Μπορεί οι λιγοστές σκεπές του χωριού Λούτσα να φαίνονται στο
βάθος του ορίζοντα, μέχρι εδώ όμως δεν φτάνει κανένας ήχος που να υποδηλώνει
ανθρώπινη παρουσία ολόγυρα. Κρυμμένος στους πρόποδες του όρους Δίρφυς, υπό τη
σκιά ενός υπεραιωνόβιου πλατάνου, στέκει ο ιερός ναός Παλαιοπαναγιάς Στενής
Ευβοίας. Στο γείσωμα της ασβεστωμένης πρόσοψής του διακρίνεται μια στρογγυλή
οπή. Από αυτή τρύπωσε μέσα, μια νύχτα του 1978, ένας επιδέξιος αρχαιοκάπηλος.
«Έφαγε» με το σκαρπέλο του τα τοιχώματα και χάθηκε με λεία τέσσερις σπάνιες
αγιογραφίες.
Η οπή από την οποία μπήκε ο αρχαιοκάπηλος στο ναό.
Επέλεξε τους Αγίους Ερμόλαο, Νικήτα, Μακάριο τον Αιγύπτιο
και Νέστορα. Αποτοίχισε τα πορτρέτα τους, όχι την ολόσωμη μορφή τους, για να
μπορεί να τα διαχειριστεί πιο εύκολα σε μελλοντικές αγοραπωλησίες. Οι άγιοι
άλλαξαν χέρια, ώσπου εντοπίστηκαν και κατασχέθηκαν το 2006 σε γκαλερί στη
Βασιλεία της Ελβετίας. Το 2010 επαναπατρίστηκαν στην Ελλάδα.
Τέσσερις δεκαετίες μετά την κλοπή τους, όμως, η περιπέτειά
τους δεν έχει τελειώσει. Τον περασμένο μήνα ξεκίνησε στο Β΄ Πενταμελές Εφετείο
Αθηνών η δίκη σε δεύτερο βαθμό κατά του Ιταλού εμπόρου τέχνης που κατηγορείται
ότι τις είχε στη συλλογή του.
Μέσα από σπάνιες μαρτυρίες και ντοκουμέντα, η «Κ»
παρουσιάζει άγνωστες πτυχές της ιστορίας των τεσσάρων αγιογραφιών, από τη
μυστική συμφωνία αρχαιοκαπήλων στις φυλακές του Κορυδαλλού το 1977, μέχρι τις
εντατικές προσπάθειες για την επιστροφή των κλοπιμαίων στην Ελλάδα.
Το κύκλωμα
Η σπάνια εικόνα της Σταυρώσεως όπως είχε δημοσιευτεί στην
«Καθημερινή» μετά τη σύλληψη του αρχαιοκάπηλου.
Όλα ξεκίνησαν με μια επιτυχή αστυνομική επιχείρηση. Ήταν
Δεκέμβριος του 1976, όταν η Γενική Ασφάλεια Αθηνών εξάρθρωσε ένα από τα μεγαλύτερα
κυκλώματα αρχαιοκαπήλων. Στην κατοχή τους βρέθηκαν 63 εικόνες, αλλά και 80 έργα
που είχαν κλαπεί από το σπίτι του ζωγράφου Σπύρου Παπανικολάου στην Κηφισιά.
Μεταξύ των συλληφθέντων βρισκόταν και ένας γνωστός έμπορος έργων τέχνης, ο
οποίος προφυλακίστηκε τότε στον Κορυδαλλό. Εκεί γνώρισε τον μελλοντικό του
συνεταίρο, έναν σεσημασμένο κακοποιό από τον Πύργο Ηλείας που δήλωνε τοπογράφος
στο επάγγελμα. Του πρότεινε να στραφεί στην κλοπή εκκλησιαστικών εικόνων,
λέγοντας ότι η «δουλειά αυτή έχει πολύ ψωμί».
