Χαλκίδα 1940 – 1997
Γράφει ο Αβραάμ Καταλάν |
Ονομάζομαι Αβραάμ Καταλάν και θα σας διηγηθώ την παιδική μου εμπειρία που
έζησα στα χρόνια της κατοχής και εν συνεχεία του διωγμού μας.
Πριν αρχίσω, θα σας πω ορισμένα πράγματα για τον τόπο που
έμεινα κι
1951. Οικογένεια Καταλάν. Η κόρη Μπελίνα, ο πατέρας Ιωσάφ, ο Αβραάμ και η μητέρα του Μύριαμ. |
έμεινα κι
εξακολουθώ να μένω και την οικογένειά μου.
Ζούσαμε στη Χαλκίδα, μία πανέμορφη πόλη τη Εύβοιας, η οποία είναι και
η πρωτεύουσά της.
Η Εύβοια είναι το δεύτερο μεγάλο νησί της Ελλάδος και ενωνόταν τότε με τη
Βοιωτία, με μια ξύλινη σταθερή γέφυρα.
Από τη μεριά της Βοιωτίας τελείωνε με ένα πανύψηλο κάστρο, με πολεμίστρες
γύρω-γύρω.
Στη θέση αυτή και της παλαιάς γέφυρας, έκτισαν οι Ιταλοί την πρώτη
ανοιγόμενη χειροκίνητη γέφυρα το 1896.
Το πιο σημαντικό για τη Χαλκίδα, είναι το παλιρροιακό ρεύμα, το οποίο δεν
συναντιέται πουθενά σ΄ όλο τον κόσμο.
Τα νερά της θάλασσας αλλάζουν κλίση, πηγαίνοντας 6 ώρες επάνω και 6
ώρες κάτω Όταν περάσουν οι 6 ώρες, πριν γίνει η αλλαγή,
τα νερά παρουσιάζουν μία ηρεμία και σιγά-σιγά παίρνουν την αντίθετη κλίση.
Αυτό το φαινόμενο έχει προκαλέσει το παγκόσμιο ενδιαφέρον από
επιστήμονες, που δεν έχουν κατορθώσει ακόμη να το εξηγήσουν.
Για το λόγο αυτό, η πανέμορφη πόλη μας, η Χαλκίδα, από τα παλαιά χρόνια
έχει προκαλέσει το ενδιαφέρον του κόσμου.
Κάθε χρόνο, έρχονται πολλοί επισκέπτες για να τη θαυμάσουν
Σ΄ αυτή την πανέμορφη πόλη ζούσε ήρεμα η οικογένειά μου, η οποία
αριθμούσε 4 μέλη. Τον πατέρα μου Ιωσά, τη μητέρα μου Μύριαμ, εμένα
τον μεγαλύτερο γιο Αβραάμ και την αδελφή μου Μπελίνα.
Θυμάμαι παιδάκι του Δημοτικού Σχολείου που ήμουν τότε, τις παρέες μου,
τα παιχνίδια με τους φίλους μου στις γειτονιές, τα τσακώματα μας αλλά και
τις καλές στιγμές που ζούσαμε.
Κάθε απόγευμα μαζευόμασταν όλα τα παιδιά, αγόρια και κορίτσια και παίζαμε
στους δρόμους, στα στενάκια και στις πλατείες, διάφορα παιχνίδια. Εάν δεν
έβγαιναν οι μανάδες μας να μας φωνάξουν, δεν μαζευόμασταν στο σπίτι. Θυμάμαι,
όταν γυρίζαμε σπίτι ήμασταν κατάμαυροι, τα ρούχα μας, τα παπούτσια μας, τα
πρόσωπά μας, από τον ιδρώτα και το χώμα.
Πλενόμαστε, τρώγαμε για βράδυ και μετά από λίγο πέφταμε για ύπνο,
ξεροί από την κούραση.
Η ζωή κυλούσε ανέμελα χωρίς να σκεφτόμαστε τίποτε άλλο, εκτός από τα
μαθήματά μας και τα παιχνίδια μας.
Θυμάμαι κάθε Κυριακή απόγευμα μας έντυνε η μητέρα μου, και όλη
Θυμάμαι κάθε Κυριακή απόγευμα μας έντυνε η μητέρα μου, και όλη
η οικογένεια πηγαίναμε στην παραλία.
Εκεί καθόμασταν σε ένα καφενείο και βλέπαμε τον κόσμο που έκανε βόλτες
πάνω-κάτω. Αυτή ήταν η μόνη διασκέδαση για τους γονείς μου, μετά από μιας
εβδομάδας εξαντλητικής δουλειάς και κούρασης.
Συναγωγή Χαλκίδας |
Εμείς τα παιδιά κάναμε και καμιά βόλτα και θυμάμαι μάλιστα, μας έκανε
εντύπωση να βλέπομε το τραίνο που
ερχόταν από την Αθήνα. Τρέχαμε τότε στα κάγκελα της γέφυρας και βλέπαμε τον
κόσμο, άλλος με τις βαλίτσες στα χέρια και άλλους ανεβασμένους στα αμάξια με τα
άλογα.
Εάν βλέπαμε κανέναν γνωστό τον ρωτούσαμε:
Πώς τα περάσατε στην Αθήνα, πως είναι η Αθήνα, μιας και εμείς αν και τόσο
κοντά (μόνο μιάμιση ώρα από τη Χαλκίδα), δεν είχαμε πάει ποτέ.
Τότε στην Αθήνα πήγαινε μόνο ο εμπορικός κόσμος και αυτοί που είχαν ανάγκη κάποιου γιατρού ή
να δουν κανένα συγγενή τους.
Μέχρι εδώ όλα καλά.
Από εδώ και πέρα αρχίζει η περιπέτειά μας.
1940-1999. Έχουν περάσει 59 ολόκληρα χρόνια και αποφάσισα να γράψω
τις εμπειρίες της παιδικής μου ηλικίας, τα χρόνια της κατοχής και εν
συνεχεία του διωγμού μας.
Ήταν 28η Οκτωβρίου 1940, όταν η Ιταλία κήρυξε τον πόλεμο στην
Ελλάδα.
Τότε ήμουνα μαθητής του 1ου
Δημοτικού Σχολείου που βρισκόταν στην πλατεία αγοράς.
Η σειρήνα στη Χαλκίδα |
Ήταν ημέρα Δευτέρα, που εδώ και χρόνια γινόταν λαϊκή αγορά.
Ξαφνικά ακούσαμε τη σειρήνα της πόλης να μουγκρίζει και τρομαγμένοι
ρωτήσαμε τους δασκάλους μας τι συμβαίνει. Εκείνοι για να μην πανικοβληθούμε,
μας έδιωξαν και μας είπαν να πάμε γρήγορα σπίτια μας. Βγαίνοντας από το
σχολείο, αυτό που είδαν τα μάτια μου ήταν τρομερό.
Όλος ο κόσμος, εκείνη την ώρα πανικόβλητος έτρεχε στους δρόμους και
ρωτούσε τι συμβαίνει. Οι γονείς έτρεχαν στα σχολεία για να πάρουν τα παΐδια
τους. Οι αγρότες άφησαν τα προϊόντα τους και έφυγαν για τα χωριά τους, καθώς
και ο κόσμος που ψώνιζε έτρεχε στα σπίτια του.
Ήταν τόσο ξαφνικό αυτό που ακούσαμε. Γρήγορα από στόμα σε στόμα μαθεύτηκε
ότι η Ιταλία κήρυξε τον πόλεμο κατά της Ελλάδος. Τα ραδιόφωνα άρχισαν τα
εμβατήρια και ο σπίκερ με τη χαρακτηριστική του φωνή, έδινε θάρρος στον κόσμο,
προσπαθώντας να τονώσει το ηθικό τους.
Αμέσως άρχισε η επιστράτευση. Οι άνδρες έτρεχαν να ντυθούν στρατιώτες για
να φύγουν για το μέτωπο, για να αντιμετωπίσουν τον εχθρό εφόσον τους καλούσε η
πατρίδα. Υπήρχε ένας πατριωτισμός απ΄ όλον τον κόσμο σαν να πηγαίνανε σε γλέντι
και όχι σε πόλεμο. Μας αιφνιδίασαν μπαμπέσικα βουλιάζοντας ένα πολεμικό πλοίο
μας το «ΕΛΛΗ», στη νήσο Τήνο.
Τα τραίνα με τραγούδια έφευγαν γεμάτα στρατό για την πρώτη γραμμή.
Γονείς και γυναίκες με τα παιδιά στην αγκαλιά τους, τους
αποχαιρετούσαν
και τους εύχονταν καλή τύχη και γρήγορα
να γυρίσουν νικητές.
Εκείνη τη χρονιά του 1940 ήταν βαρυχειμωνιά με πολύ κρύο και χιόνια.
Εκείνη τη χρονιά του 1940 ήταν βαρυχειμωνιά με πολύ κρύο και χιόνια.
Ο στρατός μας είχε ανάγκη από ζεστά ρούχα και κάλτσες μάλλινες για να μην
πάθουν κρυοπαγήματα.
Όλες οι γυναίκες έπλεκαν φανέλες και κάλτσες μάλλινες και τα έστελναν
στους δικούς τους. Ο Ελληνικός στρατός αν και πολύ μικρότερος σε άρματα,
στρατεύματα και πολεμικό υλικό, αντιμετώπισε τον εχθρό με μεγάλο θάρρος και
αυτοθυσία.
Με τη λέξη «ΑΕΡΑ» των αξιωματικών μας και των τσολιάδων μας,
οι στρατιώτες έπαιρναν θάρρος και δύναμη και ορμούσαν σαν λιοντάρια
εναντίον του εχθρού.
Όπως ακούγαμε από το ραδιόφωνο και διαβάζαμε στις εφημερίδες, οι νίκες
του στρατού μας κάθε μέρα ήταν και μεγαλύτερες. Με την ορμή που είχε
ο στρατός μας έπαιρνε τις πόλεις της Αλβανίας τη μία πίσω από την άλλη,
χωρίς να μπορούν να μπουν στην Ελλάδα ούτε ένα χιλιόμετρο
Θυμάμαι αν και ήμουν παιδί, με αυτά που άκουγα από το ράδιο για τις επιτυχίες
του στρατού μας, με είχε κυριεύσει ένας ενθουσιασμός που αν μπορούσα θα πήγαινα
να πολεμήσω και εγώ στην πρώτη γραμμή.
Ο αγώνας ήταν πολύ μεγάλος και σκληρός με μεγάλες απώλειες εκατέρωθεν.
Αυτά δυστυχώς αυτά έχει ένας πόλεμος. Η λέξη πόλεμος είναι πολύ ανατριχιαστική
γιατί αφήνει πίσω του μάνες χαροκαμένες, γυναίκες χήρες. Παιδιά ορφανά, πείνα,
ερείπια, καταστροφές, που πρέπει να περάσουν πολλά χρόνια για να ξεχαστούν, αν
μπορούν ποτέ να ξεχαστούν.
Κατά τη διάρκεια του πολέμου, στην αρχή δεν είχαμε ελλείψεις από τρόφιμα
και άλλα είδη πρώτης ανάγκης, αλλά όσο περνούσαν οι μήνες άρχισαν σιγά-σιγά να
φαίνονται, γιατί ο στρατός μας είχε μεγάλες ανάγκες.
Έτσι περνούσαν οι μέρες και οι νύχτες και οι μήνες με τη σκέψη μας
στους στρατιώτες μας, που υποφέρανε στα χιονισμένα βουνά της Αλβανίας. Οι
νίκες του Ελληνικού στρατού εναντίον των Ιταλών ήταν μεγάλες.
Αντιστράφησαν όμως τα πράγματα με την εισβολή των Γερμανικών στρατευμάτων
στην Ελλάδα.
