Πέμπτη 20 Αυγούστου 2020

Ο Χωροφύλαξ


Ο Χωροφύλαξ 

Toυ Κώστα Μπαιρακτάρη

  Θάταν γύρω στο ’50, όταν ο ευτραφής Ενωμοτάρχης κυρ Θεμιστοκλής Σκουλαρίκης   κλήθηκε   της   εξουσίας   τη   ράβδο   να   λάβει   και   στ’αρβανιτοχώρια   του   Κάβο   Ντόρο   να   σπεύσει,   τάξη   εξ   άπαντος   στην άγονη γωνιά της ευβοϊκής νοτιοανατολικής εσχατιάς επιτακτικά να θέσει.       Ορεσίβιος ο με τρεισήμισι δεκαετίες ζωής στη ράχη του και με ταπλάκα   τα   γαλόνια   επ’   ώμου   ο   άρτι   προαχθείς   χωροφύλαξ,   που   δεν χόρταινε   να   κοιτά,   επιδεικνύει,   χαϊδεύει   και   θαυμάζει   τα   κτηθέντα σήματα της νέας του   δύναμης,   από πίστεως πιστός στις   ταγές  και το μεγαλείον   της   πατρίδος,   μόλις 
  το   διοριστήριον   έλαβε   έγγραφον,ασθμαίνων   (λόγω   και   του   σωματικού   του   βάρους,   λόγω   και   των πατριωτικών του ευθυνών, λόγω και του μικρού διαθεσίμου χρόνου διατην ανάληψιν της υπηρεσίας), μάζεψε τάχιστα τα ολίγα του προσωπικάυπάρχοντα, αλλά και τα εργαλεία του θρόνου του και…    Εποχή μεταιχμίου και γεφύρας η του ’50, εποχή ευλαβικής τηρήσεωςτων πατροπαράδοτων παραδόσεων από τη μια και του εκσυγχρονισμούαπό   την   άλλη…   Ως   τότε,   και   λίγους   χρόνους   μετά,   ο   τρόπος   ζωής παρόμοιος από αιώνων, αλλά  πλέον αλλαγές, μικρές ή κοσμογονικές,έπαιρναν   να   γίνονται.   Και   όσον   αφορά   τα   μεταφορικά   μέσα,   πουαφορούσαν   και τον   κύριο   Ενωμοτάρχη,   σιμά   στα   τετράποδα   όλο   καικάποιο τετράτροχο ανελάμβανε  τον       πρωτόφαντο   για   την   ελληνικήύπαιθρο – ρόλο του.    Ε, λοιπόν ο σερ (του άρεσε, και ανυπερθέτως του πήγαινε αυτό το σερτου   Αγγλόφιλου   Θεμιστοκλή   Σκουλαρίκη)   τα   φόρτωσε   στονοικογενειακό   του   γάιδαρο   και   πήρε  τις   ρύμες   και   τις   στενωπούς   τουγαντζωμένου στις πλαγιές της Δίρφεως χωρίου του για να φθάσει σε λίγοστην πλατεία, όπου το πρώτο της ημέρας λεωφορείο θα τον μετέφερε στη Χαλκίδα.   Κατά   το   σύνηθες,   θα   έφθανε   γύρω   στις   7:20,   αλλά   τονκατέτρωγε   το   μέγα   άγχος   αν   θα  προλάβει   το  πρωινό   δρομολόγιο  για Κάρυστο, που ήταν προγραμματισμένο για τις  7:30 το πρωί.       Βέβαια,   ο   οδηγός   είχε   λάβει   το   μήνυμα   για   την   πορεία   του   κυρΘεμιστοκλή (που επιβλητικός και άρχων στην πρώτη θέση καθόταν, ταόπλα του ως φρουρός στρατοπέδου κρατούσε και από της θέσεως αυτήςτα πάντα κατόπτευε), οπότε και φρόντισε την απαιτούμενη ταχύτητα και τις   στάσεις   για   το   ανεβοκατέβασμα   των   επιβατών   να   γίνονται   δίχως χρονοτριβή.   Ακόμη,   για   την   οικονομία   του   χρόνου   ετούτη   τη   φοράάφησε   κατά   μέρος   τις   απαγορεύσεις   του   προς   τους   χωριάτες,   που επρόκειτο να κατέβουν στους Καθενούς ή στην Αρτάκη και είχαν μαζίτους κάποιο  ζωντανό, να   μην το  βάλουν στην ειδική μπαγαζιέρα  του οπίσθιου μέρους του λεωφορείου, αλλά να το κρατούν στην αγκαλιά ήστα πόδια τους, ώστε τάχιστα να απέλθουν εκ του τετρατρόχου.1
