Δευτέρα 21 Ιουνίου 2021

Ματιές στα διρφυακά διάσελα του Ευβοϊκού ’21.ΚΩΣΤΑΣ ΜΠΑΙΡΑΚΤΑΡΗΣ

 

Ματιές στα διρφυακά διάσελα του Ευβοϊκού ’21

Μια περιδιάβαση σε τόπους και γεγονότα της διρφυακής χώρας κατά τους χρόνους του ’21





Αρχή πράξεως, επαναστατικής


Καθώς ήδη από την 1η του Απρίλη του 1821 η Λιβαδιά είναι ελεύθερη και ο Ανηφορίτης λόφος (Ριτσώνα) με εντολή Οδυσσέα Ανδρούτσου είχε ήδη καταληφθεί από τον Ρουμελιώτη οπλαρχηγό Στάθη Κατσικογιάννη, ώστε να παρενοχλεί τη διέλευση των τούρκικων στρατευμάτων από ή προς τον Εύριπο.

Θορυβημένοι οι Τούρκοι της Χαλκίδας από τις πρώτες επαναστατικές δράσεις στη γειτονιά τους, ως αντίποινα και εκφοβισμό των υποδούλων χρησιμοποιούν τάχιστα την από αιώνων γνώριμη ταχτική τους: τρομοκρατία, θανατικό, εξευτελισμοί, δηώσεις, προσκυνοχάρτια.

Οπότε κατά τις παραμονές του Πάσχα προχωρούν στον σφαγιασμό φιλήσυχων βοσκών της Αυλίδας και χωρικών της πόλης, ενώ αμέσως μετά την Ανάσταση και υπό το κράτος της απειλής του Επισκόπου Ευρίπου Γρηγορίου του Αργυροκαστρίτη για γενική σφαγή του χριστιανικού πληθυσμού της νήσου, τον υποχρεώνουν να ορίσει εκπρόσωπό του στο τούρκικο απόσπασμα αφοπλισμού των κατοίκων του βορειοκεντρικού τμήματος της ευβοϊκής χώρας.

Τον άχαρο αυτό ρόλο ο μυημένος στη Φιλική Εταιρεία Ιεράρχης τον αναθέτει στον – επίσης Φιλικό και Πρωτοσύγκελό του – Μακάριο Βαρλαάμ, με τη ρητή εντολή να ζητά από τους χωρικούς τα προβληματικά τους άρματα και παράλληλα, όταν βρίσκει ευκαιρία, να τους πληροφορεί για τον Ξεσηκωμό.

Αρχική πορεία του αποσπάσματος η παρά τον Εύριπο κίνησή του προς το Αλιβέρι, όπου ο Βαρλαάμ δίχως να γίνει αντιληπτός, προξενεί δολιοφθορά στα πλοιάρια του Καράβου, ώστε να δυσκολευτεί η ναυσιπλοΐα των Οθωμανών με την απέναντι της Αττικής ακτή.

Η επιστροφή τους γίνεται δια των δυτικών πλαγιών των Κοτυλαίων ορέων και της Δίρφυος, σαν όμως πορεύονται βορειότερα και φθάνουν κοντά στο Κοντοδεσπότι, ο Πρωτοσύγκελος συνεννοείται με τον εντόπιο Ιερέα παπα-Κωνσταντή Κουσκούτη, αυτός κινητοποιεί μία ομάδα οπλοφόρων, η οποία σπέρνει το θανατικό στο οθωμανικό απόσπασμα και όλοι μαζί καταφεύγουν στο – υπό τον Ηπειρώτη Νικόλαο Τομαρά και τον Βαλτινό Γεώργιο Ιατρού – υποτυπώδες στρατόπεδο του Αγίου, που δημιουργήθηκε μετά τα πρώτα ευβοϊκά επαναστατικά γεγονότα του Ξηροχωρίου (Ιστιαία) στις 8 Μαΐου 1821.

Κατά την ολιγοήμερη παραμονή τους στην κομβική θέση του Αγίου (του γαντζωμένου στις δυτικές πλαγιές του όρους Πυξαριάς) και έως ότου υποδεχθούν το – υπό την ηγεσία του εξ Λιβανατών Λοκρίδας πρωτοξάδερφο του Οδυσσέα Ανδρούτσου Βερούση Μουτσανά – κύριο σώμα των εξεγερμένων Βορειοευβοιωτών, ο Βαρλαάμ ηγείται επαναστατικής ομάδας και περιοδεύει στα γειτονικά χωριά και τους ποιμενικούς οικισμούς, στρατολογώντας νέους για την επάνδρωση του επαναστατικού σώματος.

Μάλιστα, μνημονεύεται και ετούτο το ευτράπελο περιστατικό:

Όταν ο Βαρλαάμ κάλεσε τους αγρότες σε επιστράτευση, κάποιος χωριάτης αρματώθηκε με τη γκλίτσα και το δρεπάνι και πήγε στη γυναίκα του να την αποχαιρετήσει. Αυτή έψηνε λιόπιτες στο τηγάνι κι αμέσως αμολήθηκε να του φέρει το κοντοτσίπουνο, τη μικρή κάπα του, για να τη φορέσει. Τότε εκείνος της φώναξε: ‘‘Τι το θέλω το κοντοτσίπουνο και το ψωμί. Σήμερα είναι Πέφτη, θα κινήσουμε. Αύριο είναι Παρασκευή, θα πολεμήσουμε, το Σάββατο θα πάρουμε το κάστρο. Εκεί θα βρούμε μιντέρια, στρώματα, προσκεφαλάδες, παπλώματα κάθε λογής, ψωμιά χάσικα και την Κυριακή θα ποζαρενθούμε. Μόλις τ’ άκουσε η γυναίκα του, τον παρακάλεσε να της φέρει κι αυτηνής ψωμιά χάσικα, δηλ. από εκλεκτό χαλκιδέικο αλεύρι. […]Όταν οι Έλληνες (μετά από λίγες μέρες) σκόρπισαν στον κάμπο (και διαλύθηκαν από τους Τούρκους), ο χωρικός γύρισε κατάκοπος, […]και της φώναξε: ‘‘Έλα, γλήγορα, ζύμωσε λίγο ψωμί να φάω. Πεινάω.’’ Εκείνη, βέβαιη για τη νίκη του ζήτησε ό,τι της είχε υποσχεθεί: ‘‘Δώσε μου τα χάσικα. Πού τα ’χεις κρυμμένα; Δώσε μου τα χάσικα.’’

Παράλληλα, επιμελείται την παραγωγή επαναστατικών σημαιών και σύνταξη προκηρύξεως, η οποία δυναμικά τις πύλες του κάστρου του Ευρίπου θα κρούσει, λέγοντας στους κλειδοκράτορές του: «Γνωρίζετε, αγάδες, από τα κιτάπια σας, ότι ο από του Θεού ορισμένος χρόνος της εξουσίας σας πέρασε και δεν θέλει να μας έχετε Ραγιάδες πλέον, να προσκυνήσετε, να πάρετε όσα πράματα σηκώνετε και να πάτε όπου θέλετε. Σας υποσχόμαστε να φυλάξουμε την τιμήν σας, αφού αφήσετε τα άρματά σας. Εμείς τη γη που μας πήρατε, ζητούμε να πάρουμε πίσω και τίποτε άλλο.» [Απόσπασμα σε μετάφραση του κειμένου, που διασώθηκε από τον Αρχιμανδρίτη Ναθαναήλ Ιωάννου στα Ευβοϊκά του (σελ 4-5)]

Αυτήν την αρπαγμένη – από τους εκ των στεπών της Κεντρικής Ασίας ορμώμενους Οθωμανούς – γη, οι Ευβοείς στις 27 Μαΐου διανυκτερεύουν στα Βρυσάκια Ψαχνών και την επομένη πανστρατιά κινούν για την κατάκτηση του φημισμένου κάστρου του  Negroponte Νεγρεπόντε.
































Ο Γοβιός δια μέσου των Καμπιών και της Σέττας στους Κήπους της Κύμης





Ο εκ των εκλεκτών του Οδυσσέα Ανδρούτσου στο Χάνι της Γραβιάς Αγγελής Νικολάου-Γοβιός μετά την επίσημη πρόκληση, που έλαβε την 1η Ιουλίου 1821 (από την υπό τον Ναύαρχο Ευρίπου Αλέξανδρο Κριεζή επιτροπή της ευβοϊκής Επανάστασης) περνά στη Βόρεια Εύβοια, γίνεται δεκτός με τυμπανοκρουσίες και με ουρανομήκεις ελπίδες στην γενέτειρά του Λίμνη, στρατολογεί νέους και εγείρει συνειδήσεις.

Χωρίς χρονοτριβή, διέρχεται τον Άγιο και καταλήγει στον μεταξύ Καστέλας και Πολιτικών λόφο των Βρυσακίων, όπου μαζί με τον Κριεζή οργανώνει το στρατόπεδο και εκπαιδεύει τα παλικάρια για τις μεγάλες ανάγκες του Αγώνα.

Τα γεγονότα τρέχουν και στις 7 Ιουλίου δέχεται επίθεση ιππικού υπό τον Κινάν αγά, η οποία αντιμετωπίζεται επιτυχώς και υποχρεώνει τους Τούρκους της Χαλκίδας να οπισθοχωρήσουν καλπάζοντας μέσω του κάμπου της Καστέλας και των Δυο Βουνών, στα οποία ο Γοβιός ενισχύει τις φρουρές, ενώ οι Οθωμανοί κλείνονται για λίγο στο Νεγκρεπόντε.

Πριν παρέλθουν τρεις τέσσερις μέρες από την καταδίωξη του εκλεκτού ιππικού σώματος των εναντίων, στα Βρυσάκια εμφανίζονται απεσταλμένοι των Κυμαίων με επιστολή των συμπατριωτών τους δια της οποίας αιτούνται την αποστολή στρατιωτικής βοήθειας.