Ήταν Απρίλιος του 1941. Μεγάλη εβδομάδα του Πάσχα όταν εισέβαλαν οι
Γερμανοί. Όπως κατέβαιναν από τη Βόρειο Ελλάδα, πριν μπουν στις πόλεις άρχισαν
να τις βομβαρδίζουν, για να τρομοκρατήσουν τον κόσμο και να μην υπάρχει
αντίσταση. Θυμάμαι όταν άρχισαν ο βομβαρδισμοί στη Χαλκίδα με
το σφύριγμα της σειρήνας ο κόσμος έτρεχε σαν τρελός να κρυφτεί όπου
νόμιζε πως θα είναι πιο ασφαλής. Καταφύγια δεν υπήρχαν μόνο μερικές αποθήκες
και υπόγεια μαγαζιών και σπιτιών. Η οικογένειά μου και άλλες από τη Χαλκίδα,
έφευγαν και πήγαιναν στα γύρω χωριά για να είναι μακριά από την πόλη που
βομβάρδιζαν τα Γερμανικά στούκας. Εμείς θυμάμαι είχαμε πάει σε ένα χωριό για
ασφάλεια 5 χιλιόμετρα μακριά από τη Χαλκίδα. Καλά που είχαμε φύγει διότι σ΄
έναν βομβαρδισμό έπεσε μια βόμβα πολύ κοντά στο σπίτι μας και είχε κάνει
μεγάλες καταστροφές στις στέγες των σπιτιών, καθώς και στο εσωτερικό. Στο
σημείο που έπεσε η βόμβα ήταν μια πλατεία και μέσα σ΄ αυτήν ήταν μια εκκλησία Η
«Αγία Βαρβάρα». Παρ΄ όλο που η στέγη της καταστράφηκε τελείως, τα καντήλια της ως εκ θαύματος ήταν αναμμένα
καθώς έλεγε ο κόσμος όταν μπήκε στην εκκλησία να δει τις ζημιές. Στο χωριό
μαθαίναμε ότι όλο και πλησιάζανε προς τη Χαλκίδα, που μια μέρα θυμάμαι μπήκε ο
Γερμανικός στρατός στην πόλη μας και έριχνε με τα πολυβόλα για
Τα φορτηγά αυτοκίνητα με στρατό, τα τανκς και οι μοτοσυκλέτες έτρεχαν
στους δρόμους της πόλης για να στρατοπεδεύσουν. Όλος ο κόσμος ήταν κλεισμένος
στα σπίτια τους και από το φόβο τους δεν
κυκλοφορούσε κανείς έξω. Από τις πρώτες ημέρες άρχισαν να βγάζουν διαταγές,
όπως περιορισμός της κυκλοφορίας. Απαγορευόταν σ΄ όλους να βγουν στο δρόμο μετά
της
6 η ώρα. Όποιον έβλεπαν έξω τον πυροβολούσαν για παραδειγματισμό.
Πριν μπουν τα Γερμανικά στρατεύματα κατοχής στην Ελλάδα είχε δημιουργηθεί
το αντάρτικο καθώς και στην Εύβοια. Πολύς κόσμος τότε έφυγε για τα βουνά για να
οργανωθούν και να χτυπήσουν τον εχθρό.
Την περίοδο αυτή η ζωή στην Ελλάδα ήταν πολύ δύσκολη και πολύς κόσμος
πέθανε λόγω πείνας, επειδή δεν εύρισκε τα προς το ζην απαραίτητα όπως ψωμί, λάδι, όσπρια κ.α.
Οι Γερμανοί έπιαναν τον κόσμο και όσοι ήταν αντίθετοι στις διαταγές τους,
άλλους τους έκλειναν φυλακή και άλλους τους εκτελούσαν εν ψυχρώ στο δρόμο.
Όπου περνούσαν ήταν ο φόβος και ο τρόμος. Τα βράδια που έκαναν περιπολία
στους δρόμους, ακούγαμε τις μπότες τους που περπατούσαν κάτω από τα σπίτια μας
και τρέμαμε μήπως χτυπήσουν και τη δική μας πόρτα και συλλάβουν τον πατέρα μας
ή τον αδελφό μας και τον κλείσουν φυλακή ή τον εκτελέσουν.
Αφού πέρασαν αρκετοί μήνες, μια μέρα μάθαμε ότι στη Θεσσαλονίκη άρχισαν
σιγά-σιγά να μαζεύουν τους Εβραίους για να τους στείλουν στα στρατόπεδα
συγκεντρώσεως. Ήταν η πρώτη πόλη της Ελλάδος, απ΄ όπου χάθηκαν περισσότερα από
50.000 άτομα. Είχαμε ακούσει ότι τα ίδια έκαναν και στα άλλα κράτη της Ευρώπης
που πέρασαν. Ξέραμε ότι δεν θα γύριζε κανείς από τα στρατόπεδα, διότι εκεί τους
βασάνιζαν με τον πιο σκληρό τρόπο, μέσα
στα χιόνια και στο κρύο, με ξύλο, πείνα και σκληρή δουλειά. Τότε εμείς απ΄ τις
υπόλοιπες πόλεις της Ελλάδας, φύγαμε όσο πιο γρήγορα μπορούσαμε για να σωθούμε.
Όταν φύγαμε για τα χωριά της Εύβοιας, ήταν Φθινόπωρο του 1942. Η διαταγή να
μαζέψουν τους Εβραίους είχε βγει πιο μπροστά σε άλλες πόλεις, αλλά εμείς μόλις
το μάθαμε κοιτάξαμε να φύγουμε πιο γρήγορα για να μη μας πιάσουν. Οι
οικογένειες της Χαλκίδας σκορπίστηκαν στα γύρω χωριά της Κεντρικής Εύβοιας. Το
κάναμε αυτό για λόγους ασφαλείας, να μη μας βρουν όλους μαζί. Μερικοί νέοι από
εμάς, πήγαν και στο αντάρτικο να πολεμήσουν τους Γερμανούς. Η Κοινότητα της
Χαλκίδας τότε είχε 300 άτομα περίπου, όταν φύγαμε για τα χωριά της Εύβοιας για
να σωθούμε, τα αφήσαμε όλα στο έλεος του Θεού, τα σπίτια μας, τα μαγαζιά μας
και ότι άλλο πολύτιμο είχαμε, λεφτά, χρυσαφικά κ.α.
Τότε η Εβραϊκή Κοινότητα Χαλκίδας, με τον πρόεδρό της και το Ραββίνο,
παρέδωσαν στον Μητροπολίτη Χαλκίδας τον αείμνηστο Γρηγόριο, τα πολυτιμότερα
ιερά κειμήλια τα «Σεφαρίμ» (ιερές περγαμηνές) και άλλα ιερά βιβλία να τα κρύψει
για να μην τα βρουν οι Γερμανοί και τα καταστρέψουν. Εκείνος με κίνδυνο της
ζωής του όχι μόνο τα έκρυψε, αλλά όταν γυρίσαμε μετά την κατοχή μας τα επέστρεψε
όπως ακριβώς του τα είχαμε δώσει.
Γρηγόριος |
Ο Μητροπολίτης Γρηγόριος ήταν ένας άγιος καλοσυνάτος άνθρωπος και
τον αγαπούσαν όλοι.
Το σπουδαιότερο για εμάς ήταν ότι ήταν πολύ φιλοεβραίος. Γι αυτό η Εβραϊκή
Κοινότητα Χαλκίδας τον είχε τιμήσει ως ευεργέτη και τον έχει τοποθετήσει μαζί
με άλλους Εβραίους ευεργέτες, σε ειδική μαρμάρινη πλάκα που βρίσκεται στην Ιερά
Συναγωγή.
Όσο για τα σπίτια μας, όταν γυρίσαμε δεν βρήκαμε τίποτα.
Τα είχαν λεηλατήσει και καταστρέψει όλα οι Γερμανοί.
Στα χωριά και στα βουνά υπήρχαν οι αντάρτες και η Εθνική Αντίσταση που πολεμούσε
τον εχθρό Γερμανό κατακτητή. Οι αντάρτες μας υποστήριζαν πάρα πολύ, για να
βρούμε σπίτια και να μπούμε μέσα. Οι χωριάτες φοβόντουσαν να μας βάλουν στα
σπίτια τους μήπως το μάθουν οι Γερμανοί και τους κάψουν τα δικά τους σπίτια.
Είχαν βέβαια και αυτοί το δίκιο τους. Ήταν όμως και πολλοί που μας
υποστήριξαν επειδή μας λυπήθηκαν γι αυτό που μας βρήκε.
Η δική μου οικογένεια βρήκε ένα δωμάτιο στο σπίτι του κ. Αγγελή
Βασιλείου, στο χωριό Κάτω Στενή. Το σπίτι είχε ένα χαγιάτι μακρύ και στη σειρά
ήταν 3 δωμάτια. Εμείς καθίσαμε στο
τελευταίο. Το κατώγι το είχαν σαν αποθήκη με διάφορα πράγματα. Είχαν κι ένα γαϊδουράκι
κι εμείς σαν παιδιά το παιδεύαμε.
Τη γυναίκα του κ. Αγγελή τη λέγανε Μαρία και είχαν 3 αγόρια, το Σταύρο,
το, Γιάννη και το Σπύρο, καθώς και δύο κορίτσια, τη Δήμητρα και την Τασία.
Αυτοί οι άνθρωποι έκαναν ότι μπορούσαν για να περνάμε εμείς καλύτερα, παρ΄ όλο
που ήταν φτωχοί. Τα αγόρια δούλευαν στα χωράφια και σε οικοδομές (ήταν
χτιστάδες) και τα κορίτσια βοηθούσαν τους γέρους στις διάφορες δουλειές του
σπιτιού. Όταν έφερναν από τα χωράφια διάφορα τρόφιμα, μας έδιναν και εμάς. Όταν
ζύμωναν, το πρώτο ψωμί που έβγαινε ζεστό από το φούρνο, ήταν για την οικογένεια
μας καθ΄ ότι τόσο εγώ, όσο
και η αδελφή μου, βοηθούσαμε να μαζεύουμε ξύλα και κλαριά για το φούρνο.
Το χειμώνα που έκανε πολύ κρύο και έριχνε πολλά χιόνια μας έδιναν ξύλα για να
ζεσταθούμε. Πολλά βράδια μας φώναζαν ο μπάρμπα Αγγελής και η κυρά Μαρία να πάμε
να μείνουμε μαζί με τα δικά τους παιδιά στο δωμάτιό τους, που είχε τζάκι και ήταν
ζεστό.
Τότε έφτιαχνε και τηγανόψωμα για να φάμε με ελιές και κρεμμύδια. Καμιά
φορά τρώγαμε και κυνήγι που έφερνε ο
μεγάλος γιος τους ο Σταύρος. Αυτός ήτανε μανιώδης κυνηγός αλλά όταν καμιά φορά
πήγαινε και δεν έφερνε τίποτα του κάναμε πλάκα.
Μας αγαπούσανε, γιατί μας καταλάβανε ότι είμαστε καλή οικογένεια και
εμείς προσπαθούσαμε όσο μπορούσαμε, να τους βοηθάμε χωρίς να φέρνουμε κανένα
πρόβλημα στο σπιτικό τους.
Τον πατέρα μου τον αγαπούσε ο Μπάρμπα Αγγελής, γιατί καθόταν και του
κουβέντιαζε και του άρεσε να τον ακούει. Όταν πήγαινε ο πατέρας μου στο
καφενείο, μαλώνανε ποιος θα τον πρωτοκεράσει καφέ ή βανίλια. Είχε κάνει πολλούς
φίλους ο πατέρας μου και όλοι θέλανε να μας βοηθήσουν. Εκτός αυτού είχε και
τους συνεργάτες του από τη Χαλκίδα, οι οποίοι με φόβο και πάντα κρυφά από τους
Γερμανούς, μας έστελναν λίγα χρήματα και τρόφιμα.
Σταύρος και Σπύρος Βασιλείου στην κατασκευή του καταφυγίου στη Λειρή το 1960 |
Ήταν συνέταιρος με τον κ. Μήτσο Σταματουδάκη και τον αδελφό του Νίκο
είχαν εργατικό που έφτιαχναν παπούτσια.
Εκεί στο καφενείο γνώρισε και άλλους χωριανούς, όπως τον Τάσο Βλάχο, τον
Κώστα Μαστρογιάννη, το Σπύρο Ντούρμα καθώς και τον αδελφό του Γρηγόρη, το
Νασάκη Γιαλό, τη γυναίκα και το γιο του Μιχάλη. Επίσης το Σουλτάνη που είχε
καφενείο, το δασάρχη ένα σοβαρό και μορφωμένο άνθρωπο, τον Τάσο Ντούρμα, τον
αδελφό του Τάσου Βλάχου, τον Πέτρο, που ήταν δασοφύλακας (αυτός μας έφερνε κρύα
σύκα και σταφύλια να φάμε) και τόσους άλλους, όπως τον Τάσο Κρητικό και τη
γυναίκα του Ουρανιά, που
είχαν 7 παιδιά και όμως παρ΄ όλη τη φτώχεια τους, μας
έφερναν κι εμάς που καθόμασταν δίπλα τους , ψωμί, όσπρια, τραχανά και ότι άλλο
μπορούσαν. Αργότερα ο πατέρας μου γνώρισε τον Τάσο Βλάχο και τη γυναίκα του
Μαρία. Και αυτοί οι άνθρωποι μας πρόσεξαν. Είχαν και μια κόρη την Αγγελικούλα η
οποία ήταν στην ηλικία μας και παίζαμε μαζί.
Τα αδέρφια Κρητικού μπροστά στο φορτηγό τους. Στον κεντρικό δρόμο της Κάτω Στενής (απέναντι από το σημερινό μεζεδοπωλείο).
Από αριστερά: Χαράλαμπος (Λόντος), Ιωάννης (Γιαννάρας), Θανάσης και Γρηγόρης.Δεκαετία 1960
|
Όταν γυρίσαμε από το Ισραήλ το 1946, η αδελφή μου έμαθε την Αγγελικούλα
μοδίστρα και έτσι με τη σειρά μας την πήραμε στο σπίτι μας και την είχαμε σαν
παιδί μας. Τόση εμπιστοσύνη μας είχαν οι γονείς της, που μας άφηναν μόνους μας
στο σπίτι τους, σαν να ήμασταν νοικοκυραίοι να κάνουμε ότι θέλουμε.