   Το κακό ήταν ότι δι’ αυτού του γεγονότος το όχημα του κυρ Μανόλη Χοίρου μετατράπηκε σε Κιβωτό του Νώε και οι φωνές της συνομιλίαςτων επιβατών, που προσπαθούσαν να νικήσουν τα γκράγκα γκρούγκα τηςμηχανής και του βρόντου των σκληρών ελαστικών στις λακκούβες και ταλιθάρια   του   χωματόδρομου,   βρίσκονταν   πάντα   σε   έξαρση!   Αυτόαπαιτούνταν και από τις παρεμβάσεις των ζώων (με τα κακαρίσματα ή ταβελάσματά τους,) που φορές συνοδεύονταν και από τις ‘‘κραυγές’’ τωνκάτουρών τους ή των κουτσουλισμάτων τους πάνω στων αφεντικών τουςτα χιλιομπαλωμένα ιμάτια!...     Κατάσταση φύρδην μίγδην, σου λέω, λίγο ως πολύ συνήθης τότε, μαστην  περίσταση   ετούτη   καλή   πηγή  αλληλοπειραγμάτων,  χάχανων   καιγέλιου!   Κομφούζιο   αληθινό,   με   τις   σκληρές   οσμές,   διαρκώςαναμειγνυόμενες με τα κροταλίσματα των τροχών και τα αναπηδητά τωνεπιβατών, που κατά τα πέρασμα του λεωφορείου από τα κακοτράχαλασημεία των οδών, ελατήρια γίνονταν και τα κεφάλια τους τρέχανε τουαμαξιού   την   οροφή   να   συναντήσουν   και   με   γδούπο   στο   κάθισμα   ταοπίσθιά τους να επανέλθουν!...    Ο Χοίρος, τιμονιέρης επιδέξιος, έκανε το παν να αποφεύγει τις πολλές κακοτοπιές, αλλά δεν γινότανε πάντα. Άλλωστε, ο χρόνος πίεζε και ο σερΣκουλαρίκης έπρεπε να φθάσει έγκαιρα στον σταθμό των υπεραστικώντης ευβοϊκής πρωτεύουσας. Και όντως έφθασε και όντως κατέβασε τασυμπράγκαλά   του   και   όντως   πρόλαβε   να   μπει   στο   λεωφορείο   μεπροορισμό την μελλούμενη καρυστινή του επικράτεια…    Όμως… Όμως… Θέση για ελόγου του και δη του αξιώματός του θα υπήρχε;  Βλέπεις, όλες οι μπροστινές πιασμένες από τους πρωτοπόρους είναι…   Και   αυτός   (που   εκ   του   αξιώματός   του   ένιωθε   Τσώρτσιλ Πρωθυπουργός!...) να αναγκαστεί να οδηγηθεί πίσω, στη χλέμπα, στον λαουτζίκο;   Όχι, πως και ο ίδιος εκ του λαού δεν ήτο γόνος και ουχί από οτζάκιονμέγαν καταγόταν, όχι πως λησμονούσε πως από τα μικράτα του και ωςπρο δέκα  και  πέντε ετών ότι  γίδια βοσκούσε, όχι πως δεν έβγαλε μεσπρώξιμο   το   σχολείο   και   με   τουλουμοτύρια   ή   μυζήθρες   προς   τουςκαθηγητάδες από τον πατέρα του δώρο.    Και από κοντά, δεν απεμπολούσε ότι και κατά αδελφών στον Εμφύλιοπολεμών είχε κριθεί ανδραγαθήσας, με αποτέλεσμα την επαύριον τουμεγάλου   χαλασμού   ως   αντίδωρο   κρατικό   και   μέσου   τινός   προσταγήμονιμότητα στη Χωροφυλακή να λάβει, τα κιλά του γοργά να αυξήσεικαι   ως   εκ   τούτου   ομοιότητα   προς   τον   «Πρωθυπουργό   της   Νίκης»σύντομα να αποκτήσει, γαλόνια Χωροφυλάκου να λάβει μετά της δοτής– λέοντος – δύναμη και αυθέντου αληθούς απολαβάς!...     «Κύριος…»,   του   κάνει   ένα   γεροντάκι   κάτισχνο   και   ξερακιανό.«Κύριος…» 2