Με την αποφυλάκισή του ο τοπογράφος ανέλαβε δράση. Τα
χτυπήματά του απλώθηκαν σε όλη την ελληνική επικράτεια. Του αποδίδονται
διαρρήξεις σε ναούς και μονές στη Χαλκιδική, στην Ημαθία, στις Σέρρες, στη
Θεσσαλονίκη και στη Λακωνία. Αλλού έκοβε τα σιδερένια κιγκλιδώματα στα παράθυρα
και αλλού εντόπιζε ανασφάλιστες πόρτες. Η αστυνομία τότε τον χαρακτήριζε:
«ιδιαιτέρως επικίνδυνο».
Τη νύχτα της 10ης Ιανουαρίου 1979, πάντως, πραγματοποίησε
την πιο εντυπωσιακή του κλοπή. Εισέβαλε στον ιερό ναό Ελκόμενου Χριστού
Μονεμβασιάς και αφαίρεσε 35 εικόνες, μεταξύ των οποίων αυτή της Σταυρώσεως,
διαστάσεων 1,66Χ1,55 μ. Την τεμάχισε στα τρία για να μπορέσει να την
κουβαλήσει. Εκείνη την εποχή η εκτιμώμενη αξία της έφτανε τα 100 εκατομμύρια
δραχμές.
Το δρομάκι που οδηγεί σήμερα στον ναό της Παλαιοπαναγιάς
στην Εύβοια.
Σύμφωνα με δημοσιεύματα της εποχής, για να καλύψει τα ίχνη
του μοίρασε τα κλοπιμαία σε δύο κρυψώνες. Σε μια γκαρσονιέρα στην οδό Ευγενίου
Καραβία στα Κάτω Πατήσια, που νοίκιασε με το ψευδώνυμο Μάριος Παπαδόπουλος, και
σε ισόγειο της οδού Δελαπόρτα στου Γκύζη, που διατηρούσε με τα ψευδή στοιχεία
Γιώργος Γκολφινόπουλος.
Ένας 54χρονος συνεργός του, γεωπόνος στο επάγγελμα, του είχε
παραχωρήσει και το εξοχικό του στον Μαραθώνα για να φυλάξει εκεί ορισμένες από τις
εικόνες. Τον είχε προμηθεύσει και με υδροκυάνιο για να δηλητηριάσει τα σκυλιά
ενός μοναστηριού που επρόκειτο να διαρρήξει.
Δημοσίευμα στην «Καθημερινή» για τη σύλληψη του δράστη το
1980.
Ο θόρυβος που προκλήθηκε από τις εφημερίδες μετά την κλοπή
στη Μονεμβασιά κινητοποίησε τον τοπογράφο. Κατάλαβε ότι κατείχε αντικείμενα
ιδιαίτερα μεγάλης αξίας. Απέρριψε την πρόταση του συνεταίρου του, ο οποίος
προσέφερε 500.000 δραχμές για όλες τις εικόνες και ανέλαβε να διαπραγματευθεί ο
ίδιος την πώλησή τους. Αναζήτησε αγοραστή μέχρι και στις ΗΠΑ, στο Σικάγο, στη
Νέα Υόρκη και στο Ντιτρόιτ. Χωρίς τη βοήθεια έμπειρου μεσάζοντα, όμως, ήταν
ζήτημα χρόνου να πιαστεί.
Στις 22 Φεβρουαρίου 1980 ετοιμαζόταν για ένα ακόμη ραντεβού
με πελάτη στο Κολωνάκι. Ο άνδρας που επί τέσσερις μήνες παρουσιαζόταν στον ίδιο
ως Γερμανός αρχαιολόγος ήταν στην πραγματικότητα μυστικός αστυνομικός. Ο
τοπογράφος συνελήφθη προτού τον συναντήσει για μια πώληση.
Στο αυτοκίνητο και στα κρησφύγετά του βρέθηκαν περισσότερες
από 30 εικόνες, ένα περίστροφο, διαρρηκτικά εργαλεία όπως πένσες, λίμες,
πριόνια και ψαλίδια κοπής μετάλλων, πλαστές πινακίδες κυκλοφορίας, μια ανδρική
περούκα και μια στολή υπολοχαγού. Μεταμφιεζόταν συχνά για να εποπτεύσει τους
στόχους του πριν από κάθε χτύπημα. Ο ίδιος είπε ότι με την περούκα παρίστανε
«τον θρησκόληπτο γέρο» για να μη κινεί υποψίες.
