Έχει γεννθή σι ξίσκιπου σπίτι
Ντεγιάννης, Γ. (1931)
Έχει ελευθεροστομίαν
Γένιτι του γουρούν' κρασουδέρματου!
Ντεγιάννης, Γ. (1931)
Κοιλοπουνάει ου κιρός
Ντεγιάννης, Γ. (1931)
Ερμηνεία: Όταν ετοιμάζεται να βρέξη
Μένα ου ήλιους μου βασίλεψε
Ντεγιάννης, Γ. (1931)
Γέρασα
Πέταξε του πουλί
Ντεγιάννης, Γ. (1931)
Του κούβου δίπλα
Ντεγιάννης, Γ. (1932)
Ξαπλώνομαι
Το 'καμις γρέκ'
Ντεγιάννης, Γ. (1931)
Δηλαδή δεν πας κι αλλού, όλο δω βρίσκεσαι, γρέκι
(το)= μέρος, που διανυκτερεύει το κοπάδι, όχι το μαντρί
Η πέτρα που κ'λάει μούσκλιον δεν πιάνει (δε bιάνει)
Ντεγιάννης, Γ. (1931)
Κείνος που δεν καταστέκεται κάπου, δεν μπορεί να κάμη
προκοπή
Αυτά τα γιαλουκόμματα μας κάμαν χουρίς πρόβατα
Ντεγιάννης, Γ. (1931)
Απάντηση, όταν κανείς άπειρος λέει πως φαίνεται να
κόψ''. Γιαλουκόμματα (τα) = το αιφνίδιο ξαστέρωμα σε μέρα που χιονίζει. Πολλοί
γελάστηκαν νομίζοντας πως είναι ενδεικτικό μεταβολής του καιρού και ξεκίνησαν
να μεταφέρουν ...
Θέρους, τρύγους, πόλιμους
Ντεγιάννης, Γ.
(1931)
Αυτό το λένε για να δείξουν πως δεν επιδέχεται η
εργασία αυτή αναβολή
Θα σι κάμου τ' αλατιού
Ντεγιάννης, Γ. (1931)
Θα σε δείρω βαριά, όταν κανένα χτυπήσει χωρίς να
βγαίνει αίμα, ή όταν υποστή εκχυμώσεις συνέπεια κτυπημάτων επενεχθέντων δι
αμβλέος οργάνου, τότε τον βάνουν απάνω αλάτι και κρεμμύδι
Θα σ' αλατίσου
Ντεγιάννης, Γ. (1931)
Θα σε δείρω βαριά, όταν κανένα χτυπήσει χωρίς να
βγαίνει αίμα, ή όταν υποστή εκχυμώσεις συνέπεια κτυπημάτων επενεχθέντων δι
αμβλέος οργάνου, τότε τον βάνουν απάνω αλάτι και κρεμμύδι
Όποιους δεν έχει όριξη να πάη στου μύλου πέντι μέρις
κουσκινάει
Ντεγιάννης, Γ. (1931)
Αυτό το λένε για κάποιον που μη προφάσεις αποφεύγει
την εκτέλεση ενός αιτήματος
Κάθι αγκούτσα για λόγου τ'ς τραβάει
Σαν αρφανό κατσίκ' (την κοιλιά μου)
Ντεγιάννης, Γ. (1931)
Δε βαστάν τα στ'μόνια του
Ντεγιάννης, Γ. (1931)
Σημαίνει, δεν αντέχει όπως και το ύφασμα που δεν
έχει γερά στημόνια
Θα σι κάμου για τ' αλάτι
Ντεγιάννης, Γ. (1931)
Θα σε δείρω βαριά, όταν κανένα χτυπήσει χωρίς να
βγαίνει αίμα, ή όταν υποστή εκχυμώσεις συνέπεια κτυπημάτων επενεχθέντων δι
αμβλέος οργάνου, τότε τον βάνουν απάνω αλάτι και κρεμμύδι
Γιένιτι του γ' ρούν' κρασουδέρματου;
Ντεγιάννης, Γ. (1932)
Το λένε για κείνον που τον προόριζες για κάτι, που
δεν έχει φυσικό, κλίση. Τον προορίζεις για κάτι ευγενικό κι αυτός στέκει στο
χαμηλό ή στο χύδαιο.
