαν αντρομύ- δα, που με τις ελιές, τα σχίνα, τα πουρνάρια και κάθε είδους θάμνο, δημι- ουργούσαν ένα θεσπέσιο κουφωτό κέντημα του αργαλειού, ενώ οι ψαλ- μοί απ’τη ζωοδόχο, έφταναν στ’αυτιά μας σαν ένα μελωδικό, θείο θρό- ισμα.
Και το πλήθος αυτό, αποτελούταν από εκατοντάδες άνδρες, γυναίκες
- 226 -
και παιδιά, από όλα τα χωριά της περιοχής. Τη Στενή, τους Βούνους, τα Καμπιά, τις Γίδες (Αμφιθέα), τη Λούτσα, τον Πούρνο, το Θεολόγο, το Μί- στρο, το Μαυρόπουλο, τους Καθενούς, τον Πισσώνα, τον Πάλιουρα, τον Άγιο Αθανάσιο, αλλά και από άλλα χωριά μακρύτερα από την περιοχή.
Ο καθένας με τη δική του ιδιαίτερη φορεσιά, τη δική του νοοτροπία, τη δική του προφορά και ιδιόλεκτο. Τόσο πολύ, που χωρίς να γνωρίζεις κά- ποιον, έβγαζες το συμπέρασμα και έλεγες, ότι αυτός είναι Στενιώτης ή Βουναΐτης ή Μαυροπουλαίος, η Καθενιώτης κλπ.
Και σπάνια έπεφτες έξω.
Οι παρέες είχαν συμφωνηθεί από τις προηγούμενες μέρες και ήταν μια ευκαιρία να συναντηθούν συγγενείς, που ζούσαν στα άλλα χωριά, στα οποία είχαν βρεθεί λόγω παντρειάς ή για άλλους λόγους.
Μετά την εκκλησία άπλωναν σεντόνια στο γρασίδι, καθόντουσαν έστρωναν τα φαγητά και άρχιζε το φαγοπότι, το τραγούδι και ο χορός.
Κάποιος επίτροπος γυρνούσε και έβαζε σε λοταρία το «μανάρι της εκ- κλησίας», που πάντα κάποιος κτηνοτρόφος είχε προσφέρει για ενίσχυση.
Επίσης το πανηγύρι αυτό, ήταν και ένας τόπος να «ειδωθούν» δυο νέοι από διαφορετικά χωριά, για τους οποίους κάποιοι συγγενείς ή φίλοι είχαν ενδιαφερθεί να τους παντρέψουν.
Κάτι το μαγευτικό ήταν η επιστροφή στο χωριό των «πανηγυριωτών». Στόλιζαν πάλι τα ζώα με τις πολύχρωμες κεντητές κουβέρτες και σεντό-
νια, για το δρόμο της επιστροφής.
Τα ζωντανά ξεκούραστα και χορτάτα από το πλούσιο χορτάρι, ξεκινού- σαν καμαρωτά, αλλά και πειθήνια στις εντολές και την καθοδήγηση των αφεντικών τους
Στο δρόμο της επιστροφής, οι νεαροί κυρίως και υπό την επήρεια του κρασιού αλλά και από τη διάθεση να επιδειχθούν, κυρίως στα μάτια των κοριτσιών, έκαναν διάφορα επικίνδυνα παιχνίδια με τα ζώα τους.
Η μεγάλη όμως μάχη δινόταν όταν έμπαιναν στο χωριό. Μόλις έφταναν περίπου στη θέση βαθύρεμα, σπιρούνιζαν τα ζώα τους και έμπαιναν στο χωριό καλπάζοντας.
Εκεί οι κάτοικοι, όσοι δεν είχαν πάει στο πανηγύρι, τους περίμεναν στη θέση Βρυσίτσα και μερικοί λίγο παραπάνω, στα «γύφτικα» και τους χει- ροκροτούσαν.
-.-
Παρ΄ όλη την απόσταση και με δεδομένο πως η μεταφορά γινόταν με μουλάρια και γαϊδούρια ή και με τα πόδια, σε ένα δρόμο χωμάτινο, οι Στε- νιώτες, ποτέ δεν πήγαιναν στο πανηγύρι ατημέλητοι.
Θα φορούσαν τα καλύτερά τους ρούχα, άντρες, γυναίκες και παιδιά,
- 227 -
προσεγμένοι, περιποιημένοι, πλυμένοι.
Γιατί όπως είναι γνωστό, το καλό ή το κακό ντύσιμο, αντανακλά το σε- βασμό που έχεις σε ότι επισκέπτεσαι. Και ο σεβασμός των Στενιωτών στις εκκλησίες ήταν μεγάλος.
Παραθέτουμε μερικές φωτογραφίες.
Από αριστερά. Ο Δάσκαλος, Δημήτριος Γιαννούκος. Νικόλαος Παπαϊωάννου.
Αγγελική Γιαννούκου. Παναγιούλα Παπαϊωάννου. Παναγιώτα Γιαννούκου.
Αικατερίνη Παπαϊωάννου.
Καθιστοί από αριστερά. Ιωάννης Γιαννούκος. Γεώργιος Γιαννούκος.
Από αριστερά: Ο Γιάννης Παπαϊωάννου. Ο Γιώργος Παλαιολόγος (Γιατράκος). Δημητρούλα (Τούλα) Τριανταφύλλου-Γιαλού. Αναστάσιος Πέτρου. Ελένη Τριανταφύλλου-Χασιώτη. Ελευθερία Παπαγεωργίου-Γιώτα.
Σταύρος Παπαγεωργίου. Νίκος Παπαϊωάννου.
Καθιστοί από αριστερά: Δημητρούλα (Τούλα) Μαστρογιάννη-Κρητικού.
Σταύρος Χασιώτης. Γιάννης Μαστρογιάννης (Καραβανίτης).
- 228 -
Από αριστερά. Κατερίνα Τσουτσαίου (Σκαρπίνι). Κατερίνα Παπαϊωάννου.
Ο μικρός τότε Δημήτρης Τσουτσαίος. Παναγιώτα Τσουτσαίου (Γιώκα)
και η Μαρία Μεργού (του Τσάλλη).
Από αριστερά. Παρασκευή Γιαννούκου-Κορώνη. Μαρία Κουτσούκου-Παντιέρα (Τσαγκαρέλα). Δημήτριος Γιαννούκος (Παρασκευάνας). Σταύρος Γαλάνης. Νικόλα- ος Μπαρμπούρης. Παναγιού Κουτσούκου (Χορμόβα). Αθανάσιος Γερακίνης. Κων- σταντίνος Μπαρμπούρης. Αγγελική Γερακίνη. Παρασκευή Σπυριδάκη-Μακρή. Από τα μικρά, ο μεσαίος είναι ο Βασίλης Γαλάνης (Αγώγιατος) και αριστερά του ο Λευ- τέρης Μπεληγιάννης (του φαρμακοποιού). Τον άλλο μικρό, δεν τον γνωρίζουμε.
- 229 -
Όρθιος είναι ο Σταμάτης Ντουμάνης (Μανταβέλης). Καθιστοί από αριστερά. Ο Μήτσος Κατσανάς, ο Γιάννης Γερακίνης (Καμπάνης) και ο Βασίλης Κορώνης.
Διακρίνουμε, πρώτη από αριστερά την Μαρία Σπύρου-Σπυριδάκη και απέναντι
1ος στη σειρά, ο σύζυγός της Δημήτριος Σπύρου (Γκέτσικας).
- 230 -
4η από αριστερά η Στέλλα Μαστρογιάννη (του Φούτρα), 5η η Μαρία Παπακων-
σταντίνου και 2η καθιστή η Χαραλαμπία Μπεληγιάννη (Μάκη).
Από αριστερά. Μαρία Παπακωνσταντίνου, Στέλλα Μαστρογιάννη (του Φούτρα), τον τρίτο δεν τον αναγνωρίζουμε, 4ος ο Δημήτριος Παπακωνσταντίνου, η Σταμά- τω Παπακωνσταντίνου, σύζυγος Αθανασίου Λάππα, ο Αθανάσιος Λάππας και καθι-
στή η Χαραλαμπία Μπεληγιάννη (Μάκη).
- 231 -
Στο κέντρο με το κουστούμι και το μπαστουνάκι, ο Γιατρός Δημήτριος Παπακων-
σταντίνου. Αριστερά, καθισμένος στην πέτρα με το μαύρο κουστούμι χωρίς γρα- βάτα, ο Ιωάννης Λέων (Γιαγιάννης). Είχε χρηματίσει και πρόεδρος στη Στενή.
Από την αριστερή πλευρά. Ο μικρός Ιωάννης Γιαννούκος, η Ελένη Καμαριώτη,
η Παναγιώτα Γιαννούκου και ο Δημήτριος Παπακωνσταντίνου…….
Από τη δεξιά πλευρά. Ο Δημήτριος Γιαννούκος, ο Κωνσταντίνος Γιαννούκος,
η Αγγελική Γιαννούκου, η Μαρία Παπακωνσταντίνου, όρθιος ο Αθανάσιος Λάππας
και δίπλα του η σύζυγος του, Σταμάτω Λάππα-Παπακωνσταντίνου…..
- 232 -
Της Παναγίας
Μία από τις γλυκύτερες εορτές του Χριστιανικού κόσμου είναι η Κοίμησις της Υπεραγίας Θεοτόκου.
Η Παναγία υπέφερε, όχι ως θεάνθρωπος και Αγία αλλά ως θνητή και κυρί- ως ως μάνα. Γι αυτό είναι πιο κοντά στους ανθρώπους, γιατί έζησε και υπέ- φερε πράγματα που συχνά συμβαίνουν σε όλους, γι αυτό έρχεται ως παρη- γορήτρα και διαμεσολαβητής των ανθρώπων προς το Θεό.
Στη Στενή η Κοίμηση της Θεοτόκου είναι η εορτή των εορτών.
Σπάνια υπάρχει Στενιώτης ή Στενιώτισσα που θα λείπει από τη Χάρη της. Μέρες πριν το πανηγύρι οι νοικοκυρές καθαρίζουν τα σπίτια τους, τα
ασβεστώνουν και ετοιμάζουν φαγητά και γλυκά για να μην λείψει τίποτα από τους επισκέπτες. Και οι επισκέπτες είναι πολλοί, αλλά είναι όλοι δικοί μας άνθρωποι. Αδέλφια, ξαδέλφια, ανίψια, θείοι κ.α. που για διάφορους λό- γους βρίσκονται σε ξένα μέρη, αναζητώντας μια καλύτερη ζωή.
Όπου όμως κι αν βρίσκονται θα κάνουν τα πάντα για να βρεθούν στο χω- ριό για μία-δύο μέρες.
Γεμίζει το χωριό από κόσμο, ίσως αυτές τις μέρες να βρίσκονται περισσό- τεροι από κάθε άλλη φορά.
Όμως δεν έχει σημασία ο αριθμός, σημασία έχει ότι ανάμεσα σ΄ αυτούς είναι ο αδελφός ο Κώστας, ο θείος ο Δημήτρης, ο γείτονας ο Βαγγέλης, ο πα- λιός συμμαθητής ο Γιώργος, το παιδικό φλερτ η Κατερίνα ο ανιψιός ο Πανα- γιώτης. Αλλά και για όλους τους υπόλοιπους συγχωριανούς, θα μάθουμε τι κάνουν, που βρίσκονται, αν είναι παντρεμένοι, αν έχουν παιδιά κλπ.
Βλέπουμε κάθε χρόνο καινούρια πρόσωπα, νεαρά κυρίως και στο τέλος μαθαίνουμε ότι είναι ο γιος του Θανάση, η κόρη του Χρήστου, ο γαμπρός της Μαρίας, η νύφη του Γιάννη, το εγγόνι της Ελένης.
Το πανηγύρι της Παναγίας, είναι ένα συμπύκνωμα από μνήμες, νοσταλγί- ες, φιλίες, όμορφες στιγμές συνάντησης αλλά και αναπόλησης, γι αυτά που μέρα με τη μέρα χάνονται, μέσα στην αδηφάγο κοινωνία της κατανάλωσης, του ωχαδερφισμού και της μετριότητας, που όλα στροβιλίζονται στο αδρά- χτι της ύλης, χωρίς «σφοντύλι» αρμονίας, ισορροπίας, προορισμού.
-Τα πιο παλιά χρόνια το πανηγύρι κρατούσε τρεις-τέσσερις μέρες και τα πιο πολλά μαγαζιά έφερναν «όργανα» για να χορέψουν οι παρέες, για- τί εκτός από τα θρησκευτικά καθήκοντα, τα πανηγύρια εξυπηρετούσαν και κοινωνικούς σκοπούς. Έβλεπαν τους συγγενείς, τους φίλους και τους γνω-
- 233 -
στούς και δημιουργούσαν νέες γνωριμίες. Οι μεγαλύτεροι έκλειναν συμφω- νίες για ανταλλαγές προϊόντων, για κολιγιές κ.λπ.. Επίσης για κουμπαριές και συμπεθεριές, ακόμα δε και για να παντρέψουν τα παιδιά τους χωρίς να τα ρωτήσουν. Και όταν άρχιζαν τα όργανα, χόρευαν οι νέοι με την περίσσεια λεβεντιά που τους χάριζε η φουστανέλα και η φέρμελη και ήταν μεγάλη η προσβολή και είχε δυσάρεστες συνέπειες, αν κάποιος τολμούσε να τους δι- ακόψει.
Και όταν έμπαιναν στο χορό οι κοπέλες και κυρίως οι πιο πλούσιες, οι αρ- χοντοπούλες, με τις χρυσοκεντημένες γκιργκιφίσιες φορεσιές, με τα φλου- ριά και τα πολλά στολίδια, όλο το σόι, οι συγγενείς, πλήρωναν στα όργανα, τα οποία ενθουσιασμένα από τις εισπράξεις, σηκώνονταν και έπαιζαν όρθια και πολλές φορές συνόδευαν την κοπέλα στο χορό.
-Έχουμε πει και σε άλλες αναφορές μας, ότι το Θρησκευτικό συναίσθημα ήταν πολύ ανεπτυγμένο. Για κανένα λόγο και έναντι οποιουδήποτε τιμήμα- τος δεν επέτρεπαν στους Τούρκους να πατήσουν τα όσια και τα ιερά τους.
Τα χρόνια της Τουρκοκρατίας, μπορεί να κρύβονταν στα «καλύβια» κάθε φορά που οι Τούρκοι έκαναν επιδρομές στο χωριό και όταν γύριζαν να εύ- ρισκαν τα σπίτια τους λεηλατημένα και τα γεννήματά τους εξαφανισμένα, αλλά δεν διανοήθηκαν ποτέ να διακόψουν τα θρησκευτικά τους καθήκοντα, έστω κι αν αυτό τους στοίχιζε την ίδια τη ζωή τους.
Πάντα στο «Βράχο» που δεσπόζει του χωριού, υπήρχε άνθρωπος που πα- ρατηρούσε τον κάμπο για πιθανή προσέλευση τούρκικων αποσπασμάτων και όταν εμφανίζονταν φώναζε.
«Φευγάτε, έρντ΄ οι Τούρκ’». Και όλοι ανέβαιναν στα καλύβια.
Εκείνη όμως τη χρονιά στις 15 Αυγούστου 1821 και ενώ ήταν σε εξέλιξη η Θεία Λειτουργία, ιερουργούντος του Παπαγιώργη Παπαγεωργίου, ακούστη- κε η στεντόρεια φωνή του Αντώνη Καμαριώτη (Κάτζιου) από το βράχο.
Δεν έλεγε όμως «φευγάτε έρντ΄οι Τούρκ΄», αλλά «Τούρκοι. Τούρκοι, στα όπλα».
Ήταν αποφασισμένοι να υπερασπίσουν τα Όσια και τα Ιερά τους και να μην αφήσουν τους Τούρκους να μολύνουν τη γιορτή της Παναγίας. Αμέ- σως οι άνδρες πήραν τα όπλα με επικεφαλής τον Δημογέροντα Κωνσταντί- νο Γιαννούκο (Κωνσταντάρα) και τα υπόλοιπα μέλη της Δημογεροντίας και έπιασαν το στενό, όπου σήμερα η τοποθεσία «στου Χότζα» και μετά από πο- λύωρη μάχη απώθησαν τους Τούρκους.
«Και ούτω, οι πανηγυρισταί της Στενής, λαμπρώς επανηγύρισαν τη Θεο- τόκο», γράφει ο Ναθαναήλ Ιωάννου στο βιβλίο του «Ευβοϊκά», που αναγρά- φονται τα συμβάντα στην Εύβοια κατά τους χρόνους της Ελληνικής Επανά- στασης.
- 234 -
Το Παζάρι της Κάτω Στενής
Πριν από 150 περίπου χρόνια, η επικοινωνία μεταξύ των χωριών ήταν δύσκολη, λόγω έλλειψης δρόμων και μέσων συγκοινωνίας. Οι επικοινω- νία και το εμπόριο γινόταν μέσα από κακοτράχαλα μονοπάτια με τα μου- λάρια και τα γαϊδούρια.
Για την ανάγκη λοιπόν μεγαλύτερης και πιο ευρύτερης διακίνησης και ανταλλαγής προϊόντων, καθιερώθηκε και λειτούργησε με νόμο του κρά- τους, ετήσια εμποροπανήγυρη και ζωοπανήγυρη (παζάρι), τα πιο παλιά χρόνια στις 2 Μαΐου στη θέση Άγιος Αθανάσιος και μετά την 1η Σεπτεμ- βρίου στη θέση Άγιοι Ταξιάρχες που λειτουργεί μέχρι σήμερα.
Ας δούμε περιληπτικά τις ενέργειες που έκαναν οι τοπικοί άρχοντες εκείνης της εποχής, που ήταν άνθρωποι που έβλεπαν εκατό χρόνια μπρο- στά και κάθε τους ενέργεια δεν είχε ως στόχο τον εντυπωσιασμό, αλλά την αντιμετώπιση πραγματικών αναγκών που είχαν οι πολίτες.
-Επί Δημάρχου Ληλαντίων Δ. Θωμά και ενεργειών του Δημοτικού Συμ- βουλίου, εκδόθηκε το παρακάτω Βασιλικό διάταγμα.
«Περί κατ΄έτος τελέσεως εμπορικής πανηγύρεως, εν τω Δήμω Ληλα-
ντίων του Νομού Ευβοίας».
ΓΕΩΡΓΙΟΣ Α΄ ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ
Προτάσει του ημετέρου υπουργού των Εσωτερικών, εγκρίνομεν να τε- λείται εμπορική πανήγυρις την 2αν Μάιου εκάστου έτους, κατά την θέσιν Αγίου Αθανασίου του Δήμου Ληλαντίων της Εύβοιας.
Εν Αθήναις τη 14 Μαρτίου 1873
ΓΕΩΡΓΙΟΣ Α΄
Φ.Ε.Κ. 14/4-5-1873
Επί Δημάρχου Ληλαντίων Δ. Σιμιτζή, μεταφέρθηκε ο τόπος αλλά και ο χρόνος τέλεσης του παζαριού.
- 235 -
«Περί της εμπορικής Πανηγύρεως εν τω Δήμω Ληλαντίων».
ΓΕΩΡΓΙΟΣ Α΄ ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ
Έχοντες υπ΄όψιν την υπό στοιχ. Γ από 11 Απριλίου 1882 πράξιν του Δη- μοτικού Συμβουλίου του Δήμου Ληλαντίων, δι ης προτείνει την σύστασιν εμπορικής πανηγύρεως, εν τω αρτισυστάτω χωρίω Ταξιαρχών αντί του χωρίου Στενής, ένθα μέχρι τούδε ετελείτο, δυνάμει του από 14 Μαρτίου 1873 Ημετέρου Διατάγματος, προτάσει του Ημετέρου επί των Εσωτερι- κών Υπουργού, εγκρίνομεν την σύστασιν εμπορικής πανηγύρεως εν τω αρτισυστάτω χωρίω Ταξιαρχών του Δήμου Ληλαντίων, ορίζοντας ημέρας προς τελεσιν ταύτης την 29ην Αυγούστου μέχρι 1ης Σεπτεμβρίου εκά- στου έτους.
Ο αυτός Υπουργός θέλει δημοσιεύσει και εκτελέσει το παρόν διάταγ- μα.
Εν Αθήναις τη 24 Σεπτεμβρίου 1882
Εν ονόματι του Βασιλέως
Το Υπουργικόν Συμβούλιον
Χ. Τρικούπης, Δ. Ράλλης, Γ. Ρούσσος, Π. Καλλιγάς
Ο Υπουργός Εσωτερικών
Χ. Τρικούπης.
Φ.Ε.Κ. 121/29-9-1882
Στην εφημερίδα «Εύριπος», στο φύλλο της 20ης Αυγούστου 1883, δη- μοσιεύεται η παρακάτω διακήρυξη του Δημάρχου Ληλαντίων.
Βασίλειον της Ελλάδος
Ο Δήμαρχος Ληλαντίων. Διακηρύττει ότι:
Η δια του από 24 Σεπτεμβρίου π.ε. Βασιλικού Διατάγματος καθιερω- θείσα εν τω αρτισυστάτω χωρίω των Ταξιαρχών της Στενής εμπορική πα- νήγυρις, άρχεται την 29ην Αυγούστου και λήγει την 1ην Σεπτεμβρίου ιδί- ου έτους.
Τούτο κοινοποιούντες προς γνώσιν των επιθυμούντων να προσέλθωσι και συναλλαγώσιν εν αυτή διαβεβαιούμεν αυτούς, ότι θέλουσι εύρει πά- σαν εφικτήν συνδρομήν και προστασίαν.
Εν Στενή τη 14 Αυγούστου 1883
Ο Δήμαρχος Δ. Σιμιτζής
- 236 -
Επειδή την 29ην Αυγούστου, εορτή του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου τελούνταν Θρησκευτικές πανηγύρεις στα γύρω χωριά, όπως Καμπιά, Κα- θενοί, Μετόχι, Άτταλη κλπ, για να μη συμπίπτουν οι ημερομηνίες και η κί- νηση να είναι μικρότερη, άλλαξε ο χρόνος της τέλεσής του.
Δήμαρχος ήταν ο γιατρός Σταύρος Μεργός, Πρόεδρος του Δημοτικού Συμβουλίου ο επίσης γιατρός Ιωάννης Καμαριώτης και Δημογραμματέας ο Κωνσταντίνος Γερακίνης. Ο δε Δήμος δεν ήταν πια ο Ληλαντίων αλλά ο Διρφύων.
«Περί ορισμού χρόνου τελέσεως της εν τη θέσει Ταξιάρχαι του χωρίου
Στενής του Δήμου Διρφύων ετησίας εμπορικής πανηγύρεως».
ΓΕΩΡΓΙΟΣ Α΄ ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ
Προτάσει του ημετέρου επί των Εσωτερικών Υπουργού, εγκρίνομεν ίνα η μέχρι τούδε από 29 Αυγούστου έως 1 Σεπτεμβρίου εκάστου έτους, τε- λουμένην εν τη θέσει «Άγιοι Ταξιάρχαι» του χωρίου Στενής του Δήμου Διρφύων Εμπορική πανήγυρις, τελείται εφεξής από 1ης έως 5ης Σεπτεμ- βρίου.
Ο αυτός Υπουργός θέλει δημοσιεύσει και εκτελέσει το παρόν διάταγ- μα.
Εν Αθήναις τη 29 Αυγούστου 1908
Εν ονόματι του Βασιλέως
Ο Αντιβασιλεύς
Κωνσταντίνος. Διάδοχος.
Ο επί των Εσωτερικών Υπουργός
Ν.Δ. Λεβίδης
Φ.Ε.Κ. 230/3-9-1908
Εκτός από τις εμπορικές συναλλαγές, αλλά και ανταλλαγές γεωργοκτη- νοτροφικών προϊόντων, γίνονταν και αγοραπωλησίες μικρών και μεγάλων ζώων, βοηθώντας στην ανάπτυξη των οικονομικών αλλά και κοινωνικών σχέσεων μεταξύ των κατοίκων του Δήμου.
Αυτή είναι με λίγα λόγια η ιστορία του παζαριού, που έχει συμβάλλει τα μέγιστα στην επικοινωνία, την επαφή, τις σχέσεις και την προσέγγιση με- ταξύ των κατοίκων της περιοχής.
Θα πρέπει λοιπόν να μην αφεθεί στην τύχη του και να βοηθηθεί από τους κατοίκους και από το Δήμο για να συνεχίζει να υπάρχει.
- 237 -
Οι κάτοικοι το θέλουν και το αγαπούν.
Σήμερα που δεν περιμένει κανείς το παζάρι για να αγοράσει ή να που- λήσει οτιδήποτε, που οι αποστάσεις έχουν μηδενιστεί και τα πάντα τα βρίσκεις όπου κι αν είσαι και ότι εποχή και να ΄ναι, οι κάτοικοι πάντα επι- σκέπτονται το παζάρι και πάντα κάτι ψωνίζουν, όχι επειδή δεν βρίσκουν αλλού, αλλά για να δημιουργήσουν κίνηση και να «κρατήσουν το παζάρι» όπως χαρακτηριστικά λένε.
Απομένει λοιπόν στη Δημοτική αρχή να το προστατεύσει, εντάσσοντάς το στις πολιτιστικές του δραστηριότητες σαν θεσμό παραδοσιακό, που τόσα πρόσφερε παλιά στις κοινωνίες της περιοχής μας.
Εφέτος 2017 το παζάρι συμπληρώνει 144 χρόνια ζωής. Είναι χρέος της γενιάς μας να το κρατήσουμε και να νουθετήσουμε και τις επόμενες γε- νιές να κάνουν το ίδιο γιατί είναι η ιστορία μας, είναι οι προσπάθειες των παππούδων και προσπαππούδων μας να φτιάξουν μια καλύτερη ζωή για μας, τα παιδιά και τα εγγόνια τους. Ας τους τιμήσουμε λοιπόν κρατώντας το θεσμό αυτό για όσα χρόνια ακόμη μπορούμε.
- 238 -
Καλικάντζαροι (Καρκατζούλια ή Σκαρκατζούλια)
στη Στενή Ευβοίας
Είναι δαιμονικά όντα, που κατά τη λα-
ϊκή αντίληψη, έρχονται στη γη και ενο-
χλούν κατά τις νύχτες τους ανθρώπους,
από την παραμονή των Χριστουγέννων
μέχρι τα Θεοφάνεια.
Οι καλικαντζαραίοι, έρχονται από
κάτω από τη γη, όπου ολόκληρο το χρό-
νο, προσπαθούν με τσεκούρια και πριό-
νια, να κόψουν το δέντρο που βαστάει τη γη. Κόβουν-κόβουν, μέχρι που έχει μείνει πολύ λίγο ακόμα, αλλά τότε έρχονται τα Χριστούγεννα και λένε «χάιστε να πάμε πάνω στη γη και θα πέσει μοναχό του». Ανεβαίνουν λοι- πόν πάνω στη γη και τα Θεοφάνεια που γυρίζουν, βλέπουν το δέντρο ολά- κερο, ακέραιο, άκοπο. Και πάλι κόβουν και πάλι έρχονται τα Χριστούγεννα και όλο απ’την αρχή.
Καθένας από τους καλικαντζαραίους, έχει κι απ’ένα κουσούρι. Κουτσοί, στραβοί, μονόματοι, μονοπόδαροι, στραβοπόδαροι, στραβοχέρηδες, ξε- πλατισμένοι. Κοντολογίς, όλα τα κουσούρια τα βρίσκεις πάνω τους.
Επίσης, μεταξύ τους είναι διχόγνωμοι, φιλόνικοι και έτσι δεν μπορούν να κάνουν μέχρι το τέλος καμιά δουλειά κι όλα τα αφήνουν στη μέση, γι’ αυτό δεν μπορούν να κάνουν κακό και στους
ανθρώπους, αν και έχουν μεγάλη επιθυμία. Οι
καλικάντζαροι είναι μαυριδεροί, με κόκκινα
μάτια, τραγίσια πόδια, χέρια σαν της μαϊμούς
και με τριχωτό όλο τους το σώμα.
Την παραμονή των Χριστουγέννων, έρχονται
απ’έξω απ’το χωριό και περιμένουν να σμίξει
η μέρα με τη νύχτα για να μπουν μέσα. Είναι
κακά και πονηρά όντα, μα δεν μπορούν να
βλάψουν τους ανθρώπους, γι αυτό και οι γυναίκες ακόμα τα περιπαίζουν και τα βρίζουν και τα λεν σταχτοπόδηδες, σταχτιάδες κλπ. Έρχονται τις νύ- χτες του δωδεκαήμερου και μπαίνουν στα σπίτια από τις καπνοδόχους, γι αυτό και τα τζάκια εκείνες τις μέρες είναι αναμμένα και έχουν πολύ φωτιά, γιατί τη φωτιά τα σκαρκατσούλια τη φοβούνται πολύ. Αν καμιά φορά μπει κάποιο σκαρκατζούλι στο σπίτι, οι νοικοκυρές το κυνηγάνε με πυρωμένα
- 239 -
δαυλιά. Λένε πως μερικοί από τους καλικάντζαρους, έχουν στη ράχη τους από φυσικού τους μια κούνια αγκαθερή και σ’αυτήν βάνουν όσα παιδιά αρ- πάζουν και τα κουνούν για να ματώνουν απ’τ ‘αγκάθια και να πίνουν αυτοί το αίμα τους. Συνήθως δεν αφήνουν μαλλί πάνω στη ρόκα οι νοικοκυρές αυτές τις μέρες, γιατί, έρχονται και προσπαθούν να γνέσουν κι αυτοί, το στρίβουν το πετάνε, το μπερδεύουν κι έτσι το μαλλί είναι για πέταμα.
Αλλοίμονο σε κείνον που θα πρέπει να βγει τη νύχτα και να πάει σε μα- κρινή δουλειά, κυρίως έξω απ’το χωριό. Τα πνεύματα αυτά παρουσιάζονται μπροστά του με διάφορες μορφές, για να τον εκφοβίσουν ή να τον βλά- ψουν παντοιοτρόπως. Όταν έψηναν τηγανίτες ή άλλα σκευάσματα στο τη- γάνι από αλεύρι (πλαστά), οι καλικάντζαροι ανέβαιναν στην καπνοδόχο και άπλωναν το χέρι τους ως κάτω στην εστία (γιατί μπορούσαν να απλώνουν και να μακραίνουν τα χέρια τους και τα πόδια τους όσο ήθελαν) και ζητού- σαν ή βουτούσαν, ότι υπήρχε στο τηγάνι ή στη θράκα.
Αλλά η πιο προσφιλής τροφή για τους καλικάντζαρους ήταν το χοιρινό κρέας και κυρίως το παστό του (το πάχος), το οποίο όταν ψηνόταν και έπε- φτε στην ανθρακιά, σκορπούσε μια πολύ ευώδη και πολύ ευάρεστη κνίσα.
Γι’αυτό οι νοικοκυραίοι εδώ στο χωριό, σκέπαζαν το χοιρινό με σπαράγ- για. Το σπαράγγι όταν είναι βλαρό είναι πολύ νόστιμο και τρώγεται, όταν όμως παλιουρώσει, γίνεται πολύ σκληρός αγκαθωτός θάμνος και γι’αυτό σκέπαζαν μ’αυτά το χοιρινό, για να μην πλησιάζουν οι καλικάντζαροι. Με σπαράγγια επίσης σκέπαζαν και τα λουκάνικα και οτιδήποτε είχαν ετοιμά- σει, που είχε σαν πρώτη ύλη το χοιρινό.
Του “Σταυρού”που περνούσε ο Παπάς και Αγίαζε τα σπίτια οι καλικά- ντζαροι, όπου φύγει-φύγει.
«Φεύγετε να φεύγουμε
έφτασ’ό τουρλόπαπας
με την αγιαστούρα του
Ο παπάς με αγιασμό
οι χωριανοί με το “θερμό»
Με την αναχώρηση των καλικάντζαρων, η στάχτη από το τζάκι μαζεύεται και το τζάκι καθαρίζεται. Η στάχτη πετιέται σε μέρος που δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για κανένα λόγο (αλισίβα, λίπασμα κλπ.).
Επίσης καθαρίζονται και τα κόπρια των ζώων από τα κατώγια και οι άν- θρωποι πλένονται. Το εικονοστάσι καθαρίζεται, και αλλάζει το νερό στο καντήλι, γιατί οι σταχτοπάτηδες πέρα από τα προβλήματα που έχουν προ- ξενήσει στους νοικοκυραίους έχουν μαγαρίσει και όλους τους χώρους, γι’ αυτό τους λέμε και κατουρλήδες.
- 240 -
Τα Χριστούγεννα στη Στενή και στη γύρω περιοχή, στα παλιά χρόνια της αθωότητας και της νοσταλγίας.
Από τις παραμονές αρχίζουν οι προε-
τοιμασίες για την καθαριότητα και τον
στολισμό του σπιτιού.
Από τη Χαλκίδα καταφθάνουν τα «Γυ-
μνασιόπαιδα», αλλά και πολλοί ξενιτε-
μένοι σε άλλες περιοχές της πατρίδας
μας.
Σφαζόταν το γουρούνι κάθε οικογέ-
νειας. Επειδή όμως η δουλειά αυτή είχε
αρκετή δυσκολία, βοηθούσε ο ένας τον
άλλον, αλλά μαζεύονταν γύρω και πολ-
λοί περίεργοι, για να παρακολουθήσουν και να δώσουν και συμβουλές, για το πώς πρέπει να γίνει το σφάξιμο.
Όπου ακούγονταν τα διαπεραστικά μουγκρητά απ΄τα σφαζόμενα γου- ρούνια, έτρεχαν και τα παιδιά για να πάρουν τη φούσκα του γουρουνιού, να την καθαρίσουν και να την κάνουν μπαλόνι για τα παιχνίδια τους.
Αφού έγδερναν το γουρούνι και ξεχώριζαν όλα εκείνα με τα οποία θα έφτιαχναν τα λουκάνικα, τις οματιές, τον πασπαλά και την πηχτή, το υπό- λοιπο το κρεμούσαν από το τσιγκέλι, σε κάποιο χώρο του σπιτιού, αφού προηγουμένως το αλάτιζαν καλά.
Την παραμονή των Χριστουγέννων, γυρίζουν στα σπίτια συντροφιές από αγόρια και λένε τα κάλαντα. Ξεκινούσαν χαράματα το πρωί, για να προφτάσουν τα σπίτια που είχαν στο πρόγραμμά τους, προτού περάσουν απ΄αυτά τα άλλα παιδιά.
Σήμερα στα κάλαντα τραγουδάνε το:
«Καλήν ημέρα άρχοντες κι αν είναι ο ορισμός σας.
Χριστού τη Θεία γέννηση να πω στ΄ αρχοντικό σας…..»
Παλιότερα τα περισσότερα παιδιά, ειδικά τα μικρότερα, που δεν είχαν μάθει ακόμα τα επίσημα κάλαντα, έλεγαν το:
«Χριστούγεννα, πρωτούγεννα, πρώτη γιορτή του χρόνου.
Για βγάτε για να μάθετε πόψε Χριστός γεννάτε »
Όμως στη Στενή το λέγανε με το δικό τους ιδιόμορφο τρόπο:
- 241 -
«Προυτουγιννού, προυτουχριτού, πρώτη γιουρτή του χρόνου.
Βγηκάτι δέτι μάθητι, πόψι Χριστός γιννιέτι.
Γιννιέτι κι ανατρέφιτι, στου μέλι κι στου γάλα.
Του μέλ΄ του τρώνι οι Άρχοντις, του γάλα οι αφιντάδις.
Κι όσα καρφιά κι πέταλα, στους Τούρκους τα κιφάλια.
Κι όσις λαμπάδις κι κιργιά στις Παναγιάς τα χέρια.
…….κι απού τ΄ χρόν΄»
Νύχτα το πρωί χτυπούσαν οι καμπάνες. Μικροί και μεγάλοι ετοιμάζο- νται και πηγαίνουν στην εκκλησία. Το σχόλασμα της εκκλησίας γίνεται λίγο μετά τα χαράματα (θαμπά) και τρέχουν όλοι για την πρωινή Χριστου- γεννιάτικη «τηγανιά» ή αν προτιμάτε «σχαριά» του χοιρινού.
Το μεσημέρι, το Χριστουγεννιάτικο τραπέζι παίρνει ιδιαίτερη επιση- μότητα, με τα πλούσια φαγητά, το καλό κρασί και τις πολλές ευχές. Το κατ΄εξοχήν φαγητό της ημέρας είναι το χοιρινό με χορταρικά (σέλινο). Σπάνια υπήρχε σπίτι που να μην φιλοξενούσε κάποιους ξενιτεμένους συγγενείς ή φίλους.
Το βραδινό φαγητό είναι συνήθως «κοντοσούφλι», χοιρινό δηλαδή κομ- μένο σε μικρά κομματάκια, περασμένα σε μικρή σούβλα και ψημένα στη «θράκα» του τζακιού, που τρώγεται σε δόσεις, καυτό όπως βγαίνει από τη φωτιά και ενώ τρωγόντουσαν τα πρώτα κομμάτια, άλλα κομμάτια έμπαι- ναν στη θράκα για να ετοιμαστούν.
Απόθεμα χοιρινού κρέατος υπάρχει για κάμποσες μέρες, σε κάθε οικο- γένεια και το «κοντοσούφλι» γίνεται σε κάθε στιγμή που θα περάσουν φί- λοι από το σπίτι.
Αυτές τις μέρες κάνουν την εμφάνισή τους, κατά τη λαϊκή πίστη, και οι καλικάντζαροι.
Στο διάστημα αυτό, από τα Χριστούγεννα μέχρι την Πρωτοχρονιά, φτιά- χνουν τα γλυκά, που συνήθως είναι μπακλαβάδες, μελομακάρονα, και δί- πλες. Όλα τα σπίτια φτιάχνανε βασιλόπιτα, που ήταν στολισμένη με «κε- ντίδια», που είχαν «ζωγραφιστεί επάνω με το πιρούνι και πάνω της είχαν τοποθετηθεί πέντε καρύδια (κοκόσες), ένα στη μέση και τα άλλα τέσσε- ρα στις τέσσερις άκρες, ώστε να φαίνεται σαν σταυρός. Μέσα όμως στην πίτα ήταν κρυμμένο το πρωτοχρονιάτικο όνειρο κάθε παιδιού, το «φλου- ρί». Τι πονηριές σκαρφιζόμασταν για να πέσει σ΄εμάς.
Το βράδυ της παραμονής οι άντρες παίζουν το πατροπαράδοτο «τρια- νταένα». Οι γυναίκες πήγαιναν στη βρύση και έριχναν χρήματα ή διάφο- ρα δημητριακά, για να έχουν οικονομική άνεση και καλή σοδειά στο χρό- νο που θα ΄ρθει.
- 242 -
Όταν άλλαζε ο χρόνος -μετά τις δώδεκα- η μητέρα της οικογένειας έπαιρνε ένα σίδερο, συνήθως το συνδαύλιστρο (ζντράφτο) και έκανε μ΄ αυτό το σημείο του σταυρού στο μέτωπο, στα χέρια κ.λ.π. σ΄ όλα τα μέλη της οικογένειας, για να ΄ναι όλοι «σιδερένιοι» με τη νέα χρονιά.
Εμείς οι μικροί είχαμε και τα δώρα μας. Βέβαια σε τίποτα δεν θύμιζαν τα σημερινά δώρα που κάνουμε στα παιδιά, όμως και ΄μεις λαχταρούσα- με να φάμε καρύδια, μύγδαλα, ρόδια, σύκα ξερά, τσίτζιφα και τόσες άλ- λες παρόμοιες απαγορευμένες λιχουδιές. Ξυπνώντας το πρωί της Πρωτο- χρονιάς, βλέπαμε δίπλα μας, μέσα σ΄ ένα σακουλάκι, λίγα απ΄ όλα αυτά κι αν τύχαινε να ήταν μέσα στη «συσκευασία» και κανένα πορτοκάλι, τότε η ευτυχία μας ήταν απερίγραπτη. Άλλωστε για να φάμε πορτοκάλι έπρεπε να ήταν Χριστουγεννιάτικες μέρες ή να ήμασταν….άρρωστοι.
Το πρωί χτυπούσε η καμπάνα για την εκκλησία πολύ νωρίς, όπως και τα Χριστούγεννα και τελείωνε με το χάραγμα της μέρας (θαμπά).
Σημαντικό ήταν και το «καλημέρισμα». Όποιος σε επισκεπτόταν στο σπίτι πρώτος, ήταν ο αποκλειστικός «υπεύθυνος» για ότι καλό ή κακό σου τύχαινε εκείνη τη χρονιά.
Το φαγητό ήταν κόκορας ή κότα που είχαν θρέψει και φυλάξει για τού- τη τη μέρα, ενώ παράλληλα υπήρχε και χοιρινό που είχε μείνει απ΄τα Χρι- στούγεννα.
Στο τραπέζι βάζανε λίγα απ΄όλα τα γλυκά και φαγητά που υπήρχαν στο σπίτι, για να έχουν απ΄αυτά όλο το χρόνο και άφηναν το τραπέζι «στρω- μένο» όλη τη μέρα, για να περάσει να φάει ο Αι Βασίλης.
Την παραμονή των Φώτων τα παιδιά λένε τα κάλαντα:
«Σήμερα είν΄ τα Φώτα και ο φωτισμός
και χαρές μεγάλες τ΄ αφέντη μας…»
Λίγο πριν ξημερώσει, οι κοπέλες πήγαιναν στη βρύση κι έπαιρναν το αμίλητο νερό
Ανήμερα, στην εκκλησιά, ο παπάς αγίαζε τα νερά και ο κόσμος έπαιρνε σε μπουκάλια ή ποτήρια τον αγιασμό και γυρνώντας στο σπίτι, ράντιζαν τα μέλη της οικογένειας, το σπίτι, τα ζώα, τους κήπους τα αμπέλια και τα σπαρτά στα χωράφια, ενώ χύνουν όλα τα νερά που υπάρχουν στο σπίτι.
Την παραμονή των Φώτων φεύγουν και οι καλικάντζαροι τα «σκαρκα- τζούλια», φοβούμενα να μην τους προλάβει η «Αγιαστούρα» του παπά.
Όταν φεύγανε οι καλικάντζαροι, η μάνα μας, μας έλουζε γιατί μας εί- χαν –λέει –κατουρήσει (μαγαρίσει) τα «σκαρκατζούλια». ( Ήταν το δεύ- τερο λούσιμο που κάναμε μετά τις παραμονές των Χριστουγέννων).
- 243 -
Χριστουγεννιάτικη ιστορία
Το τζάκι στο σπίτι του Θοδωρή τ΄ Γιαννιού (Θεόδωρου Σιμιτζή), είχε πολύ δουλειά εκείνο το βράδυ του Δεκέμβρη του 193….στην Κάτω Στενή, την προπαραμονή των Χριστουγέννων.
Οι ανταύγειες της φωτιάς χόρευαν ασταμάτητα κι έκαναν τα τρελά παι- χνίδια τους, πάνω στους τοίχους του δωματίου.
Πάνω στην τζιροστιά, μια κατσαρόλα ετοίμαζε κάποιο όσπριο για το δείπνο.
Οι τρεις κόρες του Θοδωρή, η Ελένη (Λαναρίτσα), η Βαγγελιώ και η Κα- τίνα, ζεσταίνονταν κοντά στη φωτιά ρίχνοντας κλεφτές ματιές στην κα- τσαρόλα.
Έξω το χιονόνερο ράπιζε σαν μαστίγιο τα πρόσωπα των ανθρώπων, που βιαστικά γυρνούσαν στα σπίτια τους, ενώ ο δυνατός άνεμος πάγωνε πε- ρισσότερο την ατμόσφαιρα.
Ξάφνου η πόρτα άνοιξε και στο άνοιγμά της εμφανίστηκε με μια αγκα- λιά ξύλα στα χέρια που έφερνε από το κατώι, η Παναγιού η Μπουζούλα, σύζυγος του Θοδωρή.
«Πόψι Θουδουρή, είνι Κριτσμάς» είπε και γυρνώντας στα παιδιά, λέει. «Ιλάτι να βάνου να φάτι κι ύστιρα να πέσιτ΄ να λαγάσιτι».
Την άλλη μέρα το πρωί ο καιρός ήταν κάπως πιο μαλακός.
Η οικογένεια είχε ξυπνήσει, όταν φωνές ακούστηκαν από την αυλή. «Θουδουρή ε Θουδουρή».
Στην αυλή, ταλαιπωρημένος, παγωμένος και με εμφανή τα σημάδια της κούρασης και της αϋπνίας ήταν ο Θανάσης Πισινάρας (Σιτιμπούρας).
« Άντι Θουδουρή, τράβα κάτ΄στουν Αι Γιώρ΄ να φέρς΄ τα πιδιά ».
Και αφού μπήκε μέσα στο σπίτι, εξήγησε επιτροχάδην τι είχε συμβεί την προηγούμενη βραδιά.
Ο Σιτιμπούρας -απ΄ ότι είπε- ερχόταν από τη Χαλκίδα μαζί με τη γυναί- κα του Μαρία και την κουνιάδα του Παναγιού (Μύξινα).
Βλέποντας τον καιρό να χειροτερεύει, μπήκαν μέσα στο εξωκκλήσι του Αι Γιώργη, μήπως και φτιάξει ο καιρός, αλλά αυτός χειροτέρεψε ακόμα πιο πολύ.
Όταν είχε νυχτώσει, βλέπουν να μπαίνουν μέσα στο εξωκλησάκι οι
- 244 -
τρεις φίλοι, που ήταν μαθητές γυμνασίου στη Χαλκίδα και ερχόντουσαν στο χωριό για τις γιορτές. Ήταν ο Απόστολος Σιμιτζής του Θοδωρή, ο Τάσος Εμμανουήλ και ο Στέφα- νος Μπεληγιάννης (Κούτσουνος).
Ο Θοδωρής μόλις άκουσε όλα αυτά, ετοί- μασε τη Μούλα, πήρε μαζί του και μια κα- πότα και ξεκίνησε να φέρει τα παιδιά. Τα έβαλε όλα πάνω στη Μούλα, τα τύλιξε με την καπότα και τα έφερε στην Κάτω Στενή.
-Και να τι είχε συμβεί. Οι τρεις φίλοι και συμμαθητές στο Γυμνάσιο Χαλκίδας, λόγω των γιορτών των Χριστουγέννων, αποφάσι- σαν να έρθουν στη Στενή, με τα πόδια φυ- σικά, μια και τότε δεν υπήρχε συγκοινωνία. Ήταν ο Αποστόλης Σιμιτζής, ο Τάσος Εμμα- νουήλ και ο Στέφανος Μπεληγιάννης, μαζί με δύο παιδιά από τις Γίδες (Αμφιθέα).
Ξεκίνησαν με βροχή και φορτωμένοι τα ταγάρια τους, γεμάτα με βιβλία, ρούχα άπλυτα κλπ. πήραν το δρόμο για το χωριό. Όσο προχωρούσαν η βροχή γινόταν χιο- νόνερο κι ο άνεμος δυνάμωνε. Φτάνοντας στις Γίδες, οι καιρικές συνθήκες ήταν στο πιο επικίνδυνό τους σημείο.
Τα παιδιά από τις Γίδες πρότειναν στους
Ο Απόστολος Σιμιτζής. Σκο- τώθηκε στα γεγονότα του Δε- κεμβρίου 1944, σε ηλικία 22 ετών.
Ο Απόστολος Σιμιτζής, σπού- δαζε στη Νομική Σχολή Αθη- νών και παράλληλα υπηρέτη- σε στην Αστυνομία για να εξοι- κονομεί τα έξοδα των σπου- δών του.
Λίγους μήνες μετά το θάνα- τό του οι γονείς του, παρέλα- βαν ταχυδρομικώς το πτυχίο της Νομικής του γιου τους.
τρεις φίλους μας, να μείνουν εκείνη τη βραδιά να τους φιλοξενήσουν, αλλά δεν το δέχτηκαν.
Φτάνοντας στον «Κατακλυδάρη», διαπίστωσαν ότι η διέλευση ήταν αδύνατη γιατί από την πολύ βροχή το ποτάμι είχε «κατεβασιά».
Άρχισαν λοιπόν να περπατούνε το ποτάμι δίπλα-δίπλα, με κατεύθυνση το χωριό. Όμως οι δυσκολίες μεγάλες. Το χιονόνερο τους ράβδιζε τα πρό- σωπα, ο αέρας έκανε δύσκολο το περπάτημά τους και στα οργωμένα χω- ράφια τα πόδια τους χώνονταν μέχρι το γόνατο.
Σε κάποια στιγμή ο Αποστόλης «κιότεψε» και «κωλόκατσε» πάνω στο οργωμένο, λέγοντας στους άλλους να τον παρατήσουν και να φύγουν.
Όμως αυτοί επέμεναν και με «τα χίλια στανιά» τον έπεισαν να τους ακο- λουθήσει και κρατώντας τον κάπου-κάπου, έφτασαν στον Αι Γιώργη νύχτα
- 245 -
και μουσκεμένοι ως το κόκαλο, όπου βρήκαν τον Σιτιμπούρα.
Αλλά και εκεί τα πράγματα ήταν «σκούρα». Με μουσκεμένα ρούχα, χω- ρίς κλινοσκεπάσματα και χωρίς φωτιά. Κάπου-κάπου άναβαν κάποιο κερί για να ζεσταθούν.
Την άλλη μέρα, όπως είπαμε, ο καιρός ήταν καλύτερος. Μέχρι να έρ- θουν οι γονείς του Τάσου και του Στεφανή από την Πάνω Στενή για να τους πάρουν, οι τρεις φίλοι άλλαξαν, ζεστάθηκαν και έφαγαν.
Μπροστά στο τζάκι, γύρω απ΄ το σοφρά, με τα καβάθια γεμάτα αχνιστά όσπρια, πριν αρχίσει το φαγητό, ο Θοδωρής τ΄ Γιαννιού και οι υπόλοιποι έκαναν «σταυρό», που για εκείνη τη μέρα είχε διπλή σημασία. Πρώτον για τον άρτον τον επιούσιον και δεύτερον για το αίσιον τέλος της περιπέ- τειας του γιού τους.
Το γουρούνι ήδη κρεμόταν από το τσιγκέλι και μετά το φαγητό έπρε- πε να τεμαχιστεί από τον Θοδωρή, να ξεχωριστούν τα έντερα, τα συκώτια κλπ. για να αρχίσει η Παναγιού η Μπουζούλα, να φτιάχνει τα λουκάνικα, τις οματιές τον πασπαλά κ.α.
Έξω είχε αρχίσει να ψιλοβρέχει και τα βουνά δεν φαινόντουσαν από την ομίχλη.
Μέσα στο δωμάτιο το τζάκι έκαιγε.
Το περιστατικό αυτό δεν είναι το μοναδικό. Όλα τα παιδιά που πήγαι- ναν στο Γυμνάσιο, ερχόντουσαν στις γιορτές με τα πόδια από τη Χαλκίδα.
Οι γονείς τους πήγαιναν με τα ζώα στην αρχή της σχολικής χρονιάς, για να τους βρουν σπίτι και να μεταφέρουν κάποια πράγματα, όπως κλινο- σκεπάσματα και διάφορα χρηστικά αντικείμενα για τη διαβίωσή τους. Την επόμενη φορά που κατέβαιναν, ήταν με τη λήξη της σχολικής χρονιάς για να «ξενοικιάσουν» και να μεταφέρουν τα πράγματα στο χωριό.
Όλες τις άλλες φορές έρχονταν με τα πόδια και αν ο καιρός ήταν κα- λός, ήταν μια διασκέδαση, αν όμως είχε κακοκαιρία ήταν δύσκολα έως επικίνδυνα.
Αλλά και οι μαθητές πως να χάσουν το ψητό αρνί το Πάσχα, το χοιρινό τα Χριστούγεννα και τα φτιαχτά μακαρόνια τις απόκριες;
Σκληρή και βασανισμένη ήταν η ζωή τους.
- 246 -
Μάθε παιδί μου γράμματα
(Αντί επίλογου)
Δεν πιστεύω να υπάρχει άνθρωπος στη Στενή, αλλά και στα γύρω χω- ριά, από εξήντα ετών και άνω, αλλά και από πενήντα ετών ίσως, που να μη θυμάται τις παραινέσεις των γονιών του όταν ήταν μικροί και πήγαιναν στο σχολείο.
«Διάβασε παιδί μου, να μάθεις πέντε γράμματα, να φας ένα κομμάτι ψωμί και να ζήσεις σαν άνθρωπος».
Οι ίδιοι είχαν πιστέψει ότι η ζωή τους ήταν «μη ανθρώπινη».
Όλη τους η ζωή μια συνεχής κούραση. Στο χωράφι, στις ελιές, στο αμπέ- λι, στο μικρό περιβολάκι, στα ζώα, στην υλοτομία, στο καστανόχωμα, στα καμίνια κ.α.
Και όλα αυτά για το ψωμί της χρονιάς, το λάδι
της χρονιάς, το κρασί της χρονιάς τα ξύλα για
να περάσει ο δύσκολος χειμώνας κλπ.
Για να εξοικονομήσουν κάποια χρήματα,
έπρεπε να πουλήσουν καστανόχωμα και ίσως
κανένα φόρτωμα ξύλα. Πολλές φορές πήγαι-
ναν στα Ψαχνά για να ανταλλάξουν αχλάδες ή
άλλα φρούτα με πατάτες. Ακόμα πιο παλιά πή-
γαιναν στο βουνό να πάρουν χιόνι και να το με-
ταφέρουν στη Χαλκίδα για να το πουλήσουν.
Αυτή ήταν η ζωή τους και γι’αυτό μεγάλος τους καημός ήταν τα παιδιά τους να ζήσουν ξε- κούραστα.
Ήταν κάτι το θαυμαστό, το αδιανόητο, το πα- ραμυθένιο γι’αυτούς, να εξοικονομεί κανείς χρήματα χωρίς να είναι υποχρεωμένος να σκά- ψει, να βοσκήσει πρόβατα, να κόψει ξύλα, να τον μουσκεύει η βροχή, να τον παγώνει ο τσου- χτερός βοριάς ή να τον καίει ο καυτερός ήλιος το θεριστή και τον Αλωνάρη.
«Μάθε πέντε γράμματα, να φας ένα κομμάτι ψωμί» έλεγαν και ξανάλεγαν οι γονιοί μας.