Ο Γοβιός, όπως σημειώνει στην Ευβοϊκή του Εγκυκλοπαίδεια ο Γιάγκος Τσαούσης, «δέχτηκε ευχάριστα την πρόταση, αλλά γέλασε. Ήταν γέλιο αδυναμίας, γιατί γνώριζε ότι με τις μικρές, ασύνταχτες, αγύμναστες και άοπλες δυνάμεις που είχε, δεν μπορούσε να ανταπεξέλθει σε όλες τις απαιτήσεις της Επανάστασης στην Εύβοια. Το ίδιο βράδυ με εκατό στρατιώτες ξεκίνησε για την περιοχή της Κύμης. Πεζοπορώντας όλη νύχτα, μέσω Σέττας το πρωί έφθασαν στο ναΐδριο της Αμπουδιώτισσας και από εκεί στο χωριό Πασά (Άγιος Βλάσιος Κύμης). Ο Ομέρ μπέης, που στρατοπέδευε στο Οριό, έτρεξε προς καταδίωξή τους. Επακολούθησε ολοήμερη μάχη, μα πριν προλάβει να απομακρυνθεί ο Ομέρ, ο καπετάν Αγγελής ειδοποιήθηκε ότι έφθασε στη Χαλκίδα ο Ομέρ Βρυώνης από τη Βοιωτία με δύο χιλιάδες εκλεκτούς Αρβανίτες

Μετά από αυτήν την είδηση, (και παρά τους κόπους της σκληρής μάχης, που στέρησε και τη ζωή κάποιων συμμαχητών του) άλλο δεν έμενε στον Γοβιό πάρεξ η πολύμοχθη πορεία μέσα από τα βουνά των Κοτυλαίων και της Δίρφυος ώστε να επιστρέψει στα Βρυσάκια πριν του ηλιού την έγερση και να ετοιμάσει το στράτευμα για το μεγάλο πανηγύρι της 15ης του Ιούλη με τον Υπέρ Πάντων Αγώνα κατά της φημισμένης στρατιάς του του Βρυώνη.
























Ο Κριεζώτης το ’21 επιστρέφει στα πάτρια και το ’47 ξαναφεύγει για Μικρασία





Ο Νικόλας Χαραχλιάνης, ένας της Καρυστίας γόνος, (που χρόνους πριν για ν’ αποφύγει την οργή των Τούρκων, μετά τον από μέρους του έως θανάτου ξυλοδαρμό ενός Τουρκόπουλου της Χαλκίδας, είχε αφήσει, τα Κριεζά, το χωριό του, και στην περιοχή της Περγάμου είχε καταφύγει, όπου ήδη ο Ιερομόναχος αδερφός του Γρηγόριος βρισκόταν), μόλις άρχισαν οι διώξεις και οι σφαγές των Ελλήνων της Μικρασίας από τους βάρβαρους κατακτητές της, επιστρέφει στα πάτρια δια μέσου των Ψαρών και της Κύμης. βρισκόταν Κριεζώτης.

Είναι η εποχή, που η Ελληνική Επανάσταση από τις 22 Φεβρουαρίου 1821 έχει ξεσπάσει στη Μολδοβλαχία, από τις 17 Μαρτίου στην Αρεόπολη της Μάνης και στη συνέχεια στην Καλαμάτα, στα Καλάβρυτα, στην Πάτρα και άλλες περιοχές του Μοριά, στις 22 Μαρτίου από τον Οδυσσέα Ανδρούτσο στη γέφυρα της Τατάρνας του Αχελώου με τη βοήθεια του – ηγουμένου της γειτονικής μονής – Κυπριανού, την 1η του Απρίλη από τον Αθανάσιο Διάκο και άλλους οπλαρχηγούς στη Λιβαδιά, στις 8 του Μάη ’21 στη Βόρεια Εύβοια και σε πολλούς άλλους ελληνικούς τόπους.

Ως αντίδραση οι Οθωμανοί επιτείνουν την τρομοκρατία και αρχίζουν τις διώξεις, τις δηώσεις και τις σφαγές των Χριστιανών της Μικρασίας. Αφορμή για να πλήξουν την ανθηρή ελληνική κοινότητα των Κυδωνιών (το Αϊβαλί κατά την τούρκικη εκδοχή) – με τους 30.000 Χριστιανούς, τα σημαντικά πνευματικά και εκπαιδευτικά της ιδρύματα – υπήρξε η πυρπόληση ενός τούρκικου δικρότου στην Ερεσό της Μυτιλήνης στις 27 Μαΐου. Αφιονισμένοι οι γιαταγανοφόροι στις 2 Ιουνίου 1821, διέρχονται τα Μοσχονήσια, μπαίνουν στην ολάνθιστη πολιτεία, σπέρνουν τον όλεθρο και πυρπολούν τις ψυχές των κατοίκων και των χιλιάδων Χριστιανών της ευρύτερης περιοχής της Περγάμου και της Σμύρνης.

Χαρακτηριστικά, ο Αγωνιστής και ιστοριογράφος του ’21 Ιωάννης Φιλήμων για τα γεγονότα του Αϊβαλιού σημειώνει: «Η πυρκαϊά, άμα τεθείσα, ηυξήθη κολοσσιαία, ένεκα των πολλών ελαιουργείων και ελαιοπωλείων· οι ναοί, η σχολή, η βιβλιοθήκη και πάντα τα καταστήματα κατέπεσαν ολόκαυστα. Πατέρες, σύζυγοι, τέκνα, περιέτρεχον από του ενός εις το άλλο μέρος τρομώδη και αμηχανούντα, όπως διεκφύγωσι την σφαγήν... Ούτω κατεστράφη η πόλις των Κυδωνιών, σφαγείσα και αιχμαλωτισθείσα κατά το έν τρίτον, λεηλατηθείσα κατά το όλον και αποτεφρωθείσα κατά κράτος.» 

Μετά από αυτήν κατάσταση, οι ήδη από καιρού μυημένοι στη Φιλική Εταιρεία αδελφοί Νικόλαος και Γρηγόριος μετά από λίγες ημέρες καταφέρνουν να πάρουν τον δρόμο της επιστροφής προς την ευβοϊκή τους πατρίδα, ώστε να την υπηρετήσουν με όλες τους τις δυνάμεις.

Με πλεούμενο μέσω Ψαρών διεκπεραιώνονται στην Κύμη, ο Γρηγόριος εγκαθίσταται για ένα διάστημα στη Μονή Μεταμορφώσεως της Σωτήρος, ενώ ο (με αμφίεση βοσκού μπιστικός μεγάλου γαιοκτήμονα της Περγάμου) Νικόλαος διασχίζει τους ορεινούς όγκους των Κοτυλαίων και της Δίρφυς και πορεύεται προς το ελληνικό στρατόπεδο των Βρυσακίων. Εκεί, παρουσιάζεται στον στρατοπεδάρχη Αγγελή Γοβιό, δέχεται το ερώτημα ποιος είναι και από πού κατάγεται. «Νικόλας Χαραχλιάνης. Από τα Κριεζά», του απαντά. Αυτός τον καλωσορίζει, το προσωνύμιο ‘‘Κριεζώτης’’ του δίνει, οπότε το Χαραχλιάνης παραγκωνίζεται και μάχη των Βρυσακίων κατά του Ομέρ Βρυώνη (15 Ιουλίου 1821) ως Κριεζώτης πολεμά υπό τον εξ Αταλάντης οπλαρχηγό Αθανάσιο Σιούτα.

Μετά από δύο μήνες ο Αρχηγός των ευβοϊκών όπλων Αγγελής Γοβιός, εκτιμώντας την αντρειοσύνη του Κριεζώτη (αλλά και τη γνώση του για τον γενέθλιο τόπο, τις σχέσεις του με τις γειτονικές του Αυλωναρίου Μονές και τους αδερφούς Μαυροβουνιώτη, που από τον Αύγουστο υπηρετούν ως οπλαρχηγοί των Κυμαίων τις επαναστατικές ενέργειες του Επισκόπου Καρύστου Νεοφύτου), τον διορίζει – με τη σύμφωνη γνώμη του με ευβοϊκή καταγωγή Υδραίου Ναυάρχου Ευρίπου Αλέξανδρου Κριεζή – Αρχηγό των όπλων για την Καρυστία.

Ως πρώτη μαγιά για τη σύσταση στρατιωτικού σώματος, του δίνονται τριάντα περίπου παλικάρια (μεταξύ των οποίων και ο Διονύσιος Κουλοχέρης) και αρχές ή κατά τα μέσα του Σεπτέμβρη αναχωρεί για την επαρχία του.

Η μετακίνησή του γίνεται δια μέσου της Τριάδας Ψαχνών, όπου «γεύμα εποίησεν υπό την παχείαν σκιάν και στην δροσεράν χλόην των πελωρίων της πλατάνων» και εκεί σύμφωνα με την παράδοση εκεί στήσαν ενδυναμωτικό της πίστης τους χορό για νίκες επί των βαρβάρων κυριάρχων της ευβοϊκής γης. Επόμενη στάση τους τα Καμπιά, όπου όπως ο Ναθαναήλ Ιωάννου σημειώνει: «Καθώς ο ήλιος έδυε, έμεινε να κοιμηθεί σε κάποιον νερόμυλο, αλλά εκεί τον κατέλαβε πόνος στην καρδιά, τόσον οξύς, ώστε παραλίγο να πεθάνει. Φαίνεται ότι ο πόνος οφειλόταν στην υδροποσία ή εκ του κόπου της οδοιπορίας. Βλέποντάς τον οι άλλοι να κυλιέται κάτω από τους πόνους και βαρέος γογγύζοντα, δεν ήξεραν τι να κάνουν. Άναψαν όμως μεγάλη φωτιά και θέρμαν τον δεινώς υποφέροντα Κριεζώτη από τον καρδιόπονο. Ο δε Διονύσιος, εμπειρότερος των άλλων έβρασε σε χύτρα που βρήκε ελελίσφακον (αλισφακιά), τον οποίον του έδωσε να πιει μαζί με άλλα χλιαρά ροφήματα. Έτσι, έπαυσε ο πόνος και ησύχασε κατά το μεσονύχτιο. Την άλλη μέρα, αφού σηκώθηκε και δια της άνω οδού βαδίζοντες, δια μέσου του Πλατάνου και της Σέτας έφθασε στην Κύμη, όπου ο Βάσος και ο μονόφθαλμος ο Ράντος βρισκόντουσαν, και ενώθηκε μαζί τους.» [Ναθαναήλ Ιωάννου Τα Ευβοϊκά, σελ. 84]

Στα χωριά της Κύμης παραμένει για λίγες ημέρες και στις 27 Σεπτεμβρίου 1821 πλήττει τους Οθωμανούς στις Πετριές, ξεκινώντας – από αυτό το γειτονικό του χωριού του ημιορεινό μέρος – την ηγετική του πορεία, της θαυμαστής και πολύχρονής του δράσης. Σε αυτή τη μάχη πληγώθηκε ο Κώστας Κρόκος από τη Σέτα.

Αυτήν ή παραπλήσια ή και την αντίστροφή της πορεία και άλλες φορές θα κάνει. Μία από αυτές συνέβη το καλοκαίρι του ’22, όταν δέχτηκε πρόσκληση των οπλαρχηγών Μήτσου (Μητσάκη ή Μητάκη) Κώτσου και Νικόλαου Τομαρά από τα Βρυσάκια, ώστε να αντισταθούν όλοι μαζί στις ορέξεις του νέου πασά της Εύριπος, του Τσαρκατσή. Μετά όμως τη συντριβή των Ελλήνων στον λοφίσκο των Βρυσακίων, οι περί τον Κριεζώτη στρατιώτες κινήθηκαν προς τον ορεινό όγκο της Δίρφης με προορισμό το Μετόχι, όπου αντιμετώπισαν επιτυχώς τους αφηνιασμένους και σε έξαλλη κατάσταση διώκτες τους.

