Κυριακή 9 Αυγούστου 2020

ΜΕΣΑ ΣΤΟΥΣ ΛΟΓΓΟΥΣ Α


ΓΙΩΡΓΟΥ ΝΤΕΓΙΑΝΝΗ







ΜΕΣΑ ΣΤΟΥΣ ΛΟΓΓΟΥΣ

1939





•••••




Επιμέλεια
και
μεταγλώττιση στη δημοτική

 Γιαννούκος Ιωάννης

2020





Εισαγωγή

Ο Γεώργιος Ντεγιάννης, καταγόταν από τις Στρόπωνες Ευβοίας και ήταν δάσκαλος. Υπηρέτησε στη Στενή Ευβοίας από το 1905 έως το 1920.
Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στη Στενή, ερχόμενος σε επαφή
με τους κατοίκους, ενημερώθηκε για τη ζωή τους, τις συνήθειές τους και την ιστορία τους, τα οποία κατέγραψε και μας άφησε παρακαταθήκη το βιβλίο του «Μέσα στους Λόγγους», που είναι κυρίως, ένας ύμνος για το δάσος της Στενής: τη σημασία του για τους κατοίκους, την προσφορά του στην οικονομική ζωή του τόπου και τη χρησιμότητά του σε καιρούς δύσκολους.
Περιλαμβάνει όμως και την ιστορία του τόπου, με έναν τρόπο ευχάριστο και γλαφυρό, όπου παρελαύνουν πλείστοι εκ των κατοίκων με τις αντιλήψεις τους, τις αδυναμίες τους, τα λάθη τους, τον τρόπο σκέψης τους, αλλά και τις δραστηριότητες και τις προσπάθειές τους, για την καλυτέρευση του τόπου τους. Τα θέματα που περιλαμβάνονται, αφορούν την εγκατάσταση των Στενιωτών, την τουρκοκρατία και μεταγενέστερα, την κατάσταση που επικρατούσε από το 1905 ως το 1920 που ζούσε στη Στενή, αλλά
και αργότερα, έως το 1939 που εκτυπώθηκε το βιβλίο, όπως η παραχώρηση του καστανοδάσους και η διανομή του στους κατοίκους που έγινε το 1929, η καταστροφική πλημύρα και άλλα.
Αυτό σημαίνει ότι ο αείμνηστος Γεώργιος Ντεγιάννης, ενημερωνόταν και μετά το 1920 που έφυγε από τη Στενή. Το βιβλίο αυτό, τυπώθηκε σε λίγα αντίτυπα και σήμερα βρίσκεται σε κάποιες βιβλιοθήκες ή στην κατοχή κάποιων συλλεκτών, που σημαίνει ότι είναι απρόσιτο στο ευρύ κοινό.
Ύστερα από 81 χρόνια, αποφάσισα να το επαναφέρω και να το μεταγλωττίσω στη σημερινή ορθογραφία και γλώσσα, έχοντας επίγνωση της ελαχιστότητάς μου, για να καταστεί προσιτό ώστε να μπορεί να αναγνωσθεί από όλους.
Ο Γιώργος Ντεγιάννης για να μη συγκεκριμενοποιήσει το μέρος που διαδραματίζονται τα γραφόμενά του, αποκαλεί τη Στενή Κλεισούρα,
λόγω της ιδιομορφίας του εδάφους της.
Στη μεταγλωττισμένη τωρινή έκδοση, θα αποκαλείται Στενή και είναι
η μοναδική παρέμβαση που επιχειρώ στα γραφόμενά του.
Γιαννούκος Ιωάννης

Συγγραφικό έργο
Ο Γιαννούκος Ιωάννης, το 1993 εξέδωσε τη Μηνιαία Εφημερίδα
«Διρφυακά Νέα», η οποία εκδιδόταν έως το 2012.
-Το 2007, σε συνεργασία με το Γιάννη Μυτάκη, εξέδωσε το βιβλίο «Διρφυακά», που περιείχε λαογραφικά και ιστορικά θέματα όλων των χωριών του Δήμου Διρφύων.
-Το 2011 δημοσίευσε την έρευνά του, καταθέτοντας ιστορικά στοιχεία, αρκούντος ικανά, με την οποία αποδεικνύεται ότι ο ηρωικός καλόγερος Σαμουήλ του Σουλίου, καταγόταν από τη Στενή Ευβοίας.
-Το 2017 εξέδωσε το εκ 350 σελίδων βιβλίο, «Λαογραφικά Στενής Ευβοίας».
-Το 2020 επιμελήθηκε και μεταγλώττισε στη δημοτική, το βιβλίο του Νικολάου Αντωνόπουλου (έκδοση1886), «Μαρούσα η Στροπωνιάτισσα».

ΜΕΡΟΣ  Α

ΤΟΝ ΚΑΙΡΟ ΤΗΣ ΣΚΛΑΒΙΑΣ
---

1.            Νέος Στέντορας
Εκεί που βγαίνει το ποτάμι, από το φαράγγι της Στενής και παίρνει στρωτό δρόμο ανάμεσα στον κάμπο, δεξιά μεριά στην έξοδο της ρεματιάς, υψώνεται βράχος θεόρατος, που βλέπει σ’ όλον τον κάμπο. Στην κώχη αυτού του βράχου, έχει στήσει το καραούλι του  ο γέρο-Κάτζος.



Συχνά-πυκνά φέρνει την παλάμη απάνω από τα δασιά του φρύδια
κι αγναντεύει μακριά, όσο φαίνεται κι όσο κόβει  το μάτι του.
Μάτι αητού κι ας πλησιάζει τα εβδομήντα ο αγωνιστής.
Κι είναι έτοιμος κι είναι ικανός, αν το φέρει η ανάγκη, με μια του μόνο φωνή, να ξεσηκώσει το χωριό, όλους όσοι κατοικούνε στη χαράδρα και δουλεύουνε σκόρπιοι, από την έξοδό της ως ψηλά στο βουνό.
Πενήντα άντρες μαζί, δε θα καταφέρνανε να βγάνουν τόση φωνή.
Νέος Στέντορας είχε γεννηθεί. Τόνε βοηθούσε κι ο τόπος.
Μόλις έστριβε ο γέρο-Κάτζος κατά τη χαράδρα κι έριχνε τη φωνή, ο αέρας την άρπαζε και τήνε χτυπούσε στο βράχο, που υψωνόταν από πέρα.
Κι ο αντίλαλος γύριζε στον από δώθε και τούτος ο βράχος, τον έστελνε πάλι στον άλλονε που ήταν από πέρα, αλλά πάρα πάνω. Κι έτσι με σύρε κι έλα, το απόφωνο περνούσε τη χαράδρα κι έβγαινε στο απλόχωρο δάσος.
Εκεί έσβηνε ο αντίλαλος.

2. Στα άρματα
Στο βάθος του ορίζοντα, θέλεις σύγνεφο, θέλεις ήσκιος, προβάλλει κάποια στιγμή. Μικρός, ακούνητος,
αξεδιάλυτος. Απάνω του καρφώνει το μάτι
ο γέρο-Κάτζος. Δεν τον αφήνει στιγμή. Όσο περνάει η ώρα, ο ήσκιος μεγαλώνει, αργοσαλεύει, κομματιάζεται. Φτάνει, δε χρειάζεται να κοιτάξει άλλο.
Ο γέρος κατάλαβε. «Καβαλάρηδες», λέει μέσα του. «Άλογα πιλαλούνε στον κάμπο».
Και παίρνοντας μέτωπο προς τη Στενή και φέρνοντας δεξιά κι αριστερά στο στόμα τις παλάμες: «Τούρκοι..οι..οι..οι..οι..οι..» ρίχνει μια φωνή.
Γέροι, άντρες και νέοι - όσοι σηκώνουν άρματα – στο άκουσμα της ζωντανής σάλπιγγας, αδράχνουνε το καριοφίλι και πετιούνται από τα σπιτάκια του
χωριού, που είναι στριμωγμένο μέσα στη χαράδρα, αριστερά καθώς κατρακυλάει το ποτάμι. Τραβούνε τον κατήφορο κατά την έξοδο του φαραγγιού. Από τα πλάγια ροβολούν άλλοι - όσοι είχανε ξεμακρύνει από το χωριό - φτάνουνε στα σπίτια, μπαίνουνε, ξεκρεμούν βιαστικά το τουφέκι, παίρνουνε μπαρούτι, βόλια και τρέχουνε τον κατήφορο, να ανταμώσουνε τους πρώτους. Από πέρα κι από δώθε, στην έξοδο της χαράδρας, τους βλέπεις σε λίγο οχυρωμένους πίσω από μεγάλες πέτρες, να περιμένουν από τον κάμπο τον οχτρό.
ο
ο.

3.            Εποχή πικράς δουλείας
Την Πατρίδα μας, τήνε πάταε τότε, του Τούρκου το ποδάρι.
Λίγο πριν από το ΕΙΚΟΣΙΕΝΑ. Στο πέρασμά του, οι πρόγονοί μας  προλάβανε να αποτραβηχτούν από τον κάμπο.
Το χωριουδάκι – τη Στενή - που είναι τώρα σφηνωμένο στη χαράδρα,
δεν το πατάει άλογο. Αλλά κι εδώ, δεν είναι πέρα-πέρα ασφαλισμένοι.
Γιατί ο Τούρκος, με τα ξημερώματα, ανεβάζει τις σιδερόπορτες του κάστρου και ξεχύνεται παγάνα στον κάμπο. Φτάνει ως τα ριζά ν’ αρπάξει ζωντανά,
ν’ αναγκάσει τους σκλάβους, να του κουβαλήσουνε «πεσκέσια» και δοσίματα. Στη Στενή, ο γέρο-Κάτζος με τους χωριανούς, το έχουνε ξεκόψει τι θα του στέλνουνε: Βόλια, με το καριοφίλι! Ο Τούρκος όμως τα αποφεύγει. Πιλαλώντας κατά τη Στενή, σταματάει μια τουφεκιά τόπο μακριά. 
Γιατί ακούγεται μια μπαταριά από το στενό και βόλια βροχή σπέρνουνε
τη γης, μπρος από τα πόδια των αλόγων.
Έχουνε συναντήσει αντίσταση οι Τούρκοι. Αλλάζουνε λοιπόν κατεύθυνση.
Πέρασε η μπόρα, λένε οι χωριανοί. Αλλά δεν είναι κι ολότελα σίγουροι. Υποψιάζονται τον Τούρκο μην τους αποκοιμίσει, πως τάχα έφυγε και γυρίσει κατόπι άξαφνα, να τους βρει ξένοιαστους.

4. Το καταφύγιο
Γι αυτό δεν αφήνουνε τις θέσεις τους. Κι από πριν το έχουν αποφασίσει, να παίρνουνε κι άλλα μέτρα στον κίνδυνο. Για καλό και για κακό! Με Τουρκιά έχουνε να κάμουν. Μιλιούνια, άμμο της θάλασσας ήταν οι Τούρκοι. Χωρατά
το έχεις; Κάμαν έτσι μπήκανε στό χωριό. Τότε τι γίνεται; Από πριν τα προβλέπουν αυτά. Και την ώρα που παίρνουν οι άντρες τον κατήφορο για
την έξοδο του φαραγγιού, γυναίκες με μωρά στην αγκαλιά κι ανήλικα ξοπίσω, γέροι παρήλικοι και γριές σκεβρωμένες από τα χρόνια, σχηματίζουνε πορεία αντίθετη. Καταπάνω! Για πού; Γιατί;
Δεξιά κι αριστερά, οι πλαγιές της χαράδρας είναι ντυμένες πεύκο, που ξεπερνάει λεύκες στο ύψος. Και μέσα στη ρεματιά, έχουνε θεριέψει τα πλατάνια. Κι από το χωριουδάκι τον ανήφορο - ανάμεσα στα πεύκα και δίπλα στα πλατάνια  - εδώ μια καστανιά, εκεί ένας δέντρος, πιο πέρα άλλη, πιο πάνω άλλος κι άλλος, ώσπου βγαίνοντας τέλος από τη χαράδρα, γίνονται σύδεντρο και σκεπάζουν ίσαμε την κορφή ένα χωματοβούνι. Για κει, για αυτόνε το λόγγο ξεκίνησε από το χωριό η πορεία των αδύνατων, την ώρα
που ακούστηκε η φωνή του γέρο Κάτζου.
Τι λαχάνιασμα γέρων, παιδιών και φορτωμένων μητέρων!
Επιτέλους! Τάφερε ο θεός δεξιά. Όπως και τόσες άλλες φορές.
Ασφαλισμένοι τώρα μέσα στο δάσος, απιθώνουνε τα μωρά να ξεμουδιάσουν, κάθονται στη ρίζα των δέντρων, ξεγέρνουνε στους κορμούς.
Ανασαίνουν βαθιά, να ξεπλακωθούνε τα στήθια τους.
Να γκρεμιστεί από πάνω τους το διπλό βάρος που τους πάταε, η φοβέρα του Τούρκου κι ο κόπος της ανηφοριάς.
Αν δεν είχανε το λόγγο, πού θα βρίσκανε καταφύγιο;

5. Ποθούνε να μπούνε στου λόγγου την καρδιά
Περάσανε καιροί, που ο άνθρωπος δεν τόθελε να γειτονεύει με δάσος.
Κάτι περισσότερο, δεν ήθελε να βλέπει στα μάτια του σύδεντρο.
Σε χρόνους παλιούς, πολύ παλιούς, γίνηκε αυτό. Τότε που ο άνθρωπος ζούσε όπως και τα αγρίμια. Απάνω σε δέντρα, μέσα σε σπηλιές. Την εποχή που δεν είχε σοφιστεί ακόμη ούτε το πέτρινο τσεκούρι. Κι ούτε είχε ημερεμένο σκυλί και άλογο. Εκείνονε τον καιρό, που έτρωε τις ρίζες και τα βελάνια.
Απάνω στον αγώνα που έκανε για τη ζωή, ξύπνησε κάποια στιγμή το μυαλό του. Και μια που δεν είχε όπλα αποτελεσματικά, ν' αντιμετωπίσει το αρκούδι και το λιοντάρι, σκέφτηκε να το ξεφωλιάσει, να το ξενομήσει το αγρίμι.
Τα θεριά ήταν ο οχτρός του. Όμως το δάσος τά κρυβε και τα ευκόλυνε να πλησιάζουνε στους συνοικισμούς. Με όλους τους τρόπους που γνώριζε
ο πρωτόγονος: κόβοντας, ξεφλουδίζοντας, ξεριζώνοντας, καίοντας τέλος, κατάφερε να το διώξει μακριά το δάσος και να κοιμηθεί ξένοιαστος.
Πως αλλάζουν οι καιροί! Στη Στενή τα αγρίμια πέφτουνε σήμερα από
το ξέφωτο. Κι οι χωριανοί για ν΄ αμυνθούνε, έχουν ανάγκη να στηριχτούνε
στων δέντρων τα κορμιά. Και για να γλιτώσουν οι γέροι και τα γυναικόπαιδα, ποθούνε να μπούνε στου λόγγου την καρδιά.
Συνέχεια από τα σπίτια τους θέλουν οι χωριανοί ν’ αρχίζει το δάσος.
Απάνω στο βουνό, καταμεσής στο δάσος θα το βάνανε το χωριό, αν δεν ήταν οι βαρυχειμωνιές με τα πολλά τα χιόνια.


6. Θα κοιμηθούνε στο δάσος
Άμα ξεκουράστηκε η συνοδεία, ξεκίνησε πάλι τον ανήφορο.
Θ’ ανεβούνε ψηλά, στη μέση του λόγγου, θα βρουν εκεί τα καλύβια,
θα μπούνε μέσα, θα ξεκρεμάσουνε το φυλάκι με το αλεύρι, θα ζυμώσουνε,
θα ψήσουν ψωμί στη χόβολη και θάναι έτοιμοι, αν τους έρθει από χαμηλά
το μήνυμα, να σβήσουνε τις φωτιές, γιατί μπορούν αυτές να τους προδώσουν, άμα φανεί ο οχτρός. Κι όταν βραδιάσει με καλό, εκεί θα περάσουνε τη νύχτα τους. Δεν έχουνε καμιά ασφάλεια, να κατεβούν ημέρα στο χωριό.
Και τέτοια συνοδεία, δεν είναι για νυχτοπερπάτημα. Αυτή τη φορά όμως,
έχει παρουσιαστεί και άλλο εμπόδιο. Από το μεσημέρι κι ύστερα, βρέχει συγκρατητά. Άνοιξαν οι καταρράχτες του ουρανού και σίγουρα τα παλληκάρια θα γίνουνε παπί, ως ν’ ανεβούνε στα καλύβια. Ωστόσο κάποια στιγμή - αργά το δειλινό - τα παιδιά βλέπουνε χαρούμενα την ίριδα. Η βροχή έχει κόψει.

7. Απόβροχο – ηλιοβασίλεμα - σούρουπο
Από τη γης ανεβαίνει μισογάλανη ομίχλη διάφανη, μυρωμένη με τα βάλσαμα του δάσους. Μέσα απ’ αυτή, οι σιλουέτες των δέντρων φαίνονται θαμπές.
Σε λίγο ξανοίγει. Ο συγνεφένιος πέπλος ξεσκίζεται κατά τη δύση.
Μια πελώρια σκισιματιά, ανοίγει ξεχειλωμένη ολόγυρα. Από το άνοιγμα φαίνεται ο χρυσός δίσκος του ήλιου, έτοιμος να βουτήξει στη θάλασσα.
Προλαβαίνει να στριφώσει με χρυσαφιές κλωστές το ξεχείλωμα των σύγνεφων. Και στέλνει κιόλας τις τελευταίες του αχτίδες, στα καλύβια που είναι ψηλά. Και στο δάσος, το φως του ήλιου χρυσώνει καλύβια και κλαριά κι ανεβαίνει κατόπι κυνηγημένο από τον ήσκιο, ως τις κορφές κι από κει πηδάει στα σύγνεφα. Ένας αητός, περνώντας αυτή τη στιγμή πάνω από τα καλύβια, πετάει πέρα ψηλά κατά την αετοφωλιά, φαντάζοντας σα χρυσαφένιος.
Αεράκι κατεβαίνει, ανασαλεύοντας άπαυα τις φυλλωσιές. Σιγοβουίζουν αυτές και σούσουρο ακούγεται από τα φύλα που είναι στρωμένα στη γης, γιατί τινάζεται από τα δέντρα το νερό που είχε κρατήσει η φυλλωσιά.
Τινάζονται και τα πρόβατα. Το κοπάδι, όσο έβρεχε, στεκότανε στον τόπο
σαν καρφωμένο. Μόλις όμως ξέκοψε η βροχή, ένα διαδοχικό κουδούνισμα ρυθμικό, έφτασε πέρα από το σύδενδρο ως τα καλύβια. Τα ζωντανά αναταράζανε το κορμί τους, για να τιναχτεί στη γης το νερό και δίνανε
κατόπι στα κουδουνίσματα, το ρυθμό της βοσκής. Αρχίζει να μουχρώνει.
Το αεράκι πιρουνιάζει. Τα παιδιά ανατριχιάζουν. Πηγαίνουνε να μπούνε στα καλύβια. Αυτή τη στιγμή, μια νυφίτσα προβάλλει από την κουφάλα μιας καστανιάς και στη στιγμή κρύβεται πάλι. Απλώνεται το σούρουπο. Τα σκυλιά αρχίζουνε να γαυγίζουν κι όσο θαμπώνει, τόσο και πιότερο αναδριμώνουν.
Μακριά ακούγεται το βραχνό ούρλιασμα του λύκου.

8. Εκεί που τους καλεί το καθήκον
Κι ο γέρο-Κάτζος με τους αγωνιστές; Πώς πέρασαν αυτοί την ήμερα και πού βρίσκονται τώρα; Η βροχή τους στεναχώρησε. Να φύγουν; Ούτε λόγος!
Να μείνουν εκεί κατάλακκα; Δεν τους στοίχιζε τόσο πως θα βραχούν, όσο
ο κίνδυνος να νοτίσει το μπαρούτι και να μην παίρνει το καριοφίλι φωτιά.
Και τότε; Μια φούχτα παλληκάρια, τι αποτέλεσμα μπορούσανε να φέρουν
με τα γιαταγάνια; Όσους και να κόβανε, θα μένανε πάντα Τούρκοι αρκετοί, για να ριχτούνε τέλος στο χωριό. Ριζώσανε λοιπόν τα παλληκάρια, στα στεφάνια και στις αχιβάδες που σχημάτιζαν οι βράχοι. Η βροχή τα περάτωσε.
Δεν τους έμεινε γλώσσα στεγνή. Όμως μπόρες έχουνε δεχτεί πολλές στη ράχη τους. Και δεν είναι λίγες φορές, που στέγνωσαν επάνω τους τα ρούχα. Το σπουδαίο είναι πως δε βράχηκε το μπαρούτι. Το φυλάξανε σαν τα μάτια τους. Μείνανε στις θέσεις τους ως το ηλιόγερμα. Ο Τούρκος χάθηκε. Από αλλού γύρισε στο κάστρο του να κοιμηθεί ασφαλισμένος. Νύχτα δεν εξώμενε.

9. Κατά το χωριό
Τότε κι οι αγωνιστές, παίρνουνε καθένας το μονοπάτι του για το χωριό
κι ύστερα, πιο πάνω για τα καλύβια. Περνούν ανάμεσα στο πευκοδάσος. Βούισμα ακούνε, γιατί το αγέρι αναδεύει τη δασιά φυλλωσιά των πεύκων
τη βελονωτή και τήνε παρουσιάζει κιόλας σαν  μαυροπράσινη θάλασσα με κυματισμούς. Τα πεύκα στέκονται εκεί κολώνες, σα γίγαντες.
Κάθε κορμός, φαντάζει σα να είναι σκούρος βαμμένος. Εμείς σίγουρα δεν ξεχωρίζομε, ποιος είναι ο ένας κορμός και τίνος πεύκου είναι ο άλλος.
Οι αγωνιστές όμως τους γνωρίζουν όλους και βρίσκουν ανάμεσα σ’ αυτούς, το δρόμο και με κλειστά τα μάτια. Δε χάνονται, ούτε και πιο πέρα στο ρουμάνι, που έχουνε μπλέξει τα κλαδιά τους ο σκίνος με το πουρνάρι, η φιλλυριά
με την αριά, η κουμαριά με τη μυρτιά. Και πιο απάνω στο λογγάκι, που είναι
δασιά-δασιά πευκάκια σα σπαρτό κι έχουν ανάμεσά τους από κανένα 
γέρο-πεύκο για να τα έχει στον ίσκιο του.

10. Η νύχτα στη χαράδρα
Πάντα στη Στενή νυχτώνει νωρίς. Μα σήμερα θα νυχτώσει πιο γρήγορα
από τις άλλες ημέρες. Ένας ουρανός βαρύς, σταχτής, έχει απλωθεί απάνω από τη χαράδρα, σαν τέντα δεμένη στην από πέρα και στην από δώθε ράχη της Στενής. Ως εκεί έχουνε χαμηλώσει τα σύγνεφα. Ένα κοπάδι κουρούνες, πετούνε σκούζοντας και φαίνονται σα να κολυμπούνε στο σταχτί αέρα. Πηγαίνουνε να κουρνιάσουν. Το αεράκι δυναμώνει. Τα πεύκα σκύβουνε τις κορφές τους, να του αφήσουν ελεύθερο το δρόμο. Κι όπως τροχιούνται τα κλαδιά τους το ένα στο άλλο, ακούγεται ένα στριγγό τρίξιμο.
Οι αγωνιστές προχωρούνε. Στο δρόμο τους προλαβαίνει το σούρουπο.
Και σε λίγο φτάνει η νύχτα κι άπλωνε στη γης το μαύρο πέπλο της.
Τώρα πλησιάζουνε στο ποτάμι. Σκοτάδι πηχτό απλώνεται γύρω τους.
Για μια στιγμή όμως, ανοίγουνε τα σύγνεφα και τότε προβάλλοντας
από ψηλά το φεγγάρι, λούζει τη ρεματιά με το ασημένιο του φως.
Μοιάζει λυχνία, κρεμασμένη στο θόλο του ουρανού.
Τα παλληκάρια, βλέπουνε πως ανακατεύει ο άνεμος τις μαύρες φυλλωσιές των πεύκων. Και πως πηγαίνουνε πέρα-δώθε τα κλαδιά, που ρίχνουνε χαμηλά τα πλατάνια και πως ανεμίζουν αυτά τα κλαδιά σαν ουρές από ξωτικά άλογα. Τα λιθάρια, στις ακροποταμιές και μέσα στην κοίτη – καθώς τα σκεπάζει πρώτα και τα ξεσκεπάζει έπειτα το νερό που κυλάει κυματιστά – λαμποκοπάνε, σα να ρουφάνε κομμάτια-κομμάτια το χλωμό φως του φεγγαριού. Τέλος φτάνουνε στη Στενή. Λίγοι θα κοιμηθούν εδώ.
Οι πολλοί θ’ ανεβούνε στο δάσος. Περνώντας οι τελευταίοι τη χαράδρα, ακούνε από πέρα κι από δώθε το κλαψιάρικο σκούξιμο της κουκουβάιας
και πότε-πότε το φτεροκόπημά της από κοντά. Το νυχτοπούλι περνάει μπροστά τους σα μαύρος ήσκιος.

11. Τα «Άγια των  Αγίων».
Αποβραδίς, δυο ώρες νύχτα, φτάσανε τέλος στα καλύβια: στην «Κερασιά».
Έτσι το λέγαν εδώ το μέρος οι αγωνιστές. Όποιος περάσει σήμερα, από την τοποθεσία που ήτανε τα καλύβια της Κερασιάς, ζήτημα είναι αν θα προσέξει τα λίγα χαλάσματα αυτών των Καλυβιών. Οι χωριανοί μάλιστα, πιο πολύ δεν τα βλέπουν - δε ρώτησαν από τις πρώτες ημέρες, όταν ήτανε παιδιά -  αυτά τα χαλάσματα. Νομίσανε πως από μόνοι τους το καταλάβανε τι είναι. Γιατί μοιάζουνε με τα συνηθισμένα καλύβια που σκαρώνουν οι τσοπάνηδες, τα συντηρούν έναν καιρό - όσο τα χρειάζονται – κι έπειτα τ' αφήνουνε να
γκρεμιστούν.
Που να ξέρουν οι χωριανοί, πως αυτά τα χαλάσματα είναι τα «Άγια των Αγίων» της Στενής. Εκεί μέσα φυλάχτηκε η Πίστη κι ο Εθνισμός των πατέρων μας.
Αυτά κι άλλα σαν αυτά, σταθήκανε εργαστήρια, όπου σφυροκοπήθηκε
η ελευθερία, που μας αφήσανε κληρονομιά οι παππούδες μας, με τους αγώνες τους.

12. Η «Κερασιά»
Αν λησμονηθήκανε τα καλύβια, όμως η Κερασιά είναι και σήμερα ξακουστή.
Κι ας μην υπάρχει γύρω στα χαλάσματα πουθενά τέτοιο δέντρο.
Στο κεφαλάρι, λίγο πιο πάνω από τα χαλάσματα, αναβρύζει μια πηγή. Στα πόδια της πηγής αυτής, ένας από τους παππούδες είχε τον κήπο του. Σε μισό στρέμμα γης ξέφωτη, έσπερνε κάθε Μάη φασόλια κι αραποσίτι. Είχε φυτέψει και μια κερασιά. Το δεντράκι, βρήκε τον τόπο του και θέριεψε. Προσπαθούσε να φτάσει σε ύψος τα έλατα και τις οξυές και να φουντώσει σαν καστανιά, σα δέντρος, σαν πλατάνι. Έγινε δέντρο ζηλευτό. Ήτανε μοναδικό στον τόπο. Κι έδωσε το όνομά του γύρω στο μέρος. Ο χρόνος όμως είναι καταλύτης. Τίποτε απ’ ότι γεννιέται και βλασταίνει, δεν μπορεί να ξεφύγει τη μοίρα του χαμού. Έτσι ήρθε κι η σειρά της κερασιάς, να σωριαστεί στη γης.  Αλλά δεν έσβησε μαζί και το όνομά της. Πέρασε όνομα στην πηγή. Είναι η καλύτερη μοίρα, που μπορεί να ποθήσει στον πεθαμό του ένα δέντρο. Θα μνημονεύεται αιώνια. Κι αν είναι το ριζικό του να στερέψει κι η πηγή, αυτό θα γενεί πάντα, όταν δε θάχει μείνει ρίζα από κλαρί στο δάσος.