- 247 -
Η Ευαγγελία Σπυριδάκη, το γένος Σιμιτζή.
Κατά τη συγκέντρωση των στοιχείων για τη συγ- γραφή αυτού του βιβλί- ου, η Ευαγγελία Σπυριδά- κη βοήθησε τα μέγιστα, ειδικά σε θέματα που αφο- ρούν τον κύκλο της ζωής, τη γεωργία, την κτηνοτρο- φία και τις παλιές λέξεις.
Απεβίωσε το Δεκέμβριο του 2015.
Η μόρφωση ήταν πλέον μονόδρομος. Γι’αυτό πολλοί Στενιώτες επέλε- ξαν αυτή την οδό. Με χίλια μύρια βάσανα και αντιξοότητες, με οικονομι- κές δυσκολίες τεράστιες, με επικοινωνία ανύπαρκτη, με τα Πανεπιστή- μια και της Ανώτατες σχολές απρόσιτες, λόγω του μικρού αριθμού εισα- κτέων, που ανέβαζε τον πήχη του ανταγωνισμού, πολλοί μπόρεσαν να δι- απρέψουν, αλλά και όσοι δεν επέλεξαν την οδό της μόρφωσης, πέτυχαν σε άλλους τομείς με ότι και αν καταπιάστηκαν.
Μοναδικός στόχος να απομακρυνθούν και να αποκολληθούν από τη φτώχεια και τη μιζέρια του φτωχού χωριού.
Σήμερα, πλήθος Στενιωτών διαπρέπει στο χώρο της Εύβοιας, αλλά και της Ελλάδος, στους τομείς της επιστήμης, της πολιτικής, του συνδικαλι- σμού, του επιχειρηματικού χώρου, στις δημόσιες υπηρεσίες, στο στρατό, την αστυνομία και αλλού.
Ακολουθώντας τις προτροπές και τις νουθεσίες των απλών, αγράμμα- των, αλλά σοφών από τις ταλαιπωρίες και τα βάσανα της ζωής γονιών μας, σήμερα ζούμε καλύτερα, με οικονομική άνεση, ξεκούραστα, και με αξι- οπρέπεια.
Μια ζωή, που τη χρωστάμε αποκλειστικά σ’αυτούς, που μόχθησαν, δούλεψαν, πείνασαν, για να ζήσουμε εμείς καλύτερα.
Τους το χρωστάμε. Γι’αυτό πρέπει να τους αγαπάμε, όσους είναι ακόμα στη ζωή και να ανάβουμε ένα κεράκι σ’αυτούς που δεν ζούνε πια.
Και κυρίως να σεβόμαστε, να μην χλευάζουμε και να μην μιλάμε απαξι- ωτικά για τον πολιτισμό τους, τον τρόπο ζωής και σκέψης τους, γιατί αυτά ήταν που τους είχαν καταστήσει καλούς ανθρώπους και σωστούς γονείς, στοιχεία που απέβησαν επωφελή για τη δική μας ζωή.
Είναι το λιγότερο που μπορούμε να κάνουμε.
- 248 -
ΣΤΕΝΙΩΤΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ
Η γλώσσα, αυτό το ακοίμητο ποτάμι, παίρνει στο διάβα του ανά τους αι- ώνες, αρώματα ενός εξαίσιου πολυπολιτισμικού ανθόκηπου και μας τα προσφέρει αφειδώλευτα να τα μυρίσουμε.
Η πολυπολιτισμικότητα, δεν ήταν άνωθεν επιβεβλημένη-κομμένη και ραμμένη στα μέτρα κάποιων-αλλά από κάτω, από τη βιοπάλη, μια πολύ- χρονη, οδυνηρή διαδικασία, μια γέννηση, μια δημιουργία.
Τούρκικες, σλάβικες, αλβανικές, ιταλικές και κυρίως αρχαιοελληνικές προσμίξεις, στολίζουν τούτο το περιβόλι.
Σήμερα όμως, πολλές έχουν εκτοπιστεί από τον καθημερινό λόγο. Είτε γιατί αφορούσαν πράγματα ή ασχολίες που εξέλιπαν, είτε γιατί ο «πολι- τιστικός ιμπεριαλισμός» της τηλεόρασης, η ξενιτιά στην Αθήνα ή σε άλλα αστικά κέντρα, τις εκτόπισαν από την καθημερινή χρήση.
Το φαινόμενο αυτό έχει επηρεάσει και τη Στενή.
Ας δούμε όμως μια συνοπτική γραμματική, που μας εξηγεί τον τρόπο προφοράς των λέξεων που χρησιμοποιούσαν οι πατεράδες μας, αλλά και εμείς οι σημερινοί Στενιώτες, όταν βρισκόμαστε και συζητάμε μεταξύ μας.
-Τα άτονα (ο) και (ω), προφέρονται σαν (ου).
Αγαπάω=αγαπάου. Όμορφος=όμουρφους. Τρώω=τρώου.
Μουστοκούλουρο=μουστουκούλουρου.
-Τα άτονα (ι,η,ει,υ,οι,ε και ου), παθαίνουν συχνά συγκοπή ή αποβολή. Συκιά=σ΄κιά. Τηγάνι=τ΄γάν΄. Κουφός=κ΄φός. Τραγούδι=τραγούδ΄.
Έφυγα=εφ΄γα κλπ.
-Τα άτονα (ε) και (αι), προφέρονται σαν (ι).
Έρχεται=έρχιτι. Παιδί=πιδί. Κεφάτος=κιφάτους.
Καινούριος=κινούργιους. Νερό=νιρό.
-Πολλές λέξεις, αποβάλουν το άρχικό τους άτονο φωνήεν.
Αγελάδα=γελάδα. Ηγούμενος=γούμενος. Ελένη=Λένη.
-Σε πάρα πολλές λέξεις αποκόβεται το τελευταίο άτονο φωνήεν
Σπίτι=Σπίτ΄. Σπουργίτι= σπουργίτ΄. Αμάξι=αμάξ΄.
- 249 -
- Δύο φωνήεντα που μπορεί να χωρίζονται από ένα (γ), συνεκφωνού- νται σαν ένας φθόγγος, αφού το σύμφωνο (γ) χάνεται.
Βάγια=βάια. Πλάγια=πλάια. Μάγια=μάια.
- Όταν ύστερα από το (ι,η,υ,ει,οι,ε,αι). ακολουθεί άλλο φωνήεν, τα δύο φωνήεντα προφέρονται μαζί κι ένα (γ) αναπτύσσεται πριν απ΄αυτά.
Άδειος=άδγειος. Σάπιος=σάπγιος. Καινούριος=καινούργιος.
- Στα ρήματα προτιμάται ο ασυναίρετος τύπος στο πρώτο και τρίτο ενι- κό πρόσωπο (αγαπάω, αγαπάει).
- Η έκθλιψη είναι πολύ συχνή (τους ανθρώπους=τ΄ς ανθρώπ΄ς). Αλλού όμως παραλείπεται. (Το αμπέλι. Του αμπέλ΄ και όχι τ΄ αμπέλ΄.).
- Η κατάληξη (ει) του δεύτερου ενικού προσώπου των ρημάτων, στην ενεργητική φωνή αποβάλλεται (Γράφεις=γράφ΄ς).
- Το τρίτο πληθυντικό πρόσωπο της ενεργητικής φωνής των ρημάτων, μετά την αποβολή του (ου) και της μεταβολής του (ε) σε (ι) γίνονται έτσι, (έχουνε=έχ΄νι).
- Συχνά αποβάλλονται φωνήεντα από τον κορμό της λέξης, αλλά γί- νεται και κράση φωνηέντων (Που είναι αυτός;=πούντος; Σου έπαιρ- να=σούπαιρνα).
- Η φθορά και η αλλοίωση των γλωσσικών στοιχείων κατά την προφορά, ήταν τόσο μεγάλη στα παλιότερα χρόνια, ώστε ακούγοντας μια συνομιλία γερόντων νόμιζες πως άκουγες μια ξένη γλώσσα.
Παίζοντας χαρτιά (πρέφα), ρωτούσε ο ένας τον άλλον. «Τ΄ς έεις τ΄ς άς΄»; Τους έχεις τους άσσους; Κι άλλος ρωτούσε πάλι «Πράζ΄ αν΄ τράου»; Πειράζει αν κοιτάζω (κοιτάζω=τηράω).
- 250 -
Έτσι τα λέγαμε παλιά
Α
Αβανιά:. Η κακόβουλη κατηγορία, η δυσφήμιση, η ρετσινιά, αλλά και η υλική ζημιά, η συμφορά.
Αβάρεγος:. Αχτύπητος.
Αβασκαντούρι:. Είδος άγριου χόρτου, που χρησιμοποιείται ως φυλαχτό για τη βασκανία.
Αβέρτα:. Απεριόριστα, άφθονα, χωρίς μέτρο.
Αβρός:. Σημείο του ποταμιού, που ήταν λίγο πλατύ και βαθύ. Εκεί οι πιτσιρικάδες, αφού έκαναν τις κατάλληλες επεμβάσεις τους, με πέτρες, φύλλα, χώμα, κλαριά κλπ., το διαμόρφωναν σε μικρή πισίνα, για να κά- νουν τα καλοκαιρινά μπάνια τους.
Αγανούδα:. Το απαλό χιόνι, η πάχνη. Γενικά οτιδήποτε το ψιλό και αραιό, που σκεπάζει κάτι.
Άγανο:. Η βελονοειδής απόφυση του σιταριού, τα μουστάκια του και γενικά οτιδήποτε μοιάζει με άγανο.
Αγάντα:. Σημείο απ΄όπου πιάνεται κανείς, για να κρατηθεί ή για να σπρώξει κάτι.
Άγαρμπος:. Αυτός που δεν έχει χάρη, συμμετρία και αρμονία στις δια- στάσεις του, με άχαρη και άκομψη εμφάνιση (άγαρμπος άνθρωπος). Άξε- στος και τραχύς στη συμπεριφορά του (έχει άγαρμπους τρόπους).
Αγγειά:. Γενικά τα σκεύη του σπιτιού.
Αγγελόκρουσμα:. Ταραχή και σπαρτάρισμα, πριν από την παράδοση της ψυχής. Φόβος και τρόμος που μας προκαλεί κάτι το αναπάντεχο. Πά- θηση επιληψίας. Αγγελοβάρεμα, αγγελομάχημα, αγγελόσκιασμα, ψυχο- μάχημα, χαροπάλεμα.
Αγγελοφέρνω:. Η κατάσταση στην οποία βρίσκεται ο ετοιμοθάνατος (οράματα, ακατανόητες λέξεις και φράσεις). Γενικά οι επιθανάτιες στιγ- μές, που ο άνθρωπος βρίσκεται μεταξύ ζωής και θανάτου (βλέπει τον άγ- γελό του, ψυχομαχάει).
Αγιάζι:. Πρωινή ή νυχτερινή δροσιά (ψύχρα) του χειμώνα, κυρίως όταν έχει ξαστεριά.
Αγιαστούρα–ήρα:. Τα αντικείμενα που χρησιμοποιεί ο παπάς, για τον Αγιασμό. Συνήθως μία δέσμη από κλωνάρια βασιλικού και ειδικό δοχείο από άργυρο, που περιέχει Αγίασμα.
Αγιάτικο–η–ο:. Άνθρωπος, ζώο ή αντικείμενο, που είναι αφιερωμένο (ταμένο) σε Άγιο ή σε Ναό (Αγιάτικο καντήλι).
- 251 -
Αγκίδα:. Ακίδα, κομμάτι μυτερού ξύλου ή αγκαθιού, που εισήλθε και παραμένει κάτω από το δέρμα, προξενώντας τοπική μόλυνση.
Αγκλιά:. Διχοτομημένη νεροκολοκύθα, με την οποία αντλούμε ή μεταγ- γίζουμε νερό.
Αγκομαχάω:. Βογκάω από κόπο ή από πόνο.
Αγκορτζά:. Η άγρια αχλαδιά που βγάζει τα αγκόρτζα, που είναι μικρά, σκληρά και ξινόστυφα αχλάδια. Η αγκορτζά άμα εμβολιαστεί, γίνεται κα- νονική αχλαδιά.
Αγκούλα:. Καμπυλωτό ραβδί, που χρησιμοποιούσαν οι τσοπάνηδες. Αλλά και κάθε ραβδί με καμπυλωτή άκρη, που χρησιμεύει για να πιάνου- με αντικείμενα, που δεν τα φτάνει το ανθρώπινο χέρι.
Αγκούσασμα:. Η δυσκολία που παρουσιάζεται στην αναπνοή, από ανε- πάρκεια αέρα, από ασθένεια ή από κόπωση.
Αγκωνάρι:. Μεγάλη πελεκημένη πέτρα, που τοποθετείται στις γωνίες των κτισμάτων.
Αγκωναροδεσιά:. Η σύνδεση των αγκωναριών, στο χτίσιμο του τοίχου στις γωνίες.
Αγκωναρού:. Η κουτσομπόλα, που γύριζε στους δρόμους από γωνιά σε γωνιά, για να μάθει τα νέα του χωριού και να τα μεταφέρει από γειτονιά σε γειτονιά (από αγκωνάρι σε αγκωνάρι, από γωνιά σε γωνιά). Αυτή που τα «πήγαινε και τά ΄φερνε», κατά τη γνωστή έκφραση.
Αγκωνή:. Η γωνία του τζακιού. Στα τζάκια, που η παραστιά προεξείχε από τον τοίχο και υπήρχε χώρος ανοιχτός στα πλάγια. Το λέμε και παρα- γώνι.
Αγλέουρας:. Αγλέουρα λέμε το δηλητηριώδες φυτό, ευφόρβιο το δι- κταδενώδες (γαλατσίδα). Μεταφορικά το λέμε γι΄ αυτόν που τρώει πολύ και τα πάντα, το λαίμαργο (τρώει τον αγλέουρα).
Αγλέφαρος:. Το μέτωπο του προσώπου.
Αγλιά:. Σκελίδα σκόρδου. (πρέπει να βάλεις στο φαΐ και δύο αγλιές σκόρδο).
Αγναντερός:. Αυτός που φαίνεται, απ΄ όπου κι αν κοιτάξεις.
Αγνάντιος:. Αυτός που βρίσκεται αντίκρυ, απέναντι.
Αγρικώ, αγρικάω:. Καταλαβαίνω, νιώθω, αισθάνομαι,(σε αγρίκησα, σε κατάλαβα).
Αδερφομοίρι:. Μερίδιο που προκύπτει από τη μοιρασιά κληρονομιάς ή πατρικής περιουσίας, που γίνεται μεταξύ αδελφών. Αλλά και το περιουσι- ακό στοιχείο, που δεν έχει μοιραστεί ακόμα μεταξύ αδελφών.
Αδράχτι:. Το ξύλο που τυλιγόταν το νήμα, που φτιαχνόταν από το γνέ- σιμο.
Αερικό:. Το φάντασμα, η νεράιδα.
- 252 -
Αερογάμης:. Αρπακτικό πτηνό, είδος γερακιού (κιρκινέζι, κίτσης, κίρ- κος). Επίσης για ανθρώπους, λέμε αυτούς που καυχιούνται για ανύπαρ- κτες ερωτικές επιτυχίες τους.
Αδράχνω:. Πιάνω κάτι με ορμή. Ταρακουνάω κάποιον. Αρπάζω την ευ- καιρία.
Αθαράπαγους:. Ο ανικανοποίητος στη δουλειά και στα πλούτη. Μετα- φορική χρήση της λέξης αθεράπευτος.
Αι –Νικολοβάρβαρα:. Κοινή ονομασία των πρώτων ημερών του Δεκέμ- βρη, κατά τις οποίες γιορτάζονται, η Αγία Βαρβάρα (4 Δεκεμβρίου) και ο Άγιος Νικόλαος (6 Δεκεμβρίου).
Αΐσκιωτος:. Άνθρωπος ασυμπάθιστος, αχώνευτος, άχαρος. Αυτός που δεν εκπέμπει τίποτα, ούτε καν τη σκιά του.
Ακατεχιά:. Φτώχεια, ακτημοσύνη. Έλλειψη γνώσης ή πείρας, γύρω από ορισμένα θέματα.
Ακστέρα:. Η γουστέρα, η σαύρα.
Αλα κάπα:. Μας ήρθαν όλα αντίθετα, ανάποδα (μας πήραν αλα κάπα οι συμφορές), μας πήγανε στραβά. Επίσης οι θεαματικές αλλαγές προς το καλό ή προς το κακό.
Αλαλαή:. Οχλοβοή, θόρυβος από πολύ κόσμο. Η άγρια και δυνατή κραυγή.
Αλαλητό:. Αλαλαγμός, φωνές (τα παιδιά γεμίζουν τον αέρα με το αλα- λητό τους).
Αλαμπουρνέζικα:. Παράξενη, ακατανόητη, ακαταλαβίστικη γλώσσα. Αλαμπρατσέτα:. Πιασμένοι από το μπράτσο. Αγκαζέ.
Αλλαξομηνιά:. Η τελευταία ή η πρώτη μέρα του μήνα. Όταν αλλάζει ο μήνας.
Αλεποτίναγμα (αλποτίναγμα):. Όταν σηκώνω και τινάζω κάτι βίαια στον αέρα. Όταν δέρνω πολύ και γενικά η βίαιη ανατροπή και αιώρηση κά- ποιου πράγματος ή ανθρώπου.
Αλάργα:. Μακριά.
Αλαργεύω:. α) Απομακρύνω κάτι ή κάποιον από κάπου.
β) Απομακρύνομαι από κάποιον ή από κάτι
Αλαργιά–άπλα:. Πολύ πλατιά και μεγάλη έκταση, ανοιχτό μέρος. Απλω- σιά, άνεση, ευρυχωρία.
Αλαργοπεύτω:. α) Πέφτω μακριά, απέχω αρκετά (το σπίτι μου αλαργο- πέφτει από κει που δουλεύω). β) Κάτι που πέφτει κατά αραιά χρονικά δι- αστήματα (το χιόνι αλαργοπέφτει). γ) Είμαι μακρινός συγγενής (αλαργο- πέφτουν, γιαυτό μπορούν να παντρευτούν)
Αλαταριά:. Τόπος που οδηγούν οι βοσκοί τα αιγοπρόβατα, για να τα τα- ΐσουν με αλμυρή τροφή.
- 253 -
Αλαταριές:. Λίθινες πλάκες, βαθουλωτές, βαλμένες σε μικρή απόστα- ση η μια από την άλλη, πάνω στις οποίες οι τσοπάνηδες βάζουν αλάτι με καρπό, για να φάνε τα αιγοπρόβατα, τα οποία μ’αυτόν τον τρόπο διψούν, πίνουν νερό, παχαίνουν, βγάζουν γάλα και νοστιμίζει το κρέας τους. Και πίνοντας νερό τα αιγοπρόβατα έκαναν περισσότερο γάλα. Η τοποθεσία «Αλαταρές», πρέπει να ήταν χώρος που οδηγούσαν τα πρόβατα για το σκοπό αυτό. Άλλωστε η ύπαρξη τέτοιων πλακών (πετρών) ενισχύει την άποψη αυτή.
Αλατερό:. Το σακούλι που έβαζαν το χοντρό αλάτι.
Αλαφροΐσκιωτος:. Σύμφωνα με τη λαϊκή παράδοση, αυτός που βλέπει αόρατες δυνάμεις, πνεύματα, ξωτικά κ.λ.π. Όμως εδώ εννοούμε τον αλ- λοπαρμένο, το χαζό, αυτόν που δυσκολεύεται να επικοινωνήσει με το πε- ριβάλλον του.
Αλέγρα:. Με τη λέξη αυτή, εννοούμε τον άνθρωπο ο οποίος είναι «ανοι- χτός» σε όλα. Δε φυλάγεται, ξοδεύει, διασκεδάζει, συναναστρέφεται κ.λ.π. (το σπίτι μου το χω αλέγρα «ξεκλείδωτο»), (αυτός ξοδεύει αλέγρα «πολλά λεφτά»), (κάνει παρέα αλέγρα με όλο τον κόσμο). Και αλέγρος, λέγεται ο ζωηρός, ο εύθυμος ο «έξω καρδιά» κατά την κοινή έκφραση.
Αλειψό (λειψό):. Το ψωμί που έχει ζυμωθεί χωρίς προζύμη.
Άλειμμα:. Αυτά που μένουν μετά το μαγείρεμα, στο τηγάνι ή στην κα- τσαρόλα και στερεοποιούνται όταν κρυώσουν ή που μένουν στα χέρια μας μετά το φαγητό. (Πλύνε τα χέρια σου να φύγουν τα αλείμματα).
Αλεσιά:. Η μέτρηση αλεσμένης ποσότητας σταριού στο μύλο.
Αλεστικά ή αλεστικό:. Αμοιβή σε χρήμα ή σε προϊόν, που παίρνει ο μυ- λωνάς, για το άλεσμα.
Αλέτρι:. Γεωργικό εργαλείο για το όργωμα
Αλιά:. Αλίμονο.
Αλισβερίσι:. Δοσοληψία, εμπορική συναλλαγή.
Αλισίβα:. Η στάχτη που χρησιμοποιούσαν για τον καθαρισμό των ρού- χων. Μετά το πρώτο χέρι πλυσίματος (συνήθως στο ποτάμι), έβαζαν τα ρούχα σε μια μεγάλη κόφα. Από πάνω τα σκέπαζαν με ένα πανί και έρι- χναν νερό, βρασμένο με τη στάχτη, που πότιζε όλα τα ρούχα μέχρι κάτω. Κάτω έβαζαν τα σκούρα–χρωματιστά και πάνω τα λευκά. Η διαδικασία κρατούσε 1,5 έως 2 ώρες. Στη συνέχεια έπλεναν τα ρούχα, «δεύτερο χέρι» και τελευταίο.
Αλισφάκι:. Το φασκόμηλο.
Αλλιωτεύω:. Κάνω κάτι διαφορετικό από ότι ήταν, το μεταβάλλω. ( Ο ήλιος αλλιώτεψε το χρώμα του φουστανιού σου), (αλλιώτεψες με το νέο σου χτένισμα). Ισχύει όμως και για την αλλαγή συμπεριφοράς. (Από τη μέρα που παντρεύτηκες, αλλιώτεψες).
- 254 -
Αλουσά:. Το να αποφεύγει κανείς το λούσιμο ή να έχει καιρό να λου- στεί.
Αλπότρυπα:. Φωλιά αλεπούς.
Αλύχτισμα:. Το λυπημένο και μακρόσυρτο γαύγισμα του σκυλιού.
Αλωνάρης:. Ο μήνας Ιούλιος.
Αλώνι:. α) Χώρος επίπεδος (ίσωμα), όπου γινόταν η διαδικασία του αλω- νίσματος. (Διαχωρισμός του καρπού από το περίβλημά του). β) Το πλατύ- σκαλο. Μία σκάλα (εξωτερική πάντα), μπορούσε να έχει μέχρι και τρία πλατύσκαλα (αλώνια), το πάνω, το κάτω και το μεσαίο (αν η σκάλα έστρι- βε). Συνήθως όμως, αλώνι έλεγαν το μεσαίο πλατύσκαλο.
γ) Ο κύκλος γύρω από το φεγγάρι. Όταν ο κύκλος ήτανε μουντός (σκού- ρος), αυτό προμήνυε βροχή, όταν ήταν κόκκινος, προμήνυε αέρα.
δ) Το κοίλωμα που δημιουργείται στο ασπράδι του βρασμένου αυγού στο πίσω μέρος. ε)Χώρος του ελαιοτριβείου που έλιωναν τις ελιές, για να βγει το λάδι. Και γενικά κάθε ισάδα που βρισκόταν σε ορεινές περιοχές.
Αλωνιάτικα–αλωνιάτικο:. Η πληρωμή των αλωνιστών σε είδος, αλλά και τα έξοδα του αλωνίσματος γενικότερα.
Αμάκα:. Το να αποκτά κανείς κάτι ή να ζει με έξοδα των άλλων.
Αμάν–Ζαμάν:. Όταν προσπαθώ να κάνω κάτι και δεν μπορώ ή προσπα- θώ να επηρεάσω κάποιον και δεν τα καταφέρνω, χρησιμοποιώ αυτή τη φράση. (Πάλεψα δύο ώρες να τον καταφέρω να μου δώσει εκείνα τα δα- νεικά. Βρε αμάν, βρε ζαμάν, τίποτα).
Αμανάτι:. Παρακαταθήκη, εγγύηση, ενέχυρο.
Αμάργωτος:. Αυτός που δεν κρυώνει.
Αμέτι μουχαμέτι:. Το έβαλε σκοπό, πείσμα. Με το ζόρι. Ντε και καλά. Αμόνι:. Σιδερένια βάση, πάνω στην οποία τοποθετούν πυρακτωμένα σί-
δερα, για σφυρηλάτηση ή άλλα σκληρά μέταλλα, για επεξεργασία.
Άμουρος:. Αυτός που εξαφανίστηκε ή απομακρύνθηκε τρέχοντας. (Πήρε τέτοια τρομάρα, που έγινε άμουρος).
Άμπακος:. Το υπερβολικό φαγητό ή ποτό (τρώει τον άμπακο, πίνει τον άμπακο).
Αμπάρι:. Φτιαγμένο από σανίδες, για να αποθηκεύουν τους καρπούς (γεννήματα). Ήταν χωρισμένο σε διαμερίσματα για να μπαίνουν το σιτά- ρι και το κριθάρι
Αμπάρτζα (αμπάριζα):. Παιδικό παιχνίδι, που παίζεται από δύο αντίπα- λες ομάδες, που κυνηγούν η μία την άλλη. Η κάθε ομάδα έχει το δικό της χώρο (την αμπάρτζα της), που είναι ο ένας στο ακριβώς απέναντι σημείο από τον άλλον. Δικαίωμα να κυνηγήσει έχει το παιδί που έχει ξεκινήσει αργότερα από την «αμπάρτζα» του. Αυτός που ενώ κυνηγιέται από ένα παιδί της αντίπαλης ομάδας, καταφέρει και φτάσει στο χώρο του, αυτο-
- 255 -
μάτως αποκτά το δικαίωμα να γίνει αυτός ο διώκτης. Γι αυτό και η φράση «παίρνω αμπάρτζα κι έρχομαι», που σημαίνει πως έχει το πάνω χέρι, για- τί έχει το δικαίωμα να κυνηγήσει αυτός τον αντίπαλο και κατ΄ επέκταση αυτός που έχει τα στοιχεία εκείνα, που του δίνουν την αίσθηση της υπε- ροχής.
Αμπελιάτικα:. Τα έξοδα για την καλλιέργεια του αμπελιού. Μισθός που δινόταν παλιά στο φύλακα αμπελιών (δραγάτη), από τους ιδιοκτήτες.
Αμπελότοπος:. Περιοχή που τα χώματα ήταν «τραγανά», που δεν κρα- τούσαν δηλαδή νερό, δεν ήτανε «βαρκά», κατά τη συνηθισμένη έκφραση και ήταν ιδανική για φύτεμα αμπελιών.
Αμπλαούμπλας:. Αυτός που μιλάει ή φέρεται άγαρμπα και ανόητα. Αυ- τός που κάνει και λέει σαχλαμάρες. Αλλά και αδέξιος στις κινήσεις του.
Αμπολή:. Το αυλάκι ή το κανάλι, που έφερνε το νερό από το ποτάμι στα περιβόλια για πότισμα.
Αμπουριά:. Στην είσοδο των περιβολιών, των μαντριών, στη στρούγκα, στον τσάρκο και γενικά σε περιφραγμένους χώρους, που διαμόρφωναν οι γεωργοί και οι κτηνοτρόφοι για την εξυπηρέτησή τους, σε ένα σημείο, έστηναν δύο ξύλα για να σχηματιστεί η έννοια της εισόδου και αντί για πόρτα, έβαζαν ξύλα, κλάρες, δεμάτια μικρά, πολλές φορές συναρμολο- γημένα μεταξύ τους, για να κλείνει η είσοδος. Όταν ήθελαν να μπουν ή να βγουν, παραμέριζαν αυτήν την κατασκευή και την τοποθετούσαν πάλι στη θέση της όταν τέλειωναν τη δουλειά τους. Αυτή η κατασκευή και κατ΄ επέκταση η είσοδος του χώρου λεγόταν αμπουριά.
Ανάβαθα:. Όχι βαθιά. Ξεβαθεμένα, ρηχά.
Αναβολιός:.Ο ποντικός του αγρού. Ο αρουραίος.
Αναβροχιά:. Ανομβρία
Αναγκαίος:. Ο απόπατος, το αποχωρητήριο.
Αναγκημένος:. Αυτός που δεν έχει τα απαραίτητα για να ζήσει, άπορος, πολύ φτωχός. Αυτός που υποφέρει από πολύ μεγάλη αρρώστια. Τρελός, ανάπηρος στο μυαλό, βλαμμένος.
Αναγλιτσάζω:. Κάνω κάτι να γλιστράει. Όταν δεν πλένω κάτι καλά και μένουν λιπαρά. Όταν είμαι πολύ άπλυτος και η βρώμα μου γίνεται πιο αι- σθητή, όταν πέσει το νερό πάνω μου.
Ανάμα (Νάμα):. Το κρασί για τη Θεία κοινωνία.
Αναμαλλιασμένος (αναμαλλιάρης):. Αυτός που έχει μπερδεμένα, ανα- κατεμένα και αχτένιστα μαλλιά.
Αναμπουμπούλα:. Φασαρία, ανωμαλία, αταξία.
Αναντάμ, παπαντάμ:. Από πολύ παλιά, από το μακρινό παρελθόν. (Εμείς στην οικογένειά μας είμαστε τσοπαναίοι, αναντάμ παπαντάμ).
Αναπιάνω:. Ανακατώνω το προζύμι με νερό και αλεύρι και φτιάχνω τη
- 256 -
ζύμη του ψωμιού, για να είναι έτοιμη για ζύμωμα, αφού προηγουμένως φουσκώσει (ανεβατίσει).
Ανάριος:. Ο αραιός. Και το επίρρημα ανάρια, σημαίνει αραιά, σε αραιά διαστήματα. (Περπατούν ανάρια–ανάρια), (άπλωσε τα ρούχα ανάρια για να στεγνώσουν εύκολα), (τα σπιτάκια του χωριού ανέβαιναν την πλαγιά ανάρια–ανάρια).
Αναρουφητό:. Αναφιλητό, λυγμός, κλάψιμο με αναστεναγμούς. Και αναρούφηξα, το ηχηρό ή παρατεταμένο ρούφηγμα όταν παίρνω απότομη και μεγάλη χαρά μόλις δω κάποιον (μόλις τον είδε αναρούφηξε).
Ανασακιάζω:. Βάζω κάτι μέσα σε σάκο ή βάζω κάτι από τον ένα σάκο στον άλλον ή σηκώνω έναν μεγάλο σάκο και τον κουνώ, για να «κατακα- θίσει» το περιεχόμενό του.
Ανάστα:. Άνω κάτω, ακατάστατα, ταραγμένα. Μεγάλη σύγχυση, πολυ- θόρυβη φιλονικία. Είναι από τη φράση, Ανάστα ο Κύριος. (Ανάστα έγινε, όταν σηκώθηκαν για χορό και άρχισαν να τα σπάνε), (πιάστηκαν στα χέ- ρια, μπήκαν κι άλλοι στη μέση, ήρθε η αστυνομία, ανάστα έγινε).
Ανασφαή:. Οι χαραμάδες στο πάτωμα, τις πόρτες και τα παράθυρα, αλλά και στη σκεπή πολλές φορές, απ΄ όπου το χειμώνα έμπαινε το κρύο στο σπίτι. (Το κρύο έρχεται σπαθί, απ΄ τις ανασφαές).
Ανάταρα:. Όταν κάτι δεν μούρχεται βολικά. Είναι έξω απ΄ το δρόμο μου ή απ΄ τις συνήθειές μου ή απ΄ τον τρόπο ζωής μου. (Δεν μπορώ να περά- σω από ΄κεί μού ΄ρχεται ανάταρα), ( καλό είναι το μαγαζί αυτό, αλλά εί- ναι λίγο ανάταρα).
Ανατσουτσουρώνομαι:. Η διάθεση για αντίδραση ή επέμβαση, ύστερα από κάποιο ξάφνιασμα, που μας προκάλεσε υπερένταση και έβαλε τις αι- σθήσεις μας σε επιφυλακή. (Μόλις ακούσαμε τις φωνές και τα ποδοβολη- τά, αμέσως όλοι ανατσουτσουρωθήκαμε, καταλάβαμε πως κάτι δεν πάει καλά).
Αναφάνταλος:. Ο πολύ βιαστικός, που τα θέλει όλα και γρήγορα και που πολλές φορές μπερδεύεται από τη βιασύνη του. (Μην τρως αναφά- νταλα, γιατί θα πνιγείς).
Αναχάραγμα:. Λέγεται το αναμάσημα της τροφής που κάνουν τα ζώα. Ο μηρυκασμός. Λέγεται και κοροϊδευτικά για τους ανθρώπους που τρώ- νε πολύ και μετά κάθονται αναπαυτικά ή ξαπλώνουν στο κρεβάτι. ( Έφαγε του σκασμού και τώρα πάει να αναχαράξει).
Αναφοριός ή Μπουχαρί:. Το μέσα μέρος του τζακιού, που περνάει ο κα- πνός, από την παραστιά μέχρι την καπνοδόχο.
Ανεβάτισμα:. Το φούσκωμα του ζυμαριού μετά το ζύμωμα, αν το αφή- σουμε λίγη ώρα.
Ανεβατό (ψωμί):. Ζυμωμένο ψωμί, που είναι ανεβασμένο, που έχει
- 257 -
φουσκώσει.
Ανέδλου (ανέδουλο):. Το καινούργιο ρούχο, που δεν το έχει φορέσει κανένας άλλος. Οτιδήποτε καινούριο (ανέδουλο=δεν έχει δουλευτεί).
Ανέμη:. Έβαζαν το νήμα (σκλείδι), για να το κάνουν στη συνέχεια μα- σούρια.
Ανεμογκάστρι:. Η κατάσταση, κατά την οποία παρουσιάζονται στη γυ- ναίκα συμπτώματα εγκυμοσύνης, χωρίς να είναι έγκυος (ψευδεγκυμοσύ- νη).
Ανεμοδούρα:. Ο ανεμοδείχτης, αλλά και ο άστατος, ο αλλοπρόσαλλος άνθρωπος, ο ευκίνητος, δραστήριος, αυτός που δεν ησυχάζει στιγμή.
Ανεμομαζώματα:. Αποκτήματα από αδικίες ή παρανομίες. Αποκτήματα που σπαταλιούνται εύκολα. (Ανεμομαζώματα, ανεμοσκορπίσματα ή δια- βολοσκορπίσματα).
Ανεμοσκορπίδι:. Αυτό που παρασύρθηκε ή σκορπίστηκε στον αέρα. Περιουσία που ξοδεύτηκε άσκοπα και πολύ γρήγορα.
Ανεμοτουρλίζω:. Παιδεύω κάποιον, τον ταλαιπωρώ, τον βασανίζω, τον τυραννώ, τον ρίχνω κάτω και τον κυλάω στη γη, όπως τον παρασύρει ένας δυνατός άνεμος. (Κάτσε καλά γιατί θα σε ανεμοτουρλίσω).
Ανεμοχαύτω:. Τρώω πολύ γρήγορα και λαίμαργα, χωρίς να μασώ καλά την τροφή, την καταπίνω αμάσητη.
Ανερώτηγα:. Όταν κάνει κάποιος κάτι, χωρίς να με ρωτήσει ή να ζητή- σει την άδειά μου, αλλά και όταν κάνω εγώ κάτι, χωρίς να ρωτήσω ή να ζητήσω την άδεια από κάποιον άλλον. (Γιατί έβαλις τα πρόβατα μες στου χουράφιμ΄ κι τα βόσκσεις ανιρώτγα;).
Ανεχώρηγος:. Αυτός που δεν χωρίστηκε, δεν μοιράστηκε, αυτός που δεν μπορεί να διανεμηθεί. Αυτός που συνδέεται φιλικά στενά με κάποιον άλλον και κάνουν συχνά παρέα. (Αυτοί οι δύο είναι ανεχώρηγοι).
Ανόησα:. Το λέμε σε τρεις περιπτώσεις. α) Κατάλαβα κάτι, αντιλήφθη- κα. β) Για το ξύπνημα. Δεν ανόγαγα (δεν ξυπνούσα), τι ώρα ανόησες; (Τι ώρα ξύπνησες;) γ) Στην εγκυμοσύνη (γκαστριά), όταν η γυναίκα καταλα- βαίνει ότι είναι έγκυος, λέει: «το ανόησα το παιδί».
Αντάμα:. Μαζί.
Ανταμωτό:. Το υφαντό ύφασμα, που είχε τετράγωνα σχέδια. (Καρό). Αντάρα:. Ομίχλη, καταχνιά.
Αντέτι:. Συνήθεια που εκφράζεται ως έθιμο, άγραφος νόμος. (Γιατί το έκανες αυτό; Έτσι για τ΄ αντέτ΄).
Άντζα:. Η κνήμη, η γάμπα και κατ΄ επέκταση ολόκληρο το πόδι. (Αυτό το παιδί θα γίνει πολύ ψηλό, κοιτάξτε τι άντζες που έχει).
Αντί–αντιά:. Εξαρτήματα του αργαλειού, όπου τυλίγεται το νήμα.
Αντριάς:. Παλιά λαϊκή ονομασία του μήνα Νοέμβρη, λόγω της εορτής
- 258 -
του Αγίου Ανδρέου στις 30 Νοεμβρίου.
Αντρομύδα:. Υφαντή κουβέρτα, με πολλά χρώματα και κεντίδια (σχέ- δια). Όλα φτιαγμένα στον αργαλειό.
Αντρομοίρι:. Κληρονομιά χήρας, από την περιουσία του άντρα της. Αντρές:. Η είσοδος, ο προθάλαμος.
Απάγκιο:. Το μέρος που δεν το πιάνει ο αέρας. Το απάνεμο.
Απανταχούσα (πανταχούσα):. Εγκύκλιος του Πατριάρχη, που απευθύ- νεται προς τους απανταχού (παντού) Ορθοδόξους. Η εγκύκλιος του Μη- τροπολίτη ή του Μοναστηριού, προς τους κληρικούς ή ενορίτες τους. Με- ταφορικά σημαίνει την αυστηρή επίπληξη σε κάποιον, γραπτή ή προφο- ρική. (Καλά, συνέχισε εσύ να κάνεις τα ίδια και θα σούρθει καμιά παντα- χούσα να τρίβεις τα μάτια σου).
Απλούμιστος:. Αυτός που δεν έχει στολίδια, που δεν είναι διακοσμημέ- νος με κεντητά σχέδια.
Απαντοχή:. Προσδοκία, υπομονή. Ηθικό ή υλικό στήριγμα. Ελπίδα. Απιθώνω: .Τοποθετώ κάτι, κάπου πρόχειρα.
Άπλωση ή απολυταριά:. Ο μακρύς μοχλός, που περιστρέφει και αμολά- ει το στημόνι, στο πίσω αντί του αργαλειού
Αποβόρι:. Ήπιος ή ελαφρός, ασθενής βορινός άνεμος, που πνέει, ύστε- ρα από άλλον σφοδρό, της ίδιας κατεύθυνσης.
Αποδαύλι:. Κομμάτι ξύλου, που έχει καεί περίπου ως τη μέση. Κού- τσουρο που δεν είναι ολότελα καμένο και αποδαύλια λέμε γενικώς, τα απομεινάρια μισοκαμένων ξύλων.
Αποδιαλεούδια:. Αυτά που μένουν σαν υπόλοιπα, μετά το ξεδιάλεγμα. Άχρηστα αντικείμενα. Αυτά που είναι για πέταμα.
Αποζούμι, (απόζεμα):. Ζουμί που βγαίνει από το βράσιμο, απόβρασμα. Αλλά και ρόφημα φαρμακευτικό, από βότανα βρασμένα.
Αποκόβω:. Απογαλακτίζω.
Αποκούμπι:. Στήριγμα.
Απόμακρα:. Βρίσκομαι πολύ μακριά, είμαι απομακρυσμένος, απόκε- ντρος, παράμερος.
Αποπαίδι:. Το αποκηρυγμένο, αποκληρωμένο παιδί.
Αποπαίρνω:. Επιπλήττω, κατσαδιάζω.
Απόπατος:. Αποχωρητήριο.
Απόπαχνα:. Απόπαχνα έλεγαν ότι έμενε στο παχνί, απ΄ τα άχυρα εκείνα που δεν τα έτρωγαν τα ζώα, όπως π.χ. χοντρά κοτσάνια κ.λ.π. Μεταφορι- κά, απόπαχνα λέγαμε αυτά τα οποία μας έδιναν ή δίναμε εμείς, τα οποία δεν μας ήταν ωφέλημα, δεν μας χρειάζονταν, μας ήταν άχρηστα.
Απόσκιο:. Το μέρος που δεν το χτυπάει πολύ ο ήλιος.
Αποσπόρι, (΄ποσπόρι):. Τελευταίο στη σειρά παιδί, το πιο μικρό απ΄ όλα.
- 259 -
Το στερνοπαίδι, το χαϊδεμένο.
Απουλουιέμαι:. Απαντώ, δίνω εξηγήσεις, δικαιολογούμαι για κάτι. Αραδαμός:. Ο τρυφερός βλαστός του πουρναριού, που βγαίνει την
άνοιξη και είναι πολύ καλή τροφή για τα ζώα.
Αραδαριά:. Προέρχεται από τη λέξη αράδα, που σημαίνει σειρά, αλλά τη χρησιμοποιούσαν μόνο για ακίνητα πράγματα ή ανθρώπους, για να το- νίσουν την ποσότητα. Π.χ. κοιμόντουσαν αραδαριά (ο ένας δίπλα στον άλ- λον). (Μια αραδαριά θημωνιές). ( Έχει μια αραδαριά παιδιά).
Άργασμα:. Η μετατροπή της προβιάς ενός ζώου, σε κατεργασμένο δέρ- μα (βυρσοδεψία). Μεταφορικά σημαίνει και το άγριο ξυλοκόπημα, (κά- τσε φρόνημα γιατί θα στο αργάσω το τομάρι σου).
Αρζάν κοντάν:. Όταν κάποιος εξοφλεί τις οικονομικές του υποχρεώσεις άμεσα, χωρίς καθυστερήσεις και δεν ζητάει διευκολύνσεις όσον αφορά την εξόφληση, οποιασδήποτε αγοράς ή συναλλαγής. (Δεν έχω κανένα πα- ράπονο, με εξόφλησε αρζάν κοντάν).
Αρίδα (η):. Το πόδι. ( Άπλωσε τις αρίδες του και δεν χώραγε να κάτσει κανένας άλλος).
Αρκάτος:. Αυτός που περπατάει πεζός, χωρίς να κρατάει τίποτα στα χέ- ρια του ή να κουβαλάει πράγματα, (τον είδα που περνούσε από δω αρκά- τος). Και κατ΄ επέκταση αυτός που δεν έχει οικογενειακά βάρη, που έχει επάρκεια και άνεση
Αρλούμπα:. Κουταμάρα, ανόητη κουβέντα.
Αρμάθα ή αρμαθιά:. Ότι ήταν περασμένο μέσα από κλωστή. Συνήθως ξερά σύκα, αλλά μερικές φορές και τα αύγαρα (καταπολεμούσαν την ευ- κοίλια), που ήταν σαν μικρά μούσμουλα.
Αρμακάς:. Σωρός λιθαριών, ο οποίος σχηματίζεται, καθώς βγάζουν τα λιθάρια από το χωράφι που πρόκειται να καλλιεργηθεί. Τοίχος χωρίς συν- δετική ύλη, που χρησιμοποιείται για τη στήριξη χωμάτων. Αλλά και γενι- κά, σωρός από πέτρες, οπουδήποτε κι αν βρίσκονται.
Αρουλιέμαι (΄ρλιέμαι):. Ουρλιάζω.
Αρνάδα:. Χρονιάρα προβατίνα που κρατήθηκε για αναπαραγωγή. Αντί- στοιχα, κατσικάδα για τα γίδια.
Αρνός:. Το άγριο σύκο από την αγριοσυκιά.
Άρτσι μπούρτσι:. Χωρίς τάξη, ακατάστατα, χωρίς κανένα έλεγχο, ανά- κατα, φύρδην μίγδην, μαλλιά κουβάρια, σαν της τρελής τα μαλλιά κ.λ.π. Επίσης η εβδομάδα πριν τις απόκριες, που οι Αρμένιοι νηστεύουν το Τε- τραδοπαράσκευο, ενώ οι Ορθόδοξοι όχι. Στη Στενή τη συγκεκριμένη εβδομάδα την αποκαλούσαν «χαρτς μπουρτς» (από το άρτσι μπούρτσι)
Ασίκης:. Αυτός που έχει ωραία κορμοστασιά, λεβεντόπαιδο, παλικάρι και έχει ερωτικές σχέσεις. Ο αγαπητικός, ο εραστής, Αλλά και ο γενναιό-
- 260 -
ψυχος, ο φιλότιμος, ο μπεσαλής.
Ασκιβάριστος:. Αυτός που δεν έχει σεβασμό προς τους άλλους, που μι- λάει αστόχαστα, χωρίς νόημα και σειρά. Γενικά ο άνθρωπος που τον δια- κατέχει προχειρότητα και ανοικοκυρωσύνη στα λόγια, στις πράξεις, στο ντύσιμό του κ.λ.π.
Ασλάνι:. Άνθρωπος γερός και δυνατός. Ρωμαλέος, υγιής.
Άσογος:. Αυτός που δεν κατάγεται από καλό σόι, από ευγενική, σπου- δαία γενιά, αλλά και μεταφορικά ο χυδαίος, ο τιποτένιος, ο ευτελής.
Ασπροβασίλικα:. Τα μεγάλα πράσινα σύκα.
Αστοχάω:. Δεν θυμάμαι, ξεχνάω.
Αστρέχα:. Στεγασμένος χώρος, όπως τα σκέπαστρα με κεραμίδια στα χαγιάτια. Πρόχειρα υπόστεγα ή οι χώροι κάτω από τα μπαλκόνια μας. Οπουδήποτε δηλαδή μπορεί να προστατευτεί κανείς από βροχή και γε- νικά κακοκαιρία. Και στρεχιάζω, καλύπτομαι σε ώρα ανάγκης κάτω από αστρέχα.
Ατέμης:. Προέρχεται από τη λέξη άτιμος. Βέβαια εδώ δεν σημαίνει τον ανυπόληπτο, τον προσβλητικό και ότι έχει σχέση με την ατιμία, αλλά αυ- τόν που είναι ισχυρογνώμονας, οξύθυμος και δε βάζει «νερό στο κρασί του». Γενικά αυτός που δεν μπορείς να του έχεις και πολύ εμπιστοσύνη.
Ατσαλιάρης:. Ο βρώμικος, ο ακατάστατος. Επίσης αυτός που κάνει πρά- ξεις ή λέει λόγια σχετικά με το sex. (Αυτός λέει όλο άτσαλες κουβέντες).
Ατσούμπαλος:. Ο ατημέλητος, ο κακοφτιαγμένος, ο μη αρμονικός σε κινήσεις και συμπεριφορά.
Αύγαρα:. Φρούτα που είχαν το μέγεθος μιας μεγάλης ελιάς, αλλά ήταν στρογγυλά, είχαν χρώμα πορτοκαλοκίτρινο και καταπολεμούσαν τη διάρ- ροια.
Αυδά:. Αυτού ακριβώς. Σ΄ αυτό το σημείο. ( Όταν πέρασις, ιγώ κάθουμ- ταν αυδά). (Αυδά είχα πιρδικλουθεί κι στραμπούλξα του πουδάριμ).
Αυγατίζω–αυγαταίνω:. Αυξάνω κάτι, πολλαπλασιάζω. (Αυγάτισε η πα- ραγωγή), (μου αυγάτισαν το μεροκάματο).
Αφερίμ:. Εύγε, μπράβο, ζήτω. Τούρκικη λέξη, που τη χρησιμοποιούσαν. Αφτάρωμα:. Όταν στήνουμε το αυτί μας για να ακούσουμε συζητήσεις
που γίνονται γύρω μας, κάνοντας τάχα τον αδιάφορο ή όταν κάποιος ύπο- πτος θόρυβος μας αναγκάζει να θέσουμε σε λειτουργία την ακοή μας, για να εντοπίσουμε από πού έρχεται και πιθανόν τι είναι. (Βήματα ανθρώπων, σφύριγμα φιδιού, νιαούρισμα γάτας κ.ο.κ.)
Άφτουρος:. Αυτός που δεν φτουράει, δεν επαρκεί.
Αχαΐρευτος:. Αυτός που δεν πρόκοψε, ούτε προόδεψε, που δεν έκα- νε χαΐρι (προκοπή). Αυτός που δεν έχει τη δυνατότητα, ούτε τις ικανότη- τες να προοδεύσει, (έχω και εκείνον τον αχαΐρευτο, που δεν φελά τίπο-
- 261 -
τα). Δεν έχει την ικανότητα να κάνει κάτι σωστό, δεν μπορεί να καταπια- στεί με κάτι στα σοβαρά. Αλλά και ο άτυχος, ο κακορίζικος.
Αχαμνά:. Τα ανδρικά γεννητικά όργανα, αλλά και κάθε αρσενικού ζώου. Αχαμνός–αχάμνιας:. Αδύνατος στο σώμα, λιγνός. Που δεν έχει ζωντά-
νια. Ασθενικός, άπαχος, ξερακιανός, πεινασμένος. Αν θέλουμε να ειρω- νευτούμε κάποιον για την κατάντια του λέμε, «πως κατάντησες έτσι βρε αχάμνια;».
Αχμάκης:. Πολύ αφελής, αμόρφωτος, απλοϊκός, βλάκας, που το μυαλό του λειτουργεί αργά.
Αψώμοτος:. Άνθρωπος, ζώο, ή φυτό, που δεν είναι στις φυσιολογικές του διαστάσεις. Αλλά και όταν δεν είναι ακόμα σε ηλικία ωρίμανσης. (Τα στάχυα δεν ψωμώσανε ακόμα), (τι περιμένεις, μικρό παιδί, αψώμοτο εί- ναι ακόμα).
Β
Βάκρινα:. Άσπρο πρόβατο, που είχε μαύρο πρόσωπο, με λίγες άσπρες τρίχες και αραιά μαύρα σημάδια στο υπόλοιπο κορμί του.
Βαλάντωμα:. Καημός, παίδεμα, μπαΐλντισμα, λύπη, θλίψη. Σωματική και ψυχική υπερκόπωση. (Τίποτα δεν μπορεί να δώσει χαρά στην βαλα- ντωμένη του ψυχή), (βαλάντωσε από την σκληρή δουλειά), (τον βαλάντω- σε η αγάπη).
Βαλμάς:. Ο προμηθευτής αλόγων ή μουλαριών ή ενοικιαστής τους, για αλωνισμό. Εδώ όμως, βαλμάς, λεγόταν αυτός που αλώνιζε, δηλαδή αυτός που καθοδηγούσε το άλογο και πατούσε πάνω στο «ντουέν», για να αλω- νιστούν τα στάχυα. Βαλμάς επίσης λεγόταν και αυτός που καθοδηγούσε τα ζώα στο λιοτρίβι, για το λιώσιμο των ελιών.
Βαρβάτος:. Αυτός που είναι σεξουαλικά πολύ ικανός ή έχει έντονη σε- ξουαλική ορμή και διάθεση, (ισχύει και για τα ζώα). Κατ΄ επέκταση, βαρ- βάτο λέμε και τον άνθρωπο το δραστήριο, τον ικανό, το δυνατό, τον άξιο. Ειρωνικά το λέμε και γι αυτούς που υπερηφανεύονται για τη σεξουαλική τους δράση, (για κοιτάξτε ρε παιδιά ένα βαρβάτο). Για παιδιά, στην ηλι- κία που αρχίζουν να γίνονται άνδρες. (Κοίτα καμώματα το βαρβατσέλι).
Βαρβατίλα:. Η κακοσμία των τράγων, κατά την περίοδο του οργασμού ή και για ανθρώπους, με έντονη σεξουαλική διέγερση.
Βάρδα:. Πρόσεχε, φυλάξου. (Σε αγαπώ, σε εκτιμώ, αλλά βάρδα μη με πειράξεις).Τη χρησιμοποιούσαν επίσης παλιά, αυτοί που έβγαζαν πέτρα στα νταμάρια. Αφού άνοιγαν την τρύπα στην πέτρα χτυπώντας την με το λοστάρι και έβαζαν μέσα τα εκρηκτικά, έβγαιναν στον κοντινότερο δρό- μο ή μονοπάτι και φώναζαν «Βάρδα φουρνέλο» και έτσι σταματούσαν οι περαστικοί μέχρι να γίνουν οι εκρήξεις.
- 262 -
Βαρδάρι:. Το ξύλινο εξάρτημα του αλευρόμυλου, που κανονίζει την πτώση του γεννήματος στη μυλόπετρα.
Βαρκό:. Λέμε το μέρος εκείνο, που τα χώματά του είναι πολύ υγρά, βου- λιάζουν και δεν μπορεί να γίνει σωστά και με άνεση, οποιαδήποτε γεωρ- γική εργασία. Το φαινόμενο αυτό παρατηρείται μετά από βροχές. (Αυτό το χωράφι είναι βαρκό), (τα χωράφια σ΄ αυτή την περιοχή είναι βαρκά).
Βάσκαμα:. Το μάτιασμα
Βάτεμα:. Η ερωτική πράξη, για αναπαραγωγή των οικόσιτων ζώων, προ- βάτων, κατσικιών κ.λ.π.
Βαταλαλάω:. Όταν φλυαρώ για πολύ ώρα, με δυνατή φωνή, κυρίως σε χώρους εκτός σπιτιού και ιδιαίτερα σε αγροτικές περιοχές. Στα χωράφια, στα αμπέλια, στις ελιές κ.λ.π. ( Όλο το χωριό είχε πάει να μαζέψει ελιές και βαταλάληξε όλη η ρεματιά), (η γειτονιά βαταλαλούσε από το παιδο- μάνι).
Βεδούρα (βεδούρι):. Ξύλινο δοχείο για το γάλα.