   Σφίγγει τα πέντε του δόντια το αγαθό γερόντιο της ευβοϊκής χώρας γιανα   εκφράσει  αυτό  το «Κύριος…».   Σκόρπια   τα  ’χει  κι αυτά σαν τωνδυνάμεών του τα σφρίγη, μα πασχίζει κι ορθώνεται.   «Κύριος, τη… θέση». Του τη δείχνει και πιανόμενος από τα δεκανίκιατων καθισμάτων αποχωρεί προς τα έγκατα του οχήματος.   «Σας παρακαλώ, παππούλη…», κάνει ο Χωροφύλαξ και προσπαθεί νατον καθίσει στη θέση του.     «Μα, σερ…»,   του  κάνει   ο  πολιός γέρων.   «Μα,   σερ,  παρα…»   καιοπισθοβατεί προς της γαλαρίας τα βάθρα. «Μα, σερ… Η εξου – σία…»   «Η εξου – σία…» Το δίχως άλλο: «Η εξ  – ου – σία!!!…» Η εξουσίαμεγάλη είναι και τρανή, μα το γερόντιο κάτισχνο κι ανήμπορο, ολιγόπνοοκαι κάτισχνο, που η Δύναμις αντί να το σεβαστεί, το αντίθετο συμβαίνει.Αυτό   την   αγαπά,   την   τιμά   και   τη   σέβεται!...   Κύπτει   ευλαβικά   στουςθεσμούς   και   στα   πρόσωπα   της   Αρχής   από   πιστεύω   και   χαρακτήρα.Πάντα.  Από νήπιο. Απαρεγκλίτως, εμπράκτως πράττει.     Ο Χωροφύλαξ έχει προ πολλού καθίσει, έχει ισιάξει τη στολή και τοπηλήκιό   του,   έχει   ασφαλίσει   τον   οπλισμό   και   το   ύφος   του   καιαπολαμβάνει τη θέα της πρώτης θέσεως, της θέσεως των Αρχόντων.      Βέβαια, περί των αλλοτινών ομοίων του στις Κυκλάδες  Σχολάριους Βυζαντινούς στρατιώτες  ή πολύ περισσότερο για τους  Σχολάριους, τοεκλεκτό  των   βυζαντινών   ανακτόρων  τάγμα,   που  αποτελείτο   απόΑρμενίους  και στις επίσημες  τελετές στα αυτιά  τουςG  φανταχτερά καιεντυπωσιακά  φορούσαν   ‘‘σχολαρικάGενώτια’’,   όπως   τα   αποκαλούσαν,αλλά   στο   διάβα   των   κατοπινών   αιώνων   απώλεσαν   εκείνο   το   αρχαίο ουσιαστικό ‘‘ενώτια’’ και άφησαν τα ‘‘σχολαρικά’’ μόνα τους μέσα απότον λόγο αυτονομημένα να ταξιδεύουν, να μετατρέπονται σταδιακά σε‘‘σκουλαρίκια’’.     «Ε, όχι  και  ο κυρ Νωματάρχης  με σκούλαααα…. ρίκια… Ετούτα,γυναίκεια είναι στολίδια και όχι του ανδρός σπαθί. Στο Βυζάντιο για νατο λένε τα χαρτιά και δη του κυρ Παπαβασιλόπουλου…  Όχι… Όχι. Του Παπαρρηγόπουλου, καλέ, είναι γραφτά, όπως μας έλεγεστο Βίτσι ο Στρατάρχης του Τάγματός μας, ο Ρίνης Δεξόπουλος… Μαπώς τα μπέρδεψα πάλι, αναλογιζόταν ο κυρ Σκουλαρίκης, Και για μένατο ’λεγε… Για μένα το ’λεγε, που Σκουλαρίκης ήμουν, βεβαίως, αλλάάνευ σκούλαααα…. ρικίων. Εγώ μόνο τα ρείκια και τα πολυτρίχια τηςεσπερινής   ήξερα   Δίρφεως   και   το   ‘‘Ρίκο   Ρίκο,   ρίκοκο,   πράσινοβερίκοκο’’, της γιαγιάς μου τραγουδάκι και του Κρυφτού μας το ρίξιμογια το ποιος ‘‘θα τα φυλάξει’’…»   Ας   είναι…  Τώρα,   ΖΕΙ  και   δι’   οράσεως απολαμβάνει   τα   μέρη, πουδιαβαίνει αποχαιρετώντας τάχιστα τον πολυφίλητο Εύριπο και περνά απότη Νέα Λάμψακο, το μυθικό Ληλάντιο, το Βασιλικό, την Αμάρυνθο, τουςκόρφους και την απλωσιά του Νότιου Ευβοϊκού με το Αλιβέρι, την ίδιαςτου   Ληλαντίου   Πεδίου   ευφορίας   Μάνα   της   ταμυναϊκής   γης,   το