13. Άμα περάσανε τα χρόνια της σκλαβιάς
Κι ο κήπος; Άμα περάσανε τα χρόνια της σκλαβιάς, ο παππούς τόνε ξανάδωσε να τόνε φροντίσει πάλι η φύση. Κι αυτή τον έκανε περιβόλι με φρούτα, πρασινάδες, λουλούδια. Φυτρώσανε χαμοκερασιές και μέσα από τη ρίζα- νομίζεις- προβάλλουνε φράουλες μυρωδάτες, σαν κεράσια. Αγριοτριανταφυλλιές στολίζουνε τον τόπο. Κάτασπρα τριαντάφυλλα κι άλλα ροδοβαμμένα ανάλαφρα μοσκοβολούν. Κι ως και το χινόπωρο, φαντάζουν απάνω από τα φύλλα κάψες, βαμμένες με ανοιχτό κεραμιδί χρώμα.
Οι μενεξέδες από το φρύδι της πηγής, καθρεφτίζονται στο νερό, σμίγοντας
με τις αγριοβιολέτες και το πολυτρίχι φουντώνει από παντού, σκύβοντας να κρύψει την πηγή, που μόνη της τα καταφέρνει να γυρίσει νερόμυλο. Πιο πέρα, πιο πάνω, πιο κάτω, εδώ, εκεί, παντού προβάλλουν από τη γης φτέρες χωρίς βλαστό. Φύλλα βλέπεις να πετιούνται από το χούμο και τίποτε άλλο. Μ’ αυτές στολίζει η φύση το πέρασμα του αυλακιού. Μ’ αυτές στολίζομε κι εμείς το διάδρομο του σπιτιού μας. Η φύση τον διαφέντεψε και τόνε νοικοκύρεψε τον τόπο, καλύτερα από τον κάθε καλλιεργητή. Όχι μονάχα στην Κερασιά, παρά και πιο ψηλά, στην Κρυώνα κι ακόμη πιο ψηλά στη Φλέβα, αναγκάζεσαι 
ν’ ανοίγεις δεξιά αριστερά τη βλάστηση, για να φτάσεις ως τις πηγές.

14. Πηγές αμέτρητες
Ανεβαίνοντας για το διάσελο, κάτω από παχείς ήσκιους, ανάμεσα σε
δασιά πλατάνια, περνάς αμέτρητες φορές το ίδιο ποτάμι και δυσκολεύεσαι
- καλοκαίρι - να  περπατήσεις στο μονοπάτι, γιατί βουλιάζεις. Θαρρείς όλος
ο τόπος βγάνει νερό. Πηγές μικρές, αμέτρητες, ανώνυμες από το πλήθος τους, τις έχουνε για τίποτε οι χωριανοί και πιο πολύ τις θεωρούν εμπόδια στο δρόμο τους. Σκάβουν αυλάκι την απάνω μεριά, για να χυθεί το νερό έξω από τη στράτα κι ούτε καταδέχονται να τις χαιρετίσουν.
Αυτοί πίνουν από την Κερασιά, από την Κρύωνα, από τη Φλέβα.
Ω, να τις είχαμε στον κάμπο!
Οι περιφρονημένες πηγές, έχουν ωστόσο δουλέψει αρκετά μέσα στο πέρασμα του καιρού. Αυτές έχουνε κουβαλήσει γύρω τους, μέσα στο δάσος το πουρί. Το νερό της πηγής γίνεται σύγνεφο. Κι από τούτο ξεκινάει η βροχή,
όταν η θερμοκρασία είναι κάπως χαμηλή. Περνώντας τον αέρα, βρίσκει το διοδείδιο του άνθρακος, το διαλύει και το παίρνει μαζί της. Πέφτει στη γης και καταποτίζει. Αν τύχει να περάσει από ασβεστόπετρα, τη σιγοτρώει η διάλυση κι ύστερα το διοξείδιο του άνθρακος, αφήνοντος το νερό, ενώνεται χημικά με τη διαλυμένη ασβεστόπετρα και κάνει δισανθρακικό ασβέστιο.
Το νερό το διαλύει αυτό και το σέρνει μαζί του ως την πηγή. Με λιγοστή θερμότητα τότε, παρμένη από τον ήλιο, το δισανθρακικό ασβέστιο
αποσυντίθεται, ανεβαίνει στον αέρα το διοξείδιο του άνθρακος, κατακαθίζει
η ασβεστόπετρα, μένει ελεύθερο το νερό. Τούτο δεν μπορεί πια να κάμει τίποτε άλλο, παρά να τήνε σπρώχνει, να την παραμερίζει να μην του φράξει την πηγή. Πιο κάτω όμως, την αφήνει να του στρώνει την αυλακωσιά και να σχηματίζει τους πωρόλιθους, όπως τους βλέπομε σήμερα χορταριασμένους.

15. Με το κοπάδι στο καταράχι
Και στα καλύβια λίγοι θα κοιμηθούν. Τους πιο πολλούς τους καρτερούνε δρόμοι. Μαζί φτάσαν οι τσοπάνηδες στα καλύβια, αλλά τώρα παίρνει καθένας
τη ρύμη του. Τραβούνε για τις στάνες τους. Τις έχουνε ρίξει σε ψηλώματα. Παντού σε ξέφωτα. Ένας που έχει τη στρούγκα κατάραχα, χρειάστηκε μια ώρα για ν’ ανεβεί. Τον περιμένανε τα τσοπανόπουλα. Δεν έχουν αξιώσει ακόμη για να καταπιάνουνται μόνα τους με το άρμεγμα. Κάθεται μια στιγμή να ανασάνει. Αμέσως κατόπι στρουγκιάζουνε τα γαλάρια. Οι προβατίνες περνούνε μια-μια από τους αρμεχτήδες, που κάθονται στα στρουγκολίθια.
Τις σταματούν εκεί, ώσπου να αρμεχτεί στις καρδάρες το παχύ γάλα τους
κι ύστερα τις αφήνουν ελεύθερες. Είναι και κάτι άγριες, που διστάζουνε να πλησιάσουν στην έξοδο της στρούγκας. Προτιμούνε να πισωδρομήσουνε κατά την είσοδο, να γλιστρήσουν ανάμεσα στα τσοπανόπουλα, να φύγουνε πέρα. Αλλά τα τσοπανόπουλα δεν κοιμώνται ορθά. Έχουνε τα μάτια τους τέσσερα. Και σβέλτα όπως είναι, αδράχνουνε τις προβατίνες, καθώς ρίχνονται να ξεφύγουν και τις σέρνουν ως τα στρουγκολίθια. Να τώρα όλοι στην καλύβα πλάι στη φωτιά. Ο πατέρας σουρώνει το γάλα και θα το πήξει κιόλας τυρί.
Τα αγόρια ρίχνουνε κλάρες στη φωτιά, να φέγγει και να ζεσταίνονται. Και το κορίτσι στρώνει στη γης το πλαστήρι και βάνει απάνω το ψωμί, που ξέχωσε από τη χόβολη. Ψωμί και γάλα θα φάνε απόψε, όπως και τόσες άλλες βραδιές. Η μητέρα και τα μωρά κάτω στο καλύβι, θα δειπνήσουνε τούτο το βράδυ με ψωμί και νερό. Κοντεύει μεσάνυχτα. Απάνω σε μπάτσες στρώματα, επάνω σε στρώσεις από κλωνάρια ελάτων, απλώνουνε το στεγάδι και πλαγιάζουνε στη σειρά τα παιδιά. Σκεπάζονται κατόπι με άλλο χράμι. Στη στιγμή τα αγκάλιασε ο ύπνος. Είναι που πλαγιάσανε παράωρα ή τα μέθυσε
η μοσκοβολιά της ελατόπισσας; Ο πατέρας παίρνει την κάπα και ξεμακραίνει από το καλύβι. Κοντά στο κοπάδι, βάζει προσκέφαλο μια πέτρα. Ψηλά θέλει να έχει το κεφάλι εάν πλαγιάσει, για να πετιέται στον ύπνο του με το πιο αλαφρό σούσουρο. Στρώνει κατόπι την κάπα μισή από κάτω, το παίρνει δίπλα και σκεπάζεται με την άλλη μισή. Αλλά που να τόνε πάρει ο ύπνος!
Τα νεύρα του έχουνε τεντώσει, από τα συμβάντα τα χτεσινά. Ο νους του είναι στους Τούρκους. «Τι θέλεις, τι γυρεύεις» μονολογούσε μέσα στο σκοτάδι. «Άξια είναι τα χέρια μας κι η Στενή κάστρο, αλλά χωρίς το λόγγο,
δε θα τα βγάναμε πέρα». Δεν είναι βλέπεις μονάχα ο κρυψώνας.
Χρειάζεται και φαγί, για μας και τα κοπάδια μας. Θρέφομε τα ζωντανά μας, ξεχειμωνιάζουμε κι εμείς με τα κάστανα. Ευλογημένο είναι το δάσος. Χωρίς  αυτό, η πείνα θα μας θέριζε και θα μας έσπρωχνε να κατεβούμε στον κάμπο, να μας χερώσει ο Τούρκος. Θα το αποφασίζαμε; Γιατί να πονοκεφαλάω με σκοτούρες που δε θα μας παρουσιαστούνε, μια που έχουμε το λόγγο; Άμα κατάληξε σ’ αυτό το συμπέρασμα, γαλήνη απλώθηκε στην ψυχή του και του ήρθε μονομιάς ο ύπνος. Κοιμάται αλαφρά κι ακούει μέσα στον ύπνο του το ρυθμό των κουδουνιών, όταν σηκώνονται τα πρόβατα ν΄ αλλάξουνε θέση, να γυρίσουνε το άλλο πλευρό ή να ξυστούνε.
                                       
16. Ζυγώνουνε τα αγρίμια
Κάποια στιγμή, πετιέται ο τσοπάνης ολόστεγνα. Το κουδούνισμα και πιο πολύ η μυρουδιά από το κοπάδι, τραβάει σα μαγνήτης το λύκο κατά δω. Τα σκυλιά αλυχτούν άγρια κι άναδριμώνουν. Και το κοπάδι, νιώθοντας πως ζυγώνει το αγρίμι, αναταράζεται, προγκάει κι έρχεται γύρω, σα να θέλει το κάθε ζωντανό ν΄ ασφαλιστεί μέσα στο πλήθος των συντρόφων του. Χουϊάζει ο τσοπάνης, ρίχνει μια κουμπουριά και φωνάζει στα τσοπανόπουλα, που έχουνε πεταχτεί: «Ρίξτε κλάρες στη φωτιά». Λίγο πιο πέρα ακούγεται το ούρλιασμα.
Τώρα νομίζεις, πως θα ξεπηδήσουν από το σύδεντρο στο ξέφωτο.
Ωστόσο τα αγρίμια δεν αποκοτούνε να προβάλλουν. Είχανε πάρει τη ράχη
για να πέσουνε στο κοπάδι. Μπρος όμως στην αντίσταση που βρήκανε,
πλευρώσανε, περάσανε πιο χαμηλά, στρίψαν ύστερα, βγήκανε πάλι στο
σύρραχο και τράβηξαν ανηφοριστά, να βρούνε πιο πέρα κοπάδι έρμο.
Καθώς ανηφορίζουν, η λάμψη της φωτιάς πέφτει απάνω τους κι οι ήσκιοι τους φαντάζουνε στην ανηφοριά, σαν αντάρες που ανεβαίνουνε τις πλαγιές
μεγαλώνοντας. Το φεγγάρι βασίλεψε.
Πηχτό σκοτάδι απλώθηκε τώρα στο δάσος.
Αλλά αυτό για λίγο διάστημα. Κατόπι άρχισε ν’ ασπρίζει κατά την ανατολή. Χαθήκανε τότε οι ήσκιοι και σωπάσανε τα ουρλιάσματα.

17. Ξημερώνει αυγή δροσάτη
Τα πουλιά ξυπνούνε με τα βαθιά χαράματα. Τινάζουνε τις φτερούγες τους και τονίζουν τον πρωινό ύμνο στον πλάστη. Γεμίζει ο αέρας κελαηδισμούς και αντίλαλους. Πέρα, πιο ψηλά κατά την ανατολή, σε άλλη ράχη που
σταυρώνεται με τούτο το σύρραχο, γραμμή μαύρες σιλουέτες αρχίζουνε να ξεχωρίζουν. Όλοι αυτοί οι ήσκιοι, πατούνε σε κείνο το καταράχι κι υψώνουνε το ανάστημά τους κατά τον ουρανό πίσω από τη ράχη, σα να πέφτει απάνω τους φως θαμπό, από κάποιον φωτεινό προβολέα. Να είναι νυχτοσκοποί αυτοί ή ήσκιοι; Φρουροί μη διασελώσει κανείς το βουνό;
Από στιγμή σε στιγμή, το φως τους έρχεται πιο δυνατό.
Ροδίζει ο ουρανός στο βάθος κι απλώνεται έτσι πίσω τους ένα τριανταφυλλί φόντο, που γίνεται κατόπι χρυσαφί κι αυτό το φως περνάει και στη ράχη -το από μέσα μέρος, αυτό που δε φαίνεται από τη στάνη - μια χρυσαφιά κορδέλα, που εξέχει από τη ζύγρα και λάμπει ως τη στάνη και πιο πέρα, όσο φαίνεται. Και τη χιονισμένη κορφή του αντικρινού βουνού - δυτικά από τη στάνη - τήνε σκεπάζει κι αυτή, μ’ ένα ανάερο τούλι χρυσοβαμμένο.
Τώρα το βλέπει κανείς πια καθαρά, πως σκοποί είναι τα έλατα.
Ο ήλιος ψηλώνει να φτάσει τη ράχη, ενώ το φως του κατεβαίνει τις απέναντι πλαγιές. Τέλος ανεβαίνει στο ύψος της και προβάλλει ολόφωτος, να καλημερίσει τα τσοπανόπουλα στη στάνη. Αλλά δεν τα βρίσκει εκεί.
Έχουνε ξυπνήσει με τα πουλιά και φύγανε με το κοπάδι.
Ανάβει τότε κι αυτός τους πολυέλαιους των ελάτων. Τα κουκουνάρια στητά απάνω στα ελατοκλώναρα, με κόμπους-κόμπους ελατόπισσα σπιθοβολούνε, λαμπαδιάζουν. Το χρυσαφένιο φως, περνάει ύστερα γοργά μέσα από το σύμπλεγμα των κορμών και πέφτει απάνω σ’ ένα φτεριαρό μέρος.
Κάθε ημέρα το βλέπει ο ήλιος τούτο το φτεριαρό. Από την άνοιξη που προβάλλανε από τη γης σα ραβδάκια, τα τρυφερά βλαστάρια της φτέρης,
ως ύστερα που ψηλώσανε, ψωμώσανε και λούρωσαν. Τις είδε τις φτέρες
και προχτές και χτες. Σήμερα όμως του φαίνεται του ήλιου, πως πήρανε πια πλέρια την ανάπτυξή τους. Η φούντα της κάθε μιας, τι ψιλοδουλεμένη φυλλωσιά! Θαρρείς τήνε πλέξανε με τα κοπανέλια, κοπέλες χρυσοχέρες.
Κι όλες μαζί οι φυλλωσιές, μπαίνοντας η μια στις εσοχές της άλλης, ανταμώνουνε και γίνονται ένα μονοκόμματο πέπλο βαθυπράσινο, φρεσκοπλυμένο από τη χτεσινή βροχή και τη δροσιά της νύχτας.
Ο ήλιος δε χορταίνει να το κοιτάζει το φτεριαρό. Κι αυτό από τη χαρά του, λαμποκοπάει και σκορπάει γύρω όλα τα χρώματα της ίριδας.
Κάτω από τα έλατα, την ασημόψαρη στρώση του δασότοπου,
τη βάφει ο ήλιος κοραλλένια. Από φυλλωσιές, από κλαδιά, από κορμούς,
από χορτάρι, σταλάζει χρυσή δροσιά. Τη γης τήνε πνίγει πλημμύρα φως.
Στον αέρα έχει χυθεί φρεσκάδα, που πηγαίνει ως τα βάθη της καρδιάς.

18. Μελισσουργοί
Άμα φύγαν αποβραδίς οι τσοπάνηδες για τις στάνες, καθένας από τους αγωνιστές που μείνανε, μαζεύτηκε με την οικογένειά του στο καλύβι του, σταυροποδιαστήκανε κατάχαμα και δειπνήσανε το ψωμί τους.
Ίδια και στις καλύβες των τσοπάνηδων. Παππούς, γιαγιά, μητέρα κι ανήλικα, φάγανε το ξερό ψωμί τους. Παραπονεμένα σηκώνονται τα παιδιά να πλαγιάσουν. Καλόμοιρα τα άλλα, που έχουν ανάμεσά τους τον πατέρα.
Έτσι συλλογιούνται αυτά τα ανήλικα, για τα παιδιά που κάθονται
στα διπλανά καλύβια. Όμως δεν έχει προφτάσει να τα αγκαλιάσει ο Μορφέας και να μια φωνή, πέρα από το ακρινό καλύβι .·«Γιάννη, Κωσταντή!»  -« Έλα!» - «Έτοιμοι!»-«Έτοιμοι!» «Τραβάτε εδώθε τα ζα να φορτώσουμε!».
Φεύγουνε και των άλλων παιδιών οι γονιοί και μένουνε  κι αυτά - σαν και των τσοπάνηδων - με τη χαρά! Για πού τώρα παράωρα;
«Μπεζέρισαν, βαρέθηκαν, Τόσκα μου τα παλληκάρια, της νύχτας το περπάτημα, της αυγής το καραούλι».
Είναι σκληρή η ζωή στη Στενή, θα νυχτοπερπατήσουνε τρεις ώρες, ως
ν’ ανεβούνε στα «Στουρνάρια» κι άλλες τρεις, ως να κατεβούνε  στα καλύβια. Ξημερώματα! Κι ίσως σημάνει και την καινούρια ημέρα το προσκλητήριο του γέρο-Κάτζου. Εκεί ψηλά θ΄ ανεβάσουνε τα μελίσσια τους.
Για τον ανθό της ρίγανης, της χαμορίγανης και του τσαϊού.
Το σούρουπο μόνο, μπορούνε να τα «πιάσουνε» τα μελίσσια. Και μονάχα με το δροσιό της νύχτας, να τα κουβαλήσουνε. Χρειάζεται μεγάλη τέχνη να μη «σκάσουνε» τα μελίσσια. Αλλά και μεγάλη προσοχή στο «δέσιμο».
Σάπια μελισσόπανα και φαγωμένα μελισόσκοινα, είναι μεγάλος κίνδυνος.
Κάμαν έτσι και πιαστήκανε σ’ ένα ρογκάλι δίπλα στο μονοπάτι, κόβονται, ξεσκιούνται. Και τι γίνεται τότε; Αν δεν προλάβει σύγκαιρα ο μελισσουργός,
να φράξει τη σκισιματιά  - με τι; - και με την παλάμη του στην ανάγκη, ίσως αυτή να είναι η τελευταία ημέρα της ζωής της δικής του και του μουλαριού.
Το μελίσσι, σίγουρα θα βρει το τέλος του αυτή την ημέρα. Δε μπορεί να ξεφύγει την τιμωρία που το βαραίνει, από τον καιρό της Δημιουργίας.

19. Δε σου έδωσα το δικαίωμα να είσαι σκληρή προς τον πλησίον σου
Είχε φτιάσει ο θεός τον κόσμο. Όχι μόνο τον ουρανό και τη γης, παρά και
τα φυτά και τα ζώα και τους είχε δώσει κιόλας τα ονόματά τους. Ήτανε αυτή
η εποχή, που ο γάιδαρος πήρε τα μακριά αυτιά, γιατί δεν κατάφερνε να θυμηθεί το όνομα που του δόθηκε. Το ξεχνούσε, προτού ακόμη κάμει δυο βήματα μέσα στον παράδεισο. Τρεις φορές γύρισε πίσω ρωτώντας, πως τον ονόμασε. Τότε ο Κύριος, ο Δημιουργός, λίγο ανυπόμονα, τον έπιασε από τα αυτιά και του το φώναξε: «το όνομά σου είναι γάιδαρος, γάιδαρος, γάιδαρος!» Κι ενώ του έλεγε αυτά τα λόγια, του σιγοτραβούσε τα αυτιά για να το καταλάβει καλά και να το κρατήσει καλύτερα στο μυαλό του αυτό που του έλεγε. Την ίδια ημέρα έτυχε να τιμωρηθεί κι η μέλισσα. Αυτή άμα πλάστηκε, άρχισε στη στιγμή να μαζεύει το μέλι. Και τότε ζώα και άνθρωπος, μόλις οσμιστήκανε την πεντοβολιά, τρέξανε σωρός να το δοκιμάσουν. Αλλά η μέλισσα ήθελε να το κρατήσει όλο για τον εαυτό της κι έδινε φαρμακερές κεντιές, σ΄ αυτούς που πλησιάζανε στο σπιτάκι της. Όταν ο Κύριος είδε αυτή τη διαγωγή, τήνε κάλεσε αμέσως και της είπε: Σου έκαμα δώρο, να μπορείς να φτιάνεις το πιο γλυκό πράμα της δημιουργίας, δε σου έδωσα όμως και δικαίωμα να είσαι σκληρή προς τον πλησίον σου. Και τώρα πρόσεξε καλά,
θα πεθαίνεις, τη στιγμή που θα κεντάς  όποιον θέλει να δοκιμάσει το μέλι σου.

20. Τι μας χρωστάει η μέλισσα
Ποιος ξέρει, πόσες χιλιάδες χρόνια έχουνε περάσει από τότε ως σήμερα.    
Σε όλο αυτό το διάστημα, οι άνθρωποι δεν παρατήσανε τη μελισσοκομία. Μάλιστα οι αρχαίοι Αθηναίοι τη θεωρούσανε τόσο σπουδαία
τη μελισσοτροφία, που και δικαστές είχανε διορίσει ξεχωριστούς, τους «μελισσονόμους», για να δικάζουν αυτούς που μ’ έναν οποιοδήποτε
τρόπο ζημιώνανε την παραγωγή του μελιού. Σήμερα δεν έχομε ειδικούς δικαστές για να προστατεύουνε τη μέλισσα. Όμως στα βουνά απαγορεύεται να θεριστεί ρίγανη ή να κορφολογηθεί τσάι, προτού περάσει η ανθοφορία τους. Μέσα στα τόσα χρόνια, μ’ όλη την προστασία που της αφιερώνομε,
η μέλισσα στέκεται άγρια, όπως και την πρώτη ημέρα της δημιουργίας.
Προτιμάει να δίνει τη ζωή της, για να γλιτώνει το μέλι της. Κι αν μιλούν
οι άνθρωποι για ήμερα κι άγρια μελίσσια, αυτό συμβαίνει για να ξεχωρίζουν
οι κυψέλες, από τις κουφάλες των δέντρων και τις σκισμάδες των βράχων.
Και σε τούτες και σ’ εκείνες, κατοικούνε μέλισσες με το ίδιο φυσικό.
Δεν ξέρω, αν οι μέλισσες σκέφτονται με τον τρόπο των ανθρώπων.
Κι αν με τη σκέψη τους καταλήξανε σε συμπέρασμα, πως ίδια καλά περνούνε στην κουφάλα ή στη σπηλιά, όπως και στην κυψέλη.  Ή ίσως και καλύτερα στις πρώτες, γιατί είναι νοικοκυράδες στα σπίτια τους. Για ένα όμως θα μας χρωστούνε σίγουρα χάρη. Για την κυψέλη. Όχι αυτή καθαυτή. Παρά γιατί είναι κινητό σπιτάκι. Το ανεβοκατεβάζουμε από τη θάλασσα στο βουνό, παρακολουθώντας το άνθισμα της χλωρίδας.
Μπορεί έτσι να βοσκολογάει η μέλισσα, το χειμώνα τη μυγδαλιά και το ερείκι, που ανοίγει το Φλεβάρη τα άσπρα ανθάκια του στα χειμαδιά. Και το καλοκαίρι, στα χίλια μέτρα το τσάι, τη ρίγανη και τον έλατο. Κατεβαίνει τέλος του καλοκαιριού - τον Αύγουστο - στα τετρακόσια για το πεύκο, για το άλλο ερείκι, που ανοίγει το χινόπωρο τα τριανταφυλλιά κυπελλάκια του και για την κουμαριά. Αυτή δίπλα στα γλυκά της κούμαρα που φυλάει για τα παιδιά, έχει και τον άσπρο της ανθό για το μελίσσι. Αφήνουμε το θυμάρι, το θρούμπι,
το δεντρολίβανο κι άλλα κι άλλα. Όταν τόνε ρωτήσανε το γέρο-Κάτζο, κάποτε στη Στενή: «Μπάρμπ΄ Αντώνη, τι κλαρί ωφελεί περισσότερο απ’ όλα;» Απάντησε, σαν να ρωτούσανε τη μέλισσα: «Ο ανθός». Ο ανθός. Ένας λόγος που τα περιλαβαίνει όλα. Ποιο δέντρο μένει χωρίς ανθό; Ποιος θάμνος; Ποιο χορτάρι; Όλη η χλωρίδα ωφελεί, ήθελε να πει ο γέρο - μελισσουργός.
Πράσινο και πλουμιστό ταπέτο τήνε θέλει όλη τη γης, ο μυαλωμένος γέρος.