Βεζύρης:. Παιδικό παιχνίδι, που παιζόταν με τον αστράγαλο (κότσι) του αρνιού, του κατσικιού ή του γουρουνιού.
Βελάνι:. Το βελανίδι.
Βελέντζα:. Μάλλινο χοντρό κλινοσκέπασμα.
Βερβέριξα-βερβερίζω:. Κλαίω γοερά, με γρήγορα και απανωτά αναφι- λητά, μέχρι εξάντλησης. (Βερβέριξα απ΄ το κλάμα), (δώσε μία καραμέλα στο παιδί, δεν βλέπεις ότι βερβέριξε;). Αλλά και όταν νιώθω το σώμα μου μουδιασμένο.
Βερέμης:. Ο ασθενικός, ο φθισικός, αλλά και ο ανάποδος, ο κακότρο- πος, ο μουρμούρης, ο γκρινιάρης.
Βερέμι:. Η φυματίωση αλλά και η μεγάλη στεναχώρια. ( Έχει μαράζι στην καρδιά και στην ψυχή βερέμι).
Βζαγκανάω:. Εκτινάσσω κάτι με δύναμη, αφού προηγουμένως το περι- στρέφω με το χέρι μου πολλές φορές, για να αποκτήσει επιτάχυνση.
Βίγλα:. Ψηλό σημείο, απ΄ όπου μπορεί κανείς να βλέπει μακριά. Σκο- πιά, φυλάκιο.
Βιτούλι:. Το κατσίκι, που δεν έχει συμπληρώσει ακόμα ένα χρόνο ζωής. Βίτσα:. Η βέργα.
Βλάμης:. Σύντροφος, ανδρείος, αδελφοποιτός. Κατ΄ επέκταση ερα- στής, αγαπητικός, αλλά και καβγατζής, ψευτοπαλληκαράς.
Βλαροπάιδα:. Τα 3-4 κάτω πλευρά, που το μεγαλύτερο μέρος τους απο- τελείται από χόνδρους και όχι από οστά.
Βλαρός-η-ο:. Βλαρό λέγαμε οτιδήποτε ήταν μαλακό και φρέσκο. Ιδιαί- τερα όμως το τυρί, τα χορταρικά και τα περιβολικά. (βλαρό τυρί, βλαρά φασολάκια κ.λ.π.)
- 263 -
Βολά:. Αντί για τη λέξη φορά, λέγανε βολά. Π.χ. μια βολά, δυο βολές κ.λ.π.
Βολή:. Όταν είναι έτσι τακτοποιημένα τα πράγματα, ώστε να γίνονται οι δουλειές με ευχέρεια, με λίγο κόπο και καλύτερα. (Εγώ δεν μπορώ να πλύνω εδώ, θα πάω σπίτι μου, που έχω τη βολή μου).
Βολοδέρνω:. Προσπαθώ με χτυπήματα, να σπάσω τους χωμάτινους βό- λους στο χωράφι κατά τη διάρκεια του οργώματος. Επίσης, για ανθρώ- πους, σημαίνει την ταλαιπωρία, γυρνώντας από εδώ κι από εκεί, για να διεκπεραιώσουμε μια δουλειά και τις περισσότερες φορές δεν τα κατα- φέρνουμε.
Βορδόλακας:. Ο βρικόλακας. Μεταφορικά, ο στριμμένος, ο ιδιότροπος, ο κακός άνθρωπος.
Βοτανίζω-βοτάνισμα:. Ξεχορταριάζω σπαρμένο χωράφι. Το λέμε και ξεβοτάνισμα.
Βούζος:. Παιδικό παιχνίδι, όπου περνούσαν μία χοντρή κλωστή μέσα από τις τρύπες ενός μεγάλου κουμπιού, με τέτοιο τρόπο, ώστε όταν τέ- ντωναν το σκοινί και με τα δυο τους χέρια, το κουμπί γύριζε τόσο γρήγο- ρα, που έκανε έναν αρκετά αντιληπτό θόρυβο, (βούιζε).
Βουκολιό:. Τόπος όπου βόσκουν βόδια, αλλά και μάντρα για τα βόδια. Στη Στενή το λέγανε και βρουκολιό.
Βουνιά:. Τα κόπρανα των βοοειδών.
Βουρδούνες:. Κοκκινόχρωμες γραμμές στο κορμί του ανθρώπου, που έμοιαζαν σαν να είχαν αποτυπωθεί από χτυπήματα βούρδουλα ή βέργας. Στην πραγματικότητα όμως, επρόκειτο για εξανθήματα του δέρματος, ενώ κατά τη γνώμη των γονιών μας και γενικά των μεγαλύτερων «ειδικών επί ιατρικών θεμάτων», σίγουρα μας είχε περπατήσει κάποιο «μπορμπό- τσι».
Βουρλίζομαι:. Περιστρέφομαι σαν σβούρα, βρίσκομαι σε έξαλλη κατά- σταση και γενικώς θυμώνω.
Βραϊά, (βραγιά). Βραϊές:. Αυλάκια που διαμόρφωναν με την τσάπα στα περιβόλια και μέσα σ΄ αυτά φυτεύονταν τα «περιβολικά», για να διευκο- λύνονται στο πότισμα.
Βρακοζώνα:. Κορδόνι με το οποίο συγκρατείται η βράκα ή το βρακί, αφού περάσει μέσα από το στρίφωμα της βράκας στο πάνω μέρος.
Βρετίκι–βρετίκια:. Αμοιβή, που προσφέρεται σ΄ αυτόν που βρίσκει και παραδίδει χαμένα αντικείμενα.
Βρεχτούρα:. Το μέρος που παραμένει μουσκεμένο, νοτισμένο, μετά από βροχή, για περισσότερο χρονικό διάστημα σε σχέση με άλλα μέρη. (Μην πας από αυτό το δρόμο, γιατί έχει βρεχτούρα), (πάμε σήμερα να βγάλουμε τα παλούκια από το φράχτη, γιατί έχει βρεχτούρα και θα βγουν
- 264 -
πιο εύκολα). Το λένε και Γλάρα.
Βρίζα:. Σίκαλη, είδος δημητριακού.
Βρισκόμενο–βρισκούμενα:. Ότι βρίσκεται, ότι υπάρχει. (Κάτσε να φάμε, όχι ευχαριστώ, να μην σας βάζω σε κόπο. Μα τι κόπο; Να, από τα βρισκούμενα).
Βρονταλίδι–βρονταλίδια:. Παιχνίδια για μωρά. Ιδιαίτερα αυτά που πα- ράγουν ήχους. Κουδουνίστρες.
Βρούβες:. Η κοινή ονομασία όλων των ειδών αυτοφυών άγριων χορ- ταρικών, που μαζεύουμε και τρώμε, όπως τα θανασάκια, καυκαλίθρες, ζογκιά, ραδίκια, κοκκινοράδικα, λαψάνες, σκυλόβρουβες, ρεπανίθρες, ψωμάκια, λάπατα, πικραλίθρες, ρόκα, γαλατσίθρες, μάραθα, βοϊδόγλωσ- σες, κατσικοπόδαρα, βλήτα κλπ.
Βρόχι–αβρόχι:. Θηλιά από τρίχες αλογοουράς, με την οποία πιάνονται πουλιά ή άλλα θηράματα από το λαιμό. Παγίδα, δίχτυα. (θα στήσω αβρό- χια στα βουνά. Δημοτικό τραγούδι). Μεταφορικά και το σαγηνευτικό θέλ- γητρο γυναίκας.
Βρωμούσα:. Το έντομο δυνδρεοκόρις, που έχει χρώμα πράσινο και κα- ταστρέφει τα κηπευτικά, (φασόλια, ντομάτες κλπ), που αν την σκοτώσεις (λιώσεις), εκπέμπει μία δυσοσμία. Είναι όμως και ονομασία διαφόρων δύ- σοσμων φυτών.
Βτσέλα, (βουτσέλα):. Ξύλινο δοχείο για νερό, που το έπαιρναν μαζί τους στο χωράφι. Χωρητικότητα πέντε έως δέκα κιλά. Ήταν στρογγυλό και οι δύο πλάγιες πλευρές του επίπεδες, σε σχήμα κύκλου. Είχε δύο λα- βές που ενώνονταν με σχοινί, για να κρεμιέται στο σαμάρι του μουλαριού ή του γαϊδουριού.
Γ
Γαζέτα:. Κέρμα ή κέρματα μικρής αξίας. Λιανά, λιανώματα. (Μάζεψα όλα τα γαζέτα μου και δε μου φτάσανε να αγοράσω ούτε ένα κουτί τσι- γάρα).
Γαϊδουροκλίστρα:. Ανοιχτός χώρος, όχι πολύ μεγάλος, που με το ζόρι χωράει να κυλιστεί ένα γαϊδούρι. Το λέμε και ειρωνικά για κάποιον, που έχει χωράφι ή χωράφια μικρής έκτασης. (Σιγά τα μιγάλα΄ χουράφια που εχ΄ αυτός, κατ΄ γαϊδρουκλίστρις είνι).
Γαϊτάνι:. Έντεχνα πλεγμένο κορδόνι με μεταξωτές κλωστές (κοτσίδα) ή και μάλλινο ή βαμβακερό, που στόλιζε τα ρούχα στο κάτω μέρος των μα- νικιών και στον ποδόγυρο.
Γαλανή:. Ζιζάνιο των σπαρτών, που είναι σαν μικρός θάμνος, με ψιλά φύλλα σαν του δεντρολίβανου, αλλά πιο ξανθά και βγάζει λουλουδάκια μοβ.
- 265 -
Γαλάρι:. Το μικρό αρνί, που ακόμα θηλάζει.
Γαλάριο–γαλάρια:. Η κατσίκα ή προβατίνα, που κάνουν πολύ γάλα. Γαλί:. Το μικρό πουλί της ινδικής όρνιθας, μικρός γάλος ή διάνος. Μετα-
φορικά ο κουτός, αυτός που τον κάνουνε οι άλλοι ότι θέλουνε.
Γάλια:. Αγάλι, αγάλια, σιγά-σιγά, αργά-αργά, βαθμιαία, σταδιακά.
Γαλιφιά:. Καλόπιασμα, κομπλιμεντάρισμα. Και γαλίφης, αυτός που κα- λοπιάνει, που κομπλιμεντάρει τους άλλους, επιδιώκοντας κέρδος ή άλ- λου είδους ωφέλεια.
Γάμπρισμα:. Το ψάξιμο για νύφη ή γαμπρό. Και γαμπρίζω, όταν αρχίζω να ψάχνω για νύφη, αφήνοντας να δημιουργείται η εντύπωση στο περι- βάλλον μου, ότι θέλω να παντρευτώ. Το ίδιο βέβαια ισχύει και για τα κορί- τσια, για αναζήτηση γαμπρού. Γάμπρισμα όμως σήμαινε και αυτό που σή- μερα ονομάζουμε «φλερτ». (Ο Θανάσης γαμπρίζει με τη Βαγγελιώ).
Γανίλα:. Αγανωσιά, σκουριά.
Γαργάρι:. Η απόλυτη καθαριότητα. Το πεντακάθαρο και διαυγές νερό. Οτιδήποτε έχει πλυθεί και έχει καθαριστεί τέλεια. (Εδώ πιο πέρα είναι μια πηγή που έχει ένα νερό γαργάρι), (έπλυνα τα ρούχα και τα έκανα γαρ- γάρι).
Γαριάζω–γάριασμα:. Βρωμίζω, λερώνω, γλιτσιάζω, από κακό πλύσιμο. Γαρλαύτης ή γκαρλιάφτης:. Αυτός που έχει μεγάλα (γαϊδουρίσια) αυ-
τιά.
Γάστρα:. Έχει σχήμα κώνου. Είναι μεταλλικό κατασκεύασμα. Χρησιμο- ποιείται για το ψήσιμο φαγητών στο τζάκι.
Γατσιάζω ή κατσιάζω:. Καταστρέφω, χαλάω την καλή και δροσερή όψη κάποιου. Είμαι σε καχεκτική κατάσταση από υποσιτισμό. Ζουριάζω, μα- ραγκιάζω.
Γγιάω:. Αγγίζω, ακουμπάω, (μη με γγιας), (αν τολμάς γγιάξε με και θα δεις τι έχεις να πάθεις).
Γέννημα-γεννήματα:. Η σοδειά του γεωργού. Οι καρποί. Σιτάρι, κριθά- ρι, καλαμπόκι κλπ.
Γεράνιος–α–ο:. Αυτός που έχει βαθυγάλαζο χρώμα, ο μαβής, ο μπλά- βος.
Γεροκόμι ή γεροκόμισμα:. Η περιποίηση γερόντων, η περίθαλψή τους. Η ανάληψη της υποχρέωσης συντήρησης και μέριμνας για τους γέρους. (Το σπίτι θα το γράψω, σ΄ αυτόν που θα με γηροκομήσει).
Γεροντομοίρι:. Περιουσιακά στοιχεία, που οι γέροι γονείς, μετά το μοί- ρασμα της περιουσίας τους στα παιδιά τους, κρατούν αποκλειστικά για δική τους συντήρηση.
Γιαβάς–γιαβάς:. Σιγά–σιγά, λίγο–λίγο, με πολύ αργό ρυθμό, νωχελικά. Γιάντες:. Παιχνίδι. Κάτι σαν στοίχημα μνήμης, σύμφωνα με το οποίο
- 266 -
νικά, όποιος πριν πάρει οτιδήποτε απ΄ τα χέρια του συμπαίκτη του, δεν ξεχνά να υπενθυμίζει το στοίχημα, λέγοντας, «το ξέρω» ή «το θυμάμαι». Ενώ χάνει αν δεν πει τίποτα και ο άλλος του πει «γιάντες». Αυτό το παιχνί- δι μπορεί να κρατήσει πολλές μέρες, μέχρι ο ένας από τους δύο, να ξεχα- στεί και να χάσει.
Γιατάκι:. Μέρος στο οποίο ξαπλώνει κανείς για να κοιμηθεί. Στρώμα, κρεβάτι. Τόπος διαμονής, κατάλυμα, καταυλισμός.
Γιδαραίοι ή γιδάρηδες:. Οι τσοπάνηδες που έτρεφαν αποκλειστικά μόνο γίδια.
Γινάτι:. Πείσμα. Διάθεση για αντεκδίκηση. Μίσος.
Γιόμα:. Μεσουράνημα ήλιου. Το μεσημέρι.
Γιομάτισα:. Έφαγα για μεσημέρι.
Γιομίδια:. Τα γεμίσματα, π.χ. τα κουρέλια, τα αποφόρια που τα έβαζαν στα στρώματα και στα μαξιλάρια.
Γιορντάνι:. Περιδέραιο με ακριβά νομίσματα (φλουριά). Αλλά και κε- ντητά σιρίτια, στα γυναικεία ρούχα.
Γιόρτιασμα:. Το φαγητό που φτιάχνει η εκκλησία και που προσφέρεται στους πιστούς, μετά το τέλος της Θείας Λειτουργίας, κυρίως όταν γιορ- τάζουν τα εξωκλήσια. Γιόρτιασμα μπορούν να προσφέρουν και οι πιστοί, επειδή γιορτάζουν ή επειδή έχουν κάνει κάποιο τάμα.
Γιούκος:. Τα τακτοποιημένα μάλλινα ρούχα του σπιτιού, το ένα πάνω στο άλλο, κυρίως κλινοσκεπάσματα και κλινοστρωμνές (βελέντζες, πευ- κιά, τσέργες, σεντόνια κ.λ.π.).
Γιουρούκης:. Και γιουρούκος ή γιορούκος και το θηλυκό γιουρούκα και γιουρούκισσα. Απολίτιστος, άξεστος, νομάς, τσιγγάνος.
Γιουρούκια:. Ορδές βαρβάρων, που κάνουν εφόδους για λεηλασία. Στί- φη, μπουλούκια.
Γιουρούσι:. Επίθεση, έφοδος κατά την ώρα της μάχης.
Γκαβελίνα:. Το περίττωμα των ζώων, (αλόγων, μουλαριών, γαϊδάρων). Γκάβος:. «Αυτός δεν παίρνει γκάβο» λέμε για κάποιον που δεν καταλα-
βαίνει. «Πήρες γκάβο;» λέμε σε κάποιον για να βεβαιωθούμε αν κατάλα- βε. Η φράση λοιπόν αυτή υποκαθιστούσε τη λέξη «κατάλαβες». Φυσικά αυτή η στιχομυθία ήταν μεταξύ φίλων, είτε σε κατάσταση αντιδικίας και συναισθηματικής φόρτισης.
Γκαβός ή γκαϊδός:. Αυτός που δεν βλέπει καλά. Που βλέπει λοξά. Ο αλ- λήθωρος.
Γκαλιούρ:. Γκαλιούρια, λέγαμε τα γαϊδούρια, που είχαν πρόβλημα με τα μάτια τους. Που δε βλέπανε καλά ή ήταν αλλήθωρα, γκαΐδά, που έπασχαν από στραβισμό. Με διάθεση ειρωνείας, αποκαλούσαν έτσι τους ανθρώ- πους που έπασχαν από την ίδια πάθηση, για να τους υποτιμήσουν ακόμη
- 267 -
περισσότερο.
Γκανιάζω:. Υποφέρω από αίσθημα δίψας. Ταλαιπωρούμαι, υποφέρω, ώσπου να κατορθώσω κάτι. (Τι κακό με σένα, γκάνιασα μέχρι να σε κάνω να με πιστέψεις).
Γκαρδαμώνω-γκαρδάμωσα:. Όταν αναλαμβάνω δυνάμεις μετά από αρ- ρώστια ή οποιαδήποτε σωματική καταπόνηση. ( Έπαιρνε τα φάρμακά του, έτρωγε καλά και σιγά σιγά γκαρδάμωσε). (Γύρισα από το χωράφι κουρα- σμένος, ξεκουράστηκα λίγο, έφαγα και γκαρδάμωσα).
Γκαρωμένος-γκαρωμένο:. Όταν κάποιος ή κάτι, δεν έχει φυσιολογική ανάπτυξη. Για ανθρώπους, ο ισχνός, ο αδύνατος. Για φυτά και δένδρα, αυτά που δεν έχουν την κανονική ανάπτυξη. Εκείνα που δίνουν λίγο ή καθόλου καρπό.
Γκαστριά:. Το χρονικό διάστημα της εγκυμοσύνης μιας γυναίκας και γκάστρωμα, το να μείνει μια γυναίκα έγκυος. Η σύλληψη, η εγκυμοσύνη, η γονιμοποίηση και γκαστρώνω, καθιστώ μία γυναίκα έγκυο.
Γκελώνω, γκελώνομαι, γκελώθηκα:. Τρυπήθηκα από κάτι αιχμηρό ή από χόρτα (τσουκνίδες κ.λ.π.).
Γκεσέμι ή γκιοσέμι:. Κριάρι που προπορεύεται σ΄ ένα κοπάδι, ως οδη- γός του.
Γκέτα:. Στρατιωτικό μάλλινο εξάρτημα, με το οποίο τυλίγεται το πόδι, από τον αστράγαλο ως το γόνατο, αλλά και δερμάτινο επικάλυμμα των ποδιών. Η λέξη υιοθετήθηκε στο λεξιλόγιο της περιοχής, μετά τους πολέ- μους του 1912.
Γκιζερίζω:. Γυρίζω εδώ κι εκεί.
Γκιργκιφίσσα:. Οι παραδοσιακές γυναικείες φορεσιές, στην περιοχή μας.
Γκιόσα:. Γίδα με μαύρη ράχη και μαύρα πλευρά, άσπρη κοιλιά και άσπρες αράδες στο πρόσωπο. Αλλά και γερασμένη κατσίκα, που έχει πά- ψει να γεννά.
Γκλάβα:. Ειρωνική ονομασία του κεφαλιού αλλά κυρίως του εγκέφα- λου. (Δεν κόβει η γκλάβα του).
Γκλαμούρα:. Όταν διάφορα φυτά, αλλά κυρίως η φάβα ή ο βίκος, γίνο- νταν πολύ ψηλά, 1-1,5 μέτρα περίπου, με πολλά και μεγάλα φύλλα, χωρίς παράλληλα να έχουν και τον ανάλογο καρπό, λέγανε ότι «το φυτό έκανε γκλαμούρα».
Γκλιτσα ή αγκλίτσα:. Είδος ραβδιού που χρησιμοποιούν οι κτηνοτρό- φοι, με πρόσθετη λαβή και διακοσμημένη. Την χρησιμοποιούσαν οι προ- βαταραίοι. Οι γιδαραίοι είχαν το ραβδί.
Γκμούλα:. Κομμάτι από σκληρό χώμα, αλλά και κάτι που χωράει σε μια χούφτα και από το σφίξιμο ή από τη θερμοκρασία ή από άλλους λόγους
- 268 -
έχει γίνει ένα σώμα. (Μία γκμούλα ξινοτύρι). Επίσης όταν κάποια φαγητά δεν είχαν ανακατευτεί καλά στο βράσιμο, όπως ο τραχανάς, η μανέστρα κ.α. κολλούσαν μεταξύ τους και δημιουργούσαν συμπαγή κομμάτια. (σή- μερα ο τραχανάς ήταν γεμάτος γκμούλες).
Γκουμούλι:. Το μικρό τενεκεδάκι που έβαζαν οι ρετσινάδες στο πελε- κημένο πεύκο, για να συγκεντρώνεται εκεί η ρετσίνα.
Γκόθρωνας:. Μαντήλι που έβαζαν οι γυναίκες στο κεφάλι, για να στηρί- ζεται πιο εύκολα η μπόλια.
Γκουντζό ή γκουντζά:. Αυτοφυή πολυετή φυτά, που μοιάζουν με το θυ- μάρι αλλά είναι λίγο μεγαλύτερα. Βγάζουν ένα κίτρινο λουλούδι, που εί- ναι καλή βοσκή για τις μέλισσες. Φυτρώνει παντού και ιδίως σε ακαλλιέρ- γητα, παρατημένα χωράφια (μπαΐρια).
Γκούσα:. Ο πρόλοβος των πτηνών. Εκεί αποθηκεύονται οι τροφές που έχει φάει το πτηνό, πριν αρχίσει η διαδικασία της χώνευσης.
Γκουσομανάω:. Βαριανασαίνω.
Γλαρώνω:. Καταλαμβάνομαι από υπνηλία. Νυστάζω. Και γλάρωμα, η τάση για ύπνο.
Γληγόρα:. Η κανονική σήτα για το αλεύρι. Συνήθως «σήτα» αποκαλού- σαν την πολύ ψιλή, που κοσκίνιζαν το αλεύρι για τα πρόσφορα.
Γλίτσα:. Λιπαρή ή κολλώδης ακαθαρσία, αργιλώδης πηλός, χοιρινό λί- πος κ.α.
Γλιτσάζω:. Σχηματίζω στρώμα λίπους, έχω υπολείμματα λίπους, σχημα- τίζω γλιστερή επιφάνεια. Είμαι ρυπαρός, ακάθαρτος.
Γλωσσίδι:. Οτιδήποτε μοιάζει στο σχήμα με τη γλώσσα. Μακρουλό σί- δερο που κρέμεται στο εσωτερικό της καμπάνας, για να την κτυπούν.
Γνέμα:. Το νήμα, οι κλωστές.
Γνώρα:. Φιλική σχέση. Κοινωνικός ή άλλος δεσμός, ανάμεσα σε δύο ανθρώπους ή πρόσωπα που γνωρίζει κάποιος. Φιλική σύσταση (δώσαμε γνώρα).
Γομάρι:. Το γαϊδούρι.
Γόνα, (το):. Λέξη που χρησιμοποιούσαν συνήθως για να εκφραστούν, σ΄ ότι αφορούσε το ύψος του χιονιού ή το βάθος του ποταμού σ΄ορισμένο σημείο. ( Έχει ρίξει ένα γόνα χιόνι), (σ΄ αυτό το σημείο το ποτάμι σηκώθη- κε ένα γόνα). Το ύψος του υπολογιζόταν από την πατούσα μέχρι το γόνα- το ενός ανθρώπου μέσου αναστήματος.
Γονατάρα:. Σχοινί με το οποίο δένανε τα τσουράπια, για να σφίγγουν στο πόδι και να μην πέφτουν. Συνήθως η γονατάρα ήταν συνέχεια του τσουραπιού.
Γόνι:. Το ξύλο που ήταν μπροστά από τα ζώα που τραβούσαν το αλέτρι. Γούβα:. Τεχνικό ή φυσικό κοίλωμα. Λακκούβα, βαθούλωμα, κοιλότητα,
- 269 -
γούπατο.
Γούλια:. Το μέρος του προσώπου από τις άκρες του στόματος, (εκεί που τελειώνουν τα μάγουλα), μέχρι το πηγούνι. Τα ούλα της στοματικής κοι- λότητας.
Γούπατο:. Ένα μεγάλο κοίλωμα στην επιφάνεια του εδάφους. Μία το- ποθεσία που είναι χαμηλότερα σε σχέση με τις γύρω εκτάσεις. Στις ορει- νές περιοχές, ένας επίπεδος χώρος, σε βουνό, σε λόγγο, σε επικλινές μέ- ρος. σε ύψωμα γενικά.
Γουρζέρα:. Η φάσα. Πρόσθετη λουρίδα από ύφασμα ή άλλο διακοσμη- τικό υλικό, που ράβεται για μάκρεμα ή πλάτεμα ή στολισμό στο κύριο ρούχο.
Γούρνα:. Κοιλότητα μπροστά από τη βρύση (συνεχούς ροής), απ΄ τις οποίες ήταν γεμάτο το χωριό. Μερικές απ΄ αυτές ήταν ειδικά φτιαγμένες ώστε να μπορούν να ποτίζουν τα ζώα ή να παίρνουν νερό με τους κουβά- δες οι κάτοικοι για πλυσίματα κ.λ.π. Επίσης γούρνες λέγανε και τα μικρά διαμορφωμένα βαθουλώματα, που φτιάχνανε εκεί που ανάβλυζαν οι πη- γές του δάσους, για να συγκεντρώνεται το νερό που έβγαινε.
Γουρνέτσι:. Μικρό οίκημα στην άκρη της αυλής. Εκεί έτρεφαν το γου- ρούνι, που το είχαν αγοράσει από μικρό, για να το σφάξουν τα Χριστού- γεννα.
Γράβες:. Λέμε την τοποθεσία εκείνη που είναι γεμάτη με βράχια που έχουν σχισμές, καθώς και το έδαφος. Επίσης όταν έχει μικρές χαράδρες. Γενικά ένας βραχότοπος με σχισμές και οπές χωρίς πλούσια βλάστηση.
Γράδος:. Το αλκοολόμετρο, με το οποίο μετρούν την ποσότητα αλκο- όλης, σ΄ ένα υδάτινο διάλυμα. Το χρησιμοποιούσαν για να ελέγχουν τα «γράδα» του μούστου, όταν πάταγαν τα σταφύλια.
Γρέκι:. Σημείο συνάντησης και ανάπαυσης του κοπαδιού, που συνήθως τα πρόβατα πάνε μόνα τους μετά τη βοσκή. Κατ΄ επέκταση και το σπίτι. (Πάμε για το γρέκι μας;)
Δ
Δαμάλι:. Μικρός ταύρος ή μοσχάρι. Άνθρωπος βλάκας, ηλίθιος, χαζός. Και δαμάλα η μεγάλη αγελάδα.
Δασύς:. Αυτός που έχει πυκνό τρίχωμα. Το δέντρο που έχει πυκνό φύλ- λωμα (δασιά πλατάνια). Πυκνό δάσος. Αντικείμενα που είναι βαλμένα κο- ντά–κοντά. (Τα σκώλια τά ΄βαλες δασά–δασά, ήθελαν πιο ανάρια).
Δαυλί:. Κομμάτι ξύλου που δεν έχει καεί τελείως. Και δαυλίζω, ανακα- τεύω τα δαυλιά ή ρίχνω κι άλλα στη φωτιά.
Δαύτος-η-ο:. Εκείνος εκεί (σιγά να μην κάτσω να σκάσω εγώ για δαύ- τον).
- 270 -
Δεμάτι:. Ποσότητα σταχυών, που μαζεύουμε κατά τον θερισμό. Το δε- μάτι υπολογίζεται ως εξής. Ξεκινώντας το θερισμό, φτιάχνουμε το πρώτο χερόβολο, που είναι στάχυα όσα χωράει η χούφτα μας. Έξι χερόβολα μας κάνουν ένα λημμάρι και τρία λημμάρια, μας κάνουν ένα δεμάτι, το οποίο το τυλίγουν με βρίζα (σίκαλη). Επίσης να προσθέσουμε πως τέσσερα δε- μάτια μας κάνουν ένα φόρτωμα.
Δεξίμι:. Δώρο που μας στέλνει κάποιος και δεξίμια, αυτά που δεχόμα- στε.
Δέξιμο ή δεξιμιό:. Καλωσόρισμα, υποδοχή κάποιου που επιστρέφει από μακριά, έπειτα από πολύχρονη απουσία, (καλά δεξίματα).
Δερμάτια:. Τουλούμια που έβαζαν το τυρί και το ξινοτύρι, από κατσικί- σιο δέρμα.
Δερμόνι, (δριμόνι):. Αραιή σήτα, για το καθάρισμα του σιταριού. Υπήρ- χε και δερμόνι, που αντί για σήτα, είχε στη βάση λαμαρίνα με τρύπες, ανάλογες του καρπού που θέλανε να καθαρίσουνε. Πιο μικρές για σιτάρι φάβα κ.λ.π. και πιο μεγάλες για καλαμπόκι, ρεβίθια κ.ο.κ.
Δερμονίζω:. Καθαρίζω δημητριακά–κυρίως σιτάρι-με το δερμόνι. Δέση:. Το σημείο που συνδέεται η αμπολή με το ποτάμι και από εκεί με
δίκτυο καναλιών, κατευθυνόταν προς τα περιβόλια για πότισμα ή ακόμα και προς κάποιον από τους νερόμυλους ή νεροτριβιές της περιοχής.
Διαβασά:. Το φίμωτρο που έβαζαν στα μουλάρια, κατά τη διαδικασία του καλιγώματος (πετάλωμα).
Διαγούμισμα:. Λεηλασία. Άγρια και βίαια αρπαγή. Επίσης διαγούμισμα λέγανε και την κατασπατάληση περιουσίας από κάποιον. (Αυτός ότι είχε και δεν είχε, τα διαγούμισε δεξιά κι αριστερά και τώρα κοιμάται στην ψάθα).
Διακονιάρης:. Ο ζήτουλας, ο ζητιάνος. Αυτός που βρίσκεται σε πολύ χαμηλή κοινωνική και οικονομική κατάσταση.
Διάσελο ή διασέλα:. Στενό πέρασμα, ανάμεσα σε δύο λόφους ή σε δύο κορφές βουνού.
Διασίδι:. Το στημόνι που έχει τυλιχθεί γύρω από το «αντί» του αργα- λειού και είναι έτοιμο για ύφανση.
Διάτα:. Διαταγή , εντολή , οδηγία.
Διάτανος:. Ο διάβολος, ο σατανάς, (άι στο διάτανο).
Δικούλι:. Δίχαλο ή τρίχαλο ξύλινο εργαλείο, που το χρησιμοποιούσαν, για να εξανεμίζουν το στάρι στο αλώνισμα.
Δίμιτο:. Υφασμένο με διπλό μιτάρι.
Δισκάφισμα:. Το δεύτερο όργωμα ή σκάψιμο χωραφιού, για να ξεριζω- θούν ή να καταστραφούν τα ζιζάνια.
Διχτάρι:. Είναι ένα ύφασμα 3-4 πήχες, περασμένο από το λαιμό του νο-
- 271 -
νού, για να ακουμπάει επάνω το παιδί όταν το ντύσουν, μετά τη βάφτιση. Δόγα:. Η κυρτωμένη σανίδα του βαρελιού.
Δραγάτης:. Αυτός που φυλάει τα αμπέλια. Ήταν εποχιακή δουλειά που τελείωνε μετά τον τρύγο. Το δραγάτη τον πλήρωναν οι ιδιοκτήτες των αμπελιών.
Δραγκουλιάζω:. Όταν νιώθω εξάντληση και δεν με κρατάνε τα πό- δια μου, αλλά και όταν υποφέρω από ρευματικούς πόνους. (Δεν αντέχω άλλο, δραγκούλιασα).
Δρακουλίτης:. Ο ισχυρός βορειοανατολικός άνεμος. Ειδικά στη Στενή, ο δρακουλίτης ήταν προμήνυμα χιονιού.
Δραμάω:. Τρέχω για να προφτάσω κάτι ή για να παραβγώ με κάποιον άλλον. (Παραδραμάμε;), (ήρθε δρομή «τρέχοντας»), (δράμα να προφτά- σεις το λεωφορείο).
Δράμι:. Μονάδα βάρους, ίση με το ένα τετρακοσιοστό της οκάς. Μετα- φορικά, πολύ μικρή ποσότητα (δεν έχει δράμι μυαλό).
Δράσκελο:. Μεγάλο βήμα.
Δρασπέτι:. Το ξυνό, το χαλασμένο κρασί.
Δρολάπι ή δρόλαπας:. Ορμητικός άνεμος με δυνατή βροχή. Ανεμόβρο- χο.
Δρωτσίλια:. Μικρά κόκκινα σπυράκια που βγαίνουν στο σώμα μας, κυ- ρίως από αναφυλαξία ή από ιδρώτα το καλοκαίρι.
Δώθε:. Προς τα εδώ, από εδώ, καταδώ, καταδώθε. (Ελάτε οι μισοί κατά δώθε και οι υπόλοιποι κατά κείθε).
Ε
Έγκωσα:. Τη λέξη αυτή τη χρησιμοποιούμε, όταν μετά από ένα γρήγορο και ακατάστατο γεύμα, με μεγάλες μπουκιές, αισθανόμαστε μια «στενο- χώρια» στο στήθος και πρέπει να πιούμε νερό, για να «κατεβεί» το φαγη- τό. Επίσης τη λέμε και όταν έχουμε παραχορτάσει και ενώ μας παροτρύ- νουν να φάμε κι άλλο εμείς απαντάμε. Δε μπορώ να φάω άλλο, έγκωσα.
Εκκλησάρισσα:. Η νεωκόρα και εκκλησάρης ο νεωκόρος.
Έμπλαξα:. Σε έμπλαξα ή τον έμπλαξα, λέμε όταν αναζητούμε και βρί- σκουμε κάποιον ή όταν με κυκλωτική κίνηση τον έχουμε παγιδεύσει ή όταν συναντάμε κάποιον σε στιγμές που δεν μας περιμένει. (Τον έμπλαξα την ώρα που έβγαινε από το σπίτι).
Έργος:. Η γεωργική εργασία που γινόταν τμηματικά. Στο θερισμό. Χώρι- ζαν το αθέριστο χωράφι σε τμήματα και αφού τελείωναν με το ένα άρχι- ζαν να θερίζουν το άλλο. Το κάθε τμήμα ήταν και ένας «έργος».
Στα αμπέλια. Έσκαβαν μία σειρά σκώλια (κλήματα) και όταν τελείωναν
- 272 -
μία σειρά, ξεκίναγαν την άλλη. Η κάθε σειρά ήταν και ένας «έργος». Αυτό γινόταν και για άλλες αγροτικές εργασίες.
Ζ
Ζα (τα):. Τα ζώα που χρησιμοποιούσαμε για τις γεωργικές εργασίες (μουλάρια, γαϊδούρια, βόδια κλπ.). Τα λέγανε και «ζωντανά».
Ζαβλάκωμα:. Αποχαύνωση, αποβλάκωμα, κατάπτωση. Και ζαβλακωμέ- νος, ο αποβλακωμένος, ο αποχαυνωμένος, ο ψυχικά και πνευματικά κα- ταπονημένος. (Είναι ζαβλακωμένος από το πολύ διάβασμα).
Ζαβός-ο:. Για ανθρώπους λέμε τον ιδιότροπο, τον παράξενο, τον δύ- στροπο κλπ. Για πράγματα, το στραβό, το κυρτό. Και για τοποθεσίες, το ανώμαλο, το δυσπρόσιτο, το κακοτράχαλο μέρος.
Ζαγάρι:. Βρισιά για άνθρωπο αγροίκο, τιποτένιο, ευτελή. Πολλοί απο- καλούσαν και τα κυνηγετικά σκυλιά.
Ζάκατα:. Αυτός που έχει πρόβλημα με το πόδι του και όταν περπατάει το κορμί του κινείται δεξιά και αριστερά. Αυτή την κίνηση τη λέμε «Ζάκα- τα». (Πώς τα κατάφερε και ανέβηκε την ανηφόρα ζάκατα;).
Ζακόνι:. Έθιμο, συνήθεια. (Κάθε τόπος και ζακόνι, κάθε μαχαλάς και τάξη).
Ζαλίκι:. Φορτίο από ξύλα που μεταφέρεται στην πλάτη ή το σκοινί με το οποίο δένεται το φορτίο στην πλάτη. Επίσης φορτίο ηθικό ή οικονομι- κό, (έχω μεγάλο ζαλίκι). Και ζαλικωμένος, ο φορτωμένος. Στην κυριολε- ξία, με τη λέξη ζαλίκωμα, εννοούσαν το μεγάλο φορτίο που κάποιος άν- θρωπος ήταν υποχρεωμένος να κουβαλήσει στην πλάτη του.
Ζαμάνι:. Μεγάλη χρονική διάρκεια, (χρόνια και ζαμάνια έχουμε να σε δούμε).
Ζαμπλάρωμα-ζαμπλαρώθηκα:. Όταν φορτώνομαι με διάφορα και πολ- λά πράγματα, χωρίς να τα τοποθετώ με τάξη στον ώμο μου, έτσι που δεί- χνουν να είναι περισσότερα σε όγκο και κουράζομαι πολύ. Το ίδιο συμ- βαίνει αν με τον ίδιο τρόπο φορτώσουμε ένα ζώο. (Πώς το ζαμπλάρωσες έτσι το γαϊδούρι;).
Ζάφτι:. Όταν μπορώ να επιβληθώ σε κάποιον, να τον νικήσω στο πάλε- μα, να τον δαμάσω ή να του επιβληθώ σε κάτι, (τον έκανες ζάφτι) ή (τον έκανα ζάφτι). (Προσπάθησα, αλλά δεν τον έκανα ζάφτι) δεν τα κατάφε- ρα.
Ζβάρνα:. Πάνω σε δύο παράλληλα ξύλα, μήκους ενός μέτρου περί- που και σε απόσταση πάλι ενός μέτρου το ένα απ΄ το άλλο, κάρφωναν άλλα ξύλα, έτσι που διαμορφωνόταν ένα μικρό τετράγωνο διαστάσεων (1χ1 μέτρα περίπου). Την δένουν πίσω από τα ζώα, πατούσαν επάνω και
- 273 -
παράλληλα, καθοδηγώντας το ζώο, «περιδιάβαιναν» το μόλις οργωμένο χωράφι, από την μια άκρη μέχρι την άλλη, για να σκορπίζουν οι σβόλοι, να ισωματίζεται το χωράφι και να πιέζεται λίγο το χώμα, για να κρατάει υγρασία μετά το πότισμα. Συνήθως το σβάρνισμα γινόταν σε χωράφια που επρόκειτο να καλλιεργήσουν καλαμπόκι, αλλά και για άλλους καρπούς.
Ζβαρνάω:. Όταν τραβάω κάτι, είτε δεμένο με σκοινί, είτε με τα χέρια, άνθρωπο, ζώο ή πράγμα, κρατώντας τον από χέρι, πόδι ή μαλλιά, χωρίς τη θέλησή του και με τέτοιο τρόπο, ώστε να σέρνεται στο έδαφος. (Πιά- στηκαν στα χέρια, τον έριξε κάτω και τον σβάρναγε για πενήντα μέτρα περίπου στο χώμα), (αν είναι βαριό το σακί και δεν το σηκώνεις, πιάστο και ζβάρνιξέ το μέχρι εδώ).
Ζβόλος:. Κομμάτι από σκληρό χώμα.
Ζγάκιασμα:. Όταν το κορμί του ανθρώπου διπλωνόταν από υπερβολι- κό βάρος στην πλάτη, αλλά και από πίεση άλλου ανθρώπου, (σγακιάστη- κα από την φορτωμή), (μην πέφτεις πάνω μου, με ζγάκιασες).
Ζγάντζος:. Το στραβό, κοντό, μπερδεμένο ξύλο της αγριελιάς. Και με- ταφορικά, ο κοντόχοντρος και κακοφτιαγμένος άνθρωπος.
Ζγάρλισμα:. Το σκάψιμο της κότας στο χώμα, για ανεύρεση σκουλη- κιών. Και ζγαρλάω ή ζγαρλίζω, όταν σκάβω με τα χέρια ή όταν σκάβω με τσάπα ή μικρό τσαπάκι στο χώμα, πολύ επιφανειακά.
Ζγαρουνάκια:. Μικρά πλεκτά παπουτσάκια για το σπίτι, συνήθως για μι- κρά παιδιά.
Ζγατζούδι ή κόπτσα:. Μια αγκράφα, με πέντε αλυσίδες, που κουμπώ- νουν εμπρός στο κέντρο του στήθους. Οι αλυσίδες φτάνουν και κλειδώ- νουν στο πλάι ή πίσω.
Ζεβζέκης:. Ο απείθαρχος, ο ιδιότροπος, ο ξεροκέφαλος.
Ζεματάω:. Έχω πολύ μεγάλη θερμοκρασία (καίω). Ρίχνω διάφορα πράγ- ματα σε καυτό νερό για να τα βράσω ή να τα απολυμάνω.
Ζερέλιο:. Όταν γίνομαι μούσκεμα από τη βροχή ή μουσκεύομαι για οποιοδήποτε άλλο λόγο. (Με βρήκε στο δρόμο η βροχή και γίνηκα ζερέ- λιο).
Ζευγάρι:. Έκταση που μπορεί κάποιος να οργώσει μ΄ ένα ζευγάρι βό- δια.
Ζευγολάτης:. Ο ζευγάς, αυτός που οδηγεί το ζευγάρι, τα ζώα με το αλέ- τρι στο όργωμα, αλλά κατ επέκταση και όλοι οι γεωργοί αποκαλούνται ζευγολάτες.
Ζεύλα:. Το γυριστό ξύλο σε σχήμα «υ» που συνδέεται με το ζυγό και πε- ριβάλλει τον τράχηλο του ζώου.
Ζέχνω:. Βρωμάω, μυρίζω άσχημα. (βρωμάω και ζέχνω ή ζένω). (Πόσο καιρό έχεις να πλυθείς; Βρωμάς και ζέχνεις).
- 274 -
Ζιψά, (ζεψιά):. Όταν κάποιος γεωργός δεν είχε ζώα για να κάνει ζευ- γάρι (να οργώσει), κατέφευγε σε άλλον που είχε. Αυτός πήγαινε και του όργωνε το χωράφι έναντι αμοιβής ή έναντι προσφοράς εργασίας, που ση- μαίνει πως κι αυτός θα τον βοηθούσε στις δικές του εργασίες. Συνήθως μία ζεψιά (ζιψά), ισοδυναμούσε με τρία μεροκάματα που θα πρόσφερε ό άλλος δωρεάν σ΄ αυτόν που του είχε κάνει τη ζιψά.
Ζλίτσα:. Ποικιλία σιταριού που εφύετο σε μεγάλο υψόμετρο.
Ζντράφτος:. Το συνδαύλιστρο με το οποίο «συμπάγαμε» τη φωτιά στο τζάκι.
Ζοργιός ή ζουριό:. Το μεγάλο ξύλινο βαρέλι, που στο πάνω μέρος ήταν φαρδύ και όσο κατέβαινε γινόταν στενό. Το χρησιμοποιούσαν για να περ- νά το νερό από τον κάναλο στο νερόμυλο και να πέφτει με πίεση, για να δίνει κίνηση στο μύλο.
Ζορμπαλίκι:. Αυθαιρεσία, βιαιότητα, σατραπισμός.
Ζουλάπι (ζλάπ):. Αγρίμι, ζώο. Μεταφορικά για τον άνθρωπο, ηλίθιος, βλάκας, αγαθός. (Βρε εμένα εσείς θα με γελάσετε, ζουλάπια;).
Ζούμπερο:. Έντομο, ζωύφιο, μικρό ζώο. Άνθρωπος καχεκτικός, άσχη- μος.
Ζουτλιάρης:. Ο ζήτουλας, ο ζητιάνος, ο φτωχός, ο παρακατιανός.
Ζυγαριά (του μπακάλη):. Αποτελείται από μεταλλική ράβδο, που στη μέση της στηρίζεται στην ακμή τριγωνικού πρίσματος. Δύο ακόμη τριγω- νικά πρίσματα, βρίσκονται στις άκρες, που από πάνω τους είναι δύο με- ταλλικοί δίσκοι. Στον ένα δίσκο τοποθετούμε το προς ζύγιση αντικείμενο και στο άλλο τα σταθμά (ζύγια).
Ζυγός:. Σ΄ αυτόν ζεύονταν τα ζώα που έσερναν το αλέτρι. Αν το ζώο εί- ναι ένα, τον ζυγό τον αντικαθιστά η λαιμαργιά.
Ζυγούρι:. Το αρνί που είναι δύο ετών.
Θ
Θαμπά:. Πάρα πολύ πρωί, την ώρα που χαράζει και δεν έχει ξημερώσει καλά ακόμη. (Σηκώθηκα θαμπά σήμερα, για να πάω στο χωράφι).
Θελομπούρα:. Το θολό νερό, που κυλούσε στα ποτάμια μετά τις πρώ- τες βροχές, γιατί παράσερνε μαζί του χώματα, σκουπίδια κ.α. που είχαν συσσωρευτεί στις όχθες του ποταμού ή που είχαν συμπαρασυρθεί από τις νεροσυρμές και τους καταρράχτες, που δημιουργούσε η βροχή και είχαν κυλήσει μέσα στην κοίτη του ποταμιού.
Θεριακωμένος:. Ο πολύ ανεπτυγμένος στο σώμα, ο γιγάντιος, ο γιγα- ντόκορμος, γιγαντόσωμος.
Θεριστής:. Ο μήνας Ιούνιος.
- 275 -
Θερμασιά:. Η ελονοσία, ο ελώδης πυρετός. Επίσης λέμε και τις γυναί- κες που με τις κακές κουβέντες τους σε «καίνε».
Θηκιάζω:. Βάζω το κάθε πράγμα στη θέση που πρέπει, στη θήκη του δηλαδή.
Θημωνιά:. Σωρός από στάχια, αποτελούμενος από 500 δεμάτια.
Θράσος–θράσα:. Ο άντρας ή η γυναίκα, που ήταν άσχημος ή άσχη- μη, που δεν είχε χάρη κι ομορφιά η κουβέντα, το ντύσιμο, η συμπεριφο- ρά τους. Με λίγα λόγια, ο άνθρωπος που δεν σε τραβούσε η συντροφιά του και ήταν εσωτερικά και εξωτερικά ασουλούπωτος και οι κινήσεις του (περπάτημα, χειρονομίες), δεν είχαν καμιά «αρμονία», ενώ παράλληλα δεν είχε καθόλου ευγενική συμπεριφορά και συχνά προσβάλλει τα άτο- μα της παρέας του.
Θρούμπα:. Είδος φαγώσιμης ελιάς. Ελιά ώριμη που μαζεύεται από το έδαφος.
Θρούμπι:. Άγριο αρωματικό φυτό, που το χρησιμοποιούν για καρύκευ- μα.
Ι
Ίγγλα:. Μια λουρίδα, που συνδέει τα δύο σχοινιά του τραφτού (στο αλέ- τρι) περίπου στη μέση, για να μην μπερδεύονται. Αλλά και φαρδύς δερμά- τινος ιμάντας (λουρί) με τον οποίον δένουμε γύρω από την κοιλιά του υπο- ζυγίου το σαμάρι, για να το στερεώσουμε.
Ιδρωτίλα:. Οσμή, μυρωδιά που έχει ο ιδρώτας.
Ίσκα:. Εύφλεκτος μύκητας από τα δέντρα, που τον χρησιμοποιούσαν για το άναμμα του τσιγάρου ή φωτιάς.
Κ
Καβάθα:. Πήλινο αγγείο φαγητού ή και ξύλινο παλαιότερα, με μεγάλη χωρητικότητα. που το λέμε και τσανάκα.
Καβαλαριά:. Το πάνω μέρος του σαμαριού, που καθόταν ο αναβάτης. Ήταν ντυμένο με δέρμα ή καραβόπανο.
Καβουρομαμή:. Η μεγάλη καβουρίνα.
Καβούρντισμα:. Το ψήσιμο των κόκκων του καφέ, που ανακατεύονται διαρκώς, σε μεγάλη θερμοκρασία.
Καβουρντιστήρι:. Χειροποίητη συσκευή καβουρντίσματος καφέ.
Κάδη, (για πάτημα σταφυλιών):. Η κάδη ήταν ένα τεράστιο βαρέλι, ύψους πάνω από δύο μέτρα και διάμετρο γύρω στο ένα με ενάμισι μέτρο. Από κάτω έχει ένα πάτο και στο πλάι κάνουλα, ενώ στη μέση του και λίγο παραπάνω είχε κι άλλο πάτο. Στον επάνω πάτο έβαζαν τα σταφύλια και τα
- 276 -
πατούσαν, ενώ ο μούστος χυνόταν στο κάτω διαμέρισμα της κάδης, όπου άφηναν το μούστο για λίγες μέρες για να «πάρει χρώμα».
Καδί:. Ξύλινο μεγάλο δοχείο, ψηλό και στενό, στο οποίο χτυπάνε το γάλα, για να γίνει βούτυρο.
Καζάντι:. Η απόκτηση περιουσίας, η δημιουργία καλής σταδιοδρομίας. Και καζαντίζω, βγάζω πολλά λεφτά από τις δουλειές μου, έχω όφελος. Μια παλιά παροιμία έλεγε: «Στα τριάντα δε φρονίμεψες, στα σαράντα δεν καζάντισες, μην περιμένεις τίποτα».
Καθάρσιο:. Σκεύασμα ιατρικό, χάπι ή σιρόπι ή σε άλλη μορφή, που το έπαιρναν για την δυσκοιλιότητα.
Καθίκι:. Πήλινο δοχείο, που χρησιμοποιείτο για ούρηση γερόντων και παιδιών, ιδίως κατά τους χειμερινούς μήνες, που τα χιόνια καθιστούσαν δύσκολη την πρόσβαση στο αποχωρητήριο του σπιτιού, που συνήθως βρι- σκόταν σε κάποια άκρη της αυλής, το καθίκι ήταν στην ημερήσια διάταξη. Εκεί αποπατούσαν σχεδόν όλη η οικογένεια και μετά το προϊόν κένωσης, το πετούσαν στα χιόνια.
Καθούρι:. Η δυνατή και χοντρή βροχή, που πέφτει χωρίς να φυσάει, ούτε παρατηρούνται άλλα καιρικά φαινόμενα και κρατάει λίγη ώρα.
Καϊάρι:. Ήταν ένα μαχαίρι σε σχήμα μικρού τσεκουριού, που το χρησι- μοποιούσαν οι πεταλωτήδες και καθάριζε την οπλή του ζώου από κάτω, ώστε να την ισιώσει. Στην συνέχεια έβαζαν το καινούριο πέταλο.
Καΐλα:. Μεγάλη ζέστη, καύσωνας. Αλλά σημαίνει και πόθος, λαχτάρα, μεράκι, άχτι. ( Όταν ήμουν παιδί, είχα καΐλα για τα γράμματα), (από δική μου καΐλα, ήθελα το παιδί μου να μορφωθεί).
Καΐρης:. Σπαγκοραμμένος, σφιχτοχέρης (καρμίρης, τσιγκούνης).
Καΐσι:. Δερμάτινο λουρί, πάνω στο οποίο οι κουρείς, ακόνιζαν το ξυρά- φι τους.
Κακάβι:. Το καζάνι.
Κακαβολίθαρα:. Μεγάλες χοντρές πέτρες, πάνω στις οποίες στηριζό- ταν το καζάνι (κακάβι), για να αναφτεί φωτιά από κάτω.
Κακαβοστάσι:. Χώρος που ήταν τοποθετημένα τα κακαβολίθαρα, που ήταν πέτρες διαλεγμένες, για να μπαίνει επάνω το κακάβι . Συνήθως το κακκαβοστάσι ήταν σε κάποιο μόνιμο μέρος σε μια άκρη της αυλής και ήταν έτοιμο, όταν ήθελαν να βράσουν το νερό για να κάνουν μπουγάδα ή για οποιονδήποτε άλλο λόγο, (να πλύνουν τα βαρέλια, να ζεματίσουν τα σύκα, να φτιάξουν το σαπούνι κ.λπ.). Έφτιαχναν όμως και πρόχειρα κα- καβοστάσια δίπλα στο ποτάμι, γιατί κι εκεί έπλεναν ρούχα πολλές φορές, επειδή δεν υπήρχε τρεχούμενο νερό στο σπίτι και έπρεπε να κουβαλάνε νερό με τι χύτρες απ΄ τη βρύση.
Κάκαδο:. Πέτσα (κρούστα) που σχηματίζεται στις πληγές, από τραυμα-
- 277 -
τισμούς κ.λ.π. και ξεκακαδιάζω ή ξεκακάδιασα, όταν βγάζω το κάκαδο. Κακαράτζα:. Το περίττωμα των κατσικιών και των προβάτων. Η κακα-
ράτζα ήταν το πιο δυνατό λίπασμα και ήταν αποτελεσματικό για τα ξυνό- δεντρα (λεμονοπορτοκαλιές), γι’αυτό ήταν περιζήτητη κοπριά και ερχό- ντουσαν να την αγοράσουν οι Χαλιώτες.
Κακάρωμα:. Ο ακαριαίος θάνατος και κακαρώνω, βγάζω την τελευταία μου πνοή, πεθαίνω. Τα κακάρωσε, πέθανε, ξεψύχησε ή τρόμαξε πάρα πολύ.
Κακοφόρμησε:. Πληγή που ερεθίστηκε και γενικά αρρώστια που πάει προς το χειρότερο.
Καλαβρή:. Γίδα με πρόσωπο και σώμα γκριζόμαυρο και κοιλιά γκριζό- ασπρη.
Καλαμάρι (το):. Ο κοντυλοφόρος.