Η κυρά Μαρία είχε καλή ψυχή, αγαθός άνθρωπος χωρίς κακία, είχε τη μητέρα
μου σαν αδελφή της και την πρόσεχε. Εγώ και η αδελφή μου, σαν παιδιά παίζαμε με
τα παιδιά του χωριού. Εγώ σαν πιο μεγάλος πήγαινα καμιά φορά με κανένα φίλο για
ξύλα και τα φέρναμε με τα γαϊδουράκια.
Η δική μας οικογένεια πήγε στο χωριό Στενή, καθώς και άλλες οικογένειες,
όπως του Ζαχαρία Κοέν, του αδελφού του Ιωσήφ Κοέν, του Σολομών και Χαῒμ Μάιση,
του θείου μου Σιών Οβαδία, αδελφού της μητέρας μου, καθώς και τόσες άλλες
οικογένειες πήγαν στα γύρω χωριά.
Στην Πάνω Στενή ήταν και το αρχηγείο των ανταρτών και από εκεί γίνονταν
τα σχέδια πως θα χτυπήσουν το βάρβαρο κατακτητή σε διάφορες ενέδρες που του
έκαναν.
Θυμάμαι όταν ακούγαμε ότι έρχονται Γερμανοί με γεμάτα φορτηγά αυτοκίνητα
για να κυνηγήσουν τους αντάρτες, όλο το χωριό άδειαζε από τους άνδρες και τους
νέους και έμεναν μόνο οι γυναίκες και τα παιδιά. Μαζί με τους χωριάτες φεύγαμε
κι εμείς, ο πατέρας μου, εγώ κι ο θείος μου και πηγαίναμε στα βουνά, εκεί που
ήταν οι αντάρτες για να φυλαχτούμε, ενώ οι γυναίκες μένανε στο χωριό και τις
ντύνανε με χωριάτικα ρούχα και τις κρύβανε στα σπίτια τους, αλλού τη μητέρα μου
κι αλλού την αδελφή μου. Μια μέρα ακούσαμε ότι έρχονται Γερμανικά καμιόνια
(πάντα μας ειδοποιούσαν από τους Καθενούς γιατί μέχρι εκεί υπήρχε δρόμος και
μετά μέχρι τη Στενή είχε μονοπάτια)
μέχρι όμως να φτάσουν στη Στενή, το χωριό είχε αδειάσει. Εμείς με άλλους
Στενιώτες ανεβήκαμε στα βουνά. Είχαμε πάει σε ένα βουνό πάνω από τη Στενή που
είχε πυκνό δάσος. Εκεί πήγαιναν οι αντάρτες για να κρυφτούν, επειδή είχε πυκνή
βλάστηση. Όταν φτάσαμε ψηλά, βρήκαμε τους αντάρτες
οι οποίοι παρακολουθούσαν με κιάλια τις κινήσεις των Γερμανών.
Θυμάμαι όσες φορές έρχονταν οι Γερμανοί μέχρι τη Στενή, έπαιρναν τα μέτρα
τους για τυχόν ενέδρα από τους αντάρτες.
Το πρώτο που έκαναν ήταν να ανέβουν στον κόκκινο βράχο, που στέκει
επιβλητικός πάνω από τη Στενή και να στήσουν εκεί το παρατηρητήριό τους
κι άλλοι ακροβολιζόντουσαν γύρω-γύρω. Δεν θυμάμαι ποτέ οι αντάρτες να
είχανε δώσει μάχη με τους Γερμανούς, γιατί ξέρανε ότι αν τους κτυπούσανε,
οι Γερμανοί θα καίγανε τα χωριά τους, την Πάνω και Κάτω Στενή, όπως το
συνηθίζανε αυτό, για αυτό τους παρακολουθούσανε από τα λημέρια τους, χωρίς να δώσουν
αφορμή για μάχη. Αφού μένανε για ώρες στο χωριό, παίρνανε το δρόμο της
επιστροφής προς Καθενούς, για να γυρίσουν με τα καμιόνια στη Χαλκίδα. Μετά
εμείς σιγά-σιγά και με φόβο ψυχής μήπως ξεγελάσουν τους αντάρτες αφήνοντας πίσω
τους καμιά δύναμη, παίρναμε το δρόμο της επιστροφής μέσα από χαράδρες και
μονοπάτια που ήξεραν οι Στενιώτες, για το χωριό. Μόλις μπαίναμε στο χωριό,
ρωτούσαμε σε ποιο σπίτι κρύβεται η μητέρα μου και σε ποιο η αδελφή μου, γιατί
ποτέ δεν ήταν στο ίδιο σπίτι όταν τις βρίσκαμε πηγαίναμε στο σπίτι που μέναμε
και εκεί άρχιζαν οι ερωτήσεις, πού κρυφτήκαμε, εάν κουραστήκαμε, εάν πήγαμε
πολύ μακριά, πόσες ώρες περπατούσαμε, εάν είχαμε φάει, εάν χτυπήσαμε πουθενά,
γιατί δεν ήμασταν μαθημένοι σε ανάβαση στα τόσο δύσκολα βουνά.
Και εμείς με τη σειρά μας ρωτούσαμε εκείνους και ξέραμε ότι σε όποιο σπίτι κι αν ήταν, θα
ήταν ασφαλείς.
Θυμάμαι άλλη μια φορά, όταν γυρίσαμε στο χωριό από μια άλλη τέτοια
περιπέτεια στα βουνά της Στενής. Όταν πήγαμε στα γνωστά σπίτια για να βρούμε τη
μητέρα μου και την αδελφή μου, μας είπαν ότι φύγανε και πήγανε στο χωριό Γίδες,
γιατί εκεί δεν πήγαιναν Γερμανοί κι ήταν ο αδελφός της μητέρας μου Ηλίας
Οβαδίας και ο θείος μου Ιωσάς Κωστής, για να είναι όλοι μαζί. Τότε ο πατέρας
και κι εγώ, ύστερα από τόση κούραση που είχαμε πήραμε το δρόμο για τις Γίδες να
τις βρούμε, γιατί δεν θα ξέρανε τι γινόμαστε.
Μείναμε εκείνο το βράδυ εκεί όλοι μαζί και την άλλη μέρα το πρωί γυρίσαμε
στη Στενή. Ήμασταν ψόφιοι από την κούραση. Μετά από τόσες ώρες πορεία στα
βουνά, οι δυνάμεις μας, μας είχαν εγκαταλείψει.
Άλλη μια φορά ήταν βαρυχειμωνιά, ένα πρωινό με πολύ κρύο και πολλά
χιόνια, που διαδόθηκε ότι θα ανέβαιναν οι Γερμανοί στο χωριό.
‘Όλοι οι άνδρες μαζί και εμείς, παίρναμε τα μονοπάτια και πηγαίναμε στο
λόγγο (είναι ο δρόμος που πηγαίνει προς το καταφύγιο). Το χιόνι μέσα στο χωριό
ήταν πάνω από μισό μέτρο και όσο προχωρούσαμε τόσο γινόταν περισσότερο. Ήμασταν
μια ομάδα από τον πατέρα μου, το θείο μου κι εμένα καθώς και
μερικούς χωριάτες που φύγαμε μαζί. Περπατούσαμε με δυσκολία μέσα στα χιόνια διότι βουλιάζαμε μέχρι το γόνατο και ήταν πολύ κουραστικό για μας. Ως ένα σημείο πήγαμε όλοι μαζί. Οι χωριάτες που ήταν μαθημένοι να περπατούν μέσα στα χιόνια, περπατούσαν γρήγορα. Εμείς όσο το χιόνι δυνάμωνε δυσκολευόμασταν και μείναμε πίσω. Εκείνοι συνέχισαν γρήγορα το δρόμο τους αφού μας ευχήθηκαν καλό κουράγιο και καλή επιστροφή. Είχε περάσει αρκετή ώρα που περπατούσαμε με δυσκολία, ώσπου σε κάποια στιγμή άρχισε χιονοθύελλα. Ο πατέρας μου και ο θείος μου που ήταν πολύ μεγαλύτεροι από εμένα, λαχάνιαζαν από την κούραση.
μερικούς χωριάτες που φύγαμε μαζί. Περπατούσαμε με δυσκολία μέσα στα χιόνια διότι βουλιάζαμε μέχρι το γόνατο και ήταν πολύ κουραστικό για μας. Ως ένα σημείο πήγαμε όλοι μαζί. Οι χωριάτες που ήταν μαθημένοι να περπατούν μέσα στα χιόνια, περπατούσαν γρήγορα. Εμείς όσο το χιόνι δυνάμωνε δυσκολευόμασταν και μείναμε πίσω. Εκείνοι συνέχισαν γρήγορα το δρόμο τους αφού μας ευχήθηκαν καλό κουράγιο και καλή επιστροφή. Είχε περάσει αρκετή ώρα που περπατούσαμε με δυσκολία, ώσπου σε κάποια στιγμή άρχισε χιονοθύελλα. Ο πατέρας μου και ο θείος μου που ήταν πολύ μεγαλύτεροι από εμένα, λαχάνιαζαν από την κούραση.
Περπατούσαμε πολύ για να απομακρυνθούμε από το χωριό. Κάθε λίγο
σταματούσαμε για να ξεκουραστούμε. Αν και εγώ είχα κουραστεί πολύ, προσπάθησα
να τους δώσω κουράγιο, άντε και λίγο ακόμα και φθάνουμε. Για μια στιγμή
παρέδωσαν και μου λένε: Μέχρι εδώ παιδί μου, ας κάτσουμε εδώ και ότι τύχη
έχουμε. Δίπλα μας ήταν ένα γέρικο δένδρο, μια μεγάλη καστανιά που είχε μια
μεγάλη κουφάλα. Κάτω από το δένδρο προστατευθήκαμε λίγο από την χιονοθύελλα.
Όπως ήμασταν όμως μούσκεμα από το χιόνι, αρχίσαμε να κρυώνουμε. Εκεί που είχαμε
τσουτιάσει σαν τα πουλιά του χειμώνα, βλέπουμε έναν χωριάτη νέο στην ηλικία, να
έχει ένα ταγάρι στην πλάτη του και να φοράει χοντρά παπούτσια φτιαγμένα από
ρόδες αυτοκινήτου (καουτσούκ), έτσι τα λέγανε. Αυτός έτρεχε πάνω στο χιόνι σαν
να μην πατούσε. Μόλις μας είδε που είχαμε τσουτιάσει ο ένας δίπλα στον άλλον
για να ζεσταθούμε, σταματάει και μας είπε: Γιατί σταματήσατε; Περπατάτε γιατί θα παγώσετε και θα πεθάνετε
από το κρύο.
Μας ρώτησε: πού πάτε; Πως βρεθήκατε εδώ; Εμείς του είπαμε ότι φύγαμε από
τη Στενή για να προστατευτούμε από τους Γερμανούς και επειδή είμαστε Εβραίοι
φοβόμαστε μήπως και μας σκοτώσουνε. Εκείνος μας έδωσε λίγο ψωμί που είχε στο
ταγάρι του, εμείς τον ευχαριστήσαμε και τον ρωτήσαμε από πού είναι και αν είναι
μακριά το χωριό του. Μας είπε ότι είναι από τους Στρόπωνες κι ότι ήταν αρκετή
ώρα ακόμα. Σε λίγο έφυγε περπατώντας γρήγορα σαν τσακάλι. ‘Όπως πατούσε στο χιόνι,
τα καουτσούκλια άφηναν πάνω την πατημασιά τους (κουπό), που για μας ήταν οδηγός
για να μπορέσουμε να περπατήσουμε μέσα στο χιόνι και να φθάσουμε στο χωριό.
Με όσες δυνάμεις μας είχαν απομείνει και για να μην χάσουμε τις
πατημασιές (κουπό) αποφασίσαμε να
ξεκινήσουμε, γιατί εάν μας έπαιρνε η νύχτα, θα παγώναμε μέσα στο δάσος. Είχε αρχίσει
να πέφτει μια παγωμάρα, δεν βλέπαμε παρά ένα κάτασπρο σεντόνι από χιόνια. Ούτε
μπορούσαμε να ακούσουμε τίποτα εάν κάποιος παρουσιαζόταν. Αυτή για εμάς ήταν
μια τρομερή εμπειρία. Σε λίγο φύγαμε από το μικρό καταφύγιο που είχαμε βρει
μέσα στην κουφάλα του δέντρου και ακολουθώντας τον κουπό του χωριάτη,
διευκολυνθήκαμε στο να μη χαθούμε. Σε λίγο μέσα στην θαμπάδα από τη
χιονοθύελλα, βλέπουμε ένα τσούρμο από ανθρώπους που πήγαιναν ο ένας πίσω από
τον άλλον σιγά-σιγά. Ποιος ξέρει πόσες ώρες περπατούσαν κι εκείνοι. Εγώ τους
είδα πρώτος και φώναξα στον πατέρα μου. Μπαμπά κοίταξε στο βάθος, αυτοί πρέπει
να είναι αντάρτες. Όταν με κόπο πλησιάσαμε ένας από την ομάδα μας πλησίασε και
μας ρώτησε ποιοι είμαστε, από πού ερχόμαστε και που πάμε. Του εξηγήσαμε ότι ήμασταν
Εβραίοι και φύγαμε από το χωριό για να κρυφτούμε. Τους ρωτήσαμε που βρισκόμαστε
και μας είπαν ότι είχαμε φτάσει στην κορυφογραμμή του λόγγου και ότι από εκεί
θα κατηφορίζαμε για το χωριό Στρόπωνες. Οι αντάρτες ήταν κουκουλωμένοι μέχρι τα
αυτιά, άλλοι φορούσαν γάντια χακί, άλλοι είχαν δεμένα τα πόδια τους με πανιά και
στα πρόσωπα τους ήταν ζωγραφισμένη η κούραση και η ταλαιπωρία που είχαν περάσει
περπατώντας μέσα στα χιόνια. Όπως εμείς, έτσι και αυτοί πήγαιναν στους
Στρόπωνες για να μην πέσουν πάνω στους Γερμανούς. Ελάτε μαζί μας, μας είπαν θα
πάμε όλοι μαζί.