Τον Μάιο του 1823, ο Κριεζώτης, (που από εβδομάδων στενά την Κάρυστο πολιορκούσε, αλλά μετά την αποβίβαση στο λιμάνι της πόλης χιλιάδων γενιτσάρων, οποίοι κατάφεραν να διαλύσουν το στρατεύματά του και μέσα σε λίγες ημέρες να σαρώσουν και να αφανίσουν κάθε ίχνος ζωής απ’ όλη την Καρυστία), υποχωρώντας με τους εναπομείναντες λίγους συναγωνιστές του, φθάνει στην Κύμη και διασχίζοντας την ανατολική πλευρά των Κοτυλαίων και της Δίρφυος, περνά από το Μετόχι και καταλήγει στην Ι. Μ. Παναγίας Χιλιαδούς, όπου δέχεται τις περιποιήσεις του – συμπολεμιστή του στο Κουτρουλομετόχι – Ηγουμένου Γεράσιμου Σταματούκου, καθώς και τη βοήθειά του να διεκπεραιωθεί στις γειτονικές Σποράδες.

Η τελευταία, η πλέον δραματική και δια παντός ανεπίστροφη πορεία του Κριεζώτη μέσω Δίρφυς και Κοτυλαίων πραγματοποιείται στις 8 Αυγούστου 1847. Είναι εν μέρει η ίδια με αυτήν του 1821, αλλά με ετελώς αντίθετη φορά και προοπτική…

Ο Νικόλας Κριεζώτης, ο οποίος μεταξύ άλλων είχε την ‘‘τιμή’’ τον Σεπτέμβρη του 1833 να φυλακιστεί στο Ναύπλιο μαζί με τον Κολοκοτρώνη, τον Πλαπούτα και άλλους Αγωνιστές του ’21 με την κατηγορία του σχεδιασμού κινήματος κατά του από οκταμήνου ανήλικου βασιλέα Όθωνα, δέκα χρόνια μετά να συμμετέχει από Χαλκίδος στο – υπό τους Καλλέργη και Μακρυγιάννη – κίνημα της 3ης Σεπτεμβρίου 1843 για την απόκτηση Συντάγματος και εκ νέου διώξεις μαζί με άλλους Ευβοείς να υποστεί, ενώ τέσσερα έτη μετά δέχεται νέες διώξεις από τον παντοδύναμο και μαιτρ της διαπλοκής Ιωάννη Κωλέττη. Απηυδισμένος από την εχθρική στάση του τότε Πρωθυπουργού Κωλέττη, αποφασίζει τον Ιούνιο του 1847 να κατευθυνθεί προς τα ανάκτορα, ώστε να διαμαρτυρηθεί για τον κατατρεγμό, που δέχεται. Πλην όμως φθάσει στο Σύνταγμα, άνθρωποι του Κωλέττη τον συλλαμβάνουν και δέσμιο τον οδηγούν στις σκληρές και ανήλιαγες φυλακές του κάστρου της Χαλκίδας.

«Ο Κριεζώτης είχε έλθει στην Αθήνα με σκοπό να παραπονεθεί στο Βασιλέα για τις αβανιές που του ρίχνουν. (…) (Όμως) πιάστηκε σα κακοποιός, μεταφέρθηκε στη Χαλκίδα και φυλακίστηκε στο φρούριο.» [Κούριερ, Ντι Ατέννες, φύλλο Νο 83 του 1847, Γαλλική εφημερίδα των Αθηνών/Ντεγιάννης, Β΄141]

Οι συναγωνιστές του από την ηρωική εποχή του ’21, φοβούμενοι για την τύχη του γεραρού Στρατηγού, οργανώνουν επιχείρηση απελευθέρωσής του το βροχερό βράδυ της 31ης Ιουλίου 1847, οπότε αφού τον απαγάγουν, τον μεταφέρουν στο Ληλάντιο.

«Εν νυκτί θυελλώδει μετ’ αστραπών και βροντών» ενενήκοντα συναθλητές του στον Αγώνα για την Παλιγγενεσία, προβλέποντες «ότι ο πατήρ της Ευβοίας – προς αίσχος του έθνους – θα εδολοφονείτο, απεφάσισαν να λυτρώσωσιν αυτόν εκ των χειρών των δημίων.» [Αθ. Χρυσολόγης, Νικόλαος Κριεζώτης, σελ. 216]

Έτσι, αφού πρώτα μεθούν ή παραπλανούν τους δεσμώτες του, στη συνέχεια ανοίγουν ένα όρυγμα στο θαλασσόβρεκτο τμήμα του κάστρου, εισχωρούν εντός του, αρπάζουν τον ενυπνίωνα Κριεζώτη και τον τραβούν στο Βασιλικό, «εις την οικίαν του φίλου του Γεραμάνη». Από εκεί, οι συνοδοί του (Δημήτριος Λέων, Μητάκης Δημητρίου, Αθανάσιος Μπαλάκας και Απόστολος Χαλιούλιας) τον μετέφεραν «εις την εις Αμπέλια οικίαν τού Κωνσταντίνου Χατζηαντωνίου».

Την επομένη συντάσσει προκήρυξη, η οποία ανάμεσα στ’ άλλα έλεγε κι ετούτα:

«(…) Σκοπός μου αποβλέπων εις την ευημερίαν σας. (…) Μετ’ εμού όλοι σας επάθατε εν καιρώ του Αγώνος και πολλοί εξ υμών μένετε ακόμη χωρίς της πρεπούσης ανταμοιβής.

Εν χωρίω Βασιλικώ την 1η Αυγούστου 1847», [Αθανάσιος Χρυσολόγης, Νικόλαος Κριεζώτης, σελ. 87]

Επόμενος σταθμός του Κριεζώτη και των διασωστών του ο (ευρισκόμενος πίσω από τον Ι. Ν. Παναγίας Ελεούσας της Χαλκίδας) λόφος Κοπανά, όπου στα χρόνια του ’21 αρκετές με τους Τούρκους συμπλοκές είχαν πραγματοποιηθεί.

Μέρα με την ημέρα οι σύντροφοί του πολλαπλασιάζονται, ενώ από την άλλη η υπό τον Γαρδικιώτη Γρίβα κυβερνητική αντίδραση εντείνεται. Στις 8 Αυγούστου και ενώ ο αγέρωχος Ευβοέας Στρατηγός με λόγια πατριωτικά απευθύνεται προς τους ενόπλους υπερασπιστές του, που θέλουν να κινηθούν προς τη Χαλκίδα, λέγοντάς τους «Μη, δι’ όνομα του Θεού, μη χτυπάτε τ’ αδέρφια σας. Δεν είναι Τούρκοι, είναι Έλληνες. Δεν πταίουν αυτοί, μα είναι όργανα άλλων», μία βολή πυροβόλου όπλου από τις δυνάμεις των κυβερνητικών δυνάμεων στέλνει το πυρακτωμένο της βόλι σε έναν βράχο του Κοπανά, αυτό εξοστρακίζεται, διαπερνά μέρος της κοιλιάς του και στη συνέχεια το αριστερό του χέρι, που κρατεί μιαν στο θηκάρι της ευρισκόμενη σπάθη, το θραύει από το ύψος του καρπού.

Σφαδάζοντας από τον πόνο ο Κριεζώτης, αλλά με ορθή την κεφαλή του πάντα, ζητά να βράσουν πίσσα και όταν είναι έτοιμη, αποτέμνει το έωλο του χεριού του τμήμα και για να σταματήσει την ακατάσχετη αιμορραγία του ακρωτηριασμένου του άκρου, το μπήγει μέσα στο καυτό κατράμι.

Με πολύ χαρακτηριστικό τρόπο το γεγονός του ακρωτηριασμού του Κριεζώτη το περιγράφει ο πρώτος βιογράφος του, ο Αθανάσιος Χρυσολόγης, αναφέροντας πως κατά την ώρα της ομιλίας του προς τους συναγωνιστές του, μια σφαίρα σφυρίζουσα, χτυπά σε βράχο και αλλάζοντας κατεύθυνση, «διαπερνά την κοιλίαν του γενναίου ανδρός. Εκείσε, εξελθούσα κατασπάσσει την (αριστεράν του) χείραν, την τόσας δρέψασαν κατά τον επταετή αιματηρόν Αγώνα(δόξας και άνευ χρονοτριβής) διατάσσει να βράσουσιν άσφαλτον (και μετ’ ολίγον) εναποθέττει την χείραν (του) επί βράχου, σύρει το σπαθίον δια της ετέρας και αποκόπτει αυτήν ο ίδιος.» [Αθ. Χρυσολόγης, Νικόαλος Κριεζώτης, σελ. 220]

Ακολούθως, δέχεται κάποιες επιπλέον απλές περιποιήσεις και έφιππος δια μέσου της γνώριμής του οδού διέρχεται τις ανηφοριές της Δίρφης και των Κοτυλαίων, κάνοντας μέχρι την Κύμη πορεία δεκατεσσάρων ωρών. Εκεί, ξαποσταίνει για λίγο, δέχεται κάποια ιατρική περιποίηση και με πλοίο του συναγωνιστή του από τα χρόνια του ’21 Αστέρη Γιαννάκη, οδηγείται πρώτα στα Ψαρά και έπειτα στη Χίο.

Στη συνέχεια, μεταφέρεται στην Πόλη, όπου θεραπεύεται και αργότερα καταλήγει στην αγαπημένη του περιοχή της Σμύρνης, όπου έξι χρόνια μετά (στις 12 Φεβρουαρίου 1853) θα αφήσει την τελευταία του πνοή. Η εξόδιός του ακολουθία θα τελείται στον εν Σμύρνη μεγαλοπρεπή Ι. Ν. Αγίας Φωτεινής, ενώ τα οστά του επιστρέφουν στην ευβοϊκή γη δέκα χρόνια αργότερα.



































Το τούρκικο πλιάτσικο στη Στενή και η των Ελλήνων ενέδρα στα Χαμαίμηλα Αφρατίου


Ο Βερούσης Μουτσανάς (που στο ξεκίνημα του Ευβοϊκού Αγώνα είχε ορισθεί Αρχηγός των ευβοϊκών όπλων, μα πλήρως ανίκανος δείχθηκε και για τούτο αποπέμφθηκε), περί τα μέσα Αυγούστου του 1821, συγκέντρωσε κάποιους υποστηρικτές του και κινήθηκε απειλητικά προς την πατρίδα του Γοβιού, τη Λίμνη, με διαθέσεις ληστρικές και πυρομανίας.