Καλαμίζω:. Το τύλιγμα του νήματος σε μασούρια (μικρά καλάμια). Το νήμα ξετυλίγεται από την ανέμη και μέσα απ΄ το μαγγάνι, περνά και τυ- λίγεται στα μασούρια, για να μπουν συνέχεια στις σαΐτες, για την ύφαν- ση στον αργαλειό.
Καλαμοβύζα:. Η κατσίκα ή η προβατίνα που έχει μεγάλους μαστούς με μεγάλες ρόγες, που ακόμα και τα μικρά κατσικάκια και αρνάκια δυσκο- λεύονται να βυζάξουν.
Καλαπόδια:. Καλαπόδια λέγανε τα τηγανοψώματα. Όχι τα παραδοσια- κά (τα στρογγυλά, με την τρύπα στη μέση), αλλά αυτά που άνοιγαν φύλλο, έφτιαχναν τη γέμιση με τυρί ή ξυνοτύρι και αυγά και του έδιναν το σχήμα μιας μεγάλης τυρόπιτας. Θα μπορούσαμε να την πούμε και τηγανόπιτα. Επίσης λέγανε και το ξύλινο ομοίωμα ολόκληρου του κάτω άκρου του πο- διού που χρησιμοποιείται για την κατασκευή παπουτσιών.
Καλαχίδα:. Μεγάλο τετράγωνο ξύλινο χωνί, που ήταν πάνω απ΄ τις μυ- λόπετρες. Σ΄ αυτό ρίχνανε το σιτάρι και με μια μικρή πορτούλα, ρύθμιζαν την ποσότητα του σταριού, που έπρεπε να πέσει για να αλεστεί.
Καλιακούδα (η):. Η καρακάξα.
Καλίγωμα:. Το πετάλωμα των ζώων.
Καλιγωτής:. Ο πεταλωτής.
Καλιγωτήρια:. Τα σύνεργα του καλιγωτή. Δηλαδή, τα πέταλα, το σφυρί, η τανάλια, το καϊάρι και τα καρφιά.
Καλισάκι:. Άσπρο πρόβατο, με λίγες μαύρες τρίχες στο πρόσωπο και στο κορμί.
Καλόγερος:. Πυώδης φλεγμονή του δέρματος.
Καλοσκαιρίζω:. Όταν πρωτοδοκιμάζω τα φρούτα που βγαίνουν στην εποχή τους, όπως κεράσια, σύκα, ρόδια, σταφύλια κ.α. ( Έχουν βγει τα σύκα και καλοσκαίρισα, εσύ;), λέμε όταν πρωτοφάμε σύκο, την εποχή
- 278 -
που βγαίνει, όπως και κάθε άλλο φρούτο.
Κάλτισα:. Απόστασα, κουράστηκα.
Καλυφτό:. Κάλυμμα από κλαριά δέντρων και φύλλα, που σκέπαζαν τα κουβέλια, (παλαιού τύπου κυψέλες).
Καμίνι:. Ο φούρνος του σιδερά, για την πυράκτωση και λιώσιμο των σι- δηρικών, αλλά και η κατασκευή για παραγωγή ασβέστη και κάρβουνου. Επίσης και για κατασκευή κεραμιδιών κανατιών κ.α.
Καμτσί:. Το καμουτσίκι. Μαστίγιο για τα ζώα. Συνήθως ήταν φτιαγμένο από δέρμα βοδιού.
Καμώνομαι:. Κάνω κάτι ή λέω, που δεν ανταποκρίνεται στα πραγματικά μου αισθήματα. Προσποιούμαι, υποκρίνομαι. Καμώματα, πείσματα, νά- ζια. Γενικά, όταν κάνω κάτι που φανερώνει, ότι δεν μ΄ αρέσει ή ότι είμαι πεισμωμένος και δε μιλώ ή δε συμμετέχω στα γούστα της παρέας ή στις περιστάσεις της στιγμής. ( Έλα τώρα, τι καμώματα είν΄ αυτά;).
Κάναλος:. Ξύλινο λούκι ή κάποιες φορές και πέτρινο, που οδηγούσε το νερό στο βαρέλι (χοάνη) του νερόμυλου. Πριν από τον κάναλο υπήρχε συ- νήθως μια ξύλινη σήτα για να κρατάει τα περιττά πράγματα που μετέφε- ρε το ποτάμι.
Καναπίτσα:. Η λυγαριά.
Κάνι ή κάνις:. Τότε, τουλάχιστον. (Θα μου το δώσεις κάνις;), (αφού δεν έχεις να μου δώσεις χρήματα, δώσε μου κάνις να φάω).
Κανουίδια:. Ξύλα, πάνω στα οποία στηριζόταν το καλυφτό του κουβε- λιού.
Καντάρι:. Στατέρι, ζυγαριά. Μπορούσε να σηκώσει μεγάλα βάρη. Επί- σης ο όρος καντάρι, είχε καθιερωθεί σαν μονάδα βάρους, ίση με 44 οκά- δες.
Καντίρης –ισα-ικο:. Ο ψωμομένος, δυνατός και όμορφος άνδρας. Κα- ντίρισα η γυναίκα και καντίρικα τα ζώα.
Καπάτσα (η):. Γυναίκα πολύ δραστήρια και καταφερτζού και καπάτσος, ο καταφερτζής, ο δραστήριος.
Καπιστράνα, (καπστράνα):. Το σύστημα από δερμάτινα λουριά, που ήταν εφαρμοσμένο στο κεφάλι του ζώου, όπου προσδενόταν το σχοινί που το τραβούσαν.
Καπότα:. Χοντρό μακρύ επανωφόρι φτιαγμένο από τραγίσιο μαλλί, με κουκούλα. Τη χρησιμοποιούσαν κυρίως οι τσοπάνηδες. Ήταν χωρίς μα- νίκια, αλλά όσες είχαν μανίκια τα είχαν κρεμαστά, όπως τα μανίκια της «φέρμελης» που φορούσαν οι τσολιάδες και συνήθως δεν έβαζαν τα χέ- ρια τους μέσα όσοι το φορούσαν, εκτός κι αν έκανε πολύ κρύο.
Καπούλια:. Τα νώτα των μεγάλων ζώων, κυρίως αλόγων, μουλαριών, γαϊδουριών.
- 279 -
Καπστρανάς:. Ο άνδρας, που τον έκανε κουμάντο η γυναίκα του. Τον έσερνε από την καπιστράνα.
Καρακαντανιά:. Ομάδα ανθρώπων, που βαδίζουν όλοι μαζί προς κά- ποια κατεύθυνση. (Τι λες, θα ΄χει κόσμο στο πανηγύρι; Πρέπει να έχει γιατί είδα δύο–τρεις καρακαντανιές που πήγαιναν προς τα εκεί).
Καραμάνικη (η):. Άσπρη προβατίνα, με μαύρα σημάδια γύρω στα μάτια και με φαρδιά ουρά.
Καραμπάσα:. Άσπρο πρόβατο με μαύρες γραμμές, γύρω από τα μάτια και στο κορμί.
Καραμπάτσα:. Δημιουργείται από το νερό που ρίχνουμε στα τσαντίλια και από διάφορα υγρά της ελιάς και ξεχωρίζει από το λάδι, όταν πέφτει στη γούρνα (μετά το σφίξιμο των τσαντιλιών). Σαν βαρύτερο, μένει κάτω από το λάδι και φεύγει από μια μικρή τρύπα που είναι στο κάτω μέρος της γούρνας.
Καρδάρα:. Μεταλλικό δοχείο, που έβαζαν το γάλα κατά το άρμεγμα των προβάτων ή των κατσικιών. Παλιότερα η καρδάρα ήταν ξύλινη και κατά προτίμηση μάλλον από ξύλο καρυδιάς, γιαυτό και καρδάρα.
Καρέλα:. Μικρό κυλινδρικό αντικείμενο (πηνείο), ξύλινο και αργότερα και πλαστικό, στο οποίο ήταν τυλιγμένη κλωστή, αλλά και η ίδια η κλωστή που ήταν τυλιγμένη στο Πηνείο.
Καρέλιασα:. Νύσταξα πολύ. Είμαι καρελιασμένος (πολύ νυσταγμένος). Καρκάλι:. Σαρκώδης έκφυση στο κεφάλι και στο λαιμό του κόκορα. Λει-
ρί, λοφίο.
Καρκαλί:. Η κεφαλή του αρσενικού γεννητικού οργάνου.
Καρκάσαντος:. Ο γυμνός.
Καρκαντζούλια ή Σκαρκαντζούλια:. Οι καλικάντζαροι. Μικροί δαίμο- νες, κακά πνεύματα, που κατά την λαϊκή παράδοση, εμφανίζονται την πα- ραμονή των Χριστουγέννων και ταλαιπωρούν τους ανθρώπους με τα κα- μώματά τους, όλο το δωδεκαήμερο.
Καρμίρης:. Αυτός που τσιγκουνεύεται να ξοδέψει τα χρήματά του ή να διαθέσει άλλα περιουσιακά στοιχεία. Αυτός που δεν πληρώνει καλά και γενικά, δυστροπεί να εκπληρώσει τις οικονομικές του υποχρεώσεις. Φι- λάργυρος, σπαγκοραμμένος, κακοπληρωτής. Και πέρα απ΄ αυτό, ο παρά- ξενος, ο γκρινιάρης, ο ιδιότροπος και σε άλλες εκφάνσεις της κοινωνικής ζωής.
Καρναβίτσα:. Εξόγκωμα του σώματος. Δεν είναι σπυρί, ούτε βγαίνει πύον. Είναι κάτι σαν μικρή «ελιά» του σώματος, μόνο που η ελιά υπάρχει από γεννησιμιού μας, ενώ την καρναβίτσα την βγάζει το σώμα σε οποια- δήποτε ηλικία. Δεν εξαφανίζεται από μόνη της, αλλά αφαιρείται με απλή χειρουργική επέμβαση.
- 280 -
Καρόκι:. Δοχείο που είχαν μαζί τους οι ρετσινάδες, για να βάζουν το ρετσίνι που συνέλεγαν. Χωρούσε 15 οκάδες και ήταν και μονάδα μέτρη- σης της ρετσίνης.
Καρούλιασμα:. Οι φουσκάλες που αφήνουν στα χέρια ή στα πόδια, διά- φορα καψίματα ή κτυπήματα από βέργα κλπ.
Κάρπισμα:. Το τάισμα των ζώων (κατσίκες–προβατίνες), κατά την περί- οδο του μαρκαλέματος(αναπαραγωγής).
Καρπολόι:. Ξύλινο φτυάρι με πέντε μύτες (χαλιά) μπροστά. Το χρησι- μοποιούσαν στο αλώνισμα, στο δεύτερο στάδιο, αφού προηγουμένως εί- χαν εξανεμίσει το περισσότερο άχυρο με το δικούλι. Το καρπολόι λοιπόν, άρχιζε να χρησιμοποιείται όταν είχε μείνει ο καρπός με πολύ λίγα άχυ- ρα, επειδή είχε περισσότερα χαλιά ώστε να εξανεμιστεί και το τελευταίο άχυρο και να μείνει καθαρός ο καρπός.
Καρύγκαλος:. Ο λάρυγγας.
Κασαβέτι:. Το να είναι κάποιος στεναχωρεμένος, λυπημένος. Καημός, ντέρτι.
Κασέλα:. Ξύλινο μεγάλο κιβώτιο της παλιάς εποχής, που χρησίμευε ως ιματιοθήκη. Σεντούκι.
Κασελάκι ή κασέλι:. Ξύλινο κουτί που έβαζαν τα σύνεργά τους οι λού- στροι, αλλά και άλλοι τεχνίτες, που έπρεπε να μεταφέρονται για εργασί- ες κατ΄ οίκον.
Κασίδα:. Δερματοπάθεια του τριχωτού της κεφαλής, που προκαλεί γε- νική ή κατά τόπους τριχόπτωση.
Κασόνα ή Σεντούκα:. Μεγάλη ξύλινη ορθογώνια κατασκευή, ύψους ενός περίπου μέτρου και μήκους 2-3 μέτρα, ίσως και περισσότερα, ανά- λογα με τις αποθηκευτικές ανάγκες της κάθε οικογένειας. Είχε ξύλινα χωρίσματα για να αποθηκεύονται οι καρποί. Εκεί έβαζαν, καλαμπόκι, ρε- βίθια, φάβα, φακές, κουκιά, φασόλια κ.α. Το σιτάρι και το κριθάρι, τα βά- ζανε στο αμπάρι.
Καταβέσα:. Οι ιδιοτροπίες, οι παραξενιές και γενικά παράξενες και ανεξήγητες συμπεριφορές (για συμμορφώσου λίγο, τι καταβέσα είναι αυτά;).
Καταλαχιάρης:. Αυτός που κρυώνει πολύ, ο μαργωσάρης, που όπου κι αν βρίσκεται, με την παραμικρή ψύχρα ψάχνει να βρει κάποια γωνιά, κά- ποιο απάγκιο (παγγιάνεμο), για να φυλαχτεί από το κρύο. Αλλά και ο ξέ- νος, ο περαστικός.
Καταπιόνας:. Το βαθύτερο μέρος του στόματος, το σημείο που γίνεται η κατάποση της τροφής.
Κατάπλασμα:. Έμπλαστρο εμπλουτισμένο με ειδικές φαρμακευτικές ουσίες.
- 281 -
Καταπότης:. Το σημείο που συνέδεε το περιβόλι με την αμπολή.
Καταρράχτης.1:. Η καταπακτή που συνέδεε το Ανώι με το Κατώι, για να μπορούν να επικοινωνούν το χειμώνα με τα πολλά χιόνια με το κατώι, όπου είχαν τα ζώα, τα γεννήματα και τα τρόφιμά τους.
Συνήθως τα σπίτια, ειδικά στην Πάνω Στενή, που λόγω περιορισμένου χώρου δεν είχαν μεγάλες αυλές για να φτιάξουν αποθηκευτικούς χώ- ρους, τα πάντα υπήρχαν στο κατώι. Γι αυτό είχαν δύο καταρράχτες. Ο ένας όπως προείπαμε για να συνδέει το Ανώι με το κατώι και να επικοινωνούν την εποχή με τα πολλά χιόνια και ο άλλος επικοινωνούσε με τον μπλέχτη όπου έριχναν τις ζωοτροφές. Τότε δεν υπήρχαν οι αλωνιστικές μηχανές για να βγάζουν το άχυρο σε μπάλες, ώστε να είναι εύκολη η τακτοποίησή τους, αλλά το άχυρο που έμενε από τον αλωνισμένο καρπό, έμπαινε στα σακιά (αχυρόσακα) και από τον καταρράχτη τα άδειαζαν στον μπλέχτη, ενώ τα σανά, που αποτελούνταν από κριθάρι, βίκο και βρωμάρι, χωρίς να έχουν αλωνιστεί, γινόντουσαν δεμάτια και τα έριχναν κι αυτά από τον καταρράχτη. Συνήθως έριχναν μία στρώση δεμάτια, μία στρώση άχυρο εναλλάξ.
Καταρράχτης.2:. Ειδικό, μεγάλο πριόνι, που χρησιμοποιούσαν οι υλο- τόμοι για να κόβουν τους κορμούς σε σανίδες, δοκάρια κ.α. Χρειαζόντου- σαν δύο υλοτόμοι για να το χειριστούν.
Κατατόπια:. Οι λεπτομέρειες που έχει ένα μέρος. Σπίτι, χώρος εργασί- ας, τοποθεσία κ.λ.π.. Λέμε σε κάποιον που πρόκειται να φιλοξενήσουμε (έλα να σου δείξω τα κατατόπια). Και κατατοπίζω, ενημερώνω κάποιον, πάνω σε κάτι που δεν γνωρίζει.
Καταψιά:. Κατέβασμα του φαγητού με μια χαψιά. Ποσότητα που μπο- ρεί να καταπιεί κάποιος σε μια φορά. (Βιαζότανε και τό κανε το φαΐ του δυο καταψιές).
Κατσαγανιά:. Όταν κάποιος προσπαθεί να μας κοροϊδέψει στις συναλ- λαγές και γενικά να μας φερθεί ανέντιμα, λέμε ότι πάει να μας κάνει κα- τσαγανιά.
Κατσαμάγκα:. Χυλός από καλαμποκίσιο αλεύρι. Έβραζαν νερό, ρίχνο- ντας μέσα λίγο λάδι και αλάτι. Όταν το νερό έβραζε, έριχναν μέσα το κα- λαμποκίσιο αλεύρι, και το ανακάτευαν για λίγη ώρα. Έτσι δημιουργείτο ένας παχύρευστος χυλός, σαν κρέμα, που το τρώγανε.
Κατσαπρόκος:. Μικρό σουβλί που χρησιμοποιούν οι τσαγκάρηδες και μεταφορικά, άνθρωπος λεπτοκαμωμένος, μικρόσωμος.
Κατσαρώνω:. Ανεβαίνω σε δέντρα ή σε τοίχους, χωρίς τη βοήθεια σκά- λας ή άλλου μέσου. Το λέμε και για τα αναρριχητικά φυτά (η φασολιά άρ- χισε να κατσαρώνει στην κλάρα).
Κατσινάκι:. Άσπρο αρνί, που στο πρόσωπο και στο κορμί, αλλά κυρίως
- 282 -
στο πρόσωπο, είχε σημάδια κεραμιδοπορτοκαλί.
Κατσόνι:. Μαχαίρι με δόντια περίπου σαν του πριονιού, που έκοβαν πολύ μικρά ξύλα. Επίσης μ΄ αυτό μάζευαν τσάι, ρίγανη και άλλα αρωμα- τικά φυτά.
Κατσούλα:. Η κουκούλα της κάπας και άλλων βαριών επανωφοριών, κυρίως των κτηνοτρόφων. Αλλά και κάθε πάνινη κατασκευή ή πλεκτή που σκέπαζε το κεφάλι τις κρύες μέρες του χειμώνα.
Καύκαλο:. Κρανίο ανθρώπινου σκελετού.
Καψάλι:. Το καμένο, φαλακρό τοπίο, μετά από πυρκαγιά. Επίσης, κα- ψάλι λέγανε και το γείσο της τραγιάσκας, αλλά και κάθε καπέλου που είχε γείσο.
Καψάς:. Το υγρό που μένει, ύστερα από το βράσιμο του τυρόγαλου (τρόγαλο), για να γίνει η μυζήθρα, αλλά και του ξινόγαλου, για να γίνει ξι- νοτύρι.
Κείθε:. Από κει, από κείνο το μέρος. (Πάω να μαζέψω τα πρόβατα για- τί γείρανε κείθε).
Κείτα:. Λέμε το μέρος του κοτετσιού που κουρνιάζουν οι κότες. Μετα- φορικά εννοούμε και το σπίτι μας. (Για πού το ΄βαλες; Πάω για την κείτα μου).
Κειτιάζω:. Με τη λέξη αυτή εννοούμε τον ύπνο της κότας, (οι κότες κεί- τιασαν) πήγαν να κοιμηθούνε. Και κειτιάζω, κοροϊδευτικά για τους αν- θρώπους, όταν πάνε για ύπνο νωρίς, (πάει να κειτιάσει με τις κότες).
Κένωμα:. Το σερβίρισμα του φαγητού , που σημαίνει και άδειασμα της κατσαρόλας. (Κένωσε το φαγητό για να φάμε επιτέλους).
Κεραμιδαριό:. Το κεραμιδάδικο. Μεταφορικά σημαίνει την μεγάλη κα- ταστροφή, το χαλασμό, (ο αέρας τα ΄κανε κεραμιδαριό).
Κεραμιδόγατος:. Ο γάτος που ψάχνει την ερωτική του σύντροφο στις στέγες των σπιτιών. Μεταφορικά, ο ερωτύλος.
Κεφαλόσκαλο:. Το ψηλότερο πλατύσκαλο.
Κηροπάνι:. Μ΄ αυτό καθάριζαν τα αυτιά όταν ήταν βουλωμένα, αλλά και τα θεράπευε όταν πονούσαν. Ήταν ένα πανί κομμένο σε σχήμα κορ- δέλας, που το έριχναν μέσα σε λιωμένο κερί. Αυτό ρουφούσε το κερί και στη συνέχεια το τύλιγαν σε κάποιο στρογγυλό ξύλο, συνήθως αδράχτι και με το πάγωμα του κεριού στερεοποιούταν και γινόταν σαν μικρός και στε- νός σωλήνας. Τη μία άκρη του την έβαζαν στο αυτί και στην άλλη άκρη άναβαν φωτιά. Μέχρι να φτάσει ως τα μισά και λίγο περισσότερο η φω- τιά έβγαιναν απ΄ το αυτί όλες οι ακαθαρσίες που υπήρχαν μέσα σ΄ αυτό και έτσι καθάριζε.
Κιοτής:. Ο δειλός και κιοτεύω, δειλιάζω.
Κιούπι:. Μεγάλο δοχείο φτιαγμένο από πηλό, στενό στα άκρα και φαρ-
- 283 -
δύ στη μέση, όπως το πιθάρι, αλλά κατ΄ επέκταση και όλα τα πήλινα αγ- γεία, ανεξαρτήτως μεγέθους που είχαν αυτό το σχήμα.
Κιριστές:. Ξυλεία που είναι κατάλληλη για ναυπήγηση πλοίων ή οικο- δομές.
Κλαμπάτσα, (κλαπάτσα):. Ασθένεια που προσβάλλει τα πρόβατα. Βγά- ζουν υγρά από τις μύτες τους και έχουν το στόμα ανοιχτό για να ανα- πνέουν. Η ασθένεια κρατούσε πολύ καιρό, ενώ μερικά απ΄τα πρόβατα ψοφούσαν. Επίσης κλαμπάτσα λέμε και την πηχτή μύξα που βγάζουν οι άνθρωποι από τα ρουθούνια τους, όταν είναι κρυωμένοι, ενώ κοροϊδευτι- κά τους αποκαλούμε κλαμπατσάρηδες.
Κλαμπατσίμπανα:. Μουσικά όργανα, αλλά και σωρός μεταλλικών αντι- κειμένων που στη μετακίνησή τους, βγάζουν μεταλλικό ήχο.
Κλαρίζω:. Κόβω τα κλαριά, από ένα δέντρο.
Κλαφούνισμα:. Όταν το σκυλί ουρλιάζει μακρόσυρτα, λυπητερά, λέμε ότι το σκυλί «κλαφνάει». Η ετυμολογία ίσως είναι από το κλαίω και το (αφ), ο ήχος που αφήνει το σκυλί στο τέλος του ουρλιαχτού του.
Κληματσίδα:. Κληματόβεργα. Είδος περικοκλάδας, που φυτρώνει και σκαρφαλώνει στα δέντρα και στους φράχτες. Αλλά και η κληματαριά.
Κλίτσκας:. Ο λόξυγκας.
Κλούβιο:. Το αυγό που έχει χαλάσει και όταν το σπάσουμε, αποπνέει μια βαριά και άσχημη μυρωδιά. Για ανθρώπους, αυτός που κάνει ανοησί- ες ή δεν έχει πνευματική ευστροφία (έχει κλούβιο κεφάλι).
Κλούκι:. Ήτανε το κουβάρι που φτιάχνανε από τις κλωστές του στημο- νιού που περίσσευαν, όταν αυτές (οι κλωστές του στημονιού), ήταν περισ- σότερες και δεν χώραγαν να περάσουν όλες απ΄ το χτένι.
Κλουκουτάω:. Όταν ανακατεύω το νερό ή οποιοδήποτε άλλο υγρό, που βρίσκεται μέσα σε μπουκάλι ή σε δοχείο, σκεπασμένο καλά, κουνώντας το δοχείο ή το μπουκάλι.
Κλουμπώνω:. Σκεπάζω κάτι με νερό. Βυθίζω. Και κλουμπώνομαι, όταν με σκεπάζει το νερό. (Το ποτάμι είχε πολύ νερό και παραλίγο να με κλου- μπώσει).
Κλύστρα.(κυλίστρα):. Πολύ κατηφορικό μέρος, απότομο, σε ευθεία κα- τεύθυνση, στρωμένο τις περισσότερες φορές με χαλίκι. Στις κλύστρες παίζαμε, ανεβαίνοντας πάνω σε σανίδες ή παλιές πεταμένες σκάφες ή αυτοσχέδιες κατασκευές από σανίδια, κατεβαίνοντας από την κορυφή της κλύστρας μέχρι τον πάτο.
Κλώτσος:. Το ξινοτύρι.
Κντούρα. (κουντούρα):. Το τσαμπί του σταφυλιού.
Κνώδαλο:. Κνώδαλα λέμε τα πολύ άγρια και επιζήμια ζώα. Μεταφορικά λέμε αυτόν που δεν είναι ικανός να κάνει τίποτα. Τον αναίσθητο, τον τε-
- 284 -
μπέλη, τον ανάξιο, τον τιποτένιο, το χαραμοφάη.
Κοιλό:. Είναι δοχείο κυλινδρικό για το μέτρημα της σοδειάς, που χω- ρούσε 24 οκάδες σιτάρι, δηλαδή δύο ξάια, επειδή το ένα ξάι χωρούσε 12 οκάδες.
Κοκάρι:. Μικροί βολβοί κρεμμυδιού, που χρησιμοποιούνται για μετα- φύτευση.
Κοκκινόμπαρτσα:. Η γίδα που είναι κοκκινωπή μπροστά και σκούρα πίσω.
Κοκιάω ή κοκιάζω:. Σημαδεύω κάτι, πετυχαίνω, καταφέρνω.
Κοκορέτσα (τα):. Καρποί αγριοφυστικιάς.
Κοκόσα:. Το καρύδι, όταν καθαριστεί και λιαστεί (στεγνώσει).
Κολαούζος:. Αυτός που οδηγεί. Αυτός που δίνει καλές συμβουλές σε κάποιον. Η φράση «χωριό που φαίνεται, κολαούζο δε θέλει», σημαίνει, πως τα γνωστά πράγματα δεν χρειάζονται επεξηγήσεις.
Κολίγας:. Αυτός που καλλιεργεί αγρό ξένο ή βόσκει ξένο κοπάδι και το κέρδος το μοιράζεται με τον ιδιοκτήτη του αγρού ή του κοπαδιού. Αλλά και γενικά ο συνεταίρος.
Κολιγιά:. Ο συνεταιρισμός στις αγροτικές καλλιέργειες.
Κόλιθρο:. Υπόλειμμα που αποβάλλεται από την κατσίκα, μετά τη γέννη- ση του κατσικιού.
Κολιτσάζω:. Συνενώνω, συναρμόζω, συρράπτω, προσαρτώ, ζευγαρώ- νω κ.λ.π. Το λέμε επίσης και όταν συνουσιάζονται οι σκύλοι (κολιτσάστη- καν).
Κολιτσάκια:. Σίδερα προσαρμοσμένα στο πισινάρι και στο μπροστινά- ρι του σαμαριού, για να «πιάνει» η τριχιά και να δένονται τα φορτώματα.
Κολλιτσάνα:. Όταν δυο πράγματα είναι ενωμένα ή εφάπτονται μεταξύ τους. Για ανθρώπους, το λέμε γι αυτούς που πάνε πάντα παρέα και κυ- ρίως για ζευγάρια που περπατούν αγκαλιασμένοι ή αγκαζέ, (αυτοί πάνε κολλιτσάνα).
Κολλιτσίδα:. Όνομα που δίνεται σ΄όλα εκείνα τα φυτά που τα βλαστά- ρια τους ή τα σπέρματά τους, κολλάνε επάνω σε οτιδήποτε ακουμπίσει έχουν δηλαδή ουσία κολλητική. Επίσης για τον άνθρωπο, εννοούμε αυτόν που στριφογυρίζει δίπλα σε κάποιον άλλον με φορτικό τρόπο, που τον ενοχλεί. ( Ωχ μωρ΄αδερφέ μου, κολλιτσίδα μού γινες).
Κολντεμίρια:. Τα σίδερα που ήταν τοποθετημένα πίσω από τις πόρτες, για να μην ανοίγουν απ΄ έξω.
Κολόβιο:. Πουλόβερ χειροποίητο, από προβατίσιο κυρίως μαλλί.
Κολυμπίδια:. Την Τρίτη μέρα, μετά τη γέννα γίνονταν «τα κολυμπίδια του μωρού». Σ΄αυτό το λόγο έχει πάλι η μαμή. Θα το πλύνει σε σκάφη ή σε μεγάλο ταψί, με χλιαρό νερό και σαπούνι, όπου μέσα εκεί ρίχνουν κέρμα-
- 285 -
τα «ασήμωμα», που αποτελούσαν και την αμοιβή της μαμής.
Κόμπια (τα):. Οι αρθρώσεις του σώματος.
Κομποδιάζω-κμπουδιάζου:. Τις οικονομίες τις τύλιγαν σε ένα πανί και έδεναν σφικτούς κόμπους. Από εδώ βγαίνει και το «κομπόδεμα».
Κόνεψα:. Όταν περπατάω πολύ ώρα, με παίρνει η νύχτα και σταματώ για να κατασκηνώσω, να φάω, να κοιμηθώ και να ξεκινήσω πάλι την άλλη μέρα το πρωί ή μετά από λίγη ώρα, (πήγαινα για το Μετόχι και κόνεψα στου Δεσπότη τη βρύση). Το κόνεμα όμως, μπορεί να γίνει και σε κάποιο σπίτι που θα μας φιλοξενήσει ή σε κάποιο χάνι.
Κοντονουρά:. ΄Ηταν το ξύλο που έμπαινε θηλυκωτά στο τέλος του κου- ντουριού, το οποίο κρατούσε ο γεωργός, για να κατευθύνει το αλέτρι.
Κοντοτσίπνο:. Μικρή, κοντή, μάλλινη, υφαντή ζακέτα, χωρίς μανίκια, χωρίς κουμπιά και ανοιχτή στο μπροστινό μέρος.
Κοντοτσούραπο:. Μικρή, κοντή, πλεχτή κάλτσα.
Κοντύλισμα:. Το εμπόδισμα. (Μη με κοντυλάς «κουντλάς»), (μη με εμποδίζεις).
Κόπανος:. Μακρύ και χοντρό ξύλο (κάτι σαν ρόπαλο). Επίπεδο από τη μία του μεριά. Το χρησιμοποιούσαν για να χτυπάνε τα χοντρά και βαριά ρούχα (φλοκάτες, βελέντζες κ.λπ.), όταν τα έπλεναν στο ποτάμι.
Κοπρίζω:. Ρίχνω κοπριά στα χωράφια για λίπασμα.
Κοράκι:. Ξύλινος μηχανισμός, για να κλειδώνει η συνήθως μεγάλη, δί- φυλλη πόρτα του κατωγιού.
Κοράτσα:. Η στεγνή ξερή μύξα, που τη βγάζουμε με τα δάχτυλα του χε- ριού μας.
Κόρδα (η):. Χορδή, νεύρο, αγγεία, φλέβες, (από την πολύ προσπάθεια, πετάχτηκαν έξω οι κόρδες μου).
Κορδελοσωρός:. Ο ακατάστατος, που δεν ξέρει να ντυθεί, να εμφανι- στεί και κατ΄ επέκταση ο μη κοινωνικός, ο χωρίς καλαισθησία.
Κορδομέσης:. Αυτός που περπατούσε με το κορμί ορθό, καμαρωτός, αλλά με επιδεικτικό τρόπο (φουσκωμένο στήθος, ψηλά το κεφάλι κ.λ.π.).
Κορμάδες (ελιές):. Οι ελιές που ενώ είχαν ωριμάσει (λαδώσει), είχαν πέσει από την ελιά, συνήθως λόγω ωρίμανσης. Αυτές αφού τις έπλεναν, τις έβαζαν στο αλάτι και ήταν έτοιμες για φαγητό.
Κόρμπα:. Η μαύρη κατσίκα
Κόρυζα:. Καταρροή της μύτης, αλλά και λοιμώδης ασθένεια που προ- σβάλει τα βόδια, καθώς και τις κότες (δυσχέρεια στην κατάποση). Χρησι- μοποιείται και σαν κατάρα (αχ που να σε πιάσει η κόρυζα).
Κόσα:. Δρεπάνι με μακρύ στειλιάρι. Το χρησιμοποιούσαν για να θερί- ζουν βίκο και άλλα σπαρτά, εκτός από σιτάρι, όπως επίσης και να καθαρί- ζουν τα χωράφια απ’τα αγριόχορτα.
- 286 -
Κοσόρα:. Βαρύ μαχαίρι που έκοβαν μικρά ξύλα.
Κοτάω:. Τολμάω, έχω τόλμη, θάρρος, ρίχνομαι σε κίνδυνο. Και δεν κο- τάω, δεν είμαι τολμηρός, αποφεύγω τους κινδύνους. ( Όσο ήταν αυτός δί- πλα του, δεν κόταε να κάνει τίποτα), (άμα κοτάς πείραξέ με και θα δεις τι έχεις να πάθεις).
Κοτζάμ:. Αρκετά μεγάλο. Είμαι στην κατάλληλη ηλικία. (έγινε κοτζάμ άνθρωπος).
Κοτού:. Όταν οι κότες έμεναν για πολλές μέρες μέσα στο κοτέτσι, ιδί- ως το χειμώνα με τα πολλά χιόνια, ήταν μέσα στο σκοτάδι. Όταν με το τε- λείωμα της κακοκαιρίας άνοιγαν το κοτέτσι για να βγουν έξω, τους ζάλιζε το φως και περπατούσαν σαν να μην έβλεπαν καλά. Αυτό το φαινόμενο το έλεγαν κοτού. Μεταφορικά λέμε για τους ανθρώπους που ζαλίζονται που περπατούν με ασταθή βηματισμό, ότι έπαθαν κοτού.
Κουβέλι, (κβέλι):. Κυψέλη φτιαγμένη από κουφάλα δέντρου, αλλά και κούνια μωρών, φτιαγμένη από κουβέλι μελισσιού, κομμένο στα δύο (εγκάρσια).
Κουδούνια:. Μικρά τσαμπιά σταφύλι, που τα μάζευαν στο τέλος του τρύγου, επειδή δεν «φτουράγανε» στο μάζεμα.
Κουζόκι:. Ζακέτα γυναικεία, υφαντή, μάλλινη ή βαμβακερή.
Κουκμούτς:. Το ψωμί που δεν είναι καλά ψημένο. Έχει σκασίματα και σχισίματα σε πολλά μέρη. Δηλαδή το καρβέλι που δεν είναι καλό ούτε γευστικά ούτε αισθητικά.
Κουκμούτσης–κουκμούτσα:. Ο άνθρωπος, άντρας ή γυναίκα, που είναι δύστροπος, υποχόνδριος, ευέξαπτος. Αυτός που γενικά δυσκολεύεται να συλλειτουργήσει με το κοινωνικό σύνολο.
Κούκνος:. Μύγα που τσιμπάει και εξαγριώνει τα βόδια, την άνοιξη συ- νήθως. Τα μουλάρια και τα γαϊδούρια τα «πιάνει» το φθινόπωρο, στον τρύγο.
Κούκος:. Μαύρος σκούφος, που φορούσαν οι άντρες στο κεφάλι. Ο κα- θημερινός ήταν από τσόχα και ο επίσημος, ο γιορτινός, από βελούδο.
Κουκουλέντρες:. Ιστοί από αράχνες, σκόνες και οτιδήποτε άλλο δημι- ουργείτο πίσω από καναπέδες, κάτω από κρεβάτια κ.λπ. όταν είχαν καιρό να ξεσκονιστούν. (Είχα κάνα δυο μήνες να συγυρίσω και συγύρισα χθες. Τι κουκλιέντρα κι κακό ήταν αυτό;).
Κουκούνα:. Το αντρικό μόριο.
Κουκρούτζα:. Τα κουκουνάρια. Οι σπερματοφόροι καρποί (κώνοι) του πεύκου και του έλατου, τα οποία χρησιμοποιούσαν κυρίως για προσανάμ- ματα της φωτιάς.
Κουλουκούρισμα, (κλουκούρσμα):. Κούρεμα των προβάτων στην κοι- λιά, στο μέσα μέρος των πίσω ποδιών και στο πίσω μέρος του προβάτου,
- 287 -
για να απαλλαγούν από τα «κουρέτζιλα». Το κλουκούρισμα, γινόταν αρ- χές Απριλίου περίπου, ενώ το κανονικό κούρεμα γινόταν το μήνα Μάιο.
Κουμούτσα, κουμούτσι:. Το ξεροκόμματο γενικά.
Κουντούρι:. Το κεντρικό χοντρό ξύλο του αλετριού, που ξεκίναγε από μπροστά που ήταν το υνί και έφτανε μέχρι το τέλος του αλετριού, εκεί που ενωνόταν με την κοντονουρά.
Κότσι:. Σημείο όπου γίνεται η σύνδεση του τελευταίου τμήματος του ποδιού με την κνήμη. Ο αστράγαλος. Και μεταφορικά, όποιος έχει δυνά- μεις (έχει κότσια αυτός). (Δεν βαστάν τα κότσια του), για κάποιον που δεν έχει την ικανότητα ή τις δυνάμεις για να καταφέρει κάτι.
Κούπες:. Έφτιαχναν τη ζύμη και άνοιγαν με τη «σαΐτα» φύλλο. Λίγο πιο χοντρό από το φύλλο για χυλοπίτες. Με τη βοήθεια του αντίχειρα (το με- γάλο δάχτυλο) διαμόρφωναν το σχέδιο, σαν μικρές κούπες. Από κει και πέρα η διαδικασία ήταν γνωστή. Βράσιμο, στράγγισμα, περίχυμα με καυ- τό λάδι (τα άρτυζαν) ενώ τα είχαν πασπαλίσει με τυρί, μυζήθρα ή ξινοτύ- ρι. Έπρεπε να μαγειρευτούν αμέσως μετά το φτιάξιμό τους.
Κουρεμάδα:. Οι γυναίκες, που για να πάνε με τη μόδα, κούρευαν τα μαλλιά τους και απαρνιόντουσαν έτσι τον παραδοσιακό τρόπο χτενίσμα- τος (κοτσίδες κ.λπ.). Εμπεριείχε δε ο χαρακτηρισμός αυτός και «υποψία» ανηθικότητας.
Κουρέτζιλα:. Οι ακαθαρσίες από τα κόπρανα του προβάτου, που κολ- λάνε στις τρίχες, στο πίσω μέρος του ζώου.
Κουρίτος:. Δύο σανίδια καρφωμένα μεταξύ τους σε σχήμα V που έβα- ζαν ζωοτροφές (βαμβακόσπορο και άλλους καρπούς), για να τρώνε τα πρόβατα και τα γίδια. Τα λέγανε και ταΐστρες.
Κουρίτι:. Κάτι σαν ποτίστρα για τα ζώα (πρόβατα, κατσίκια), μακρόστε- νο, από πέτρες ή από σανίδες ή από μεγάλο κούτσουρο που το είχαν κό- ψει στη μέση (εγκάρσια) και το είχαν «σκαφιδιάσει». Το κουρίτι (που το λέγανε και κουρίτο αλλά και κουρίτα) το έφτιαχναν σε βουνό, αλλά και σε μέρος που δεν περνούσε από κοντά ποτάμι και εκμεταλλευόντουσαν έτσι τα νερά των κοντινών πηγών. Τα τελευταία χρόνια τα κουρίτια τα φτιά- χνουν με τσιμέντο.
Κουρκόπιτα:. Ετοιμαζόταν η κουρκούτη με περισσότερο αλεύρι, για να γίνει πιο σφιχτή, βάζοντας λίγο λάδι και αλάτι. Ύστερα πρόσθεταν λίγα χόρτα (βρούβες). Ανακάτευαν το μείγμα, το έβαζαν στο ταψί και το έψη- ναν στο φούρνο ή στη γάστρα.
Κουρκουμπέλα:. Το μεγάλο και παραγινωμένο μούρο.
Κουρκούτι:. Αλεύρι με λίγο νερό και αλάτι. Το ανακάτευαν και δημιουρ- γούνταν σβολάκια. Το μαγείρευαν, ανακατεύοντάς το συχνά για να μην κολλήσει και το έτρωγαν (συνήθως για πρωινό).
- 288 -
Κούρμπα:. Η στροφή του δρόμου. Αλλά και κοροϊδευτικά, λέγαμε για κάποιον που ήθελε να αποφύγει ανεπιθύμητες συναντήσεις και άλλαζε δρόμο, ότι έκανε «κούρμπα».
Κουρκουτσέλι:. Τα χοντρά και σκληρά κομμάτια χιονιού, που μερικές φορές ήταν μεγάλα σαν το ρεβίθι. Το κουρκουτσέλι, όταν έπεφτε, δεν κρατούσε πολύ ώρα, ήταν όμως ικανό να προκαλέσει ανεπανόρθωτες κα- ταστροφές στις καλλιέργειες.
Κουρνιαχτός. (ο):. Ο μπουχός, η σκόνη.
Κούρος:. Το κούρεμα των προβάτων και κατ΄ επέκταση, η εποχή που κούρευαν τα πρόβατα.
Κουσκουσάρης:. Αυτός που «τα πάει και τα φέρνει». Μιλάει πολύ και δημιουργεί προβλήματα στις σχέσεις των ανθρώπων.
Κούτλας:. Ξύλινο κατσαρόλι με μακρύ χέρι στα πλάγια, που το χρησιμο- ποιούσαν για να μετρούν το γάλα και να πίνουν νερό.
Κούτρα:. Το κεφάλι. Το μυαλό. (Αυτουνού κατεβάζει η κούτρα του). Κουτσλιά. (κοτσιλιά):. Το περίττωμα των πουλερικών.
Κουτσουμπός. (κουτσμπός):. Αυτός που δεν έχει άκρα, κυρίως κορυφή, ο ατελής, ο ακρωτηριασμένος, αλλά και αυτός που κάποια από τα μέλη του είναι μικρότερα απ΄ το κανονικό (αυτός έχει κουτσμπή μύτη). Επίσης, κουτσμπά λέμε και τα αντικείμενα ή ρούχα που έχουν ατέλειες ή είναι μι- κρότερα του κανονικού (κουτσμπό παντελόνι).
Κουφνίδα-κοφνίδα:. Μεγάλο κοφίνι (κόφα) αλλά με καπάκι (πλεκτό κι αυτό), που συνήθως εκεί έβαζαν τα καρβέλια του ψωμιού.
Κόφα:. Μεγάλο κοφίνι που χρησιμοποιούσαν για αποθήκευση προϊό- ντων, αλλά και μεταφορά αυτών από τους αγρούς, όπως σταφύλια κατά την περίοδο του τρύγου, φρούτα, ελιές κ.λ.π.
Κόφτης:. Στρογγυλό, ξύλινο εργαλείο, με τρύπες και μακρύ χέρι, με το οποίο χτυπάμε το γάλα στο καδί, για να γίνει βούτυρο. Επίσης και το με- γάλο πριόνι, που χρειάζονταν δύο άνθρωποι για να το δουλέψουν.
Κρεμανταλάς:. Χοντρό και ψηλό κλαδί, συνήθως από πλατάνα με πολ- λά παρακλάδια, που το τοποθετούσαν όρθιο οι τσοπαναίοι έξω από το μα- ντρί ή την αγροικία, για να κρεμούν τα ταγάρια τους (κάτι σαν το σημερινό καλόγερο). Μεταφορικά για τους ανθρώπους, κρεμανταλάδες λέγανε αυ- τούς που ήταν ψηλοί και δεν είχαν αρμονία στις κινήσεις τους.
Κρικέλια:. Οι κρίκοι που ήταν εφαρμοσμένοι στον τοίχο και την πόρτα για να μπαίνουν τα κολντεμίρια.
Κριτσάνισμα:. Το μάσημα σκληρών τροφών, όπως ξερό ψωμί, παξιμά- δια, ξηροί καρποί κ.λπ, τα οποία δημιουργούν κάποιο θόρυβο και ακού- γεται κάτι σαν «κριτς–κριτς».
Κριτσανάω:. Τρώω (μασάω) σκληρές τροφές, με αποτέλεσμα να ακού-
- 289 -
γεται το «κριτς–κριτς».
Κριτσμάς:. Πολύ πριν το 1930, ο Κριτσιμάς με το γιό του από το Μετόχι πήγαιναν με τα πόδια στη Χαλκίδα. Στο δρόμο τους έπιασε τρομερή κακο- καιρία και πολύ χιόνι. Δεν άντεξαν και λίγο πριν φτάσουν στη Στενή, στην θέση «Καΐρη», πέθαναν από το κρύο. Έκτοτε το σημείο εκείνο το λένε «στου Κριτσμά» και όταν έχει κακοκαιρία σαν εκείνη την ημέρα, λέμε ότι «σήμερα έχει Κριτσμά».
Κρούπ (ι). ή κιούπι:. Σπασμένο σταμνί, ή οποιοδήποτε άλλο σπασμένο πήλινο αγγείο, που το χρησιμοποιούσαν συνήθως για πότισμα των πουλε- ρικών. Τα παιδιά όταν μάλωναν και εξακόντιζαν απειλές το ένα εναντίον του άλλου, η πιο συχνή απειλή ήταν «θα σου πετάξω μια πέτρα στο κεφά- λι και θα στο κάνω (το κεφάλι) κρουπ.
Κρυψάνα:. Η κρυψώνα, το μέρος που μπορούσε κάποιος να κρυφτεί κατά τα παιδικά μας παιχνίδια, όταν παίζαμε το κρυφτούλι. ( Έχω βρει μια κρυψάνα, που δε θα με πιάσει κανείς).
Κυαλάρω:. Εντοπίζω κάποιον ή κάτι ή αντιλαμβάνομαι κινήσεις που προσπαθούν να γίνουν «εν κρυπτώ». Και ακόμα, έχω αντιληφθεί κάτι που γίνεται χωρίς να με έχουν «πάρει χαμπάρι».
Κύκλα:. Χιονοπέδιλα που κατασκεύαζαν παλιά, κυρίως οι κάτοικοι των χωριών, Στροπώνων, Λάμαρης, Μετοχιού κ.λπ. για να περπατούν πάνω στα χιόνια. Ήταν δύο στρογγυλά στεφάνια και μέσα είχαν σχηματίσει δί- χτυ με σχοινιά, το προσάρμοζαν στα πόδια τους και περπατούσαν πάνω στο χιόνι. Η μεγάλη επιφάνεια του κύκλου βοηθούσε ώστε να μην βου- λιάζει ο άνθρωπος και έτσι η πεζοπορία γινόταν πιο εύκολα και ακίνδυνα.
Κυνεύομαι (κνεύουμι):. Βαριέμαι, δεν έχω όρεξη. Δεν είμαι στα καλά μου.
Κυπρί:. Μεγάλο τροκάνι (κουδούνι), που το κρεμούσαν στο λαιμό του αρχηγού του κοπαδιού (κριάρι).
Κωλοκούμπι:. Παλιά χρησιμοποιούσαν κομμάτια από κορμούς δένδρων (ολόκληρο ξύλο), για να κάθονται κοντά στο τζάκι και τα ονόμαζαν κωλο- κούμπια. Κατ΄ επέκταση όμως, έτσι λένε και τα μικρά σκαμνάκια.
Κωλονούρι:. Απόληξη της σπονδυλικής στήλης, το τελευταίο κόκαλο. Ο κόκκυγας.
Κωλόπανο:. Το σπάργανο. Η πάνα του μωρού. Και κωλόπανα, τα κομμά- τια υφάσματος που χρησιμοποιούσαν για να τυλίγουν το βρέφος.
Κωλοπετσωμένος–η:. Αυτός ή αυτή που έχει ικανότητες γνώσεις και αρκετή εμπειρία, ώστε να τα βγάζει πέρα στις δύσκολες καταστάσεις, αλλά και ο καταφερτζής, ο κόλακας που συμβιώνει με όλες τις καταστά- σεις, ώστε να γίνεται η δουλειά του. (Μην τη φοβάσε αυτή, θα τα βγάλει πέρα. Είναι μια κωλοπετσωμένη, Παναγία βόηθα).
- 290 -
Κωλοτούμπα:. Το αναποδογύρισμα, η τούμπα και κυρίως η τούμπα που γίνεται προς τα πίσω, αλλά και προς τα μπρος, μιας και το πρώτο σημείο του σώματος που θα ακουμπήσει στο έδαφος είναι ο κώλος.
Κωλοφούσα:. Η αθόρυβη κλανιά. Και κωλοφσαίνω. Κλάνω αθόρυβα, ανακουφίζομαι.
Κωλοφωτιά:. Το έντομο που φωσφορίζει ελαφρά τη νύχτα. Η πυγολα- μπίδα.
Λ
Λαγά-λαγά:. Περπάτημα σιγανό και ελαφρό, σαν το πήδημα του λα- γού (αυτός πάει λαγά-λαγά). Αλλά χρησιμοποιείται και σε ότι αφορά τον τρόπο που θέλουμε να δείξουμε τις διαθέσεις μας (αυτός μας το φέρνει λαγά–λαγά).
Λαγάζω:. Στέκομαι ακίνητος, ησυχάζω, κουρνιάζω, κρύβομαι, ξεκου- ράζομαι, κοιμάμαι, (βάλι γ΄ναίκα τα πιδιά να λαγάσνι λίγου, γιατί του προυί έχνι σκουλειό).
Λαγαρά:. Το μέσα μέρος από τα μπούτια του ζώου, στα πισινά πόδια και γενικά τα μαλακά μέρη του σώματος, που βρίσκονται κάτω από τις πλευ- ρές.
Λαγαρίζω:. Ξελαμπικάρω, καθαρίζω, ξεθολώνω και λαγαρός, αυτός που δεν είναι θολός, δεν είναι νοθευμένος, δεν έχει ξένες ουσίες, ο δι- αυγής, ο διάφανος, ο καθαρός.
Λαγγιόλι:. Τριγωνικό κομμάτι ύφασμα, που το προσθέτουν στη φου- στανέλα για να μακρύνει. Κομμάτι ύφασμα που το πρόσθεταν στα πανω- βράκια, για να δημιουργηθεί η σέλα. Έτσι επίσης αποκαλούσαν τα άτομα που ήταν δύστροπα, εριστικά και στρυφνά και θέλανε να γίνεται πάντα το δικό τους. (Είνι αυτός ένα λαγγιόλ΄ ου Θιός να σι φ΄λάει).
Λαγόνια:. Τα δύο κάτω πλάγια μέρη της κοιλιάς.
Λαδερό:. Δοχείο λαδιού μικρής χωρητικότητας, που χρησιμοποιείται ακόμα και στο τραπέζι (ροΐ).
Λαδίκα:. Τσίγκινο δοχείο για λάδι χωρητικότητας 33 οκάδων περίπου. Από τη μία μεριά ήταν επίπεδη για να μπορεί να φορτώνεται στα ζώα ή στον ώμο των ανθρώπων.
Λαδικό:. Ότι και το λαδερό, αλλά μεταφορικά σημαίνει και την κουτσο- μπόλα και φιλοκατήγορη γριά.
Λαδόπανο:. Πανί που τύλιγαν το βρέφος, αμέσως μετά τη βάφτιση και το σκούπιζαν
Λάια:. Η μαύρη προβατίνα και Λάιος, ο μαυριδερός άνθρωπος ζώο ή πράγμα.
Λαΐζει:. Υπάρχει κάτι, κυρίως μετά από κάποια καταστροφή, (δε λαΐζει
- 291 -
τίποτα), (μετά απ΄ αυτό το χαλάζι δε λάισε τίποτα).
Λαιμαργιά:. Τη βάζουν στο λαιμό του αλόγου, όταν τραβούσε το αλέτρι ή όταν αλώνιζαν. Έχει σχήμα ωοειδές και αποτελείται από δέρμα, γεμι- σμένο με άχυρο, τραγόμαλο και φουσκί. Στην κορυφή άνοιγε για να μπο- ρούν να τη βάζουν και να τη βγάζουν από το ζώο, ενώ είχε και γάντζους σε διάφορα σημεία για να προσδένεται και να τραβιέται το «τραφτό»
Λάκα:. Όταν έχω ορθάνοιχτα την πόρτα ή τα παράθυρα, λέμε ότι τα έχω λάκα. Ή όταν είμαστε ξεκούμπωτοι μας λένε οι άλλοι ειρωνικά «έχεις λάκα τα μαγαζιά σου». Κυρίως όμως, λάκα λέμε ένα επίπεδο, ίσιο μέρος. Η τοποθεσία «στην καρατλάκα», προέρχεται από τη φράση στου καρά τη λάκα.
Λακάω:. Τρέχω για να αποφύγω κάποιον, κυνηγημένος, φοβισμένος. (λάκα γιατί έρχεται ο αγροφύλακας).
Λάκκωμα:. Βαθιά κοιλότητα γης, μικρή κοιλάδα. Βαθούλωμα.
Λαλακιάζω:. Όταν δουλεύω στα χωράφια κάτω από τον καυτό ήλιο, ιδρώνω και στεγνώνει το στόμα μου, (λίγο νερό ρε παιδιά, λαλάκιασα).
Λάμια:. Τέρας της μυθολογίας και μεταφορικά γυναίκα κακίστρω, στρίγ- γλα, μοχθηρή.
Λαμπίκος:. Καθαριότητα, πάστρα, γυαλάδα. ( Έκανε το σπίτι της λαμπί- κο).
Λανάρια:. Δύο τετράγωνα ξύλα, με καρφιά στο ένα μέρος και χερού- λι στο άλλο, με το οποίο λανάριζαν (έξαιναν) το μαλλί, για να μπορούν να το γνέσουν. Υπήρχαν και ειδικά λανάρια που είχαν κυρίως οι τσοπάνηδες για να λαναρίζουν το τράγιο μαλλί, που ήταν κατάλληλο για να φτιάχνουν πατατούκες.
Λάου–λάου:. Κάνω κάτι με προφύλαξη, κρυφά, σιγά–σιγά, επιτήδεια, με κατεργαριά και γλυκό τρόπο.
Λαρομανάω:. Γυρνώ στους δρόμους, πιάνω κουβέντα με περαστικούς, μιλώ δυνατά, αστειεύομαι, γελάω και γενικά είμαι σε μια κατάσταση ιλα- ρότητας.
Λαχ–λαχ:. Όταν προσπαθούμε να κάνουμε κάποιες δουλειές γρήγο- ρα, επειδή περιμένουμε μια ξαφνική επίσκεψη ή επειδή πρέπει κάπου να πάμε ή επειδή το είχαμε ξεχάσει και πρέπει να γίνει μια δουλειά σε πολύ λιγότερο χρόνο απ΄ όσο λογικά θα χρειαζότανε (με την ψυχή στο στόμα), όπως λέμε συνήθως. Σίγουρα προέρχεται από τη λέξη λαχανιάζω, όπου επαναλαμβάνονται δύο φορές τα πρώτα γράμματα.