Τον Μάιο του 1984, το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών τον έκρινε
ένοχο για κλοπές κατ’ εξακολούθηση και εκτίμησε ότι η ζημιά που υπέστη το
δημόσιο από τη δράση του ξεπερνούσε τα 2 εκατομμύρια δραχμές. Καταδικάστηκε σε
ισόβια. Στην κατοχή του τότε δεν βρέθηκαν οι σπάνιες τοιχογραφίες της Στενής
Ευβοίας, αλλά του αποδίδεται και αυτό το χτύπημα.
Τα ίχνη των τεσσάρων αγίων παρέμειναν χαμένα για πολλά
χρόνια. Ώσπου τον Μάρτιο του 2007, έφτασε στη Δίωξη Αρχαιοκαπηλίας στην Ελλάδα
ένα CD με φωτογραφίες
6.000 αντικειμένων που είχαν κατασχεθεί στην Ελβετία. Ανάμεσα σε ελληνικές
αρχαιότητες υπήρχαν και οι Αγιοι Ερμόλαος, Νικήτας, Μακάριος και Νέστορας. Ο
αγώνας για τη διεκδίκησή τους μόλις ξεκινούσε.
Η διεκδίκηση
Τον Ιούλιο του 2000, η εισαγγελία της Ρώμης έστειλε αίτημα
δικαστικής συνδρομής στην Ελβετία και δύο χρόνια αργότερα η αστυνομία εισέβαλε
στην γκαλερί που διατηρούσε στη Βασιλεία ο έμπορος έργων τέχνης Τζιανφράνκο
Μπεκίνα μαζί με τη σύζυγό του. Κατασχέθηκαν εκατοντάδες αρχαιότητες, ενώ το
τεράστιο αρχείο εγγράφων και φωτογραφιών που εντοπίστηκε, χρησιμεύει μέχρι και
σήμερα στην ταυτοποίηση και στον επαναπατρισμό αντικειμένων που πιθανότατα
αποτελούν προϊόντα λαθρανασκαφής.
Σε εκείνα τα ευρήματα περιλαμβάνονταν και οι τέσσερις
τοιχογραφίες του ιερού ναού Παλαιοπαναγιάς Στενής Ευβοίας. Τη διεκδίκησή τους
ενώπιον των ελβετικών αρχών ανέλαβε εκ μέρους του ελληνικού Δημοσίου ο
δικηγόρος Αθηνών - Ζυρίχης Ηλίας Μπίσιας.
«O
αγώνας μιας χώρας κατά της διασυνοριακής αρχαιοκαπηλίας είναι επί της ουσίας
μια αδιάκοπη και άνιση μάχη κατά του οργανωμένου εγκλήματος. Διαπιστώνουμε από
την εμπειρία της διεκδίκησης αρχαιοτήτων που βρίσκονται στο εξωτερικό, ότι η
διαμετακόμιση των πολιτιστικών αγαθών μπορεί να περιοριστεί σημαντικά, εφόσον
υπάρχουν σύγχρονες υποδομές εντοπισμού και τεκμηρίωσης, αγαστές συνέργειες
μεταξύ των υπηρεσιών του υπουργείου Πολιτισμού, των διωκτικών αρχών και της
Δικαιοσύνης και φυσικά επαρκή κονδύλια χρηματοδότησης», λέει στην «Κ» ο κ.
Μπίσιας.
«Παρά τις αντικειμενικές ελλείψεις των υποδομών μας,
καταφέραμε με πενιχρά μέσα αλλά με πολύ μεγάλη θέληση και συλλογική προσπάθεια
να τεκμηριώσουμε ενώπιον της ελβετικής εισαγγελίας, ότι οι επίμαχες
τοιχογραφίες εκλάπησαν στην Ελλάδα το 1978 και θα έπρεπε κατά τα οριζόμενα στον
νόμο να επιστρέψουν, ως προϊόν εγκλήματος, εκεί όπου ανήκουν», προσθέτει.