21. Αγώνας για τη ζωή
Αφού φύτρωσε πρώτα χλωρίδα και γίναν έπειτα τα ζώα - τον καιρό
της δημιουργίας - άρχισε ανάμεσά τους αγώνας για τη ζωή. Τα φυτοφάγα τρώγανε τους καρπούς, ροκανίζανε τα βλαστάρια, ξεχώνανε τη ρίζα
των φυτών και τήνε τρώγανε. Και τούτα κρατούσαν άμυνα γερή, με μέσα αποτελεσματικά. Το κάθε δέντρο, ο θάμνος, ως και το χορτάρι, ήταν οπλισμένο με αγκάθι, με ρετσίνι, με χυμό φαρμάκι. Κι όταν τους λείπαν όλα αυτά τα όπλα, με σπόρους άπειρους και με ικανότητα να ξεπετιούνται σε λίγα χρόνια πιο ψηλά από το ανάστημα του ζώου. Έτσι μπορέσανε ν’ αντέξουνε στον αγώνα και να κρατήσουνε στην κατοχή τους, το μεγαλύτερο μέρος της γης. Κι όπου χάσανε τόπο, πιο πολύ το χρωστούνε στην αναβροχιά και στο κρύο, παρά στον πόλεμο του ζώου. Άλλωστε και στο βασίλειο των ζώων ανάμεσα, δημιουργήθηκε αντίπαλος στα φυτοφάγα. Αιώνιο πόλεμο τους έχουνε κηρύξει τα σαρκοφάγα, ο τίγρης, το λιοντάρι, ο λιόπαρδος, ο λύκος,
η αλεπού, το τσακάλι. Κι όταν ο άνθρωπος ανέβηκε κάπως στον πολιτισμό και γίνηκε κυνηγός, άσκοπα έδωσε κι αυτός χέρι στο δάσος, σκοτώνοντας
το ελάφι, τον ταύρο, το ζαρκάδι, το αγριογούρουνο, τη γίδα, το λαγό…
Στο κυνήγι τόνε βοηθούσε και το δάσος. Όταν το ελάφι - χρησιμοποιώντας
την ταχύτητα των ποδιών του - προσπαθούσε να γίνει καπνός και να χαθεί από τα μάτια του κυνηγού, ο λόγγος του αντιστυλωνόταν στο δρόμο, μπέρδευε στα κλαδιά του τα κλαδάτα κέρατα του ζώου και το κράταγε στον  τόπο, ώσπου να φτάσει ξωπίσω ο κυνηγός. Όσο κι αν μούγκριζε το ελάφι, νιώθοντας το θάνατο να ζυγώνει, το δάσος δεν είχε αυτιά ν’ ακούει.
Καθένας πήρε από το Δημιουργό, το δικαίωμα να ζει. Γιατί θα χάσουνε τα δέντρα το θεϊκό δικαίωμα;
Μπορεί τα δέντρα να είναι πιο αδύνατα από τα ζώα, όμως η συναίσθηση, πως έχουνε τέτοιο δικαίωμα, τα γιγαντώνει και τα βγάνει στο τέλος νικητές.
Τους νάνους ενάντια στους γίγαντες! Τι δύναμη έχει το κλήμα - και μάλιστα
όχι κληματαριά παρά σκώλος – ν’ αντισταθεί στον τράγο; Και όμως, ξέροντας, πως έχει αναφαίρετο δικαίωμα να ζει, του μίλησε καθώς μιλούν όλοι οι αδικημένοι. Ήτανε τον καιρό, που ο άνθρωπος είχε περάσει τη βαθμίδα του κυνηγού και είχε ανεβεί στην πιο απάνω. Ζούσε με τη γεωργία. Μέσα σ’ ένα αμπέλι καλοσκαμμένο, τα κλήματα είχανε γύρει από τα σταφύλια κι ο αμπελουργός δεν προλάβαινε να ξεφυλλίζει και να βλαστολογάει. Σ’ αυτό
το αμπέλι έπεσε ένας τράγος, θράψη έκανε γύρω του, χάβοντας και
ξεμασκαλίζοντας τα βλαστάρια, μα δε χόρταινε μ’ αυτό. Χαιρότανε κιόλας, γιατί μπορούσε να ρημάζει το αμπέλι, χωρίς να αντιστέκονται τα κλήματα.
«Φαντασμένε, θα το πλερώσεις» του είπε κάποιο κλήμα.
«Περίμενε, σε λίγον καιρό θα σε σφάξουνε για θυσία και τότε εγώ -στο φαγοπότι - θα βάνω το κρασί».

22. Ο άνθρωπος ενάντια στο δάσος
Η άμυνα της χλωρίδας άρχισε να κλονίζεται, από τότε που ο άνθρωπος
ημέρεψε τα ζώα. Μέσα στο πέρασμα των αιώνων και των χιλιετηρίδων,
ο ανήσυχος νους του, δε μπορεί να σταματήσει στο καταχτημένο, να πει:
«μου φτάνει αυτό που γνώρισα». Τόνε καίει άσβηστη δίψα να μάθη νέο.
Όπου κι αν φτάσει, πάντα θα τον ακούσεις να λέει: «Λίγο με διαφέρνει
ο δρόμος που πέρασα, από δω κι εμπρός θέλω να ξέρω τι είναι».
Έτσι η πρόοδος δε σταματάει ποτέ. Έγινε κυνηγός, είχε το κρέας θροφή,
το δέρμα φορεσιά, τα κόκκαλα βελόνες να ράβει, πλάκες να ζωγραφίζει,
τα έντερα ράμματα, κλωστές. Αλλά μόλις το κατάφερε αυτό, ο νους του αντιμετώπισε νέο πρόβλημα! «Αν τα ημέρευα τα ζώα, δε θα ήμουν αναγκασμένος να τα γυρεύω στα βουνά.. ». Να τώρα το κοπάδι μπροστά, ξοπίσω ο τσοπάνης με το σκυλί. Τα ζώα δε γυρεύουνε πια τόπο να χαθούνε μόλις τον αντικρίζουν. Το αντίθετο, νιώθουνε πως είναι ο προστάτης τους ενάντια στα αγρίμια. Τώρα στο κυνήγι πηγαίνει για να διασκεδάζει, η καθαυτό δουλειά του είναι η κτηνοτροφία. Αυτή η αλλαγή στις σχέσεις του με τα ζώα, έφερε μεταβολή και στις σχέσεις του με τα φυτά. Δεν είναι πια ο ακάλεστος σύμμαχος της χλωρίδας. Πήγε θεληματικά με τους οχτρούς της. Χαμηλώνει και σπάζει τους κλάδους των δέντρων, για να ταγίσει τις γίδες του και τις προβατίνες. Κι ύστερα από τον τρόπο αυτό, σοφίζεται άλλονε χειρότερο.
Ν’ αφανίσει το δάσος, για να βγάνει ο τόπος χορτάρι και κλαρί. Το δάσος έπρεπε να υποχωρήσει, να δώσει τη θέση του στο βοσκότοπο, στο λιβάδι.
Κι άμα κάηκε το πρώτο δέντρο κι άφησε πλούσια βοσκή, βρέθηκε κιόλας
η νέα μέθοδο, η πυρκαϊά. Μ’ αυτή άρχισε ο μισοπολιτισμένος άνθρωπος,
τον πόλεμο ενάντια στον παντοδύναμο γίγαντα - το δάσος - που σκέπαζε
ως τότε, το μεγαλύτερο μέρος της γης.
Με τους αιώνες και τις χιλιετηρίδες, οι νομάδες αυτοί που κατασκηνώνανε
σε κάθε τόπο, μόνο για όσες ημέρες αρκούσε στο κοπάδι τους το χορτάρι
εκεί γύρω, προχωρούσανε πιο πολύ στον πολιτισμό. Ανακαλύψανε τη
δύναμη του ζώου, ζέψανε τον ταύρο και το άλογο και κατασταθήκανε
σ’ ένα μέρος. Όταν αυτοί γίνανε γεωργικός λαός με μόνιμη κατοικία, τότε
κι ο πόλεμος ενάντια στο δάσος, δυνάμωσε πιο πολύ!
Τους χρειαζόντανε χωράφια για να σπέρνουν, ξυλεία για κατοικίες, για.....
Έτσι οι πρώτοι συνοικισμοί γινήκανε τα κέντρα, απ’ όπου απολύθηκε και θέριευε με τον καιρό, ο αφανισμός του δάσους.

23. Αρμονία
Σ’ αυτόνε τον ασίγαστο πόλεμο των ζώων - και των ανθρώπων ύστερα -ενάντια στα φυτά, η μέλισσα στάθηκε παράμερα, από την πρώτη ημέρα της ζωής της. Κάτι παραπάνω. Είναι η μόνη που διατηρεί αιώνιες φιλίες με τη χλωρίδα. Τα λουλούδια όπως το ξέρουμε, δεν περπατούνε όπως εμείς κι όμως έχουν ανάγκη να κάμουνε μεταφορές. Τα θηλυκά λουλούδια περιμένουν από τα αρσενικά, που κατοικούνε σ’ άλλη γειτονιά και σ’ άλλο χωριό πολλές φορές, να τους στείλουνε την ανθόσκονη. Βιάζονται κιόλας. Μια δυο ημέρες κρατεί η δροσιά τους, ύστερα ξεθωριάζουνε, μαραίνονται.
Αν δεν τα προλάβει η ανθόσκονη, θα κάμουνε άγονα σπέρματα.
Και τότε τι γίνεται η αναπαραγωγή; Πώς θα φυτρώσουνε νέα φυτά;
Τα μελίσσια, είναι εταιρία για τη μεταφορά της ανθόσκονης. Αναλαβαίνουνε πρόθυμα τη δουλειά αυτή. Γιατί τα λουλούδια είναι δίκαιοι εργοδότες. Πληρώνουνε καθώς αξίζει την εργασία. Το κάθε γένος των λουλουδιών, δουλεύει για ν’ αναπτυχτεί τέλεια, σύμφωνα με τον προορισμό του. Άλλο
θα ετοιμάσει ανθόσκονη, άλλο θα ετοιμάσει ύπερο κλπ. Παράλληλα όμως,
σ’ αυτή την εργασία που γίνεται για τον πολλαπλασιασμό του φυτού, κάθε λουλούδι, αδιάφορο αν είναι αρσενικό ή θηλυκό, ετοιμάζει και το νέκταρ.
Μ’ αυτό κερνούνε τη μέλισσα. Διπλό τρατάρισμα. Κερνάει ο αποστολέας. Κερνάει κι ο αποδέχτης. Κι είναι πολύ ευχαριστημένοι και οι δύο.
Γιατί γίνεται η δουλειά τους όπως τήνε θέλουν. Η μέλισσα την προσέχει πολύ την εργασία. Πηγαίνει πρώτα στα αρσενικά άνθη. Ανοίγουνε τα πέταλα: «Πάρτε πρώτα το γλυκό σας κι ύστερα φορτώνετε».
Κι όταν φτάνει στα θηλυκά, αμέσως ανοίγουνε και τις κάνουνε τόπο να ξεφορτώσει. Απιθώνει την ανθόσκονη απάνω στον ύπερο και είναι έτοιμη
να πετάξει. Μα το λουλούδι τη σταματάει:
«Καλέ καθίστε να ξεκουραστείτε, να πάρετε ένα γλυκό». Το πίνει το νέχταρ
 -στο πόδι -και παίρνει φτερό. Είναι βιαστική. Έχει πέσει πολλή δουλειά. Άνοιξαν όλα μαζί τα λουλούδια. Πρέπει να τα προλάβει όλα.
«Ότι και να της δώσεις της αξίζει», είπε το λουλούδι, μόλις ξεμάκρυνε
η μέλισσα. «Δεν το παίρνει ελεημοσύνη, το βγάνει με τον ιδρώτα της».
Τι αρμονία. Η μέλισσα ποθεί να δει όλη τη γης ανθώνα.
Και η χλωρίδα; Αν ήτανε δυνατό, μέλισσες μόνο να υπάρχουνε στη γης.
Αυτός είναι και του μελισσουργού ο πόθος.
Οι χωριανοί, κατεβαίνοντας τα χαράματα από τα «Στουρνάρια»
στα καλύβια, ξαγρυπνημένοι καθώς είναι, βλέπουνε τον πόθο τους ονειροφάντασμα:  Βλέπουνε, πως έχουνε χιλιάδες κυψέλες σκόρπιες,
σ’ απέραντο χαλί πράσινο κι ανθοσπαρμένο.

24. Είναι στοιχειά, είναι δράκοι…
Την ώρα που οι μελισσουργοί, ξεφορτώνουνε τα μελισσόπανα από τα μουλάρια κι οι γυναίκες τραβούνε τα ζώα πιο πέρα από το καλύβι, ένας χωριανός - που κοιμήθηκε στα καλύβια - λύνει από τις ρίζες μιας καστανιάς δυο ζωντανά. Αυτά περάσανε δεμένα όλη τη νύχτα εκεί. Τι ζωντανά είναι;
Όλο το δάσος τα γνωρίζει και τα κρύβει στοργικά στους παχείς ήσκιους του, όταν ψηλώνει ο ήλιος του καλοκαιριού. Δεν έγινε όμως το ίδιο και τότε, που τρύπωσαν οι χωριανοί στη Στενή κι ανέβηκαν ως την Κερασιά, φέρνοντας
μαζί τους και μερικά απ’ αυτά τα ζωντανά. Τα κοντοέλατα – πρώτη φορά 
που τα είδανε - τα νομίσανε τραγιά. «Δυο τραγιά, δυο μεγάλα τραγιά»,
είπε στα αδέρφια του ένα ελατάκι, που είχε πεταχτεί πιο ψηλά από τα άλλα.
«Καλά το πέτυχες», απαντήσανε τούτα. Και συμπλήρωσαν:
«Η καλή μας η τύχη και προλάβαμε την άνοιξη, να σύρουμε βλαστάρι».
Και παίρνοντας ανάταση: «Σίγουρα δεν τις φτάνουνε τις κορφές μας
κι αν ακόμη σηκωθούνε στα πισινά τους πόδια», είπανε στο τέλος.
Είχανε γελαστεί τα κοντοέλατα. Τα ζώα δεν ήτανε τραγιά, παρά βόδια!
Τα γνωρίσανε με το πρώτο οι δρυς. «Δεν είναι τραγιά», είπαν.
«Είναι πολύ χειρότερο». «Ακρίδα; Φυλλοξήρα;»  ρωτήσανε τα ελατάκια,
που είχαν ακούσει τα μεγάλα δέντρα ν’ αναφέρνουν αυτά τα ονόματα,
όταν μιλούσανε για βαριές αρρώστιες. «Είναι στοιχειά, είναι δράκοι κι αυτά
κι ο άλλος, που πηγαίνει από κοντά τους και φαίνεται σαν άνθρωπος.
Δύο αυτά κι εκείνος τρεις, δεν αφήνουνε ρίζα κλαριού στη γης», τους απάντησαν οι δρυς. Τα φύλλα των δέντρων σηκωθήκαν από τη φρίκη.
Κι αυτός ο τρόμος από καστανιά σε δέντρο κι από πλατάνι σ’ έλατο,
έφτασε ως ψηλά, στα μοσκοέλατα και τις οξυές.
Μόνο που οι τελευταίες, δεν το πήρανε στα σοβαρά.

25. Τι ξέρουν οι δρυς για Νύμφες και για Νεράιδες
Οι δρυς είναι μέσα στο δάσος, τα πιο αξιοσέβαστα δέντρα. Στέκουν εκεί
από χιλιάδες χρόνια, αλύγιστες στον άνεμο. Έχουν δει πολλά τα μάτια τους.
Η ιστορία του λόγγου, ζει μέσα σ’ αυτές. Και με το σούσουρο των φύλλων,
τη διηγιόνται στις νεώτερες. Οι δρυς ξέρουνε το κάθε τι από τα παλιά. Τότε που κάθε μια τους, έκρυβε στα σωθικά της μια Δρυάδα, μιαν Αμαδρυάδα,
από αυτές τις νύφες, που στήνανε το χορό και τραγουδούσανε γύρω στις κατοικίες τους, στις πηγές, στις σπηλιές και στις  κορφές. Θυμούνται ακόμη και τον Πάνα, τον τραγοπόδαρο θεό. Αυτόνε που βγήκε στο Αρκαδικό Παρθένιο, μπρος στον ταχυδρόμο το Φειδιππίδη, που πήγαινε σταλμένος από τους Αθηναίους να ειδοποιήσει τους Σπαρτιάτες, πως φτάσανε οι Πέρσες στο Μαραθώνα. Τώρα, σε κάθε ψήλωμα, που είχανε στήσει οι παλιοί, βωμό στον Πάνα, είναι εκκλησάκι του Άγιου. Και στο άντρο, που λατρεύανε
τις Νύφες, σταλάζει το Αγίασμα της Παναγίας. Η αληθινή πίστη, έδιωξε
τους παλιούς Θεούς. Οι δρυς ωστόσο, δεν ξεχνάνε τη ζωή που πέρασαν αδερφωμένες με τις νύφες. Τους τήνε θυμίζουν άλλωστε κι οι νεράιδες,
οι πεντάμορφες κόρες, οι καλές κυράδες, με τις πράσινες πλεξούδες και
τη χιονάτη φορεσιά, που λαμποκοπάει, μόλις πέφτει ο ήλιος στο νερό.
Τις βλέπουν οι δρυς στο δάσος, σε κάθε δέντρο και σε κάθε πηγή,
στις σπηλιές, στο αυλάκι, στο ποτάμι και στη θάλασσα την απέραντη.
Είναι ίδιες σαν τις Δρυάδες, τις Αμαδρυάδες και τις Ορειάδες.
Έτσι διαλαλούνε με το αεροφύσημα οι δρυς. Κι ο λαός τις πιστεύει τις δρυς.

26. Πένθος απλώθηκε στο δάσος
Εδώ, σε τούτο το δάσος, πρώτη φορά βλέπουν οι δρυς στα μάτια τους ζευγά και καματερά. Όμως αυτό δεν έχει να κάμει. Είναι ακουσμένος κι αυτός και τα ζωντανά του. Δεν αφήσανε ρίζα στον κάμπο. Πάει το πεύκο και το πουρνάρι. Δεν βλέπεις πια αριά και κούμαρο. Ούτε και τη μυρτιά δεν τη σεβάστηκε. Πουθενά πράσινο φύλλο.  Άμα έφαγε το δάσος του κάμπου, σχημάτισε συνοδείες. Βόδια και ζευγάδες, πορεία κατά τα βουνά. Σαν κάμπιες που κατεβαίνουν από τα φαγωμένα πεύκα και κάνουνε λιτανεία, να βρούνε που
θα φωλιάσουνε για να  ξαναριχτούν οι νέες, σε πεύκα με άγγιχτες φυλλωσιές.
Γδάρανε και τις πλαγιές. Η φρίκη της καταστροφής, σούσουρο στην αρχή, θέριευε από φυλλωσιά σε φυλλωσιά κι όταν έφτασε στα ψηλώματα, έγινε
πια θρήνος πολύβοος. Ανείπωτη συμφορά! Πένθος απλώθηκε στο λόγγο.
Τα έλατα φορέσανε μαύρα.
Οι δρυς πονέσανε πολύ, θρηνήσανε και δάρθηκαν με τα κλαδιά τους.


27. Η οργή από τον ουρανό
Ο θρήνος του λόγγου, ακούστηκε στα σύγνεφα. Και δεν άργησε να κατεβεί
η οργή από τον ουρανό. Άνοιξε τους καταρράχτες του κι έβρεξε μερόνυχτα.
Χοντρές σταλαματιές πέσανε στον κάμπο και χαθήκανε στη στιγμή.
Τις ρούφηξε το αφράτο χώμα. Σάπια κορμιά και φύλλα, είχανε σχηματίσει εκεί παχύ στρώμα στο πέρασμα των αιώνων, που ο  τόπος ήτανε δασωμένος.
Ύστερα όμως από τις πρώτες στάλες, έφερε πιο άγριο νερό. Οι σταλαματιές ανταμώνανε στον αέρα ψηλά και κατεβαίνανε στη γης νερόσκοινα, ίσαμε χοντρά μακαρόνια. Πνιγόταν ο τόπος. Που να προλάβει η γης να το καταπιεί
τόσο νερό!  Τα ισώματα πλημμύρισαν, ο κάμπος σκεπάστηκε τόπους-τόπους.
Το νερό πάτησε στον πυθμένα της λεκάνης του λάκκου του κάθε κοιλώματος, στηρίχτηκε γύρω στα τοιχώματα και περίμενε πότε θα έρθει η σειρά του, να
το ρουφήξει η γης. Δε συνέβαινε όμως το ίδιο και στα ψηλώματα. Εκεί
οι πρώτες στάλες, τόνε φτιάσανε κιόλας το νεροσυρμό. Κι αυτός φούσκωσε όσο να γυρίσεις να δεις. Γιατί το μέρος ήτανε κατηφοριά κι όλο βράχος, σιδερόπετρα, στουρνάρι.
Το νερό λοιπόν, μη έχοντας που να στηριχτεί και μη μπορώντας να καταποτίσει, γλιστρούσε τον κατήφορο με ορμή κι έσκαβε στην πλαγιά αυλάκια. Δυσκολία έβρισκε στο ψήλωμα. Πιο κάτω όμως, εκεί πού είχανε θαμνέψει οι ζευγολάτες το χωματότοπο κι είχαν ανοίξει τα χωράφια, η καταστροφή ήταν εύκολη. Μόλις έφτανε το νερό στα χωράφια, άνοιγε αυλάκι ένα γόνατο βαθύ, στην κορφή του χωραφιού, ένα μπόι στον πάτο. Το ένα αυλάκι έσμιγε εκεί  με άλλα - που ξεκινούσαν όπως αυτό από το ψήλωμα - και όλα μαζί, χυμούσανε σ’ άλλο χωράφι που ήτανε παρακάτω. Σκάβανε το χώμα, ξεκουνούσανε τα μπόσικα κοτρώνια, βαθαίνανε το μέρος, ώσπου βρίσκανε λιθάρια ριζιμιά κι ότι ξεσέρνανε το παίρνανε μαζί τους. Όσο προχωρούσανε, τόσο συναντούσανε και νέα αυλάκια. Έχετε δει πως σχηματίζεται η κόμη του δέντρου; Από τον κορμό-στο σταυρό-πετιούνται κλωνάρια. Από αυτά πάλι πιο πάνω, πιο πέρα, αλλά κι από τούτα, άλλα κι άλλα, ως τα τελευταία κλαδάκια που είναι στην περιφέρεια. Το σχήμα του δέντρου παίρνει κι ο χείμαρρος. Μόνο που αυτός ακολουθάει τον αντίθετο δρόμο για να γίνει. Από την περιφέρεια κατά το κέντρο. Αυλάκια ξεκινούν από όλα τα ψηλώματα της πλαγιάς. Μόλις προχωρήσουν, ενώνονται δυο-δυο, τρία-τρία και βαθαίνουνε πιο πολύ. Πιο κάτω ανταμώνονται με άλλα, που γίνανε με τον ίδιο τρόπο. Κι έτσι, από ένωση σε ένωση, με αμέτρητες συμβολές, καταλήγουνε τέλος να φτιάξουν το χείμαρρο.
Μ΄ αυτόνε τον τρόπο, τα αυλάκια τόνε σχηματίσανε κι εδώ τον ξεροπόταμο

28. Τα έργα του χείμαρρου
Νερό, χώμα, άμμος, χαλίκι, τρόχαλο, κοτρώνια, νομίζεις παραβγαίνουνε,
πιο να περάσει πρώτο στον κατήφορο. Στην αρχή δυσκολεύτηκε ο χείμαρρος όσο να τα ξεκινήσει, να τα βάλει μπροστά. Το νερό ήταν αναγκασμένο να μένει όλο τελευταίο, για να τα σπρώχνει. Άμα όμως πήρανε δρόμο, πηγαίνανε πια με τη φόρα τους. Κι όχι μόνον αφήνανε ελεύθερο το νερό, να χρησιμοποιεί όπως ήθελε τη δύναμή του, παρά το βοηθούσανε κιόλας, ν’ αναποδογυρίζει τον τόπο. Εκεί που ήτανε χώμα και λιθάρια ένα μείγμα και θα χρειάζονταν ημέρες για να χαράξει το νερό αυλάκι, τα κοτρώνια κατρακυλώντας τον κατήφορο, βάπ - βούπ, ταράζανε το έδαφος και σε βάθος αρκετό και σε ακτίνα μεγάλη. Κι άμα μ’ αυτόνε τον τρόπο του λύνανε τη συνοχή, εύκολο ήτανε κατόπι να γίνει το νεροφάγωμα. Άλλωστε βοηθούσαν ύστερα, άμμος και χαλίκια και τρόχαλα, κατά τη δύναμή του το καθένα. Τώρα ο χείμαρρος, είναι αναγκασμένος να μπει σε ένα λαγκάδι.
Δυο λοφοσειρές το σχηματίζουν. Η μια από πέρα, η άλλη από δώθε. Θα προτιμούσε, να μην περάσει από τέτοιο στένωμα. Δεν μπορεί όμως να το αποφύγει. Έχει φτάσει στο άνοιγμα της λεκάνης. Από παντού είναι κλειστά. Μόνο προς το λαγκάδι ανοίγει. Δύναμη λοιπόν! Βάζει μπροστά. Τι ήταν εκείνο που έγινε! Νερό και υλικά, κανένα δεν παραμερίζει, να κάμει τόπο στο άλλο. Όλα μαζί θέλουνε να προχωρήσουν. Στριμώχνονται, σπρώχνονται,  σπρώχνουνε, γδέρνουνε την είσοδο, παίρνουνε μαζί τους νέα υλικά και το σπρώξιμο γίνεται πιο δυνατό κι η λαγκαδιά αυλακώνεται βαθιά και τρώγεται και στις πάντες. Και καθώς τις κουφώνει αυτές το νερό, γκρεμίζονται μέσα στο χείμαρρο, όγκοι χώματα, ρίζες, κοτρώνια και φράζουνε την κοίτη του. Τότε ο χείμαρρος, αφήνει την κατεβασιά να κατρακυλάει τον κατήφορο κι ο ίδιος αναποδοβαΐζει. Όσο να γυρίσεις να δεις, η κοίτη έχει χωρίσει σε τρεις. Από την κεντρική, κυλάει το ρέμα προς το φράγμα. Από τις δύο ακρινές, γυρίζει δεξιά, αριστερά κατά τις πηγές. Τέτοιο δρόμο το νερό, θέλει με κάθε τρόπο να τον αποφύγει. Προσπαθεί λοιπόν να ψηλώσει, να χυθεί έξω από την κοίτη. Στριφογυρίζει και κάνει «μάτια», ώσπου κάποια στιγμή, σπάζει το φράγμα και του αφήνει το πέρασμα ελεύθερο. Παντοδύναμος τότε ξεσπάει ο χείμαρρος, προλαβαίνει κάπου την πρωτοπορία, σμίγει, σκάβει, πλαταίνει, γκρεμίζει, σκοντάφτει, αναποδοβαΐζει πάλι και ύστερα ξαναορμάει, με δεκαπλάσια δύναμη. Τίποτε δε μπορεί ν’ αντισταθεί στη μανία του, όσο κατεβαίνει την κατηφοριά. Γυρεύει να πάρει ότι βρίσκει μπροστά. Κάπου όμως αρχίζει να λιγοστεύει ο κατήφορος. Και τότε η ύλη έρχεται στα συγκαλά της. Στοχάζεται, πως φυσικό της είναι, να κάθεται σ΄ ένα μέρος.  Να μη γυρίζει από δω κι από κει. Και θέλει να κατακαθίσει κάπου. Το νερό όμως δεν συμφωνεί να την αφήσει. Επιμένει και προσπαθεί να τήνε τραβήξει μαζί του. Αλλά αυτή πεισμώνει, ρίχνει το βάρος της κατά τη γης. Χαμένος ο κόπος του χείμαρρου. Μ΄ όλη τη δύναμη που βάνει, δεν καταφέρνει να ξεσύρει, παρά μόνο τον άμμο και τα χαλίκια. Τρόχαλα, βράχοι, κοτρώνια, κορμοί δέντρων, σωριάζονται και κάνουν έναν κώνο με βάση πολύ μεγάλη, θάψανε για πάντα γης, που από αυτή δεν υπάρχει καλύτερη για καλλιέργεια. Περνώντας πλευρά στον κώνο
ο χείμαρρος, προχώρησε διαλέγοντας τα πιο χαμηλά σημεία του κάμπου
για να φτάσει στη θάλασσα. Όσο προχωρούσε σε πιο επίπεδο μέρος, τόσο ο άμμος και τα χαλίκια κατακαθίζανε και τον αναγκάζανε να πλαταίνει  την κοίτη του, ώσπου στην εκβολή, κατάντησε σα χωνί. Αυτά ήτανε τα πρώτα έργα του χείμαρρου. Όταν σταμάτησε η βροχή και ξεράθηκε η κοίτη του, οι ζευγάδες πήγαν ως εκεί, ρίξανε μια ματιά στο βάθος, κοιτάξανε το πλάτος,
παρατηρήσανε καλά-καλά τον κώνο και βουβοί αλληλοκοιτάχτηκαν. 
Θέλανε να πούνε:
Πως μπόρεσε να γίνει τέτοιο κακό!