Λαχαίνω:. Ανταμώνω κάποιον τυχαία, συμβαίνει κάτι συμπτωματικά. Πετυχαίνω, συναπαντώ, τρακάρω, παθαίνω κάτι κακό. (Τι μου ‘λαχε να πάθω). (Εμείς οι βλάχοι, όπως λάχει) για τους ολιγαρκείς.
Λεβιθόχορτο:. Βότανο για ανθρώπους που πάσχουν από λεβίθες.
- 292 -
Λειτρουικό. (λειτουργικό):. Τα χρήματα που δίνουμε στην εκκλησία όταν πηγαίνουμε στη λειτουργία. Συνήθως τα χρήματα τα άφηναν στο τέ- λος της λειτουργίας, όταν έπαιρναν απ΄ τον παπά το αντίδωρο.
Λειψοφεγγαριά:. Νύχτα χωρίς φεγγάρι. Η τελευταία φάση της σελή- νης.
Λεφούσι (το):. Μεγάλο πλήθος από ανθρώπους, ζώα ή έντομα.
Λητάρι:. Σχοινί ή λουρί που δένουμε τα κατοικίδια ζώα. Για κάποιον που η συμπεριφορά του δεν είναι φυσιολογική, κυρίως ψυχολογικά, αλλά και όταν οι πράξεις του αντίκεινται στην κοινή λογική, λέμε (αυτός είναι για το λητάρι) δηλαδή για δέσιμο.
Λιαγκρίζω:. Όταν βλέπω κάτι με δυσκολία, επειδή είναι μακριά ή επει- δή έχει ομίχλη ή επειδή μας ζαλίζει ο ήλιος. (Κάτι λιαγκρίζω εκεί πέρα στην πλαγιά), (δε λιαγκρίζω τίποτα). Και λιαγκρίζει, λέμε για κάτι που ίσα–ίσα φαίνεται. (τι λιαγκρίζει εκεί πέρα;)
Λιακά:. Τα εντόσθια. (θα πάρω ένα μαχαίρι και θα σου πετάξω τα λιακά έξω), (απ΄ το πολύ γέλιο πόνεσαν τα λιακά μου).
Λιάρα:. Γίδα παρδαλή, ασπρόμαυρη σε όλο της το σώμα.
Λιασμάδια:. Τα σύκα, όσα δεν τα φάγαμε στην εποχή τους, οι σκασμού- τρες ή αυτά που έχουν πέσει μόνα τους από τη συκιά, αλλά και αυτά ακό- μη που είναι πάνω στο δέντρο, αλλά έχουν στεγνώσει πια και δεν τρώγο- νται, τα μάζευαν και τα άπλωναν σε απλώστρες (συνήθως πάνω σε σπάρ- τα) αρκετές μέρες για να λιαστούν. Ύστερα από το λιάσιμο, τα έριχναν σε καζάνι με νερό που βράζει και τα «ζεματάνε». Τα σύκα αυτά τα περνού- σαν σε αρμαθιά και κρατούσαν όλο το χειμώνα.
Λιάστρα:. Χώρος που άπλωναν τους καρπούς για να ξεραθούν, όπως το χαγιάτι, η αυλή, ακόμα και τα κεραμίδια, για τα καρύδια. Λιάστρες φτιά- χνανε και στ’αμπέλια (κυρίως για τα σύκα). Καρφώνανε στη γη φούρκες πλατανίσιες και πάνω στρώνανε σπάρτα.
Λιβίθες, λεβίθες:. Μικρά άσπρα σκουλικάκια, που έβγαινα με τα κό- πρανα των μικρών παιδιών κυρίως. Πρόκειται για παράσιτα του εντέρου, και οφείλονται σε μη σωστή διατροφή.
Λιγδιάρης:. Αυτός που είναι γεμάτος λίγδα, βρώμα, συνήθως από λιπα- ρές ουσίες.
Λίγκρι:. Λέξη που χρησιμοποιούσαμε από μικροί, όταν είχαμε παιχνίδι ή γλυκό και θέλαμε να κάνουμε τους άλλους να ζηλεύουνε. Επιδεικνύαμε το αντικείμενο που είχαμε, το κουνούσαμε επιδεικτικά και λέγαμε πολ- λές φορές τη λέξη λίγκρι, λίγκρι, λίγκρι (ζήλεια).
Λιθοπάτι:. Φουσκάλες που δημιουργούνταν στα πόδια (πατούσες). Ένα φαινόμενο που ήταν αποτέλεσμα της ξυπολησιάς. Οι πατούσες ερεθίζο- νταν, αφού οι άνθρωποι πατούσαν ξυπόλητοι πάνω σε πέτρες θάμνους,
- 293 -
ανώμαλα εδάφη κ.λπ. Οι φουσκάλες, τα πρηξίματα και οι πληγές που δη- μιουργούνταν, σε συνάρτηση με το πύον (όμπυο) που έβγαζαν όταν έσπα- ζαν ή με το κάκαδο που ξεραινόταν από τις πληγές, με τον καιρό είχε δημιουργήσει μια προστατευτική «σόλα» στην πατούσα μας, το λιθοπάτι.
Λικούκι:. Λιωμένα κουκούτσια ελιάς, που έμεναν μετά από το λιώσιμο και στύψιμο στα τσαντίλια των ελιών στο λιοτρίβι. Συνήθως το πουλούσαν σε εμπόρους, γιατί μ΄ αυτό έφτιαχναν την πυρήνα, που τη χρησιμοποι- ούσαν για θέρμανση στα μαγκάλια. Όσοι κρατούσαν λίγο, το έδιναν για τροφή στα γουρούνια, αφού πρώτα το ανακάτευαν με νερό και αλεσμένο κριθάρι.
Λιμάρης:. Ο λαίμαργος, ο κοιλιόδουλος, που πεινάει υπερβολικά, ο αδηφάγος.
Λιμοκαμένος:. Αυτός που υποφέρει από πείνα, ο φτωχός, ο άπορος, που με το ζόρι εξασφαλίζει το φαγητό της ημέρας και όχι πάντα.
Λιμοτάγαρο (το):. Ο άχρηστος, ο τεμπέλης, ο πειναλέος.
Λιμπίζομαι:. Κάτι που μ΄ αρέσει, το θαυμάζω και παράλληλα θέλω να το αποκτήσω, να το γευθώ, να το δοκιμάσω. (Είδα αυτήν την κοπέλα και την λιμπίστηκα), (έχει φτιάξει ένα χωράφι που το λιμπίζεσαι).
Λιόγορδα:. Μικρό φυτό που στην εποχή της ανθοφορίας του έβγαζε ένα «οβάλ» μοβ λουλούδι. Η ρίζα του (λιόγορδο) ήταν σαν κρεμμύδι ή μι- κρή πατάτα. Την έβγαζαν, την καθάριζαν και την έβραζαν έξι ή επτά φο- ρές για να φύγει η πικράδα του. Είναι οι γνωστοί σήμερα βολβοί.
Λίρα:. Μεγάλη κολοκύθα. Η φλούδα της γινόταν κίτρινη και πολύ σκλη- ρή όταν ωρίμαζε, ενώ απ΄ το εσωτερικό της (το φαΐ της), έφτιαχναν νοστι- μότατους λιροκεφτέδες και λιρόπιτα.
Λίχνισμα:. Το ξανέμισμα του σιταριού, μετά το αλώνισμα, για να χωρι- στεί ο καρπός από το άχυρο.
Λιχούδης:. Αυτός που έχει την επιθυμία να δοκιμάζει τα πάντα, τα δια- λεχτά φαγητά ή γλυκίσματα. Παράλληλα είναι και βιαστικός, θέλει να τσι- μπάει από παντού, χωρίς να περιμένει την ώρα του φαγητού. (Περίμενε πέντε λεπτά να κάτσουμε να φάμε όλοι μαζί, μην είσαι λιχούδης).
Λιχωζούμι:. Κρεμμύδια, λάδι, αλάτι, μαγειρεμένα στο τηγάνι. Το τρώ- γανε, αφού προηγουμένως έριχναν μέσα μπουκιές ψωμί (μουτσάλα). Συ- νήθως το δίνανε στις λεχώνες σαν σούπα, γιαυτό και η λέξη λιχωζούμι (το ζουμί της λεχώνας), αλλά η Στενιώτικη διάλεκτος το (ε)το κάνει( ι) και έτσι από το κανονικό λεχωζούμι, μας προέκυψε το λιχωζούμι.
Λιώμα:. α) Κάτι που είναι παλιό, (τα παπούτσια μου έγιναν λιώμα). β) όταν είμαι σωματικά και ψυχικά πολύ κουρασμένος (είμαι λιώμα). γ) Μετά το αλώνισμα, τον καρπό και το άχυρο μαζί, τα συγκέντρωναν σε κάποιο σημείο του αλωνιού, μέχρι να έρθει η ώρα του « ανεμίσματος».Το σωρό
- 294 -
αυτό τον έλεγαν λιώμα.
Λόϊδο:. Η τούφα από τα μαλλιά στο μέτωπο.
Λόντζα:. Όταν μουσκευόμαστε από τη βροχή ή τη μπουγάδα, λέγαμε έγινα λόντζα.
Λόρδα.(η):. Η πείνα, «τον έκοψε η λόρδα».
Λότσος:. Βαθουλωτό ξύλο, που έβαζαν την τροφή των γουρουνιών, αλλά και για να πίνουν οι κότες νερό το υπόλοιπο χρονικό διάστημα, που στο σπίτι δεν «έθρεφαν» γουρούνι για τα Χριστούγεννα.
Λουβιά:. Τα φλούδια από τα όσπρια, φασόλια, ρεβίθια, φάβα, κουκιά κ.λπ. και ιδιαίτερα τα φλούδια από τα ξεραμένα στον ήλιο όσπρια. (Τα άπλωναν στον ήλιο και αφού ξεραίνονταν, ξεχώριζαν τον καρπό από τη φλούδα).Τις φλούδες (λοβιά), τις πετούσαν, γιατί απ΄ ότι λένε και οι πα- λιοί, δεν έκαναν ούτε για ζωοτροφές, ενώ ο καρπός αποθηκευόταν για το χειμώνα.
Λούγκα:. Μεγάλο σπυρί, σε μέγεθος καρυδιού ή και αυγού κάποιες φο- ρές. Όταν πρωτόβγαινε και αναπτυσσόταν ήταν κόκκινο, σκληρό, μάζευε πύον και πονούσε. Με τον καιρό κιτρίνιζε και ωρίμαζε, οπότε το τρυπού- σαν με αποστειρωμένη βελόνα (τη θέρμαιναν στη φωτιά) ή με μουρτζά (βλέπε λέξη) και έβγαζαν το πύον, ώστε σιγά σιγά να εξαφανιστεί. Τις πε- ρισσότερες φορές ή λούγκα άφηνε σημάδι πάνω στο δέρμα .
Λουμίνια:. Οι κάλυκες του άγριου φυτού ανεμοφωλιά, που χρησιμοποι- ούνται σαν καντηλήθρες. Τα λέμε και μπουλίμια.
Λούμπα. (η):. Λακκούβα, με θολό και βρόμικο νερό.
Λουμπνάρι:. Το παχουλό παιδί κατά κύριο λόγο, αλλά και ο ενήλικας και τα ζώα. Οπωσδήποτε όμως η λέξη αυτή λεγόταν γι αυτούς που είχαν «υγι- ές»πάχος, ευρωστήλα, από πολύ φαγητό, καθαρό αέρα και υγιεινή δια- βίωση.
Λουμπούτι:. Ειδικό ξύλο, που χτυπούσαν τα καλαμπόκια, για να ξεχωρί- σει ο σπόρος από το μπούρτσι.
Λούπ:. Αυτός που έχει μακριά και αχτένιστα (ακατάστατα) μαλλιά (εί- ναι σαν λουπ΄).
Λούρα:. Ψιλή βέργα, που χρησιμοποιούσε συνήθως ο δάσκαλος στο σχολείο για να τις «βρέχει» στους μαθητές για τιμωρία, αλλά είχε και πολ- λές άλλες χρήσεις. Ήταν ελαστική και λύγιζε εύκολα χωρίς τον κίνδυνο να σπάσει. Ήταν από ξύλο μουριάς ή από ξύλο καναπίτσας. Από την κα- ναπίτσα έπαιρναν και το ξύλο για την κατασκευή ταρπιών, κοφινιών κ.α.
Λούρια:. Τα μικρά σύκα.
Λούρος:. Το σωληνοειδές όργανο που συνδέει το έμβρυο με τον πλα- κούντα. Ο ομφάλιος λώρος.
Λούτσα:. Μια κοιλότητα στο έδαφος που λιμνάζουν (στερνιάζουν)
- 295 -
νερά. Μικρός βάλτος, τέλμα. Επίσης τεχνική κοιλότητα με καθαρό νερό, που οδηγούν οι τσοπαναίοι τα πρόβατά τους για να δροσιστούν. Για τον άνθρωπο λέμε ότι έγινε λούτσα, όταν βραχεί πάρα πολύ.
Λουτσίζω:. Καταβρέχω κάποιον, τον κάνω μούσκεμα ή πηγαίνω τα γιδο- πρόβατα στη λούτσα για να δροσιστούν.
Λούφα (η):. Φωλιά ζώου, βόλεμα, κοπάνα και λούφαξα (σιώπησα, δεν αντιδρώ).
Λύχνος:. Πήλινο ή μεταλλικό φωτιστικό σκεύος, που φωτίζει με καύση λαδιού ή λίπους το οποίο διαποτίζει το φυτίλι.
Μ
Μαγαρίζω:. Λερώνω, βρωμίζω, βεβηλώνω, μιαίνω.
Μαγκάνι:. (α).Μηχανισμός με τον οποίο, το νήμα από την ανέμη μετα- φερόταν στα μασούρια.
Μαγκάνι:. (β). Μηχανισμός με τον οποίο ανέβαζαν το νερό απ΄ το πη- γάδι.
Μάγγος:. Διαμόρφωση χώρου στο έδαφος, για να κοιμηθούνε τη νύχτα στα χωράφια (έφτιαξα μάγγο). Όταν φυσούσε, έβαζαν γύρω–γύρω δεμά- τια από άχυρο, ενώ για κλινοσκεπάσματα χρησιμοποιούσαν σακιά, κου- ρελούδες, πατατούκες κ.λ.π.
Επίσης μάγγος λεγόταν ο πρόχειρος εκείνος χώρος, που έφτιαχναν στα κατώγια, που ήταν ένα χώρισμα με ξύλα σε μια γωνιά του κατωγιού και αποθήκευαν τις ελιές κατά τη διάρκεια της συγκομιδής, ώσπου να τις μα- ζέψουν όλες και να τις πάνε στο λιοτρίβι. Μόλις τέλειωνε η συγκομιδή ή κατέστρεφαν το μάγγο ή έβαζαν εκεί τα οικόσιτα μανάρια που είχε η κάθε οικογένεια.
Μαγκλαράς:. Άνθρωπος ιδιαίτερα ψηλός και άκομψος στις κινήσεις του.
Μαγκούτα:. Μεγάλη κολοκύθα.
Μαγκούφης.(ο):. Ο μοναχικός και ο έρημος στον κόσμο.
Μαδαρός:. Αποψιλωμένος, γυμνός τόπος. Για ανθρώπους, ο φαλακρός, ο ελαφρά ντυμένος ιδίως κατά τους μήνες του χειμώνα, (που πας έτσι μα- δαρός; Θα πουντιάσεις).
Μαθές:. Βέβαια, δηλαδή, όπως καταλαβαίνεις, άμα θες.
Μάκα:. Η συσσωρευμένη βρώμα πάνω στο σώμα του ανθρώπου, που ήταν αποτέλεσμα πολυήμερης απλυσιάς, ιδίως στα πόδια και που χρεια- ζόταν η βοήθεια της ελαφρόπετρας για να καθαριστεί, όταν αποφάσιζε κάποιος να πλυθεί.
Μακαντάσης:. Αχώριστος, αφοσιωμένος φίλος, σύντροφος, αδελφο-
- 296 -
ποιτός
Μαλακατσάζω:. Όταν τρώω με τα χέρια, όταν με λερωμένα χέρια πιά- νω κάτι και αφήνω λεκέ. Γενικά, όταν κάνω τους άλλους να αηδιάζουν με τις κινήσεις μου, (μη μαλακατσάζεις το φαΐ). Έλλειψη τάξης και νοικοκυ- ροσύνης.
Μαλαϊάρης:. Αυτός που του αρέσει να τσιμπάει από τα φαγητά και να τρώει λίγο απ΄ όλα. Να μην περιμένει την ώρα του φαγητού (περίμενε δυο λεπτά να σερβίρουμε το φαγητό, μην είσαι μαλαϊάρης).
Μαλαπέρδα (η):. Μεγάλο πέος.
Μαμούνα:. Μεγάλο ζωύφιο, κατσαρίδες κ.λ.π.. Λέξη που χρησιμοποι- ούσαν οι μανάδες για να συνετίζουν τα μικρά παιδιά (πρόσεξε γιατί θα σε φάει η μαμούνα).
Αλλά και μεταφορικά, μαμούνα λέμε και τον άνθρωπο που πάντα βρί- σκει την άκρη με ότι καταπιάνεται (μην τον φοβάσαι αυτόν, θα τα καταφέ- ρει. Είναι μαμούνα). Αλλά και τις γυναίκες που φροντίζουν να μαθαίνουν όλα τα «νέα» της γειτονιάς και να τα «ανακυκλώνουν».
Μαμούνι:. Ζωύφιο, ζούδι.
Μανάρι (το):. Οικόσιτο αρνί ή κατσίκι.
Μανίτσα:. Η γιαγιά. Τη λέγανε και μαμή.
Μανόγαλο:. Το γάλα της μάνας.
Μανουριάζω:. Τα φρούτα και λαχανικά, που έχουν ωριμάσει πάρα πολύ και έχει φύγει η φρεσκάδα τους.
Μανούσος:. Το αρσενικό περιστέρι. Ο αρχηγός του περιστεριώνα. Μαντολόια:. Λέγαμε τα γιατροσόφια, αλλά και τα καρυκεύματα των φα-
γητών. Στα γιατροσόφια μπορούμε να συμπεριλάβουμε τις βεντούζες, τις διάφορες αλοιφές ή υγρά φτιαγμένα από βότανα, την ελατορετσίνα, το θειάφι, το λάδι, το αυγό. Διάφορα βότανα που το ζουμί τους ύστερα από βράσιμο, έκανε καλό σε διάφορες παθήσεις (του ΄κανα όλα τα μαντολόια και σε δύο μέρες έγινε περδίκι). Στα φαγητά και στα γλυκά, μαντολόια λέ- γαμε όλα αυτά που προσθέταμε για να νοστιμέψει το φαγητό ή το γλυκό, όπως αλάτι, πιπέρι, ρίγανη, δάφνη, κανέλα, γαρύφαλλο, μαϊντανό, μο- σχοκάρυδο, δυόσμο, άνηθο, καρότο, μάραθο, θρούμπι κ.λπ. (Πολύ ωραίο το φαγητό σήμερα, τι μαντολόια του ΄χεις βάλει;)
Μαντρί (το):. Πρόχειρος χώρος για την στέγαση προβάτων.
Μαραγκιασμένο, μαραγκιασμένα:. Τα ξεραμένα λουλούδια, που είχαν χάσει τη φρεσκάδα τους.
Μαργωσάρης:. Αυτός που κρυώνει υπερβολικά.
Μαρκάλισμα:. Η ερωτική πράξη των κατσικιών και προβάτων, για πολ- λαπλασιασμό, που γίνεται μια συγκεκριμένη εποχή του χρόνου, (εποχή του μαρκαλίσματος).
- 297 -
Μαρμάγκα:. Η αράχνη που έχει δηλητήριο, η ψυχαλήθρα. (Θα σε φάει η μαρμάγκα) λέμε, όταν απειλούμε κάποιον ή πιστεύουμε για κάποιον, ότι δεν θα επιτύχει μ΄ αυτό που καταπιάνεται και τελικά θα αποβεί σε βά- ρος του όλη η διαδικασία.
Μαρμαρίτα:. Τεράστια τηγανίτα. Όσο πιάνει το τηγάνι. Τη λέγανε και ταλαγάνα.
Μασαλάς:. Κάτω από τον λαιμό έβαζαν τον μασαλά. Μια κόκκινη κορ- δέλα, που πέρναγαν στο λαιμό και περνούσαν σε αυτή τρύπια νομίσματα. Αργότερα ο μασαλάς έγινε ασημένιος. Μεταγενέστερα έβαζαν τα φλου- ριά.
Μασούρι:. Μικρό καλάμι, που τυλίγεται το νήμα για την ύφανση. Το μα- σούρι τοποθετείται στο «μαγκάνι», που με τη σειρά του, παίρνει το νήμα απ΄ την «ανέμη» και το τυλίγει στο μασούρι.
Μαστάρια:. Οι μαστοί των θηλαστικών ζώων και συνεκδοχικά οι μαστοί της γυναίκας.
Μαστέλο:. Ξύλινο δοχείο για νερό. Δοχείο που είχαν οι τσαγκάρηδες γεμάτο με νερό. Μέσα εκεί έβαζαν τα διάφορα δέρματα που χρησιμοποι- ούσαν για να μαλακώσουν.
Μάτα:. Ξανά, πάλι, (πότε θα μάτα έρθεις;)
Ματαράς:. Δερμάτινο δοχείο (5-6 κιλών). Δέρμα διπλωμένο και ραμμέ- νο στις άκρες του. Στο κάτω μέρος ήταν πιο πλατύ και όσο ανέβαινε στέ- νευε. Το πώμα ήταν από ξύλο. Από την κορυφή ως τη μέση περίπου, είχε θηλιές για να πιάνεται το σχοινί και να κρέμεται στο σαμάρι. Το χρησιμο- ποιούσαν για να μεταφέρουν πόσιμο νερό στο χωράφι.
Ματζάνια:. Οι μαστοί της γίδας ή της προβατίνας, όταν είναι υπερβολι- κά μεγάλοι.
Ματσουλάω.(ματσλάω):. Μασάω με έντονο θόρυβο.
Μαυραγάνι ή Σανατόρι:. Ποικιλία σιταριού, που καλλιεργείτο σε μικρές ποσότητες, αλλά ήταν καλό ποιοτικώς.
Μελάς:. Καρπός ελάτου, που είναι η καλύτερη τροφή για τις αγελάδες. Μελούτη:. Κούνια βρεφών από δέρμα προβάτου.
Μηλαδέρφι:. Ετεροθαλής αδελφός ή αδελφή.
Μεσάλι:. Υφαντό πανί, με το οποίο τύλιγαν τα ψωμιά μέσα στην πινακω- τή, για να τα πάνε στο φούρνο.
Μηλιόρα:. Η κατσίκα που είναι πάνω από ενός έτους (μηλιόρι το αρσε- νικό).
Μικρομάνα:. Γυναίκα που έχει γεννήσει πρόσφατα, αλλά και μητέρα μι- κρής ηλικίας.
Μίλτωσε:. Τη φράση αυτή τη λέμε, για το ζουμί στο φαγητό, κατά το βράσιμο, όταν χυλώνει, πήζει. Ιδιαίτερα για τα όσπρια (φασολάδα, ρεβί-
- 298 -
θια κ.λπ.). (Σβήσε τη φωτιά γιατί μίλτωσαν τα φασόλια).
Μισακάρης:. Αυτός που βοσκάει τα πρόβατα άλλων κι αμείβεται κατό- πιν συμφωνίας.
Μισακό (χωράφι):. Όταν κάποιος δεν μπορούσε να καλλιεργήσει το χω- ράφι του, επειδή ασχολιόταν με άλλες δουλειές, το έδινε σε άλλον, που το καλλιεργούσε και του έδινε μέρος του καρπού που έβγαζε, κατόπιν συμφωνίας.
Μιτάρι:. Εξάρτημα του αργαλειού, με το οποίο μετακινούνται τα νήμα- τα του στημονιού, για να περνάει η σαΐτα. Αποτελείται από δύο παράλλη- λα ξύλα που ενώνονται με σκληρά και ανθεκτικά νήματα (μιταρόσχοινα).
Μίτζιρος:. Ο πολύ προσεκτικός μέχρι σημείου υπερβολής, σ΄ ότι αφο- ρά το ντύσιμο, το φαγητό, τη συμπεριφορά κ.λπ.
Μίτωμα:. Η διαδικασία του περάσματος του νήματος, ανάμεσα από τα σχοινιά των μιταριών, ώστε να γίνει το σχέδιο που εμείς θέλουμε στο πανί που θα υφάνουμε.
Μνούχισμα, (μουνούχισμα):. Η επέμβαση που έκαναν στα πρόβατα και άλλα ζώα, για να μην μπορούν να αναπαραχθούν. Ο ευνουχισμός.
Μνούχι, (μουνούχι):. Το ζώο που έχει υποστεί ευνουχισμό.
Μόλιθο:. Το αγίνωτο σύκο, που δεν έχει ωριμάσει ακόμα.
Μονάντερος:. Αυτός που τρώει πολύ, ο αχόρταγος, αλλά δεν παχαίνει. Μοναφίκια:. Λόγια που λέγονται με σκοπό να κάνουν κάποιους να τσα-
κωθούν ή να χωρίσουν αντρόγυνα. Ήταν (και είναι) μια κακή συνήθεια και όσες καταγίνονταν μ΄ αυτό (γυναίκες ήταν συνήθως), τις αποκαλούσαν μοναφικιάρες ή μοναφίκες. Χάριν αστειότητας, μοναφίκια έλεγαν και τα προσανάμματα που χρησιμοποιούσαν για να ανάψουν τη φωτιά στο τζάκι, γιατί βοηθούσαν να ανάψει η φωτιά, όπως τα αληθινά μοναφίκια βοηθού- σαν να ανάψουν φωτιές στις σχέσεις των ανθρώπων.
Μονοβύζα:. Η γίδα ή η προβατίνα, που ο ένας της μαστός είναι ατροφι- κός ή έχει κάποια αρρώστια και δεν μπορεί από εκεί να βυζάξει το μικρό κατσικάκι ή αρνάκι.
Μονοκαβαλίκι:. Τρόπος που κάθονταν πάνω στα ζώα, συνήθως οι γυ- ναίκες. Από τη μια μεριά του σαμαριού, έχοντας και τα δύο πόδια προς τη μία πλευρά.
Μονόταρα:. Όλα μαζί, το ένα πάνω στ΄ άλλο, για ομοειδή ή ετεροειδή πράγματα, (έβαλα τα ρούχα μονόταρα σε μια γωνιά).
Μόλεμα:. Αυτός που πάσχει από μολυσματική ασθένεια, αλλά και αυ- τός που ρέπει προς πράξεις που οδηγούν σε πνευματική εξαθλίωση, εξα- χρείωση των ηθών, εκφαυλισμό της κοινωνίας κλπ.
Μούλα:. Το θυλικό μουλάρι.
Μούλικος:. Νόθος, μπάσταρδος.
- 299 -
Μουλώνω:. Καλύπτω κάτι με χώμα, (τον μούλωσαν τον πεθαμένο). Και μουλώθηκα ή είμαι μουλωμένος, όταν με σκεπάζουν χώματα ή όταν το χιόνι είναι πολύ ψηλά και δεν μπορούμε να βγούμε απ΄ το σπίτι μας, (μας μούλωσαν τα χιόνια). Γενικά όταν κάτι μας σκεπάζει ή μας εμποδίζει στην επικοινωνία μας, (μουλώθηκαν οι δρόμοι από τα λιάσματα), (τα σπαρτά μουλώθηκαν από τα χορτάρια).
Μουρλάτζω, μούρλιακας:. Υποκοριστικό ή και μεγεθυντικό πολλές φο- ρές της λέξης τρελή (μουρλή) ή τρελός (μουρλός). Δεν χρησιμοποιείται για βρισιά αλλά περισσότερο σαν πείραγμα ή αναφορά καλοπροαίρετη. (Μας ξεκάρδισε με τα αστεία της η μουρλάτζω), (μόλις με είδε στην ανά- γκη έπεσε με τα μούτρα να με βοηθήσει. Είναι καλός ο μούρλιακας).
Μουρτζά, (μουρτζές):. Μικρά μυτερά ξυλάκια, που έβγαιναν στα κλα- ριά της αγκορτζάς (αγριοαχλαδιά), που ήταν σαν μικρά βελονάκια και έπρεπε να προσέχουμε, γιατί με την παραμικρή επαφή, μας τρυπούσανε το χέρι. Με τις μουρτζές συνήθως τρυπούσαν τα σπυριά για να βγει το πύον και ιδίως τη λούγκα (βλέπε λέξη).
Μουτσάλα:. Κομμάτια ψωμί βουτηγμένα σε λάδι ή σε γάλα ή σε σάλτσα κ.λπ., που στη συνέχεια τα τρώμε, (έκανα μουτσάλα).
Μούργκα:. Το κατακάθι από το λάδι, λίγες μέρες μετά το βγάλσιμο από το λιοτρίβι. Το λέμε και μουργκόλαδο. Με τη μούργκα φτιάχνουμε σαπού- νι με ειδική διαδικασία, (μούργκα, νερό, ποτάσα).
Μούργος:. Το σκουρόχρωμο τσοπανόσκυλο. Μεταφορικά ο χοντράν- θρωπος.
Μουρντάρης:. Ο βρώμικος, ο ακόλαστος. Αυτός που παρεκτρέπεται ηθικά.
Μουρουγκλός:. Ο ψευδός, ο τραυλός.
Μουσκίδι:. Με τη φράση «έγινα μουσκίδι», εννοούμε ότι έχω βραχεί πάρα πολύ, έχω διαποτιστεί από νερό «μέχρι το κόκαλο», όπως λέει η λα- ϊκή έκφραση.
Μούσκουρα:. Γίδα καφέ και μαύρη, στο πρόσωπο και στο κορμί. Μουστάκια:. Φυτό όμοιο με τα σπαράγγια, με τη διαφορά ότι τα μου-
στάκια είχαν φύλλα. Τα τρώνε συνήθως τηγανιτά, αφού πρώτα τα βρά- σουν και τα αλευρώσουν.
Μουσταλευριά:. Γλύκισμα που φτιάχνεται με μούστο και αλεύρι. Μουστερής:. Ο αγοραστής, ο πελάτης (έχω πράμα που σαλεύει και το
μουστερή γυρεύει), αλλά και ο επισκέπτης.
Μουστόπιτα:. Φτιάχνεται όπως η μουσταλευριά, αλλά δεν τρώγεται αμέσως. Απλώνεται σε ταψί και αφού σφίξει λίγο, τη βγάζουμε, την κό- βουμε κομμάτια και την αφήνουμε μερικές μέρες να στεγνώσει. Τρώγε- ται όλο το χειμώνα.
- 300 -
Μούχρωμα:. Το διάστημα μεταξύ μέρας και νύχτας. Και μουχρώνει, όταν αρχίζει να πέφτει το σκοτάδι. Μισοσκότεινα.
Μπαγιασόν, μπαϊασόν:. Ψάθινο καπέλο, με γείσο γύρω-γύρω, στολι- σμένο με χρωματιστή πάνινη κορδέλα. Το φορούσαν προπολεμικά, κυρί- ως οι εύποροι αλλά και όλοι οι κομψευόμενοι κύριοι της εποχής.
Μπάγρα:. Για κάποιον που στέκεται εμπόδιο, όταν κάνουμε κάποιες δουλειές ή είναι μπροστά όταν θέλουμε να συζητήσουμε και δεν επιθυ- μούμε αυτά που λέμε να τα ακούσει. (Κάνε πάρα πέρα να κάνουμε καμιά δουλειά, μη στέκεσαι μπάγρα εδώ πέρα), (θέλαμε να πούμε δυο κουβέ- ντες και δεν μπορέσαμε γιατί είχαμε και τον άλλον μπάγρα και δεν μπο- ρούσαμε να κουβεντιάσουμε). Αλλά και η προσπάθεια να σταματήσουμε κάτι που επιχειρεί κάποιος για να μας ζημιώσει. ( Έστησα μπάγρα και τε- λικά δεν τα κατάφερε να γίνει το δικό του).
Μπαζίνα:. Έλεγαν τη μουσταλευριά, καθώς επίσης και οποιοδήποτε άλλο μείγμα από νερό κι αλεύρι με προσθήκη λίγου λαδιού και αλατιού, που ήταν πολύ πηχτό.
Μπαΐρι–μπαΐρια:. Τα ακαλλιέργητα χωράφια, τα παρατημένα, τα γεμά- τα αγριόχορτα, θάμνους κ.λ.π. τα έλεγαν μπαΐρια. Κατ΄επέκταση μπαΐρια έλεγαν και τα παλιά σπίτια τα μισογκρεμισμένα, τα ερείπια. Αλλά κυριο- λεκτικά η λέξη μπαΐρια αφορούσε τα χωράφια.
Μπαΐλτισα:. Κουράστηκα πάρα πολύ. Μπαΐλτισμός, υπερβολική κούρα- ση.
Μπάκα:. Η κοιλιά.
Μπάκακας:. Ο βάτραχος και μπακακάκι, το μικρό βατράχι.
Μπακανιάρης:. Αυτός που είχε φουσκωμένη κοιλιά, όχι όμως απ΄ την πολυφαγία, αλλά από ασθένεια, ή από πολύ νερό ή από πείνα.
Μπακίρια:. Χάλκινα αντικείμενα, που χρησιμοποιούσαν κυρίως για το νοικοκυριό.
Μπακράκι:. Μικρό σκεύος από χαλκό. Μπακράκι συνήθως λέγαμε το μικρό χάλκινο αγγείο που είχε ο παπάς στον Αγιασμό και το κρατούσε ένα παιδί απ΄ αυτά που τον ακολουθούσαν, όταν αγίαζε τα σπίτια, «του Σταυ- ρού».
Μπαλάντζα:. Αποτελείται από μια μεταλλική ράβδο με κλίμακα υποδι- αιρέσεων, στην οποία κινείται το αντίβαρο (βαρίδι). Το αντικείμενο που θα ζυγίσουμε ή το κρεμάμε σε άγκιστρο από την άλλη μεριά της ράβδου ή το τοποθετούμε σε μεταλλικό κοίλο δίσκο, που κρέμεται από τη λαβή με αλυσίδες.
Μπαλτούμια:. Τρεις δερμάτινες λουρίδες στα καπούλια του ζώου. Το ένα είναι κάτω από την ουρά και τα δυο πάνω από την ουρά, σταυρωτά. Το ένα από τα δυο δερμάτινα (πανωκάπουλα) περνούσε γύρω από το σα-
- 301 -
μάρι μέσα από τις παΐδες, για να μην φεύγει μπρος ή πίσω.
Μπαλωματζής:. Μπαλωματζήδες λέγαμε τις πασχαλίτσες, επειδή ήταν οι πλάτες τους κόκκινες και είχαν μαύρα στίγματα. Από μικροί, τα παίρνα- με πάνω από τα φύλλα των δέντρων που συνήθως τα βρίσκαμε, τα βάζα- με πάνω στο χέρι μας, αυτά περπατούσαν και διασκεδάζαμε
Μπαμπαλής:. Αυτός που είναι πολύ γέρος (γερομπαμπαλής).
Μπαξίσι:. Το φιλοδώρημα.
Μπαούτς, μπαούτσα (τα):. Τα φαντάσματα, τα στοιχειά. Όλοι οι φόβοι που μας είχαν δημιουργηθεί από τις διηγήσεις των μεγάλων. Κατ΄ επέκτα- ση, ο άσχημος, ο σκουντούφλης κ.λπ. (Είναι σα μπαούτς).
Μπαραμπάτης:. Αυτός που δεν είχε πολλά χωράφια και έβγαζε λίγο ει- σόδημα και συνεπώς εμφάνιζε μικρή θυμωνιά στα αλώνια για τον αλωνι- σμό. Οι άνθρωποι αυτοί για να συμπληρώσουν τα γεννήματά τους δού- λευαν και στα χωράφια των μεγαλοκτηματιών.
Μπαραμπερίζομαι:. Ανταγωνίζομαι κάποιον, θέλοντας να κάνω τα ίδια ή και περισσότερα απ΄ αυτόν. Η τάση για άμιλλα, ο ερεθισμός από τις ενέργειες άλλου. Φιλοπρωτία, διεκδίκηση υπεροχής, διακρίσεως, αμοι- βής κ.λπ. Συνήθως συμβαίνει μεταξύ ανθρώπων του ίδιου επαγγελματι- κού ή κοινωνικού χώρου.
Μπάρεμ΄:. Επίρρημα που σημαίνει, ίσως ή τουλάχιστον ή κάτι παρόμοιο (νάταν μπάρεμ΄ και κανένας τσ΄προκοπής). Διπλό σημαίνει τον άνθρωπο που έχει ξεφύγει από τους ηθικούς νόμους, ιδίως για γυναίκες( είναι μία αυτή, μπάρεμ΄ και μπάρεμ΄).
Μπαρμπαλιάς:. Αμόνι από σίδερο, σε σχήμα γάμα κεφαλαίου, που χρη- σιμοποιείται από τους τσαγκάρηδες.
Μπάρμπας:. Αδελφός του πατέρα ή της μητέρας, θείος. Αλλά και προ- σφώνηση προς τους μεγαλύτερους, λόγω σεβασμού. Υπάρχει και ειδική φράση που υποδηλώνει αυτόν που έχει μεγάλα μέσα, (έχει μπάρμπα στην κορώνη).
Μπάρτσα:. Η γίδα που από τη μέση και μπρος είναι άσπρη και από τη μέση και πίσω σκούρα.
Μπας:. Μήπως, (βρε μπας και φοβάσαι;).
Μπας Καραμπάς:. Αυτή τη φράση χρησιμοποιούμε, για να τονίσουμε τις μη σωστές ενέργειες που κάνει κάποιος ή κάποια και που δεν είναι σύμ- φωνες με τους ηθικούς αλλά και κοινωνικούς κανόνες. (Είναι αυτή μία πουτάνα, μπας καραμπάς), (είναι αυτός ένας παλιάνθρωπος, αλήτης και άσωτος, μπας καραμπάς).
Μπατάια:. Όταν κάτι πάει στραβά στην οικογένεια ή σε συγκεκριμένο άτομο, σε θέμα υγείας, οικονομικό κ.λπ. (πήρε μπατάια).
Μπατάλικος:. Χοντρός και άχαρος. Μπαταλεύω. Γίνομαι χοντρός, δυ-
- 302 -
σκίνητος. Μπατάλεμα. Άχαρη ανάπτυξη του σώματος (πως μπατάλεψε έτσι αυτός;).
Μπατζάς:. Το τζάκι. Πιο συγκεκριμένα το πάνω μέρος του τζακιού που υπάρχουν τα ράφια.
Μπατίκια:. Όταν ο γαμπρός ερχόταν από άλλο χωριό, στο χωριό της νύ- φης για να γίνει ο γάμος, ήταν καβάλα σε άλογο ή μουλάρι, προτιμότε- ρο όμως ήταν το άλογο, αλλά ανεξάρτητα από το είδος του ζώου, έπρεπε οπωσδήποτε να ήταν κόκκινο.
Οι συμπέθεροι της νύφης, έβγαιναν να προϋπαντήσουν το γαμπρό με τη συνοδεία του και όποιος πρόφταινε και έπιανε τα χαλινάρια του αλό- γου του γαμπρού, έπαιρνε ένα ταγάρι που κουβαλούσε ο γαμπρός μαζί του, που είχε μέσα ψωμί, κρασί και κρέας.
Να πούμε επίσης πως όποιος έπιανε το χαλινάρι, πυροβολούσε στον αέρα για να τον ακούσουν οι άλλοι που είχαν προστρέξει γι αυτό το σκοπό και να σταματήσουν, γιατί όλοι αυτοί συνήθως δεν πήγαιναν μαζί, αλλά έπιαναν διάφορα σημεία και μονοπάτια, υπολογίζοντας από που πιθανόν θα περνούσε ο γαμπρός.
Αυτός λοιπόν που έπιανε το χαλινάρι οδηγούσε το γαμπρό στο χωριό της νύφης για να γίνει ο γάμος. Αυτή η διαδικασία ήταν τα «μπατίκια».
Η λέξη προέρχεται από το «έμπα», «εμβατίκια», την είσοδο δηλαδή του γαμπρού στο χωριό της νύφης.
Μπαχάρια:. Τα μπαχαρικά. Ιδίως αυτά που χρησιμοποιούνται για την Παρασκευή γλυκών (μοσχοκάρυδο κ.λ.π.).
Μπαχούνα:. Ο ύπνος με χοντρά ζεστά ρούχα ή το ντύσιμο με μάλλινα ζεστά ενδύματα τις κρύες νύχτες του χειμώνα. (Κοιμήθηκα καλά σκεπα- σμένος και ευχαριστήθηκα μπαχούνα).
Μπαχτσές:. Ο κήπος.
Μπεκιάρης:. Εργένης, ανύπαντρος.
Μπέκιμ:. Σημαίνει το «μήπως και» (καλά κάνει και τα παθαίνει αυτά, μπέκιμ και βάλει μυαλό.
Μπεκνιάρης, μπεκνιάρα:. Αυτός ή αυτή που είχαν φακίδες στο πρόσω- πο.
Μπέκνες:. Μόνιμα στίγματα στο πρόσωπο, πανάδες, φακίδες.
Μπέλα:. Η τελείως άσπρη, κατάλευκη προβατίνα.
Μπέμπελη:. Η ασθένεια ιλαρά αλλά και η αφόρητη ζέστη, «έβγαλα τη μπέμπελη».
Μπερκέτι:. Αφθονία, πλούτος. Για τη σοδειά, μπερκέτι λέγανε όταν τα γεννήματα ήταν πολλά. (Φέτος είχαμε μπερκέτια). Αλλά και σαν ευχή χρησιμοποιείται για καλή σοδειά. (Καλά μπερκέτια).
Μπερντάχι:. Ξυλοκόπημα, ξυλοφόρτωμα, έντονο μάλωμα, βρίσιμο
- 303 -
(τούδωσε ένα μπερντάχι). Μερικοί μπερντάχι λέγανε και το κόντρα ξύρι- σμα. Ξύρισμα για δεύτερη φορά με αντίθετη κατεύθυνση.
Μπεσαλής:. Αυτός που έχει «μπέσα». Που κρατάει το λόγο του. Μπζούνια:. Οι άκρες στο κάτω μέρος του τσουβαλιού, που προεξείχαν
λίγο και μπορούσαμε να τις πιάσουμε για να μεταφέρουμε το τσουβάλι. «Πιάσε το από τα μπζούνια», ήταν η οδηγία αυτού που σήκωνε το τσουβά- λι σ΄ αυτόν που προθυμοποιούταν να τον βοηθήσει.
Μπήξα–δείξα:. Ήταν ο επίλογος του κατηγορητηρίου που χρησιμοποι- ούσαν μερικοί άσπονδοι «φίλοι» και «φίλες», όταν στόλιζαν με βρισιές κάποιον ή κάποια. (Αυτή η παλιογυναίκα, η τεμπέλα, η βρωμιάρα, η στο- ματαρού, η άχρηστη, η μπήξα, η δείξα), (αυτός ο παλιάνθρωπος, ο κλέ- φτης, ο μπεκρής, ο τεμπέλης, ο μπήξας, ο δείξας).
Μπιλιούρι:. Το εύρωστο, υγειές, δυνατό, όμορφο. Η λέξη χρησιμοποι- είτο για ζώα αλλά και για ανθρώπους (τα κατσίκια του θανάση είναι μπι- λιούρια). (Μπράβο γαμπρό που έκανε η Βαγγελιώ. Βρε αυτός είναι μπι- λιούρι).
Μπινιάρης:. Ο δίδυμος αδελφός. Και μπινιάρικα ή μπινιάρια, τα δίδυ- μα αδέλφια.
Μπιτίζω:. Τελειώνω κάτι ή συμπληρώνω, για να ολοκληρώσω μια συ- γκεκριμένη συλλογή ή χρηματικό ποσό. (Μου λείπουν δέκα χιλιάδες για να μπιτίσω τη δόση του επόμενου μήνα), (τα μπίτισα τα προικιά μου). Επί- σης όταν τελειώνω κάποια εργασία (μπίτισε η δουλειά μας).
Μπλάνες:. Σκληρά κομμάτια από χώμα, που δημιουργούνταν μετά το όργωμα και έπρεπε οι γεωργοί να τα «σπάσουν».
Μπλάστρι:. Το έμπλαστρο.
Μπλάστρης (ο):. Κυλινδρικό ξύλο με το οποίο άνοιγαν και άπλωναν το ζυμάρι. Πιο μικρό και πιο χοντρό από τη «σαΐτα».
Μπλατσάω:. Όταν πατάω στο νερό, κυρίως της βροχής, που έχει δημι- ουργήσει λιμνούλες ή μικρά ρυάκια, ιδίως σε χωματόδρομους και ήταν μια παιγνιώδης συνήθεια των παιδιών. (Μη μπλατσάς μέσα στα νερά, θα αρρωστήσεις).
Μπλετς:. Ειδική κατασκευή στο μαντρί, για προστασία απ΄ τα νερά, αλλά και χώρος που έβαζαν τα αρνιά και τα κατσίκια, που δεν είχαν ακό- μη απογαλακτιστεί. Το λέγανε και τσάρκο.
Μπλέχτης:. Ο αχυρώνας. Ένα μέρος που είχε χωριστεί με σανίδες ή κλαδιά στο κατώι και το χρησιμοποιούσαν σαν αποθήκη ζωοτροφών.
Μπόι.1:. Το ύψος του ανθρώπου. (πέταξε πολύ μπόι αυτό το παιδί). Μπόι.2:. Το «Μπόι», είναι ένα μεγάλο κερί περίπου στο ύψος του νε-
κρού, ο παπάς κόβει τρία κομμάτια απ΄αυτό και φτιάχνει τρεις σταυρούς που τους τοποθετεί στο κεφάλι, στα χέρια και στα πόδια του νεκρού την
- 304 -
ώρα της ταφής. Το υπόλοιπο «μπόι» μεταφέρεται στο σπίτι, το ανάβουν και καίει για τρεις μέρες.
Μπολάδα:. Ζάλη που προέρχεται από κούραση, δυσοσμία, ατονία κ.λπ. και φτάνει μέχρι και σημείου λιποθυμίας.
Μπόλια:. Μακρύ και φαρδύ ύφασμα, άσπρο κατά προτίμηση, με το οποίο τύλιγαν το κεφάλι οι γυναίκες και το υπόλοιπο έπεφτε στον ώμο. Στις άκρες είχε κεντήματα με κόκκινη συνήθως κλωστή και κρόσια. Ήταν υφαντό.
Μπολιάστηκα:. Λιποθύμησα από τη ζάλη.
Μπολίνια ή μπολίμια:. Φυτά, με το άνθος των οποίων άναβαν το καντή- λι.
Μπόλκα:. Υφαντό γυναικείο πανωφόρι. Φτάνει λίγο πιο κάτω απ΄ τη μέση, στα μανίκια έχει «ρεβέρ» και μπροστά είναι ανοιχτό, σχηματίζο- ντας «καρδιά».
Μπομπή:. Η ντροπή. Κάτι άσχημο που έχεις κάνει και έχει μαθευτεί, με αποτέλεσμα να αντιμετωπίζεις την περιφρόνηση και τον εμπαιγμό της κοινωνίας.
Μπομπότα:. Ψωμί από καλαμποκάλευρο.
Μπορμπολόι:. Το μάζεμα των ελιών μετά το τέλος της συγκομιδής. Επί- σης το μάζεμα διαφόρων καρπών, ρεβίθια, φάβα, σιτάρι κ.λ.π.. Τα μπορ- μπολόγια τα έκαναν αυτοί που δεν είχαν σπαρμένα ή δεν είχαν χωράφια ή αυτοί που είχαν λίγα εισοδήματα και ήθελαν να τα συμπληρώσουν. Έτσι λοιπόν, πήγαιναν στα ξένα χωράφια και «μπορμπολογούσαν», αφού βέ- βαια προηγουμένως οι ιδιοκτήτες είχαν τελειώσει τη συγκομιδή.
Μπορμπότσι:. Έντομο που περπατάει (δεν πετάει), όπως η σκαλντρού, η βρωμούσα, η βαβούλα κ.λπ.
Μπορμποτσοφωλιά:. Η φωλιά των μπορμποτσιών. Για ανθρώπους λέμε ειρωνικά τους βρωμιάρηδες, αυτούς που δεν πλένονται και τα ίχνη της απλυσιάς είναι ευδιάκριτα επάνω τους. (Πλύσου λίγο Χριστιανέ μου, έπια- σες μπορμποτσοφωλιές επάνω σου).
Μποξάς:. Κομμάτι ρούχου για περιτύλιξη ή και δέμα ρούχων.
Μποτσίκι –μποτσίκια:. Φυτό που μοιάζει με το σπερδούκλι, αλλά είναι λίγο πιο κοντό και έχει μεγάλα και πλατύτερα φύλλα. Γίνεται αισθητή η παρουσία του σε υπερβοσκημένους βοσκότοπους, γιατί δεν το τρώνε τα ζώα. Στην περιοχή του σκουντέρι υπάρχει περιοχή που τη λέμε «Μποτσί- κια».
Μπότσα:. Μία μπότσα ισοδυναμούσε με δύο οκάδες κρασί. Η μετρική αυτή μονάδα, αναφερόταν μόνο για το κρασί. (Το βαρέλι μου χωράει δια- κόσιες μπότσες).
Μπουγιουρντί (το):. Έγγραφο με δυσάρεστα νέα, συνήθως λογαρια-
- 305 -
σμός, κλήτευση για δικαστήριο κλπ.
Μπουζ:. Το πολύ κρύο νερό. (Το νερό είναι μπουζ).
Μπούκα (ες):. α ) Τα φύλλα στα οποία ήταν τυλιγμένο το καλαμπόκι, πριν τα καθαρίσουνε (ξεμπούκιασμα). β) Τα μάγουλα του ανθρώπου.
Μπουκουβάλα, (μπουκβάλα):. Τριμμένο ψωμί, ανακατεμένο με ξυνο- τύρι ή τριμμένο τυρί (συνήθως όμως ξυνοτύρι). Ανακάτευαν το μείγμα και το έσφιγγαν για πολύ ώρα μέσα σε ύφασμα (κυρίως μαντήλι), φροντίζο- ντας να πάρει σφαιρικό σχήμα. Όταν τελείωνε η διαδικασία, το έτρωγαν. Ήταν απ΄ τις καλύτερες «αλμυρές λιχουδιές».
Μπουλουγούρι, (Πλιγούρι):. Σπασμένο στάρι στο χειρόμυλο (χειρό- μπλου). Τρωγόταν μαγειρεμένο ή έμπαινε στις οματιές ή το χρησιμοποι- ούσαν για ντολμάδες, μαζί με ρύζι ή και μόνο του. Με αυτό έφτιαχναν και τον γλυκό τραχανά.
Μπουμπούνα:. Η μεγάλη φωτιά που άναβαν για να ζεστάνουν το φούρ- νο με σπάρτα, πουρνάρια κ.λπ.
Μπουντούρι:. Κοντό παντελόνι, μαύρο υφαντό, που έφτανε μέχρι τα γό- νατα και από κει και κάτω συνέχιζε η κάλτσα, η οποία σκέπαζε το μπου- ντούρι και ήταν κι αυτή υφαντή ή πλεκτή.
Μπούρδα:. Ειδικό τσουβάλι που έβαζαν το αλεύρι. Αλλά και ψευδολο- γία, καυχησιά. Λόγος χωρίς περιεχόμενο.
Μπούρμπουλας:. Η πούλβερη ή μπούλβερη, που σημαίνει μπαρούτη, σκόνη, στάχτη κ.λπ. (στάχτ΄ κι μπούρμπουλας να γίν΄ς).
Μπούρτσι:. Το μέσα μέρος του καλαμποκιού, αυτό που έμενε όταν έτρι- βαν το καλαμπόκι και έβγαζαν το σπυρί του. Μερικές φορές το χρησιμο- ποιούσαν σαν πώμα για τις στάμνες ή σαν τάπα για διάφορες τρύπες.
Μπουτσνάρα:. Το παγωμένο χιόνι που κρέμεται από τα κεραμίδια ή τις ταράτσες. Επίσης μπουτσνάρα λέμε και το σχήμα του καλαμποκιού
Μπροστελίνα:. Δερμάτινη λουρίδα, που ξεκίναγε από το κάτω μέρος της μιας πλευράς του σαμαριού, πέρναγε κάτω από το στήθος του ζώου και κατέληγε στην άλλη πλευρά του σαμαριού.
Μπροστινάρι:. Το μπροστινό μέρος του σαμαριού. Αποτελείται από ημι- κυκλικό συμπαγές ξύλο πλατάνας και κατέβαινε σε δυο πόδια ανοιχτά, σε καμπύλη κατεύθυνση, δημιουργώντας άνοιγμα όσο οι πλάτες του ζώου.
Μπροστοσχοίνι:. Η τριχιά που ένωνε τα δύο ζώα στο «ζευγάρι» και προσδενότανε στα καπίστριά τους, για να προχωρούν δίπλα–δίπλα και να μην λοξοδρομούν.
Μπροστούρα:. Το θολό νερό στα ποτάμια, που προέρχεται από βροχές που παρασύρουν χώματα, κοπριές, καραμπάτσα από τα λιοτρίβια. Επίσης αυτά που πρωτοβγαίνουν όταν ανοίγουμε το βαρέλι μετά το βρασμό του μούστου, αλλά και οποιοδήποτε δοχείο με υγρά που είχε καιρό να ανοι-
- 306 -
χτεί. Κοροϊδευτικά λέμε τον άνθρωπο με φουσκωμένη κοιλιά, δυσανάλο- γη με το πάχος του.
Μτρούνα:. Ζιζάνιο των σπαρτών. Τα φύλλα της μοιάζουν με τις αγκινά- ρας και γύρω γύρω έχουν αγκάθια. Δεν έχει πολύ ύψος αλλά απλώνει και βγάζει ένα λουλούδι σαν μεγάλο βελανίδι. Είναι καλή τροφή για τα γιδο- πρόβατα.