Έπειτα από μακροχρόνιες διαπραγματεύσεις, τον Δεκέμβριο του
2009, η σύζυγος του Μπεκίνα συναινεί ανέκκλητα στον επαναπατρισμό των
τοιχογραφιών. Δύο μήνες αργότερα, φτάνουν στην Ελλάδα, συντηρούνται και
φυλάσσονται σήμερα στο Βυζαντινό Μουσείο.
Ειδικοί, ξεναγούν στελέχη του υπουργείου Πολιτισμού το 2010
στο χώρο συντήρησης των τοιχογραφιών. (Φωτογραφία: ΑΠΕ)
Πριν από την κλοπή, η μόνη φωτογραφική απεικόνιση των
τοιχογραφιών είχε αποτυπωθεί στο βραβευμένο από την Ακαδημία Αθηνών βιβλίο του
τότε αρχιμανδρίτη και νυν Αρχιεπισκόπου Αθηνών Ιερωνύμου, «Μεσαιωνικά Μνημεία
Ευβοίας». Η δική του μελέτη, δημοσιευμένη το 1971, βοήθησε καθοριστικά.
«Χωρίς τη συμβολή της, οι νομικές μας ενέργειες δεν θα
ευδοκιμούσαν και η επιστροφή των τοιχογραφιών θα ήταν αδύνατη», λέει ο κ.
Μπίσιας.
Η δίκη
Στο βιβλίο του Αρχιεπισκόπου αναφέρθηκαν και οι δύο μάρτυρες
της πολιτικής αγωγής, που εξετάστηκαν στις 18 Απριλίου στο Β΄ Πενταμελές
Εφετείο Αθηνών, κατά την εκδίκαση της υπόθεσης των τοιχογραφιών με
κατηγορούμενο τον Μπεκίνα σε δεύτερο βαθμό. Η αρχαιολόγος Μαρίνα Παπαδημητρίου
είπε ότι με το έργο του ο κ. Ιερώνυμος τεκμηρίωσε την αγιοκατάταξη, δηλαδή τη
σειρά με την οποία εμφανίζονται οι άγιοι.
Αριστερά η τοιχογραφία του Αγίου Μακαρίου σε φωτογραφία που
είχε βγάλει για τη μελέτη του ο νυν Αρχιεπίσκοπος και δεξιά η ίδια τοιχογραφία
μετά τον επαναπατρισμό της το 2010.
Η τοποθεσία του ναού. (Χάρτης: Νότης Ρήγας/ Ατελιέ «Κ»)
Διευκρίνισε ακόμη ότι ο σταυρεπίστεγος ναός της
Παλαιοπαναγιάς έχει κηρυχθεί ιστορικό μνημείο και προστατεύεται από την
αρχαιολογική υπηρεσία. «Θεωρώ ότι είναι ανεκτίμητα έργα», είπε για τις τέσσερις
τοιχογραφίες του 16ου αιώνα, η συνολική αξία των οποίων έχει υπολογιστεί στις
160.000 ευρώ.
Ο αρχαιολόγος Βασίλης Σακελλιάδης, μάρτυρας και αυτός της
πολιτικής αγωγής, εξήγησε σε σχετική ερώτηση του προέδρου της έδρας ότι «οι
έμποροι αρχαιοτήτων πρέπει να ελέγχουν την προέλευση και να έχουν νόμιμα
παραστατικά για ό,τι αγοράζουν και εμπορεύονται».