Όταν καμιά φορά φτάσαμε στο χωριό μετά από αυτήν την ταλαιπωρία και την
εξαντλητική κούραση, είδαμε στην πλατεία μαζεμένους πολλούς αντάρτες, που είχαν
έρθει και από άλλα σημεία της Εύβοιας. Στην πλατεία του χωριού ήταν ένα μεγάλο
καφενείο του «Μπαλάκα», έτσι λεγόταν και μέσα είχε κόσμο.
Πήγαμε κι εμείς και είδαμε να καίει μία μεγάλη σόμπα με ξύλα. Πλησιάσαμε
για να ζεσταθούμε αλλά και για να στεγνώσουν τα ρούχα μας που ήταν μούσκεμα από
τα χιόνια. Εκεί παραγγείλαμε κι από ένα ζεστό τσάι και πιάσαμε κουβέντα με τους
αντάρτες, οι οποίοι μας έκαναν τις ίδιες πάντα ερωτήσεις. Τότε ένας αντάρτης
λεβέντης, ψηλός σαν κυπαρίσσι με γενειάδα, φορούσε ένα μαύρο σκούφο από γούνα
και τα φυσεκλίκια σταυρωτά, ακούγοντας την κουβέντα που κάναμε με τους άλλους,
μας πλησίασε και μας είπε: Μην ανησυχείτε. Σας βλέπω πόσο ταλαιπωρημένοι είστε.
Καθίστε λίγο εδώ και θα φροντίσω εγώ να σας βρω σπίτι να μείνετε και να τρώτε
εκεί.
Έτσι και έγινε. Όταν άρχισε να σουρουπώνει, ήρθε ο ίδιος και μας πήρε και
μας πήγε σ΄ ένα σπίτι λίγο πιο μακριά από το καφενείο. Εδώ θα μείνετε λίγες
ημέρες μέχρι να περάσει η κακοκαιρία και μετά θα σας στείλω στη Στενή μαζί με άλλους.
Έδωσε εντολή στο νοικοκύρη του σπιτιού να μας φροντίζει και να μας δίνει φαῒ. Ο
νοικοκύρης ήταν πολύ καλός άνθρωπος καθώς και η γυναίκα του. Όσες μέρες
καθίσαμε εκεί περάσαμε καλά και ξεκουραστήκαμε. Μετά από λίγες μέρες μας είπε,
ότι την άλλη μέρα θα επιστρέφαμε στη Στενή μαζί με τους άλλους αντάρτες. Την
άλλη μέρα ξεκινήσαμε από την πλατεία του χωριού αφού ευχαριστήσαμε το νοικοκύρη
και τη γυναίκα του για την περιποίηση καθώς και τον αντάρτη (δεν θυμάμαι το
όνομά του) που μας φρόντισε με τόση αγάπη. Φθάνοντας στη Στενή ανταμώσαμε και
πάλι όλη
την οικογένεια, όχι όμως και πάλι για πολύ. Μόλις τελείωνε η μία
περιπέτεια, άρχιζε πάλι άλλη.
Ήταν Μάρτιος του 1943. Ο πατέρας μου έφυγε, όπως συνήθιζε με κάτι φίλους
του και πήγε στην Πάνω Στενή για να μάθει από τους αντάρτες τις κινήσεις των
Γερμανών. Εκεί ήταν και το αρχηγείο. Στα καφενεία και από στόμα σε στόμα
μαθαίνονταν πολλά και όταν ερχόταν στο σπίτι μας τα έλεγε.
Εκείνη την ημέρα θυμάμαι, όπως καθόμασταν στο δρόμο με τα άλλα παιδιά και
παίζαμε είδαμε μία παράξενη κινητοποίηση από τους αντάρτες. Άλλοι περνούσαν
πεζοί και άλλοι πάνω σε άλογα. Επίσης είδαμε έναν μοτοσικλετιστή Ιταλό το Λίνο
ο οποίος μετά που έφυγαν οι Ιταλοί και μπήκαν οι Γερμανοί στην Ελλάδα έφυγε και
αυτός μαζί με άλλους και πήγαν με τους αντάρτες για να σωθούν επειδή ήταν
αντίθετοι με τους Γερμανούς, παρ΄ όλο που ήταν σύμμαχοι. Αυτός ο Ιταλός λοιπόν
είχε πάρει μια μοτοσυκλέτα και είχε προσχωρήσει στους αντάρτες. Κάθε μέρα
σχεδόν τον βλέπαμε να αλωνίζει με τη μοτοσυκλέτα του και με μια τσάντα στον ώμο
του όλα τα χωριά. Ήταν ο σύνδεσμος των ανταρτών. Του είχαν μεγάλη εμπιστοσύνη.
Ήταν τρομερός πάνω στη μοτοσυκλέτα, ακροβάτης. Εμείς τα παιδιά τον αγαπούσαμε
γιατί μας χαιρετούσε με καλοσύνη. Το ίδιο κάναμε κι εμείς. Γνωρίζουμε το θόρυβο
της μηχανής του από μακριά και φωνάζαμε: παιδιά έρχεται ο Λίνος. Αυτά σας τα
αναφέρω γιατί εκείνη την ημέρα, πέρασε πολλές φορές από την Κάτω Στενή για τα
άλλα χωριά.
Γυρνώντας ο πατέρας μου στο σπίτι, μας είπε ότι σήμερα οι Γερμανοί
ετοιμάζονταν να κάνουν «χτένισμα», έτσι το έλεγαν στην Κεντρική Εύβοια, δηλαδή
θα έκαναν οργανωμένη εκστρατεία κατά των ανταρτών γι αυτό και είδαμε τόσο μεγάλη
κινητοποίηση. Μετά από λίγες ημέρες μας ειδοποίησαν ότι αύριο ανεβαίνουν προς
τα πάνω. Έτσι άρχισε πάλι να σκορπίζεται η οικογένεια, «σαν του λαγού τα τέκνα»
όπως λένε. Εμείς οι άνδρες πήραμε πάλι τα μονοπάτια για τα βουνά και οι
γυναίκες μείναν στο σπίτι. Αφού περιπλανηθήκαμε και πάλι στο χωριό Στρόπωνες,
οι χωριάτες μας είπαν ότι πρέπει να πάμε πιο μακριά προς τη θάλασσα, δηλαδή
Λάμαρη, Μετόχι, Χιλιαδού κ.λ.π. Βλέπαμε έναν πανικό στον κόσμο και μας έλεγαν
να πάμε κι εμείς μαζί τους. Τελικά δεν πήγαμε πουθενά, λόγω εξαντλητικής
κούρασης που είχαμε. Θα κάτσουμε εδώ παιδί μου και ότι τύχη έχουμε, είπε ο πατέρας
μου, δεν αντέχω άλλο. Σ΄ ένα σοκάκι που βρισκόμασταν είδαμε ένα παλαιό σπίτι. Η
πόρτα ήταν κλειστή.
Την ανοίξαμε και είδαμε ότι τη χρησιμοποιούσαν για αποθήκη κι αχυρώνα,
καθ΄ ότι στο κατώγι είχαν παλαιά πράγματα του σπιτιού και άχυρα για τα ζώα.
Φωνάξαμε μήπως ήταν κανείς εκεί για να τον παρακαλέσουμε να κρυφτούμε, αλλά δεν
πήραμε καμία απάντηση. Τότε μπήκαμε μέσα και καθίσαμε πάνω στα άχυρα, χωρίς να
μιλάμε καν. Μπαίνοντας οι Γερμανοί στο χωριό Στρόπωνες, δε σταμάτησαν να
ρίχνουν με τα πολυβόλα προς εκφοβισμό και να τρέχουν στους δρόμους σαν τρελοί
και να φωνάζουν. Εμείς όταν τους ακούσαμε παγώσαμε και λέγαμε εάν μας βρουν τι
θα γίνει;
Τι τύχη θα έχουμε; Τι θα πούμε; Είχανε περάσει περίπου 2 ώρες που είχαν
μπει στο χωριό, ήτανε μεσημέρι και ξαφνικά εκεί που καθόμασταν μια μπότα
κλωτσάει την πόρτα και βλέπομε μπροστά μας έναν ψηλό Γερμανό, με έναν τσολιά
στα χακί ντυμένο. Ήταν Ράλης, ένας απ΄ αυτούς που συνεργάστηκαν με τους Γερμανούς.
Όταν μας αντίκρισαν να καθόμαστε ζαρωμένοι, ο τσολιάς μας ρώτησε: τι κάνετε
εσείς εδώ; Καθόμαστε του είπε ο πατέρας μου. Τότε ο τσολιάς μας ζήτησε
ταυτότητες ή ότι άλλα χαρτιά είχαμε πάνω μας. Του δώσαμε τις ταυτότητες να κάνει
έλεγχο και ο Γερμανός φώναζε: Παπιέ – παπιέ
δηλαδή τις ταυτότητες απ΄ ότι μας έλεγε ο τσολιάς.
Όπως είχε ο τσολιάς στα χέρια του τα χαρτιά, τα έδωσε στο Γερμανό. Εκείνη
τη στιγμή τα έπαιξε όλα για όλα ο πατέρας μου, πήρε θάρρος και λέει στον
τσολιά: άκουσε παλληκάρι μου, είμαστε Έλληνες Εβραίοι και κρυβόμαστε. Εάν είσαι
πατριώτης και πιστεύεις στο Θεό, μη μας προδώσεις στο Γερμανό. Τότε γύρισε ο
τσολιάς και είπε στον πατέρα μου. «Καλά μην ανησυχείτε» θα πω στο Γερμανό ότι
τα χαρτιά σας είναι εντάξει. Εσείς όμως δε θα το κουνήσετε από δω. Θα έλθω εγώ
να σας πάρω. Άλλωστε και να φεύγαμε που θα πηγαίναμε;
Έξω ήταν πιο επικίνδυνα. Φοβόμασταν μήπως πέσουμε σε καμιά περίπολο και
τότε αλίμονο μας. Κλείσαμε την πόρτα που ήτανε μπροστά στο δρόμο για να μη μας
δει κανείς άλλος και περιμέναμε. Πέρασαν περίπου 2-3 ώρες που για μας φάνηκε
αιώνας όσπου ήρθε ο τσολιάς και μας πήρε. Μας πήγε στην πλατεία του χωριού. Εκεί
ήταν μία μεγάλη εκκλησία και στο προαύλιο είχαν συγκεντρώσει αρκετό κόσμο που
είχαν βρει οι Ράληδες με τους Γερμανούς.
Ο τσολιάς μας είπε να κάτσουμε μαζί με τους άλλους και θα δούμε τι θα γίνει.
Οι Γερμανοί στρατιώτες με τα αυτόματα και τα όπλα μας φύλαγαν. Είχαν κάνει
γύρω-γύρω από εμάς ζώνη, ώστε να μη μπορεί κανείς να φύγει. Στο κέντρο της
πλατείας ήταν ένας Γερμανός αξιωματικός, με τα χέρια πίσω και έφερνε βόλτες λες
και ήταν κλεισμένος σε κλουβί, σαν άγριο θηρίο κι απ΄ ότι μάθαμε ήταν σκληρός
σαν σκύλος. Καθόμασταν όλοι μουδιασμένοι σε άσχημη ψυχολογική κατάσταση. Δεν
ήταν ευχάριστο να βλέπεις γύρω σου τόσους Γερμανούς και τσολιάδες με τα όπλα
στο χέρι, έτοιμοι να ρίξουν εάν κάποιος
τολμηρός έκανε τη σκέψη να φύγει. Η αγωνία μας ήτανε μεγάλη και το μυαλό μας
πήγαινε όλο στο κακό. Προπαντός εμείς που ήμασταν Εβραίοι, διατρέχαμε
μεγαλύτερο κίνδυνο από τους άλλους μήπως προδοθούμε.