Μυγοχάφτης (μυουχαύτς):. Ονομασία για μικρόσωμα εντομοφάγα απο- δημητικά πτηνά, με γκρι καφέ φτέρωμα, που μοιάζουν με σπουργίτια. Άν- θρωπος αφελής, ευκολόπιστος, που γίνεται αντικείμενο εκμετάλλευσης.
Μυλοκόπι:. Ένα ειδικό εργαλείο (σφυράκι), με το οποίο χάλκευαν τις μυλόπετρες για να τις κάνουν τραχιές και να κόβεται πιο εύκολα το άλε- σμα. Αυτή η εργασία γινόταν ακόμα και μια φορά την ημέρα, όταν ο μύ- λος είχε πολύ δουλειά.
Μύλος:. α) Ο χώρος που με τις μυλόπετρες άλεθαν το σιτάρι.
β) Το χειροκίνητο μηχάνημα που άλεθε τον καφέ.
γ) Μύλο ονόμαζαν στο λιοτρίβι την ποσότητα 145 οκάδων ελιάς. Ο μύ- λος ισοδυναμούσε με δύο στάματα, που το κάθε στάμα αντιστοιχούσε με 72,5 οκάδες ελιές. Η ποσότητα αυτή του στάματος συμπλήρωνε για να γίνει μία πρέσα που θα στιβότανε για να βγει το λάδι. Από πληροφορίες και για τα λιοτρίβια με τα μουλάρια -όχι τα υδραυλικά- γνωρίζουμε πως το «δικαίωμα», δηλαδή το ποσοστό που κρατούσε το λιοτρίβι, ήταν 2,5 οκάδες για ένα μύλο ελιές, ανεξάρτητα από την ποσότητα του λαδιού που θα έβγαινε.
Μυταριά:. Όταν το ζώο δεν ήταν υπάκουο, φέρνανε την τριχιά (καπί- στρι) ένα γύρο στη μουσούδα του ζώου, ακριβώς εκεί που τελείωνε το στόμα και το σφίγγανε. Το ζώο πονούσε πολύ αλλά υπάκουε.
Μυτιάζω:. Συνήθως χρησιμοποιείται με την αρνητική του έννοια (δεν μυτιάζω), που σημαίνει ότι κάτι δεν μου αρέσει και δεν θέλω να το πλησι- άσω, να το ακουμπήσω ή και να το μυρίσω ακόμα. (Το φαγητό δεν ήτανε καλό και δεν το μύτιασα καθόλου).
Ν
Νερομάνα:. Πηγή νερού που αναβλύζει και τρέχει άφθονο.
Νεροκράτης:. Αυτός που ρυθμίζει το μοίρασμα του αρδευτικού νερού. Κανονίζει δηλαδή με ποια σειρά θα ποτιστούν τα περιβόλια.
Νευροκαβαλίκεμα:. Πόνος που προέρχεται από μετατόπιση των τενό- ντων και των μυών του σώματος.
Νισάφι:. Έλεος, φτάνει, αρκετά. «Νισάφι πια», «φτάνει πια».
Νιτερέσι (το):. Συναλλαγή, δοσοληψία, συμφέρον. «Δεν έχει καλό νιτε-
- 307 -
ρέσι», καλούς λογαριασμούς.
Νταβάνι ή Ντάβανος:. Μεγάλη μύγα της οικογένειας των ταβανιδών. Το τσίμπημά του είναι πολύ δυνατό. (Αφήνιασε το μουλάρι γιατί το τσίμπησε ντάβανος). Το πέταγμά του είναι γρήγορο και κάνει μεγάλη «βουή». Γιαυ- τό το λόγο λοιπόν είναι δύσκολο να τα σκοτώσεις. Όταν λοιπόν κάποιος δεν έχει απασχόληση ή δουλειά, λέμε γιαυτόν ειρωνικά ότι «βαράει ντα- βάνια».
Νταβανιά:. Δέντρο, που πάνω στα κλαδιά του, έκαναν τα αυγά τους τα νταβάνια Εκεί δημιουργείτο μια φούσκα σαν μικρό αυγό και από κει έβγαιναν τα «νταβάνια». Υπάρχει και τοπωνύμιο «Νταβανιά» μεταξύ της «Γούρνας» και στις «Κληματαριές», όπου εκεί έχει πολλές νταβανιές.
Νταβαντούρι:. Φασαρία, δυνατός θόρυβος
Νταβάς:. Μικρό στρογγυλό ταψί με ψηλά χείλη, που συνήθως έχει δύο χέρια για να το κρατάμε.
Νταβνραντίζω:. Τραντάζω, κουνώ κάτι επανειλημμένα και με ρυθμό. Εί- μαι γεμάτος ζωή και υγεία, βρίσκομαι σε οργασμό. Και είμαι νταβραντι- σμένος, έχω σφρίγος, είμαι δραστήριος, έχω ακμαιότητα, σφριγηλότητα, ευρωστία, αλκή, ρώμη.
Νταγλαράς:. Υπερβολικά ψηλός και άχαρος άνθρωπος. Κρεμανταλάς, μαντράχαλος, μαγκλαράς.
Ντάλα:. Ακριβώς το μεσημέρι, (ντάλα μεσημέρι).
Νταλαβέρι:. Εμπορική συναλλαγή, δοσοληψία ή εμπορική κίνηση, αλλά και διαπροσωπικές σχέσεις μεταξύ δύο ή περισσοτέρων προσώπων.
Ντάλαρος:. Μικρό ξύλινο βαρελάκι, στο οποίο έβαζαν τυρί ή ελιές. Νταμπλάς (ο):. Συγκοπή, συμφόρηση.
Ντάνα:. Αντικείμενα βαλμένα με σειρά, το ένα πάνω στ΄ άλλο.
Νταραβίρα (νταρβίρα):. Χειροποίητο πνευστό μουσικό όργανο, που το έφτιαχναν συνήθως οι τσοπάνηδες. Το υλικό του ήταν από ξύλο και ενώ το σχήμα του ήταν περίπου σαν της φυσαρμόνικας (πλακέ), το φυσούσαν από το ένα άκρο της σαν την φλογέρα. Και με την βοήθεια των δακτύλων που ανοιγόκλειναν τις τρύπες που είχαν ανοίξει πάνω στο ξύλο, έβγαζε τον ήχο της.
Νταρντάνα:. Γυναίκα ψηλή, εύσωμη, παχιά. Γυναικάρα, αντρογυναίκα. Νταρντάνιασα:. Έχει ψύχρα πολύ και με έπιασε τρέμουλο από το κρύο
(νταρντάνιασα από το κρύο).
Ντελβές:. Το κατακάθι που μένει στον πάτο, όταν έχουμε πιει τον καφέ. Ντερέκι:. Ο ψηλός και δυνατός.
Ντερλίκωσα:. Έφαγα με απληστία, χόρτασα πολύ. Πρήστικα απ’το φαΐ. Ντερμπεντέρης:. Αυτός που έχει λεβέντικη και ανοιχτόκαρδη συμπερι-
φορά. Λεβεντόπαιδο, παλικάρι.
- 308 -
Ντέρωμα:. Όταν σηκώνω και τεντώνω τα χέρια μου την ώρα που ξυ- πνάω ή μετά από πολύ ώρα σκύψιμο ή από νύστα κ.λπ.
Ντρένια:. Η γίδα που έχει κοκκινωπό χρώμα.
Ντιριέμαι:. Κοντοστέκομαι, διστάζω, δυσκολεύομαι, κομπιάζω, συ- στέλλομαι.
Ντιπ:. Καθόλου, τίποτα, τελείως (δεν έχω ντιπ ψωμί), (δεν καταλαβαίνω ντιπ), (είναι ντιπ για ντιπ χαζός).
Ντιστύλι (ντιστύλ):. Ξύλινο ραβδί, με το οποίο αναστυλώνει κανείς κάτι. Κλαδιά δέντρων, κλήματα και γενικά φυτά που έχουν αδύνατους κορ- μούς.
Ντιστύλωμα:. Όταν σφιγγόμαστε, πατώντας γερά τα πόδια μας στη γη, για να σηκώσουμε κάποιο βάρος. (Μη ντιστλώνισι πουλύ γιατί θα σι πιάσ΄ η μέσησ΄), (άντι, ντιστλώσ΄ λίγου να παραμιρίσουμι του ντουλάπ’).
Ντορβάς:. Μικρός οδοιπορικός σάκος, που κρέμεται με λουρί από τον ώμο. Επίσης μικρός σάκος, γεμάτος με ζωοτροφή, που δένεται κατάλλη- λα στο λαιμό των ζώων, ώστε να μπορούν να τρώνε.
Ντορής:. Άλογο με πυρόξανθο, κοκκινωπό τρίχωμα.
Ντουγρού:. Κατευθείαν, χωρίς λοξοδρομήσεις, ίσια, αμέσως, χωρίς κα- θυστέρηση.
Ντουέν:. Εργαλείο αλωνίσματος. Είχε μήκος 80 έως 90 εκατοστά και πλάτος 30 έως 35 εκατοστά. Από κάτω είχε σιδεράκια σαν λεπίδες. Μπρο- στά και πίσω ήταν εφαρμοσμένες σανίδες, για να στηρίζει τα πόδια του ο αναβάτης. Επίσης μπροστά και πίσω, δημιουργούσε «μύτη». Στη μπροστι- νή μύτη είχε χαλκά για να προσδένεται στο ζώο.
Ντουμσάρα, (ντουμουσάρα):. Η προβατίνα που μένει πίσω από το κο- πάδι.
Ντούρμα:. Χρησιμοποιείται για να δηλώσει το «γιατί», ενίοτε και το «μαθές». (Μην τρέχεις στη βροχή, ντούρμα θ΄ αρρωστήσεις), (πρόσεξε στις σκάλες, ντούρμα θα πέσεις).
Ντούρος:. Όταν παίζαμε βόλους (βολάκια) ή γκαζές (γυαλένιες) και ο αντίπαλος έλεγε τη λέξη «ντούρος», έπρεπε να ρίξουμε το βόλο, χωρίς να απλώσουμε το χέρι μας. Επίσης ντούρο λέμε και τον γερό, το δυνατό.
Ντουρός ή τουρός:. Μονοπάτι μέσα στο χιόνι, που ανοιγόταν από αυ- τούς που περνούσαν πρώτοι μετά το πέσιμο του χιονιού και πάνω σ΄ αυτά πατούσαν και οι υπόλοιποι και κυκλοφορούσαν. Η δημιουργία ντουρού ήταν χρήσιμη, γιατί το χιόνι στη Στενή έκανε πολλές μέρες να λιώσει.
Ντράβαλα:. Φασαρίες, μπλεξίματα.
Ντράλα:. Ζαλάδα, σκοτούρα, ίλιγγος.
Ντρένιος ή δρένιος:. Ο δρύινος, αυτός που είναι από ξύλο δρυός (βελα- νιδιάς). Αυτός που δεν έχει συνείδηση, μυαλό, συναίσθηση.
- 309 -
Ντρίλι:. Βαμβακερό ύφασμα ευτελούς αξίας.
Ντρόμτσα:. Στο αλεύρι, έριχναν λίγο-λίγο νερό, το ανακάτευαν και όταν γινότανε, λίγο πιο αραιό από το ζυμάρι, το τρίβανε με τις χούφτες και έπαιρνε περίπου το σχήμα του ξινού τραχανά. Έπειτα το ρίχνανε σε χου- χουλαστό νερό, με λίγο λάδι και αλάτι και το ανακάτευαν συνέχεια για να μην κολλήσουν μεταξύ τους τα «ντρόμτσα» (να μην χουρμπουλιάσουν). Το λέγανε και κουρκούτι.
Νυχιάς, (ανχιάς):. Τις μέρες που κάνει παγωνιά και είμαστε υποχρεω- μένοι να εργαζόμαστε στο ύπαιθρο (γεωργοί, κτηνοτρόφοι), οι παλάμες των χεριών μας και ειδικά οι άκρες των δαχτύλων, παγώνουν πολύ (ξυλιά- ζουν), σε σημείο που να μην μπορούμε να εργαστούμε και συνήθως τα ζεσταίνουμε βάζοντάς τα ανάμεσα στις μασχάλες μας ή φυσώντας τα με την ανάσα μας (τα χουχουλιάζουμε).
Ξ
Ξάγκλισμα:. Το χτένισμα των γυναικών. Τα παλιά χρόνια, λόγω έλλει- ψης «ευκολιών», οι γυναίκες έλουζαν τα μαλλιά τους κάθε 15-20 μέρες, ίσως και περισσότερο. Αν υπολογίσουμε και τις σκληρές αγροτικές δου- λειές που καταγίνονταν, καταλαβαίνουμε ότι τα μαλλιά «κολλούσαν». Με την τσατσάρα λοιπόν και με το χτένι, άρχιζαν σιγά-σιγά να τα ξεμπλέκουν και να τα χτενίζουν. Επίσης ξάγκλισμα λέγανε και το ξεμπέρδεμα των νη- μάτων, όταν είχαν μπερδευτεί.
Ξάγναντα:. Αντίκρυ, απέναντι, μακριά μπροστά. Λέγεται και αγνάντι ή αγνάντια.
Ξάγναντο:. Περίοπτη θέση, απ΄ όπου μπορεί κάποιος να παρατηρεί τη γύρω περιοχή.
Ξάι:. Μεταλλικό δοχείο, που το χρησιμοποιούσαν σα μονάδα μέτρησης των δημητριακών και των οσπρίων (στάρι, κριθάρι, βρώμη, φάβα, ρεβί- θια, κουκιά κ.λπ.).
Χωρούσε 12 οκάδες σιτάρι. Φυσικά η ποσότητα σε οκάδες διέφερε στα «γεννήματα» ανάλογα με το βάρος τους. Το πιο ελαφρύ απ΄ όλα ήταν το βρωμάρι.
Αναλυτικά
Το σιτάρι με 12 οκάδες.
Το κριθάρι με 9 οκάδες.
Τα ρεβίθια με 11 οκάδες.
Η φάβα με 12 οκάδες.
Τα κουκιά με 9 οκάδες.
Το καλαμπόκι με 6 οκάδες.
- 310 -
Το βρωμάρι με 6 οκάδες.
Και ο βίκος με 12 οκάδες.
Ξαίνω:. Κάνω το μαλλί αραιό, κατάλληλο για κλώσιμο.
Ξακρίζω (ξάκρισμα):. Περιποιούμαι, προσέχω ώστε η δουλειά που κάνω να είναι όσο το δυνατόν τέλεια. Κυρίως στα χωράφια, όταν τα όργω- ναν για να τα σπείρουν και καθάριζαν και την παραμικρή γωνιά του χωρα- φιού, που δεν μπορούσε να φτάσει το αλέτρι, για να μην πάει χαμένο κα- νένα κομμάτι γης. Κάτι που είχε σαν αποτέλεσμα και περισσότερη σοδειά να δώσει αλλά και ομορφότερη γινόταν η εικόνα του χωραφιού.
Ξακρίδι (το):. Υπόλοιπο χωραφιού, που δεν μπόρεσε να οργωθεί με το αλέτρι. «Μου έμεινε ακάμωτο ένα ξακρίδι» και ξάκρισμα, οι τελευταίες εργασίες για να μη μείνει τίποτε άφτιαχτο
Ξάλι:. Στην άκρη της λαβής του καμουτσιού, υπήρχε εφαρμοσμένη μια σιδερένια προεξοχή σε σχήμα (Γ) με τη λαβή του καμουτσιού, με το οποίο καθάριζαν το αλέτρι από τα χώματα και τις λάσπες, που κολλούσαν κατά το όργωμα. Οπότε, με το καμουτσίκι έκαναν δυο δουλειές. Χτυπούσαν τα ζώα για να προχωρήσουν και παράλληλα καθάριζαν «εν κινήσει» το αλέ- τρι από τα χώματα.
Ξαμώνω:. Σηκώνω το χέρι μου, το απλώνω προς κάποιον για να τον χτυ- πήσω. Εμφανίζομαι ξαφνικά και κάνω ορμητική επίθεση εναντίον κά- ποιου. Τολμώ και επιχειρώ να κάνω κάτι. (Αν τολμάς, ξάμωσε το χέρι σου και θα δεις τι θα πάθεις), (στην αρχή τον είχαν στριμώξει για τα καλά, μέ- χρι που ξαμώνουν κάτι φίλοι του και τον γλίτωσαν). Επίσης η ξαφνική εμ- φάνιση κάποιου. (Εκεί που συζητάγαμε, να σου και ξαμώνει ο Βαγγέλης από τη γωνία).
Ξαναγκρίζω:. Κάνω κάποιον να εξαγριωθεί, λέγοντάς του πράγματα, ώστε να θυμώσει με κάποιον άλλον ή με κάποια κατάσταση. «Τον βάζω στα λόγια». Επίσης όταν τον προτρέπω να προβεί σε κάποια ενέργεια. Τον ενθαρρύνω, του βάζω την ιδέα.
Ξαντάω:. Εμφανίζομαι από μακριά, καθώς έρχομαι από κάπου. (τον πε- ριμέναμε αρκετή ώρα, μέχρι που τον είδαμε να ξαντάει απ΄ το βάθος του δρόμου).
Ξαργού:. Επίτηδες.
Ξαρίζω:. Κάνω κάτι καθαρό. Καθαρίζω, παστρεύω.
Ξάρισμα:. Το καθάρισμα στα κατώια από τις γκαβελίνες των ζώων. Το ξάρισμα γινόταν με την τσάπα και το φτυάρι και μετά σκουπιζόταν το κα- τώι με σκούπα από αστοφιά.
Ξάσιμο:. Ήταν η διαδικασία του καθαρίσματος του μαλλιού, μετά το κούρεμα των προβάτων και πριν να λαναριστεί, για να αραιώσει λίγο και να φύγουν από μέσα διάφορα σκουπίδια ή χούτζουρα, όπως μικρά ξυλα-
- 311 -
ράκια και άλλες ακαθαρσίες.
Ξάσμα:. Μαλλί που έχει λαναριστεί.
Ξεθρακώνω:. Ανακατεύω τη θράκα, για να βγάλω κάτι από μέσα ή να δυναμώσω τη φωτιά. Η λέξη όμως, χρησιμοποιείται και για άλλες περι- πτώσεις, όπως π.χ. για αγροτικές δουλειές (ξεθράκωσα όλο το χωράφι και το καθάρισα από τις πέτρες). Όταν ψάχνω κάτι (ξεθράκωσα όλο το σπίτι μέχρι να βρω το πουκάμισο). Και γενικά, όταν σηκώνω ή παραμερί- ζω άλλα πράγματα, μέχρι να βρω εκείνο που θέλω.
Ξεΐγκλωτος:. Δηλαδή χωρίς ίγκλα. Είναι μεταφορικά ένα άτομο που εί- ναι ατημέλητο ή είναι γενικά χωρίς συγκρότηση.
Ξεκακίζω:. Ξεθυμαίνω, το ρίχνω έξω, αισθάνομαι καλά, ξεκακιώνω, ξε- θυμώνω, διώχνω το μίσος ή την κακία που έτρεφα για κάποιους ή για κάτι και δεν σκέφτομαι τις σκοτούρες, τα προβλήματα που με απασχολούν ή τις διαφορές που έχω με άλλους (πάμε μια βόλτα να ξεκακίσουμε λίγο).
Ξεκατινιάζω:. Κουράζω κάποιον υπερβολικά. Κατακουράζω, ταλαιπω- ρώ.
Ξέκεψα:. Κουράστηκα, δεν αντέχω, δεν έχω δυνάμεις, γέρασα.
Ξεκούκιασμα:. Η αφαίρεση των σπερμάτων μέσα από τη φλούδα τους. Τα κουκιά, τα φασόλια τα ρεβίθια κ.λ.π. όταν τα μάζευαν τα άφηναν να ξεραθούν στον ήλιο και ύστερα από μέρες, αφού είχαν ξεραθεί, χώριζαν τον καρπό από τη φλούδα τους και αποθήκευαν τον καρπό, μέσα σε σε- ντούκες - κασόνες (βλ. λέξη).
Ξεκουτιάρης:. Αυτός που έχει αποβλακωθεί και συμπεριφέρεται ανόη- τα. Αποβλακωμένος, ξεμωραμένος, ανόητος.
Ξεμασκαλίζω:. Κόβω το βλαστό φυτού από τη μασχάλη του, για να το μεταμοσχεύσω. Και κατακερματίζω, κατακομματιάζω.
Ξεμπούκιασμα:. Το βγάλσιμο των φύλλων που περιέκλειαν τον καρπό του καλαμποκιού, μετά τη συγκομιδή. Τα φύλλα του καλαμποκιού τα απο- καλούσαν «μπούκες».
Ξεμπουρντάλεμα:. Έκλυτος τρόπος ζωής. Και ξεμπουρνταλεύω ή ξε- μπουρντάλεψα, κάνω ζωή μη ανεκτή από τον κοινωνικό μου περίγυρο (κραιπάλη, ποτά, γυναίκες κ.λπ).
Ξενοφοράω:. Όταν βρισκόμαστε σε άλλο μέρος (ξένο μέρος), από εκεί που έχουμε συνηθίσει (π.χ σπίτι, τόπο ή είδος εργασίας), θέλουμε κάποιο χρόνο να εγκλιματιστούμε και είναι λογικό να έχουμε διάφορες δυσκολί- ες, τότε λέμε ότι ξενοφοράω (Καλά πέρασα στη Χαλκίδα που πήγα, αλλά δεν κοιμήθηκα καλά. Είναι επειδή ξενοφορούσες).
Ξεπεταρούδι (το):. Το πουλί που άφησε τη φωλιά του για το πρώτο πέ- ταγμα. Το πολύ μικρό παιδί.
Ξεπίτισα:. Πείνασα πολύ και λαχταράω φαγητό.(Γυναίκα βάλε γρήγορα
- 312 -
να φάμε γιατί ξεπίτισα).
Ξεριάς:. Παραπόταμος ή χείμαρρος, που δεν έχει νερό το καλοκαίρι, που ξεραίνεται όταν δεν τροφοδοτείται από βροχή ή από λιώσιμο χιονιού.
Ξεροκαταπίνω:. Καταπίνω το σάλιο μου μέσα από το στόμα μου. Ανέχο- μαι κάτι με το οποίο δεν συμφωνώ, χωρίς να διαμαρτυρηθώ.
Ξεροκούμουτσο:. Ένα ξερό κομμάτι ψωμί, κακοκομμένο και άσχημο στην εμφάνιση.
Ξερομαγγανίζω:. Όταν δεν έχω φαγητό και τσιμπάω από δω κι από κει ή μένω νηστικός ή κοιτάζω τους άλλους να τρώνε και μου πέφτουν τα «σάλια», κατά τη γνωστή έκφραση.
Ξεροστάλιασμα:. Παραμονή σε κάποιο μέρος για πολύ ώρα, χωρίς τη θέλησή μου ή όταν περιμένω κάτι για πολύ περισσότερη ώρα απ΄ αυτή που είχα υπολογίσει. (Πού γυρίζεις; Ξεροστάλιασα να σε περιμένω δύο ολόκληρες ώρες).
Ξέσκουρα:. Επιπόλαια, ξώδερμα. (τον πήρε η σφαίρα ξέσκουρα), δηλα- δή τον τραυμάτισε επιπόλαια. Επίσης όταν αντιμετωπίζουμε κάτι με επι- πολαιότητα, ελαφρά, όχι σοβαρά, (το πήραμε ξέσκουρα και δεν το φρο- ντίσαμε όσο έπρεπε).
Ξεφταλαϊάρης-ξεφταλαϊάρα:. Ο τιποτένιος. Ο χωρίς κύρος και αξιο- πρέπεια.
Ξεφτίζω:. Χαλώ την ύφανση στην άκρη του υφάσματος, ώστε να γίνει κλωστές. Και μεταφορικά πέφτω στα μάτια των άλλων, χάνω το σεβασμό που μου είχαν.
Ξίγκικο:. Ότι είναι λιγότερο από το βάρος του, (αυτός ο μπακάλης ζυ- γιάζει ξίγκικα).
Ξιγκοκέρι:. Κερί κατασκευασμένο από λίπος.
Ξιδιάς:. Το χαλασμένο, ξινισμένο κρασί.
Ξινόγαλο:. Το ξινόγαλο είναι υπόλειμμα, μετά από την παρασκευή του βουτύρου. Από το ξινόγαλο στη συνέχεια, γίνεται το ξινοτύρι.
Ξόβεργα:. Παγίδα για τα πουλιά.
Ξυλιάζω:. Γίνομαι σκληρός, άκαμπτος, σαν το ξύλο. Όταν κάνει πολύ κρύο και παγώνουν τα χέρια μας, πολλές φορές δεν μπορούμε να κουνή- σουμε τα δάχτυλά μας, (ξυλιάσανε τα χέρια μου από το κρύο). Αλλά και γενικά, όταν έχει πολύ κρύο χρησιμοποιούμε αυτή τη λέξη. (κάνει πολύ κρύο σήμερα, ξυλιάσαμε).
Ξυλογαϊδάρα:. Ξύλινη βάση, για να κόβουνε τα ξύλα, ειδικά τα χοντρά (κούτσουρα) με τον κόφτη.
Ξυλόχτενο:. Είναι η ξύλινη θήκη όπου τοποθετείται το χτένι. Δύο πλατι- σμένα σανίδια, πλάτους 8 εκατοστόμετρων και μήκους 70-80 εκατοστό- μετρων περίπου, τοποθετούνται παράλληλα. Κατά μήκος τους, στην εσω-
- 313 -
τερική τους πλευρά, έχουν μικρές τρύπες, σε πάρα πολύ μικρές αποστά- σεις. Ανάμεσα στα σανίδια αυτά περνάει το χτένι.
Ξυστρί:. Ειδική βούρτσα, με την οποία χτένιζαν τα ζώα, (μουλάρια, γαϊ- δούρια). Επίσης τη λέξη τη χρησιμοποιούσαν όταν θέλανε να διώξουν κά- ποιον που τους είχε γίνει ενοχλητικός, (έλα αρκετά κάθισες, ξυστρί τώρα).
Ο
Όβρωστος:. Ο ανεπτυγμένος σωματικά, ο υγιής, ο δυνατός.
Όκνα:. Τρύπα στο πάνω μέρος του βαρελιού από όπου έριχναν μέσα το μούστο, αλλά και το ξύλο με το οποίο σφράγιζαν το βαρέλι, μετά το βρά- σιμο του μούστου.
Oλοτρόυρα:. Γύρω–γύρω. Τριγύρω.
Οματιές:. Χριστουγεννιάτικο φαγητό. Κάτι σαν χοντρό λουκάνικο (από το παχύ έντερο του γουρουνιού), παραγεμισμένο με μπουλουγούρι (πλι- γούρι, που ήταν κομμένο στάρι), άσπρο συκώτι και διάφορα καρυκεύμα- τα (απαραίτητα θρούμπι). Τις ψήνανε σε φούρνο ή γάστρα.
Όμπυο:. Το πύον. Παθολογική πυκνόρρευστη ουσία, συνήθως κίτρι- νη, που περιέχει νεκρά λευκά αιμοσφαίρια και διάφορους μικροοργανι- σμούς.
Οξαπουδός:. Ο ανεπιθύμητος, ο διάβολος.
Οργιά:. Μονάδα μέτρησης, ίση με το μήκος που δημιουργείται με το άνοιγμα των χεριών μας.
Ορμήνια:. Η συμβουλή.
Ορμηνεύω:. Συμβουλεύω.
Ουάι:. Επιφώνημα έκπληξης, επιδοκιμασίας, θαυμασμού (ουάι, τι όμουρφου του σακάκ΄ς). Αλλά περισσότερο χρησιμοποιείται για κοροϊδία (ουάι μαρή, φαίνιτ, του βρακί΄ς). (Ου Γιάν΄ς έφαϊ ξύλου σήμιρα απ΄ του δάσκαλου, ουάι, ουάι).
Ουϊντίζω:. Ταιριάζω με κάποιον, τα βρίσκω μαζί του, μπορώ να κάνω κολιγιά, μου αρέσει η παρέα του.
Όχτος:. Χαμηλό ύψωμα γης. Χωμάτινο φυσικό αντέρεισμα.
Π
Παγάδα:. Ηρεμία. Δε φυσάει, δε βρέχει και ο καιρός είναι μαλακός. Παγαδεύω:. Ηρεμώ σωματικά. Ξεκουράζομαι. Ηρεμώ ψυχικά, δεν έχω
άγχος. Είμαι νηφάλιος, ανακουφίζομαι.
Παγκιάνεμο:. Μέρος που δεν το πιάνει ο άνεμος.
Παγκράκι:. Ορειχάλκινο, μικρό σκεύος, με χερούλι όπως της χύτρας,
- 314 -
που έβαζαν το φαγητό οι γεωργοί, για να το παίρνουν στο χωράφι.
Παΐδες:. Σανίδες τοποθετημένες ανά δύο, στα δύο πλάγια του σαμα- ριού, ενώνοντας το μπροστινάρι με το πισινάρι (θηλυκωτά).
Παλαγός:. Παλαγό λέγανε το μαλακό, αφράτο, φρέσκο ψωμί, αλλά επί- σης και το καρβέλι εκείνο, που δεν είχε πάρει το κατάλληλο σχήμα, επει- δή στο ζύμωμα είχε προστεθεί πολύ νερό και δεν είχε ζυμωθεί καλά.
Παλαμονίδα:. Ζιζάνιο των σπαρτών 50-60 εκατοστά ύψος, με φύλλα ψιλά και βελονωτά.
Παλιουρός–ό:. Χορταρικό και περιβολικό, που έχει χάσει τη φρεσκάδα του, λόγω εποχής, (τα χόρτα που μάζεψες είναι παλιουρά).
Παλυθούρα:. Εσοχή στον τοίχο, διαστάσεων 20Χ30 περίπου εκατοστά. Χρησίμευε σαν μικρό ντουλαπάκι.
Παν και ξαπάν:. Όταν κάποιος έχει μεγάλη εκτίμηση για κάποιον άλλον, που τον εκτιμά, τον αγαπά, τον σέβεται, τον θαυμάζει και του προσφέρει ευχαρίστως ότι μπορεί, τότε λέμε ότι τον έχει «παν και ξαπάν».
Πάνα:. Μακρύ ξύλο, που στην άκρη του ήταν εφαρμοσμένα πανιά (σαν μια μεγάλη σφουγγαρίστρα). Με την πάνα καθάριζαν το φούρνο από τις στάχτες, για να «φουρνίσουν» στη συνέχεια τα καρβέλια.
Παναΐτσα:. Με τη λέξη αυτή εννοούσαμε όλες τις μικρές εικονίτσες, που αναπαριστούσαν Αγίους και Αγίες. Χαρακτηριστικός μπορεί να θε- ωρηθεί ο παρακάτω διάλογος. (Αγόρασα δύο Παναΐτσες. Ποιες; Τον Άγιο Δημήτρη και τον Άγιο Σπυρίδωνα).
Πανταγούδι:. Το πολύ κρύο νερό. Και πανταγούδιασα, το υπερβολικό κρύωμα από βροχή ή τσουχτερό κρύο.
Παντοχή:. Συναισθηματική κατάσταση που προέρχεται από τη γνώση ότι κάποιο γεγονός πρόκειται να συμβεί. Προσμονή, αναμονή, προσδο- κία.
Πανωβράκι:. Φτιαγμένο από υφαντό μάλλινο ύφασμα μαύρου χρώμα- τος, ήταν στενό, αλλά κάτω από τα σκέλια σχημάτιζε τη σέλα για να μη δυσκολεύονται στο περπάτημα. Τα έδεναν στη μέση με ένα κομμάτι σκοι- νί, την βρακοζώνα, την οποία περνούσαν μέσα από τη φακαρόλα, στο κενό δηλαδή που δημιουργείται στο πάνω μέρος του πανωβρακιού, όταν δίπλωναν το ύφασμα προς τα κάτω και το έραβαν.
Πανωκάβαλα:. Δύο δερμάτινες λουρίδες. Η μία ξεκινούσε από το κέ- ντρο του πισιναριού στο σαμάρι, διέσχιζε τα καπούλια του ζώου και ενω- νόταν με την άλλη (σταυροειδώς), η οποία ξεκίναγε από πάνω απ΄ την ουρά του ζώου και κατέληγε στις πιστιές.
Πανωκάπουλα:. Καβάλα πάνω στα καπούλια του ζώου.
Πανωκόρμι:. Υφαντό, περίπου σαν την πουκαμίσα, αλλά λίγο κοντύτε- ρο με κουμπιά μέχρι τη μέση του στήθους, σε χρώμα λευκό με μπλε και
- 315 -
σπανίως με κόκκινες ρίγες.
Πανωλαδιά:. Λάδι που μαζεύεται στην επιφάνεια. Μεταφορικά, γι αυ- τόν που μπόρεσε να ξεφύγει τις συνέπειες από κάποια ύποπτη δουλειά, (βγήκε πανωλαδιά).
Πανωπάιδα:. Οριζόντιες παΐδες στο πάνω μέρος του σαμαριού, και στο σημείο όπου κάθεται ο αναβάτης. Τα πανωπάιδα έχουν μια σχετική κα- μπή και κατασκευάζονται σε σχήμα οβάλ.
Πανωπροίκι:. Προίκα που έπαιρνε ο γαμπρός, πέρα και πάνω από εκεί- νη που αναφερόταν στο προικοσύμφωνο και μεταφορικά, κάθε τι που δί- νεται επιπλέον, σε κάθε περίπτωση.
Πανώστρατα:. Προσδιορισμός τοποθεσίας σε επικλινές έδαφος. Όταν είναι πάνω από το δρόμο, πανώστρατα, όταν είναι κάτω από το δρόμο κα- τώστρατα.
Πανωτίμι:. Όταν μετά το γάμο ο άνδρας διαπίστωνε ότι η γυναίκα που παντρεύτηκε δεν ήταν «εντάξει», την έστελνε πίσω στον πατέρα της και της «έγραφε» κάποιο περιουσιακό στοιχείο (συνήθως κάποιο χωράφι). Αυτή η χειρονομία λεγόταν πανωτίμι.
Παπαδέλες:. Βάζαμε το τηγάνι στη φωτιά και ρίχναμε σπόρους καλα- μποκιού. Από τη ζέστη οι σπόροι άνοιγαν (έσκαζαν) και τους τρώγαμε (σαν τα σημερινά ποπ-κορν) Αυτά τα λέγαμε παπαδέλες ή σκασμούτρες.
Παπάρα:. Όταν βάζαμε ψωμί μέσα στο γάλα ή στο τσάι και γενικά σε φαγητά με πολύ ζουμί, όπως φασολάδα και άλλα όσπρια. Παπάρα επίσης λέγανε και όταν λιώνανε το φαγητό, κυρίως κρέας, για να μπορούν να το φάνε ευκολότερα κυρίως ασθενείς. Το λιωμένο φαγητό το λέγανε και τρι- μντάνα.
Παπί:. Έγινα παπί, λέγαμε όταν μουσκευόμασταν από τη βροχή ή πέ- φταμε στο ποτάμι με τα ρούχα ή βρεχόμασταν για οποιονδήποτε λόγο.
Παράβολα:. Το υνί έσκιζε το χώμα κατά το όργωμα και πίσω απ΄ το υνί ήταν τα παράβολα σε σχήμα (Λ), που άνοιγαν το χώμα προκειμένου να δη- μιουργηθεί το αυλάκι Στα σιδερένια αλέτρια τα λέγανε φτερά, ενώ στα ξύλινα τα λέγανε παράβολα.
Παρακράτημα:. Προπολεμικά, για κάποια χρόνια, είχε επιβληθεί φόρος στο λάδι. Πήγαιναν λοιπόν ελεγκτές στα λιοτρίβια και αναλόγως την πο- σότητα του λαδιού που είχε βγάλει κανείς, του έπαιρναν το ανάλογο πο- σοστό. Αυτή η διαδικασία λεγόταν παρακράτημα.
Παραμάσχαλα:. Κάτω από τη μασχάλη (υπό μάλης).
Παραμάζωμα:. Η εκκίνηση, η προετοιμασία για τρέξιμο, αλλά και για επίθεση, καθώς και το ξεκίνημα για δουλειά. (Κάτσε καλά να μην πάρω παραμάζωμα και σου δείξω εγώ), (ελάτε παιδιά, παραμαζευτείτε να τε- λειώσουμε το σκάψιμο).
- 316 -
Παρανόμι:. Το επώνυμο.
Παραστιά:. Το μέρος του τζακιού γύρω από το οποίο καθόμαστε το χει- μώνα για να ζεσταθούμε, αλλά εννοούμε και το σημείο που ανάβουμε τη φωτιά.
Παραστόλιασμα ή παραντόλιασμα:. Η ανορεξία, η κακομοιριά, η κού- ραση.
Παραστώματα:. Ξύλα από καστανιά κυρίως, που τα τοποθετούσαν κατά το χτίσιμο, πάνω και γύρω απ΄ το τζάκι, πάνω και κάτω από πόρτες και πα- ράθυρα κ.λπ.. Κάτι σαν τα σημερινά «σενάζ».
Παρατσούκλι:. Ειρωνικό ή σκωπτικό παρωνύμιο. Και σήμερα ακόμη το παρατσούκλι χρησιμοποιείται για να ξεχωρίζουν ανθρώπους, ιδίως σε συ- νωνυμίες.
Παραφάι:. Το συμπλήρωμα του φαγητού. Ότι φαγητό έμπαινε στο τρα- πέζι, εκτός απ΄ το κυρίως πιάτο.
Παρδάλες:. Κοκκινίλες στα πόδια, ιδίως των μικρών παιδιών, που φο- ρούσαν κοντά παντελόνια. Οι παρδάλες δημιουργούνταν από την πολύ ζέστη, επειδή το χειμώνα καθόντουσαν πολύ κοντά στη φωτιά.
Παρδαλή:. Γίδα με διάφορα ανακατεμένα χρώματα.
Παρδάσκελα:. Το κάθισμα στο σαμάρι του γαϊδουριού ή του μουλαριού, με το ένα πόδι απ΄ τη μία και το άλλο απ΄ την άλλη μεριά. Έτσι καβαλού- σαν μόνο οι άνδρες.
Παρίπ΄:. Αυτός που δεν βλέπει καλά, αλλά και αυτός που δεν είναι προ- σεκτικός, ώστε να αντιληφθεί πράγματα που γίνονται γύρω του (μήπως πήρε το μάτι σας το Θανάση; Να βρε παρίπ΄ μπροστά σου είναι δεν τον βλέπεις;).
Πασπαλάς:. Κομμάτια από χοιρινό κρέας, που περιείχαν πολύ λίπος. Τα έβραζαν και έβγαινε το λίπος τους. Ύστερα τα έβαζαν σε δοχείο και έρι- χναν από πάνω το λιωμένο λίπος, το οποίο πάγωνε, τα σκέπαζε και έτσι μπορούσαν να συντηρηθούν πολύ καιρό. Πολλές φορές βάζανε και κομ- μάτια από λουκάνικο μέσα. Τα συνηθισμένα καρυκεύματα που έβαζαν ήταν, κανέλα, γαρύφαλλο, θρούμπι, πιπέρι, αλάτι κ.λπ. Ήταν ένα πρόχει- ρο φαγητό με πολλές θερμίδες.
Πασπάλι:. Όταν αλέθανε στο «χειρόμπλου» το σιτάρι ή τη φάβα, από την άκρη της στρογγυλής πέτρας, ξεκολλούσαν μικρά κομματάκια, που μετά τα ξεχώριζαν. Επειδή όμως είχε κολλήσει επάνω αρκετό από το άλε- σμα, το χρησιμοποιούσαν για τροφή των ζώων, ύστερα από κάποια επε- ξεργασία. Στις μεγάλες πείνες (κατοχή) το χρησιμοποιούσαν και για τρο- φή των ανθρώπων.
Πάστρα:. Η καθαριότητα.
Παστρικός-παστρικιά:. Ο άνθρωπος (άντρας ή γυναίκα) ο οποίος φρό-
- 317 -
ντιζε να είναι πάντα καθαρός και εμφανίσιμος, αλλά και στο σπίτι του και στη δουλειά του να έχει καθαριότητα και τάξη. Όμως εκτός αυτού, ειδικά για τις γυναίκες η λέξη αυτή δεν είχε καλή σημασία, δεδομένου ότι, πα- στρικές λέγανε τις γυναίκες που δεν ήταν τίμιες και γενικά διήγαν έκλυ- το βίο.
Πατατούκα:. Χοντρό μάλλινο σακάκι, χρώματος μαύρου, βαμμένο με σκούρο λουλάκι, από τραγίσια ή γίδινη τρίχα. Τη φορούσαν αγρότες και κτηνοτρόφοι.
Πατερό:. Ξύλινο μεγάλο δοκάρι. Τα πατερά τα έβαζαν όταν τελείωνε το χτίσιμο, μέχρι το ύψος του ισογείου και εκεί επάνω κάρφωναν τις σανί- δες για το πάτωμα.
Πατήθρες:. Δύο ξύλινα μακρόστενα κομμάτια ξύλου (περίπου 50–60 εκατοστά), τα οποία πατάει η υφάντρα (πότε το ένα και πότε το άλλο), όταν πρέπει να ανεβάσει ή να κατεβάσει τις κλωστές του στημονιού ή να τους δώσει τη θέση που πρέπει, ώστε να βγει το σχέδιο στο πανί.
Πατιρντί:. Θόρυβος ακαθόριστος, συγκεχυμένος και συνεχής, από συ- γκέντρωση ομάδας ανθρώπων. Αναστάτωση, φασαρία, σαματάς, βουητό κ.λπ. (έγινε μεγάλο πατιρντί). Επίσης η λέξη χρησιμοποιείται και για γλέ- ντια, διασκεδάσεις πολυθόρυβες, με όργανα, χορούς και γενικά υψηλό δείκτη κεφιού (στο γάμο του Θανάση, έγινε μεγάλο πατιρντί).
Πατλιά:. Χαμηλός θάμνος. Γυναίκα κοντή, μικροκαμωμένη.
Πατσαβούρα:. Κουρέλι για τον καθαρισμό βρώμικων επιφανειών. Αλλά και η παλιογυναίκα, η βρωμογυναίκα, η πρόστυχη.
Πατωμένο:. Μεγάλο ξύλινο πατάρι, πιο ψηλά από την επιφάνεια του δαπέδου του κατωγιού, όπου τοποθετούσαν γεωργικά εργαλεία, τρόφι- μα κ.α.
Παυτώνω, (απαυτώνω):. Κάνω κάτι επί συγκεκριμένου αντικειμένου, χωρίς να εξηγώ τι ακριβώς κάνω. (Παύτωσα την αυλή. Την έπλυνα; Την σκούπισα; Την άσπρισα;), (Παύτωσα τα πρόβατα. Τα βόσκησα; Τα σκάρι- σα; Τα άρμεξα; Τα κούρεψα;). Επίσης σημαίνει και την σεξουαλική πρά- ξη, (παυτώνω, παύτωσα, παυτώθηκα, παυτωθήκαμε, με παύτωσε κ.λπ.)
Παχνί:. Μεγάλο τετράγωνο ή παραλληλόγραμμο ξύλινο κουτί, ανοιχτό από πάνω και στηριγμένο σε τέσσερα ξύλινα πόδια, στο οποίο τοποθε- τούσαν τις ζωοτροφές, για να φάει το γαϊδούρι ή το μουλάρι.
Πεζούλι:. Λιθόκτιστο παγκάκι, έξω από σπίτια, εκκλησίες ή και σε μέρη που γινόντουσαν οι «συνάξεις» των γυναικών, τα απογεύματα και βράδια του καλοκαιριού.
Πεζούλα:. Μικρός τοίχος που συγκρατεί το χώμα σε κατηφορικό έδα- φος.
Πεντοβόλημα:. Ευχάριστη μυρωδιά, μοσκοβολιά και πεντοβολώ ή πε-
- 318 -
ντοβολάω, να εκπέμπω ευχάριστη μυρωδιά να μοσχοβολάω.
Περδίκλωμα:. Σκόνταμα. Όταν χτυπάω κάπου με το πόδι μου κατά το βάδισμα και πέφτω κάτω.
Περιδρομιάζω:. Τρώω υπερβολικά, περισσότερο απ΄ όσο χρειάζομαι (τρώω τον περίδρομο), (έφαγαν τον περίδρομο) και περιδρόμιασα, όταν τρώω μέχρι σκασμού, (περιδρόμιασα σήμερα για μια βδομάδα).
Περπάσης–περπάσα-περπάσικο:. Άνθρωπος περπατημένος, ολίγον μά- γκας, έξυπνος. Άνθρωπος της πιάτσας, τις βόλτας και του γλεντιού. Αυτό ισχύει και για τις γυναίκες, που είναι πολύ της εξόδου, της βόλτας και της ζωής εκτός σπιτιού. Πάντως η συμπεριφορά του περπάση δεν προκαλεί το κοινό αίσθημα. Απόδειξη, ότι για τα ζωηρά παιδιά οι μεγάλοι, μεταξύ σοβαρού και αστείου, τα αποκαλούν περπάσικα. (Για κοιτάτε ρε, πως κά- νει το περπάσικο).
Πεσκέσι:. Δώρο που συνήθως συνίσταται σε τρόφιμα ή τυχαίο από- χτημα, που έρχεται ξαφνικά χωρίς προσπάθεια ή αντάλλαγμα. Κέρασμα, μπαξίσι, φίλεμα, προσφορά, δωρεά.
Πεσκίρι:. Υφαντή πετσέτα.
Πέταβρο:. Μακρύ και λεπτό σανίδι για τις σκαλωσιές ή τις στέγες των σπιτιών.
Πέτσωμα:. Το να παραχορτάσει κάποιος από το πολύ φαγητό, (την πέ- τσωσα για τα καλά σήμερα).
Πευκί:. Μικρή φλοκάτη, με πιο μικρούς φλόκους, πιο πυκνό νήμα και μονόχρωμη.
Πέφτη:. Η ημέρα της εβδομάδας Πέμπτη.
Πηδούλι (πδούλ’-πδούλια):. Μικρά σκουληκάκια που αναπτύσσονται στο τυρί και που μπορούν και αναπηδούν. Προτιμούν το παλαιωμένο τυρί από το φρέσκο και ευδοκιμούν σε συνθήκες ζέστης και υγρασίας. Τα πη- δούλια αναπτύσσονταν περισσότερο όταν αποθήκευαν το τυρί στον ντά- λαρο ή στον τενεκέ αργότερα, γιατί είχε μεγαλύτερη επαφή με το περι- βάλλον, γιαυτό η αποθήκευση του τυριού σε δερμάτι παρείχε περισσότε- ρη ασφάλεια.
Πηχτή:. Φαγητό από βρασμένο κεφάλι γουρουνιού, με πηχτό ζουμί, που περιέχει και διάφορα καρυκεύματα. Γουρνοπηχτή.
Πήχυς:. Μονάδα μέτρησης, ίση με 64 εκατοστά (εμπορικός πήχυς). Μονάδα μέτρησης ίση με 75 εκατοστά (τεκτονικός πήχυς), για μέτρηση εκτάσεων γης. Τα μέτρα αυτά καταργήθηκαν στις αρχές της δεκαετίας ταυ 1950, που καθιερώθηκε το μέτρο.
Πιθάρι:. Μεγάλο πήλινο δοχείο. Συνήθως αποθήκευαν λάδι και είχε χω- ρητικότητα 70–80 οκάδες.
Πινακωτή–πνακουτή-πλακουτή:. Ξύλινη κατασκευή με χωρίσματα,
- 319 -
μέσα στα οποία τοποθετούνται τα άψητα ψωμιά που μεταφέρονται στο φούρνο για να ψηθούν.
Πισινάρι:. Αποτελείται από δύο ξύλα σε σχήμα (Χ) στο πίσω μέρος του σαμαριού. Το πάνω μέρος του (Χ) ήταν μικρό, ενώ το κάτω μεγάλο και οι πλευρές του κατέβαιναν σε καμπύλη κατεύθυνση, δημιουργώντας άνοιγ- μα όσο το κορμί του ζώου.
Πίσπλα:. Γεμάτο δοχείο, μέχρι σημείου υπερχείλισης. Πιθάρι με λάδι, πιάτο με φαγητό, καρδάρα με γάλα κ.ο.κ. (Σταμάτα, μη βάζεις άλλο λάδι, δεν βλέπεις; Το πιθάρι που είναι πίσπλα).
Πιστιά:. Χοντρή δερμάτινη λουρίδα. Περνούσε μέσα απ΄ το σαμάρι, ξε- κινώντας από το μπροστινάρι, στο ύψος της κάτω παΐδας, περνούσε από το πισινάρι και τύλιγε το ζώο στο πίσω μέρος, κάτω από την ουρά.
Πιστρόφια, (επιστρόφια):. Η πρώτη επίσκεψη του ζευγαριού των νεό- νυμφων, στο σπίτι των γονιών της νύφης (συνήθως μετά από μια βδομά- δα), όπου επακολουθούσε φαγητό και γλέντι. Ο αριθμός των επισκεπτών, (γαμπρός, νύφη, συγγενείς κ.λπ.), έπρεπε να είναι μονός. Τρεις ή πέντε ή επτά κ.λπ.
Πιστρώνω-Πιστρώνομαι:. Τα παλιά χρόνια, τα σπίτια δεν είχαν την απαι- τούμενη θέρμανση. Μόνο το τζάκι άναβε, ενώ στα άλλα δωμάτια το κρύο ήταν πολύ. Τον βαρύ χειμώνα κοιμόντουσαν όλοι στο δωμάτιο που ήταν το τζάκι «στρωματσάδα». Όποιος κοιμόταν δίπλα στο τζάκι ήταν ο τυχερός. Ο τελευταίος, που συνήθως ήταν ένα από τα παιδιά, η μητέρα του τον «πί- στρωνε». Έστρωνε το κλινοσκέπασμα και αφού έπεφτε να κοιμηθεί, τον σκέπαζε με το ίδιο, το οποίο συνέχιζε και σκέπαζε και τους άλλους.
Πλακαρός–πλακαρό:. Οτιδήποτε λείο και γυαλιστερό, από τη μια με- ριά τουλάχιστον.
Πλάνταγμα:. Υπερβολική στεναχώρια, από οργή, αγανάκτηση, ταραχή, παράπονο και έρωτα.
Πλαστάρια:. Όλα τα πλαστά που γίνονταν στο τηγάνι. Τηγανόψωμο, πταλιά κ.α.
Πλαστήρι:. Επίπεδο ξύλο με χερούλι συνήθως, που πάνω του πλάθανε τα πρόσφορα για να τα πάνε στο φούρνο, αλλά και οτιδήποτε ήθελαν να ζυμώσουν σε μικρή ποσότητα.
Πλεξάνα:. Το δέσιμο που έκαναν στα κρεμμύδια, τα σκόρδα, τα ρόδια κ.λπ. για να μπορούν να τα κρεμούν, ώστε να αερίζονται και να μην σαπί- ζουν.
Πλουμίδια:. Τα στολίδια.
Πλουμιστός:. Αυτός που είναι στολισμένος, με ωραία ρούχα, χρυσαφι- κα κ.λπ.
Πλύμα:. Μετά το ζύμωμα, ρίχνανε χλιαρό νερό στο σκαφίδι, για να το
- 320 -
καθαρίσουν από τη ζύμη, που είχε κολλήσει σε διάφορα σημεία. Το νερό αυτό μαζί με τη ζύμη που είχε απομείνει, το έλεγαν πλύμα και πολλές φο- ρές το δίνανε στα ζώα για να το πιουν. Επίσης πλύμα αποκαλούσαν και το βρώμικο νερό μπουγάδας, το νερό που προέρχεται από ξέπλυμα μαγει- ρικών σκευών και μεταφορικά το άνοστο και νερουλό φαγητό.
Πνιότα:. Μικρό πήλινο δοχείο για ελιές και ξυδερά. Ήταν σαν στάμνα, αλλά με μεγάλο στόμιο, για να μπορεί να χωράει το χέρι μας.
Πντέλι:. Ξύλινο υποστύλωμα, για να στηρίζονται παλιά πατώματα. Η σχετική εργασία ενίσχυσης των πατωμάτων με πντέλια, λεγότανε πντέ- λιασμα.
Ποδάρωσα, ποδάρωσε:. Όταν το μικρό παιδί αρχίζει να περπατάει. Αλλά και μεταφορικά η λέξη σημαίνει τον άνθρωπο εκείνον, ο ποίος μπό- ρεσε να πετύχει σε κάποια επαγγελματική του προσπάθεια και αρχίζει να αποκομίζει κέρδη.
Ποδεμή:. Το να φορέσει κάποιος τα παπούτσια του. Περισσότερο το λέ- γανε όταν επρόκειτο για τσαρούχια, (ντύθηκα, ποδέθηκα και είμαι έτοι- μος για το πανηγύρι).
Ποήλα:. Η δροσιά που έρχεται όταν φεύγει ο ήλιος, τις ζεστές καλοκαι- ρινές μέρες. Ήταν πολύ επικίνδυνο, γιατί τις περισσότερες φορές προλά- βαινε τους γεωργούς στο χωράφι ή στο δρόμο της επιστροφής και όπως ήταν ιδρωμένοι, υπήρχε κίνδυνος να αρρωστήσουν. (Φόρα το σακάκι σου, έχει ποήλα σήμερα).
Πόnο:. Τα καλοκαίρια με τις μεγάλες ζέστες, μετά τη δύση του ήλιου, μερικές φορές έπιανε ένα ελαφρύ δροσερό αεράκι, που συνήθως κρα- τούσε και όλη τη νύχτα. Το αεράκι αυτό εκτός από τη δροσιά που πρόσφε- ρε, είχε και άλλες ευεργετικές ιδιότητες, όπως ήταν το ξανέμισμα που γι- νόταν μετά το αλώνισμα και ήθελε αέρα για να ξεχωρίσει ο καρπός από το άχυρο. Αυτό το ελαφρύ δροσερό αεράκι το λέγανε πόηο.(από+ήλιος).
Πομόναχος, πουμόναχος, πουμόναχους:. Αυτός που έχει ιδιαίτερα χα- ρακτηριστικά συμπεριφοράς, σε σχέση με τον κοινωνικό του περίγυρο είτε πολύ καλά ή πολύ άσχημα. Είναι δηλαδή μοναδικός, δεν μοιάζει με τους άλλους, ( άφησέ τον να λέει ότι θέλει, μη δίνεις σημασία, αφού είναι πομόναχος), (η καλοσύνη του δεν περιγράφεται, είναι πομόναχος).