Σαν το πληροφορείται ο Αγγελής Γοβιός, αφήνει στο πόδι του το πρωτοπαλίκαρό του Κώτσο Δημητρίου και ο ίδιος με ένα εκλεκτό σώμα οπλοφόρων σπεύδει κατά του «τρέσα Βερούση Μουτσανά», αλλά και των Μπαλαλαίων, που ζήλεψαν τη δόξα του Αρχηγού, διαλυτικά πλέον δρουν και συνάμα στην οικογένειά του κακό μεγάλο ποθούν να κάνουν...

Καθώς καλοθελητές παντού υπάρχουν, η πληροφορία της αναχώρησης του Στρατοπεδάρχη προς τη Βόρεια Εύβοια φθάνει στα αυτιά των σκλαβωτήδων, εκείνοι αναθαρρούν και χωρίς χρονοτριβή κάποιο πλήγμα στις κοινότητες των Ελλήνων αποφασίζουν να προξενήσουν.

] Επιλογή τους η αδούλωτη Στενή, η οποία γιορτάζει τον πρώτο της Επαναστάσεως Δεκαπενταύγουστό της, κάποια χαλαρότητα στα μέτρα αυτοπροστασίας των απροσκύνητων κατοίκων της σκέφτονται πως θα υπάρχει, το φόβητρο του Γοβιού έχει απομακρυνθεί από τον γειτονικό τόπο των Βρυσακίων και υπολογίζουν πως λεία τους εύκολη ο στόχος τους θα είναι και λεία ικανή θα αποκομίσουν.

Για τούτο, τραβούν να την χτυπήσουν την ώρα της πανηγύρεως, σπέρνοντας τον πανικό και τον τρόμο στους ορεσίβιους κατοίκους της, αρπάζοντας ό,τι πολυτιμότερο στο κορμί, στους ναΐσκους ή στα σπιτόπουλά τους διέθεταν και σέρνοντας και κάποιους αλυσοδεμένους σκλάβους, πασίχαροι πλέον παίρνουν τον δρόμο της επιστροφής.

Όμως, στα Χαμαίμηλα του Αφρατίου (τα οποία σύμφωνα με Το χρονικόν της Στενής του νομού Ευβοίας του Δημητρίου Γιαννούκου, βρίσκονται «εις την περιφέρειαν Αφρατίου και πλησίον της χρησιμοποιούμενης τότε οδού Στενής-Χαλκίδος και συγκεκριμένως έναντι του μεταπελευθερωτικώς υπάρχοντος χανίου του Χρήστου Καρλατήρα και εις απόστασιν 200 περίπου μέτρων ανατολικώς της αριστεράς όχθης του Λήλαντος ποταμού (όπου) ερειπωμένον ήδη υπήρχε εξωκκλήσιον του Αγίου Βασιλείου»), άλλο τους περιμένει ‘‘πανηγύρι’’…

Σ’ αυτούς τους ανθηρούς του χωριού τού παπα-Θανάση Σκιαδά λοφίσκους (και με οδηγό στο όλο εγχείρημα τον καλογνώστη του εν λόγω τόπου Ιερέα) από τον καπετάνιο Κώτσο Δημητρίου και με παραστάτη του τον εκ Λίμνης πρόκριτο-οπλαρχηγό Χατζή Σωτήρη καλή στήνεται ενέδρα. Εκεί, μες στης λόγχης τη λοχερή αγκάλη, για ώρα πολλή καιροφυλακτούν και μόλις ακούν τους άρπαγες, που κατέρχονται από τις πλαγιές της Δίρφης (σπαθίζοντας – μαζί με τα χαράκια των γόων από τους πόνους των αιχμαλώτων – τα δικά τους ανατολίτικα της χαράς τους κρωξίματα, που φέρνουν πληγές τους αυγουστιάτικους αιθέρες), τους αφήνουν να βρεθούν αμέριμνοι στον αόρατο κλοιό και την κατάλληλη στιγμή ο Κώτσος δίνει το σύνθημα: «Απάνω τους, αδέρφια! Βαρείτε τους βαρβάρους!...»

Τότε, οι αιώνες ξυπνούνε της σκλαβιάς και του Δίκιου η ρομφαία πάλλεται ψηλά σαν την κορφή της Δέλφης, τυφώνας γίνεται μεμιάς, αντάρα και θυέλλη κι αλύπητα τα φέσια τα χτυπά, ξεστρίβει τα σαρίκια, στον Μουχαμέτη στέλνει κόκκινα σκουτιά για των ουρί τις αγκαλιές τις θείες ίσια και των ορθωμένων – σαν της καμήλας ράχη – προς βρώση στρωμένων λόφων με αχνιστό πιλάφι και αιώνιο ραχάτι!...

Όσα, λίγα, του Οθωμάν γλίτωσαν σκουτιά, αφού την πλούσια αφήσανε ‘‘σοδειά’’, πα σ’ Αλλαχού συντρίμμια άτια τρέχουνε πιλαλά, μες στου Νεγκρεπόντε – το σκλαβωμένο από το 1470 – ν’ ασφαλιστούνε κάστρο!...

Και πώς όλα τούτα θα μοιραζόμαστε σήμερα, διακόσια ολόκληρα χρόνια μετά, εάν δεν βρισκόταν ένας από τους πρωτεργάτες του ευβοϊκού ’21 με τη χρυσή του πένα να μας περιγράψει;

Και αυτός δεν είναι άλλος, από ένα γεννημένο στο Πήλι της Βόρειας Εύβοιας παλικαρόπουλο, ο Ναθαναήλ Ιωάννου, που εκείνον τον καιρό το καριοφίλι κράταε και δυόμισι δεκαετίες μετά, Αρχιμανδρίτης πλέον, με τη στιβαρή του πένα τα περίφημα Ευβοϊκά του συνέταξε, όπου σχετικά με τα γεγονότα της Στενής και του Αφρατίου σημειώνει:

«Οι δε Τούρκοι, μαθόντες την από του στρατοπέδου αναχώρησιν του Αγγελή, έτι δε, ότι και πανήγυρις τελείται εν τω χωρίω της Στενής την 15η Αυγούστου επέδραμον προν εξανδραποδιμόν των Πανηγυριστών και άλλων. Την επιδρομήν δε των Τούρκων, μαθόντες ο Κώτσας και ο Χατζή Σωτήριος και λαβόντες τους ιδικούς των, έσπευσαν εις ενέδραν αυτών, και ως θέσιν κατάλληλον του σκοπού των κατέλαβον τα Χαμόμυλα, εν τούτοις τους αγάδες περιμένοντες. Οι δε μη γνωρίζοντες, εις την επιστροφήν των έπεσαν εις την ενέδραν των Ελλήνων, οίτινες την μεν εμπροσθοφυλακήν αφήκαν και διήλθεν αταρβώς (δίχως φόβο), προσέβαλον όμως τους κατόπιν αυτής και έρριψαν χαμαί νεκρούς τριάκοντα και την λεία αυτών εκυρίευσαν […]και πολλοτάτους επλήγωσαν. […]Ο δε Ιμάμπεης, υιός του γέροντος (διοικητή της Χαλκίδας) Ρεσίτμπεη φεύγων έρριψε την πολύτιμην γούνα του ίνα σωθεί, ταύτων λαβώντες οι Έλληνες, δώρον τω Αλεξάνδρω Κριεζή προσήνεγκον, και ούτως οι Πανηγυρισταί της Στενής λαμπρώς επανηγύρισαν την Θεοτόκον

Νέα των Τούρκων επιδρομή, νέο πλιάτσικο και πυρπόληση του χωριού έγινε το θέρος του ’23 μετά την ηρωική μάχη των Ανδριαλών Παγώντα στις 27 Ιουλίου 1823 κατά την οποία νέοι Λεωνιδείς πάσχισαν με τα στήθη τους και με τα λιγοστά τους όπλα να φράξουν το πέρασμα προς την Βόρεια Εύβοια 17.000 μαινόμενων Οθωμανών, των οποίων πολλές επιδρομές απόκρουσαν.

Λίγοι, όμως, αυτοί και πόσο να ανθέξουν! Οι ηγέτες τους (Αθανάσιος Χονδροβασίλης, και οι Ηπειρώτες Σταύρος Βασιλείου, Ευαγγελινός και Λιάκος πάσχιζαν να σώσουν την Εύβοια και τον λαό της, αλλά οι Διαμαντικοί, που είχαν οριστεί να υπερασπιστούν την νήσο Εύβοια, όπως σημειώνει ο Ναθαναήλ Ιωάννου, άπραγοι έμειναν. «Και αν μικρά τις ερχόταν επικουρία ήρχετο υπό του Διαμαντή, ότις ήτο εις τον Άιον, ήθελον τους κρημνίσει την επομένην και τους καταδιώξει εις την Χαλκίδα. […]Αλλά ανεχώρησεν εις Ξηροχώριον προς σωτηρίαν της γυναικός του […]και εκείθεν εις Σκίαθον ή Σκόπελον.» [Ναθαναήλ Ιωάννου, σελ. 56-57]

Τελευταίος υπέρμαχος της Ελευθερίας στην Σιδερόπορτα παρέμεινε ο Λιάκος με τα λίγα παλικάρια, τα οποία πολέμησαν με αυταπάρνηση και εν τέλει έπεσαν στον βωμό της ευθύνης, της φιλοπατρίας και του καθήκοντος.

Οι Ανατολίτες αφού κατάφεραν να διέλθουν τη στενωπό του Παγώνα, ολάνοιχτο το πεδίο της βαρβαρικής τους δράσεως ανοιχτό έμενε, οπότε παντού το θανατικό έσπειραν, τα πάντα εσάρωσαν.

Λίγες μέρες μετά τα γεγονότα στην άνωθεν του Αγίου και του Παγώντα περιοχή, τύχη ανάλογη και η Στενή είχε, τον οποία αφού λεηλάτησαν, στη συνέχεια την πυρπόλησαν.

Ιδού, πώς ο Ναθαναήλ Ιωάννου περιγράφει στα Ευβοϊκά του τη δράση των συστηματικά γενοκτόνων των γηγενών πληθυσμών, τους οποίους υπέτασσαν και στην προκείμενη περίπτωση των Ευβοέων:

Τώρα, έρχονται οι πιο μαύρες ημέρες για τους Ευβοείς καθώς οι ξενόφερτοι επιδρομείς καταρημώνουν την Καρυστία και οι ορδές των Ισούφ πασά και Μπερκόφτσαλη κατασπαράσσουν τη Βορειοκεντρική Εύβοια.