Όπως κοιτούσα δεξιά κι αριστερά, έπεσε το μάτι μου σε κάποιον κύριο που
μιλούσε με κάτι πολίτες, ανθρώπους δικούς του ο οποίος ήταν μαζί με τους
τσολιάδες. Ο κύριος αυτός φορούσε ένα μπλε παλτό κι εγώ τον έβλεπα από το πίσω
μέρος όπως καθόταν. Εκείνη την ώρα σαν αστραπή πέρασε από το μυαλό μου, ότι
αυτός ο κύριος ήταν κάποιος φίλος του πατέρα μου, αξιωματικός του Ελληνικού
Στρατού, που όταν ήμασταν στη Χαλκίδα, δηλαδή πριν το διωγμό μας, έκαναν παρέα
και είχαμε οικογενειακές σχέσεις.
Αυθόρμητα τότε γυρίζω και λέω του πατέρα μου: μπαμπά – μπαμπά αυτός ο
κύριος δεν είναι ο κύριος Κώστας Μπλιπλής; Κοιτάζει ο πατέρας μου και τον
ανεγνώρισε. Γυρίζει σε μένα και μου λέει. Μπράβο παιδί μου αυτός είναι έχεις
δίκιο. Σωθήκαμε. Τώρα πώς να πάμε κοντά του να του μιλήσουμε; Φοβόμασταν να
ξεφύγουμε από το τσούρμο, μήπως κινήσουμε την υποψία ότι θέλουμε να το σκάσουμε
και τότε αλίμονό μας. Για καλή μας τύχη σε λίγο περνάει από κοντά μας, χωρίς
βέβαια να μας προσέξει. Τότε ο πατέρας μου με φόβο ψυχής του φωνάζει: Κώστα – Κώστα
φίλε μου. Εκείνος γυρίζει μας βλέπει και έρχεται κοντά μας.
Γιωσά, λέει στον πατέρα μου εσείς εδώ; Πώς βρεθήκατε εδώ με το παιδί;
Κώστα φίλε μου σε ικετεύω του είπε, πάρε μας από δω εάν μπορείς και θα
σου εξηγήσω. Πράγματι δεν πέρασε λίγη ώρα και στέλνει έναν δικό του άνθρωπο και
μας πήρε και τους τρεις. Έδωσε εντολή να μας πάει σ΄ ένα σπίτι του χωριού λίγο
πιο έξω. Εκεί είχε και τους άνδρες που είχε υπό τις διαταγές του. Αφού πήγαμε
εκεί γυρίζει και μας λέει: Έχω εντολή από τον κύριο Μπλιπλή να μη σας αφήσω
ούτε στο παράθυρο να βγείτε, γιατί γύρω – γύρω είναι Γερμανοί και ότι σε λίγο
θα έρθει και ο ίδιος. Οι άνδρες ήταν όλοι με πολιτική περιβολή, κανείς δεν ήταν
τσολιάς, όπως και ο ίδιος. Έπιασαν κουβέντα με τον πατέρα μου και το θειο μου
και άρχισαν να τον ρωτάνε, από πού ήσαστε και πως γνωρίζετε τον κ. Μπλιπλή και
άλλα. Όταν ο πατέρας μου
τους είπε ότι είμαστε από τη Χαλκίδα Εβραίοι και κρυβόμαστε, πέντε –έξι
απ΄ αυτούς μ΄ ένα στόμα μας είπαν «Μην φοβόσαστε τώρα που είστε εδώ» εμείς
είμαστε από τα Ψαχνά και είχαμε φίλο έναν Εβραίο φαναρτζή, το Μωυσή Φέγγα. Όλοι
τον αγαπάγαμε στο χωριό γιατί είναι καλός άνθρωπος.
Τότε ο πατέρας μου του είπε ότι είναι ξαδέλφια. Χωρίς αστεία θυμάμαι όλοι
μέσα σ΄ ένα μεγάλο δωμάτιο ψωμί, τυρί, ελιές και κοτόπουλα που είχαν κάνει
πλιάτσικο ψημένα στο τζάκι. Μετά από λίγο ήρθε και ο κ, Κώστας και άρχισε να
ρωτάει τον πατέρα μου που τον γνώριζε καλά πως βρεθήκαμε εκεί. Του εξήγησε ότι
φύγαμε από τη Στενή για να μην πέσουμε στους Γερμανούς, αλλά στο τέλος δεν το
αποφύγαμε γιατί δεν είχαμε δυνάμεις και κουράγιο να πάμε πιο μακριά από τους Στρόπωνες
στη Λάμαρη. Ρώτησε για τη μητέρα μου και την αδελφή μου που βρίσκονται. Καλά
είπε θα καθίσετε εδώ χωρίς να βγείτε ούτε στο παράθυρο και θα δω πως θα σας
στείλω πίσω στη γυναίκα σου και την κόρη σου που ανησυχούν. Από τους άνδρες που μέναμε μαζί μαθαίναμε κάθε
νέο που γινόταν στο χωριό. Την άλλη μέρα μας είπαν ένα συγκλονιστικό που είχε
γίνει σ΄ ένα σπίτι λίγα μέτρα πιο κάτω από το σπίτι που μέναμε. Στο σπίτι αυτό
έμενε μια οικογένεια από τη Θεσσαλονίκη ονόματι Λέον Μόσχοβιτς. Είχε δύο
παιδιά, μια κόρη κι ένα γιο. Η κόρη τους ήταν μια πολύ όμορφη, έξυπνη και δραστήρια κοπέλα και
εκεί στο χωριό έκανε τη δασκάλα στα παιδάκια, αλλά ήταν και στην οργάνωση, όπως
μάθαμε αργότερα.
Φτάνοντας εκεί οι Γερμανοί, είχαν φαίνεται πληροφορίες για την κοπέλα, κοίταξαν
να τη βρουν και να τη συλλάβουν. Βρήκαν όλη την οικογένεια και όπως μας είπαν
οι άνδρες που έβγαιναν έξω, αυτά που τράβηξαν όλοι τους ήταν απάνθρωπα. Πήγε ο
Στρατηγός με άλλους Αξιωματικούς στο σπίτι τους και έδειραν τον πατέρα και τη
μάνα της κοπέλας με βούρδουλα, τόσο πολύ που τους άφησαν αναίσθητους. Όπως
ακούσαμε, ήταν τόση η κακία το μίσος κι η κτηνωδία των Γερμανών, που όλοι είχαν
συγκλονιστεί από τις φωνές και τα βογγητά που άκουγαν, χωρίς κανείς να μπορεί
να επέμβει για να βοηθήσει. Μετά απ΄ αυτούς είχε σειρά για πολλά βασανιστήρια η
κόρη τους η Μέντη (έτσι τη λέγανε). Ήταν τότε μόλις 17 χρονών. Αυτή τη βίασαν,
την κακοποίησαν, της έβαλαν ένα ξύλο στα γεννητικά της όργανα και το τέλος της
ήταν να την πετάξουν από το μπαλκόνι του σπιτιού στο δρόμο. Έσκασε σαν μπαλόνι
στο χώμα, ενώ ήταν ήδη νεκρή, από τα πολλά βασανιστήρια που είχε δεχθεί. Όσο
για τον γιο είχε κι αυτός την ίδια τύχη με τους γονείς. Έφαγε πολύ ξύλο και
έμεινε αναίσθητος. Το θλιβερό αυτό γεγονός μαθεύτηκε από στόμα σε στόμα, σ΄ όλο
το χωριό. Οι χωριάτες έκλαιγαν ως και τα παιδάκια όταν το άκουσαν γιατί την
αγαπούσαν τη δασκάλα τους. Μάθαινε στα παιδιά τους γράμματα για να μην μείνουν
κούτσουρα σ΄ αυτό το απομεμακρυσμένο χωριό.
Χάσανε έναν δικό τους άνθρωπο γιατί ήταν πολύ αγαπητή σ΄ όλους είχε καλή
ψυχή κι ήταν ευχάριστος τύπος. Οι χωριάτες αγαπούσαν όλη την οικογένεια και της
έδωναν τρόφιμα, αυγά, κότες, ελιές, ψωμί, γιατί είχαν πολύ υποχρέωση στη
δασκαλίτσα τους. Αυτοί οι άνθρωποι του βουνού και της μοναξιάς ήταν ευαίσθητοι
και ήξεραν να ξεπληρώνουν το χρέος τους, Στο τέλος μάθαμε ότι ο πατέρας έμεινε
φυτό από το πολύ ξύλο, η δε μάνα κλείστηκε σε άσυλο γιατί της σάλεψε το μυαλό.
Και όλα αυτά αγαπητοί μου γιατί είχαν την τύχη να γεννηθούν Εβραίοι, λες και οι
Εβραίοι δεν είναι άνθρωποι όπως όλοι και δεν έχουν δικαιώματα να ζουν ελεύθεροι
όπως όλοι.
Ο κύριος Κώστας Μπλιπλής πηγαινοερχόταν στο μέρος που είχε τους άνδρες
του. Μετά δύο ημέρες είπε στον πατέρα μου ότι βρήκε ένα τυπογραφείο των
ανταρτών που έβγαζε προκηρύξεις και ότι το μετέφεραν με ζώα μέχρι τη Στενή και
από εκεί με αυτοκίνητο στη Χαλκίδα. Η μεταφορά θα γινόταν από χωριάτες που
είχαν επιτάξει. Μέσα σ΄αυτούς θα ήμασταν κι εμείς. Μας δώσανε χωριάτικα ρούχα να φορέσουμε για να
μην γίνουμε στόχος. Την άλλη μέρα ήρθε ο ίδιος στο σπίτι, μας αποχαιρέτησε, μας
ευχήθηκε καλή τύχη και γρήγορα ελεύθεροι και μας έστειλε με έναν από τους
άνδρες του, σε ένα μέρος όπου ήταν όλοι συγκεντρωμένοι, άνδρες και ζώα
φορτωμένα με το τυπογραφείο. Όταν ήμασταν έτοιμοι να ξεκινήσουμε, μας φορέσανε
μία κορδέλα λευκή στο μπράτσο, όπως φορούσαν όλοι οι χωριάτες, δήθεν ότι
είμαστε κι εμείς επιταγμένοι. Η αποστολή ήταν επικίνδυνη. Έπρεπε να έχουμε το νου μας. Στο δρόμο παίρναμε τα χαλινάρια
των ζώων και περπατούσαμε σιγά-σιγά λόγω της ανηφόρας. Όταν φτάσαμε στη Στενή,
ψόφιοι από την κούραση συγκεντρωθήκαμε στην πλατεία για να ξεφορτώσουμε. Σε μια
στιγμή ήρθαν δύο χωριάτες, που είχαν εντολή από τον κ. Μπλιπλή και μας είπαν να
φύγουμε με τρόπο και με μεγάλη προσοχή, για την Κάτω Στενή. Φτάνοντας εκεί
πληροφορηθήκαμε ότι οι δικοί μας φύγανε πάλι για τις Γίδες.
Ξεκουραστήκαμε λίγο και ξαναπήραμε το δρόμο για τις Γίδες να βρούμε τις γυναίκες
οι οποίες ανησυχούσαν για εμάς. Λείπαμε τόσες μέρες. Περιττό να σας πω τι έγινε
όταν ανταμώσαμε. Αγκαλιαζόμασταν, φιλιόμασταν, δεν ξεκόλαγε ο ένας από τον
άλλον. Αυτή η περιπέτεια μπορώ να πω ήταν η πιο σκληρή απ΄ όλες. Όταν έφυγαν οι
Γερμανοί απ΄ τη Στενή κατεβήκαμε πάλι όλη η οικογένεια. Οι αντάρτες και ο
κόσμος που είχαν φύγει ξαναγύρισαν και έτσι η ζωή άρχισε να επανέρχεται και ο
κόσμος πήγαινε στις αγροτικές δουλειές του. Πέρασε αρκετός καιρός και ο πατέρας
μου πήγαινε ανελλιπώς στην Πάνω Στενή για να μαθαίνει νέα.
Μια μέρα γυρίζοντας μας μάζεψε και μας είπε εμπιστευτικά ότι οι αντάρτες
έχουν διαταγή, όσοι από τους Εβραίους θέλουν να φύγουν για τη Μέση Ανατολή να
τους μαζέψουν και να τους βοηθήσουν να φύγουν. Αυτό εμείς δεν το ξέραμε εάν
αληθεύει. Την επόμενη το πρωί ο πατέρας μου πήγε στον Καπετάν Γιώργη και τον
ρώτησε εάν αυτά που έμαθε ήταν αλήθεια. Εκείνος δεν το αρνήθηκε και ρώτησε τον
πατέρα μου: γιατί θέλετε να φύγετε; έχετε κανένα παράπονο από εμάς; Προς Θεού Καπετάν Γιώργη λέει ο πατέρας μου.
Παράπονο κανένα αλλά τα λουριά όσο πάνε και σφίγγουνε και έχουμε γυναικόπαιδα
που δεν αντέχουν άλλο. Φοβόμαστε μήπως γίνει κανένα μεγάλο χτένισμα και τότε δε
θα μείνει κανείς μας. Τότε ειδοποίησε και τους άλλους του είπε ο Καπετάν
Γιώργης και ότι αποφασίσετε είδοποίησέ με.