Πόρμα:. Κοροϊδευτική έκφραση, για τους ανθρώπους που δεν έχουν τις κατάλληλες σωματικές διαστάσεις για την ηλικία τους.
Πόρξει. (απόρριξε):. Η πρόωρη γέννα, συνήθως στα ζώα αλλά και στους ανθρώπους, που τις πιο πολλές φορές το νεογέννητο δεν ζει. (Το πόρξει το παιδί).
Πορτογαλιά:. Το πρώτο γάλα της κατσίκας ή της προβατίνας μετά τη γέννα, (μάλλον πρέπει να είναι πρωτογαλιά, δηλαδή πρώτο γάλα), αλλά
- 321 -
είχε συνηθιστεί και το έλεγαν έτσι.
Πουκαμίσα (π΄καμίσα):. Βαμβακερό, υφαντό, παλαιότερα άσπρο και μεταγενέστερα συνήθως μπλε με λίγο κόκκινο, από το λουλάκι που το έβαφαν. Στενό επάνω στο στήθος, άνοιγε προς τα κάτω και γινόταν σαν φουστανέλα. Έφτανε έως τα γόνατα. Γύρω από το άνοιγμα του στήθους, που έφτανε ως τη μέση, έβαζαν πολλά γαζιά για να το στενέψουν. Στο λαιμό δεν είχε γιακά αλλά γουρζέρα (φάσα). Τα μανίκια ήταν φαρδιά ή στενά και κούμπωναν.
Πούντα:. Κρυολόγημα.
Πουρνό:. Το πρωί.
Πούσι:. Οι ψιλές πευκοβελόνες και ελατοβελόνες, που έπεφταν κάτω απ΄ το δέντρο, αλλά και γενικά όλα τα ψιλά φυλλαράκια και ξυλαράκια και ότι άλλο δημιουργούσε κάτω απ΄ το δέντρο ένα στρώμα σαν «άγα- νο-αγανούδα».
Πουτσούλας:. Αυτός που δεν το βάζει κάτω. Ο καταφερτζής που δια- κρίνεται από υπομονή και επιμονή και καταφέρνει πράγματα που είναι ανώτερα των δυνάμεών του (σωματικών και πνευματικών) και που πάντα κερδίζει τη συμπάθεια των υπολοίπων, (απάνω του ρε πουτσούλα), (ίσα ρε πουτσούλα). Δινόταν και σαν όνομα σε ζώα, συνήθως στα γαϊδούρια.
Πραγά–πραγά:. Αυτός που περπατάει αργά και αθόρυβα, που συμπερι- φέρεται απλά και ντροπαλά και που δεν έχει στομφώδη συμπεριφορά. Ο ήρεμος, ο καλοκάγαθος (ήρθε κι έφυγε πραγά –πραγά, δεν τον πήρε χα- μπάρι κανένας). Ίσως προέρχεται από τη λέξη πράος.
Πράπας:. Ο αμάζευτος, ο ανοικοκύρευτος, ο ζβαρνιάρης.
Πράτα:. Τα πρόβατα.
Πρατίνα:. Η προβατίνα.
Πρατοψάλιδο:. Μεγάλο ψαλίδι που χρησιμοποιούσαν οι τσοπάνηδες για να κουρεύουν τα πρόβατα (πράτα). Οι μύτες του πρατοψάλιδου ήταν πολύ μυτερές, για να μπορεί να εισχωρεί το ψαλίδι στο τρίχωμα του προ- βάτου.
Πρατσλιά:. Τα κόπρανα των προβάτων και των κατσικιών, που είναι μα- λακά, σε αντίθεση με την κακαράτζα, που είναι κόπρανα επίσης προβά- των και κατσικιών αλλά είναι στρογγυλά, μικρά και σφιχτά.
Προβαταραίοι ή προβατάρηδες:. Οι κτηνοτρόφοι, που εξέτρεφαν μόνο πρόβατα.
Προβιά:. Το ακατέργαστο δέρμα του προβάτου.
Προγκίδες (προυγκίδις):. Εξαρτήματα του αργαλειού Είναι δύο σιδερέ- νιες λάμες ως 60 εκατοστόμετρα μήκος και 15-20 πλάτος, ενωμένες με τέτοιον τρόπο, ώστε το μήκος τους να μπορεί να αυξομειώνεται. Η μία λάμα στη μια πλευρά της έχει 5-6 τρύπες, ενώ η άλλη ένα δόντι χοντρό
- 322 -
που εξέχει και μπαίνει σε μια από τις τρύπες, ανάλογα με το πλάτος του πανιού για το οποίο προορίζεται. Ένα κινητό περαστό δαχτυλίδι βοηθάει να μη μετακινούνται οι λάμες όταν είναι ενωμένες σε μία. Στα ελεύθερα άκρα τους έχουν δόντια, για να συγκρατούνται στην ούγια του πανιού. Το- ποθετούνται στο υφασμένο πανί για να το κρατούν καλά τεντωμένο, λίγο πριν τυλιχτεί στο μπροστινό αντί.
Προγούλι:. Δίπλες που κάνει το δέρμα κάτω από το πηγούνι.
Προζμάς:. Πήλινο δοχείο με πήλινο επίσης καπάκι, όπου έβαζαν το προ- ζύμι για να «γίνει». Για ανθρώπους λέμε τους χοντρούς και μικρόσωμους.
Προπόδια:. Άσπρες κεντητές κάλτσες χωρίς πατούσα, σκέπαζαν μόνο το πάνω μέρος του ποδιού, με γλώσσα και λουρίδα στην καμπύλη για να στεργιώνουν.
Προσαμμούρα:. Συσσώρευση άμμου στο βυθό και στις όχθες ποταμών και λιμνών. Όταν κατεβάζει το ποτάμι άμμο, ύστερα από κατακλυσμιαίες βροχές, (έφερε προσαμμούρα το ποτάμι σήμερα).
Πρόσβαρο:. Οτιδήποτε είναι λίγο πιο πάνω από το βάρος του, (ο μπακά- λης μου το ζύγιασε πρόσβαρα).
Προσηλιακό:. Το μέρος που το χτυπάει ο ήλιος. Το ευήλιο μέρος (το ξενοδοχείο έχει προσηλιακά δωμάτια), (σαν να κάνει κρύο εδώ, δεν πάμε απέναντι που είναι προσλιακό;). Το λέμε και προσήλιο.
Πρωτινός:. Αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε παλιά εποχή, (αμ΄ πιδά- κιμ’οι προυτνοί ήταν σουφοί ανθρώπ’).
Πστουμίθκα:. Σκόνταψα και έπεσα με το πρόσωπο προς τα κάτω, μπρού- μυτα (πού τάχ΄ς τα μάτια΄ς κι πστουμίθκις μέσα στου ίσουμα;).
Πταλιά:. Πλαστό στο τηγάνι, χωρίς τυρί.
Πυρήνα:. Καύσιμη ύλη, που προερχόταν από τα κουκούτσια συνθλιμμέ- νων καρπών ελιάς, μετά την εξαγωγή του λαδιού, ύστερα από επεξεργα- σία. Τη χρησιμοποιούσαν σε μαγκάλια ή φουφούδες.
Πυτιά:. Ένζυμο (υγρό), που εκκρίνεται από το στομάχι νεογνών των μη- ρυκαστικών ζώων και που οι τυροκόμοι αλλά και οι κτηνοτρόφοι, το χρη- σιμοποιούν για την παρασκευή τυριού.
Πυτιάζω:. Βάζω την πυτιά στο γάλα για να φτιάξω τυρί. Διαλύω την πυ- τιά σε λίγο νερό με προσοχή για να μην έχει «χουρμπούλια», τη σουρώ- νω και τη ρίχνω μέσα στο γάλα. Από κει και πέρα αρχίζει η διαδικασία του πηξίματος.
Πχέρισμα:. Το τελευταίο στάδιο του ζυμώματος, όταν η νοικοκυρά προ- σπαθούσε να δώσει στο ζυμάρι σχήμα καρβελιού.
- 323 -
Ρ
Ραβδί:. Απαραίτητο για τους γιδαραίους. Πολύ μακρύ, ξεπερνάει το ύψος του ανθρώπου και στην άκρη του δημιουργεί καμπύλη από το ίδιο ξύλο. Μ’αυτό πιάνουν τα γίδια απ’το λαιμό ή το πόδι όταν προσπαθούν να απομακρυνθούν.
Ραμμάτισμα:. Το ραμμάτισμα γινόταν από τους υλοτόμους, οι οποίοι, μετά το κόψιμο του δέντρου και προκειμένου να το χωρίσουν σε σανίδες, τέντωναν ένα σκοινί από την μια άκρη ως την άλλη του κορμού, το οποίο ήταν εμποτισμένο σε μπογιά. Το σήκωναν λίγο και το άφηναν και αυτό πέ- φτοντας, αποτύπωνε το χρώμα πάνω στον κορμό, οπότε οι υλοτόμοι ήξε- ραν που θα κόψουν.
Ρεκάζω:. Φωνάζω δυνατά, σκούζω, κραυγάζω.
Ρεπιθέμελο:. Κτίσμα παλιό γκρεμισμένο, που είχαν μείνει μόνο λίγες πέτρες που προσδιόριζαν τα θεμέλια.
Ριζάφτι (το): Η ρίζα του αυτιού.
Ριζικό (το):. Το πεπρωμένο.
Ροβολάω:. Περπατώ στην κατηφόρα.
Ροΐ:. Δοχείο για μικρή ποσότητα λαδιού, που το είχε η νοικοκυρά στην κουζίνα για να ρίχνει στο φαγητό ή στη σαλάτα.
Ροϊεύω:. Διανέμω, μοιράζω ότι έχω σε φίλους και γειτόνους, μέχρι ενο- χλητικού σημείου για τους συγγενείς μου. (Δεν έχουμε τίποτα στο σπίτι, τα ρόιεψε όλα ο προκομμένος).
Ροχάζω:. Ροχαλίζω θορυβωδώς και ακατάστατα, με μη φυσιολογικό αναπνευστικό ήχο.
Ρόχαλο:. Το φλέγμα η παχύρρευστη αυτή ουσία που μοιάζει με τη μύξα και αποβάλλεται από το στόμα ως πτύελο και ροχαλιάρης, αυτός που έβγαζε πολλά φλέγματα, ενώ ροχάλα έλεγαν το μεγάλο φλέγμα.
Σ
Σαβάνωμα:. Το περιτύλιγμα του νεκρού με σάβανο. Το σάβανο είναι ένα άσπρο πανί, που του ανοίγουν μία τρύπα για να περνάει το κεφάλι, κανονίζοντας, ώστε το μπροστινό μέρος να είναι πιο μεγάλο από το πισι- νό. Αφού σαβανωθεί ο νεκρός, μετά τον ντύνουν με τα ρούχα του.
Σαϊάζομαι:. Όταν φοράω χοντρά ρούχα, για να αποφύγω το κρύο.
Σαΐτα:. Εργαλείο υφαντικό, με το οποίο περνούν το υφάδι, μέσα από τις κλωστές του στημονιού. Επίσης σαΐτα λέμε και το ξύλο εκείνο, με το οποίο απλώνουμε σε φύλλο το ζυμάρι «ανοίγουμε φύλλο», για να φτιά- ξουμε πίτα, χυλοπίτες, φτιαχτά μακαρόνια κ.α.
Σακαή:. Κυριολεκτικά, σακαή, είναι μια νόσος ζώου, (κυρίως γαϊδου-
- 324 -
ριού), που βγάζει από τα ρουθούνια του πυώδες υγρό. Μεταφορικά όμως, σακαή λέμε και τα οκνά, βραδυκίνητα, τεμπέλικα, νωθρά, δύστροπα και ανυπάκουα ζώα (μιλάμε πάντα κυρίως για μουλάρια και γαϊδουριά), που για να περπατήσουν πιο γρήγορα ή να σταθούν για να φορτωθούν, πρέπει να σε κουράσουν πολύ. Σακαή λέμε και τον άνθρωπο το δύστροπο, τον γκρινιάρη, αλλά και αυτόν που έχει σωματικά «κουσούρια». Αν βέβαια αυτός είναι και εκδικητικός και προσπαθεί να βλάψει τους άλλους, ε τότε είναι «κακιά σακαή».
Σαλαγάω:. Οδηγώ τα ζώα με δυνατές φωνές στη βοσκή και μεταφορι- κά θορυβώ, κραυγάζω.
Σαλβέρι:. Υφασμάτινη λουρίδα, η οποία κάλυπτε τα μαλλιά, λίγο πάνω από την χωρίστρα Φοριόταν πρώτο στο κεφάλι. Αργότερα χρησιμοποίη- σαν και τα μαντήλια τα οποία ήταν αγοραστά.
Σάλπα:. Μετάξινο, στενόμακρο κάλυμμα κεφαλής. Ήταν πανάκριβο, γι αυτό και το φόραγαν πολύ λίγες.
Σαμαροσκούτι:. Χοντρό μάλλινο ή δερμάτινο ή λινό ύφασμα, που στρώ- νεται στη ράχη του ζώου, κάτω από το σαμάρι.
Σάματι–σάματις:. Σαν να, τάχατες, μήπως, δήθεν, λες και. (Σάματις με ρώτησες;).
Σανίδι:. Το ξύλινο ράφι, ψηλά στον τοίχο, που βάζανε τα «χαλκώματα», τζετζερέδια, ταψιά κλπ., αλλά και φαγητά ή γλυκά, ιδίως αυτά που δεν έπρεπε να τα φτάνουν τα μικρά παιδιά.
Σαπίτης:. Λαϊκή ονομασία ενός φιδιού. Επίσης σαπίτη λέγαμε ειρωνικά και τον πάρα πολύ μεγάλης ηλικίας γέροντα και σαπίτα τη γριά.
Σαποκώλιασμα:. Ασθένεια των φυτών, κατά την οποία σαπίζει η ρίζα τους (σηψιρριζία). Και ειρωνικά, σαποκώλη ή σαπιοκώλη, λέμε αυτόν που δεν εργάζεται και περνάει τις ώρες του καθιστός. ( Άντε κάνε καμιά δου- λειά, θα σαπίσ΄ ο κώλος σου απ΄ το καθισιό).
Σάρα:. α). Κάθε άχρηστο πράγμα ή απόρριμμα. β). Χυδαίος όχλος που είναι συγκεντρωμένος σ΄ ένα χώρο. γ). Χυδαίος όχλος που προέρχεται από τα κατώτατα κοινωνικά στρώματα (η σάρα η μάρα και το κακό συνα- πάντημα). δ). απότομη ορεινή πλαγιά γεμάτη χαλίκια.
Σαρακοστή:. Περίοδος νηστείας πριν από τα Χριστούγεννα, που κρατά- ει σαράντα μέρες και Μεγάλη Σαρακοστή, η περίοδος νηστείας πριν από το Πάσχα, που κρατάει πενήντα μέρες, αλλά και κάθε νηστεία μεγάλης διάρκειας, που γίνεται για θρησκευτικούς λόγους. Και Σαρακοστεύω, νη- στεύω κατά τη διάρκεια της Σαρακοστής.
Σαρανταλείτουργο:. Μνημόνευση του ονόματος του νεκρού από τον Ιε- ρέα, σε σαράντα συνεχείς λειτουργίες από την ημέρα που πέθανε, για να συγχωρεθούν οι αμαρτίες του.
- 325 -
Σαραντίζω:. Συμπληρώνω σαράντα μέρες από γέννηση ή θάνατο.
Σαράντισμα:. Η συμπλήρωση σαράντα ημερών από γέννηση ή θάνατο, καθώς και η ευχή καθαρισμού που παίρνει η λεχώνα από τον ιερέα, όταν έχει συμπληρώσει σαράντα μέρες από τον τοκετό.
Σαράφης:. Αυτός που ανταλλάσσει νομίσματα.
Σαραφλίκι:. Το επάγγελμα του σαράφη (ανταλλαγή νομισμάτων). Μετα- φορικά σημαίνει και τη φιλονικία για κάποιο ασήμαντο χρηματικό ποσό, αλά και την προσπάθεια απόκτησης με πονηριά, ευτελούς οικονομικού οφέλους.
Σαριά:. Το βρώμικο νερό που έμενε μετά από το πλύσιμο των μαλλιών, που προερχόταν από το κούρεμα των προβάτων. Με τη σαριά έπλεναν τα μάλλινα σκούρα ρούχα, για τα οποία λειτουργούσε σαν απορυπαντικό, μόνο που τα ρούχα ήθελαν πολύ ξέβγαλμα. Επίσης με τη σαριά έβαφαν και τις πατατούκες, αφού προηγουμένος πρόσθεταν λουλάκι. Έβαζαν την πατατούκα μέσα στη σαριά και το λουλάκι και συντηρούσαν το νερό χλια- ρό για δέκα περίπου μέρες, στη διάρκεια των οποίων έβγαζαν την πατα- τούκα και την κοπάνιζαν δύο φορές την ημέρα.
Σαφράκιασμα:. Ζάρωμα που προκαλείται στο δέρμα ανθρώπου, ζώου ή στην επιφάνεια ενός πράγματος, επειδή έμεινε πολύ ώρα στο νερό. Και σαφρακιασμένο λέμε αυτόν, που έχει τις παραπάνω ιδιότητες.
Σάρωμα:. (α). Η σκούπα. Είχε σχήμα ισοσκελούς τριγώνου και ύψος 50 –60 εκατοστά. Μ΄ αυτή σκουπίζουν τα πατώματα, τα χαγιάτια κ.λπ. Δεν την έφτιαχναν μόνοι τους, την αγόραζαν από το εμπόριο. Πιο παλιά έφτιαχναν μόνοι τους σκούπες από σπάρτο.
Σάρωμα:. (β) Ολόκληρος θάμνος από αστοφιά ή θυμάρι, που αφού είχε πατηθεί κάτω από βαριές πέτρες, είχε δεθεί έντεχνα σε στειλιάρι . Μ΄ αυτό σκούπιζαν τα κατώγια, τις αυλές, τους σταύλους, τους χώρους του αλωνίσματος κ.λπ.. Για τα αλώνια ήταν προτιμότερη η αστοφιά, ενώ για τις αυλές, κατώγια κ.λπ. το θυμάρι.
Σαρωματάς:. Αυτός που έφτιαχνε τα σαρώματα. Ήταν κάτοικος του χω- ριού και έφτιαχνε μόνο τα σαρώματα με αστοφιά και θυμάρι.
Σβούρα:. Παιχνίδι που έχει το σχήμα δύο ενωμένων κώνων και στο κάτω άκρο είχε ένα καρφί, που με τη βοήθεια σπάγκου (σχοινιού), που δενό- τανε κατάλληλα γύρω της, πετιόταν και γυρνούσε γύρω–γύρω πολύ γρή- γορα. Για τον άνθρωπο, λέμε αυτόν που βρίσκεται συνέχεια σε κίνηση και ασχολείται με πολλές δουλειές, (σα σβούρα γυρίζει).
Σεγκούνι:. Μάλλινο πανωφόρι των χωρικών και ιδιαίτερα των γυναικών. Σειριά:. Γένος από το οποίο κατάγεται κάποιος. Ράτσα, σόι, φύτρα, γε-
νιά. (Από πού κρατάει η σειριά σου;), (από τι σειριά κρατιέσαι κι όλο σειέ- σαι και λυγιέσαι;).
- 326 -
Σεκλέτι:. Στενοχώρια, θλίψη, μαρασμός, νταλκάς. Ιδίως από έρωτα. Σεκλός ή σικλός:. Αυτός που είναι ασταθής στο περπάτημά του, κυρίως
εξ αιτία ανατομικών ατελειών.
Σελέμης:. Αμακαδόρος, τρακαδόρος.
Σέπιτα:. Είναι μια λέξη που τη χρησιμοποιούσαν για να εκφράσουν το πόσο κουράστηκαν ή ταλαιπωρήθηκαν, για να επιτύχουν ή να καταφέ- ρουν κάτι. ( Έφαγα τα σέπιτα για να σε βρω), (αμάν πια, μου ΄φαγες τα σέ- πιτα).
Σερβιτσάλι:. Το κλυστήρι. Ειδική κατασκευή που χρησιμοποιούν οι για- τροί για να κάνουν κάθαρση του εντέρου. Το κλύσμα.
Σερέτης:. Άνθρωπος εριστικός και κακόπιστος. Ιδιότροπος, βαρύς, που εύκολα παρεξηγείται ή μαλώνει και σκόπιμα διαστρεβλώνει την αλήθεια.
Σερμαγιά. ή σιρμαγιά:. Χρηματικό κεφάλαιο που είναι απαραίτητο για την ίδρυση μιας επιχείρησης. (Πήγε στην Αμερική να δουλέψει, να πιάσει λίγη σιρμαγιά ν΄ ανοίξει το μαγαζάκι του), (μ΄ άφησε ο θείος μου στη δια- θήκη του, ένα ποσόν για σιρμαγιά).
Σερμπέτι:. Ποτό πολύ γλυκό και αρωματικό, αλλά και οτιδήποτε γλυκό πράγμα.
Σέσουλα:. Αντικείμενο που μοιάζει με μικρό φτυάρι και χρησιμοποιεί- ται από τους μπακάληδες, όταν θέλουν να βγάλουν από τα σακιά, φακές, φασόλια, ρύζι, ζάχαρη κ.α.
Σερσέλι:. Ο ασουλούπωτος, ο φτωχοντυμένος, ο παρακατιανός.
Σερσέμης:. Άνθρωπος που χαρακτηρίζεται από έλλειψη νοημοσύνης ή που βρίσκεται σε κατάσταση αμηχανίας. Χαζός, βλάκας, ανόητος, μπου- νταλάς, ταραγμένος, συγχυσμένος, σαστισμένος.
Σιμήτι:. Κουλούρι.
Σιταρήθρα:. Ωδικό πουλί, της οικογένειας των κορυδαλλιδών. Κορυ- δαλλός ο αγροδίαιτος.
Σιφούνι, Σφούνι:. Μικρό άνοιγμα 5-10 εκατοστών που το τοποθετού- σαν στο κάτω μέρος της βαρέλας, που έπεφτε το νερό στους νερόμυλους, για να βγαίνει με πίεση το νερό και να κινεί τη φτερωτή.
Σκάδα:. Το αποξηραμένο σύκο, που είναι ενωμένο με άλλο.
Σκαλτζίθρα:. Η σπίθα της φωτιάς.
Σκάλος:. Όταν όργωναν το χωράφι και μετά περνούσε το «ζευγάρι» για να ανοίξει «βραγιές», ακολουθούσαν οι αγρότες και με τσάπες δί- κοπες, καθάριζαν το αυλάκι που δημιουργούσε το πέρασμα του «ζευγα- ριού» από πέτρες και χόρτα, έσπαζαν τα σβόλια (κομμάτια από σκληρό χώμα) και διαμόρφωναν κατάλληλα τη «βραγιά». Αυτή η διαδικασία λε- γόταν σκάλος.
Σκαμνί:. Απλό ξύλινο κάθισμα, κοντό, χωρίς στήριγμα για τη ράχη. Στα
- 327 -
σκαμνιά καθόμασταν όταν τρώγαμε στο σοφρά ή όταν καθόμαστε γύρω από το τζάκι.
Σκαμπάζω:. Μπαίνω στο νόημα κάποιου πράγματος, καταλαβαίνω, αντιλαμβάνομαι.
Σκαπετάω:. Όταν απομακρύνομαι και δεν φαίνομαι πια, (στο καλό να πας, θα σε βλέπω μέχρι να σκαπετήσεις).
Σκαπουλάρισμα:. Το να ξεφεύγει κανείς από κάπου κρυφά, διαφεύγο- ντας τον κίνδυνο. Απόδραση, δραπέτευση, γλίτωμα.
Σκάρα:. Με το (τι) μπροστά, αναφερόταν σε καταστάσεις ανθρώπων, ζώων ή πραγμάτων, που δεν ξέραμε τι ακριβώς συμβαίνει. (Τι σκάρα έχεις και δε μιλάς;), (τι σκάρα έχει και γαβγίζει;), (τι σκάρα έχει και δεν μπορώ να το φτιάξω;).
Σκαραούλι:. Στο παιχνίδι με τους βόλους, «σκαραούλι» λέγαμε όταν με το βόλο μας, χτυπούσαμε το βόλο του αντιπάλου.
Σκαρίζω:. Βγάζω το κοπάδι στη βοσκή. Μεταφορικά, το χρησιμοποιού- με για ομάδα ανθρώπων που διασκορπίζεται, για το νεογέννητο που αρ- χίζει να περπατάει (πάει αυτό, σκάρισε), για τους νεαρούς που γίνονται άντρες και αρχίζουν να βγαίνουν με τις παρέες τους.
Σκάρμωμα:. Τα φύλλα ή τα μικρά κλωναράκια που βγάζουν τα μονοετή και ποώδη κυρίως φυτά, κατά τη διάρκεια τη ανάπτυξής τους (μια χαρά πάνε τα σπαρμένα, αρχίζουν και σκαρμώνουν σιγά–σιγά).
Σκασμούτρες:. Τα σύκα που έχουν ωριμάσει πάνω στη συκιά και έχουν ανοίξει (σκάσει). Το ίδιο ισχύει και για τα ρόδια.
Σκαστάρες:. Οι ελιές που έχουν χτυπηθεί, με το «στούμπο» (όχι οι σκι- σμένες–χαραγμένες). Μπαίνουν στο νερό και τρώγονται αλατισμένες. Κρατάνε περίπου 15-20 μέρες.
Σκατούλια:. Το παιχνίδι «αμάδες».
Σκατόψυχος:. Αυτός που όσο ζούσε, χαρακτηριζόταν για τον κακό του χαρακτήρα και τις κακές του πράξεις.
Σκαφίδι–σκαφίδα:. Κατασκεύασμα από ολόκληρο ξύλο, σκαφισμένο από το ένα μέρος, στο οποίο ζύμωναν το ψωμί. Υπήρχε και μικρό σκαφι- δάκι για να πλάθουν ζυμάρι για πίτες, τηγανοψώματα, λειτουργιές και γε- νικά όταν επρόκειτο το ζυμάρι να ήταν λίγο.
Σκεμπές:. Κοιλιά ή στομάχι ζώου, απ΄ το οποίο φτιαχνόταν ο πατσάς και μεταφορικά ο άνθρωπος που κάνει κάθε του δουλειά αργά και τεμπέλι- κα. Ο τζερεμές, ο νωθρός, ο αργοκίνητος.
Σκεπαστάρι:. Το καπάκι της κάσας που σκέπαζαν το νεκρό, κατά την ταφή.
Σκιαζάρης:. Αυτός που σκιάζεται, που φοβάται και τρομάζει εύκολα. Σκιάζαρο:. Το σκιάχτρο.
- 328 -
Σκιάχτρο:. Πρόχειρο κατασκεύασμα με ανθρώπινο παρουσιαστικό, που το χρησιμοποιούν οι αγρότες για να φοβίζουν και να διώχνουν τα πουλιά και διάφορα άλλα ζώα, απ΄ τα αμπέλια τους κήπους κ.α.
Σκλείδι:. Η διαμόρφωση του νήματος σε σχήμα «κουλούρας», για να μπορεί να μπει στην ανέμη. Οι γυναίκες όταν τελείωναν το γνέσιμο, έπαιρ- ναν το αδράχτι και «αμολούσαν» το νήμα, περνώντας το στα γόνατά τους ή χρησιμοποιώντας τη διχάλα που σχηματίζει ο αντίχειρας και ο δείκτης με τον αγκώνα. Έτσι η κλωστή γινόταν μια κουλούρα (σκλείδι).
Σκορδοστούμπι:. Ξύλινο δοχείο με γουδοχέρι, όπου φτιάχνεται η σκορ- δαλιά.
Σκούζω:. Φωνάζω δυνατά και η φωνή μου είναι διαπεραστική.
Σκουλαμέντρα:. Η βλεννόρροια.
Σκουτιά:. Γενικά ο ρουχισμός (φόρεσα τα καλά μου τα σκουτιά).
Σκρούμπος:. Φυτά και δέντρα ξεραμένα (τα σπαρτά έγιναν σκρού- μπος). Για ανθρώπους που ξοδεύουν ή χάνουν τα λεφτά τους άσκοπα (τα ΄κανε σκρούμπο). Για καταστροφές από φυσικά φαινόμενα (με το σεισμό, το χωριό έγινε σκρούμπος).
Σκύβαλα:. Υπολείμματα από το κοσκίνισμα των δημητριακών και ιδιαί- τερα του σιταριού, που τα χρησιμοποιούσαν για τροφή των ορνίθων.
Σκυλόπετρο:. Ποικιλία σιταριού που καλλιεργείτο στη Στενή.
Σκώλος:. Το κλήμα στο αμπέλι.
Σμιγάδι:. Το πολύσπορο ψωμί. Με κύριο συστατικό το αλεύρι απ΄ το σι- τάρι, στο οποίο είχε προστεθεί και αλεσμένο κριθάρι κυρίως, αλλά και άλλα δημητριακά και όσπρια ενίοτε.
Σοδειά:. Σύνολο γεωργικών προϊόντων που παράγονται σε μια χρονιά. Σοδειάζω:. Συγκεντρώνω και αποθηκεύω γεωργικά ή άλλα προϊόντα,
κάνω συγκομιδή. Και μεταφορικά, κάνω αποταμίευση, έχω εισόδημα, εναποθέτω χρήματα για μελλοντική χρήση.
Σοϊλής:. Άνθρωπος από σόι, από καλή, αριστοκρατική γενιά.
Σουμπράδα:. Το ένα τέταρτο της ψίχας του καρυδιού. Δύο σουμπράδες μαζί (πριν τις χωρίσουμε), αποτελούσαν μία γαϊδάρα.
Σουρέτη:. Φιλότιμο, ευθιξία, εντιμότητα, συνέπεια. (Τι λόγια είναι αυτά που λες; Δεν έχεις καθόλου σουρέτη;).
Σουρτούκης:. Αυτός που τριγυρνά άσκοπα στους δρόμους. Ο αλήτης, ο αλάνης, ο ρέμπελος. Και σουρτούκα ή σουρτούκω, η γυναίκα που τη δια- κρίνει ακαταστασία και έλλειψη νοικοκυροσύνης. Ανοικοκύρευτη, απρό- κοφτη, ακατάστατη.
Σούτα:. Η γίδα που δεν έχει κέρατα.
Σουτζούκια:. Περνούσαν τα σπασμένα καρύδια από κλωστή, ύστερα έφτιαχναν τη μουσταλευριά, εμβάπτιζαν τα καρύδια μέσα στη μουστα-
- 329 -
λευριά η οποία κολλούσε επάνω στην αρμάθα των καρυδιών. Μετά τα άπλωναν για να στεγνώσουν. Όταν στέγνωναν, ξανάκαναν την ίδια διαδι- κασία πολλές φορές, μέχρι η τυλιγμένη μουσταλευριά γύρω απ΄ τα καρύ- δια να φτάσει το πάχος ενός λουκάνικου περίπου. Ένα απ΄ τα καλύτερα γλυκίσματα, που κρατούσε όλο το χειμώνα.
Σούτο 1:. Ο τράγος που δεν έχει κέρατα.
Σούτο 2:. Ποικιλία σιταριού που καλλιεργείτο στη Στενή, αλλά ποιοτι- κώς κατώτερο.
Σουφλιρός–η–ο:. Ο μυτερός, ο αιχμηρός.
Σούφρα:. Πτυχή υφάσματος. Ζάρα που σχηματίζεται στο δέρμα ηλικιω- μένου κυρίως ατόμου. Μαρασμός βρέφους από αθρεψία. Σφιγκτήρας του πρωκτού. Δίπλα, ζάρα, ρυτίδα.
Σουφραΐδα:. Η ξύλινη σφραγίδα που εικονίζει στο κέντρο τετράγωνο με σταυρό και άλλες παραστάσεις, οι οποίες αποτυπώνονται στο πρόσφορο.
Σοφράς:. Χαμηλό τραπεζάκι, ύψους όχι περισσότερο από 20 –25 εκα- τοστά. Συνήθως το σχήμα του είναι κυκλικό.
Σπάθη:. Σιδερένιος ή ξύλινος μοχλός αρότρου.
Σπανός:. Αυτός που έχει αραιές τρίχες στο πρόσωπο ή δεν έχει καθό- λου τρίχες.
Σπάργανο:. Πλατύ ζωνάρι, κόκκινο, μάλλινο, υφαντό. Το φόραγαν οι γυ- ναίκες μετά τη γέννα για 10-20 μέρες για να σφίξει η κοιλιά.
Σπερδούκλι:. Και σπιρδούκλι. Το φυτό σπερδουκλιά (ασφόδελος).
Σπολάρθια ή σπουλάρθια:. Θάμνοι με αγκαθωτά φύλλα. Δεν έχουν κα- μιά θρεπτική ιδιότητα, ούτε για ζωοτροφή. Τα χρησιμοποιούσαν για προ- σάναμμα στους φούρνους και στα καμίνια, αλλά και για να τονώνουν τη φωτιά όταν έπρεπε. Κατά τη διάρκεια του καψίματος έκαναν πολύ θόρυ- βο.
Σποριάτικο:. Ήταν το μερίδιο σε καρπό, που έπαιρνε ο ιδιοκτήτης αγρο- κτήματος από τον «κολίγα», στον οποίο είχε αναθέσει την καλλιέργειά του. Πολλοί που είχαν πολλά κτήματα ή που η δουλειά τους ήταν τέτοια που δεν τους επέτρεπε να ασχοληθούν με τα κτήματα, τα νοίκιαζαν σε άλλους (τα έδιναν μισιακά). Αυτός που τα έπαιρνε λεγόταν κολίγας και στο τέλος της συγκομιδής, έπρεπε να παραδώσει το μισό καρπό στον ιδι- οκτήτη ή ότι είχε συμφωνηθεί. Ο καρπός που έπαιρνε ο ιδιοκτήτης λεγό- ταν «σποριάτικο».
Σπορόσακο:. Χοντρό σακούλι από γιδότριχα, που βάζανε το σπόρο για τη σπορά.
Σπουδαγμένος:. Αυτός που είχε σπουδάσει κάποια επιστήμη. Ο πολύ μορφωμένος.
Σταβάρι:. Εξάρτημα του αλετριού.
- 330 -
Σταγάδα:. Ο καπνός που γεμίζει το δωμάτιο όταν δεν τραβάει το τζάκι. (Το τζάκι κάπνισε και σταγαδώσαμε).
Στάλος:. Ο τόπος που ξεκουράζετε το κοπάδι κατά τις μεσημεριανές ώρες. Και σταλιάζω, ξεκουράζομαι στη σκιά το μεσημέρι και μεταφορι- κά, παραμένω για μεγάλο χρονικό διάστημα κάπου, χωρίς τη θέλησή μου. (σταλιάζω, ξεροσταλιάζω).
Στάμα:. Στήλη από 14 τσαντίλια με πολτοποιημένες ελιές, όσες χωρά- νε στην πρέσα. Ήταν δε και ένδειξη της ποσότητας των ελιών που είχε ο κάθε γεωργός, (ο Γιώργος είχε πέντε στάματα ελιές). Το στάμα ήταν 72,5 οκάδες ελιές, οι οποίες ζυγιάζονταν πριν μπουν στο αλώνι για το λιώσιμο, ώστε να χωρέσουν ακριβώς σε μία πρέσα. Δύο στάματα, ήταν ένας μύλος.
Σταματούρα, σταματήρα:. Το «φρένο» του μύλου. Ένας ξύλινος μοχλός ο οποίος εμπόδιζε το νερό να κινεί την φτερωτή. Ήταν ένα ξύλο κάθετο το γύριζαν, σκόρπαγε το νερό και δεν έφερνε γύρω την φτερωτή.Το νερό έφευγε από την φτερωτή μέσα από μια έξοδο και έπαιρνε μέσα από την αμπολή τον δρόμο του πάλι για το ποτάμι.
Στάνη:. Στεγασμένος ή άστεγος περιμαντρωμένος χώρος, που χρησι- μεύει για τη διαμονή προβάτων.
Στανιό:. Κάτι που γίνεται με την άσκηση επιβολής πίεσης σε κάποιον. Καταναγκαστικά, με το ζόρι, με τη βία.
Στάντος:. Χοντρό μεγάλο ξύλο (συνήθως από πλατάνα). Του κόβανε τα κλωνάρια, όχι από τη ρίζα, αλλά σε απόσταση είκοσι περίπου πόντους από τον κορμό και το χρησιμοποιούσαν για σκάλα, για το ανέβασμα σε ελιές, καρυδιές κ.α.
Στασίδι:. Ξύλινο κάθισμα που χρησιμοποιείται στην εκκλησία.
Σταταρίδα:. Έκφραση που χρησιμοποιούσαν για νήπια που άρχιζαν να στέκονται όρθια και να περπατούν, καθώς και για ασθενείς που άρχιζαν να αναρρώνουν και να στέκονται στα πόδια τους. (Πως τα πάει ο Θανά- σης με την αρρώστια του; Μια χαρά είναι τον είδα εχθές και ήτανε στα- ταρίδα).
Στατέρι:. Μεγάλη ζυγαριά, που ζυγιάζονταν μεγάλα βάρη (μέχρι και 100 οκάδες). Το προϊόν που επρόκειτο να ζυγιαστεί το κρεμούσαν σε τσι- γκέλι.
Στατλιάζω:. Όταν ύστερα από μεγάλη κούραση μεσολαβεί λίγη ξεκού- ραση, λίγο φαΐ ή ύπνος και μας κάνει να «αναλάβουμε» δυνάμεις. (Κοιμή- θηκα δυο ωρίτσες και στατήλιασα λίγο).
Σταυρομάντρι:. Στρούγκα ημικωνοειδής που χρησιμοποιείται σε κακο- καιρίες και ειδικότερα σε ανέμους, για «πάγκιασμα» των ζώων.
Σταυρωτό:. Το φορούσανε πάνω από την πουκαμίσα. Από ψιλό μάλλινο ύφασμα για να μην είναι πολύ βαρύ. Δεν είχε μανίκια και κούμπωνε μπρο-
- 331 -
στά με κουμπιά.
Στάφνος:. «Του βρήκα το στάφνο», λέμε για κάτι που το έχουμε μάθει καλά και μπορούμε να το χρησιμοποιήσουμε άνετα. Αλλά και όταν μάθου- με τις ιδιοτροπίες κάποιου και μπορούμε να συνεννοηθούμε και να συ- νεργαστούμε μαζί του. Και γενικά οτιδήποτε γίνεται συνήθειά μας και συ- νεπώς εύκολο στη χρήση του για μας.
Σταχτιέρα ή σταχτερό:. Το σταχτοδοχείο.
Σταχτοκουλούρα:. Κουλούρα ψωμιού, που έχει ψηθεί στη στάχτη.
Σταχτοπάνι:. Το πανί που έβαζαν ανάμεσα στα ρούχα και το σταχτόνε- ρο, για να γίνει η διαδικασία του καθαρισμού με αλισίβα.
Στέργω:. Συμφωνώ.
Στέρξιμο:. Το να δέχεται κάποιος κάτι, το να δίνει τη συγκατάθεσή του, αλλά και το να επαληθεύεται κάποια προσδοκία ή να βγαίνει αληθινό κά- ποιο όνειρο.
Στέρφα:. Γίδα ή προβατίνα που δε γεννάει.
Στερφεύω:. Για ζώα. Γίνομαι στέρφα, παύω να παράγω. Για πηγές, ποτά- μια κ.λπ. παύω να ρέω, δεν έχω νερό. Γενικά οτιδήποτε παύει να προσφέ- ρει αυτά που πρέπει ή αυτά που μας έχει συνηθίσει, π.χ. όταν τελειώνει το βαρέλι με το κρασί. Στέρφεψε το βαρέλι κ.λπ.
Στημόνι:. Τα νήματα κατά μήκος του αργαλειού, που ανάμεσα τους πλέ- κεται το υφάδι.
Στιβάνι:. Είδος παπουτσιού, που καλύπτει τις γάμπες. Κάτι σαν μπότα ή μποτίνι.
Στοιχειό:. Κάθε δύναμη της φύσης που δεν μπορεί να δαμαστεί από τον άνθρωπο. Αόρατο υπερφυσικό ον, που σύμφωνα με τις λαϊκές δοξασίες, ασκεί δυσμενή επίδραση στους ανθρώπους. Φάντασμα, σκιάχτρο. Αλλά και μεταφορικά άνθρωπος ψηλός και άσχημος με αποκρουστική εμφάνι- ση.
Στοιχοβαίνω (στχουβαίνου):. Όταν κάποιος μας πίεζε πολύ ή γινόταν φορτικός, μας ζόριζε, απαντούσαμε με τη φράση «μη με στχουβαίνς». Μάλλον η λέξη είναι σύνθετη και προέρχεται από τις λέξεις (σε-τοίχο- βαίνω). Δηλαδή μη με βάζεις στον τοίχο, μη με πιέζεις. Αλλά και πάλι αν εμείς θέλαμε να πιέσουμε κάποιον λέγαμε ότι «πρέπει να τον στχοβάνω».
Στούμπος:. Στρογγυλή και γυαλιστερή πέτρα, με την οποία έτριβαν το χοντρό αλάτι.
Στουπέτσι:. Ανθρακικός μόλυβδος, που χρησιμοποιείται για την παρα- σκευή λευκών χρωμάτων. Παλιά αγοράζαμε το στουπέτσι σε σκόνη, το αραιώναμε στο νερό και βάφαμε τα άσπρα πάνινα παπούτσια μας.
Στουπωτήρι, στυποτήρι:. Το όργανο πάνω στο οποίο προσαρμοζόταν το στουπόχαρτο.
- 332 -
Στουπόχαρτο, στυπόχαρτο:. Χαρτί με απορροφητικές ιδιότητες που το πατούσαμε πάνω σε φρεσκογραμμένο χαρτί, που ήταν γραμμένο με με- λάνι και κοντυλοφόρο, για να απορροφήσει το μελάνι και να στεγνώσουν τα γράμματα.
Στουρνάρι:. Γερή πέτρα κοκκινωπού χρώματος.
Στρακαστρούκα:. Η αυτοσχέδια κροτίδα.
Στραμακιάζω:. Χτυπώ κάποιον, συνήθως στο πρόσωπο και του προκαλώ βλάβη (αίμα απ΄ τη μύτη, αμυχές κ.λπ.). Και στραμακιάστηκα, όταν σκο- ντάφτω και χτυπώ το πρόσωπό μου ή όταν χωρίς να προσέχω πέφτω με τη μούρη πάνω σε κάποιο εμπόδιο (κλαδί, τοίχο κ.λπ.).
Στρίποδο:. Ήταν ξύλινο ή σιδερένιο. Αποτελείται από μια ξύλινη ή σιδε- ρένια δοκό και στηριζόταν σε τέσσερα πόδια, δύο σε κάθε άκρη τα οποία κατέβαιναν σε σχήμα ισοσκελούς τριγώνου. Σ΄αυτά βάζανε επάνω σανί- δες και φτιάχνανε κρεβάτι.
Στρίτζα–ρίτζα:. Κάτι το πολύ στενό που ίσα–ίσα μας χωράει, ρούχο ή χώρος. (Το παντελόνι μου, μου έρχεται στρίτζα – ρίτζα), (απ΄ αυτή την πόρτα περνάς στρίτζα –ρίτζα).
Στρούγκα:. Η διαδικασία του αρμέγματος. Για να αρμέξουν τα πρόβα- τα τα έκλειναν σε ένα φραγμένο μέρος και από ένα άνοιγμα περνούσε ένα–ένα και τα άρμεγαν. Όταν ήθελαν να αρμέξουν έλεγαν «πάω να βα- ρέσω στρούγκα». Επίσης στρούγκα ονόμαζαν μια πρόχειρη εγκατάσταση που ήταν μακριά από το μαντρί για να καταφεύγουν τα πρόβατα όταν έκα- νε πολύ ήλιο (να σταλίσουνε).
Στειλιάρι:. Γερό, κυλινδρικό, μακρύ ξύλο, που χρησιμοποιείται σαν λαβή εργαλείων.
Στρωματσάδα: Στρώμα πάνω στο έδαφος, στο δάπεδο, αλλά και το ξά- πλωμα που κάνουμε σε στρώμα που ακουμπά σε έδαφος. Πιο συγκεκρι- μένα η στρωματσάδα είναι το ξάπλωμα πολλών ανθρώπων ένας δίπλα στον άλλον, σε μεγάλο στρώμα που είναι στο δάπεδο.
Στρώση:. Στρώσεις λέγανε τα δοκάρια που έβαζαν στην οικοδομή, από τον έναν τοίχο μέχρι τον άλλον, για να καρφωθεί επάνω το ταβάνι.
Σύλυτρο:. Η αμοιβή του αγροφύλακα, από αυτούς που έκαναν τις παρα- βάσεις. Παλιά, ο αγροφύλακας δεν έπαιρνε μισθό. Η αμοιβή του εξαρτιό- ταν από τις παραβάσεις που θα εντόπιζε. Όταν λοιπόν εντόπιζε μία παρά- βαση, ο παραβάτης ήταν υποχρεωμένος, εκτός από την αποζημίωση που θα του επιδίκαζε το δικαστήριο, να πληρώσει και τον αγροφύλακα. Συνή- θως τον αγροφύλακα τον πλήρωνε πριν το δικαστήριο, γιατί αν αρνιόταν, το σύλυτρο θα το όριζε το δικαστήριο και θα ήταν και μεγαλύτερο.
Συμπάω:. Ανακινώ τα αναμμένα δαυλιά στο τζάκι με το «ζντράφτο», για να δυναμώσω τη φωτιά.
- 333 -
Σύρσιμο:. Λεγόταν η διαδικασία κατά την οποία τοποθετούσαν το στη- μόνι στο αντί για να μπει στον αργαλειό για ύφανση. Σύρσιμο επίσης λέ- γανε και τη διάρροια. (Κάτι πρέπει να έφαγα χθες το βράδυ και με πήγε σύρσιμο όλη τη νύχτα).
Συρτάρι:. Αυτό που οδηγεί το κοπάδι. Συρτάρι το αρσενικό, συρτάρα το θηλυκό. Το λέμε και γκεσέμι.
Σφίχτης:. Ο κοντός μοχλός που περιστρέφει το μπροστινό αντί του αρ- γαλειού, για να τυλίγεται το υφασμένο πανί.
Σφοντύλαρος:. Παιδικό παιχνίδι, στο οποίο υπάρχει ένα μικρό σφοντύ- λι με τρύπα στη μέση. στην οποία βάζουμε ένα ξύλο που του έχουμε δώ- σει το σχήμα ενός μολυβιού ή αδραχτιού, μικρότερου όμως μεγέθους. Το ξύλο αυτό διαπερνά το σφοντύλι και στο κάτω άκρο του το έχουμε κάνει μυτερό. Το παιχνίδι αυτό το στριφογυρίζουμε ή με τα χέρια μας ή τυλίγο- ντάς το με σκοινί και πετώντας το, περιστρέφεται όπως η σβούρα.
Σφοντύλι:. Συμπαγές, βαρύ ξύλο σε σχήμα κώνου συνήθως, με τρύπα στη μέση. Το εφαρμόζουμε στο τέλος του αδραχτιού, ώστε να δημιουργη- θεί βάρος και να φέρνει γρήγορα γύρω–γύρω το αδράχτι.
Σχώρια:. Τα μνημόσυνα.
Σωπάνι:. Η φόδρα.
Σώσμα:. Το κρασί στο τελείωμά του.
Τ
Ταγάρι:. Σάκος υφαντός με πολλά κεντίδια, χοντρός και ανθεκτικός, με το ταγαρόσκοινο, με το οποίο μπορούσες να κρεμάσεις το ταγάρι στον ώμο σου. Υπήρχαν και ταγάρια διάφορα, όπως απλό, ανταμωτό κ.α. που τα χρησιμοποιούσαν για διάφορες δουλειές, ενώ τα κεντητά τα χρησι- μοποιούσαν κυρίως για επίσημες περιπτώσεις, όπως τα πανηγύρια στα εξωκκλήσια, όταν κατέβαιναν για ψώνια στη Χαλκίδα και αλλού.
Ταΐ:. Το φαγητό των ζώων.
Ταΐστρα:. Σκεύος από το οποίο ταΐζονται τα ζώα, κυρίως τα οικόσιτα. Τακίμι:. Πολλά πράγματα του ίδιου τύπου, που τα χρησιμοποιούν για
τον ίδιο σκοπό. (θα πάρω αυτά τα πιατάκια, γιατί είναι τακίμι με τα μεγά- λα που έχω).
Τακιμιάζω:. Γίνομαι φίλος με κάποιον, γιατί ταιριάζουμε.
Τάλια:. Μονάδα μέτρησης δημητριακών και οσπρίων. Μία τάλια ισοδυ- ναμεί με δέκα ξάια.
Ταμάχι:. Πλεονεξία, απληστία. Και ταμαχιάρης, ο πλεονέκτης, ο άπλη- στος, που τα θέλει όλα και γρήγορα. (Το πολύ ταμάχι, χαλάει το στομάχι).
Ταμπάκικο:. Βυρσοδεψείο.
- 334 -
Ταμπάκος:. Σκόνη που γίνεται από ξηρά φύλλα καπνού και εισπνέεται από τη μύτη και γενικά ο λεπτοκομμένος καπνός.
Ταμπής:. Αυτός που έφτιαχνε τον καφέ. Στα καφενεία των πόλεων, υπήρχαν άνθρωποι οι οποίοι έφτιαχναν όλων των ειδών τους καφέδες και έκαναν μόνο αυτή τη δουλειά. Βέβαια στα χωριά δεν υπήρχε η πολυτέ- λεια να έχουν τα καφενεία ξεχωριστό υπάλληλο που να φτιάχνει μόνο καφέδες, αλλά αν κάποιος καφετζής έφτιαχνε καλό καφέ, τον αποκαλού- σαν οι πελάτες ταμπή, για να τον ευχαριστήσουν.
Ταμπλάς:. Ο δίσκος της ζυγαριάς του μπακάλη και μεταφορικά, κόλ- πος, αποπληξία, (του ΄ρθε ταμπλάς, όταν άκουσε τα μαντάτα).
Τανιέμαι:. Τεντώνομαι, τσιτώνομαι, σφίγγομαι, κυρίως κατά τον τοκετό ή την αφόδευση.
Τάπια:. Το ανάχωμα ανάμεσα σε δύο βραγιές. Επίσης κάθε είδους ανά- χωμα που διαμορφωνόταν για καθορισμό συνόρων ή για στήριξη του κτή- ματος ή για διαμόρφωση επίπεδων κομματιών σε επικλινή κτήματα.
Τ΄απίστωμα:. Πέσιμο προς τα πίσω.
Τάραχος:. Ταραχή, ανακατωσούρα, σύγχυση. ( Έπαθα των παθών του τον τάραχο), τράβηξε πολλά, βασανίστηκε πολύ, υπέστη τα πάνδεινα.
Ταρεί:. Όταν κάτι με βολεύει και με κάνει να αισθάνομαι άνετα ή μπο- ρώ να λειτουργήσω και να κάνω οποιαδήποτε δουλειά. (Σου ταρεί εκεί που κάθεσαι;), (κάνε πιο ΄κει για να μου ταρεί και μένα), (έχεις γεμίσει τη σκάλα με πράγματα και δε μου ταρεί να περάσω).
Ταρίζω:. Πετυχαίνω κάτι, που με κούρασε αλλά τελικά τα κατάφερα. (κουράστηκα να το φτιάξω, αλλά τελικά το τάρισα). Επίσης και μορφή απειλής, (πρόσεξε γιατί θα σε ταρίσω).
Ταρπί:. Η κόφα, μεγάλο καλάθι, κοφίνι, στο οποίο βάζουμε διάφορα στερεά φαγώσιμα, ρόδια, σύκα κ.α.
Ταχιά:. Αύριο.
Τεζάκι:. Πάγκος καταστήματος και ιδιαίτερα καφενείου.
Τέμπλα:. Μακρύ ξύλο που τίναζαν (ράβδιζαν), ελιές, καρυδιές κ.α. Τετοιώνω:. Κάνω κάτι (τέτοιωσα το φαΐ) δηλαδή μαγείρεψα. Ψάχνω
κάτι (μήπως είδες το τέτοιο;). Κυρίως όμως αναφέρεται στην σεξουαλι- κή πράξη. Κάνω τη σεξουαλική πράξη (τετοιώνω). Έκανα τη σεξουαλική πράξη (τέτοιωσα). Έκαναν τη σεξουαλική πράξη (τετοιώθηκαν) κ.λπ.
Τέρμινο:. Μονάδα χρόνου. Ημέρα, εβδομάδα, μήνας, χρόνος κ.ο.κ Τη λέξη αυτή τη χρησιμοποιούσαν κυρίως γύφτισσες, που μας έλεγαν τη μοί- ρα, (σε τρία τέρμινα, θα περάσεις μια μεγάλη πόρτα).
Τετράδη:. Ιδιωματική ονομασία της Τετάρτης (μέρα της εβδομάδος). Τζερεμές:. Πρόστιμο ή ζημιά που πληρώνει κανείς άδικα (σκότωνε
μουρλούς, πλήρωνε τζερεμέδες). Αλλά και άνθρωπος αργοκίνητος, δύ-
- 335 -
στροπος, ιδιότροπος.
Τζιροστιά:. Η πυροστιά, ο πυροστάτης.
Τζοβαΐρια:. Χρυσαφικά, κοσμήματα, όπως δαχτυλίδια, σκουλαρίκια, γιορντάνια, φλουριά, αλυσίδες, πολύτιμες πέτρες κ.α. Από δω και η προ- σφώνηση «τζοβαΐρι μου», που σημαίνει θησαυρέ μου, χρυσέ μου.
Τζουρτζούνα:. Ο εξευτελισμός, το ρεζίλεμα, τα δυσμενή σχόλια σε βά- ρος μας, με στοιχεία ειρωνείας και χλευασμού, για κάποια έκνομη πρά- ξη κοινωνικού ή ηθικού χαρακτήρα. Αλλά και γενικά για πράξεις που δεν συνάδουν με τον τρόπο ζωής και σκέψης του κοινωνικού μας περιβάλ- λοντος. (Πρόσεχε να μην κάνεις καμιά ανοησία και σε πάρει ο κόσμος τζουρτζούνα).