μεσαιωνικό της Ριζόκαστρο, που τώρα μηχανές κι εργάτες στα νύχια τωνποδιών του τις πρώτες κεντούνε σκαλωσιές και βάσεις χαλυβδένιες για τολιγνιτωρυχείο της ΔΕΗ, που σε κανά δυο υπολογίζεται χρόνια βιος θαφωτίζει χωριά και πόλεις της πατρίδας μας.    Το Ριζόκαστρο! Τι κι αν έμεινε πίσω (και τώρα ο λεωφορειούχος κυρΜανόλης Χοίρος άγκυρα για 5-6 ρίχνει λεπτά στον καφενέ του μπαρμπα-Νικόλα του Ηλία στο κόμβο των Λεπούρων για να αποβιβάσει πέντ’ έξιεπιβάτες   κι   άλλους   τόσους   να   παραλάβει,   ν’   αφήσει   πίσω   του   στοτρίστρατο   πυκνές   μπούκλες   μπλάβου   καπνού   και   να   χιμήξει   για   ταΚριεζά,   τα   Κόσκινα,   τον   Δύστο   με   την   ακρόπολή   του   και   τολεηλατημένο     κατά   την   απαλλοτρίωση   του   ’17      αρχοντικό   των Κοντόσταυλων, να διαβεί τα Ζάρκα, τ’ Αλμυροποτάμι και πάνω στηνώρα στα Στύρα να φτάσει), ο νους του εκεί, στο κάστρο του Πορθμού καιτων Ταμυνών αναρριχάται…   «Αχ! και πόσο θα το ’θελε να ήταν του – σαν κορώνη – Ριζόκαστρου οαυθέντης, φεουδάρχης και να ’χε όλη τη Μάνα δική του, τον κάμπο τωνΛεπούρων ολοδικόν του και του Δύστου τα βαρικά χωράφια κατά δικάτου!   Και,   βεβαίως,   βεβαίως,   υπο…   τακτικούς!...   Ναι,   απαραιτήτως:υποτακτικούς,  υπηρέτες,  φρου…   ρά!   Φρουρά!   Ναι·   φρουρά!  Με   τηνουρά, να ’χει!      Και σαν κράζει ‘‘Φρουρά!’’, να τρέχουν και κυράδες με φρου φρουκαι   με   φουρά!   Όμορφες,   ολάσπρες   και   με   φουρά!   Με   φουρά!   ΊδιεςΦρατζέζες του Παρισιού Δ/δες, που να λάμπουνε πανσέληνες και τονήλιο να ζαλίζουν!...    Αλλά καιαιεε… φτυκτωρίες! Φτυκτωρίες στην κορώνα τριών τεσσάρωνλόφων!   Κι   από   κοντά,   ιππότες   με   σπιρούνια   καιααεε…   σπάθες!...Σπάθες. Κανείς τα έχη του να μην βουλεύεται ούτε καν να τα κοιτάζει…      Βέβαιαααα…   Βέβαιαααα…   Σερ!...       Σερ!...   Όλοι   να   τον   έχουνεΛικάριο ιππότη και να υποκλίνονται: «Μα σερ… Μαααάσε σερ…» καινα μασάει με κουτάλια χρυσά και απαστράπτοντα!...»          Με αυτούς και τους άλλους συλλογισμούς, την τρανταχτή μέσα τουκουβέντα. ο κυρ Ενωματάρχης βλέπει να μένουν ο ένας μετά τον άλλονπίσω τους οι οικισμοί και τα νοτιοευβοιώτικα χωριουδάκια, στάσεις καιπάλι   στάσεις   να   συμβαίνουν,   που   πάντα   αγόγγυστα   ο   ήρεμος   καιευγενικός   οδηγός   του   λεωφορείου   της   γραμμής   Χαλκίδος-Λεπούρων-Καρύστου φροντίζει να κάνει.   Από τα πολλά, και πάνω στο τρίωρο της διαδρομής εκεί στο βάθος τουΝότιου   Ευβοϊκού   σε   μια   πρασινογάλαζή   του   γούβα   φωλιασμένο   τοΜαρμάρι με μπρος του τους Πεταλιούς και το Λυκόρεμά του προβάλει.     «Λύκο…   ρέμα!…   Ναι.   Βέβαια.   Αυτό   το   είχε   ακουστά   από   ένανσυμπατριώτη του, που είχε πάθος για την ιστορία του ’21 και όλο στοκαφενείο   αναφερόταν   στα   κατορθώματα   του   Κριεζώτη   και   τωνπαλικαριών του στο γειτονικό Κουτρουλομετόχι, αλλα πολύ περισσότερο4

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.