Φτάνοντας στο σπίτι το μεσημέρι ο πατέρας μου μας είπε: Τι λέτε να
φροντίσω να ειδοποιήσω και τους άλλους Χαλκιδέους στα γύρω χωριά και να
ξεκινήσουμε και ο Θεός μαζί μας και βοηθός μας; Εδώ που μένομε τι κάμουμε;
Ασφάλεια δεν έχουμε, ζούμε διαρκώς με το φόβο. Εμείς το αποφασίσαμε. Από τότε
κάθε μέρα άρχισε να ειδοποιεί στα γύρω χωριά τις Γίδες, Θεολόγο, Άταλη, Βούνοι,
όσοι από τους Εβραίους θέλουν να φύγουν για τη Μέση Ανατολή, να το δηλώσουν
στον πατέρα μου για να δει πόσα άτομα μαζευόμαστε και να ειδοποιήσει τον
Καπετάν Γιώργη. Ο πατέρας μου είναι ο συντονιστής αυτής της υπόθεσης και όπως τον
είδα ήθελε να φύγουμε όσο το δυνατόν πιο γρήγορα γιατί δεν είχαμε πόρους
διαβίωσης. Κάθε μέρα που περνούσε ήταν και πιο δύσκολη για όλους μας. Θυμάμαι μαζευτήκαμε
35-40 άτομα. Άλλοι θα έφευγαν οικογενειακώς και άλλοι θα έστελναν τα πιο μεγάλα
παιδιά τους τα οποία εμπιστευόταν στον πατέρα μου, μια και οι ίδιοι λόγω
ηλικίας, αδυνατούσαν να ακολουθήσουν. Τα παραδίδω με στα χέρια σου Γιωσά, τουλάχιστον
να σωθούν κάποιοι από την οικογένεια του έλεγαν.
Ο θεός μαζί σας να σας βοηθήσει να γυρίσετε ζωντανοί και γεροί όλοι σας
όπως θα φύγετε. Ανέφερε ο πατέρας μου στους αντάρτες πόσα άτομα ήμασταν και η
ημέρα αναχώρησης ορίστηκε η 21η Μαΐου 1944.
Η συγκέντρωση θα γινόταν στην Πάνω Στενή το απόγευμα. Από το πρωί άρχισαν
να καταφθάνουν από τα γύρω χωριά. με ότι μπορούσε ο καθένας να πάρει μαζί του. Έβλεπες
άλλοι κρατούσαν μπόγους, άλλοι βαλίτσες, άλλοι πρόχειρα σακίδια για να τα
φοράνε στην πλάτη. Έπρεπε να περπατήσουμε πολύ, μέχρι να φτάσουμε στον τόπο απ΄
όπου θα ξεκινούσαμε. Αφού καταμετρηθήκαμε, δύο οικογένειες που έμεναν στο
Θεολόγο δεν ήλθαν κι όπως μάθαμε μετά, τους είχαν προδώσει στους Γερμανούς, οι
οποίοι τους έστειλαν στα στρατόπεδα απ΄ όπου δεν γύρισε κανείς ζωντανός.
Οι χωριάτες είχαν μαζευτεί γύρω απ΄ όλους μας για να μας χαιρετίσουν,
όταν θα ερχόταν η ώρα να αποχωριστούμε. Μέχρι να έρθει αυτή η ώρα, όλο και πιο πολλοί
ερχόντουσαν, άνδρες, γυναίκες και παιδιά που είχαμε κάνει φίλους. Ήταν όλοι
στενοχωρημένοι και έκλαιγαν που θα φεύγαμε από κοντά τους, μας έδιναν θάρρος,
μας ευχόντουσαν καλό τα ξίδι, καλή τύχη
και πάλι καλή αντάμωση ελεύθεροι πια. Ήταν μια μέρα σταθμός για εμάς που θα
φεύγαμε από την πατρίδα μας χωρίς να το θέλομε και να πάμε σε μέρη που ούτε καν
τα ξέραμε και εάν ήμασταν τυχεροί να φτάσουμε εκεί.
Ξεκινήσαμε από το χωριό με λίγα ζώα, για να βάλουμε τα πράγματά μας επάνω
(αυτά τα είχαν επιτάξει οι αντάρτες) και
με δύο άνδρες που ήταν στην οργάνωση (σύνδεσμος) δηλαδή αυτοί θα μας παρέδιδαν
στο επόμενο χωριό που θα φθάναμε. Αυτοί ήταν υπεύθυνοι για εμάς για όλη τη
διαδρομή.
Έπρεπε να περάσουμε από πολλά χωριά Καμπιά, Σέττα, κρεμαστό, Άγιο
Γεώργιο, Κριεζά κ.α. μέχρι τους Τσακέους. Περπατούσαμε μέρα νύχτα, από
μονοπάτια μέσα σε χαράδρες και σε βουνά για να μην πέσουμε σε καμιά περίπολο
των Γερμανών. Οι σύνδεσμοι ήξεραν από πού θα πάμε για πιο σίγουρα. Αν θυμάμαι
καλά, κάναμε τέσσερις ημέρες να φθάσουμε στους Τσακέους, ένα ερημικό μέρος που
ήταν ο τελευταίος σταθμός μας. Η κούρασή μας ήταν μεγάλη. Εκτός αυτού είχαμε
και πρόβλημα από τροφή και νερό. Έπρεπε να φτάσουμε στο επόμενο χωριό, για να
μας δώσει η οργάνωση ψωμί και ξηρά τροφή, καθώς και νερό για την επόμενη
διαδρομή.
Θυμάμαι ένα βράδυ όπως περπατούσαμε (είχε και μια τρομερή υγρασία) ,
κάποιος είπε να καθίσουμε να ξεκουραστούμε. Όπως ήμασταν εξαντλημένοι από την
κούραση, πέσαμε κάτω σαν τσουβάλια άδεια και μας πήρε ο ύπνος. Μέσα στον ύπνο
μας ακούσαμε μια φωνή: σηκωθείτε να συνεχίσουμε, σχεδόν μας τράβαγε από τα πόδια.
Έπρεπε να φτάσομε στο άλλο χωριό πριν ξημερώσει. Από τα πολλά φτάσαμε στους Τσακέους.
Εκεί πήγαμε σε ένα εκκλησάκι, όπου μας παρέλαβαν μερικοί αντάρτες. Αφήσαμε κάτω
τα μπαγκάζια μας και καθίσαμε πάνω σε κάτι κουρελούδες που ήταν έξω στο
προαύλιο. Που να το φανταστούμε όμως. Ήταν γεμάτες ψείρες. Σηκωθήκαμε σαν τρελοί.
Εκείνο το βράδυ μείναμε εκεί. Το πρωί ανέβηκαν από τον όρμο μερικοί αντάρτες
μαζί με τον κ. Σωτήρη Παπαστρατή. Αυτός ήτανε αντάρτης με καλό πόστο στο Ε.Α.Μ.
Μερικοί από εμάς τους Χαλκιδαίους τον γνώριζαν. Εκείνος άρχισε να τους
αγκαλιάζει και να τους φιλάει. Έκανε το σταυρό του και ήταν ευχαριστημένος που
θα φυγαδεύσει επιτέλους τους Εβραίους φίλους του από τη Χαλκίδα. Μας
εξυπηρέτησε σε ότι μπορούσε. Αυτός ήταν
υπεύθυνος (όπως άκουσα) για να φυγαδεύει τους Έλληνες για τη Μέση Ανατολή. Μας είπε ότι σε 1-2 ημέρες θα φεύγαμε για την Τουρκία. Έτσι κι έγινε. Ένα μεσημέρι κατεβήκαμε στον όρμο γιατί θα μπαρκάραμε μόλις άρχιζε να σουρουπώνει. Εκείνο το απόγευμα για κακή μας τύχη είχε ένα δυνατό μελτέμι δεν ξέρω πόσα μποφόρ κι έτσι ήταν δύσκολο να ξεκινήσουμε.
υπεύθυνος (όπως άκουσα) για να φυγαδεύει τους Έλληνες για τη Μέση Ανατολή. Μας είπε ότι σε 1-2 ημέρες θα φεύγαμε για την Τουρκία. Έτσι κι έγινε. Ένα μεσημέρι κατεβήκαμε στον όρμο γιατί θα μπαρκάραμε μόλις άρχιζε να σουρουπώνει. Εκείνο το απόγευμα για κακή μας τύχη είχε ένα δυνατό μελτέμι δεν ξέρω πόσα μποφόρ κι έτσι ήταν δύσκολο να ξεκινήσουμε.
Ο καπετάνιος δεν το ρισκάριζε γιατί όπως το είδαμε κι εμείς, ήταν ένα
μικρό ψαροκάικο και εμείς γύρω στα 35-40 άτομα, οπότε είχε δίκαιο. Ήταν πολύ
επικίνδυνο. Εκείνο το βράδυ μείναμε σε μια παλαιά αποθήκη κάτω στην παραλία εγκαταλειμμένη,
γεμάτη βαρέλια και μηχανήματα σκουριασμένα μέσα. Από την αγωνία μας λόγω της
αναβολής δεν κλείσαμε μάτι. Ξημέρωσε ο Θεός την ημέρα κι ευτυχώς ο καιρός ήταν
καλός. Η θάλασσα είχε γαληνεύσει και έτσι βγήκε η απόφαση για αναχώρηση.
Ο κ. Σωτήρη Παπαστρατής μας συγκέντρωσε όλους κοντά στο καΐκι και μας
έδωσε τις τελευταίες οδηγίες και ευχές για ένα καλό ταξίδι και καλή αντάμωση
όταν ελευθερωθεί η πατρίδα μας. Ένας-ένας που πηδούσε μέσα στο καΐκι με τα
μπαγκάζια του αγκάλιαζε και φίλαγε τον κ. Σωτήρη αλλά και τους άλλους αντάρτες
με μάτια βουρκωμένα από χαρά που φεύγαμε για να σωθούμε, αλλά και από λύπη που
φεύγαμε από την πατρίδα κάτω από τέτοιες συνθήκες. Όταν μπήκε και ο τελευταίος
μας είπε ο καπετάνιος.
«Θα σας σκεπάσω με μια τέντα και δεν θα κουνηθεί κανείς για να μην δώσουμε
στόχο». Το πλήρωμα του καϊκιού ήταν 3 άτομα, ο καπετάνιος, ο μηχανικός κι ένας
μούτσος. Αυτός έδεσε την τέντα κι εμείς ήμασταν όλοι από κάτω ζαρωμένοι.
Ξεκινήσαμε στο όνομα του Θεού και κάθε ένας μας έκανε την προσευχή του να
φθάσουμε με το καλό. Είχε περάσει μια ώρα και δεν ακουγόταν ούτε η ανάσα μας,
Μόνο η μηχανή του καϊκιού μούγκριζε, γιατί το καΐκι ήταν μικρό κι εμείς πολλοί.
Ξαφνικά ακούσαμε μηχανή αεροπλάνου. Ο καπετάνιος που ήταν ο μόνος έξω να κρατάει
το τιμόνι, μας φώναξε να μην κουνηθεί κανείς, γιατί το αεροπλάνο μόλις μας είδε
χαμήλωσε και έκανε 3-4 βόλτες από πάνω μας. Ο ίδιος καπετάνιος είχε κάνει πολλά
δρομολόγια με πρόσφυγες στην Τουρκία και ήξερε. Πριν φύγουμε από τους Τσακέους
είχε υψώσει στο κατάρτι μια σημαία, δηλαδή το καΐκι είναι επιταγμένο από τους
Γερμανούς. Ύψωνε κάθε λίγο το χέρι του και χαιρετούσε μέχρι που απομακρύνθηκε
και έτσι κάπως ησυχάσαμε. Αυτό ήταν το πρώτο καρδιοχτύπι, λίγη ώρα από την αναχώρησή
μας. Νύχτωσε για τα καλά. Ταξιδεύαμε όλο το βράδυ με το φόβο, μήπως καμιά
Γερμανική τορπιλάκατος κάνει την εμφάνισή της, διότι όπως μας έλεγε ο
καπετάνιος, οργώνουνε όλη τη θάλασσα. Η νύχτα πέρασε χωρίς κανένα απρόοπτο και
τα ξημερώματα ποδίσαμε σ΄ ένα όρμο άγριο στην Τήνο για να περάσουμε εκεί όλη
την ημέρα μας και μόλις νυχτώσει να ξεκινήσουμε και πάλι. Βγήκαμε για λίγο έξω
και καθίσαμε στα βράχια σαν τις φώκιες. Από τρόφιμα είχαμε κάτι λίγα μαζί μας, από
νερό όμως όχι. Ρωτήσαμε τον καπετάνιο και μας έδειξε ένα σημείο μακριά που είχε
μια πηγή. Φύγαμε 2-3 άτομα με παγούρια για νερό, για να πάμε στην πηγή. Έπρεπε
να μας μείνει και νερό για το υπόλοιπο ταξίδι μας. Το βράδυ ξεκινήσαμε πάλι
μέχρι να φτάσουμε στην Τουρκία. Εκείνο το απόγευμα η θάλασσα ήταν λάδι λες και
το έκανε για εμάς. Απολαύσαμε και ένα πολύ ωραίο ηλιοβασίλεμα όπως θυμάμαι. Όλη
τη νύχτα ταξιδεύαμε.