Κρεμμύδ' κι' αλάτι
Ντεγιάννης, Γ. (1931)
Δείρε τον δυνατά και κάμε τον “για το κρεμμύδι και
τ' αλάτι”. Όταν κανείς χτυπήση χωρίς να βγάνη αίμα, ή όταν υποστή εκχυμώσεις
συνεπεία κτυπημάτων επανεχθέντων δι' αμβλέος οργάνου, τότε του βάνουν απάνω
αλάτι και κρεμμύδι
Πούθι κρατιέτι η μάνικα; Απού την παλιουρούτα
Ντεγιάννης, Γ. (1931)
Κατά μάνα κι' η θυγατέρα
Θέλει να 'ης (να έχης) λ'γάκ' προυζύμ'
Ντεγιάννης, Γ. (1931)
Για κάθε εργασία πρέπει για την ευδοκίμησή της να
υπάρχουν οι απαραίτητες προϋποθέσεις
Που σι πονεί κι που σι σφάζει
Ντεγιάννης, Γ. (1931)
Τον αρχιναου, που σι πονεί κι που σι σφάζει. Όταν
θέλουν να πουν ότι έδειραν κάποιον αλύπητα, αδιαφορώντας που τον πονεί και που
τον σφάζει
Βάνει τα σκ'λιά στη αγγάρια
Ντεγιάννης, Γ. (1931)
Παροιμία τα σκυλιά να επιτίθενται και επειδή αυτό
δεν είναι δουλειά, βάνω τα σκλιά στην αγγάρια θα πη δεν κάνω τίποτε, κάθομαι
άνιργους (άεργος)
Σάν τά όρνια στού λαίσιου
Ντεγιάννης, Γ. (1932)
Εδώ είναι παρομοίωση. Όταν ρίχνεται κανείς καί
τρώει, λένε έπεσε σαν...
Όποιους δεν έχ' όριξ' να πάη στου μύλου πέντι μέρις
κουσκ'νάει
Ντεγιάννης, Γ. (1932)
Για κείνον που αποφεύγει να κάμη κάτι και το
αναβάλλει με τη μια ή την άλλη πρόφαση
Του βαίνει του σ'τάρ' στου κουλουκύθ'
Ντεγιάννης, Γ. (1932)
Τόσο λίγο κάνει που αρκεί ένα κολοκύθι να το
περιλάβη
Κουλλάει σαν του βάτου
Ντεγιάννης, Γ. (1932)
Για κάποιον που έρχεται στο σπίτι επισκέπτης και δε
σηκώνιτε να φύ(η) κανιά βουλά
Δεν 'πουμένει κανένα κρούπ' ατσάκ' γου
Ντεγιάννης, Γ. (1932)
Όταν παντρεύεται καμμιά ποζερβη τότε το λένε
Σκροπίσαμι σαν τ' λαγού τα τέκνα
Ντεγιάννης, Γ.
(1932)
Αυτός τα 'χει ούλα χουρίς αυτιά
Ντεγιάννης, Γ. (1932)
Είναι όλα κλοπιμαία
Ζυάζου που τ'ς αλαφρές
Ντεγιάννης, Γ. (1932)
Δε σηκώνω πολλά λόγια
Γιέντι ου γύφτους βασιλιάς ;
Ντεγιάννης, Γ. (1932)
Το λένε για κείνον που τον προορίζεις για κα΄τι που
δεν έχει φυσικό, κλίση· τον προορίζεις για κάτι ευγενικό κι αυτό στέκει στο
χαμηλό ή στο χυδαίο
Ό,τι σειέτι δε σειέτι
Ντεγιάννης, Γ.
(1932)
Βραδυπορεί, δεν καταλαβαίνω τι είναι αυτό το ό,τι.
Δεν πιρπατέι καθόλου ίσια ίσια ότι
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.