Τηράω, τράω, τράου:. Κοιτάζω, παρατηρώ, βλέπω. Από την αρχαιοελλη- νική λέξη τηρέω. (Μη με τρας. Μη με κοιτάζεις). (Πειράζει που σε τράω;)
Τίγκα:. Με τη λέξη αυτή εκφράζαμε την πληρότητα, σ΄ ότι αφορούσε τη χωρητικότητα. Δοχείο γεμάτο ως επάνω, ξέχειλο. Αλλά χρησιμοποιείται και για άλλους χώρους (ο ντάλαρος είναι τίγκα με αλεύρι), (ο μπλέχτης εί- ναι τίγκα στο άχυρο), (η πλατεία ήταν τίγκα από κόσμο).
Τιναχτής:. Αυτός που τινάζει, που ραβδίζει τις ελιές. Πάντα ήταν άντρας και έπαιρνε περισσότερο μεροκάματο.
Τοιχογύρι:. Η πέτρινη περίφραξη της αυλής ή άλλων κοντινών προς το χωριό χώρων. Ιδιαίτερα όμως της αυλής. Συνήθως με ξερολιθιά.
Τοκάρια:. Έπιαναν τη σεγκούνα με τα τοκάρια στη μέση για να μην ανοί- γει. Τα κάλυπταν τα ζγατζούδια. Μερικοί τα τοκάρια τα λέγανε και κλει- δωτήρια.
Τούλουι:. Εκφράζει ερώτηση και απορία (τούλουι τα πέρασες;), (τού- λουι, δε θα πας στο παζάρι;). Σημαίνει και γιατί (τούλουι δε θα ΄ρθεις;).
Τουλούμι (τλουμ):. Ασκί δερμάτινο από τομάρι γίδας κυρίως, που έβα- ζαν το τυρί ή το ξινοτύρι. Διάφορες φράσεις που χρησιμοποιούνται, εί- ναι μεταξύ των άλλων και οι εξής. Θα σε κάνω τουλούμι στο ξύλο (θα σε δείρω πάρα πολύ). Ρίχνει με το τουλούμι (βρέχει πάρα πολύ). Τουλουμιά- ζω, βάζω κάτι στο τουλούμι ή δέρνω κάποιον πάρα πολύ και τουλουμίσιο, αυτό που έδει διατηρηθεί στο τουλούμι (τουλουμίσιο τυρί, τουλουμοτύ- ρι κ.λ.π.).
Τουλούπα (τλούπα):. Τούφα μαλλιού, η οποία προσαρμοζόταν στη ρόκα και γνέθανε το νήμα.
Τούμπανο:. Ταμπούρλο. Και μεταφορικά, οτιδήποτε έχει παραφουσκω- θεί. Πρήξιμο (το πόδι μου έγινε τούμπανο). (Τον βρήκαν τούμπανο) που σημαίνει τον βρήκαν νεκρό και πρησμένο. (Το έκανε τούμπανο) το διέδω- σε. (Η κοιλιά μου έγινε τούμπανο) έφαγα πολύ. (Ο κόσμος το ΄χει τούμπα- νο και συ κρυφό καμάρι) το ξέρουν όλοι, ενώ εσύ πιστεύεις ότι δεν το ξέ-
- 336 -
ρουν.
Τούρλα:. Οτιδήποτε έχει στρογγυλό και εξογκωμένο σχήμα. Στην περι- οχή μας η λέξη τούρλα περιοριζόταν μόνο σε εδαφικές επιφάνειες, που ήταν λίγο εξογκωμένες σα μικροί λόφοι. (Πού είναι το χωράφι σου; Στην πέρα τούρλα).
Τουρλίδα:. Έγινε τουρλίδα, λέμε γι αυτόν που είναι πολύ μεθυσμένος και δεν μπορεί να ελέγξει τη συμπεριφορά του.
Τουρλώνω:. Όταν κάποιος λυγίσει τα γόνατά του και σκύψει τη μέση του έτσι, ώστε να τονίζονται τα οπίσθιά του, λέμε ότι (αυτός τούρλω- σε τον πωπό του). Όταν πάλι ξαπλώνουμε και σηκώνουμε τα πόδια μας ψηλά, λέμε ότι (έπεσα τούρλα ή τουρλώθηκα).
Τουρτούρα:. Το «σόλο κλαρίνο» με πολλά «σπασίματα» και γρήγορη, ευχάριστη μουσική (μόλις άκουσα τις τουρτούρες από τη μεριά του χω- ριού, λέω μέσα μου. Τώρα αρχίζει το πανηγύρι). Τουρτούρα λένε και το τρυγόνι.
Τπουζ:. Μερικές φορές στα ζώα (μουλάρια ή γαϊδούρια), αλλά περισ- σότερο στα γαϊδούρια, χτυπιούνταν μεταξύ τους τα πόδια τους κατά το περπάτημα, περισσότερο τα πισινά. Αυτή η κατάσταση τα έκανε να ματώ- νουν και να υποφέρουν. Κατά συνέπεια, δεν μπορούσαν να αποδώσουν στη δουλειά. Για τα ζώα αυτά λέγαμε ότι «τα βάρεσε τπουζ».
Τράγαλα:. Των Αγίων Θεοδώρων έβραζαν σιτάρι και πήγαιναν στην εκ- κλησία του νεκροταφείου. Το στάρι διαβαζότανε και γινότανε κανονικό μνημόσυνο. Παράλληλα όμως, όλες οι οικογένειες είχαν μαγειρέψει διά- φορα όσπρια, κυρίως φασόλια ή ρεβίθια (τράγαλα) και με ελιές και κρα- σί για συμπλήρωμα, κάθονταν η κάθε οικογένεια δίπλα στο μνήμα των δι- κών της ανθρώπων και έτρωγαν, ενώ παράλληλα πρόσφερε ένας στον άλ- λον λίγο απ΄ το φαΐ τους (τα τράγαλά τους).
Τράγιο (τράιου):. Ήταν κλινοστρωμνή από τραγίσιο μαλλί, σκληρό, βαρύ και πολύ ανθεκτικό.
Τραγκανιάρης:. Μικρόσωμος, αδύνατος, λιγόφαγος, με κάποια προ- βλήματα σωματικής ανάπτυξης κατά την περίοδο της παιδικής ηλικίας.
Τρακάδα:. Καυσόξυλα τοποθετημένα σε σειρές (ντάνες), στο κατώι ή στην αυλή του σπιτιού.
Τραφτό:. Είναι το σύστημα εκείνο με το οποίο τα ζώα τραβάνε το υνί κατά τη διάρκεια του οργώματος. Είναι δύο σκοινιά, δεμένα το καθένα από ένα ζώο, τα οποία καταλήγουν στις δύο άκρες ενός οριζόντιου ξύ- λου. Από τις άκρες του ξύλου τα σκοινιά προχωρούν και ενώνονται στο σημείο από το οποίο δένονται με το υνί και το τραβάνε. Σε περίπτωση που τα ζώα που χρησιμοποιούσαν δεν είχαν την ίδια δύναμη ή ήταν διαφορε- τικά, (π.χ βόδι με μουλάρι), τότε το σκοινί που τραβούσε το ποιο αδύνα-
- 337 -
μο ζώο, ήταν λίγο μεγαλύτερο για να μην δέχεται την ίδια πίεση με το δυ- νατότερο.
Τραχανάς (ξινός):. Ζύμωναν το αλεύρι με ξινισμένο γάλα. Χώριζαν τη ζύμη σε μικρά κομμάτια και την άφηναν να στεγνώσει. Ύστερα σε μικρό- τερα και πάλι μικρότερα, ώστε να περνάνε μέσα από κόσκινο.
Τραχανάς (γλυκός):. Έβραζε το γάλα και έριχναν μέσα το μπουλουγού- ρι (πλιγούρι). Το υλικό έμενε 4–5 ώρες στην κατσαρόλα μέχρι να ρουφή- ξει το γάλα. Ύστερα το άπλωναν σε χώρο που αεριζόταν για να στεγνώσει.
Τριβέλα:. Είναι ένα σιδερένιο λοστάρι με ξύλινη λαβή, με το οποίο ανοί- γουν βαθιές τρύπες και φυτεύουν τις κληματόβεργες.
Τριβόλια:. Αγκαθωτοί σπόροι αγριόχορτου.
Τριγυρίστρα, (τρουϊρίστρα):. Φλεγμονή με πύον, γύρω από το νύχι. Τρίγκωμα:. Το τέντωμα γενικώς. Πιο πολύ αποκαλούσαν τρίγκωμα, τη
στύση του ανδρικού γεννητικού οργάνου.
Τρίφτης:. Ξύλινο, μακρύ και λίγο πλακερό ξύλο, με χέρι απ΄ το ίδιο, γυ- ριστό σαν ραβδί. Ανακατεύουν μ΄ αυτό το γάλα όταν βράζει.
Τριψίδια ή τριμλίδια:. Κάτι που κόβω σε πολύ μικρά κομμάτια. Το θρυμ- ματίζω, το κάνω θρύψαλα. Για το ψωμί όταν το κάνουμε ψίχες, (για να φτιάξουμε μπουκουβάλα, θέλουμε ψίχες ψωμί και τριψίδια «τριμλίδια» τυρί).
Τρόγαλο:. Το υγρό που μένει μετά το πήξιμο του τυριού. Από αυτό μετά γίνεται η μυζήθρα.
Τροκάνι:. Μεταλλικό κουδούνι, που κρεμούσαν στο λαιμό των προβά- των και των κατσικιών.
Τρυγητής:. Ο μήνας Σεπτέμβρης.
Τρύφος:. Το πηγμένο τυρί, πριν ακόμα μπει στην τσαντίλα για να στραγ- γίξει.
Τσάγαλα:. Αμύγδαλα που είναι αγίνωτα.
Τσαγκάδα ή τσαγκάδι:. Κατσίκα ή προβατίνα που είχε χάσει πρόσφα- τα το μικρό της.
Τσακίδια:. Μέρος όπου μπορεί κανείς να γκρεμιστεί. Χρησιμοποιείται στη φράση (άι στα τσακίδια), σαν βρισιά ή για να διώξουμε κάποιον.
Τσακόλς:. Το περπάτημα προς τα πίσω από άνθρωπο η ζώο (φέρε το γαϊδούρι τσακόλς για να το ξεφορτώσουμε, γιατί δεν μου ταρεί εδώ που είναι).
Τσακουτρούς:. Κάνω κάτι χωρίς πρόγραμμα στην τύχη, χωρίς υπολογι- σμό, χωρίς σκέψη. Ανοησία, απερισκεψία, αμυαλιά, κουτουράδα. (Αυτός κλωτσάει τη μπάλα τσακουτρούς), (είχαμε πάει για κυνήγι και πυροβο- λούσε τσακουτρούς, πώς να χτυπήσει λαγό;).
Τσακτσάκς:. Όταν περπατούσαμε με το ένα πόδι, στα παιχνίδια κυρίως,
- 338 -
λέγαμε ότι αυτός περπατάει τσακτσάκς. Υπήρχαν παιχνίδια που παιζό- ντουσαν κυρίως με το ένα πόδι, όπως τα Φεγγαρόλια.
Τσαμούσικο:. Το μουλάρι ή το γαϊδούρι που κλώτσαγε.
Τσανάκα:. Μεγάλο πήλινο ή ξύλινο πιάτο.
Τσανακογλύφτης:. Αυτός που γλύφει τις τσανάκες και μεταφορικά ο κόλακας, ο παράσιτος, ο ευτελής, ο σελέμης.
Τσάντζαλο:. Ρούχο κουρελιάρικο. Ράκος, κουρέλι. Και τσάντζαλα όλα τα παλιά μας ρούχα και μικροπράγματα, (μάζεψε τα τσάντζαλα σου και άδειασέ μας τη γωνιά).
Τσαντίλι:. Έβαζαν μέσα τη λιωμένη ελιά (φαΐ), που είχε πατηθεί από τις ρόδες στο αλώνι του λιοτριβιού και το έβαζαν στην πρέσα, για να πιε- στούν και να βγει το λάδι.
Τσαντίλες:. Μάλλινα υφάσματα, φτιαγμένα κατάλληλα για να στραγγί- ζουν το τυρί τη μυζήθρα και το ξινοτύρι. Επίσης για να στραγγίζουν το για- ούρτι προκειμένου να γίνει πιο πηχτό (γιαούρτη τσαντίλας). Σήμερα τα τσαντίλια είναι συνήθως βαμβακερά.
Τσαούλι-Τσαούλια:. Τα οστά του προσώπου που σχηματίζουν το στόμα και κρατούν τα δόντια. (Δεν κουράστηκαν τα τσαούλια σου;) λέμε για κά- ποιον που τρώει πολύ. (Κλείσε τα τσαούλια σου επιτέλους) λέμε για κά- ποιον που μιλάει πολύ).
Τσαούσα και τσαούσης:. Τσαούσα η δυναμική και αυταρχική γυναίκα. Τσαούσης ο αυταρχικός άνδρας.
Τσαρδάκι και τσαρδί:. Παράγκα, καλύβα, το καταφύγιό μου, το σπίτι μου.
Τσάρκος:. Μάντρα που βάζουν τα αρνιά και τα κατσίκια που δεν απο- γαλακτίστηκαν ακόμα, όταν οι μητέρες τους βρίσκονταν στη βοσκή. (Το λέμε και Μπλέτς).
Τσατάλια (τσατάλι):. Ραβδί που έχει διχάλα στην άκρη του, αλλά και κάθε τι από το οποίο θα μπορούσαμε να αγκιστρώσουμε κάτι ή να κρεμά- σουμε, όπως π.χ. τα σιδεράκια στα σαμάρια των ζώων από όπου κρεμάμε διάφορα πράγματα και οτιδήποτε θα μπορούσε να τοποθετηθεί κάπου, όπου μπορούμε να κρεμάμε ή να αγκιστρώνουμε διάφορα αντικείμενα. Επίσης οι διχάλες των γεωργικών εργαλείων. Καρπολόι, δικούλι κ.α.
Τσατί:. Ήταν διαχωριστικό δωματίων. Κάρφωναν δοκάρια, μεταξύ του πατερού και της στρώσης και στη συνέχεια πάνω στα δοκάρια κάρφωναν πηχάκια και από τις δύο μεριές του δοκαριού, βάζοντας ανάμεσα λάσπη ανακατεμένη με αστοφιές, άχυρο και τραγόμαλο. Απέξω το σοβάτιζαν και έμοιαζε σαν κανονικός τοίχος.
Τσάτρα–πάτρα:. Κουτσά- στραβά, έτσι κι έτσι. ‘Όταν κάνω κάτι πρόχει- ρα και ανοικοκύρευτα. Γρήγορα-γρήγορα, χωρίς ιδιαίτερη επιμέλεια.
- 339 -
Τσατσά:. Θεία ή γιαγιά. Γενικά γυναίκα μεγάλης ηλικίας.
Τσεβρές:. Μεταξωτό, κεντητό ύφασμα.
Τσερβέλο:. Μυαλό, νους, κεφάλι, εγκέφαλος (τόσα πράγματα που είδα σήμερα, μου ΄φυγε το τσερβέλο).
Τσέργα:. Φλοκάτη από προβατίσιο μαλλί χρωματιστή.
Τσεργιά:. Τα χοντρά υφαντά μάλλινα κλινοσκεπάσματα και κατ΄ επέ- κταση όλα τα κλινοσκεπάσματα και κλινοστρωμνές. (Είναι ώρα για ύπνο, άντε χώσου μες΄ στα τσεργιά σου).
Τσιβή:. Το υποκοριστικό του ονόματος Παρασκευή.
Τσιδάς:. Έτσι ακριβώς. Όπως τα λες. Έτσι είναι (τα πράγματα είνι τσι- δάς, όπους τα λες), (τσιδά, τα φτιάχνου κι γω τα μαλουμακάρνα). Σημαίνει και το έτσι απλά (πως κι πέρασις απού δω; Τσιδάς ήρθα).
Τσιληβήθρα- τσιληβήθρας:. Άνθρωπος (κυρίως γυναίκα), μικροκαμω- μένος και αδύνατος.
Τσιλιγκίρης:. Ο σιδεράς.
Τσίμπλα:. Λιπαρό έκκριμα των ταρσαίων αδένων των βλεφάρων (τσι- μπλιάρης, τσιμπλιάρα, τσιμπλιάρικο, τσιμπλιάζω, τσιμπλιασμένος).
Τσιριτσάντζουλα:. Κόλπο, νάζι. Μας κάνει τσιριτσάντζουλες, λέμε γι αυτόν που προσπαθεί με διάφορα τεχνάσματα (κόλπα), να μας παραπλα- νήσει, με σκοπό να κερδίσει κάτι. (Μη μου κάνεις εμένα τσιριτσάντζου- λες, γιατί σε ξέρω καλά).
Τσίρλα:. Διαρροϊκή αφόδευση, διάρροια. Και τσιρλιάρης, αυτός που έχει συχνά διάρροια και μεταφορικά ο φοβητσιάρης.
Τσιρλονέρι:. Το νερό που έχει καθαρτικές ιδιότητες.
Τσίτες:. Λεπτά ξύλα (βέργες), που στηρίζουν τα κεριά μέσα στα κουβέ- λια.
Τσοκανίδα, τσουκανίδα:. Η παγίδα, η φάκα. Όταν πιάνουμε κάποιον επ΄αυτοφόρω (στα πράσα). (Σαν πολλά μας τα κάνεις, αλλά που θα μου πας; Κάποτε θα σε πιάσει η τσοκανίδα).
Τσόνι:. Το ωδικό πτηνό σπίνος.
Τσόρτσον:. Στο παιχνίδι με τους βόλους, όταν έλεγα «τσόρτσον», μπο- ρούσα να καθαρίσω το χώρο, ώστε να κυλάει ο βόλος του άλλου και να μην μπορεί να μου κάνει «σπιθαμή».
Τσούλα:. Γίδα ή προβατίνα με μικρά αυτιά. Αλλά και γυναίκα με πρόστυ- χη διαγωγή.
Τσουράπι:. Πλεχτή κάλτσα ψηλή ως το γόνατο, αλλά χωρίς πατούσα. Τύλος:. Είναι οι δύο τρύπες που ανοίγονται στο μπροστινό φούντωμα
του βαρελιού και είναι κλεισμένες με ξύλινες τάπες. Στον κάτω τύλο θα μπει αργότερα η κάνουλα και ο επάνω ανοίγει στην αρχή για να δοκιμά- σουν το κρασί και να αεριστεί.
- 340 -
Υ
Υνί:. Τριγωνική αιχμηρή άκρη του αλετριού.
Υφάδι:. και Φάδι:. Το νήμα που περνιέται με τη σαΐτα και πλέκεται στον υφαντικό ιστό, κάθετα στο στημόνι.
Υποκοντριάζομαι. (΄πουκουντριάζουμι):. Αποβλακώνομαι, γίνομαι αντι- κοινωνικός, ψιλολόγος, απαιτητικός, γκρινιάρης.
Φ
Φαδοκούβαρο:. Το κουβάρι με το υφάδι, που με τη βοήθεια της ανέ- μης, γινότανε μασούρι και το έβαζαν στη σαΐτα για την ύφανση.
Φαΐ:. Η λιωμένη ελιά από τις ρόδες στο αλώνι του λιοτριβιού. Επίσης τα υλικά με τα οποία «γεμίζουμε» διάφορες πίτες ή γλυκά ταψιού.
Φάκα:. 1) Ποντικοπαγίδα. 2) Ειδική φράση: πιάστηκε στη φάκα: συ- νελήφθη επ΄ αυτοφώρω ή αποκαλύφθηκε, ενώ ετοίμαζε κάτι πονηρό ή κακό.
Φακαρόλα:. Ήταν το κενό που δημιουργείτο στο πάνω μέρος του πανω- βρακιού, της φουστανέλας κ.λ.π, όταν το διπλώναμε για να ραφτεί, ώστε μέσα από το κενό αυτό να περάσει η βρακοζώνα ή το κορδόνι ή οτιδήπο- τε που θα στήριζε και θα το κρατούσε, για να μη μας πέσει αυτό που φο- ρούσαμε.
Φαμελιά:. Οικογένεια, σόι. Από την Ιταλική λέξη φαμίλια.
Φάουσα:. Φάγουσα ή φαγέδαινα. Γαγγραινώδες έλκος που κατατρώει τις σάρκες. Υπήρχε και σχετική κατάρα. (Αχ, που να σε φάει η φάουσα).
Φαραδόσυκα:. Σύκα, που είχαν χρώμα σκούρο, δαμασκηνί.
Φαρμακώνω:. Δηλητηριάζω. Και φαρμακώθηκα, δηλητηριάστηκα, αυ- τοκτόνησα. Σημαίνει και στεναχώρια (με φαρμάκωσαν τα λόγια που μου ΄πες). Σημαίνει ειρωνικά και το φαγητό (φαρμάκωσες κάνα φαΐ της προ- κοπής;), (κάτσε να φαρμακώσεις και να σου λείπουν οι γκρίνιες).
Φαρσί:. (Τα ήξερε φαρσί), λέμε για το μαθητή που αποστηθίζει άπται- στα και γρήγορα το μάθημά του. Επίσης με την ίδια σημασία χρησιμοποι- ούμε και τη λέξη «νεράκι» (τα ΄μαθε νεράκι).
Φαρφαλιάρης:. Ο φλύαρος και τεμπέλης. Που τον διακρίνει προχειρό- τητα στη συμπεριφορά του, στην ομιλία του, στη δουλειά του.
Φάσα:. 1) Είδος πτηνού, της οικογένειας των περιστεριδών. 2) πρόσθε- τη λουρίδα από ύφασμα ή άλλο διακοσμητικό υλικό που ράβεται για πλά- τεμα ή μάκρεμα ή στολισμό, στο κυρίως ρούχο.
Φεγγαρόλια:. Παιδικό παιχνίδι που παιζόταν με αμάδες, τις οποίες χτυ- πούσαν με το πόδι.
Φεγγίτης:. Τετράγωνο ή ορθογώνιο συνήθως υαλόφρακτο άνοιγμα της
- 341 -
στέγης ή στο πάνω μέρος του τοίχου, διαμέσου του οποίου μπαίνει το φως της ημέρας, σε δευτερεύοντα ή «κλειστά» δωμάτια.
Φελάω:. Ωφελώ, έχω αξία, είμαι χρήσιμος. Στην αντίθετη περίπτωση, δηλαδή αν δεν αξίζω, δεν είμαι χρήσιμος κ.λπ., λέμε «δεν φελάω» (δεν φελάω για τίποτα). Το λέμε και για αντικείμενα, τρόφιμα κ.λπ (το φαγη- τό δεν φελάει).
Φέρμελη:. Χρυσοστολισμένο και πολυκέντητο γιλέκο, που φοριόταν με τη φουστανέλα. Ήταν σταυρωτό με ψευτομάνικα. Παλαιότερα τα μανίκια δεν ήταν μόνο για φιγούρα, ήταν και λειτουργικά. Όταν κρύωναν έβαζαν μέσα τα χέρια τους.
Φέρτε:. Έκφραση για όσους έτρεχαν (τον είδα που πήγαινε στο χωρά- φι, φέρτε), που σημαίνει γρήγορα, ενώ το τελευταίο (ε) το κρατούσαν (πήγαινε φέρτεεεεεε).
Φερτίκι:. Τα χρήματα ή τα δώρα που παίρνεις ή δίνεις για τη μεταφορά πραγμάτων, (δώσε το φερτίκι στο παιδί που έφερε τη βαλίτσα).
Φευγάλα:. Όταν φεύγω από κάπου τρέχοντας, επειδή φοβήθηκα κάτι ή επειδή θυμήθηκα μια δουλειά που έχω ή όταν πληροφορούμε για κά- ποιο αναπάντεχο γεγονός. (Μόλις του είπανε πως αρρώστησε η γυναίκα του έριξε μια φευγάλα!).
Φιδοκαμένος:. Αυτός που έχει υποστεί πάρα πολλά στη ζωή του. Οικο- νομικές καταστροφές, οικογενειακές και προσωπικές ατυχίες.
Φιλέτρας (φλέτρας):. Είδος πεταλούδας.
Φιλεύω:. Προσφέρω σε κάποιον κάτι. Γλυκό, φαγητό, φρούτο ή και μι- κρές ποσότητες χρημάτων σε μικρά παιδιά. ( Έλα μέσα να σε φιλέψουμε κάτι).
Φιλιτράω:. Φτερουγίζω.
Φιρί-φιρί:. Φράση που τη λέμε σε κάποιον που πάει γυρεύοντας για καυγά. (Μου φαίνεται το πας φιρί-φιρί για καυγά).
Φλακί:. Κατσικίσιο ή προβατίσιο κομμάτι δέρμα (50 Χ 50 εκατοστά πε- ρίπου). Πάνω σ΄ αυτό ζύμωναν ψωμί σε μικρές ποσότητες. Το χρησιμοποι- ούσαν συνήθως οι τσοπάνηδες στα μαντριά.
Φλάσκα:. Ο καρπός της φλασκιάς (νεροκολοκυθιάς), που χρησιμοποι- είται σαν δοχείο. Επίσης δοχείο νερού ή κρασιού, κυρίως από ξύλο (τσό- τρα). Φλάσκες λέγανε κοροϊδευτικά και τις κοντόχοντρες γυναίκες, που επιπλέον είχαν και φουσκωμένα μάγουλα.
Φλόμος:. Φυτό της οικογένειας των χειλανθών. Ουσία με υπνωτικές ιδιότητες που παίρνουν απ΄ αυτό το φυτό. Και φλομώνω, ναρκώνω ρίχνο- ντας φλόμο. Μεταφορικά η βαριά, έντονη και άσχημη μυρουδιά που μας προκαλεί ενόχληση. (Μην καπνίζετε βρε παιδιά, φλομώσαμε).
Φλώρα:. Η κάτασπρη γίδα.
- 342 -
Φόλα:. 1)Μικρό κομμάτι από δέρμα που ράβεται σε ένα μέρος του πα- πουτσιού. 2) τροφή που έχει δηλητήριο για να επιφέρει το θάνατο κυρί- ως βλαβερών θηραμάτων.
Φορτσάτος:. Αυτός που έρχεται ή φεύγει με ορμή, με ταχύτητα μεγά- λη και θέλει να γίνουν όλα γρήγορα, ο βιαστικός (σιγά ρε φίλε, πολύ φορ- τσάτος μας ήρθες σήμερα).
Φουμιά:. Καύχημα, προσωπική διαφήμιση. Το να λέει κανείς, πάντα καλά λόγια για τον εαυτό του. Φαρισαϊσμός, αυταρέσκεια (δεν μπορώ να κουβεντιάσω μ΄ αυτόν, όλο φουμιέται). Και φουμάω κάποιον, όταν εγώ λέω καλά λόγια γι αυτόν και μάλιστα περισσότερο απ΄ όσα πρέπει ή αξί- ζει.
Φούντωμα-Φουντώματα:.Το στρογγυλό ξύλο του βαρελιού, που μπαί- νει η κάνουλα, αλλά και το πίσω στρογγυλό μέρος.
Φούρια:. Η βιαστική ενέργεια. Το να γίνεται κάτι με ορμή και γρηγορά- δα.
Φούρκα:. Πάσσαλος που είναι διχαλωτός στο ένα του άκρο, αλλά και ο θυμός, ο εκνευρισμός.
Φουρκισμένος:. Ο θυμωμένος, ο εκνευρισμένος.
Φουρνόξυλο:. Μακρύ ξύλο, με το οποίο συνδαύλιζαν τα ξύλα που έκαι- γαν μέσα στο φούρνο, για να ζεσταθεί και στη συνέχεια να «φουρνίσουν».
Φούσκος:. Σκαμπίλι. Ισχυρό παταγώδες ράπισμα (θα σου δώσω ένα φούσκο).
Φουστανέλα, (φστανέλα):. Επίσημη φορεσιά. Αποτελείται από έως και τετρακόσια (400) κομμάτια τριγωνικό ύφασμα (φύλλα) και ήταν όλη ραμ- μένη στο χέρι. Μια συνηθισμένη φουστανέλα είχε από 40-45 φύλλα. Τα τριγωνικά κομμάτια υφάσματος είχαν πλάτος 15 εκατοστά κάτω και 3-4 εκατοστά πάνω. Όσο πιο στενά ήταν πάνω στο μέρος που έπιανε η φακα- ρόλα, τόσο πιο φουντωτή ήτανε. Ανάλογα με τον αριθμό των κομματιών του υφάσματος που είχε επάνω, ήταν και το βάρος της. Ανάλογα με την ηλικία ήταν και το ύψος της φουστανέλας. Οι νέοι φόραγαν την κοντή και οι ηλικιωμένοι την μακρύτερη.
Φρουτζουλάω, (φρουτζλάω):. Πετάω κάτι για να το ξεφορτωθώ ή ενα- ντίον κάποιου (κάτσε φρόνιμα να μη σου φρουτζλίξω καμιά πέτρα).
Φρύγανα:. Ξερά κλαδιά και θάμνοι, που χρησιμοποιούνται για προσά- ναμμα.
Φτέρωμα:. Το μεγάλο πήδημα της κότας, με παράλληλο δυνατό χτύπη- μα των φτερών της, ύστερα από κάποιο ξάφνιασμα.
Φτερωτή:. Ένα στρογγυλό σίδερο, που στη μέση είχε ένα κατακόρυφο σίδερο ή ξύλο σαν αδράχτι ή τετράγωνο, το οποίο με την πίεση του νερού περιέστρεφε με δύναμη την μυλόπετρα και συνδέεται με την χελιδόνα.
- 343 -
Φτουράω–ώ:. Είμαι επαρκής σε κάτι. Πράγμα, δραστηριότητα κ.λπ. (Βάλε πολλές πατάτες στο κρέας για να φτουρήσει το φαγητό.), (σήμερα δε μου φτουράει η δουλειά).
Φτυάρι (α):. Μ΄ αυτό φούρνιζαν τα καρβέλια στο φούρνο και τα ξε- φούρνιζαν όταν είχαν ψηθεί (φουρνόφτυαρο).
Φτυάρι (β):. Το σιδερόφτυαρο, με ξύλινο βέβαια στειλιάρι, που χρησι- μοποιούσαν στις αγροτικές δουλειές, στις οικοδομές, στο καθάρισμα των στάβλων κ.λπ.
Φτυάρι (γ):. Ξύλινο φτυάρι, ελαφρώς κοίλο (καβαθωτό). Μ΄ αυτό ξανέ- μιζαν τον καρπό στο αλώνι, ήταν το τελευταίο στάδιο του αλωνίσματος.
Φύλλο:. Οι γνωστές χυλοπίτες. Ζυμωνόταν το αλεύρι με γάλα και αυγά. Ύστερα άνοιγαν τη ζύμη με τη «σαΐτα» σε στρογγυλά φύλλα και τα έκο- βαν σε διάφορα σχήματα, συνήθως ορθογώνια ή ρομβοειδή (μπακλαβω- τά). Τα άφηναν να στεγνώσουν σε ενάερο μέρος.
Φύρμα:. Απότομη και μικρής διάρκειας βροχή, με δυνατούς ανέμους. Φώλι:. Το αυγό που βάζουν στη φωλιά της κότας, για να την προσελκύ-
σουν να γεννήσει εκεί.
Φωνές:. (Πώς καλούμε και πως διώχνουμε τα διάφορα κατοικίδια και οικόσιτα ζώα).
Πώς τα καλούμε. Σκύλος, κουτ κουτ. Γάτα, ψι ψι. Κατσίκα, αέ αέ. Γου- ρούνι, γκούι γκούι. Κότες, πουλ πουλ.
Πως τα διώχνουμε. Σκύλος, ούστ. Γάτα, Ψιτ Κατσίκα, τσαπ. Γουρούνι, γουτς γουτς. Κότες, ξου ξου.
Φωτίκια:. Ο Νονός αναλαμβάνει τα έξοδα της βάφτισης, λάδι, σαπούνι, πετσέτα, αμοιβή ιερέα, ψαλτών επιτρόπων και νεωκόρου, τα ρούχα του μωρού κ.α. Αυτά τα ονόμαζαν φωτίκια.
Χ
Χαβάνι:. Χάλκινο δοχείο με γουδοχέρι, στο οποίο «κοπανούσαν» τα διάφορα μπαχαρικά, συνήθως για κατασκευή γλυκών.
Χαβάς:. Η μελωδία, ο σκοπός ενός τραγουδιού (οι βιολιτζήδες άλλα- ξαν, ο χαβάς μένει ο ίδιος). Το λέμε και για τους ανθρώπους που συνεχί- ζουν την ίδια λαθεμένη τακτική τους, παρά τις αντιδράσεις των άλλων (το χαβά του αυτός).
Χαβιά:. Μικρή αλυσιδούλα, πρόσθετη στην καπιστράνα, από το ύψος των «γουλιών» μέχρι κάτω από το σαγόνι. Αν το ζώο ήταν ατίθασο, του το πέρναγαν στο στόμα για να ηρεμεί και να υπακούει.
Χάβος:. Σημαίνει γκρεμός, χαράδρα και πολύ συχνά χρησιμοποιείται και σαν τοπωνύμιο. Το φαράγγι στα Καμπιά, που ξεκινάει από τα Καμπιά
- 344 -
και τελειώνει στην Αγία Κυριακή, το λένε «Χάβο».
Χαγιάτι:. Ξύλινο μπαλκόνι. Πάντα στεγασμένο με κεραμίδια, που ήταν συνέχεια της σκεπής (αστρέχα).
Χαζίρ:. Παραλίγο, παρατρίχα (χαζίρ να το ξεχάσω), (χαζίρ να πέσω μέσα στο νερό).
Χαΐρι:. Πρόοδος, προκοπή (δεν έκανε χαΐρι στη ζωή του), νοικοκυρο- σύνη (έχει ομορφιά και χαΐρι), και κατάρα (χαΐρι και προκοπή να μη δεις).
Χαλκάς:. Χάλκινος ή σιδερένιος κρίκος που τον χρησιμοποιούσαν για ενώσεις ή προσδέσεις.
Χαλατζούκα:. Η σακαράκα, το σαράβαλο. Κάθε αντικείμενο που είναι παλιό, χαλασμένο και δεν διορθώνεται.
Χαλεύω:. Γυρεύω, ψάχνω, ζητώ, αναζητώ.
Χαλίμπορος:. Ο κακοφτιαγμένος και άσχημος. Ο αμάζευτος, ανοικοκύ- ρευτος.
Χαμάδες:. Οι παραγινωμένες ελιές, που είχαν πέσει λόγω ωρίμανσης από την ελιά πριν αρχίσει η συγκομιδή. Περιείχαν ελάχιστο λάδι. Ύστερα από διαλογή τις έδιναν στο λιοτρίβι μαζί με τις άλλες ελιές.
Χαμούρι:. Το ζυμάρι. Μετά το ανάπιασμα, το ζύμωμα και το ανεβάτι- σμα, η ζύμη ήταν έτοιμη να πχεριστεί, να διαμορφωθεί δηλαδή σε καρ- βέλια. Σ΄αυτή τη φάση το ζυμάρι το αποκαλούσαν χαμούρι. Συνηθισμένη ήταν η εντολή των ανδρών στις γυναίκες τους, (γυναίκα, κράτα λίγο χα- μούρι για να φτιάξεις τηγανόψωμα).
Χαμουτζής:. Τεχνίτης που έφτιαχνε τα πέτσινα εξαρτήματα του σαμα- ριού, ώστε να μπει στο ζώο και να στερεωθεί, όπως η πιστιά, το πανοκά- βαλο, η μπροστελίνα, η καπιστράνα κ.α.
Χαμπαρίζω. (χαμπαριάζω):. Υπολογίζω, λογαριάζω. (λέγε ότι θες, εγώ δεν χαμπαρίζω τίποτα).
Χαμπέρι:. Νέο, αγγελία, μήνυμα, είδηση, μαντάτο.
Χαμώι:. Το ισόγειο σπίτι. Όχι το κατώι, γιατί αυτό προϋποθέτει και ανώι, δηλαδή δίπατο σπίτι.
Χαμωρίγανη:. Ζιζάνιο των σπαρτών. Φτάνει ύψος 40-50 εκατοστά, απλώνει ρίζες και εμποδίζει την ανάπτυξη των σπαρτών.
Χάρα μέρα:. Πάρα πολύ πρωί, χαράματα (για πού τόβαλες χάρα μέρα;) Χαράμι:. Άδικα.
Χάρχαλο:. Το ερείπιο, το χάλασμα, το κατεστραμμένο. Για τους ανθρώ- πους, ο πολύ γέρος, ο άρρωστος, που δεν μπορεί να περπατήσει καλά και γενικά αυτός που έχει «ξεπέσει» βιολογικά.
Χαρχατούρημα:. Τα πολλά γέλια για ασήμαντους λόγους ή τα ψεύτικα, βεβιασμένα γέλια ή οι θορυβώδεις, κεφάτες συζητήσεις χωρίς σειρά και σοβαρότητα, διανθισμένες με χάχανα, (βρε παιδιά λίγο ησυχία πως χαρ-
- 345 -
χατράτε έτσι;).
Χάσικος:. Γνήσιος, λευκός, καθαρός (ψωμί χάσικο).
Χασμούσα:. Τα χωρίς μεγάλη αξία, τα περισευούμενα, τα πρόχειρα. (Σήμερα δεν είχαμε μαγειρέψει και φάγαμε κάτι χασμούσα).
Χαυδαλώνω:. Όταν το τζάκι είχε πολύ φωτιά, άνοιγαν τα πόδια και τα χέρια και ζεσταίνονταν. Ιδιαίτερα οι γυναίκες στα «νυχτέρια», όταν δεν υπήρχαν άντρες στο δωμάτιο, σήκωναν λίγο και τα φουστάνια για να ζε- σταθούν σ΄ όλο τους το κορμί.
Χαυταλεύρας:. Ο ανόητος, ο χαζός. Αυτός που δεν παίρνει είδηση τι γί- νεται γύρω του, ο ανίδεος, που δύσκολα επικοινωνεί με το περιβάλλον του και λέει άλλα αντί άλλων (τι λες βρε χαυταλεύρα;).
Χάχας:. Αυτός που γελά χωρίς λόγο (τι γελάς βρε χάχα;).
Χαψομακαρόνια:. Επειδή παλιά, η διαδικασία του ψησίματος του ψω- μιού ήταν κουραστική και πολύπλοκη, οι νοικοκυρές έφτιαχναν πολλά καρβέλια για να περάσουν πολλές μέρες. Όπως ήταν λογικό, το ψωμί ξε- ραινόταν με την παρέλευση κάποιων ημερών και έμεναν πολλά «ξερο- κόμματα». Τα έκοβαν λοιπόν σε μικρά κομμάτια και τα έριχναν στην κα- τσαρόλα, όπου το νερό είχε ήδη αρχίσει να βράζει, για λίγα λεπτά. Έπει- τα τα έβγαζαν, τα σούρωναν και αφού τα πασπάλιζαν με τυρί ή μυτζήθρα και τα περιέχυναν με καυτό λάδι, ήταν έτοιμα για φαγητό.
Χειμουνκό (χμουνκό):. Τα φρούτα που διατηρούνται και το χειμώνα. Σύκα, σταφίδες, κάποιες ποικιλίες ρόδια κ.α.
Χειρόβολο:. Κατά το θερισμό, ένα χειρόβολο ή χερόβολο ήταν τα στά- χια που χωρούσε η χούφτα του θεριστή.
Χειρόμπλου:. Μικρός χειροκίνητος μύλος, που τον είχαν οι περισσότε- ρες οικογένειες στα σπίτια τους. Αποτελείτο από δύο στρογγυλές επίπε- δες πέτρες, η μία πάνω στην άλλη.
Η κάτω πέτρα είχε στη μέση ένα σίδερο και στο από πάνω μέρος της είχε γρέζια. Η πάνω πέτρα είχε μία τρύπα στη μέση, από την οποία περ- νούσε το σίδερο της κάτω πέτρας, ενώ στην άκρη της είχε μια ξύλινη χει- ρολαβή την οποία κρατούσε η νοικοκυρά για να την φέρνει γύρω- γύρω και να αλέθει τα διάφορα όσπρια που χρειαζόταν. Η πάνω πέτρα είχε τα γρέζια στην κάτω της μεριά.
Είναι φανερό πως οι ποσότητες που άλεθαν ήταν μικρές και απαιτείτο πολύς χρόνος και κόπος.
Οι καρποί που έτριβαν με το χειρόμυλο ήταν η φάβα, η οποία θρυμμα- τιζόταν σε μικρότερα κομμάτια και ήταν έτοιμη για το μαγείρεμα. Επίσης έτριβαν και το σιτάρι φτιάχνοντας το πλιγούρι (μπουλουγούρι), το οποίο το χρειάζονταν για να φτιάχνουν το γλυκό τραχανά, και για να κάνουν τις οματιές τα Χριστούγεννα.
- 346 -
Πολλοί έτριβαν και το χοντρό αλάτι που αγόραζαν τότε χονδρικά για να γίνει σκόνη και να το ρίχνουν στο φαγητό.
Χελιδόνα:. Ένα μακρουλό σίδερο με μια τρύπα στη μέση, που είναι προσαρμοσμένο στο κάτω μέρος της πάνω πέτρας του νερόμυλου και το γυρίζει. Στην τρύπα αυτή καταλήγει το τετράγωνο ξύλο που συνδέεται με την φτερωτή, από την οποία παίρνει την κίνηση και τη μεταφέρει στη μυλόπετρα.
Χερούκλα:. Μεγάλο χονδροειδές χέρι.
Χέρσο:. Το ακαλλιέργητο χωράφι.
Χέσας:. Ο πολύ δειλός. Αυτός που φοβάται ακόμα και τον ίσκιο του. Χιλιάρα, (χλιάρα):. Γυάλινη μπουκάλα χωρητικότητας 2,5 οκάδων. Η
μία οκά ήταν 400 δράμια και συνεπώς οι 2,5 οκάδες ήταν 1.000 δράμια. Γιαυτό και η ονομασία χιλιάρα.
Χιονίστρα:. Πρήξιμο του δέρματος των δακτύλων από το πολύ κρύο. (Εχθρός ύπουλος στον πόλεμο του ΄40 ήταν και οι χιονίστρες, που συχνά οδηγούσαν τους πολεμιστές σε αναπηρία).
Χλαπακιάζω:. Καταβροχθίζω, τρώω πολύ και γρήγορα.
Χλεμπονιάρης:. Αυτός που έχει κίτρινο χρώμα, ιδίως από ελώδεις πυρε- τούς, ο κιτρινιάρης.
Χλιμίντζουρας:. Σιχαμερός και βλάκας.
Χόβολη:. Ζεστή στάχτη φωτιάς που δεν έχει σβήσει τελείως. Στη χόβο- λη έψηναν τον καφέ ή σκέπαζαν τη γάστρα για να ψήσουν φαγητά ή σκέ- παζαν τα κρεμμύδια, τις πατάτες και την σταχτοκουλούρα όταν ήθελαν να τα ψήσουν στο τζάκι.
Χοιράλευρο:. Τροφή για τα γουρούνια που φτιαχνότανε από αλεσμένο κριθάρι, το οποίο ανακάτευαν με λικούκι (λιοκούκουτσο), που το έπαιρ- ναν από τα λιοτρίβια μετά την εξαγωγή του λαδιού. Το μείγμα αυτό το ανακάτευαν με νερό και γινόταν ένας χυλός, που τον έβαζαν στο «λό- τσο», ο οποίος ήταν η ταΐστρα των γουρουνιών για να το φάνε.
Χολιασμένος:. Θυμωμένος, παραπονεμένος, στεναχωρημένος, πει- σμωμένος κ.λπ.
Χοντρόγαλο:. Το πρώτο γάλα μετά τη γέννα της γίδας. Το λέμε και πρω- τογαλιά ή και κάποιοι πορτογαλιά.
Χοροστάσι:. Η πλατεία του χωριού, που οι κάτοικοι χόρευαν στις γιορ- τές, στους γάμους, στα πανηγύρια και σε άλλες εκδηλώσεις.
Χουγιάζω:. Φωνάζω δυνατά και από μακριά, για να φοβίσω τα ζώα (χούγιαξε στα γίδια για να φύγουν απ΄ το χωράφι). Φωνάζω, μαλώνω, επι- πλήττω κάποιον (τα παιδιά έκαναν φασαρία κι αυτή τους χούγιαξε να κά- νουν ησυχία). Γι αυτούς που θέλουν να κρύψουν κάτι, αλλά η φλυαρία τους δεν τους το επιτρέπει, υπάρχει η παροιμία (κρύψου και χούγιαξε)
- 347 -
«κρύψ΄ κι χούιαξ»).
Χούι:. Συνήθεια, ιδιοτροπία, παραξενιά. Με τη λέξη αυτή συνήθως εν- νοούσαμε τις κακές ιδιοτροπίες.
Χουλιάρι:. Το κουτάλι.
Χούμελι-χούμελη:. Το νερόμελο. Παλιά στη μελισσοκομία, πριν να βγουν τα σύγχρονα μηχανήματα, αφού ξεχώριζαν το μέλι από την κερή- θρα, ξαναπεπιχειρούσαν να βγάλουν και το υπόλοιπο μέλι που ακόμα πε- ριείχε η κερήθρα, αφού προηγουμένως έριχναν ζεστό νερό. Αυτό που έβγαινε από το «δεύτερο χέρι» ήταν η χούμελι και ήταν μέλι δεύτερης ποιότητας.
Χούμος:. Γόνιμο χώμα, που προέρχεται από αποσύνθεση φυτικών και οργανικών ουσιών.
Χουνέρι:. Ζημιά, πάθημα, που κυρίως οφείλεται σε εξαπάτηση.
Χουρή:. Ο ασβέστης και κάθε τι που είχε σχέση με τον ασβέστη, (μην ακουμπάς στον τοίχο γιατί είναι φρεσκοασβεστωμένος και θα γεμίσεις χουρές). Χουρές επίσης λέγανε και τα κομμάτια ασβέστη που έπεφταν από τους τοίχους, (αυτό το σπίτι είναι πολύ καιρό παρατημένο, όπου να κοιτάξεις είναι γεμάτο χουρές).
Χουρμπούλι:. Κάτι μικρό και στρογγυλό. Συνήθως στο μαγείρεμα των ζυμαρικών, όπως τραχανάς, κουρκούτι κ.λ.π. όταν δεν διαλυόταν καλά το μείγμα δημιουργούσε μικρά κομματάκια. Διάφορα λιπώματα στο σώμα μας σαν μικρά εξογκώματα. Τα μικρά κομμάτια του τυριού που τριβότανε κ.α. Δεν τον ανακάτεψες καλά τον τραχανά και έκανε χουρμπούλια), (τι χουρμπούλια είναι αυτά που έχεις βγάλει στην πλάτη σου;).
Χούτζουρο:. Μικρό άχυρο ή τρίχα ή οτιδήποτε μικροσκοπικό. Τη λέξη χούτζουρο, τη λέγαμε κατά κύριο λόγο, όταν κάτι απ΄ αυτά έμπαινε στο μάτι μας και μας ενοχλούσε.
Όταν έμπαινε στο μάτι μας χούτζουρο και μας ενοχλούσε, πιάναμε το ματοτσίνορο με τα δυο δάχτυλα και το κουνούσαμε πάνω–κάτω, ενώ συγ- χρόνως λέγαμε το παρακάτω δίστιχο τρεις φορές. « Αν είσι χούτζουρου βγαίκα κι αν είσι χούμα τρίψ΄» και ως δια μαγείας η ενόχληση στο μάτι μας σταματούσε.
Χουχλιάζω, (χουχουλιάζω):. Ζεσταίνω κάτι με την ανάσα μου.
Χουχλιέμαι (χουχουλιέμαι):. Αγχώνομαι, στεναχωριέμαι, τα έχω με τον εαυτό μου, φυσάω και ξεφυσάω. Αλλά και ζεσταίνομαι με το χουχούλια- σμα.
Χτένι:. Εξάρτημα του αργαλειού, μήκους ένα μέτρο περίπου και πλάτος 10-15 εκατοστά. Μέσα από το χτένι περνά το στημόνι. Με το χτένι επίσης πιέζουμε το υφάδι για να γίνει σφιχτό και πυκνό το πανί.
Χτικιάρης:. Αυτός που πάσχει από φυματίωση που είναι φθισικός, χτι-
- 348 -
κιασμένος και γενικά ο αρρωστιάρης, ο αδύνατος.
Χωρατό:. Αστείο, καλαμπούρι.
Χωρίδα:. Η χωρίστρα που φτιάχναμε στο κεφάλι μας όταν χτενιζόμα- σταν.
Ψ
Ψαλίδα:. α) Ισχυρό και μεγάλο ψαλίδι. β) Έλικας της κληματαριάς που είναι χρήσιμος για την αναρρίχηση του φυτού. γ) Πάθηση της τρίχας του κεφαλιού η οποία σκίζεται στα δύο και δεν μεγαλώνει άλλο. δ) Είδος ερ- πετού (η σκολόπεντρα).
Ψαλίδια:. Δοκάρια που χρησιμοποιούσαν για την κατασκευή της ορο- φής των σπιτιών.
Ψαλιδόκωλος ή ψαλιδοκώλης:. Αυτός που φορεί επίσημο ένδυμα (κυ- ρίως φράκο) σκιστό πίσω. Και κατ΄ επέκταση αυτός που είναι ντυμένος πολύ προσεκτικά και «κυριλέ», όπως θα λέγαμε σήμερα.
Ψαρή:. Η γκρίζα γίδα.
Ψαρός:. Ο γκριζομάλλης (ψαρής).
Ψαρούδα:. Την έφτιαχναν με αλεύρι, νερό, αλάτι και την έβαζαν μέσα στη στάχτη. Σκούπιζαν καλά ένα μέρος στο τζάκι και αφού τοποθετούσαν εκεί την ψαρούδα, τη σκέπαζαν με κάρβουνα και στάχτη. Είχε το σχήμα «πταλιάς».
Ψαχνό:. Κρέας άπαχο χωρίς κόκαλα και μεταφορικά η ουσία, το βασι- κό μέρος μιας υπόθεσης. «έλα στο ψαχνό», προχώρησε στο ουσιαστικό μέρος και «βαράει στο ψαχνό», πυροβολεί, βαράει αλύπητα με σκοπό να σκοτώσει.
Ψείρας:. Αυτός που λεπτολογεί. Ο μικροπρεπής, ο οχληρός. Και ψειριά- ρης, αυτός που έχει γεμίσει ψείρες. Μεταφορικά ο βρωμιάρης, αλλά και ο φτωχός και περήφανος συγχρόνως.
Ψευδός:. Αυτός που δεν αρθρώνει καθαρά ορισμένα σύμφωνα, αυτός που ψευδίζει (τραυλός).
Ψιμοκρίθια:. Ήταν η σπορά του όψιμου κριθαριού. Η πρώτη σπορά γινόταν το Νοέμβριο-Δεκέμβριο και ή όψιμη (ψιμοκρίθια), τον Γενάρη- Φλεβάρη.
Ψιψιρίζω:. Εξετάζω κάτι, προσέχοντας υπερβολικά τις λεπτομέρειες. Ψιλοκοσκινίζω, λεπτολογώ.
Ψυχαδέρφια:. Τα παιδιά που είχαν τον ίδιο νονό. Τα πνευματικά αδέλ- φια, τα όποια δεν μπορούσαν να παντρευτούν μεταξύ τους.
Ψυχικό:. Πράξη που βοηθά, αγαθοεργία, ευεργεσία, ελεημοσύνη. Αλλά και ειδική φράση ειρωνικά για γυναίκες, «κάνει ψυχικά» αυτή που εύκολα ενδίδει σε ερωτικές προτάσεις.
- 349 -
Ψυχογιός:. Θετός γιος. Μικρός που δουλεύει σε καταστήματα και κά- νει θελήματα
Ψυχοκέρι:. Το ψυχοκέρι το έφτιαχναν για να το ανάβουν στην εκκλησία τα ψυχοσάββατα, τα οποία είναι τρία. Την παραμονή της κρεατινής, των Αγίων Θεοδώρων και την παραμονή της Πεντηκοστής. Έβαζαν σε μία κα- τσαρόλα κερί και την έβαζαν στη φωτιά για να λιώσει. Εντωμεταξύ είχαν προμηθευτεί βαμβακερό νήμα, το πιο χοντρό και το περνούσαν μέσα από το κερί, με τη βοήθεια ενός μικρού ξύλου που κατέληγε σε διχάλα, που είχαν βάλει μέσα στην κατσαρόλα με το κερί και μέσα από τη διχάλα του ξύλου πέρναγε η κλωστή. Όταν περνούσε η κλωστή από το κερί, την τύ- λιγαν γύρω από μία σήτα ή κόσκινο ή οτιδήποτε στρογγυλό. Κατόπιν έκο- βαν τις κερωμένες κλωστές στο μήκος που ήθελαν, ένα ή δύο μέτρα και αφού μελετούσαν τις ψυχές που ήθελαν να μνημονεύσουν, έπαιρναν τό- σες κλωστές, όσες και οι ψυχές, τις ένωναν, τις έσφιγγαν και τις έστριβαν λίγο, ώστε να γίνει ένα σώμα.
Ψυχοκόρη και ψυχοπαίδα:. Υιοθετημένη κόρη, παρακόρη, ψυχοπαίδα ή υπηρέτρια.
Ψυχομάνα:. Θετή μάνα. Η γυναίκα που μας υιοθέτησε.
Ψυχοπατέρας:. Θετός πατέρας.
Ψυχοπονιάρης:. Ο λυπησιάρης, ο συμπονετικός, που συμπαραστέκεται στον πόνο των άλλων.
Ψυχοχάρτι:. Χαρτί στο οποίο αναγράφονται τα ονόματα των νεκρών από τους συγγενείς τους και δίνεται στον παπά για να τα μνημονεύσει στη λειτουργία.
Ψωμίζω:. α ) Ταΐζω κάποιον, του δίνω ψωμί. β )διατρέφω κάποιον, του εξασφαλίζω τα απαραίτητα για να συντηρηθεί (τι καλό είδα που ψώμιζα το σόι σου τόσον καιρό;).
Ψωμώλυσας:. Ο πεινασμένος, ο φτωχός.
Ψωμώνω:. Ωριμάζω, μεστώνω (ψωμωμένο στάχυ). Αλλά και δυναμώνω (ψωμωμένος άντρας).
- 350 -
- 351 -
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.