29. Τα χειρότερα
Πίσω όμως ήτανε τα χειρότερα.
Κάθε φορά που έφερνε μπόρα, κάθε φορά που έβρεχε ημέρες, καθώς και τότε που φυσούσε ζεστός άνεμος και λιώνανε χιόνια και πάγοι, ο χείμαρρος παρουσιαζόταν απάντεχα. Και μια που την κοίτη του την έβρισκε φραγμένη από την περασμένη κατεβασιά, αναγκαστικά άλλαζε δρόμο. Τραβούσε μέσα στον κάμπο, απ’ όπου έβρισκε βολικό, για να φτάσει στη θάλασσα.
Κι αν δεν πετύχαινε να βρει διέξοδο, στρογγυλοκάθιζε στα βαθουλώματα και τα γέμιζε νερό. Έτσι έφτιασε βάλτους. Καλάμια, ψαθιά, βούρλα, φυτρώσανε στον πυθμένα τους και την επιφάνεια των νερών, τήνε σκεπάσανε τα μούσκλια. Οι βαθρακάδες καταστάθηκαν εκεί μέσα και το κουνούπι βούιζε όλη τη νύχτα, συντροφεύοντας το τραγούδι τους.

30. Χαλασμός
Τούτα τα νέα έργα του χείμαρρου, είχανε συνέπειες για τους ζευγάδες.
Οι συνοικισμοί που ήτανε χτισμένοι στις κοιλάδες, πλημμυρίσανε κι οι κάτοικοι μόνο που δεν πνίγηκαν, αυτοί και τα ζωντανά τους. Όμως από τα αγαθά που είχανε στα σπίτια τους, τίποτε δεν προλάβανε να βγάνουν. Τα σκέπασε για πάντα το νερό. Οι δυστυχισμένοι, σκαρφαλώσανε στην πλαγιά και κοίταζαν από κει με πόνο το χαμένο βιος τους. «Ας χτίσομ’ εδώ νέα σπίτια κι ας δουλέψουμε για νέο νοικοκυριό». Έτσι είπανε και στεριώσανε χωριά γύρω.
Αλλά κατέβηκε πάλι ο χείμαρρος κι ύψωσε τα νερά. Τότε σκεπαστήκανε και
τα νέα σπίτια. Τι καρδιοχτύπι, όσο ν' αποτραβηχτούνε πιο ψηλά. Ούτε κι εδώ όμως καταστάθηκαν. Γιατί η επιφάνεια του βάλτου υψώθηκε πάλι.
Ο βάλτος έγινε λίμνη και τους κυνήγησε ως το διάσελο. Κι ύστερα; Τί έγινε ύστερα; Ασφαλίστηκαν επιτέλους κάπου; Έτσι νομίσανε, μόλις φτάσανε στο διάσελο. «Πιο ψηλά από δω δεν ανεβαίνει το νερό» είπανε και χτίσαν εκεί για τέταρτη φορά σπίτια. Αλλά «άμα σου έρθει το ένα κακό περίμενε και το άλλο». Εξασφαλίστηκαν από το πνίξιμο, τους βρήκε όμως καινούρια συμφορά.
Να γλιτώσει απ’ αυτή, δεν μπόρεσε κανένας. Όλος αυτός ο κόσμος ξεκλήρισε.
Χαθήκανε και δεν έμεινε σημάδι απ’ αυτούς. Πώς γίνηκε αυτό; Δύο λογιών το ιστορούν: Ειπώθηκε ένας λόγος: Τους έφαγε ένα θεριό. Έναν-έναν ώσπου
στο τέλος, δεν έμεινε κανένας.  Μέσα στη λίμνη, παρουσιάστηκε αυτό το θεριό. Έμοιαζε φίδι με πολλά κεφάλια. Ύδρα το λέγαν. Από πού ήρθε;
Οι ζευγάδες δεν ξέραν. Ένας τσοπάνος όμως το είδε από που ξεκίνησε:
«Όταν έφερε το άγριο νερό, εγώ ήμουνα στο καταράχι. Ροβόλησα τότε αμέσως και χώθηκα πιο κάτω στη σπηλιά. Στην είσοδο, γύρισα και κοίταζα έξω, καρτερώντας να σταματήσει η βροχή. Κάποια στιγμή - δεν ξέρω πως – το μάτι μου έπεσε στο ψήλωμα απέναντι, στην αντικρινή πλαγιά. Και τι να δω; Οχιές ξεσέρνανε τον κατήφορο! Κοιτάζω παρέκει, πιο δώθε, χιλιάδες φίδια είχανε χυθεί κατά κάτω, σουρίζοντας. Στο λαγκάδι σμίξαν όλα και γίναν ένα. Ένα φίδιιι!» Και σαν είδε, πως οι ζευγάδες δυσκολευόντανε να το πιστέψουν: «Τι;» τους είπε. «Δεν τις έχετε δει τις οχιές, πως αγκαλιάζονται μέσα στα κούτσουρα, για να ξεχειμωνιάσουν;»  Έτσι ανταμώσανε και στο λαγκάδι, σύρθηκαν ως τη λίμνη και φώλιασε εδώ μέσα η πολυκέφαλη «Ύδρα». Δεν βλέπετε πως σαλεύουν τα φιδίσια κεφάλια απανωτά στη λίμνη, μόλις φυσήξει αεράκι; Οι ζευγάδες τα είχαν δει τα κυματάκια μα δεν ξέρανε τι είναι. Τώρα που τα εξήγησε ο τσοπάνης, το καταλάβανε κι αυτοί οι κουτοί, πως είναι Ύδρα. Αυτή τους κατάπιε, τους καταχώνιασε όλους.
Η κουκουβάια όμως, τήνε ξέρει αλλιώς την ιστορία.
«Τι θεριό και τι Ύδρα!» λέει. «Αυτά είναι παραμύθια. Εγώ ήμουν εκεί.
Την ημέρα κούρνιαζα στ΄ αχούρια - και στα χαλάσματα αργότερα - και τη νύχτα κυνηγούσα τα ποντίκια μέσα στα χωριά. Μπορούσε να μην το έβλεπα εγώ, ένα τέτοιο θεριό; Και δε θα άκουγα τίποτε; Αυτή είναι μια ιστορία που
δεν έγινε. Τήνε πλάσαν ύστερα οι νεότεροι άνθρωποι, με τη φαντασία τους.
Εγώ τους είδα όλους πως πέθαναν. Όλο ξαπλωμένοι ήταν.
Πρησμένοι και τουμπανιασμένοι, τρέμανε και βογκούσαν.
Λίγες στιγμές τους άφηνε η τρεμούλα. Κατόπι τους έπιανε πάλι και πάλι, ώσπου να βγει η ψυχή τους. Πολύ τυραγνισμένος θάνατος!
Οι δρυς, έχουνε μεγάλη μπιστοσύνη στη μαρτυρία της κουκουβάιας, γιατί
τα είδε τα περιστατικά, με τα ίδια της τα μάτια. Και λένε ακόμη οι δρυς,
πως η κουκουβάια πόνεσε και θρήνησε για το χαμό:
«Ου  χού,.ου...ου...  Ού  χού...ου..ου ξεφώνιζε κάθε νύχτα.
Και τώρα, χιλιάδες χρόνια, δεν της έχει περάσει ακόμη  ο καημός.
Ού χού...ου...ου...ου... ακούγεται κάθε νύχτα στο δάσος.
Χάθηκαν οι καημένοι οι ζευγάδες, χωρίς να μάθουνε ποτέ, ποια ήταν η αιτία του αφανισμού τους

31. Πλάστηδες
Περάσανε χρόνια και καιροί. Ένας αιώνας, ίσως και πιότερο. Πόδι ανθρωπινό, δεν άφησε χνάρι σε τούτον τον τόπο, όλο αυτό το διάστημα. Χάθηκαν
οι χαλαστήδες. Και πήρανε τη θέση τους οι πλάστηδες. Ο άνεμος πρώτος. Ξεσήκωσε από μακριά τους σπόρους των χορταριών και τους έσπειρε στην ξεσαρκωμένη πλαγιά. Όπου είχε μείνει λίγο χώμα, χωθήκανε ριζούλες  κι αρχίσανε να δένουνε τον τόπο με το δίχτυ τους. Κρατούσανε σφιχτά το χώμα, να μην το παίρνει ο νεροσυρμός. Άμα ήρθε καλοκαίρι, το χόρτο ξεράθηκε. Και ξερές όμως οι ριζούλες, άντεξαν, ώσπου να φυτρώσει - το χινόπωρο - νέο χορτάρι. Πιο δασύ φύτρωσε, γιατί είχε πέσει σπόρος πολύς.
Το ξερό σάπισε με τον καιρό και γίνηκε λίπασμα.
Έτσι, κάθε φορά το νέο χορτάρι, ψήλωνε πιο πολύ.
Αρχίσανε τότε να σκεπάζονται τα πιο ανάβαθα αυλάκια της πλαγιάς.
Τον άνεμο, ήρθανε να τόνε βοηθήσουν οι τσίχλες. Αυτές τρώγανε μούρτα και κούμαρα, μακριά σ’ ένα δάσος και πετούσαν ύστερα απάνω από την πλαγιά προς ένα άλλο, που ήτανε κατά την άλλη μεριά ψηλά, να δουν αν ρούμασε
ο μελάς. Περνώντας, αφήνανε τα κουκούτσια που είχανε καταπιεί.
Απ’ εδώ είχε το δρόμο του και το κοτσύφι. Στο από κείθε δάσος, χαμηλά, είχε τις αγριοκληματαριές και στο από δώθε, ψηλά, είχε τις κισσωνιές.
Από το ίδιο μέρος, διαβαίνανε κι οι κίσσες. Αυτές αφήνανε τους κόκκους της φιλλυριάς. Όλα αυτά τα σπέρματα φυτρώνανε στην πλαγιά. Ξεχάσαμε πως στις άκρες, που γειτονεύανε πλάι με δάσος, οι σπόροι πέφτανε στην πλαγιά και με άλλο τρόπο. Τα κουκουνάρια των ελάτων και των πεύκων σκάζαν.
Ο άνεμος τα τίναζε και πέφτανε στο ξέφωτο οι σπόροι. Φυτρώνανε τότε δέντρα, μεγάλωναν, βγάνανε κι αυτά κώνους και σπέρνανε με τον ίδιο τρόπο νέα δεντράκια. Στο πιο ψηλό μέρος και το νερό ακόμη σύντρεχε,
ν’ αναδασωθεί η πλαγιά. Τα βελόνια από τους δέντρους και τα κάστανα,
που συναντούσε στο δρόμο του, τα ξέσερνε και τα κατέβαζε στο γυμνό.
Τέλος η αγριάδα κι ο αγριοδυόσμος, άπλωναν υπόγεια τις ρίζες τους. Εξογκώματα είχε η κάθε μια. Από αυτά πετούσανε μάτια και βγαίνανε φύτρα στον ήλιο. Φυτά. Ύστερα άλλες ρίζες πιο πέρα, νέα ριζώματα και νέα φυτά, ώσπου να σφιχτοδεθεί το χώμα και να περνάει στην  επιφάνεια της γης, ξέθολο το νερό. Έτσι δουλέψανε φυτά κι άνεμος και νερό και πουλιά,
να υφάνουνε το καινούριο πράσινο, που έκρυψε τη γύμνια της πλαγιάς.
Πολυβασανίστηκαν όμως οι πλάστηδες, όσο να το καταφέρουν.
Το νερό, που τους βοηθούσε για καλά, κουβαλώντας σπέρματα από
το δάσος, μόλις έφτανε στο γυμνό, πάθαινε ίλιγγο. Δεν έβλεπε τη στιγμή,
πότε να κατρακυλήσει στην πλαγιά. Κυλώντας γινότανε χαλαστής.
Πλάστης μαζί και χαλαστής. Σαν το άλογο μοιάζει. Όσο κρατάς γερά τα γκέμια, όπου θέλεις σε πάει το άλογο. Μόλις όμως σου ξεφύγουνε από
τα χέρια, μπορεί να σε ρίξει κι από γκρεμό.
Ποιος τώρα από τους πλάστηδες του νέου δάσους, θα βάνει χαλινάρι στο νερό; Ποιος θα το περιορίσει στο ρόλο του πλάστη; Τα πουλιά; Και μόνο που ακούνε τον κρότο τρομάζουνε και φεύγουν μακριά.  Ο άνεμος; Ναι! Αυτός είναι δυνατός. Μπορεί να σπρώξει τα σύγνεφα μακριά. Αλλά τι όφελος; Πώς θα ποτίζεται το δάσος; «Αφήστε εμάς», είπανε τα δέντρα. Θάμνοι και χλόη σωπαίνανε, μα από σεβασμό. Ήτανε σύμφωνοι με τα δέντρα.
«Εμείς, θ' αφήνουμε μόνο ένα μέρος από το βροχόνερο να πέφτει στο έδαφος. Όσο περνάει ανάμεσα από τα φύλλα. Το άλλο θα το κρατούμε απάνω στις φυλλωσιές και στα κλαδιά και στα κορμιά. Από αυτό κάμποσο θα στεγνώνει, θα εξατμίζεται και θ’ ανεβαίνει πάλι στον ουρανό, χωρίς να πατήσει καθόλου στη γης. Το υπόλοιπο θα σταλάζει αργά ή θα γλείφει τα κλαδιά και θα κατεβαίνει στα χοντρά κλωνάρια και από κει στους κορμούς και κάτω ως
τη ρίζα. Κι από αυτό που θα φτάνει στη γης, πάλι ένα μέρος θα γίνεται αχνός, αλλά όχι τόσο εύκολα, όπως όταν ήταν απάνω στις φυλλωσιές. Είναι χαμηλότερη η θερμοκρασία στους ήσκιους. Και η ατμόσφαιρα κάτω από τα δέντρα, γεμάτη υδρατμούς. Έπειτα ο αέρας, δεν σχηματίζει ρέματα μέσα στο δάσος. Έτσι το νερό εξατμίζεται πιο δύσκολα στο σύδεντρο, παρά στο γυμνό.
Εκεί που είναι στρώμα από ξερά φύλλα, αχνίζει πιο λίγο.
Στο έδαφος το σκεπασμένο με ξερά φύλλα, εξατμίζεται μόνο δέκα οκάδες νερό, ενώ στο γυμνό, ως σαράντα πέντε οκάδες. «Τι θα γίνει τόσο πλεόνασμα που κρατεί το δασικό έδαφος;» ρώτησε ο άνεμος. Θα το πιούμε εμείς, τα δέντρα, οι θάμνοι, το χορτάρι, να ζήσουμε. Θα το ρουφήξουμε με τις ρίζες μας και θα το κυκλοφορήσουμε σε κορμί και κλαδιά, ως τη φυλλωσιά.
Κι όσο περισσεύει, θα κατεβεί βαθιά στη γης. Αλλά αυτή την ιστορία, καλύτερα να την ακούσεις με καιρό, από το ίδιο το νερό.

32. Η βρύση που έτρεχε έναν καιρό πάλι θα ξανατρέξει
Περάσανε χρόνια. Μια ασημόχρωμη ταινία νερό, βγαίνει από τη σκισμάδα του βράχου, γλιστράει, πηδάει, γκρεμίζεται, αφρίζει γύρω στις μικρές πέτρες, με τα λογιών λογιών χρώματα και σκάβει λίγο και πιο βαθιά κάθε στιγμή την αυλακωσιά της. Από πού έρχεται το γάργαρο, το δροσερό νεράκι, που ξεπετιέται από τον αναμμένο βράχο; Ακροαστείτε το μουρμουρητό του:
«Έρχομαι από μακριά, από βαθιά, πολύ μακριά, πολύ βαθιά.
Έκαμα ταξίδι μακρινό, χωρίς να δω στο δρόμο μου ήλιο. Αρχή-αρχή ήμουνα σύγνεφο και ταξίδευα στον ουρανό. Κατόπι έγινα νιφάδα χιόνι, σταλαματιά βροχή, πάχνη, δροσιά. Κατέβηκα, να δυναμώσω τα χιόνια των ψηλών βουνών, τα ρυάκια και τα ποτάμια, που κατεβαίνουν από κει.
Πήγα να ποτίσω τη γης, να ξεδιψάσουνε τα φυτά. Κατόπι σκόπευα να κατρακυλήσω, να κατεβώ μ’ ορμή, ν΄ αυλακώσω την πλαγιά, να φέρω κατεβασιά, να φτιάσω χείμαρρο. Αλλά μου τύχαν αξεπέραστα εμπόδια και
μου αλλάξανε το δρόμο. Στην πλαγιά συναντούσα δέντρα δασιά. Σκόνταφτα απάνω τους κι έχανα τη φόρα μου. Και με χωρίζανε κιόλας σε δυο, δεξιά κι αριστερά. Πιο κάτω άλλο σκόνταμμα και νέο μοίρασμα και πάρα κάτω τα ίδια, ώσπου στο τέλος καταντούσα νεροκλωστές, χωρίς καμιά δύναμη πια.
Ούτε μ΄ ένιωθε καθόλου το έδαφος, αν περνούσα απάνω του.
Και τι χασομέρι όσο να κατεβώ. Δεν είχα φτάσει στη μέση στην πλαγιά κι
η μπόρα σταματούσε. Μου κοβότανε τότε η δύναμη και δεν κατάφερνα να προχωρήσω στο ριζό. Ενώ στα παλιά, κατέβαινα αστραπή ως τον κάμπο
και πλημμύριζα κιόλας. Τώρα μ’ έπινε η γης. Και με κατέβαζε σταλαματιά-σταλαματιά στα σωθικά της, ανάμεσα από μύρια εμπόδια. Κάπου τέλος, τα εμπόδια γίνονταν αξεπέραστα. Συναντούσα σιδερόπετρα, βράχο αδιαπέραστο. Αυτός έφραζε το δρόμο στις πρώτες στάλες και τις ανάγκαζε
να περιμένουν, ώσπου να φτάσομε από κοντά κι οι άλλες, το πολύ νερό.
Και τότε άρχιζα να κουφώνω τα σωθικά της γης – όπου έβρισκα μαλακό
χώμα - και να ανταμώνω με άλλα ρυάκια. Όλα μαζί δουλεύοντας, σκάψαμε
μ' υπομονή τον υπόγειο δρόμο μας. Βρήκαμε και μέρος, πολύ σκαμμένο από παλιά. Σαν να περνούσε κι άλλοτε δρόμος νερού από κει.
Τέλος μια ηλιόλουστη ημέρα, ύστερα από μακρινό ταξίδι μέσα στα πηχτά σκοτάδια, ξαναβγήκα στο φως». Αυτή είναι η ιστορία του νερού.
Φωτερό τώρα, τραβάει το δρόμο του μ΄ εύθυμο κελάρυσμα και δίνει τον εαυτό του καλόδεχτο δώρο, να ξεδιψάσει  κάθε ζωή που το αντικρίζει.

33. Εποικισμός
Άμα ξεράθηκε για πάντα η κοίτη του χείμαρρου, ποιος θα τροφοδοτούσε
λίμνη και βάλτους; Τα νερά αρχίσανε να χαμηλώνουν, να κατεβαίνουνε προς τον πυθμένα. Νεροχόρτια φύτρωναν απανωτά, τα νέα στις ρίζες των παλιών, πιάνανε χώρο και σπρώχνανε το νερό ν’ απλώνει, να παρουσιάζει πιο μεγάλη επιφάνεια και να στεγνώνει έτσι πιο γρήγορα. Για λίγο καιρό, ο αέρας ήτανε μολεμένος. Από σάπια χορτάρια, ψόφιους βαθρακάδες, νεροχελώνες, νεροφίδες και σαλαμάντρες, ανέβαινε αποφορά. Αλλά ύστερα, άμα λιώσαν όλα τα ψοφίμια, καθάρισε ο τόπος, φύτρωσε χορτάρι, απλώθηκε παντού το πράσινο κι αρχίσανε να κυκλοφορούν οι Νύφες, όπως και στα παλιά.
Ξάφνου μια ημέρα διαδόθηκε φοβερή είδηση. Άνθρωποι! Έρχονται άνθρωποι!
Κι ήταν αληθινή η είδηση. Από πού ερχόντανε;
Οι δρυς δεν ταξιδεύουνε και δεν ξέρουνε τους τόπους.
Οι αητοί όμως, που πετούνε πιο πάνω κι από τις ψηλές κορφές των βουνών και σμίγουνε πέρα μακριά με τους άλλους αητούς, αυτοί μάθανε, πως βόρεια από δω – μακριά - είναι η Μακεδονία. Από αυτή ξεκινήσανε τούτοι οι άνθρωποι. Εκεί στην Πίνδο και στο Βέρμιο και στην Πιερία  - τα βουνά της  - κατοικούσαν αρχή-άρχή, ΜΕΣΑ ΣΤΟΥΣ ΛΟΓΓΟΥΣ.  Κι ήτανε σωστή
η πληροφορία. Από δάσος ξεκίνησαν. «Μμ... ναι, μάλιστα, αυτοί είναι λογγίσιοι άνθρωποι! Για δες κορμιά. Από σφεντάμι και πουρνάρι. Αδέρφια
με τα έλατα. Αυτούς τους γεννάει η ίδια γης. Αυτή που έβγανε κι εμάς.
Έτσι είπαν οι δρυς, όταν τους πρωτοείδανε στο δάσος, να κυνηγούν ελάφια.
Σωστά στοχάστηκαν οι δρυς. Καταστάθηκαν αυτοί στον κάμπο και τόνε καλλιέργησαν. Αλλά στο δάσος, σταθήκανε δίπλα σαν αδερφοί.
Μολονότι με τον καιρό, οι ανάγκες τους πληθαίνανε, γιατί χρειαζόντανε καψόξυλα και ξυλοκάρβουνα, ξυλεία για σπίτια, για έπιπλα κι εργαλεία, μαζεύανε κατράμι και ρετσίνι, όμως κανονίσανε, πως να εκμεταλλεύονται
το δάσος. Έτσι καταφέρανε να το φυλάξουνε το δάσος και τότε ακόμη, που προστέθηκε η πιο μεγάλη ανάγκη στην αρχαία Ελλάδα: να βρει ξυλεία, για
να σκαρώσει τους εμπορικούς και τους πολεμικούς της στόλους.
Ενώ άλλοι τόποι, δε μπορέσανε μπρος στις ανάγκες αυτές, να γλιτώσουνε
τα δάση τους. Τα κόψανε σύρριζα κι έπειτα η κτηνοτροφία, δεν άφησε να ξαναγίνουνε και παρουσιάζονται ως τα σήμερα, γυμνοί αυτοί οι τόποι.
Μυαλωμένοι άνθρωποι τούτοι οι ξενοφερμένοι. Προβλέψανε, πως άμα κόψουνε το λόγγο, δε θα ξαναῑδούνε τα καλά του. Κάμανε λοιπόν οικονομία στο πολύτιμο αγαθό και το έχουν έως τα σήμερα. Και να τώρα, που βρέθηκε και καταφύγιο, να γλιτώσουν από τον Τούρκο. Γιατί απ αυτούς κατάγονται οι Έλληνες, που φεύγοντας από τον κάμπο, αποτραβηχτήκανε στη Στενή.
Όλη αυτή την ιστορία, την είχανε ειπεί πολλές φορές οι δρυς στα ελατάκια. Όταν όμως είδαν ανάμεσά τους τα καματερά, έσβησε μονομιάς από το νου τους η ιστορία και πρόβαλλαν οι μαύρες εικόνες των ζευγάδων, που θρηνεί
η κουκουβάια. Γι’ αυτό τον είπανε το γεωργό στοιχειό και δράκο. Άμα όμως βεβαιωθήκανε, πως είναι ο αδερφός τους του κάμπου και πως η ανάγκη τόνε σφίγγει, να φτάσει ως εκεί για να ζητήσει κρυψώνα, όλος ο λόγγος έσκυψε τα κλαδιά του κι έφτιασε για τα καματερά, τις πιο πυκνές λόχμες.
Ρίζα δεν αγγίζει ο γεωργός. Σπέρνει για το καλό λίγο αραποσίτι στο ξέφωτο
κι οργώνει με τα καματερά τα χωράφια που απλώνονται στην ακρογιαλιά, στο πίσω μέρος του βουνού. Μπορεί να κατεβαίνει ως εκεί, γιατί το πέλαγο είναι άξενο κι η ακρογιαλιά απότομη.

34. Αιώνια είναι η Ελλάδα
Στα καλύβια, άμα έφυγε ο γεωργός, οι γυναίκες ξυπνήσανε τα μωρά, κρεμάσανε τα ταγάρια τους στη μασκάλη, πήρανε τα παιδιά στην αγκαλιά και κατηφορίσανε για το χωριό. Χρόνια τους φάνηκε πως είχανε λείψει από τα σπίτια τους. Γιατί εικοσιτέσσερις ολόκληρες ώρες, δεν είχαν ελευθερία να κατεβούνε στο σπιτάκι τους. Ανοίξανε τις πόρτες και τα κοιτάζανε ολόγυρα, να τα ξεπονέσουν. Κατόπι απιθώσανε τα παιδιά και ξεφορτωθήκανε τα πράματα. Κι αμέσως πιάσανε δουλειά. Οι μητέρες μπήκανε στον αργαλειό κι οι γιαγιάδες  πήρανε τη ρόκα. Είναι και μερικές, που κοσκινίζουνε για το μύλο.
Οι κοπέλες όμως - από το κάθε σπίτι - κουβαλούνε τα ρούχα στο ποτάμι.
Η ημέρα είναι απανεμιά κι ο ουρανός γυαλί. Έχουνε και πανιά να λευκάνουν. Πηγαίνουνε και γυρίζουν και πάλι πηγαίνουνε. Κουβαλούνε τα ρούχα, το πανί, τα ξύλα, το καζάνι, την κουρήτα. Ξεφορτώνονται στην ακροποταμιά, δίπλα σε αβρούς. Ξαρίζουνε τα κακκαβοστάσια, βάνουν επάνω το καζάνι, το γεμίζουνε γάργαρο νερό κι ανάβουν από κάτω φωτιά. Βλέπεις τον καπνό, ν΄ ανεβαίνει δίπλα στα ολόισια πλατάνια, σαν καλόδεχτη θυσία του παλιού καιρού. Βαθυγάλανος, πιο γαλάζιος κι από τον ουρανό, φαίνεται ο καπνός. Ύστερα στεριώνουνε τις κουρήτες στα βράχια, δεξιά κι αριστερά, δίπλα στους αβρούς. Έχουνε διαλέξει μεγάλους αβρούς. Τις γούρνες δεν τις λογαριάζουνε για τίποτε. Στις άκρες είναι βαλμένες από άλλες φορές, πέτρες με πλακαρό το απάνω τους μέρος. Αυτό το επίπεδο γέρνει αλαφρά κατά το νερό.
Τα κορίτσια διαλέγουνε το καθένα την πέτρα του, την «πλύστρα» και πετούνε τα ρούχα και τα πανιά μέσα στον αβρό. Την κάτω μεριά έχουνε βάνει λιθάρια.
Ανάμεσά τους φεύγει το νερό, αλλά τα ρούχα δε χωρούν.
Δίπλα της η κάθε κόρη έχει τον κόπανο. Αφήνουνε τα ρούχα να μουσκέψουνε κι αρχίζουνε το λεύκαμα των πανιών. Μονοκόμματα όπως είναι, είκοσι και τριάντα οργιές, τα πιάνουν από τη μια άκρη και τα τραβούν - η κάθε μια το δικό της - απάνω στην πλάκα. Τοποθετούνε τεντωμένη την άκρη στην «πλύστρα» κι ύστερα με τα δύο τους χέρια, πιάνοντας από τα πλάγια το πανί, το τεντώνουνε και το σέρνουν δίπλες-δίπλες απάνω στην πέτρα.
Βλέπεις κατόπι, να πέφτει και να σηκώνεται ο κόπανος κι ακούς τον κρότο, που σου τόνε ξαναφέρνει σε λίγο η ρεματιά, μουσικό αρμονικό ήχο.
Τόνε δούλεψε η ρεματιά και τον απάλυνε. Τώρα το παίρνουν οι κόρες το πανί στο μπράτσο τους και πηγαίνουνε να το απλώσουν στην ακροποταμιά.
Το αφήνουνε κάτω. Πιάνουνε με τα δύο τους χέρια την επάνω άκρη και πισωσέρνουν, ώσπου να ξεδιπλωθεί όλο και να ξαπλωθεί στενόμακρο στα βράχια και στα πεντακάθαρα χαλίκια. Ύστερα γυρίζουνε, να πλύνουν τα ρούχα. Τι πολύ νερό! Παραπάνω είναι αβρός. Κι όμως το νερό δεν κατεβαίνει θολό στον παρακάτω, ως τον τελευταίο φτάνει γάργαρο.
Το μεσημέρι έχουν αποπλύνει κι απλώνουνε τα ρούχα στους φράχτες
και στα χαμόκλαδα, δίπλα στο ποτάμι. Ύστερα μαζεύονται συντροφιές
και κάθονται στους ήσκιους που ρίχνουνε τα θεόρατα πλατάνια, κοντά
σε δροσερές πηγές, να φάνε το ψωμί τους.
Στο μεταξύ, έχουνε στεγνώσει τα πανιά. Να τώρα οι κόρες σηκώνονται μια-μια και πηγαίνουνε να τα μαζέψουν, να τα περάσουνε πάλι από το νερό, θα περαστούνε πολλά χέρια από το νερό κι αυτό θα γίνεται πολλές ήμερες, ώσπου να λευκανθούνε τα πανιά. Πιάνουνε με τα δύο τους χέρια την άκρη και τήνε φέρνουν απανωτά στο κεφάλι τους. Την αφήνουνε και τραβούνε γρήγορα από κοντά μια δίπλα, δεύτερη, τρίτη, ώσπου να βαρύνει, να μην τους φεύγει το πανί από το κεφάλι. Ύστερα το μαζεύουνε το άλλο με το ανέσιο τους. Και τραγουδούνε κιόλας, χωρατεύονται και γελούν. Τι γέλιο ανοιχτόκαρδο και τι χαρούμενο τραγούδι! Νομίζεις, τίποτε δεν είχε συμβεί την περασμένη ημέρα.
Όλα τα έχουνε λησμονήσει και γελούνε ξένοιαστα, όπως η Ναυσικά
κι η συνοδεία της έναν καιρό.
Στη Στενή δεν πλένουνε βέβαια βασιλικά φορέματα, αλλά ο τρόπος κι
η διάθεση των κοριτσιών, είναι του παλιού καιρού κι ας τις χωρίζουνε
τις κόρες, χιλιάδες χρόνια από την εποχή της Ναυσικάς.