Ο Μπεκίνα δεν εμφανίστηκε στο δικαστήριο. Η υπεράσπισή του
υποστήριξε στην πρώτη ημέρα της δίκης ότι οι τοιχογραφίες ανήκουν στην ελληνική
Εκκλησία και ότι αυτή θα έπρεπε να παραστεί ως πολιτική αγωγή αντί του ελληνικού
Δημοσίου. Αναφέρθηκε στη συναίνεση που προηγήθηκε του επαναπατρισμού και
επικαλέστηκε άλλη πρόσφατη καταδίκη του Μπεκίνα στην Ελλάδα σε δεύτερο βαθμό
για υπεξαίρεση. Αυτή η υπόθεση, όπως και το σύνολο των κατασχεμένων
αντικειμένων στην Ελβετία, αφορούσαν αρχαιότητες και όχι εικόνες αγίων. Η
υπεράσπισή του ανέφερε στο δικαστήριο ότι ο Ιταλός εμπορευόταν μόνο την αρχαία
τέχνη, δεν ήταν σχετικός με τα βυζαντινά αντικείμενα και δεν μπορούσε να
γνωρίζει την αξία τους ή ότι αποτελούσαν δημόσια περιουσία.
Ο πρόεδρος της έδρας και ο εισαγγελέας ζήτησαν να παραστεί ο
κατηγορούμενος στην επόμενη δικάσιμο τον Ιούνιο. Οπως αναφέρθηκε, όμως, στο
δικαστήριο, είναι 80 ετών, καταβεβλημένος και παραμένει άγνωστο εάν θα
ταξιδέψει στην Ελλάδα.
Ο ναός
Παρά το μικρό του μέγεθος, ο ναός της Παλαιοπαναγιάς είναι
κατάγραφος με παραστάσεις αγίων. Τα έργα του συνδέονται με ζωγράφο του 16ου
αιώνα της αποκαλούμενης σχολής των Θηβών. Η πρώτη αρχαιοκαπηλική δράση στον ναό
καταγράφηκε τον Μάρτιο του 1975 από τον τότε έφορο Βυζαντινών Αρχαιοτήτων
Μύρωνα Μιχαηλίδη.
Η πίσω πλευρά του ναού Παλαιοπαναγιάς στην Εύβοια.
Ακολούθησαν και άλλα παρόμοια χτυπήματα τα επόμενα χρόνια.
Οι τοιχογραφίες δεν είναι συνήθης στόχος των αρχαιοκαπήλων, καθώς απαιτούνται
κόπος και χρόνος για την αποκόλλησή τους. Το μικρό εκκλησάκι της Παλαιοπαναγιάς
όμως ήταν εύκολος στόχος, λόγω της ερημικής τοποθεσίας του, αλλά και της
μεγάλης αξίας των έργων που το κοσμούν.
Σε αυτές τις περιπτώσεις, η συνήθης πρακτική είναι να
τελαρώνονται οι τοιχογραφίες αφού αποσπαστούν. Δηλαδή να μετατρέπονται σε
κάποια μορφή πίνακα για να μπορούν πιο εύκολα να μεταφερθούν και να πωληθούν
στην παράνομη αγορά.
Μετά την κλοπή του 1978, κατά την οποία έγιναν σημαντικές
φθορές (καταστράφηκαν μέχρι και δομικά υλικά του ναού), συντηρητές αρχαιοτήτων
του υπουργείου Πολιτισμού έλαβαν έκτακτα μέτρα και κόλλησαν γάζες στα όρια
τοιχογραφιών που κινδύνευαν να καταρρεύσουν. Οι γάζες αφαιρέθηκαν έπειτα από
χρόνια, όταν ολοκληρώθηκαν οι εργασίες συντήρησης.
Κάθε χρόνο, στις 23 Αυγούστου, ο ναός υποδέχεται τους
κατοίκους των γύρω χωριών. Πραγματοποιείται λειτουργία και ακολουθεί γλέντι
στον περίβολό του. «Αλλιώς, είναι κλειστή η εκκλησία», λέει στην «Κ» ο Αγγελος
Μπασνάς, κτηνοτρόφος που σε κοντινή απόσταση από τον ναό έχει ένα κοπάδι
πρόβατα. «Ακούγονται πολλά, για άτομα που φτάνουν εδώ με ανιχνευτές μετάλλων»,
προσθέτει και δείχνει τον πλάτανο μπροστά από τον ναό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.