Η θάλασσα ήταν ήρεμη, ώσπου βλέπουμε μέσα στο σκοτάδι να περνάμε μακριά από ένα νησί. Ρωτήσαμε το
μούτσο που ήταν στο κατάστρωμα πιο νησί είναι και μας είπε η Ικαρία. Το νησί
ήταν ατελείωτο. Πηγαίναμε και πηγαίναμε κι όλο μπροστά μας ήταν. Δεν ήταν όμως
αυτό. Εμείς δεν τρέχαμε γιατί η μηχανή ήταν μικρή και ο καπετάνιος δεν μπορούσε
να αναπτύξει ταχύτητα. Μέσα στην ησυχία της νύχτας όπως είχε ζοριστεί η μηχανή,
άρχισε να πετάει από την τσιμινιέρα σπίθες. Αυτό ήταν πολύ επικίνδυνο διότι
μπορούσε να μας δει κανένα Γερμανικό περιπολικό. όπως μας λέγανε οι ναυτικοί.
Αμέσως ο μηχανικός τι να κάνει, βλέπει μπροστά του ένα καλάθι που είχε κάποιος
από εμάς, το αδειάζει γρήγορα και το βάζει καπέλο στην τζιμινιέρα. Νόμιζε ότι
με αυτόν τον τρόπο θα καλύψει τις σπίθες. Έγινε όμως το χειρότερο που θα
μπορούσε να γίνει. Το καλάθι έπιασε φωτιά και έτσι θα ήταν μεγαλύτερος στόχος. Τότε από το φόβο του και σαστισμένος
όπως ήταν το πιάνει με τα χέρια του και το πετάει μέσα στη θάλασσα. Μάλιστα κάηκε
λίγο στο ένα χέρι. Από εκείνη την ώρα αρχίζει μια νέα περιπέτεια και αγωνία
μήπως μας είδε κανείς και δεν προλάβουμε να βγούμε στη στεριά. Είχαμε μουδιάσει
όλοι μας. Ακούγαμε τους ναυτικούς να μαλώνουν μεταξύ τους γι αυτό που έγινε.
Πρώτη φορά τους συνέβη στα τόσα και τόσα ταξίδια τους. Ταξιδεύαμε αρκετά και
ευτυχώς πέρασε η νύχτα χωρίς επεισόδια. Τα ξημερώματα μας είπε ο καπετάνιος θα
φτάναμε στα παράλια της Τουρκιάς
σ΄ ένα απομονωμένο μέρος. Εκεί θα σας αφήσω και θα πάρετε έναν
χωματόδρομο, που θα σας βγάλει σ΄ ένα Τούρκικο φυλάκιο.
Είχε χαράξει ο Θεός την ημέρα και είδαμε στεριά. Μόλις πόδισε το καΐκι
μας είπαν να βγούμε όλοι γρήγορα έξω και αυτοί θα μας πετούσαν τα πράγματά μας,
για πιο γρήγορα διότι δεν ήθελαν να τους πιάσει η Τούρκικη περίπολος. Μας είπαν
δε ότι όποιος σας ρωτήσει πως λεγόταν ο καπετάνιος ή το καΐκι εσείς θα λέτε
«δεν ξέρουμε». Μάλιστα θυμάμαι είχαν καλύψει με μία λινάτσα το όνομα και τον
αριθμό του καϊκιού. Και πράγματι δεν ξέραμε ούτε τα μικρά τους ονόματα. Όλα
γινόντουσαν με άκρα μυστικότητα. Προσέχαμε πολύ.
Ο καπετάνιος μας αποχαιρέτησε στα γρήγορα, μας ευχήθηκε καλή τύχη και
έφυγαν άγνωστο για πού μέσα στο πρωινό χάραμα. Εμείς πήραμε το χωματόδρομο.
Περπατούσαμε κάπου μισή ώρα από τον όρμο, τσούρμο άνδρες, γυναίκες και παιδιά,
με τα μπαγκάζια μας φορτωμένοι, σαν μπουλούκι τσιγγάνων. Από μακριά ακούσαμε
φωνές και βλέπουμε καμιά δεκαριά Τούρκους στρατιώτες να μας πλησιάζουν. Εκεί
άρχισαν να μας μιλούν Τούρκικα. Ευτυχώς ένας θείος μου που είχε έλθει από την
Καβάλα, ήξερε Τούρκικα και έτσι μπορέσαμε να συνεννοηθούμε. Οι Τούρκοι άρχισαν
τις ερωτήσεις, από πού ήρθατε, πως λέγανε τον καπετάνιο και το καΐκι, που σας
έφερε; Τότε ο θείος μου τους είπε ότι δεν ήξερε τίποτα. Αμέσως αυτοί άρχισαν να
μας απειλούν ότι αν δεν τους πούμε θα μας γύριζαν πίσω στην Ελλάδα με άλλο
μέσο. Εκείνη την ώρα κόπηκαν τα πόδια μας από το φόβο. Σκεφτείτε τότε μετά από
τόση ταλαιπωρία να ξαναγυρίζαμε πάλι στα παλιά βάσανα.
Σιγά-σιγά αφού τους πήραμε με το καλό μας είπαν να τους ακολουθήσουμε
μέχρι το φυλάκιο που ήταν πιο κάτω. Όταν φτάσαμε εκεί μας είπαν να καθίσουμε να
ξεκουραστούμε και μας πρόσφεραν τσιγάρα, ψωμί, τυρί κ.α.
Τα πράγματα άρχισαν να ηρεμούν και ησυχάσαμε. Κατά το μεσημέρι ένας
αξιωματικός, ο επικεφαλής του φυλακίου, αφού είχε συνεννοηθεί με τους ανωτέρους
του, έστειλε 4 καμιόνια στρατιωτικά και μας πήραν και μας πήγαν στην πόλη
Τσεσμές. Φτάνοντας εκεί και περνώντας από τους δρόμους, βλέπαμε τα μαγαζιά και
τα καφενεία γεμάτα κόσμο και καθόμασταν σαν χαζοί και κοιτούσαμε ο ένας τον
άλλον απορώντας. Για εμάς όλα αυτά ήταν παρελθόν. Τα σπίτια είχαν μία παράξενη
κατασκευή και η πόλη είχε θάλασσα που έμοιαζε με τη Χαλκίδα. Από εκεί μας πήγαν
σε ένα μεγάλο καφενείο, που ήταν σε ένα πολυσύχναστο δρόμο. Απέναντι από το
καφενείο θυμάμαι ήταν ένα μαγαζί που πουλούσε γιαούρτια, κρέμες, ρυζόγαλα και
γλυκά. Μόλις τα είδαμε πέσανε τα σάλια μας, καθ΄ ότι πεινούσαμε πολύ. Βλέπαμε
εστιατόρια, μπακάλικα γεμάτα από τρόφιμα, που είχαμε να τα δούμε πριν την
κατοχή. Τέλος πάντων το βραδάκι θυμάμαι όπως ήμασταν στο καφενείο άλλοι μέσα κι
άλλοι έξω να χαζεύουμε τον κόσμο, πέρασε ένας κύριος και όταν μας είδε του
έκανε εντύπωση, άκουσε που μιλούσαμε Ελληνικά και ήρθε κοντά μας. Μας ρώτησε
από πού ήμαστε και πως βρεθήκαμε εκεί. Εν ολίγοις του εξηγήσαμε την περιπέτειά
μας. Εκείνος συγκινήθηκε και φεύγοντας πέρασε από το απέναντι μαγαζί και
παράγγειλε για μας γιαούρτι και ψωμί να φάμε. Αυτός ήταν Έλληνας που έμενε
εκεί. Εμείς μόλις τα είδαμε τα χάσαμε. Το γιαούρτι το έχουνε σε κάτι λεκάνες
πήλινες. Έλατε να φάτε μας είπαν στα Τούρκικα. Εμείς ήμασταν τόσο πεινασμένοι
που πέσαμε σαν τους λύκους στο φαγητό.. Εκείνο το βράδυ μείναμε εκεί και το
πρωί μας πήραν με στρατιωτικά αυτοκίνητα και μας πήγαν στη Σμύρνη. Εκεί είναι
που θάμπωσε το μάτι μας από αυτά που βλέπαμε περνώντας μέσα στην πόλη, μέχρι να
φτάσουμε σε ένα ξενοδοχείο ύπνου. Εκεί τακτοποιηθήκαμε στα δωμάτια κατά
οικογένειες και πέσαμε ξεροί στα κρεβάτια για ύπνο από την κούραση. Πριν το
μεσημέρι ήρθαν και κάτι κύριοι της Τουρκικής κυβέρνησης και πήραν τα στοιχεία
μας. Μετά απ΄ αυτούς ήρθαν και από το Ελληνικό προξενείο που είχαν ειδοποιηθεί
για εμάς. Και αυτοί μας ρώτησαν τα απαραίτητα, ονόματα, οικογένειες, ηλικίες,
καταγωγή κ.λ.π. Μας έδωσαν και χρήματα για να έχομε να τρώμε όσο θα μέναμε στη
Σμύρνη. Μόλις πήραμε λεφτά στα χέρια μας δεν ξέραμε τι να πρωτοαγοράσουμε να
φάμε. Βλέπαμε κάτι γλυκά, μπακλαβάδες, πάστες, λουκουμάδες και πέφτανε τα σάλια
μας, λες και δεν είχαμε ποτέ στη ζωή μας ξανά φάει. Εκεί μείναμε περίπου μία
εβδομάδα. Στην πόλη δεν μας αφήνανε να βγούμε. Τρώγαμε σε ένα εστιατόριο που
επικοινωνούσε με το ξενοδοχείο. Μόνο μια μέρα πριν φύγουμε από τη Σμύρνη μας
επιτρέψανε να βγούμε για να γυρίσουμε την πόλη. Κάναμε βόλτες και χαζεύαμε με
τα όσα βλέπαμε. Είχε ωραία μαγαζιά με πανάκριβα πράγματα, πολυτελή εστιατόρια,
ωραία ζαχαροπλαστεία με παράξενα γλυκά. Θυμάμαι καθίσαμε σ΄ ένα ζαχαροπλαστείο
και από τη λαιμαργία μας φάγαμε όχι από ένα, αλλά από δύο ή τρία γλυκά ο
καθένας, Μας φαινόταν ότι ζούμε σ΄ ένα όνειρο, Το βράδυ γυρίσαμε όλοι στο
ξενοδοχείο. Την άλλη μέρα το πρωί που θα φεύγαμε από τη Σμύρνη, η αδελφή μου
παρουσίασε πυρετό. Της δώσαμε ασπιρίνη αλλά
ο πυρετός δεν έπεφτε, Σε λίγο μας πήραν με αυτοκίνητα και μας πήγαν στο
σιδηροδρομικό σταθμό. Ήταν ένας τεράστιος σταθμός με φοβερή κίνηση από τραίνα
και κόσμο που ταξίδευε για όλη την Τουρκία και Ευρώπη. Εκεί ήρθε κάποιος κύριος
ονόματι Σελίμ, πολύ ευγενικός μας έβαλε στο τραίνο και μας είπε ότι εκείνος θα
μας συνόδευε μέχρι το Μπερούτι. Πόλη της Βυρηττού. Ταξιδεύαμε 4 ήμερες κανοντάς
πολλούς σταθμούς ενδιάμεσα μέχρι να φτάσουμε στη Βηρυτό. Είχαμε κουραστεί πολύ.
Στους μεγάλους είχαν πρηστεί τα πόδια τους
από την ακινησία. Η αδελφή μου εντωμεταξύ εξακολουθούσε να έχει πυρετό.
Χάρις στη φροντίδα όμως του κυρίου Σελίμ και με τη βοήθεια των φαρμάκων που της
έδωσε, άρχισε να υποχωρεί. Απ΄ τα πολλά φτάσαμε στο Μπερούτι μια φανταστική
πόλη. Απ΄ το σταθμό με λεωφορεία μας πήγαν σ΄ ένα πολυτελέστατο ξενοδοχείο ύπνου.
Εδώ θα μείνετε 2 ημέρες μας είπε
ο κ. Σελίμ και μετά θα συνεχίσουμε το ταξίδι. Οι δύο ημέρες που μείναμε εκεί
μας έμειναν αξέχαστες. Τα δωμάτια του ξενοδοχείου ήταν λουξ η εξυπηρέτηση
άψογη, τα φαγητά τέλεια. Το ξενοδοχείο ήταν σε παραλία και είχε ωραία θέα προς
το πέλαγος. Μπροστά στο ξενοδοχείο είχε ένα ωραίο καταπράσινο πάρκο. Εκεί τα
περάσαμε πολύ ωραία. Μακάρι να μην φεύγαμε ποτέ. Μας επέτρεψαν μάλιστα να
βγούμε να δούμε την πόλη, η οποία ήταν ένα κομμάτι Ευρώπη. Τη Βηρυτό την έλεγαν
από τότε το Παρίσι της Μέσης Ανατολής για τον πλούτο που υπήρχε εκεί, τις ωραίες
βίλες και τους πλούσιους ανατολίτες. Το επόμενο μέρος που θα πηγαίναμε ήταν το
Χαλέπι. Είναι και αυτό μια πόλη της Βηρυτού, όχι τόσο ωραία όπως το Μπερούτι.