Αιώνια είναι η Ελλάδα! ! !



ΜΕΡΟΣ  Β'



ΣΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ


«Και λιώσανε τα σκοτεινά τα τετρακόσια χρόνια»
---

35. Βροντάει το καριοφίλι
Ο Ρήγας έσπειρε το σπόρο της ελευθερίας. Αλίμονο! Δεν έζησε να  δει, που βλάστησε και κάρπισε! Κι ήρθε το γένος, να «συλλέξει τον γλυκύν αυτού καρπόν». Από το Δραγατσάνι ως το Ταίναρο, οι ραγιάδες πιστέψανε στον εαυτό τους και σαν ένας άνθρωπος, ξεσηκωθήκανε  για την ελευθερία.
Ο Γέρος του Μωριά ζώνει την Τριπολιτσιά, την καρδιά της Τουρκιάς στη νότια Ελλάδα. Και τότε η έδρα του Χουρσίτ γυρεύει συνδρομή από τα γύρω κάστρα.
Πώς μπορεί να δώσει χέρι τούτο το κάστρο, που έχει στις πλάτες του τη Στενή, το Καταφύγι, τα Φύλλα, φωλιές αητών, που δε σκύψανε ποτέ στον Τούρκο το κεφάλι;
«Ένα γερό χτύπημα της χρειάζεται της Στενής. Να χαθεί από κει μέσα
η σφηκοφωλιά! Να χωθούμε  στη χαράδρα, να σκαρφαλώσομε δεξιά-αριστερά στα καταρράχια, να κεφαλώσομε το Καταφύγι και τα Φύλλα, να
τα σαρώσομε κι αυτά, ν’ ανοίξουν τα περάσματα. Και τότε διασελώνομε το βουνό, παίρνομε παγάνα το πίσω μέρος, κουρσεύομε το Μετόχι και κατεβαίνομε ως το Ναυτικό. Ασφαλισμένοι πια, γυρίζομε και τραβούμε για
την Τριπολιτσιά». Έτσι σκέφτονται οι Τούρκοι. Είναι Απρίλης του 1821.
Προτού ακόμη προβάλει ο ήλιος στον ορίζοντα, φάνηκε από το καραούλι
του γέρο - Κάτζου, η Τουρκιά στον κάμπο. Σύγκαιρα κατεβαίνουνε πενήντα αντρειωμένοι στην είσοδο της Στενής. Πρώτος μέσα στους πρώτους, ξεχωρίζει ένα παλληκάρι, που το λένε Γιάννο. Ταμπουρώνονται στο στενό
και περιμένουνε τον Τούρκο.
Η μπροστοφυλακή - τρακόσοι καβαλάρηδες - πιλαλούνε στον κάμπο.
Οι χαίτες των αλόγων ανεμίζουν. Λάμπουνε στον ήλιο τα σπαθιά και τα θηκάρια βροντούνε στα καπούλια των αλόγων. Στο πέρασμά τους, τα άλογα οργώνουνε τον τόπο κι ο ποδοβολητός τρέχει γοργόφτερος μπροστά.
Σαπουνάδα έχει γενεί ο ιδρώτας στους λαιμούς των αλόγων.
Ξάφνου σηκώνεται ένα σπαθί. Αστραπή οι καβαλάρηδες ανασηκώνονται και τινάζουνε πίσω το βάρος τους. Πήρανε διαταγή να σταματήσουν. Τα άλογα όμως έχουνε φρενιάσει. Αφρό βγάνουν από το στόμα. Φυσομανούνε
και τα ρουθούνια τους πετούνε φωτιά. Χτυπούνε τη γης με τα νύχια τους
κι έρχονται γύρω βόλτες. Ορθοστατίζουνε στα πισινά τους και τότε
οι καβαλάρηδες ρίχνουνε μπρος το σώμα τους κι ακουμπούνε τα στήθια τους
στις χαίτες. Δεν ξεχωρίζεις ποιο είναι το άλογο και ποιος ο καβαλάρης. Θαρρείς, πως ξαναζωντανεύουνε Κένταυροι. Μερικά δαγκώνουνε το υποχάλινο και ρίχνονται μπρος. Αλλά οι καβαλάρηδες τραβούνε με όλη τους τη δύναμη τα λουριά. Και τότε, τα βλέπεις τα άλογα να πισωβαδίζουν, ώσπου να έρθουνε στην ορισμένη γραμμή. Πιο μπρός αν προχωρήσουν, είναι εντός βολής. Τους φτάνουνε οι τουφεκιές από τη Στενή.
Βόλια πέσανε κιόλας, μπροστά στα πόδια των αλόγων.
Βροντάει το καριοφίλι.

36. Έλληνας είμαι
Έρχεται και το πεζικό. Νάτο, φαίνεται μακριά. Αυτούς καρτερούν
οι καβαλάρηδες. Είναι τρεις χιλιάδες το πεζικό. Μπροστά σε τόσο στρατό,
τι θα κάμουνε μια φούχτα Γκιαούρηδες; Θα κατεβούνε το δίχως άλλο από
τη Στενή, να τους καλωσορίσουνε τους Τούρκους. Έτσι σκέφτεται ο Πασάς
και περιμένει. Αλλά τα παλληκάρια κρατούνε τις θέσεις τους κι οι δημογέροντες δεν τόχουνε στο νου τους, αυτό που περιμένει ο Τούρκος.
Στέλνει τότε κι αυτός τους υπασπιστές του, να τους το παραγγείλει και να
τους καλέσει. «Ναρθούνε να προσκυνήσουνε και ν’ ακούσουνε τις
προσταγές μου». Έτσι παράγγειλε.
Μόλις όμως πλησιάσανε οι σταλμένοι στην είσοδο:
«Στον τόπο!» τους διάταξε ο Γιάννος και τους ρώτησε κιόλας, τι θέλουνε.
— «Μας έστειλε ο Πασάς, να πούμε στους δημογέροντες… ».
 —«Μην προχωρείτε βήμα! Γυρίστε πίσω απ΄ αυτού και πέστε του Πασά σας, πως στη Στενή δεν παίρνουνε προσταγές.
Εδώ το τρώμε το μπαρούτι με τη χούφτα».
«Και ποιος είσαι συ, που λες τόσο μεγάλο λόγο;»
«Έλληνας είμαι κι από τους χειρότερους! Είμαι ο Γιάννος!»
Είχανε παλιούς λογαριασμούς μαζί του οι Τούρκοι.
«Άιντε μωρέ Γκιαούρη κι αυτή τη φορά, δε θα μας γλιτώσεις!»
«Δείξτε μας γρήγορα τις πλάτες σας, να μη σας στολίσουμε 
τα στήθια με μπαλαρμάδες!»
Φρένιασε ο Πασάς, από την αγέρωχη στάση του Γιάννου και διάταξε γενική έφοδο. Σα λιοντάρια χυθήκανε να πιάσουν το στενό. Αλλά τα καριοφίλια τους ξαπλώνανε στη γης, όπως το δρεπάνι τα στάχια. Τα κουφάρια των σκοτωμένων σωριάζονται κι εμποδίζουνε τους ζωντανούς να προχωρούν.
Ο Πασάς δεν πάντεχε να του αντισταθούν. Γι’ αυτό έχει αφρίσει και θέλει, όπως-όπως να τήνε τσακίσει την αντίσταση. Δέκα φορές μέσα στην ίδια ημέρα, χυμούν οι Τούρκοι. Και δέκα φορές πισωδρομούνε, σα να χτυπάει το μέτωπό τους σε τοίχο. Τέλος απελπίζεται ο Πασάς και στέλνει, να του έρθουνε κι άλλοι από το κάστρο. Άμα φτάσουν αυτοί, ο Πασάς θ’ αλλάξει ταχτική,
θα πολιορκήσει τη Στενή. Αλλά του ήρθανε μαύρα «χαμπάρια» από το κάστρο. Από τα πέρα τα βουνά, ξεσηκώθηκαν οι ραγιάδες και κατεβαίνουνε
να το ζώσουν. Αναγκάζεται τότε, ν’ αφήσει τη Στενή και να τρέξει κατά κει
Η Στενή ανάσανε. Ο Γιάννος τώρα με τα παλληκάρια, αφήσανε το χωριό
και έτρεξαν από κοντινό δρόμο, να βοηθήσουνε τα αδέρφια τους, που είχανε κατεβεί με τον καπετάν Αγγελή στον κάμπο!
Η επανάσταση του ΕΙΚΟΣΙΕΝΑ, βάσταξε δέκα χρόνια.
Κι είχε αμέτρητες φάσεις. Ο Γιάννος με τους συντρόφους του, δε λείψαν από τη μάχη. Πολεμήσανε στα Βρυσάκια. Χτυπήσανε τον Τούρκο στον Ανηφορίτη, με τον Γκριζώτη, στο Μαραθώνα, με το Γκούρα, στην Κάρυστο, με το Φαβιέρο. Οι πιο πολλοί σκοτωθήκανε στις μάχες. Κι ο Γιάννος ο ίδιος λαβώθηκε πολλές βολές βαριά, αλλά γλίτωσε κι είδε στο τέλος αυτό που ποθούσαν οι Έλληνες: Πατρίδα ελεύθερη.        
Το Γενάρη του 1828 ο Ιωάννης Καποδίστριας, πατούσε το πόδι του
στο ελεύθερο χώμα της Πατρίδας!
Ήρθε στο Ναύπλιο Κυβερνήτης της Ελλάδας.

37. Φαλαγγίτης
Οι αγωνιστές - όσους άφησε ό δεκάχρονος πόλεμος - γυρίσανε ξανά στα σπίτια τους. Σπίτια! Ο λόγος το φέρνει. Που έμεινε πέτρα πάνω στην άλλη!
Το πιο σωστό είναι να πούμε: γυρίσανε στον τόπο τους. Κρεμάσανε τότε το καριοφίλι, πιάσανε το αλέτρι, πήρανε την αγκλίτσα, κοιτάξανε για μελίσσια.... Να βγάνουνε ψωμί, να ζήσουν. Δεν τους πέρασε από το νου, να γυρέψουνε να πλερωθούνε για τον Αγώνα. «Κάμαμε δουλειά δική μας», στοχάζονται.
«Βγάναμε από το σβέρκο μας τον καταχτητή».
Το Έθνος όμως γνώριζε τις θυσίες τους. Κι η Κυβέρνηση κατάρτισε μητρώο των αγωνιστών. Σ’ αυτό έγραψε τα ονόματά τους. Παλληκάρια, πρωτοπαλλήκαρα, αρχηγοί στεριάς, καπεταναίοι θαλασσινοί,
μπουρλοτιέρηδες, όλοι κει μέσα γραφτήκανε. Το Έθνος θέλει να τους ξέρει, για να τους δώσει ανταμοιβή. Πήρε πίσω τη γης των πατέρων μας, που τους την είχαν αρπάξει οι Τούρκοι. Στους αγωνιστές θα τήνε μοιράσει τώρα αυτή. Κι όσοι δεν ξέρουνε - όπως οι ναυτικοί - να εργαστούνε τη γης, θα πάρουνε σύνταξη. Όμως το Έθνος δεν το νομίζει αυτό αρκετό, θέλει να  τους τιμήσει κιόλας τους αγωνιστές. Τους καπεταναίους στεριάς και θάλασσας, αν δεν είναι προχωρημένοι στην ηλικία και ξέρουνε και γράμματα, θα τους κρατήσει  στο νέο στρατό, τον ταχτικό και στο ναυτικό.
Μα αν είναι μεγάλοι στα χρόνια ή δεν ξέρουν γράμματα, τους δίνει το βαθμό που κερδίσανε πολεμώντας. Και τους  βάνει στη φάλαγγα. Ένα τιμητικό σώμα, που έγινε επίτηδες, για να περιλάβει τους αγωνιστές. Οχτακόσιοι γραφτήκανε σ΄ αυτό. Από ανθυπολοχαγό, ως στρατηγό. 
Ο Γιάννος δεν ήξερε ούτε την Άλφα. Έγινε ωστόσο Λοχαγός

38. Δεν τον αλλάζω εγώ το λόγγο.
Ο κάμπος, που αγναντεύανε τετρακόσια χρόνια από τα βουνά, γύρισε
τώρα στους κληρονόμους του. Στο Γιάννο και στους συντρόφους του.
Και στα ορφανά των αγωνιστών. Στη Στενή δε βρέθηκε σπιτικό, που να
μην έγινε θυσία για την ελευθερία.
Όταν η Κυβέρνηση έστειλε το δίπλωμα του Γιάννου, το πήρε ο φαλαγγίτης στα χέρια του με σεβασμό, το περιεργάστηκε, το γύρισε απάνω, το κοίταξε από κει, από δω, από την καλή, από την ανάποδη κι έπειτα τό κρυψε πίσω από το εικόνισμα.
Δεν του κάμαν ωστόσο την ίδια εντύπωση οι «Εθνικές γαίες», που έδωσε
το Κράτος στη Στενή. Όταν έγινε λόγος στο χωριό: «Χαρά στο πράμα», είπε. «Τώρα που πέρασα τα καλύτερα χρόνια μου στο κλαρί, να κατεβώ στον κάμπο, να πίνω νερό από το κολοκύθι, να μπακανιάσω;
Οι κάμποι θρέφουν άλογα και τα βουνά λεβέντες. 
Δεν τον αλλάζω εγώ το λόγγο».
Κι όταν τόνε φωνάζανε και τόνε ξαναφωνάζανε, να βγούνε κάτω, να μοιράσουνε τα χωράφια: «Μοιράστε τα, λαχνίστε τα, θέλετ’ αφήστε μου, θέλετε μη μ΄ αφήνετε. Εμένα ο κάμπος δε θα με δει», τους είπε ορθά κοφτά.
Τότε κι οι χωριανοί, λύσαν από τα σαμάρια των μουλαριών τις τριχιές,
τις πήρανε στα χέρια τους και κατεβήκανε στον κάμπο. Τόνε μετρήσανε
πέρα-δώθε, τόνε μετρήσανε πάνω-κάτω, τόσες τριχιές το μάκρος, τόσες
το πλάτος. Τόνε κάμανε μοιράδια, βάναν οροστάσια, λαχνίσανε κατόπι
και καταστάθηκε καθένας στο χτήμα που του έλαχε.
Αφήσανε και του Γιάννου μερίδιο.

39. Σκύψαν απάνω στη γης και τήνε ποτίσανε χορταστικά με τον ιδρώτα τους
Ο κόσμος τώρα ρίχτηκε στη δουλειά. Η γης έχει βλέπεις χερσέψει, εξαιτίας
του Τούρκου. Θέλει δουλειά, για να σπείρουνε σιτάρι, να φυτέψουν αμπέλι,
να βάνουνε κλαριά. Οι ανάγκες του πληθυσμού είναι μεγάλες, θέλουν εισόδημα να ζήσουνε, να ξεκαινουργώσουνε σπίτια, να χτίσουνε νέα, να φτιάσουνε δρόμους, να χτίσουν εκκλησιές, σκολειά, βρύσες. Από που να πιάσουνε και που να τελειώσουν. Και κάτι άλλο. Χρειάζονται χρήματα να πλερώσουνε φόρους. Το Έθνος έχει μεγάλες ανάγκες. Του λείπουνε δρόμοι, λιμάνια, φάροι, σκολειά... τι δεν του λείπουν. Τι είχε στην αρχή, όταν ήρθε
ο Κυβερνήτης; Και τα ορφανά του δεκάχρονου πόλεμου, ποιος άλλος,
παρά το Έθνος θα τα ζήσει.
Οι χωριανοί από τη Στενή, σκύψαν απάνω στην γης και την ποτίσανε χορταστικά με τον ιδρώτα τους. Πλούσια ήρθε η πλερωμή στον τόσο τους
τον κόπο. Ο κάμπος άργασε από τη δουλειά τους. Και καθώς ήτανε χρόνια και χρόνια αδούλευτος και ξαπόσταινε, βαθυσκεπασμένος με παχύ στρώμα σκινόφυλλο, άνοιξε τον κόρφο της η γης κι έγινε «το κέρας της Αμάλθειας».
Ένα μήνα - το χινόπωρο - σπέρναν, ένα μήνα – το Καλοκαίρι - θέριζαν, αλώνιζαν. Είχανε ψωμί για όλη τη χρονιά. Και τους περίσσευε κιόλας
γι’ ανταλλαγές. Δίνανε σιτάρι και παίρνανε τυρί και μαλλιά. Πουλούσανε καρπό κι αγοράζανε βαμπακερά για να ντυθούνε και παπούτσια για να ποδεθούν. Αγοράζανε κι εργαλεία για τη δουλειά τους. Δυο μήνες κουβαλούσανε ξύλα. Καίγανε πολλά ξύλα. Βουνό βλέπεις και τα σπίτια χαλαμαντάρια. Ο αέρας σφύριζε, από πόρτα και παράθυρα. Που τζάμια και που χώρισμα στο σπίτι! Κι από τις χαραμάδες, τις ανασφαγές του πατώματος, έρχεται κατά πάνω ο αέρας, σαν από το ζουριό του μύλου. Οι καημένοι οι χωριανοί, ράνουνε στην παραστιά κούτσουρα, τα αδερφώνουνε και ρίχνουνε πάνω ένα πλεύρι χειρόξυλα, λιανά ξύλα. Που να ζεσταθούν! «Από μπρος μας δέρνει πύρα κι από πίσω μαύρη μοίρα». Έτσι λένε, θέλοντας  να παραστήσουνε, πως μ’ όλο τους τον κόπο και τη μεγάλη σπατάλη που γίνεται στο υλικό του δάσους, δεν καταφέρνουνε να ζεστοκοπηθούν.
Το Γενάρη αρχίζουνε να φυτεύουνε τα δέντρα, το Φλεβάρη κλαδεύουνε
τα αμπέλια, ύστερα τα σκάβουνε, την άνοιξη θειαφίζουνε, ξεφυλλίζουνε, ξαναθειαφίζουνε, βλαστολογούνε, δισκαφίζουν. Όσο να τρυγήσουνε
τα σταφύλια, να κάμουνε το γλυκό κρασί, δε βγαίνουν από τα αμπέλια.
Ευτυχισμένοι ζουν. Από αλλού έρχονται - στο θέρο - φτωχοί σταχολόγοι
και μαζεύουνε τα στάχια, που έχουν απομείνει στα θερισμένα χωράφια.
Και στα αλώνια, σε μια ραχούλα - Μοσκορράχη την έχουν ονομάσει
οι φτωχοί - ένα μήνα καλοπερνούνε δυο τρεις φτωχοί κι αδύνατοι.
Τρώνε κάθε ημέρα χορταστικά και μαζεύουν ελεημοσύνη,
το ψωμί της χρονιάς τους. Μια φτυαριά από κάθε νοικοκύρη.
Κι όταν έρχεται ο δημόσιος εισπράχτορας στο χωριό, είναι πανηγύρι. Χτυπούνε τις καμπάνες και τρέχουνε ποιος  να πλερώσει πρώτος.
Θέλουνε να τόνε φιλέψουνε και στο σπίτι τους. Σε ποιόνε να πρωτοπάει; Παίρνουνε τα διπλότυπα, πλερώνουνε και κερνούνε κιόλας, για να τον περιποιηθούν

40. Απόχτησε και το δάσος νοικοκύρη
Κι ο λόγγος τι έγινε; Δεν το απολησμονήσανε το δάσος. Γιατί τους έστελνε μηνύματα με το βοριά. Το χινόπωρο, τους έφερνε ο άνεμος ως κάτω στα χωράφια, τα φύλλα της οξυάς, του δένδρου και της καστανιάς.
Γυρίζανε τότε και το αγναντεύανε μελαγχολικά. Από το ψήλωμα άρχιζε να γυμνώνεται. Από το ύψος ξεκινούσε ο χειμώνας.
Στα αλώνια, τους φέρνανε κάθε νυχτιά τα απόγεια ανθόσκονη της καστανιάς. Ανασαίνανε τότε βαθιά. «Λίγες ημέρες ακόμη» λέγανε, «και πηγαίνομε για
τα κρύα νερά». Πλησίαζαν οι μήνες να κουβαλήσουνε τα ξύλα.
Και το χινόπωρο πάλι τα κάστανα, τραβούσαν ως το λόγγο μητέρες και παιδιά, για κάμποσες ημέρες. Και στον καιρό τους ο έλατος, ο πεύκος,
το ερείκι, η ρίγανη, το τσάι, δε βγαίναν από το νου των χωριανών.
Θα βρέξει, δε θα βρέξει, θα «κινήσει» ο πεύκος, θα βγάνει μαμούνι ο έλατος, θ’ ανοίξει η ρίγανη; Απάνω στον πεύκο, ζει μια μικρή κάμπια κοκκινωπή.
Τον Αύγουστο παρουσιάζεται, όταν βρέξει πρώιμα. Απάνω στον έλατο
το Μάη, ζούνε πλήθος ζωύφια με σκούρο χρώμα. Δεν τα ξεχωρίζεις από
τη φλούδα του έλατου. Κι η κάμπια και τούτα είναι μελιγόνα ζωύφια.
Το ζωικό μέλι, δε μπορεί βέβαια να παραβγεί με το νέκταρ των λουλουδιών, είναι όμως πολύτιμο για το μελίσσι, επειδή παρουσιάζεται σε καιρό που έχει περάσει η ανθοφορία. Αλλά τίνος είναι το δάσος, τώρα που έφυγε ό Τούρκος;
—Του Κράτους!
Η Κυβέρνηση, έδωσε τον καλλιεργήσιμο τόπο στους χωριανούς.
Άφησε και το βοσκότοπο στην κοινότητα. Το δάσος όμως, το κράτησε
το Κράτος. Να το επιβλέπει, να το νοικοκυρέψει. Όχι μονάχα της Στενής
το λόγγο. Όλης της Ελλάδας τα δάση. Κανείς από τους χωριανούς δεν έχει αντίρρηση. Ο Γιάννος μάλιστα ευχαριστήθηκε, που απόχτησε και το δάσος νοικοκύρη. «Τίνος είναι το χωράφι, τίνος είναι το αμπέλι;
Το δάσος ήταν έρμο βιός. Κόψε, χάλασε».
Αυτά τα λόγια είπε ο Γιάννος, όταν διαβάστηκε στην εκκλησία ο Νόμος, 
που χαρακτήριζε τα δάση Εθνικά.

41. Το μοιράδι του Γιάννου σβήνει από τον κάμπο
Ο Γιάννος δεν ενδιαφέρθηκε ποτέ, για το ρουμάνι που του έτυχε ψήφος στον κάμπο. Ούτε ρώτησε πόσο είναι, ούτε έμαθε κατά που πέφτει.
Στην αρχή βόσκαν εκεί μέσα, τα αργά ζωντανά του κάθε γείτονα. Η γίδα, το μουλάρι, η μοσκίδα. Με τον καιρό όμως, οι συναυλακάρηδες το «μπάζανε». Αυτός που είχε το χωράφι από κάτω, κάθε χρόνο έπαιρνε ένα αυλάκι από τον ψήφο του Γιάννου. Ο άλλος που είχε το χωράφι στην απάνω μεριά, κατέβαινε τη φορά που όργωνε ένα αυλάκι και τη δεύτερη που διβόλιζε άλλο ένα. Τότε το χέρσο του Γιάννου, έγινε στενόπλατο. Ήρθανε λοιπόν οι άλλοι δυο, που ήταν από τα πλάγια, να το φέρουνε σε κανονική αναλογία. Οργώνοντας τα χωράφια τους, γυρίζανε το ζευγάρι μέσα στον κλήρο του Γιάννου κι αυλάκιαζαν ένα μέρος και το σμίγαν έτσι με το δικό τους. Μπάσε από πάνω, από κάτω, δεξιά, αριστερά, ήρθε τέλος ημέρα που δεν έμεινε πιθαμή. Μεγαλώσανε τα γειτονικά κι έσβησε του Γιάννου το μοιράδι από τον κάμπο.
Πολλοί το βλέπανε το άδικο και το λέγανε στο Γιάννο. Αυτός όμως, αντί να θυμώνει χαμογελούσε κι οι γεωργοί τόνε κατάκρεναν. «Ωμός άνθρωπος.
Έτσι δεν ήτανε. Τον έλιωσε ο πόλεμος», λέγαν όσοι τον είχανε γνωρίσει
στην επανάσταση.
Τίποτε απ’ αυτά. Ούτε ωμός ήταν, ούτε η επανάσταση τον έλιωσε.
Από υπολογισμό άφηνε να το παίρνουνε το ρουμάνι.
«Μια που δεν το εργάζομαι, τι το θέλω! Άφησέ τους να το πάρουνε, να το δουλέψουνε, ν’ αβγατίσει το εισόδημα του χωριού. Να πάρει και το Έθνος. Εγώ δεν έχω ζημιά. «Αβγατίζουν οι γεωργοί, λιγοστεύουν οι τσοπάνηδες!» 
Έτσι στοχαζότανε.