«Οι δε αποβιβασθέντες εν Καρύστω από του στόλου ομού τε και οι εντόπιοι Καρύστιοι εξήλθον εκ της Καρύστου και ήρξαντο την λεηλασίαν των χωρίων δια πυρός και σπάθης, όρη, δάση, ποταμούς, πεδιάδας, ακτάς, σπήλαια και οπάς της γης διηρεύνουν και ανίχνευον πάντα. Βληχηθμοί ηκούοντο μέγιστοι υπό των ανθρώπων. […]Οι μεν γονείς εκόπτοντο δια την απώλειαν των τέκνων των, τα δε τέκνα δια των γονέων και αδελφών των. Τρόμος αληθώς κατελάμβανε πάντα άνθρωπον, όθεν διήρχετο, ο τόπος έρημος ανθρώπων και ζώων εφαίνετο. Εδώ έβλεπέ τις σώμα καταβιβρωσκόμενον υπό θηρίων και σαρκοφάγων ορνέων, εκεί οστά πλέον γυμνά. […]Δια πυρός και σπάθης διήλθαν, ο έστι έκαυσον, έκαυσαν, έσφαξαν, ηχμαλώτισαν και εν γένει κατερήμωσαν την Κάρυστον όλως. Ακολούθως μετέβησαν εις την επαρχίαν Χαλκίδος, εν η και ο Μπερκόφτσαλης Ιουσούφ πασάς εισήλθε. […]κατά μήναν Ιούλιον ήλθεν η είδησις του διορισμού του Ομέρμπεη ως πασά της Χαλκίδας.»

[Ναθαναήλ Ιωάννου, Τα Ευβοϊκά, σελ.112-113]


Πατήρ Αθανάσιος Σκιαδάς, κοινώς Παπασκιαδάς


Ο Ιερέας π. Αθανάσιος Σκιαδάς (ο Παπασκιαδάς για τον λαό της Εύβοιας), γεννήθηκε στο Αφράτι και ήταν από τους πρώτους Ευβοείς, που ανταποκρίθηκαν ενεργά στο κάλεσμα της πατρίδας και από τον Μάιο του 1821 εντάχθηκε στις τάξεις των επαναστατών. Μάλιστα κατά τον Γιάγκο Τσαούση «πολέμησε γενναιότατα στη μάχη των Χαμομήλων (Αφρατίου τον Δεκαπενταύγουστο του 1821), καθώς και στη μάχη των Βρυσακίων. Διακρίθηκε σε όλη τη διάρκεια του Αγώνα για την ανδρεία και τη στρατηγικότητά του στις μάχες κατά του εχθρού. Συμπολεμιστή του είχε τον αδερφό του Κώστα

Όταν, όπως ο Ναθαναήλ Ιωάννου σημειώνει στα Ευβοϊκά του, ο Καρύστου Νεόφυτος τον Δεκέμβριο του ’21) και λίγο μετά την εορτή του Αγίου Νικολάου συναντήθηκε στα Βρυσάκια με τον Αγγελή Γοβιό και τον Αλέξανδρο Κριεζή και να οργανώσουν καλύτερα τις επιχειρήσεως απελευθερώσεως των κάστρων της Χαλκίδας και της Καρύστου και αφού οι Αρεοπαγίτες «τον διέταξαν να μεταβεί ο ίδιος στην Κάρυστο, έγραψε στη Σκόπελο και τη Σκιάθο να έλθουν τα ολυμπιακά στρατεύματα, τον δε Παπασκιαδά τον έστειλε αλλαχού για να στρατολογήσει νέους.» Ευθύνη ιδιαίτερη και πολύ σημαντική ετούτη, που δείχνει πόσο σεβαστή προσωπικότητα ήταν ο Παπασκιαδάς και αναλάμβανε τόσο σημαντικές δράσεις.

Αλλά και μέγιστη η τιμή – κατά τις 10 η ώρα το πρωί της Κυριακής των Βαΐων της 26ης Μαρτίου 1833 (με το παλαιό ημερολόγιο) ή άλλως της 7ης Απριλίου του 1833 (με το νέο ημερολόγιο) – που ευτύχησε να βρεθεί σημαιοφόρος επί των επάλξεων του κάστρου του Ευρίπου, οπότε (σύμφωνα με τον Στέφανο Καλλία) «μετά πάροδο τόσων αιώνων (σκλαβιάς), ανέτειλε ο ζήδωρος της ελευθερίας ήλιος και αι κλείδες του Φρουρίου της ερειπωμένης ήδη πόλεως παραδόθηκαν επί δίσκου αργυρού εις την επί τούτου επιτροπήν», της Ελληνικής Κυβερνήσεως.

Την ίδια στιγμή (κατά τον Κωνσταντίνο Γουναρόπουλο) «ο Ιερεύς Αθανάσιος Σκιαδάς, κοινώς Παπασκιαδάς εξ Αφρατίου, […]αφού ύψωσε και έμπηξε τη σημαία του στρατού επί του τείχους του φρουρίου της Χαλκίδας, εφώνησε ένδακρυς: ‘‘Χάρη σε σένα, φιλτάτη σημαία, χύθηκε τόσον ελληνικόν αίμα».









Της παράδοσης ο λόγος


[Ένα ιστορικό γεγονός μέσω της παράδοσης και του προφορικού αφηγηματικού λόγου – με τις αναγκαίες για τις τοπικές συνθήκες (μικρές ή μεγάλες) τροποποιήσεις – μεταδίδεται από γενιά σε γενιά, ψυχαγωγεί, μεταβιβάζει γνώση, τροφοδοτεί τις ελπίδες, καλλιεργεί ήθος και ενδυναμώνει την προοπτική δράσης.

Απτό παράδειγμα, η αφήγηση γριάς Στενιώτισσας προς τον συγγραφέα Τάσο Παπαποστόλου (1926-1996), την οποία (υπό τον τίτλο Οι απροσκύνητοι της Κλεισούρας) συμπεριέλαβε στους πολυδιαβασμένους Μύθους-Θρύλους-Παραδόσεις.

Το θέμα με τους Απροσκύνητους της Κλεισούρας αφορά, βεβαίως, την όλη ζωή των κατοίκων του Στενού επί Τουρκοκρατίας, αλλά πρωτίστως το ιστορικό γεγονός της 15ης Αυγούστου 1821.]


Οι απροσκύνητοι της Κλεισούρας


Οι απροσκύνητοι Ευβοιώτες, που για ν’ αποφύγουν τη σκλαβιά των βαρβάρων Οθωμανών, πιάσαν τους ορεινούς τόπους της Δέλφης και γινήκανε Κλαρίτες. Ο κύριος πυρήνας τους βρισκόταν στο Μεσοχώρι (την Άνω Στενή) και εκεί στήσαν τον οικισμό τους, όταν κάποια στιγμή ένας βοσκός είδε να ξετρυπώνει από κάποια βατομουριά ένας του τράγος με τη γενειάδα του να στάζει νερό. Μπαίνοντας κι αυτός μες στη βατομουριά διαπίστωσε πως υπήρχε πηγή με άφθονο, κρυσταλλικό νερό. Σιγά σιγά καθάρισε τον τόπο, ήρθαν κι άλλοι κοντά του και στήσαν τα κονάκια τους και η δύναμή τους αυξήθηκε. Τον τόπο τους, που έστεκε ανάμεσα σε δυο ψηλούς και κοφτούς βράχους (όπου πάντα οπλισμένους βιγλάτορες είχαν) Στενό ή Κλεισούρα το ονόμασαν.

Από ανάγκη για παλέψουν με τα θεριά του βουνού ή του κάμπου καλά ήτανε οπλισμένοι και δε δίσταζαν κατά των Τούρκων ή των προσκυνημένων του κάμπου επιδρομές ξαφνικές και επιτυχείς να κάνουν.

«Στην Κλεισούρα εκείνη μαζεύτηκαν σιγά σιγά και εγκαταστάθηκαν μόνιμα όλοι οι Κλαρίτες της Κεντρικής Εύβοιας, που ζούσαν απομονωμένοι ομάδες ομάδες. Όλοι εκείνοι που δεν εννοούσαν να προσκυνήσουν την Τουρκιά. Έτσι, συγκεντρωμένοι τώρα άρχισαν να οπλίζονται κιόλας και να οργανώνονται καλύτερα κατά των Τούρκων. Κι έφτιαξαν εκεί την κοιτίδα της ελεύθερης Εύβοιας. Άναψαν τη σπίθα εκείνη, που σιγά σιγά χρόνο το χρόνο, δυνάμωσε και θέριεψε και κατάκαψε την Τουρκιά μέχρι που ξεκουμπίστηκε από την Εύβοια.

Άρχισαν, λοιπόν, οι Κλαρίτες της Κλεισούρας και φύλαγαν σκοπιές μέρα νύχτα γύρω από το χωριό. Φτιάξαν ακόμη μόνιμα φυλάκια σαν οχυρά, ψηλά στο στόμιο της Κλεισούρας, που ήταν καρμανιόλα σκέτη για όποιον εχθρό τόλμαγε να το περάσει.

Σαν έμαθαν οι Τούρκοι πως οι Κλαρίτες, οι βλάχοι της Κλεισούρας, σήκωσαν μπαϊράκι, θέλησαν να την καταλάβουν και να την καταστρέψουν, ξεπαστρεύοντας περί τους χίλιους Τούρκους. Οι φρουροί της Κλεισούρας όμως αντιστάθηκαν γενναία.

Με τα λίγα καριοφίλια που είχαν, ακόμη και με τις πέτρες και με ξύλα, τσάκισαν τους Τούρκους και τους ανάγκασαν να γυρίσουν πίσω, αφήνοντας πίσω πολλούς σκοτωμένους. Άφησαν επίσης στους Κλαρίτες πολλά όπλα και μπαρουτόσκαγα. Πάθαν τέτοια πανωλεθρία οι Τούρκοι, που δεν ξαναεπιχείρησαν να καταλάβουν την Κλεισούρα.

Έτσι, (κατά τα λεγόμενα πάντα μιας πολύ γριάς Στενιώτισσας), η Κλεισούρα, το Στενό, δεν πατήθηκε ποτέ από τους Τούρκους. Έμεινε πάντα λεύτερο και οπλισμένο και ήταν καταφύγιο κάθε καταδιωκόμενου Έλληνα πατριώτη.»

[Τάσου Παπαποστόλου: Οι απροσκύνητοι της Κλεισούρας [(Μύθοι-Θρύλοι-Παραδόσεις, σελ. 94) & 45 Μύθοι και Θρύλοι της Πατρίδας μας (σελ. 124)]














Μετά τον θάνατο του Αγγελή Γωβιού, του Αναγνώστη Γοβιού και του Κώτσου Δημητρίου (στις 28 Μαρτίου 1822), την αρχηγία του στρατοπέδου στα Βρυσάκια ανέλαβαν προσωρινά ο Γιαννάκης Δημητρίου (αδερφός του Κώτσου) και ο Νικόλαος Τομαράς.