Το ταξίδι από το Μπερούτι μέχρι το Χαλέπι ήταν πολύ ωραίο. Πήγαμε με τραίνο. Η
διαδρομή ήταν ωραιότατη. Περνούσαμε μέσα από πεδιάδες και δασωμένες περιοχές,
που οι βίλες ήταν σαν ζωγραφιά η μία πιο ωραία από την άλλη. Όπως μας έλεγε ο
κύριος Σελίμ, εκεί έμεναν οι πλούσιοι της Βηρυτού.
Στο Χαλέπι μας πήγαν σ΄ ένα στρατόπεδο όπου ήταν κι άλλοι που είχαν πάει
πιο μπροστά από εμάς, ως επί το πλείστον Έλληνες. Εκεί μας πέρασαν όλα τα ρούχα
μας από τον κλίβανο, μας πήγαν να κάνουμε μπάνιο, μας έριξαν ένα φάρμακο στο
κεφάλι για τυχόν ψείρες. Δηλαδή γενική απολύμανση.
Τις μέρες που ήμασταν εκεί μάθαμε ότι έγινε η μεγάλη απόβαση στη
Νορμανδία από τους συμμάχους κατά της Γερμανίας, που είχε κατακτήσει τόσα κράτη
της Ευρώπης. Η χαρά όλων μας ήταν μεγάλη. Χορεύαμε όλοι μαζί, τραγουδούσαμε που
ήρθε η μεγάλη ώρα να απαλλαγεί ο κόσμο από τη Γερμανική κατοχή και τη δυστυχία.
Έπρεπε κάποια στιγμή να τραβήξουν και αυτοί αυτά που τραβήξαμε εμείς κι ακόμη
περισσότερα. Τα μεγάφωνα του στρατοπέδου συνέχεα έλεγαν για τις επιτυχίες των
τριών συμμάχων και την πανωλεθρία του Γερμανικού στρατού. Στο Χαλέπι μείναμε
περίπου μία εβδομάδα. Από εκεί μας βάλαν στα τραίνα και ξεκινήσαμε για τον
τελευταίο σταθμό που ήταν η Παλαιστίνη. Έτσι λεγόταν τότε γιατί δεν είχε
ανακηρυχθεί ακόμη ανεξάρτητο κράτος το Ισραήλ.
Φτάσαμε στη Χάιφα, μια μεγάλη και ωραία πόλη, με ένα από τα μεγαλύτερα λιμάνια
της Μεσογείου . Μας πήγαν σε ένα οίκημα, που από εκεί περνούσαν όλοι όσοι
έρχονταν από άλλα μέρη και είχαν την τύχη να διαφύγουν. Ο κύριος Σελίμ μας
παρέδωσε στον αρμόδιο υπάλληλο της κυβέρνησης που ήταν για τους μετανάστες. Μας
χαιρέτισε όλους και εμείς τον ευχαριστήσαμε για την αγάπη και τη φροντίδα που
έδειξε για όλους μας. Ήταν τόσο καλός και ευγενής άνθρωπος, που εγώ δεν θα τον
ξεχάσω ποτέ.
Ξέχασα να σας πω ότι ήταν Άραβας από τη Βηρυτό.
Το προσωπικό που μας παρέλαβε άρχισε αμέσως τη δουλειά του. Κάθε ένας από
εμάς που είχε οικογένεια, έπρεπε να περάσει από ένα γραφείο και να δώσει όλα τα
στοιχεία του. Πως λέγεται, πόσα μέλη είχε η οικογένεια του, πόσο χρονών είναι,
από πού έρχεται και τι δουλειά ξέρουν να κάνουν καθένα από τα μέλη της
οικογένειάς του.
Μετά άλλο προσωπικό μας τακτοποίησε στα δωμάτια και από εκεί στην
τραπεζαρία για φαγητό.
Η οργάνωση ήταν άψογη. Όλα δούλευαν τέλεια. Από εκεί περνούσαν όλες
οι αποστολές με πρόσφυγες. Μείναμε κι εκεί λίγες ημέρες και τελικά φτάσαμε
στο ΤΕΛ-ΑΒΙΒ, όπου και εγκατασταθήκαμε. Εκεί μας έδωσαν ένα σπίτι για κάθε
οικογένεια (σε μια περιοχή λίγο έξω από την πόλη) και ανάλογα τι δουλειά ήξερε
να κάνει ο καθένας μας, μας τοποθετούσαν στο ανάλογο πόστο. Το σπίτι αυτό
έπρεπε να το ξεχρεώσουμε. Τον πατέρα μου, ο οποίος ήξερε να φτιάχνει παπούτσια,
τον έστειλαν σε ένα εργοστάσιο υποδημάτων, που κατά σύμπτωση ο ιδιοκτήτης του
ήταν έλληνας από τη Θεσσαλονίκη.
Την μητέρα μου η οποία ήξερε να ράβει πουκάμισα, την έστειλαν σε ένα
εργοστάσιο υποκαμίσων. Τα παιδιά και προπαντός τα αγόρια τα έστειλαν σε
κοινόβια (τα λεγόμενα Κιμπούτς) όπου εκεί μάθαιναν τη γλώσσα και διάφορες
εργασίες. Η αδελφή μου επειδή ήταν μικρή δούλευε κοντά στη μητέρα μου. Εμένα με
στείλανε στα Ιεροσόλυμα σε μια γεωπονική σχολή, που συγχρόνως μάθαινα και τη γλώσσα.
Έτσι άρχισε για εμάς μια καινούρια ζωή, σε ένα κράτος που δεν ξέραμε ούτε καν
τη γλώσσα Μέχρι να προσαρμοστούμε υποφέραμε πολύ, καθ΄ όσον δεν μας σήκωνε και
το κλίμα γιατί εκεί έκανε πολύ ζέστη. Η κυβέρνηση έδινε και ένα χρηματικό ποσόν
για τις πρώτες ανάγκες ανάλογα με τα άτομα της κάθε οικογένειας. Μ΄ αυτά τα
χρήματα αρχίσαμε να αγοράζουμε τα απαραίτητα του σπιτιού, κρεβάτια, τραπέζι,
καρέκλες, είδη κουζίνας κ.λ.π.
Όσο περνούσε ο καιρός τα πράγματα καλυτέρευαν και κάθε εβδομάδα που πληρώνονταν
όλοι προσέφεραν στο σπίτι, εκτός από εμένα, γιατί εγώ επειδή σπούδαζα δωρεάν,
δεν πληρωνόμουν. Σ΄ αυτή τη σχολή κάθισα ένα χρόνο και μετά πήγα και έμεινα με
την οικογένειά μου. Εγώ εργάστηκα σ΄ ένα μικρό εργοστάσιο που έβγαζε διάφορες
κλειδωνιές και λεκάνες από αλουμίνιο.
Από τότε προσέφερα κι εγώ οικονομική βοήθεια στους γονείς μου. Κάθε πρωί
ξεκινούσαμε όλοι, ο καθένας για τη δουλειά του. Το βράδυ που τελείωναν όλες οι
δουλειές μας, μαζευόταν όλη η οικογένεια και η καθημερινή μας συζήτηση ήταν
γύρω από την πατρίδα μας, τους συγγενείς μας και γνωστούς μας για τους οποίους
ανησυχούσαμε, επειδή δεν είχαμε καμιά επικοινωνία μαζί τους. Πρέπει να σας πω
ότι όταν συναντάς κάποιον γνωστό στο δρόμο
ο χαιρετισμός είναι "Σαλόμ" που θα πει ειρήνη. Αμέσως εκείνος σου
λέει Σαλόμ και σε ρωτάει αν δουλεύεις. Όταν του πεις ναι τότε απαντάει.
«Μπαρούχ Ασέμ» (Δόξα τω Θεό).
Δουλεύαμε σκληρά κι έτσι μπορέσαμε κι επιβιώσαμε. Μείναμε στο Ισραήλ (Παλαιστίνη
τότε) δύο χρόνια, από το 1944 έως το 1946. Η υγεία όμως των γονιών μου είχε
κλονιστεί λόγω της αλλαγής κλίματος (δεν τους σήκωνε, όπως λέγανε). Ήταν
τελείως διαφορετικό από της Ελλάδας. Εν τω μεταξύ μετά τα χρόνια αυτά ήρθε και
η απελευθέρωση. Έτσι αποφασίσαμε να επιστρέψουμε ελεύθεροι πια στην πατρίδα μας
και να γίνει το όνειρό μας πραγματικότητα. Η επιστροφή μας έγινε μέσω Αιγύπτου,
από το λιμάνι της Ισμαηλίας. Περιττό να σας πω ότι είχαμε πάλι πολλές
περιπέτειες, ώσπου μια μέρα το Φεβρουάριο του 1946 φτάσαμε στο λιμάνι του
Πειραιά. Αφού αποβιβαστήκαμε μας πήγαν σε ένα σχολείο του Πειραιά και από εκεί
θα έφευγε ο καθένας για το μέρος του. Εμάς στο λιμάνι μας περίμενε ο αδελφός
του πατέρα μου μαζί με πολλούς συγγενείς και φίλους, για τους οποίους είχαμε
χάσει τα ίχνη τους και δεν ξέραμε αν είναι ζωντανοί..
Περιττό να σας περιγράψω τι έγινε την ώρα της αντάμωσης. Οι στιγμές ήταν συγκινητικές. Ο ένας έπεφτε στην αγκαλιά του άλλου με δάκρυα και χαρά συνάμα,
πουν μας αξίωσε ο Θεός να ξανασμίξουμε. Όλα αυτά και πολύ χειρότερα τράβηξε η
Στο άγαλμα του Μαρδοχαίου Φριζή. |
Μια θρησκεία δεν εξαφανίζεται εύκολα από προσώπου γης και πρέπει ο κάθε
άνθρωπος να σέβεται τη θρησκεία του άλλου. Μην ξεχνάμε ποτέ ότι ο Θεός είναι
ΕΝΑΣ για όλο τον κόσμο κι όλες τις θρησκείες. Κάνε καλοσύνη κι ο Θεός θα σου το
ανταποδώσει. Κάτι τέτοιες ιστορίες πρέπει να διαβάζονται απ΄ όλους και ιδίως
από τους νέους, γιατί αυτά που έγιναν στο Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο και που ήταν τόσο
συγκλονιστικά, τρομακτικά, κτηνώδη και απάνθρωπα, δεν πρέπει να ξεχαστούν ποτέ.
Δημήτρης Δεμερτζής , Αβραάμ Καταλάν, Στρατης Παπαστρατής |
Ελεύθερος πια και μετά το 1946 που γυρίσαμε στην Ελλάδα γράφτηκα στον
Ορειβατικό Σύλλογο Χαλκίδος, γιατί από τα χρόνια της κατοχής που είχα ανεβεί
τόσα βουνά, αγάπησα τόσο πολύ τη φύση που με είχαν μαγέψει το πράσινο, τα
γραφικά μονοπάτια, οι χαράδρες και τα ποταμάκια, που κατέβαιναν από τα γύρω
βουνά. Ήθελα να τα περπατήσω πια ελεύθερος και να τα απολαύσω με όλες αυτές τις
ομορφιές, χωρίς το φόβο που έζησα στην κατοχή. Μέχρι τώρα δεν έχω πάψει να τα
επισκέπτομαι γιατί αυτά μας προστάτευσαν στην πράσινη αγκαλιά τους.
Το μετάλλιο που δόθηκε στην οικογένεια Βασιλείου |
Τελειώνοντας, θέλω για μια ακόμη φορά να ευχαριστήσω όλους αυτούς τους
καλούς ανθρώπους που μας βοήθησαν να σωθούμε και να επιβιώσουμε με κίνδυνο της
ζωής τους.
Επίσης πρέπει να αναφέρω ότι όπως η Εβραϊκή Κοινότητα Χαλκίδας τίμησε ως
ευεργέτη τον αείμνηστο Μητροπολίτη
Χαλκίδος Γρηγόριο, έτσι και το κράτος του
Ισραήλ ετίμησε τον αγαπητό μας συμπολίτη Σωτήρη Παπαστρατή με το μετάλλιο «Των
δικαίων» για την μεγάλη του προσφορά.
Κοπή πίτας ορειβατικού 2001 Μακρυκάπα.Μάκης Καταλάν,Βασίλης Λέτζος,Γιώργος Μίχας |
Εύχομαι ποτέ να μην γίνει πόλεμος ξανά και σε κανέναν να μη συμβεί κακό
γιατί ένας πόλεμος φέρνει πολλές και ολέθριες καταστροφές με αθώα θύματα.
ΠΟΤΕ ΠΙΑ
ΠΑΝΤΑ ΕΙΡΗΝΗ
ΚΑΙ ΑΓΑΠΗ
ΣΤΟΥΣ ΛΑΟΥΣ
Μάκης Καταλάν,Γιάννης Κανάρης,20 Ιουλίου 1975 Όλυμπος 35 πανελλήνια ορειβατική συγκέντρωση 2896 μέτρα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.