42. Θα ζήσει τσοπάνης, όπως κι άρχισε τη ζωή του
Ο Γιάννος, μεγάλωσε από μικρό παιδί κοντά στα πρόβατα. Όσο ήταν ακόμη μικρά τα αρνιά, τα χώριζε ο πατέρας του από τις προβατίνες και τα κρατούσε στο μαντρί. Τα  έκλεινε μέσα και φεύγοντας πέρα με το κοπάδι, άφηνε πίσω το μικρό το Γιάννο. Γιάννο, κάθισε εδώ εσύ να φιλάς τα όρνια, μην έρθει η αλεπού. Άμα ξεμακρύνουνε τα πρόβατα, ν΄ ανοίξεις το μαντρί να βγούνε στον ήλιο. Ο πατέρας θα γύριζε το βράδυ με το κοπάδι. Πώς να περάσει ο Γιάννος την ημέρα του ως να βραδιάσει; Να διαβάσει καμιά ιστορία; Που βιβλία και που γράμματα. Να παίξει; Με ποιο παιδί. Αλλά: Για στάσου, είπε στον εαυτό του μεγαλόφωνα μια ημέρα, σα να ανακάλυψε κάτι. «Δε με παίζουνε τα αρνιά;» Κι αμέσως πήρε θέση στη μέση στην αυλή, απ΄ όπου ξεκινούσανε τα αρνιά για να παραβγούνε. Άλλο που δεν θέλαν αυτά. Όλη μέρα τρεχατό. Από την άκρη της αυλής, σύριζα στο μαντρί ως απάνω, περνούσανε την αυλή και παίρνανε το δρόμο ως απάνω. Εκεί είχανε τέρμα. Άμα τερματίζανε, γυρίζανε πάλι αστραπή. Ανάμεσά τους τώρα τρέχει κι ο Γιάννος. Πότε τα προσπερνάει και πότε τον αφήνουνε πίσω. Κι όταν φτάνουνε στη μέση στο δρόμο, τα αρνιά κάνουνε κι άλμα εις ύψος. Αυτό δεν μπορεί να το καταφέρει ο Γιάννος και παιδεύει το νου του, πως το μάθαν εκείνα. Ανάμεσα στα αρνιά, είναι κι ένα κατσικάκι, με δρένιο χρώμα. Το είχε πάρει ο πατέρας του Γιάννου, μόλις γεννήθηκε από τη γίδα και το βυζαίνει σε μια προβατίνα, γιατί θέλει να το κάμει πρατάρα γίδα. Αυτό το κατσικάκι, έρχεται πρώτο στο άλμα.
Κι αν ήθελε να παραβγαίνει στο τρέξιμο, χωρίς άλλο, θα τερμάτιζε πάντα πρώτο. Τώρα όμως δεν το καταφέρνει ποτέ, γιατί μανία του είναι να περνάει όλο το δρόμο με άλματα, όλο πηδήματα και σκιρτήματα του ψήλου.
Άμα δυναμώσανε τα αρνιά, τα απόλυσε ο πατέρας κοντά στις μάνες τους. Τότε ακολούθησε κι ο Γιάννος το κοπάδι. Λημέριαζε στο ύπαιθρο. Γύριζε, όπου πηγαίνανε τα πρόβατα. Τις πρώτες ημέρες, ήτανε κι ο πατέρας πάντα μαζί. Κατόπι όμως, άρχισε να τον αφήνει μονάχο το Γιάννο. Μόνος του το ζήτησε. Μέτρησε τη δύναμή του και βρήκε, πως μπορεί να το φυλάει το κοπάδι. Δεν ήτανε και μεγάλο πολύ. Πενήντα πρόβατα - χωρίς τα αρνιά - και πέντε πρατάρες γίδες. Αυτές τις γίδες, τις είχε πάρει ο πατέρας στο κοπάδι μόλις γεννήθηκαν, όπως και το κατσικάκι με το δρένιο μαλλί. Μεγαλώσανε μακριά από το κοπάδι των γιδιών. Τις ανάθρεψαν οι προβατίνες. Τις χώριζε από μικρές, να μην πάρουνε την κακή ανατροφή των γιδιών. Μόλις βλέπουνε κλαρί να ορθοστατίζουν αμέσως. Οι προβατίνες τις μάθανε, να ζούνε με χορτάρι. Αλλά το φυσικό τους δεν έσβησε ολότελα. Και τι τις ήθελε ο τσοπάνης μέσα στα πρόβατα; Για οδηγούς του κοπαδιού. Είναι αποφασιστικές. Κινούνε μπροστά. Ενώ οι προβατίνες έρχονται γύρω και καμιά δεν ξεκινάει, αν δε βάνει άλλη μπροστά.
Γυρίζοντας ο Γιάννος με τα πρόβατα, γνώρισε κι άλλους φίλους.
Τις σπηλιές, που τον προφύλαγαν από τη βροχή, τα κλαριά, που τόνε καλοδεχόντανε στον ήσκιο τους, τις βρυσούλες, που τόνε δροσίζανε, τα πουλιά, που τόνε διασκέδαζαν. Ανάμεσα σε αυτούς τους φίλους και με τη συνδρομή τους, έγινε άντρας. Στην επανάσταση τους αρνήθηκε. Η ανάγκη τόνε καλούσε αλλού. Όταν γύρισε με το καλό, δε βρήκε ούτε μία από το κοπάδι. Είχε ξεστανίσει. Τα βουνά όμως, τα δένδρα, τόνε περίμεναν.
Μια εβδομάδα γύριζε, να ξεπονέσει τα λημέρια του.
Αλλά αντί να τα ξελαχταρήσει, δυνάμωσε πιο πολύ ο πόθος του.
«Πώς μπόρεσα να ζήσω δέκα χρόνια μακριά;» αναρωτιόταν.
«Τώρα δεν το κουνάω από δω» μονολογούσε,.
Κι όταν τόνε ρωτήσανε στο χωριό: «Πώς θα ζήσεις;»
«Θα κάμω πάλι πρόβατα!» απάντησε.
«Η βρύση που έτρεχε έναν καιρό . . . .».

43. Το δασικό πρόβλημα των Ελλήνων
Σε περιφέρεια, που απόμειναν ύστερα από την επανάσταση, πενήντα χιλιάδες άνθρωποι, σήμερα κατοικούνε τρεις φορές περισσότεροι. Κι εκεί που αναλογούσαν εκείνονε τον καιρό, δεκατέσσερις άνθρωποι στο κάθε τετραγωνικό χιλιόμετρο, σήμερα αναλογούνε σαράντα δυο κάτοικοι.
Ο πληθυσμός τριπλασιάστηκε και τετραπλασιάστηκε. Δεν τόνε θερίζουνε πια σφαγές, ούτε κι επιδημίες. Έχει Κυβέρνηση δική του κι αυτή λαβαίνει τα μέτρα της. Έπειτα οι Έλληνες, έχουνε κι εισόδημα τώρα, θρέφονται λοιπόν καλύτερα
κι αντέχουνε στις αρρώστιες. Δεν πρέπει όμως να νομίσουμε, πως
ο πληθυσμός αυξαίνει παντού με την ίδια αναλογία και με τον ίδιο ρυθμό.
Αλλού διπλασιάζονται οι κάτοικοι, αλλού δεκαπλασιάζονται.
Σ΄ ένα μέρος γίνονται από χίλιοι, πέντε χιλιάδες μέσα σε τριάντα χρόνια,
σ΄ άλλη πόλη γίνονται από χίλιοι, πενήντα χιλιάδες, μέσα στον ίδιο καιρό.
Ενώ τα πολύ ορεινά, τα καταφύγια ρημάζουν ολότελα.
Τα παρατούν οι κάτοικοι και κατεβαίνουνε στα χαμηλώματα. Στον Πειραιά, όταν λευτερώθηκε η Ελλάδα, πόλη δεν ύπαρχε. Δυο τρεις ψαροκαλύβες
ήτανε ο Πειραιάς. Το λιμάνι θάμα, αλλά ασφάλεια που!  Όταν όμως έφυγε
ο Τούρκος, οι καλύβες αρχίζουνε να πληθαίνουν. Ελεύθεροι οι ναυτικοί, τρυγούνε τη θάλασσα. Δίνουνε το ψάρι και παίρνουνε τα γεωργικά και κτηνοτροφικά είδη. Οι καλύβες γίνονται συνοικισμός κι αυτός κεφαλοχώρι. Κοντά στους ψαράδες, έρχονται ναύτες και καπετάνιοι. Το λιμάνι αρχίζει να δασώνεται με κατάρτια. Χρειάζονται πλοία για μεταφορές, καράβια για ταξίδια.
Αρχίζει εμπόριο, εισαγωγικό κι εξαγωγικό. Κατασταίνονται έμποροι και βιομήχανοι ύστερα. Καμινάδες υψώνονται. Θέλομε εργαλεία γεωργικά, θέλομε μηχανές για τα λιοτρίβια, μαγγανοπήγαδα, τρόμπες για τα περιβόλια. Χρειάζονται ναυπηγεία, για να σκαρώνουνε και να ξεκαινουργώνουνε τα καΐκια. Γοργά περνούμε σε πόλη και σε μεγαλόπολη ύστερα.
Τέτοια τεράστια ανάπτυξη, απαιτεί ξυλεία για τις ναυπηγήσεις και για τις οικοδομές. Έχομε έπειτα ανάγκη από έπιπλα. Μας χρειάζονται και τραβέρσες για το σιδερόδρομο, καψόξυλα και ξυλοκάρβουνα, αφού δεν έχομε πετροκάρβουνο στον τόπο. Θέλομε τέλος κλαριά να κάψομε ασβεστοκάμινα, φλούδα ν’ αργάσομε δέρματα, ρετσίνι να βάνομε στο κρασί . . .
Για να ετοιμαστούν αυτά που αραδιάσαμε κι άλλα ακόμη, χρειάζονται θυσίες από το δάσος, αλλά πως θα γίνουν αυτές  οι θυσίες; Θα πέσουν ασύδοτοι μέσα στα δάση, οι ελεύθεροι Έλληνες, να βάνουνε τσεκούρι, όπως το κάμαν οι πρωτόγονοι, που θρηνούν ως σήμερα οι κουκουβάιες ή θα εκμεταλευτούνε το  δάσος όπως οι Μακεδόνες; Αυτό είναι τώρα το πρόβλημα των Ελλήνων.

44. Το έλυσε η αμάθεια
Η Στενή, είναι στους νότιους πρόποδες της βουνοσειράς. Όλα τα πλάγια, που απλώνονται στην αντίθετη μεριά, βορεινά από την κορυφογραμμή ως την ακρογιαλιά - απόσταση έξι ώρες  - κι από το Ναυτικό ως την Αγιά Σοφιά, δυο ημέρες δρόμος ακρογιαλιά -ακρογιαλιά, όλος αυτός ο τόπος ήτανε μονοκόμματος λόγγος. Δάσος πυκνό, το φίδι δεν έσκιζε να περάσει.
Άρχιζε -  πέρα, πέρα από την ακρογιαλιά – πουρνάρι και φιλλυριά και προχωρώντας πιο ψηλά, παραχωρούσε τη θέση του στην αριά, που ανέβαινε ως τα οχτακόσα μέτρα. Κανείς δεν ξέρει, από πότε ήταν αυτό το δάσος.
Οι παππούδες λέγαν: «από του Ρωμαίου τον καιρό». Ήτανε λόγγος πρώτης για ξυλοκάρβουνο. Κι αυτό ξοδευότανε πολύ στον Πειραιά και στη Σύρα.
«Κάρβουνο άγριο νάχεις, σου τρώνε τα χέρια», λέγαν οι ανθρακέμποροι.
Οι λατόμοι, γυρίζανε τα βουνά σα λαγωνικά. Αυτοί το ματιάσανε το χαϊδεμένο δάσος. Και παραγγείλανε στον ανθρακέμπορο, το Νότη, να βγάνει τις άδειες και να τους στείλει και χρήματα, να βάνουνε τσεκούρια.
Οι χωριανοί δε φέραν αντίρρηση. Όχι πως το δάσος το είχε πάρει απάνω του το Κράτος να το φροντίζει, παρά γιατί αυτοί δεν πήγαιναν ως αυτό και δεν είχανε κανένα συμφέρο. Έτσι νόμιζαν. «Άγρια βουνά είναι», είπαν.
«Ας τα κόψουνε, φτάνει να μη βάνουνε τσεκούρι στα χειμαδιά». Στα χειμαδιά βλέπεις, ξεχειμάζανε κι ας ήτανε κι αυτά του Κράτους. Τώρα η ζωή του δάσους, κρέμεται από το Κράτος. Το Κράτος όμως, δεν είχε εκείνο τον καιρό δασάρχες της προκοπής. Πού να σπούδαζαν; Σχολές δεν είχαμε. Ακόμα χθες ήμασταν σκλάβοι. Ο δασάρχης, γνωμοδότησε να το κόψουνε το δάσος συγκρατητά, «εκ του συστάδην», όπως λένε οι δασικοί.
«Λόγγος είναι, θα σκάσει πάλι, το κλαρί είναι απέθαντο».
Έτσι σκέφτηκε αυτός ο δασάρχης κι έδωσε την άδεια. Δεν ήξερε - το πρώτο - να μετράει την ηλικία των δέντρων. Αν το γνώριζε αυτό, θά βρισκε, πως τα δέντρα αυτά ήτανε παρήλικα. Θά ΄ξερε έπειτα, πως από πρέμνα γέρικων δέντρων, δεν ξεπετιούνται βλαστάρια. Και θα διάταζε ν’ αφήσουν κάμποσα δέντρα όρθια, για να γένει αναδάσωση με τους σπόρους τους, να μη χαθεί
ο λόγγος. Πήρε κόσμο στο λαιμό του. Δέκα χρόνια περάσανε μ’ αυτό το δάσος οι δασοφάγοι. «Πάτα-τράβα», ούτε κάνανε καθόλου οικονομία στο δασικό υλικό. Όπου τους έπεφτε βολικό την κόβανε την αριά, ένα γόνατο ψηλά από τη γης, στη μέση στον κορμό. Δε λογαριάζανε το ξύλο που χάνεται. Μανία τους είχε πιάσει να μη μείνει κανένα δέντρο όρθιο.

45. Πάει ο Αδάμης
Μια αριά είχε φυτρώσει - ποιος ξέρει από τι χρόνια - στο φρύδι ενός γκρεμού. Κάτω άνοιγε χάβος. Ίλιγγος τον έπιανε τον άνθρωπο, να σκύψει σ΄ αυτό το ζάστανο. Ωστόσο η αριά, στεκόταν εκεί αιώνες αλύγιστη. Και ψήλωνε και μέστωνε. Ξεχώριζε το ευγενικό δέντρο, απ΄ όλα τα γύρω του. Κορμί χυτό.
Και τα κλωνάρια του, καθώς γυρίζανε στο σταυρό, δέντρα ξεχωριστά τα νόμιζες, πως είναι το καθένα. Φύλλα δίχρωμα, πράσινα την απάνω μεριά κι ασημί την ανάποδη. Και βελάνια πιο μικροκαμωμένα, από κείνα πού έχει
ο ξάδερφός της, το πουρνάρι.
Όσοι πέρασαν από το δάσος, τήνε προσέξανε και την είπανε κιόλας
«Μεγάλη αριά», αν και γύρω της πολλές της βγαίνανε στο ανάστημα.
Όταν μπήκανε τα τσεκούρια στο δάσος και φτάσαν ως τη μεγάλη αριά,
οι ρίχτες της ρίξανε μια ματιά στη ρίζα κι έπειτα ανασηκώσανε τα μάτια τους αργά-αργά και την καλοκοίταξαν ως την  κορφή. Σα να διστάζανε να βαρέσουνε τσεκούρι, απάνω στο «παλαιό δένδρο». Ξέρανε πως τα μεγάλα και παλαιά δένδρα, είναι στοιχειωμένα και οι άνθρωποι αποφεύγουν να κάθονται πολύν ώρα από κάτω σ΄ αυτά ή να κοιμώνται στον ίσκιο τους, για
να μην πάθουν κακό. Και όταν κόβουν κανένα από αυτά οι ξυλοκόποι και το ιδούν πως γέρνει να πέσει, πέφτουν μπρούμυτα καταγής και δεν βγάνουν μιλιά, για να μην τους εννοήσει η ψυχή του δέντρου όταν θα βγαίνει, πως είναι εκεί και καθώς είναι αγανακτισμένη, τους λαβώσει. Και στον κορμό στη μέση, όταν τον κόβουν βάνουν μια πέτρα, για να εμποδίσει να μην βγει η ψυχή του δέντρου, τι αλλιώς θα τους κάνει κακό και θα τους κοψομεσιάσει και θα έχουν πόνους δυνατούς στη μέση. Ξέροντας αυτά οι ρίχτες, είπανε στον Αδάμη τον αρχηγό τους. «Ας αποφύγουμε. Τι πρόκειται από ένα κλαρί…»
Ο Αδάμης όμως, δε γνωρίζει τι θα πει δισταγμός. «Εμπρός», προστάζει.
Και τότε αρχίζουν ένας δεξιά, ένας ζερβά, να κατεβάζουνε στου δέντρου
το κορμί τα στενά τσεκούρια. Ένας από τους δυο είναι ο ίδιος ο Αδάμης.
Η αριά στέκει αλύγιστη. Στην αρχή τα τσεκούρια πηγαίνουνε βαθιά, γιατί
το ξύλο είναι νέο, άσπρο, μαλακό. Όσο όμως προχωρούνε, φτάνουνε σε σιδερόξυλο, που προς το κέντρο τόσο και σκουραίνει, τόσο και σκληραίνει.
Οι παλάμες των λοτόμων - κι ας είναι γεμάτες ρόζους - αρχίζουνε να πονούν. Σε κάθε τσεκουριά, νιώθουνε να τους έρχεται και μια χτυπιά με στυλιάρι.
Ώρες παιδεύονται. Απόκαμαν, αλλά δε θέλουνε να την αφήσουνε την αριά.
Το ξύλο δεν το πολυλογαριάζουν. Αλλά γιατί να φανούνε, πως δεν μπορέσανε να τήνε ρίξουνε; Ο Αδάμης τόχει σε κακό, να νικηθεί από ένα κλαράκι,
ας είναι αυτό η «Μεγάλη Αριά».
Κατεβάζει λοιπόν, πεισματικά κι αλύπητα το τσεκούρι του. Τώρα σε κάθε νέο χτύπημα, ανατριχίλα ξεκινάει από κει που πέφτουνε τα τσεκούρια και χτυπάει από το σταυρό στα διχάλια, περνάει στους κλώνους, χύνεται στα κλωνιά και σβήνει στα φύλλα. Άρχισε η «Μεγάλη Αριά» να τρέμει, αντικρίζοντας τη στερνή της ώρα ή μανίζει, όσο τήνε χτυπούνε πιο δυνατά;
Αλλά να! Παραδόθηκε ο ένας λατόμος. Δεν έχει άλλη δύναμη. Κι ο Αδάμης, φαίνεται νάναι στα στερνά του. Σταματάει τις τσεκουριές. Σταίνει το τσεκούρι στο κορμί της αριάς και κοιτάζοντας το σύντροφό του: «για τραβήξου πέρα», του λέει. Κι ό ίδιος πηγαίνει πιο πάνω, ανεβαίνει σ’ ένα βράχο και πιάνεται γερά, από ένα κλωνάρι της «Μεγάλης Αριάς».
Βάνει τη δύναμή του να σείσει το δέντρο, θέλει να δοκιμάσει, αν χρειάζονται ακόμη πολλές τσεκουριές, για να τήνε ξαπλώσει την αριά στη γης.
Την είχε κάμει αυτή τη δοκιμή και σ’ άλλα δέντρα. Κι άμα χρειαζόντανε λίγες, πλησίαζε με δυο σάλτους στη ρίζα, κατέβαζε τις τσεκουριές - κανονίζοντας κατά που να πέσει το δέντρο - κι ύστερα ξεμάκραινε αέρας, κρατώντας με
το ένα χέρι την άκρη του στυλιαριού. Στεκότανε τότε και παρατηρούσε στην κορφή το δέντρο. Μόλις το έβλεπε, ν΄ αρχίζει την καμπύλη του κατά τη γης, άρχιζε κι ο ίδιος να χοροπηδάει σα μανιακός. Και τη στιγμή που το δέντρο σώριαζε κι ακουγόταν ο αχητός, ο γδούπος, ο Αδάμης έβγανε μια στριγγή κραυγή και κοίταζε γύρω του σα θριαμβευτής. Αλλά, όταν πάλευε να ρίξει
τη «Μεγάλη Αριά», τα πράματα δεν πήγανε με τη συνηθισμένη τάξη.
Καθώς τράβηξε από το κλωνάρι ο Αδάμης, το δέντρο έκαμε αλαφρή κλίση κατ’ αυτόνε. Έπειτα αμέσως ανασηκώθηκε, να σταθεί πάλι στη θέση του όρθιο. Αλλά έβανε πιο πολλή δύναμη και βάισε κατά το αντίθετο μέρος,
προς το γκρεμό. Θέλησε ν’ ανασηκωθεί πάλι, άλλα τη στιγμή αυτή, το έπιασε ίλιγγος από την άβυσο, ζαλίστηκε, έχασε την ισορροπία του για πάντα και γκρεμίστηκε στο βάραθρο. Ο Αδάμης, δεν το περίμενε αυτό το βαράθρωμα.
Γι αλλού την ετοίμαζε τη «Μεγάλη Αριά» να τήνε ξαπλώσει. Κι όπως ήρθε απάντεχα και γρήγορα το ανεθάρρευτο, δεν πρόλαβε, ούτε τα χέρια του
ν΄ απολύσει από το κλωνάρι. Τόνε σήκωσε λοιπόν η «Μεγάλη Αριά»
στον αέρα και τον πήρε μαζί της. Έγραψε κι αυτός την καμπύλη, που αναγκαστήκανε να γράψουνε τόσα και τόσα δέντρα και βρέθηκε λιώμα την πέρα μεριά στο ζάστανο, ενώ η «Μεγάλη Αριά», είχε σφηνώσει στη ρεματιά, τα κλωνάρια κάτω και το κορμί τον ανήφορο.

46. Πάει κι ο Κατσής
Την ίδια μανία είχε κι ο Κατσής. Η ρεματιά ήτανε κατάφυτη από πλατάνια.
Θα μπορούσε να κόψει ένα, οποιοδήποτε τύχαινε μπροστά του, να κάνει
τη δουλειά του. Όχι! Αυτός ήθελε να κόβει όλο μεγάλα, σημαδιακά δέντρα.
Έψαξε λοιπόν και βρήκε το καλύτερο. Ένα θεόρατο πλατάνι. Δεύτερο σαν αυτό δεν ξαναγίνεται. Πώς όμως να το κόψει; Η ακτίνα του κορμιού ήταν εφτά πιθαμές. Που να φτάσει το στυλιάρι του τσεκουριού στην καρδιά της πλατάνας. Ούτε και το πριόνι - ο κόφτης - χρησίμευε σε τίποτε. Ήτανε πιο κοντός από τη διάμετρο του δέντρου. Τι πλατάνι ήταν αυτό! Προ κατακλυσμού
θα είχε φυτρώσει! Μπρος στην αδυναμία του να το κόψει, στάθηκε ο Κατσής και παίδευε το νου του. Σώνει και καλά να βρει τρόπο, να μην του γλιτώσει το δέντρο. Και σα δεν κατέβαζε τίποτε το μυαλό του, ανέβηκε απάνω σ’ αυτόνε το θεμελιωμένο πύργο και στάθηκε στο σταυρό. Τριχαλωτό ήτανε το πλατάνι.
Τρία τέλεια δέντρα ανέβαιναν από το σταυρό. Και καλά, να περάσει το δικό του. Να γίνει αυτό που θέλει ο Κατσής! Δεν απόφευγε ο ευλογημένος; Άφησε τόσα δέντρα που  ήτανε στη γης κι άρχισε να κόβει ένα από τα τρία αδέρφια. Κάποια στιγμή βάισε αυτό. Τα πλατανάκια, που είχανε ξεπεταχτεί από τη μεριά που φάνηκε πως θα πέσει, ανατρίχιασαν. Ούτε ένα δε θα γλίτωνε, κάτω από το αβάσταχτο βάρος του αδερφιού που έγειρε, θα ξαπλώνονταν όλα στρώμα στη γης. Τα σώσαν ωστόσο, τα δύο άλλα που παραστέκονταν. Ξάνανε τα κλωνάρια τους  και το στηρίξανε το αδέρφι τους. Τότε αυτό ξέσυρε κατά κάτω, τίναξε μια του Κατσή και τόνε πέταξε τρία μέτρα μακριά, πάνω στα χοντρόβολα.
Ούτε σπάραξε καθόλου αυτός. Κοκαλιασμένο τόνε βρήκανε το μεσημέρι και τόνε φέρανε με τις τέμπλες στο σπίτι του.
47. Κανένας δεν έκαμε προκοπή
Εδώ και σαράντα χρόνια, μαύριζαν ακόμη στα βόρεια της Στενής
οι κουτσούρες, τα σαρκωμένα πρέμνα των δέντρων, που στόλιζαν έναν
καιρό τα πλάγια. Τώρα δε βρίσκεις σημάδι πια. Το διπλό παράπονο των αδικοχαμένων, σέρνεται ως τις ημέρες μας, σα μακρινός αντίλαλος από τα περασμένα. Περνάει από γενιά σε γενιά. Ήτανε λογγιάς, δεν έσκιζε το αρκούδι. Κρίμα στα δάση. Πήγανε κι οι άνθρωποι θράσιοι. Δεν ξέρανε τι έκαναν. Κι ο Χριστοδουλάρας με το Σγάντζο, που δεν πήγαν από τέτοια αράδα, πουληθήκανε στο τέλος κι αυτοί. Τους τά βγανε ο Νότης στο σφυρί.
Κι ύστερα ήρθε η σειρά του, να καταντήσει  κι ο ίδιος ψωμοζήτης. Κανένας,
μα κανένας δεν έκαμε προκοπή από τα δάση. Αυτοί οι άνθρωποι, δεν έχουνε διαβάσει την ιστορία στα βιβλία. Έτσι όμως που μιλούνε, σαν κάτι - από όσα γίνονται - να μαθαίνουν, από τη μια γενιά στην άλλη. Από στόμα σε στόμα. Χειρότερα από το Σγάτζο και το Νότη, κατάντησε στα παλιά ο Ερυσίχθονας
ο Θεσσαλός. Αυτός ήταν ήρωας και βασιλόπουλο. Πήρε λοιπόν είκοσι μεγαλόσωμους υπηρέτες και πήγε σε μια τοποθεσία, ανάμεσα στο βουνό Όσσα από τη μια μεριά και στις λίμνες Βοῑβηίδα και Νεσσωνίδα από την άλλη. Εκεί ήτανε το Δώτιο (έδωνε) πεδίο. Καταησκιωμένο από άλσος, αφιερωμένο στη Δήμητρα. Σ΄ αυτό το άλσος έβανε τσεκούρι ο Ερυσίχτονας και δε σεβάστηκε ούτε την ιερή αίγειρο, που άγγιζε με την κορφή της τον ουρανό
και την αγαπούσανε ξεχωριστά οι Νύφες.
Και τι την ήθελε τόση ξυλεία; Να φτιάξει αίθουσα για συμπόσιο!
Τότε κι η Δήμητρα τον καταράστηκε, να μη χορτάσει ποτέ.
Έφαγε όλο το βιος του πατέρα του κι ύστερα η πείνα τον έσπρωξε, να πάρει τους δρόμους κι ας ήτανε βασιλόπουλο.
Στα τρίστρατα, μόλις νύχτωνε, απάνω σε βωμούς και σε βάσεις αγαλμάτων, τοποθετούσαν οι άνθρωποι φαγιά, αφιερωμένα στην Εκάτη, που ήτανε θεά των δρόμων και του φεγγαριού. Μ’ αυτές τις θροφές, πιστεύανε πως μεγαλώνει το φεγγάρι. Τη νύχτα πήγαιναν οι πεινασμένοι, οι πεντάφτωχοι
και τρώγαν αυτά τα φαγιά. Εκεί κατάντησε ο Ερυσίχθονας.