Λίγους μήνες μετά, τα ινία της τούρκικης διοίκησης της Χαλκίδας ανέλαβε ο Ταρκατζή Αλή Πασάς, ο οποίος τον Ιούνιο του 1822 ήρθε από τη Θήβα και ανέλαβε το πασαλίκι του Ευρίπου. Οι υπερασπιστές των Βρυσακίων προς ενίσχυσή τους κάλεσαν σε βοήθεια και άλλους οπλαρχηγούς μεταξύ των οποίων τον Κριεζώτη, τον Σταύρο Βασιλείου και τον Βάσσο Μαυροβουνιώτη, οργανώθηκαν όσο καλύτερα μπορούσαν, περιμένοντας νέα εχθρική επίθεση. Ο πασάς του Ευρίπου, δίχως να χάσει καιρό, επιτέθηκε με ισχυρές δυνάμεις κατά των ολίγων Ελλήνων, οι οποίοι πολέμησαν με σθένος, πολλούς εσκότωσαν ή τραυμάτισαν, αλλά μπροστά στην τρομακτική πίεση και την απειλή να περικυκλωθούν και να χαθούν άπαντες, τελικά υπέκυψαν και (μέσω της δασικής έκτασης, που κάλυπτε τα νώτα τους) διασκορπίστηκαν κατά ομάδες και προς διάφορες κατευθύνσεις.

Μετά τη διάλυση του στρατοπέδου οι περισσότεροι κατέφυγαν στον Άγιο και στα Ανδριαλά του Παγώντα, ενώ ο Κριεζώτης με λίγα παλικάρια αποσύρθηκε στη θέση Κανάλες του Κουτουρλομετοχίου «ελεεινολογών την κατάστασιν της Πατρίδος».

Σύντομα, όμως, αρκετοί έτρεξαν κοντά του. Ανάμεσά τους και ο Δημήτριος Καρύδας, φυλακισμένος στη Λίμνη από τον διορισθέντα από τον Ιωάννη Κωλέττη ως Αρχηγό των ευβοϊκών όπλων Ολύμπιο οπλαρχηγό Διαμαντή Νικολάου, «ο οποίος (όπως αναφέρει ο Ιωάννης Μαυρομάτης στα Απομνημονεύματά του) τον γυμνώνει και του ζητεί τα σε ένα δισάκι φλωριά, καθό ταμίας και γραμματικός του οπλαρχηγού Αγγελή Γοβιού», που λίγες μέρες πριν ‘‘έπεσε’’ στο πεδίο της μάχης.

Ο σκληρός Ολυμπίτης οπλαρχηγός, (που με τον ερχομό του στην Εύβοια την καθυπόταξη ή και την εξόντωση των μπαρουτοκαπνισμένων οπλαρχηγών της επεδίωξε), τον βασανίζει ανελέητα και το πρωί (όπως και σε πολλούς άλλους Ευβοείς συνέβη) σκοπεύει να τον σκοτώσει ξυλοκοπώντας τον έως θανάτου. Ευτύχησε, όμως, να σπάσει τα δεσμά και μαζί με τρεις συναγωνιστές του (μεταξύ των οποίων και ο Ιωάννης Μαυρομάτης) να τραβήξει στη Βλαχιά. Από εκεί, διασχίζοντας τους ορεινούς όγκους του Πυξαριά και της Δίρφυος, καταλήγουν στο Μετόχι, όπου βρίσκουν τον Νικόλα Κριεζώτη με τους έντεκα συντρόφους του καθήμενους υπό την σκέπη ενός πλατάνου και με τον περήφανο Οπλαρχηγό σε μεγάλη απόγνωση. Αγκαλιάζονται, αλληλοασπάζονται, καταστρώνουν τα σχέδιά τους ταχέως. Ο Δημήτριος Καρύδας με αυτοπεποίθηση λέει στον Κριεζώτη: «Νικόλα, τώρα εις εσένα και εις εμένα κρέμεται η σωτηρία της πατρίδας μας» Ευβοίας.

Πρώτο τους μέλημα η στρατολόγηση παλικαριών από τα ορεινά και δύσβατα χωριά της Δίρφης. Το έργο συντρέχουν οι δυο σημαντικές Μονές της περιοχής: η (κατεστραμμένη σήμερα) Ι. Μ. Οσίου Νικολάου Σικελιώτη ή Κουτρουλομετοχίου, από τους Μοναχούς της οποίας τροφές ο Κριεζώτης και οι ολίγοι του ελάμβαναν, αλλά και παλικάρια φρόντισαν να του βρουν, και η Ι. Μ. Παναγίας Χιλιαδούς, η οποία «κατά τη διάρκειά της Επαναστάσεως του 1821 χρησιμοποιήθηκε ως καταφύγιο και σταθμός ανεφοδιασμού για τους αγωνιστές», ενώ όπως ο ίδιος ο Κριεζώτης πιστοποιεί, ο Ηγούμενός της Γεράσιμος Σταματούκος «από το 1821 και σε όλους τους πολέμους ήταν μαζί του «πάντοτε αρχηγός σώματος τινός στρατιωτών (μοναχών και λαϊκών) συγκειμένων από ογδόντα (80) έως εκατόν (100) και υπερμάχησε καρτερικώς». [Αρχείο Ευβοϊκών Μελετών, τόμος ΛΘ΄2010-2012]

Σύντομα, το στράτευμα αυξάνεται και μέσα σε λίγες μέρες αριθμεί 600 παλικάρια, μεταξύ των οποίων οι (κατά τον Γυμνασιάρχη Γ. Κουλόπουλο) Μετοχιάτες οπλαρχηγοί Σύρος Μιστριώτης, Άγγελος Γκουσγκούνης και Βλαχαντώνης, οι Καμπιώτες Δήμος και Αντώνης Θάνου και άλλοι γνωστοί ή εντελώς άγνωστοι σήμερα νέοι, που έσπευσαν στο «υπέρ βωμών και εστιών» κάλεσμα της Πατρίδας.

Σαν έμαθε ο Τσαρκατσή πασάς ότι στο Μετόχι ο Κριεζώτης έστησε στρατόπεδο, μέσω των βουνών της Σέτας (τον Αύγουστο του 1822) έστειλε εναντίον του ισχυρές δυνάμεις ιππικού και πεζικού υπό τους Μπίμπαση, Μπελούκμπαση και Ντελήμπαση. Αυτοί για πολλές ημέρες πολεμούσαν τον Κριεζώτη, χωρίς, όπως ο Ναθαναήλ Ιωάννου σημειώνει, «ποσώς να τον βλάψουν ή να τον αποσείσουν από τη θέση, που είχε εκλέξει και κατείχε και η οποία ήταν επιτήδειος για αυτόν, ενώ για τους Τούρκους ανεπιτήδειος. Αλλά και ένας μελισσώνας, που βρισκόταν εκεί, από αυτόν πολύ (το στράτευμα του Κριεζώτη) ωφελήθηκε, διότι αφού εξήλθαν προς καταδίωξη των Τούρκων, έριξαν μερικές κυψέλες στη γη. Αφού εξαγριώθηκαν οι μέλισσες, έμπηγαν τα κεντριά τους στους Τούρκους και οι δικοί μας επανήλθαν στην οχύρωσή τους. Βλέποντας οι Τούρκοι, ότι ματαιοπονούν, αναχώρησαν από άλλη οδό και κατέβηκαν προς την Καρυστία. Διερχόμενοι τις Κονίστρες και τα Διρρεύματα, άνω του χωρίου των Διρρευμάτων, στην δημόσια οδό ανασκολόπισαν έναν Θηβαίο, που είχαν μαζί τους, και (παλουκωμένον) τον έστησαν όρθιο. Ακολούθως, όδευσαν για την Χαλκίδα.» [Ναθαναήλ Ιωάννου Τα Ευβοϊκά, σελ. 39-40)]

Αυτή η ελληνική νίκη έφερε μεγάλη αναστάτωση και διαμάχες στο Νεγκρεπόντε, με τον (προερχόμενο από τη στρατιά του Δράμαλη) Τσαρκατσή πασά να φέρεται βάναυσα στους ομοεθνείς του, με αποτέλεσμα τα πράγματα να φθάσουν στα όρια του εμφυλίου. Αυτήν την κατάσταση την αξιοποίησαν έγκλειστοι στις φυλακές της Χαλκίδας Έλληνες, κάποιοι εκ των οποίων, δωροδοκώντας τους δεσμώτες τους, βρήκαν τον δρόμο της ελευθερίας.

Ανάμεσα στους απελευθερωθέντες ήταν και ο (για δεύτερη φορά από την αρχή της Επαναστάσεως) αλυσοδεμένος (από τους Οθωμανούς) Επίσκοπος Ευρίπου Γρηγόριος Αργυροκαστρίτης, τον οποίο οι δεσμώτες του (τον Γενάρη του 1823) τον οδήγησαν στην περιοχή του Βελή Μπαμπά (τότε, Δεξαμενή Χαλκίδας, σήμερα, όπου και το Εσπερινό Γυμνάσιο της πόλη) φιλοξενείται), κατέβηκαν προς το Κουρέντι και τον άφησαν να φύγει με πρώτο του προορισμό τα Βρυσάκια και στη συνέχεια το Ξηροχώρι και την Κέρκυρα.

Ο Ναθαναήλ Ιωάννου μεταξύ άλλων αναφέρει σχετικά: «Τινές μεν των πληρωμένων Αλβανών εξήλθον πριν εις τους σκοπούς έχοντες και τι ποτόν, και έμενον παρ’ αυτοίς, άλλοι δε ωδήγησαν τον Δεσπότην εις τους προαστικούς προμαχώνας (τουρκιστί παρμακλήκια) κάτωθεν του Βελή Μπαμπά (προς το Κορέντι), εκεί πετρίδια τινά από του προμαχώνος εκύλησαν, ενώ κατέβαινον, ήκουσαν τον θόρυβον οι σκοποί και εκίνησαν να ίδωσι τι είναι. Οι δε Αλβανοί ‘‘Ε μορέ, δεν είναι τίποτε, τα ξερολίθια πέφτουν’’, και ούτως τους διασκέδασαν. Την δε επιούσαν έφθασεν εις το στρατόπεδο των Βρυσακίων ο Δεσπότης, όπου και δια κανονιοβολισμών υπεδέχθησαν αυτόν, όστις ολίγας διατρίψας ημέρας εν αυτώ, είδε την κατάστασίν του και καλώς γνωρίσας αυτήν, απήλθεν λυπούμενος.» [Ναθαναήλ Ιωάννου Τα Ευβοϊκά, σελ. 44)]







Διρφυακές Μονές


Στη δυτική πλευρά της Δίρφυος, σε σημείο μεταξύ Λούτσας και Στενής κατά τα χρόνια της Τουρκοκρατίας, του ’21 και της πρώτης τουλάχιστον περιόδου του νεοελληνικού μας κρατιδίου υπήρχε η ανθηρή Ιερά Μονή Αγίου Δημητρίου, η οποία πλούσιο πνευματικό παρήγαγε έργο και Μοναχοί της τα γράμματα δίδασκαν σε παιδιά των γειτονικών οικισμών.

Ο Κωνσταντίνος Γουναρόπουλος στην Ιστορία νήσου Ευβοίας αναφέρει την περίπτωση του γεννημένου στη Στενή το 1768 Ιερομονάχου Σαμουήλ Δημάκου, ο οποίος «εσπούδασεν εν ταις μοναίς του Αγίου Δημητρίου και της (παρά την Λούτσα) Αγίας Παρασκευής, και ύστερον εχειροτονήθη εν τη πράξη Ιερομόναχος παρά του Επισκόπου Χαλκίδος Ιεροθέου».

Η Μονή Αγίου Δημητρίου το 1837 είχε στο δυναμικό της 37 άτομα (Ηγούμενος, Μοναχοί, εργαζόμενοι λαϊκοί). Μεταξύ των 37 υπήρχαν και 5 μαθητές ηλικίας 8 έως 15 ετών.

Η εν λόγω Μονή, όπως στο σύγγραμμά του Το χρονικόν της Στενής του νομού Ευβοίας ο Δημήτριος Γιαννούκος διατείνεται πως: «υπήρξε η θρησκευτική, εθνική και πνευματική εστία της περιφερείας μας και πέραν αυτής. Ιδίως κατά τους χρόνους της δουλείας, της επαναστάσεως και των πρώτων μεταπελευθερωτικών χρόνων και εν συνεχεία και σήμερον τιμάται δια της κατ’ έτος τελουμένης λαμπράς θρησκευτικής πανηγύρεως.»

Στην ανατολική πλευρά της Δίρφυος, και με ανάλογη προς τη Μονή του Αγίου Δημητρίου προσφορά στους εν λόγω τομείς και ειδικότερα για τα επαναστατικά γεγονότα με πλουσιότατη μάλιστα δράση είχε η Ι. Μ. Παναγίας Χιλιαδούς, όπως και ο ίδιος ο Νικόλας Κριεζώτης με έγγραφό του για τον Ηγούμενό της Γεράσιμο Σταματούκο πιστοποιεί, δηλώνοντας πως από το 1821 και σε όλους τους πολέμους ήταν μαζί του και μάλιστα «πάντοτε (ως) αρχηγός σώματος τινός, στρατιωτών συγκειμένων από ογδόντα (80) έως εκατόν (100), και (όποτε πολέμησε) υπερμάχησε καρτερικώς».

Ακόμη είναι καταγεγραμμένο πως στη Μονή ο π. Γεράσιμος είχε εισέλθει σε ηλικία επτά ετών, ενώ στα 1837 στο δυναμικό της συγκαταλέγονταν και 5 λαϊκοί-μαθητές 8-19 ετών, στοιχείο που συνηγορεί στην άποψη ότι τότε και παλαιότερα λειτουργούσε εντός της κάποιας μορφής σχολείο.

Άνωθεν αυτής βρισκόταν άλλη μία Μονή. Πρόκειται για τη (διαλυμένη σήμερα) Ι. Μ. Οσίου Νικολάου Σικελιώτη ή Κουτρουλομετοχίου, η οποία (κατά τον Δρ. Χαραλάμπο Μπούσια) αφιερώθηκε στον εκ Σικελίας Νικόλαο, που μόνασε εκεί, ίσως μετά την κατάληψη της πατρίδας του από τους Σαρακηνούς στα 1042, ζώντας αρχικά σε σπήλαιο της λοφοσειράς Σκοτεινής ή Νεοτόκου και του Μεσοβουνίου, σε υψ. 245 μ., σε απόσταση 4 χλμ. από την παραλία.


 Ναός Αγίου Νικολάου Σικελιώτη


Ψηλότερά τους – σε υψ. 500 μ. και ανάμεσα στη χαράδρα της Χιλιαδούς και του Μετοχίου – στέκεται ο οικισμός Κούτουρλας (ίσως εκ του Κουτρουλούς στα τούρκικα, που σημαίνει απελεύθερος, ανεξάρτητος, αλλά και ελεύθερο άλογο), η δε επικοινωνία αυτών των ορεινών τόπων με την γειτνιάζουσα της θαλάσσης Ι. Μ. Παναγίας Χιλιαδούς πραγματοποιούνταν μέσω Λάμαρης και του ποταμού Στροπωνιάτη, του Διρφωσσού των αρχαίων. Ενός ποταμού, που χάριν την εκ της κλιτύος ώση των υδάτων της Δίρφυος πορεύεται μεγαλοπρεπώς και δια κελαρυσμάτων πολύηχων, μέσου των Στροπώνων και των μετέπειτα αυτών τόπων νεροφιλεί του Αιγαίου τη θεϊκή αγκάλη και μες την απεραντοσύνη του σβει και καταλαγιάζει.

















Ληστρική, τούρκικη επιδρομή στην Ιερά Μονή Αγίου Δημητρίου




Περί τα τέλη Φεβρουαρίου 1822 έγινε επιδρομή των Τούρκων στη Μονή του Αγίου Δημητρίου. Αυτό επιβεβαιώνεται από τα γραφόμενα του (ευρισκομένου τότε στο ορδί, το στρατόπεδο των Βρυσακίων) Ναυάρχου Ευρίπου Αλεξάνδρου Κριεζή, ο οποίος στο Ημερολόγιόν του σημειώνει: «Περάσαντες 4-5 ημέρας, εγύρευσαν οι πεντακοσίαρχοι (Αγγελής και Κώτσος) άδειαν, να πάη ο καθείς δια να ιδούν ταις φαμίλιαις τους. […]Και περάσαντες 4 ημέρες βλέπομεν εις εν βουνόν, περίπου των οκτώ ωρών μακριά του ορδιού πολλαίς φωτιαίς, όπου ήτο το μοναστήρι ο Άγιος Δημήτριος και υποψιάσθην τι να ήτο τόσαις φωτιές. Βέβαια, λέγω, Τούρκοι πρέπει να είνε πηγαιμένοι εις το μοναστήρι. Διορίζοντάς τον, επήρε 400 στρατιώτες και εκίνησε. Και εάν ιδής ότι είνε εχθροί περισσότεροι, κάμε σημεία να σου στείλω και άλλους. Εμείς όλην την νύκτα εστάθημεν άυπνοι και περάσαντες δύο ώρας, μας κάνει σινιάλα από ένα βουνόν ότι χρειάζεται μεντάτι (επικουρία).

Ευθύς κινώ τον καπετάν Ν. Ζαγορίσιον (τον Τομαρά) και καπετάν Ν. Κριεζώτην με άλλους τριακόσιους. Προς τα ξημερώματα έφτασαν και οι δικοί μου. Ντουφεκίζοντάς τους, επαράτησαν όλα τα ψητά, ζώα φορτηγά και άλλα, κυνηγώντας περίπου των 4 ωρών. Και κοντά το γεύμα έφθασαν με 30-40 ζώα και 4-5 Τούρκους ουτιδανούς. Μου εδιηγήθησαν ότι οι φωτιαίς ήταν ότι έψηναν περίπου των 100 πρόβατα από τα οποία έφεραν και 30 μαζί τους μισά άψητα. Ήτο ο υιός του Ρεσίτ Μπέη ο μεγαλείτερος, με άλλους νέους και από τρίχα εγλίτωσαν, ότι είχαν άτια δυνατά, τα οποία λεγόμενα πλιάτσικα, όλα τα έφεραν μέσα εις το πλοίον τα πωλήσαμε μεζάτι (σε δημοπρασία). […]»

[Το χρονικόν της Στενής του νομού Ευβοίας, του Δημητρίου Γιαννούκου (σελ. 181-194), Ημερολόγιον, του Αλεξάνδρου Κριεζή (σελ. 78-79), ΑΕΜ, ΛΘ΄ τόμος (2010-2012), σελ. 92, Μετόχιον Διρφύων & ο ασκητής του όρους Νεοτάκου (Σκοτεινής) & ο Όσιος Νικόλαος Σικελιώτης, του Δρ Χαραλάμπους Μπούσια (Έκδοση Αγροτικού-Δασικού Συνεταιρισμού Μετοχίου Διρφύων ‘‘Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος’’, 2018)]


Ευ


Οι Διαμαντικοί χτυπούν τον Κριεζώτη στο Μετόχι Διρφύων


Μετά τον θάνατο του Γοβιού ο Άρειος Πάγος διορίζει για Αρχηγό τον Ευβοϊκών Όπλων των Διαμαντή Νικολάου, ο οποίος με τον ερχομό του αρχίζει τις διώξεις των οπλαρχηγών της Εύβοιας Γιαννάκη Δημητρίου, Νικολάου Τομαρά, τους οποίους αντιμετώπισε στην Ιστιαία και τους έδιωξε από το νησί. Στη συνέχεια, αφού προσεταιρίστηκε τον Μαυροβουνιώτη (ο οποίος προσδοκούσε να λάβει την ηγεσία της Καρυστίας), στράφηκε κατά του Κριεζώτη, ο οποίος είχε καταφύγει στο Μετόχι, στέλνοντας εναντίον του 1.000 οπλοφόρους Ολυμπίτες υπό τον Καρακώστα. Συνήφθη μάχη, όπου σκοτώθηκε ο Ρουμελιώτης Δελή Αθανάσιος. Στη συνέχεια, ο Κριεζώτης με τους τριακοσίους του κατέφυγε στην περιοχή του Αλιβερίου (όπου έσπευσαν κοντά του ο Τομαράς, με τον αδερφό του Κώτσου και τον Γιαννιώ Χαλκιά).

Την ίδια στιγμή (Νοέμβρης-Δεκέμβρης 1822) οι Διαμαντικοί κατέλαβαν την περιοχή μεταξύ Αυλωναρίου και Κριεζών, αποφεύγοντας τη σύγκρουση με τον Κριεζώτη, αλλά χτυπώντας τους «απλούς κατοίκους, (τους οποίους) έκλεπτον, εξέδυον (γύμνωναν), εξύλιζον (ξυλοκοπούσαν), κόρας και γυναίκας εβίαζον».