48. Το δρακοφύσημα
Άμα ξαπλώθηκε στη γης και το τελευταίο δέντρο, με τα ασυλλόγιστα χτυπήματα των τσεκουριών, σύρθηκε ως την πλαγιά, απειλητικό το πρώτο σύγνεφο. Ακολούθησαν άλλα κι άλλα. Σύγνεφα μαύρα και βαριά.
Είχανε ανεβεί από τη θάλασσα και κρεμόντανε μεσοπέλαγα. Τότε σηκώθηκε
ο άνεμος και τά σπρωξε στη στεριά. Τυλίξανε ράχες και κορφές και κρεμάσανε ξεφτίδια κατά τις πλαγιές. Ο ήλιος πάλευε να τα αναριέψει, να τα αλαφρώσει,  να σηκωθούνε πιο ψηλά από τις κορφές, θα τα ζέσταινε ύστερα πιο πολύ να διαλυθούνε, να σκορπιστούν αχνός στην ατμόσφαιρα, να ξαστερώσει
ο ουρανός. Ήτανε όμως χινόπωρο. Είχε ξεμακρύνει κατά τα νότια μέρη
ο ήλιος κι οι αχτίδες του, πέφτανε πλάγια στα σύγνεφα. Από τόσο μακριά,
δεν τα ζέσταιναν αρκετά. Φυσούσε έπειτα βοριάς. Κατέβαινε από τον πόλο.
Η παγωμένη πνοή, που ανάγκαζε τα σύγνεφα να συμμαζεύονται.
Κι όταν νύχτωσε, δε μπορέσανε να κρατηθούνε πιο πολύ  στον αέρα.
Χοντρές σταλαματιές στην αρχή, νερό με το δερμάτι κατόπι.
Που φυλλωσιά, να κόψει τη φόρα της βροχής! Το νερό λοιπόν θέλει
να εργαστεί όπως και τον παλιό καιρό, στα πλάγια της  Στενής.
Εδώ όμως βρήκε έδαφος διαφορετικό, οι πλαγιές είναι καμωμένες
από ασβεστόπετρα. Δεν είναι εύκολο να τις αυλακώσει. Περιορίζεται γι αυτό στο χούμο. Σκάβει το δασικό έδαφος που σκεπάζει τις ρίζες των δέντρων,
το παίρνει μαζί του και τις αφήνει ξέχωστες, να κρατούνε τα πρέμνα στον αέρα. Είναι αρκετή αυτή η εργασία για τον πρώτο χρόνο. Το δεύτερο, τον τρίτο, όταν θα έχουνε πια σαπίσει οι ρίζες, θ΄αρχίσει να παίρνει και τις κουτσούρες. Κατεβαίνοντας ο χείμαρρος στην κοιλάδα, έφτασε εκεί που ήτανε μια φορά, το πιο πυκνό και το πιο ψηλό δάσος. Καθόλου δε δυσκολεύτηκε να χαράξει την κοίτη του. Διάλεξε τα πιο χαμηλά σημεία και τα ένωσε, τραβώντας αυλακωσιά, που κατέβηκε δυο μέτρα βαθιά. Δεν ήταν όμως αρκετή. Είχε να κουβαλήσει χώματα, που σωριάστηκαν από τα δάση στις πλαγιές, μέσα  σε χιλιάδες χρόνια. Χρειαζότανε λοιπόν να γίνει πιο βαθειά. Αλλά βρέθηκε εμπόδιο πέτρωμα. Κάτω από το φυτόχωμα, είχε απλωθεί ένα στρώμα κοκκινόχωμα, ανακατεμένο με κροκάλες. Είχε πήξει και είχε σκληρύνει αυτό
το μείγμα, όπως οι πλάκες από τσιμέντο, χαλίκι και σίδερο, που μπαίνουνε
για πατώματα  ή στέγες των σπιτιών. Χρειάζεται καιρός για ν’ αυλακωθεί. Ποιος ξέρει τι πάχος έχει το στρώμα. Κι όμως, η κοίτη είναι ανάγκη της στιγμής. Σήμερα κιόλας. Αλλά δε δυσκολεύεται ο χείμαρρος. Παίρνει στην κατοχή του όλο το άνοιγμα, από ριζό σε ριζό. Έχει έτσι δρόμο, να περνάει άνετα τις κατεβασιές. Στο μεταξύ, θ’ αυλακώσει το σκληρό που απάντησε.
Τα χρόνια περνούν. Και το νερό τρώει το πέτρωμα και βαθαίνει το αυλάκι. Έχει κατεβεί μισό μέτρο. Κι ύστερα κατεβαίνει άλλο μισό. Φαγώθηκε όλο
το πάχος. Από κάτω, είχε απλωθεί άργιλο καθαρή.
Αυτή την έφαγε ο χείμαρρος τον πρώτο χρόνο και χαμήλωσε πέντε μέτρα
βαθιά, ώσπου συνάντησε ασβεστολιθικό πέτρωμα. Έπειτα το νερό δούλεψε πλάγια τις όχτες, τις έφαγε, τις κούφωσε δεξιά αριστερά. Έκοψε τα στηρίγματα του πετρώματος και το σώριασε, το γκρέμισε πλαγιαστά κατά την κοίτη. Μεριές το πέτρωμα εξέχει ακόμη οριζόντια. Στέκεται θαρρείς στον αέρα.
Στην αυλή της εκκλησίας, που βγήκανε μετά τη Θεία Λειτουργία οι χωριανοί και χαιρετηθήκανε - γιατί είχανε περάσει ημέρες χωρίς ν’ ανταμωθούνε, να δουν ο ένας τον άλλον - και καθήσανε στο πεζούλι να μάθουνε και να πούνε τα νέα, ένας είπε στους διπλανούς του: «Περάσατε από το Καμπί;»
Εγώ χτες που γύριζα από τα μελίσσια, πήρα το δρόμο χαμηλά και
μ΄έβγαν εκεί. Αγνώριστος έγινε αυτός ο τόπος. Πάνε τα καλύτερα χωράφια.
Τέσσερα - πέντε μπόια κατέβηκε το ρέμα. Χοντρό ζωντανό δεν ξαναπερνάει από κει. Πεζός δε βρίσκεις από που να κατεβείς και ν’ ανεβείς για να περάσεις. Οι πέτρες στέκονται ξεκάμπανα, θαρρείς θα σου έρθουνε στο κεφάλι». «Τι οργή ήταν» είπαν οι άλλοι, να γίνει «δρακοφύσημα!».

49. Αμαρτίαι γονέων παιδεύουσι τέκνα
Τα βραχύκορμα, που έχουνε μείνει στα χειμαδιά, δώσανε χέρι από την πρώτη στιγμή της καταστροφής, να αναδασωθεί ο τόπος. Αέρας και πουλιά ήρθανε κι αυτά από κοντά, να βοηθήσουνε, να ξαναπλωθεί το πράσινο στις πλαγιές.
Έργο δικό τους είναι τα χαμόκλαρα, που ανηφορίζουν από πέρα κι από δώθε, στη ρεματιά. Αλλά πενήντα χρόνια τώρα, δε μπορούνε να ξεπεταχτούν.
Δεν έχουν απολύσει ούτε μια πιθαμή ύψος. Τα τυφλώνει ο δαίμονας: η γίδα.
Έναν Αλωνάρη, μέσα στο λιοπύρι, δυο κοπάδια γίδια βόσκανε γύρω στις σπηλιές, εκεί στη ρεματιά.  Όταν μεσημέριασε, πέσανε και τα δυο στη ρεματιά
και τρυπώσανε στις σπηλιές, να σταλίσουν.  Αλλού δε βρίσκαν ήσκιο. Πουθενά! Το κοπάδι του Μανίκα, στάλιζε πιο ψηλά. Η Μαρία, η δωδεκάχρονη παιδούλα του, το φύλαε αυτό το κοπάδι. Ακολούθησε κι αυτή στη σπηλιά,
ν’ ανασάνει στον ήσκιο. Κάθισε κι έβγανε από μια πάνινη σακουλίτσα - που κεντούσε -το κέντημά της. Ως τώρα φορούσε «άσπρο» πουκάμισο, αλλά 
η μάνα της είπε: «Τώρα μεγαλώνεις, θέλεις κεντητό.  Να μάθεις μόνη σου
να κεντάς». Και της έδειξε ν’ αρχίσει το γύρο. Ύστερα θα κεντούσε την τραχηλιά. Τα μανίκια θα τ’ άφηνε τελευταία.
Πιο κάτω έπιασε στάλο το κοπάδι του Συμιώτη. Από κοντά και το τσοπανόπουλο με τα σκυλιά. Το αγόρι στρώθηκε στη γης σταυροπόδι
και πελεκούσε με το μαχαιράκι του, να φτιάσει μιαν αγκλίτσα. Τα σκυλιά πιστομήθηκαν. Κρατούσαν ανασηκωτά τα κεφάλια τους και κοιτάζανε κατάματα το αγόρι, έχοντας κρεμασμένες τις γλώσσες τους, μια πιθαμή
έξω από το στόμα. Τα γίδια είχανε βολευτεί και δεν άκουες κουδούνι.
Θυμίζανε το στόλισμα του παλιού καιρού. Τότε, που τα κοπάδια ησυχάζανε, για να μην ταράζουνε το μεσημεριάτικο ύπνο του Πάνα. Μέσα σ’ αυτή τη σιγαλιά, σαν κάποιος μακρινός αχός, μια βουή μουγγή, συρτή, φτάνει ως τα τσοπανόπουλα. Αυτιάζονται στη στιγμή. Πετιούνται απάνω να δουν τι είναι, από πούθε έρχεται. Δεν προφτάνουν όμως να γυρίσουνε να δουν. Ο αχητός κατέβηκε τον κατήφορο τη ρεματιά, σέρνοντας αεροφύσημα από κοντά.
Τα ζωντανά αναταράζονται στη στιγμή. Το ένστιχτο τα σπρώχνει στα μονοπάτια, να σκαρφαλώσουνε, να βγουν απάνω. Αλλά που καιρός και
που τόπος! Ο χείμαρρος έφτασε παντοδύναμος, Είχε βρέξει ψηλά στα βουνά. Βήμα δεν προλαβαίνουνε τα γίδια να κάμουν. Τα παίρνει σύξυλα το ποτάμι. Μαζί και την άμοιρη Μαρία, προτού προλάβει να νιώσει τι ήτανε το κακό.
Πιο κάτω, σαρώνει το άλλο κοπάδι και το αγόρι και τα σκυλιά.
Γίδια, παιδιά, σκυλιά ανάκατα τον κατήφορο!
Τους μπάζει νερό, από ρουθούνια και στόμα. Τα γκρεμίζει από καταρράχτες σε λάκκους  βαθείς. Τα ανεβάζει στον αφρό και τα στριφογυρίζει, ως να γεμίσει το λάκκο. Τα παίρνει κατόπι τον κατήφορο να τα πνίξει, να τα
σκοτώσει, να τ’ αποτελειώσει, να τα πετάξει από πέρα κι από δώθε, να σπείρει κουφάρια την ακροποταμιά και του γιαλού την άμμο.
Η μαυρόμοιρη η παιδούλα, βρέθηκε πνιγμένη και σκοτωμένη διακόσα-τρακόσα μέτρα πιο κάτω, στην ακροποταμιά.
Το αγόρι όμως άντεξε, πάλεψε με το ρέμα. Ήταν ωστόσο βαθειά η κοίτη και δεν έφτανε να αρπαχτεί από δέντρο. Ο χείμαρρος το είχε κατεβάσει χαμηλά και το είχε μισοσκοτώσει κιόλας, όταν η τύχη το θέλησε, καταμεσής στην κοίτη, να εξέχει ένα λιθάρι ριζιμιό, σα σαμάρι στη ράχη μουλαριού. Από το βράχο αρπάχτηκε το αγόρι, σκαρφάλωσε στην κορφή του κι έμεινε αυτού, συμμαζεμένο ως το δειλινό, που χαμήλωσε το νερό και μπόρεσε να πηδήσει στην όχτη. Και βράδυ-βράδυ, σύρθηκε ως το πεζοστάνι μισοπεθαμένο.
Πένθιμες συνοδείες ξεκινήσανε τη νύχτα για το χωριό. Πηγαίνουνε το μισσκοτωμένο αγόρι και την πνιγμένη παιδούλα. Πώς να τ' ακούσει,
πώς να το μάθει η μάνα της;.... «Αμαρτίαι γονέων παιδεύουσι τέκνα».

50. Ένα όνομα, που ποτέ δεν ποθήσανε να ειπωθεί
Όταν γδάρθηκε ο δασότοπος, ήρθαν αυτοί που διαφεντεύουνε στο γυμνό. Από τα μακρινά βουνά, τους τράβηξε στο δασότοπο το χορτάρι και το κλαρί. Οι σκηνίτες, μόλις μάθανε πως δόθηκε η άδεια για να κοπεί το δάσος, αρχίσανε να σαλαγούνε κατά κει τα γίδια τους.  Θα «έτριβαν» αυτά κλαρί χρόνια από τις φυλλωσιές των δέντρων. Την ώρα που έγερνε το πρώτο δέντρο, τα γίδια είχανε φτάσει κιόλας στο σύνορο του λόγγου.
Όπως τα όρνια κλείνοντας τις φτερούγες τους, κατεβαίνουνε γύρω στο ζωντανό, που έχει πέσει και δέρνεται να ψοφήσει. Ενώ τα γίδια παρακολουθούσανε τους λοτόμους, φτάσαν από κοντά πρόβατα κι άλογα ξέστρωτα. Τώρα ξεφώτισε, θα χωθεί ο δασότοπος στο χορτάρι.
Αν είχαμε τότε δασική αστυνομία, ούτε ποδάρι δε θα άφηνε να πατήσει
σ’ αυτό το μέρος. Πώς όμως να τους έχουμε τους δασοκόμους, αφού
η δασοκομική σχολή ιδρύθηκε πολύ πιο ύστερα;
Κουβαληθήκανε λοιπόν ελεύθερα οι νομάδες και στρογγυλοκαθήσανε στο δασότοπο. Στήσανε τις σκηνές τους και καταπατήσανε το μέρος, να δούνε που θα χτίσουνε τα «γιδομάντρια» και που τα «πρατομάντρια».
Έπειτα δώσαν ονόματα στις τοποθεσίες, για να ξέρουνε που πηγαίνουν, πούθε έρχονται, που βρίσκονται.
Το ένα βουνό το είπανε «Μαδάρα» και το άλλο «Ξεροβούνι». Έπειτα πήρανε με τη σειρά τα ρέματα: «Βαθύρεμα», «Ξερόρεμα», «Ξεροκάναλο»,
«Νεροφάγωμα». Τον κώνο του χείμαρρου τον ονομάσανε «Δρακουσωρειό».
Ύστερα είπανε μερικές τοποθεσίες «Λιθαρόστρουγκα» και μερικές άλλες «Κοπρισιά». Και τις ξεχωρίζανε, λέγοντας από κοντά και το όνομα εκείνου, που είχε το κοπάδι που αρμεγότανε σ’ αυτή τη στρούγκα, που πλάγιαζε
σ’ αυτή την κοπρισιά. Δώσαν όνομα και στο μέρος που στήσανε τις σκηνές: «Τέντες». Για την ώρα δεν τους χρειάζονταν άλλα ονόματα.
Με τον καιρό θα βλέπανε και θα κάναν.
Τα πρώτα χρόνια, βρήκανε στο δασότοπο «το μήνα που θρέφει τους έντεκα». Χούμος.  Κι όπως δεν είχε ξεπλυθεί, έβγανε ένα γόνατο χορτάρι. Αλλά με τον καιρό, δουλεύανε και τα ποδάρια των κοπαδιών κοντά στο νερό. Κάνανε το χώμα κουρνιαχτό. Και τότε αυτός, έφευγε με την πρώτη βροχή ανάμεσα από τα λιθάρια. Στην κατηφοριά τα λιθάρια, χάνοντας κάποια στιγμή το στήριγμά τους, κατρακυλούσανε στο χαμηλότερο μέρος, την καναλιά. Εκεί σμίγανε με τα άλλα, που ξεκινούσαν από την απέναντι κατηφοριά. Αρχίζοντας από την κορφή, σκέπαζαν ως κάτω την καναλιά με στρώμα παχύ.
Τίποτε πια δε μπορούσε να φυτρώσει, σ’ αυτόνε τον πετροσωρό.
Τώρα ασφαλώς, τους χρειάζονται νέα ονόματα.
Τα βρήκανε και τα δώσανε. Εδώ είναι η «Σάρα», πιο κάτω η «Μακριά Σάρα», απέναντι η «Μεγάλη Σάρα» και στην πλαγιά οι «Σάρες».
Έτσι συμπλήρωσαν οι σκηνίτες τις ονομασίες.
Αλλά τα πράματα δεν πήγαν ως το τέλος, όπως τα υπολόγιζαν.
Ο τόπος ξεπλύθηκε πια και το χορτάρι δεν έβρισκε χώμα να ριζώσει.
Τα κοπάδια ήταν αναγκασμένα να γυρίζουνε παντού, σα να τα κυνηγούσανε. Ένα περνούσε ψηλά, άλλο στη μέση της πλαγιάς, άλλο χαμηλά και σταυρωνόντανε μ’ άλλα, που φτάναν από το αντίθετο μέρος. Τα θέριζε
η πείνα τα ζωντανά και δεν τα χωρούσε ο τόπος να σταθούνε.
Οι πλαγιές πήρανε κλίση απότομη. Βράχοι στεκόντανε  στον αέρα, έτοιμοι
να ξεκινήσουνε τον κατήφορο, με το πιο αλαφρό άγγιγμα. Τη μια ημέρα τσακιζόταν ένα γίδι, την άλλη σκοτωνόντανε πέντε πρόβατα, καθημερινά
η ζημιά. Καβγάδες ανάψανε και φαγωμάρα άρχισε :«Γιατί τα πέρασες ψηλά
τα γίδια, ενώ έβλεπες χαμηλά το κοπάδι μου;» Τα άλογα έπειτα, δε μπορούσανε πια να πατήσουνε τον τόπο. Σφηνωνόντανε τα νύχια τους στις «γράβες» και τραβώντας τα «βγαίνανε», παθαίναν εξαρθρώσεις ή και το χειρότερο, μην καταφέρνοντας να «ξεπιαστούνε», πέφτανε και κόβανε «στρογγυλά» το πόδι τους. Μέσα σ’ αυτές τις αξεπέραστες δυσκολίες πάλευε η νομαδική κτηνοτροφία, όταν της ήρθε κι ανείπωτη συμφορά.
Τα γίδια περνούσανε ψηλά. Χαμηλά το μονοπάτι - στη ρίζα στη «Μακριά Σάρα» - πήγαινε ένας βοσκός. Παλληκάρι. είκοσι χρόνων, ως εκεί απάνω ψηλός. Τα γίδια κύλησαν ένα βράχο. Μόλις άκουσε ο βοσκός το βρόντο, γύρισε και κοίταξε κατά που έρχεται. Του φάνηκε, πως είχε γραμμή, να περάσει ίσια εκεί που ήταν αυτός. Πισωδρομεί λοιπόν στη στιγμή, έχοντας στην πέτρα το μάτι του. Ο βράχος χτυπάει σ’ ένα εμπόδιο, παίρνει βόλτα και στρίβει, να περάσει ξοπίσω από το βοσκό. Τρέχει τότε κι αυτός να ξεφύγει από το άλλο μέρος, αλλά του φαίνεται πως ο βράχος αλλάζει πάλι γραμμή,
πως τόνε παρακολουθεί. Σαστίζει, τα χάνει με το πέρα-δώθε, μένει στο ίδιο μέρος, κι -η οργή του θεού -ο βράχος τόνε  πετυχαίνει, τόνε τινάζει αποκάτω στο νεροφάγωμα και τόνε σκοτώνει. Κανείς δεν τον είδε. Νύχτωσε και σα δε γύρισε με την ώρα του στις «Τέντες», βγήκαν αγνάντιο και ρίξανε φωνές. Αλλά μονάχα τον αντίλαλο της δικής τους φωνής, τους στείλανε πίσω οι ρεματιές κι οι πλαγιές. Την άλλη μέρα φάγανε τα βουνά ψάχνοντας, χουῑάζοντας, ρωτώντας. Πάει αυτή η ημέρα. Το βράδυ που μαζευτήκανε στις «Τέντες», καθήσανε συλλογισμένοι και παιδεύανε το νου τους, τι να έπαθε. Δεν τους είχε τύχει άλλη φορά τέτοιο κακό. Χίλια βάνανε στο μυαλό τους και στο τέλος, αποφασίσανε να ψάξουνε γκρεμό σε γκρεμό. Την άλλη μέρα, περνώντας πέρα το μονοπάτι, ένας με το μαντρόσκυλο, τον ανακάλυψε μέσα στο νεροφάγωμα. Κανενός ο νους δεν τό βανε, πως ήταν σκοτωμένος εκεί μέσα.
Τον κουβαλήσανε – σηκωτό - στις «Τέντες», τόνε νεκροστολίσανε και τόνε θάψανε χωρίς παπά κάπου εκεί. Αυτό το μέρος το λένε και σήμερα «Τάφο».
Ένα όνομα, που ποτέ δεν ποθήσανε οι σκηνίτες να ειπωθεί.
«Μας κατατρέχει ο τόπος» είπανε, μόλις τελειώσανε το θλιβερό έργο και ξεσηκώθηκαν. Αφήσανε το δασότοπο και πήγαν από κει που ήρθαν.

51. Καρτερούνε να ξαναγυρίσει ο λόγγος
Στα 1860, ο δασάρχης της περιφέρειας Στενής, έστειλε στο Υπουργείο μια έκθεση, για το δασότοπο που αποψιλώθηκε. Αντιγράφομε δυο σειρές απ’ αυτή:
…..
«Το λεγόμενον Γεράνιο Δέντρο δεν υφίσταται νυν, αλλά
περί της επισημότητός του παραδόσεις λέγουσιν, ότι υπήρχεν εις τας υπώρειας του 'Υψηλού Κούτουπα».
…..
Καμιά από τις τοπωνυμίες που θέλησαν οι σκηνίτες, δεν έμεινε στο δασότοπο.
Οι κυνηγοί κι οι κορφολόγοι, γυρίζουνε συντροφιές, κυνηγούνε και κορφολογούν ως σήμερα στο «Γεράνιο Δέντρο», στον «Κούτουπα», στις «Τρεις Αριές», στις «Οστρυές», στα «Σφοντάμια», στο «Μέγα Δέντρο»,
στις «Κουφάλες», στα «Δέντρα», στο «Δεντριώνα», στο «Μαύρο Λόγγο», ανεβαίνουνε στη «Λεύκα», μια ράχη κατάγυμνη. Μόνο στα ριζά αυτού του βουνού, βρίσκουν ένα νέο δασάκι, πυκνές και φουντωτές λεύκες, τριγυρισμένες από κουμαριά, στο μεγαλύτερο ύψος που παίρνει αυτός
ο θάμνος. Περνούνε πιο πέρα από τον «Αγριόκεδρο», με το μυρωμένο ξύλο από το «Μέλεγο», το δέντρο που κάνανε γερά κοντάρια οι ήρωες στον Τρωικό πόλεμο, από τον «ίταμο» το δέντρο που φυτρώνει απόκοντο κι ανάρια μέσα στα έλατα.  Από το κοκκινωπό το σκληρό ξύλο του, φτιάναν οι Ινδοί τα ξόανα των θεών. Σπάνια δέντρα αυτά, μέσα στη μάζα του δάσους, είχανε δώσει
το όνομά τους στον τόπο. Εκεί στο δασότοπο συναντούνε και τις θέσεις «Αρκούδι», «Λυκόρεμα», «Αλαφόκαμπο», «Γελαδόσταλο». Κι έπειτα περνούνε με τη σειρά την «Αναγαρίστρα», τις «Γούρνες», τη «Φλέβα»,
το «Κρυφό νερό», την «Αλογόβρυση», τη «Λούτσα».
Κόμπος νερό πουθενά. Βλέπεις τούτη τη γούρνα;  Λέει ένας γέρο-κυνηγός, δείχνοντας γύρω τη «Λούτσα» σ’ ένα παλληκάρι. Ένα μυλαύλακο νερό έβγαινε από το βράχο και πλημμύριζε εδώ μέσα. Τα άλογα μπαίνανε ως
τις κοιλιές για να πιουν. Η γλώσσα των κυνηγών, έχει στεγνώσει από τη δίψα.
Κατάξερη έχει κολλήσει στο λαρύγγι τους. Δε μπορούνε να μιλήσουν,
ώσπου τέλος φτάνουνε στη «Βρυσάρα». Εκεί βρίσκουνε μια νεροκλωστή
και σβήνουνε τη δίψα τους. Άμα ήπιανε και ξανασάνανε: «Δεν μπορώ να καταλάβω», λέει ένας από τους νέους, «τι τα θέλουν αυτά τα ονόματα!»
Άλλο ακούς κι άλλο βρίσκεις μπροστά σου. Γιατί δεν τα αλλάζουν;»
«Καρτερούνε να ξαναγυρίσει ό λόγγος», απάντησε ο γέρο-κυνηγός.