Καθώς όμως ο χειμώνας δυνάμωνε, αναχώρησαν για τα Βρυσάκια και ο Κριεζώτης με τα παλικάρια του εγκαταστάθηκε στο Παλαιοχώρι Λεπούρων, απ’ όπου τον Μάρτη του ’23 (με 2.500 πλέον στρατιώτες) κίνησε για την απελευθέρωση της Καρύστου. [Ναθαναήλ Ιωάννου Τα Ευβοϊκά, (σελ. 46-47)]





















Διαφυγή Κριεζώτη μέσω Μονής Παναγίας Χιλιαδούς στην Σκόπελο


Ο Νικόλας Κριεζώτης τον Μάιο του 1823, ενώ έχει επιτύχει σημαντικές νίκες στο Βατίσι και στο Χαρζάνι, πλέον έχει ζώσει ασφυκτικά το δυσπόρθητο κάστρο της Καρύστου και οι έγκλειστοι Τούρκοι βλέπουν πως σύντομα θα υποχρεωθούν να το παραδώσουν στους πολιορκητές τους. Δυστυχώς, για τους Έλληνες ο οθωμανικός στρατός αποβιβάζει χιλιάδες γενιτσάρους, οι οποίοι διαλύουν το ελληνικό στράτευμα και ερημώνουν την Καρυστία. Ο Κριεζώτης με λίγους πλέον στρατιώτες οπισθοχωρεί προς την Κύμη και μαχόμενος στην περιοχή των Κήπων, υποχωρεί προς το Μετόχι. Εκεί, καταφθάνει ασθμαίνων ο Αγγελής Γκουσγκούνης, αρματωμένος με τα όπλα του Τομαρά και του διηγείται πως ο Ηπειρώτης οπλαρχηγός πολεμώντας ηρωικά με τον Σύρο Μιστριώτη και άλλους δεκαεπτά στρατιώτες, έπεσαν άπαντες στο πεδίο της μάχης.


Παναγία Χιλιαδούς


Μετά από αυτά τα γεγονότα «ο Κριεζώτης ήλθεν εις το παράλιον της Μονής Χιλιαδούς και εμβαρκάρισε με την συνοδείαν του μέχρι των 60 ατόμων και επήγεν εις την Σκόπελον.» [Ιωάννη Μαυρομάτη Απομνημονεύματα, σελ. 70]











Άθλος Ευβοέων με αρχηγούς τους Στενιώτες Γιάννο και Τάσο Καμηλιέρη


Τον Μάρτιο του 1826 το αποτελούμενο από 2.500 στρατιώτες Τακτικό Σώμα του Κάρολου Φαβιέρου, αφού επιχείρησε άνευ επιτυχίας την εκπόρθηση του Κοκκινόκαστρου της Καρύστου, έχοντας σημαντικές απώλειες, υποχρεώθηκε να καταφύγει στο Λυκόρεμα της περιοχής των Πεταλιών, πλησίον του Μαρμαρίου. Το στράτευμα, που έχει και αρκετούς τραυματίες, στερείται τροφίμων, η πείνα έχει γίνει αφόρητη, πιέζεται και από τους Καρύστιους Τούρκους, έχει μείνει αβοήθητο από την κεντρική διοίκηση και δεν βρίσκει τρόπο να απαγκιστρωθεί και να διεκπεραιωθεί στις απέναντι ακτές, στην Αττική. Το δίχως άλλο, κινδυνεύει με αφανισμό.

Τις επόμενες ημέρες, καθώς καταφθάνει από τη Χαλκίδα ο Ομέρ πασάς με 4.000 οπλοφόρους και πολιορκεί το Τακτικό από ξηράς και από θαλάσσης με τα πλοιάριά του, που ήρθαν από τον Εύριπο, η κατάσταση γίνεται δραματική.

 Κάρολος Φαβιέρος


Οι βολές τώρα προέρχονται από παντού. Το Τακτικό ανθίσταται, αλλά βάλλεται και εκ των έσω. Η πείνα ασυγκράτητη. Φέτες κόβει τις κοιλιές των στρατιωτών, που δεν έχουνε μπουκιά για να γευτούν!...

Αυτήν την κρίσιμη στιγμή, λίγα παλικάρια με μπροστάρηδες τους Στενιώτες Καμηλιέρηδες, αναλαμβάνουν την εφαρμογή της παράτολμης πράξης να εισέλθουν στο τούρκικο στρατόπεδο, ν’ αρπάξουν τα τρόφιμα των Τούρκων και ν’ ανατινάξουν και την μπαρουταποθήκη τους.

Ο Γιώργος Παπαστάμος στο σύγγραμμά του Ο Κάρολος Φαβιέρος και το χρονικό της εκστρατείας του στην Εύβοια το 1826 σημειώνει σχετικά: «Ανήκει, καθώς λέγει ο Γιώργος Ντεγιάννης, πρώτος Ευβοέας ιστορικός του ’21, ένα φύλλο δάφνης στους ντόπιους Ευβοείς αγωνιστές (ανώνυμους ήρωες, που τους ξέθαψε από τη λήθη ο Ντεγιάννης) που στάθηκαν οι κύριοι συντελεστές της σωτηρίας του τακτικού, κάμνοντας το δικό τους ολοκαύτωμα ισάξιο του Καψάλη και του Σαμουήλ. Οι ήρωες αυτοί είναι οι Καμηλιέρηδες, Γιάννος και Τάσος, Στενιώτες. Και να το κείμενο του Ντεγιάννη:

«Και θα προσθέσουμε κοντά σ’ αυτά και κάτι άλλο ακόμα. Προτού το γλιτώσουνε ετούτο οι Ευβοείς το ταχτικό (Νικόλαος Κριεζώτης και οι στρατιώτες του), άλλοι, Ευβοείς επίσης, με αρχηγούς τον ‘‘ατρόμητο’’ Γιάννο Καμηλιέρη και τον ισάξιό του Τάσο – δυο Στενιώτες – τρυπώσανε νύχτα στο εχθρικό στρατόπεδο, εκείνες τις δίσεχτες ημέρες των Πεταλιών, ανατινάξανε την μπαρουταποθήκη, προκαλώντας αφανισμό 500 Τούρκων και γύρισαν ‘‘εν θριάμβω’’ και με ζητωκραυγές, κομίζοντες 20 βόας, περί τους 100 αμνούς και περί τους 50 σάκκους αλεύρων… Αι τροφαί αύται γλίσχρως καταναλισκόμεναι συνετήρησαν τον Ελληνικόν στρατόν, όστις ευτυχώς λυθείσης της πολιορκίας του υπό του ανδρείου Κριεζώτου, απήλθε…’’» [Νικόλαος Κριεζώτης, του Γιώργου Ντεγιάννη & Ο Κάρολος Φαβιέρος και το χρονικό της εκστρατείας του στην Εύβοια το 1826, του Γιώργου Παπαστάμου]

Το κατόρθωμα των Καμηλιέρηδων και των άλλων Ευβοιωτών ανάσες έδωσε ζωής στους συμπολεμιστές τους, αναπτέρωσε το ηθικό τους, αλλά και τις ελπίδες τους πως κάποιοι Έλληνες θα έλθουν και θα τους σώσουν.

Και όντως, σύντομα (με πλοία υπό τον Αλέξανδρο Κριεζή) καταφθάνουν με τους Ευβοιείς στρατιώτες τους ο Νικόλας Κριεζώτης και ο Βάσος Μαυροβουνιώτης (που πριν λίγες μέρες γύρισαν από την εκστρατεία της Βηρυτού) και με έξυπνα τεχνάσματα του Ευβοέα ηγέτη διασώζονται οι Τακτικοί του Φαβιέρου και μεταφέρονται σε ασφαλή μέρη εκτός Ευβοίας.


Κωνσταντίνος Κλ. Μπαϊρακτάρης

Χαλκίδα, 19 Φεβρουαρίου 2021














Βιβλιογραφία

Ι. Ευβοϊκά ή Ιστορία τής νήσου Ευβοίας, εν Ερμουπόλει το 1858, του Ναθαναήλ Ιωάννου

ΙΙ. Ευβοείς κληρικοί αγωνιστές κατά το 1821, του Χαράλαμπου Φαράντου, σελ. 75-76 (ΑΕΜ. ΛΘ΄ τόμος 2010-2012)

ΙΙΙ. Γρηγόριος ο Αργυροκαστρίτης κι η Επανάσταση της Εύβοιας, του Φάνη Μιχαλόπουλου

IV. Η Χαλκίς υπό φυσικήν και ιατρικήν έποψιν, του Στεφάνου Καλλία. Αθήνα, 1897

V. Ιστορία νήσου Ευβοίας, του Κωνσταντίνου Γουναρόπουλου (1930)

VI. Παπασκιαδάς Αθανάσιος ή Σκιαδάς. Λήμμα από την Ευβοϊκή Εγκυκλοπαίδεια του Γιάγκου Τσαούση

VII. Νικόλαος Κριεζώτης, του Αθανασίου Χρυσολόγη. Βιογραφία, Διατριβή αναγνωσθείσα εν τω Φιλολογικώ Συλλόγω ΒΥΡΩΝΙ 1873, Εν Αθήναις, εκ του τυπογραφείου των ΑΔΕΛΦΩΝ ΒΑΡΒΑΡΡΗΓΟΥ, Πραξιτέλους 8, 1877

VIIΙ. Ο Αγγελής Γοβιός και η Επανάσταση στην Εύβοια, των Αλέξανδρου Καλέμη & Δημήτρη Αποστόλου-Ελύμνιου (2003)

ΙΧ. Ευβοϊκαί εκκλησιαστικαί προσωπικότητες, του Χρυσοστόμου Θέμελη (1955)

Χ. Ο Νικόλαος Κριεζώτης, του Γιώργου Ι. Ντεγιάννη (1967)

ΧΙ. Απομνημονεύματα, του Ιωάννη Μαυρομάτη (1892)

ΧΙΙ. Ο Κάρολος Φαβιέρος και το χρονικό της εκστρατείας του στην Εύβοια το 1826, του Γιώργου Παπαστάμου (1998)

ΧΙΙΙ. Το χρονικόν της Στενής του νομού Ευβοίας, του Δημητρίου Γιαννούκου

ΧΙV. Μύθοι-Θρύλοι-Παραδόσεις & 45 Μύθοι και Θρύλοι της Πατρίδας μας, του Τάσου Παπαποστόλου

ΧV. Ημερολόγιον, του Αλεξάνδρου Κριεζή (1889)

ΧVΙ. Μετόχιον Διρφύων & ο ασκητής του όρους Νεοτάκου (Σκοτεινής) & ο Όσιος Νικόλαος Σικελιώτης, του Δρ. Χαραλάμπους Μπούσια (Έκδοση Αγροτικού-Δασικού Συνεταιρισμού Μετοχίου Διρφύων ‘‘Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος’’, 2018)

ΧVΙΙ. Ιστορία των Ευβοϊκών Μονών, του Γιάννη Αναστασόπουλου (1967)




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.