52. Κάτι ξέρουνε και τα βόδια
Πριν κοπεί το απέραντο δάσος, ζούσαν εκεί μέσα ένα σωρό βουκουλιά.
Αργά γελάδια, γύριζαν ελεύθερα μέσα στους λόγγους. Τα βόδια αντισηκώνανε τους λαιμούς τους, βγάνανε τη γλώσσα, τυλίγανε μ’ αυτή το κλαρί της αριάς
και το φέρνανε στο στόμα. Το σφίγγαν ανάμεσα στους κοφτήρες και στο τύλωμα, αντισηκώνανε το κεφάλι και κόβαν έτσι το κλαδί. Αμάσητο το κατάπιναν. Χρειαζότανε πολύ κλαρί, για να γεμίσουνε τα στομάχια τους.
Αν το μασούσανε πρώτα και το κατάπιναν ύστερα, θα ήταν αναγκασμένα
να ξυλοσταλιάζουν ορθά, ολημερίς κι ολονυχτίς. Γι’ αυτό, μόλις το βάζανε
το κλαρί στο στόμα, το φέρναν ένα γύρω στα σαγόνια και το κατεβάζανε
στο στομάχι. Έτσι καταφέρνανε να χορτάσουν γρήγορα. Κατόπι πηγαίνανε στην πηγή. Σκύβανε το κεφάλι και πίνανε, πίναν, ώσπου γίνονταν οι κοιλιές τους σα βαρέλια. Και τότε τρυπώνανε στο δρυμό, ξαπλωνόντανε κι αρχίζανε
ν΄ αναχαράζουνε τη θροφή. Ο χιονιάς δε μπορούσε να ξετοπίσει από τις πυκνές λόχμες. Ούτε κι ο ήλιος του καλοκαιριού. Τα δέντρα είχανε μπλέξει τους κλώνους τους και δεν τον αφήνανε να περάσει ανάμεσα. Κάτι παραπάνω, εμποδίζανε και το φως να τρυπώσει στο βάθος της λόχμης.
Μήνες περνούσανε, χωρίς να τα δουν οι νοικοκυραίοι που τα είχαν. Δεν τους ένοιαζε. Πού θα πηγαίνανε; Τα κρατούσε ο τόπος! Όταν οι χωριανοί αφήνανε να κοπούν οι λόγγοι από τα «άγρια βουνά», δεν τους είχε περάσει καθόλου από το νου τους, τι θα γενούνε τα βουκολιά. Άμα όμως αρχίσανε με τον καιρό να το σκέφτονται, βρήκανε, πως το κόψιμο δε θα φέρει ζημιά, «θα γίνει
ο τόπος βοῑδολίβαδο», είπαν. Όσο για το χειμώνα, τα κατεβάζομε στα χειμαδιά και τα παχνιάζομε κιόλας τρεις μήνες.
Τον άλλον καιρό όμως, θα βόσκουνε στο βοῑδολίβαδο χορταστικά».
Πέρασε ο πρώτος χειμώνας και τ’ απολύσανε χαρούμενοι στο γυμνό.
«Ως τώρα ήταν οι φροντίδες μας» είπαν, «από δω και πέρα δεν έχομε
να πονοκεφαλάμε».
Τα βουκολιά ανοίξανε γύρω στα λιβάδια και βόσκανε ξένοιαστα στον ανοιξιάτικο ήλιο. Καμάρωναν αυτοί που τα είχανε, γιατί τα πράματα
παίρνανε το δρόμο, που από πριν είχαν υπολογίσει οι νοικοκυραίοι.
Αλλά δεν είχε δεκαρίσει ο Μάης κι ένα ξαφνικό περιστατικό, ήρθε να τους κάμει να μείνουνε με τη χαρά στη μέση. Τι συνέβηκε; Βόδια, αγελάδες, ταύροι, δαμάλες, μοσκίδες, ως και τα μοσκάρια ακόμη, όλο τούτο το βουκολιό και το άλλο και το άλλο, όλα τα βουκολιά, σήκωσαν άξαφνα τις ουρές κι ορμήσανε να χαθούν από το πρόσωπο της γης, όπως εκείνη η αγέλη των χοίρων του Ευαγγελίου, «ώρμησαν κατά του κρημνού εις την θάλασσαν». Καματερά που τύχανε στο ζυγό, κομματιάσανε τα αλέτρια. Και τα δεμένα, κόψανε
και παλαμάρια ακόμη.
Κι όσα δεν μπορέσανε, σκοινιαστήκαν από το κακό τους. «Τι οργή τους έδωσε
ο θεός;» είπανε σαστισμένοι αυτοί που τάχανε. «Τι είναι το κακό που μας βρήκε; Πώς να τα μαζέψουμε, πού να τα βρούμε; θέλει καθένα και το βουκόλο του». Κακό καλοκαίρι περάσαν, ώσπου ήρθε τέλος ο Αύγουστος κι ησυχάσανε πάλι τα ζωντανά. Βόσκανε και πλαγιάζανε μεσημέρι καταλιού. «Δόξα σοι ο Θεός», είπαν
οι νοικοκυραίοι.
«Σαν καταλαγιάσανε τα ζωντανά, πάλι καλά.
Μας λυπήθηκε
ο Μεγαλοδύναμος!»
Από το μήνα αυτόνε και πέρα, τίποτε καινούριο δεν τάραξε τη ζωή του βουκολιού. Κυλούσε,
όπως είχανε προβλέψει
οι βουκόλοι.
Μόνο που το χειμώνα, παρουσιαστήκανε τρύπες στο δέρμα των βοδιών. Σ’ όλη τη ραχοκοκαλιά κι από το ένα κι από το άλλο μέρος, το δέρμα ήτανε κόσκινο από τις τρύπες. «Κοίταξε οργή», είπε ο βουκόλος που τις είδε πρώτος. «Όχι άλλο! Τα βόδια βγάνανε γκιόθια!» Τα γνώριζαν όλοι οι χωριανοί τα γκιόθια, γιατί τα βλέπανε κάθε χειμώνα στη ράχη της γίδας. Μόνο που πίστευαν ως τώρα, πως τα βόδια δε βγάνουνε γκιόθια. «Τι πράμα είναι τούτο;» συνέχισε ο βουκόλος, ρωτώντας τους άλλους. «Πού βρίσκεται το σκουλήκι μέσα στο ζωντανό;»         
«Το γεννάει το κορμί του», απάντησε ένας, σε τόνο που δεν άφηνε καμιά αμφιβολία, πως το ξέρει καλά αυτό που λέει.
Όμως για το ίδιο ζήτημα, κάτι ξέρουνε και τα βόδια.
Κι είναι τούτο ολότελα διαφορετικό, απ’ αυτό που λέει ο βουκόλος πως ξέρει.
Τα βόδια το γνωρίζουνε, πως μόλις πατάει Μάης, υψώνεται στον αέρα μια μυγίτσα. Θέλει να γεννήσει τα αυγά της απάνω στη ράχη τους. Άμα καταφέρει να κολλήσουνε τα αυγά στις τρίχες, τελείωσε τη δουλειά της.
Σκάζουν αυτά στη στιγμή και βγαίνουνε σκουληκάκια, πιο ψιλά κι από τις τρίχες. Αμέσως τρυπώνουν από τους πόρους του δέρματος στο κρέας και τραβούνε βαθιά. Πίνουνε το αίμα του βοδιού και μεγαλώνουν. Τότε ανεβαίνουνε και θρονιάζονται κάτω από το δέρμα. Σε δυο σειρές, μια από
το ένα, μια από το άλλο μέρος της σπονδυλικής στήλης. Ανοίγουνε κι από
μια τρύπα στρογγυλή το καθένα. Τη θέλουνε για παράθυρο, όσο θα κάθονται εκεί μέσα και θα τήνε χρειαστούνε για πόρτα, όταν αποφασίσουν να βγουν.
Όλες αυτές οι πληγές ομπυάζουνε. Άλλο που δε θέλει η κάμπια! Από
το όμπυο θρέφεται. Το βόδι όμως ξεπέφτει, σουρώνει από την αχάμνια.
Το τρώνε τα σκουλήκια ζωντανό. Κάποτε τέλος, σώνονται τα βάσανά του. Έρχεται ο καιρός να περάσει η κάμπια σ’ άλλο στάδιο της ζωής της, να γενεί νύφη. Βγαίνει τότε και κρύβεται στο χώμα, για να σχηματιστεί εκεί απ’ αυτή,
η μυγίτσα, που θ’ ανεβεί στον αέρα, να γεννήσει στη ράχη του βοδιού και να τελειώσει κατόπι τη ζωή της. Εννιά -δέκα μήνες ζει το υπόδερμο, μέσα στο σώμα του βοδιού και δυο- τρεις στον αέρα.
Το δάσος, πολεμούσε αποτελεσματικά αυτή την πληγή και την εξουδετέρωνε
ο λόγγος, όσο ήταν. Αυτό το υπόδερμο, είναι φοβερά ευαίσθητο στο ψύχος.
Η κρυάδα της νύχτας, του ναρκώνει φτερούγες και πόδια. Το μεγάλο γιόμα, απολάει το σώμα του και ξαναβρίσκει τη σβελτοσύνη του να πετάξει. Και μόλις τσακίσει η ημέρα, αποτραβιέται και κρύβεται στο απάνεμο που θα ξενυχτήσει. Όμως στον ήσκιο μουδιάζει και μέσα στο τέλειο μεσημέρι.
Γι’ αυτό πάντα στον ήλιο στριφογυρίζει και ποτέ δε δοκιμάζει να φτερουγίσει ως το δρυμό, που σταλίζουνε τα γελάδια. Κι ήταν όλος ο λόγγος δρυμός.
Τι κεφάλια! «Άγρια βουνά είναι, ας τα κόψουν!»
Ας πάνε τώρα κι αυτοί να τα βρούνε τα δάση! Τα βουκολιά χαθήκανε.
Κι οι νοικοκυραίοι ξεσπιτωθήκανε και γυρίζουν από δω κι από κει, να ψωμοζήσουνε με το μεροκάματο.

53. Ξεχωρίζομε, όπως η ημέρα από τη νύχτα
Στην άλλη Ελλάδα τι έγινε; Φτιάνανε κι εκεί ξυλοκάρβουνα; Μένει ως σήμερα δάσος πουθενά; Το ξυλοκάρβουνο που ξοδεύομε κάθε χρόνο στη χώρα μας, μπορεί-αν το συγκεντρώσουμε σ’ ένα λιμάνι-να γεμίσει είκοσι πέντε αποθήκες, με μάκρος 80 μέτρα, πλάτος 30 μ. και ύψος 5 μ. η κάθε μια. Αυτές οι
αποθήκες, αν είναι βαλμένες στον ίδιο δρόμο δεξιά κι αριστερά, κρατούνε γραμμή ένα χιλιόμετρο. Πού το βρίσκομε τόσο κάρβουνο; Από τα δάση μας!
Τις είκοσι τέσσερεις, τις γεμίζομε με δική μας παραγωγή και τη μια, από κάρβουνο που αγοράζομε από το εξωτερικό.
Και τα δάση μας τί γίνονται; Ως πότε θα βαστάξουν;
Δεν έχουνε φόβο! Χρόνο με χρόνο μάλιστα, αβγατίζει το ξύλο τους.
Πώς το καταφέραμε αυτό; Με τρόπο πολύ απλό. Βάναμε να τα διευθύνουνε τα δάση, άνθρωποι που είναι σπουδαγμένοι σ’ αυτή τη δουλειά.
Το Κράτος, από την πρώτη μέρα που πήρε τα δάση να τα νοικοκυρέψει, έκαμε νόμους σωστούς. Αλλά με τον καιρό είδε, πως τίποτε δεν καταφέρνει, όσο διορίζει δασάρχες που δεν ξέρουν από δάσος και θαρρούνε το δέντρο απέθαντο. Και άμα το είδε αυτό, βάλθηκε ν’ αποχτήσει δασάρχες, που να ξέρουνε με το νι και με το σίγμα το κάθε τι για το δάσος.
Έστειλε με δημόσια χρήματα νέους στη Γερμανία, να σπουδάσουνε δασολογία και με τον καιρό, ίδρυσε στη χώρα μας δασολογική σχολή
και κατάφερε τέλος από το έτος 1921, νάχει όσους δασολόγους χρειάζεται
για δασάρχες. Ο δασολόγος ξέρει να μας πληροφορήσει, σε ποια γεωγραφική ζώνη προκόβει κάθε είδος δέντρου. Σε πόσο πλάτος βόρεια ή νότια από τον Ισημερινό. Κι ακόμη, αν το έδαφος χρειάζεται νάναι προφυλαγμένο από τον άνεμο ή το λίβα. Αυτός γνωρίζει, πως στις βόρειες και ψηλές πλαγιές, προκόβουνε οι οξυές, τα έλατα και τα μοσκοέλατα, ενώ αντίθετα στις νότιες και χαμηλότερες, οι δρυς, οι καστανιές, το πεύκο και τα βραχύκορμα.
Από το δασολόγο μαθαίνομε, τη χημική σύσταση του εδάφους: από ποια στοιχεία είναι συνθεμένος ο τόπος και πάρα πάνω: τι φυσικές ιδιότητες έχει
το έδαφος της κάθε περιφέρειας: Είναι υγρό, είναι ξερό, έχει βάθος,
έχει συνεκτικότητα; Κι η χημική σύσταση κι οι φυσικές ιδιότητες, παίζουνε σπουδαίο ρόλο στην ανάπτυξη του δάσους.
Στις αμμουδιές, μόνο φτωχομαθημένα δέντρα (πεύκα, ακακίες) προκόβουν, ενώ οι δρυς, ο μέλεγος κι η φτελιά, ζητούνε γόνιμα εδάφη για να ευδοκιμήσουν. Δέντρα βαθύρριζα -όπως οι δρυς - θέλουν έδαφος, να πάνε
οι ρίζες βαθιά, ενώ η οξυά το αντίθετο.
Οι δασολόγοι, όταν σου μιλούνε για ένα είδος δέντρα, πού έχουνε φουντώσει στον τόπο, τον κατάλληλο γι αυτά, λένε : «Αυτό το δέντρο βρίσκεται στο δασικό του σταθμό». Θέλουνε να πούνε μ’ αυτά τα λόγια, πως μόνο σ’ αυτόνε τον τόπο και πουθενά αλλού, δεν προκόβει και δεν δίνει το δέντρο περισσότερο και καλύτερο εισόδημα, είτε καρπός είναι αυτό, είτε ρετσίνι, φλούδα, ξυλεία, κάρβουνο και καψόξυλα. Καμιά φορά, από υπερβολική εκμετάλλευση ενός δέντρου, που δίνει πλούσια δασικά προϊόντα, μπορεί
ν’ απλώθηκε άλλο είδος, μόνο και μόνο γιατί δεν το κυνηγούσε ο άνθρωπος.
Αν τα διαχειριστικά μας λάθη, αφάνισαν ένα δέντρο από το δασικό του σταθμό και τράβηξαν ως εκεί ένα άλλο είδος, ποιος άλλος παρά ο δασολόγος ξέρει να
μας το πει; Και ποιος άλλος θ’ αποφασίσει, αν συμφέρει να το αφήσουμε στη θέση του αυτό το δάσος ή να το αντικαταστήσομε, με το είδος πού ευδοκιμεί σ’ αυτόνε το δασικό σταθμό; Ο σημερινός δασάρχης, μόλις πατήσει στο δάσος ή και σε δασικό έδαφος-το γυμνό που απλώνεται ανάμεσα σε δάση-είτε κορφές είναι αυτό είτε πλαγιές είτε βοσκότοποι με χαμόκλαδα -τα μέρη που μπορούνε κάποτε να δασωθούν, αυτό είναι το δασικό έδαφος -  με μια ματιά αντιλαμβάνεται αν το έδαφος είναι απόλυτο ή σχετικό. Αν σας πληροφορήσει πως είναι απόλυτο, με κανέναν τρόπο δε θα σας επιτρέψει να κόψετε δέντρα ή να  θαμνέψετε να κάμετε χωράφι. Γιατί το έδαφος αυτό είναι προστατευτικό. Γλιτώνει από το χείμαρρο τα χωράφια, που είναι στα χαμηλώματα.
Εδώ στα απόλυτα εδάφη, απαγορεύει ο δασάρχης και τη βοσκή πολλές φορές. Όχι μόνο του Κράτους αν είναι το δασόκτημα, παρά και ιδιοκτησία πολίτη. Περιορίζει τα δικαιώματα του καθενός.  Αλλά το φέρνει η ανάγκη για το γενικό καλό. Αν όμως ο δασολόγος χαρακτηρίσει το έδαφος σχετικό,
μπορείτε με ήσυχη τη συνείδηση, να το ξεχερσώσετε, να το καλλιεργήσετε,
να το σπείρετε δημητριακά, να βάνετε αμπέλι ή να φυτέψετε ήμερα δέντρα.
Επιτέλους ξέρομε τι μας γίνεται! Κι όταν θυμόμαστε το δασάρχη, που γνωμοδότησε να κοπεί το δάσος «εκ του συστάδην», μας φαίνεται πως από κείνη την εποχή, ξεχωρίζομε όπως η ημέρα από τη νύχτα.

54. Τι δεν αποφασίζει ποτέ ο δασολόγος
Ο δασολόγος το ξέρει πολύ καλά, πως ένα δάσος που δεν είναι ηλικιωμένο
-όπως εκείνο στα βόρεια της Στενής -μπορεί ν΄ ανανεωθεί πιο γρήγορα από
τα πρέμνα, παρά με τα σπέρματα. Μέσα σε πέντε χρόνια, δάσος από πρέμνα ξεπερνάει σε ύψος τον άνθρωπο, ενώ τα φυτώρια, μόλις φτάνουνε το γόνατο. Κι όμως ο δασολόγος, ποτέ δεν αποφασίζει να επιτρέψει υλοτομία
«εκ τού συστάδην» και ν’ ανανεώσει το δάσος με τον πρώτο τρόπο.
Δε βγαίνει στιγμή από το νου του ο μεγάλος κίνδυνος, το κοπάδι.
Κι αναρωτιέται, τι θα γίνει αν πέσει στα πρεμνοβλάσταρα η γίδα;
Προτιμάει γι’ αυτό, πάντα την αραιωτική υλοτομία κι υπολογίζει σύνθετη αναδάσωση από πρέμνα των δέντρων, που κόβονται, από σπέρματα
των άλλων, που αφήνουν οι λοτόμοι όρθια στο δάσος.
Αν χάσει τα πρέμνα από τη γίδα, θ' αργήσει βέβαια η αναδάσωση, αλλά
χωρίς άλλο, θα γίνει κάποτε από μόνη της με τα σπέρματα: Φυσική αναδάσωση. Ενώ αν έπεφτε σε λάθος, ν' αφήσει το έδαφος φαλακρό, το κοπάδι πιθανό να τον ανάγκαζε να ζητήσει κάποτε να σκεπάσει τη γύμνια  των βουνών, με τεχνητή αναδάσωση.

55. Γλυκό μας χωριό!
Έχετε δει παλίρροια! Τα ρηχά νερά αποτραβιούνται μεσοπέλαγα. Ξεσκεπάζεται τότε η ακρογιαλιά και μαζεύεις καβούρια, βγάνεις πεταλίδες
με το σουγιά, ξεχώνεις από τον άμμο το στρείδι και την αχιβάδα. Αυτό το αποτράβηγμα της θάλασσας, είναι η φιρονεριά. Ύστερα γυρίζουν πάλι τα νερά κατά έξω και πρέπει σβέλτα να προλάβεις να πεταχτείς, γιατί γίνεται όλο το μέρος γιαλός. Το ξαναγύρισμα του νερού είναι η πλήμμη. Μαζί φιρονεριά και πλήμμη, κάνουνε το φαινόμενο που ονομάζομε παλίρροια.
Σαν την παλίρροια της θάλασσας, έχει πολλές φορές μετατοπίσει το Έθνος μας, μέσα σε τούτη τη χώρα, που μας ανήκει από χιλιάδες χρόνια: μέσα στην Ελλάδα μας. Σαν πλήμμη ξαναγυρίζουν οι Έλληνες στον καιρό της
ελευθερίας, από τα βουνά στους κάμπους. Γεμίζει ο τόπος χωριά. Και στις πολιτείες μαζεύονται πιο πολλοί, παρά όσοι χωρούν εκεί να ζήσουν.
Στο Καταφύγι, τα παρατήσανε τα σπίτια και κατεβήκανε στα χαμηλώματα. Ακάπνιστα όπως μείνανε, σωριάσανε με τον καιρό. Ίδια ρημάξανε και τα Φύλλα. Κι άλλα κι άλλα χωριά.
Μόνο η Στενή δεν το αποφασίζει να κουνηθεί.
«Πώς ν’ αφήσουμε τη βρύση που παίρνουμε νερό;»
«Και πού θα βρούμε ποτάμι να πλύνουμε;»
«Πώς να τραβούμε νερό με το σκοινί;»
«Απέξω από το σπίτι μας, περνάει το αυλάκι και κατασβήνουμε την πάνα!»
«Στον κάμπο, θα κιτρινίσουμε σαν τις γουστέρες!»
«Στον κάμπο, θα πρησκομελιάσουμε σαν τις μπράσκες!»
Τέτοιες αντιρρήσεις αραδιάζουν οι γυναίκες.
«Στον κάμπο, θα πίνουμε χοχλαστό νερό».
«Στον κάμπο, άμα θα σε βαρέσει ήλιος, δε σηκώνεις κεφάλι πια!»
«Εδώ περπατάς, πέτρα σε πέτρα»,
«Στον κάμπο, δε βρίσκεις πέτρα να καθίσεις».
«Στον κάμπο, δεν τραβάει ξαέρι». Εδώ ανοίγεις το βορεινό παράθυρο και σου έρχεται η πεντοβολιά από την καστανιά».
«Στον κάμπο, σε πιρουνιάζει η παγωνιά το χειμώνα».
«Στον κάμπο, κάνουνε τα μάτια σου κλωστές από το λιοπύρι».
Αυτά λένε οι άντρες.
Έρχονται κατόπιν οι γέροι.
«Δεν αφήνω εγώ την αγκωνή μου. Εγώ θέλω να μου κλείσουνε τα μάτια στο σπιτάκι μου, εδώ που γεννήθηκα. Και να με θάψουν εδώ, που θάψανε και τον πατέρα μου και τον παππού μου».
Κι όλοι μαζί:
«Πού  θα βρούμε, νάναι τα πεύκα μέσα στο χωριό;»
Έχουν δίκιο. Τα πεύκα είναι κατεβασμένα ως την άκρη του χωριού
κι απλώνουν απάνω από τις σκεπές των σπιτιών. Και τι πεύκα! Ψηλά σαν πολυκατοικίες και με πατώματα το καθένα. Το πρώτο πάτωμα, με πιο χοντρά κλωνάρια. Όσο όμως ανεβαίνουμε, αλαφρώνουν, ώσπου στο τέλος η σκεπή
γίνεται ανάερη. Στο κάθε πάτωμα, κουρνιάζουνε διαφορετικά πουλιά.
Κάτω ο κούκος, στο δεύτερο οι κουρούνες, στο τρίτο και στο τέταρτο άλλα.
Οι σπουργίτες έχουνε πιάσει τα μπαλκόνια.
Που τέτοιο κλαρί στον κάμπο! Θέλει να δέσεις μάτσο είκοσι κορμιά, να κάμεις ένα σαν τα πεύκα της Στενής. Κάθε πεύκο από τούτα, είναι και μια ξεχωριστή, μια σπουδαία προσωπικότητα.  Αξίζει να περάσεις ώρα πολλή μαζί της. Ξέρουνε να μιλούν αυτά τα πεύκα. Σε προσανατολίζουν, όταν είναι συγνεφιές. Και σε πληροφορούνε, ποιος άνεμος το πιάνει πιο πολύ το μέρος τους.
Σου ιστορούνε και την ατομική τους ζωή. Τα βάσανα και τα κιντέρια που έχουνε περάσει. Γιατί γέρνει το ένα. Γιατί το άλλο σκύβει.
Πως εκείνο κατάντησε σακάτικο. Τι έγινε το κλωνάρι που λείπει από τη θέση του. Κι οι φυλλωσιές οι βαθυπράσινες διηγούνται τις χαρές, γιατί έχουνε περάσει και καλά τα πεύκα. Σου σιγομιλούν. Αλλά κατεβαίνει συχνά το αγέρι κι αρχίζει το σούσουρο, που δυναμώνει σε βούισμα, που γίνεται συναυλία στο τέλος, σε συνεπαίρνει και δεν προσέχεις το κρυφομίλημα των πεύκων.
Κι όταν πέσει το αγέρι, τα πουλιά -που δε βγάναν άχνα ως τώρα-το παίρνουν αυτά το τραγούδι. Έτσι σπάνια βρίσκεις ευκαιρία ν’ ακούσεις τα πεύκα.
Οι χωριανοί όμως, βρίσκουνε καιρό και τ’ ακούνε. Αυτό γίνεται τα μεσημέρια του καλοκαιριού. Έχουνε συνηθίσει οι χωριανοί τη μιλιά των πεύκων και καταλαβαίνουνε καλά τους καημούς τους. Και τώρα, που γίνεται λόγος να ξαναγυρίσουν οι χωριανοί στους κάμπους, τους φαίνεται σα να τους έρχεται από τα πεύκα το σιγορώτημα.
«Γιατί φεύγετε, γιατί μας  αρνιέστε ; Πού θα βρείτε καλύτερα;»
«Πουθενά δεν πηγαίνομε!» απαντούνε μέσα τους.
«Δεν αφήνομε το χωριό μας.
Αλλού δεν είναι σαν τον τόπο μας!
Γλυκό μας χωριό!»

56. Ρετσινάς πηγαίνεις να γίνεις;
Το κράτος που ορίζει τα δάση, νοίκιασε τη ρυτινοσυλλογή. Αυτός που αναδείχτηκε τελευταίος πλειοδότης, αναγνωρίστηκε ενοικιαστής. Ήρθε λοιπόν στη Στενή, να τρυπήσει τα πεύκα. Όταν το άκουσαν οι χωριανοί, ο νους τους δε μπορούσε να το χωρέσει, πως το Δημόσιο αποφάσισε αυτό το κακό.
Δεν είχανε φανταστεί πως θ’ ακούγανε λόγο για τέτοια δουλειά.
Ο ενοικιαστής τους έπιασε με το καλό. Για το τρύπημα δε θα τους ρωτούσε. Είχε όμως την ανάγκη τους για εργάτες. Δεν τόνε σύμφερνε να φέρει ρετσινάδες απ αλλού, θα τους πλήρωνε πιο πολύ μεροκάματο. Κι είχε κι άλλα έξοδα. Αγώγι μεγάλο. Η Στενή δεν είχε δασικούς δρόμους. Χωρίς τους ντόπιους δεν έβγαινε τίποτε. Γι αυτό άρχισε τα καλοπιάσματα.
«Εγώ σας μιλάω για το συμφέρο σας, εμένα δε με μέλει. Φέρνω κι απ’ αλλού εργάτες, αλλά γιατί να μη μείνουνε τα λεπτά στον τόπο; Γιατί να έρθουνε ξένοι να πάρουνε τα χρήματα; Θα πέσει παράς στον τόπο! Θα κόψετε μονέδα!
Μην το παίρνετε αψήφιστα το πράμα. Σκεφτείτε το καλά!
Δεν είναι μικρή δουλειά. Ο Γιάννος, ο γέρο-Φαλαγγίτης, έκαμε με δυο λόγια την απολογία του πεύκου κι έδωσε ξάστερη απάντηση για όλο το χωριό:
«Τα θέλομε για το αγέρι και για τα μελίσσια. Άμα τα βαρέσουμε, θα χαλάσουν. Άμα τα τρυπήσουμε, θα τα τσακίσει ο βοριάς, θα κουβαλήσουμε κάμποσα χρόνια δαδί κι ύστερα θα πάρουμε τα μάτια μας να χαθούμε.
Δε θα μας απαντάει να σταθούμε στη Στενή, άμα κατεβάσουν από πέρα
κι από δώθε τα ρέματα». «Εγώ έλεγα για το καλό σας! Αφού όμως το παίρνετε  έτσι επί πόνου το ζήτημα, θα σας κάμω τη χάρη να μην τα βαρέσω τα πεύκα. Εγώ έχω νοικιάσει όλα τα δάση. Από δω νομίζετε περιμένω να ζήσω; Όποιος θέλει ναρθεί μεροκάματο, να δουλέψει στα ρετσίνια κάτω, πέρα στα άλλα δάση, θα πλερωθεί καλά!»
Ήτανε πλάνος αυτό το μεροκάματο. Θα γλυκοστομίζανε στα χρήματα, θα συνηθίζανε να βαρούνε τα πεύκα κι ύστερα «ελάτε δω που σας θέλω!» Μόνοι τους θα γυρεύανε, να τα τρυπήσουν. «Γιατί να γυρίζουμε τα βουνά, ενώ έχομε δουλειά έξω από τα σπίτια μας;» Αλλά που να τόνε πλησιάσουν οι χωριανοί.
Μόνο στο τέλος, που πρόκειταν να φύγει, είχε μισοκαταφέρει ένα φτωχό.
Ήταν άνθρωπος της ανάγκης. Δεν ήθελε να πάει, μα δεν είχε και δουλειά
και το μεροκάματο που του έταζε, τόνε γαργάλιζε. Δίσταζε ωστόσο να δεχτεί. «Έλα πες το ναι», του έλεγε ο ενοικιαστής, «θα φύγω». Αυτός δε μιλούσε. «Είμαστε σύμφωνοι;» λέει ο ενοικιαστής πάλι. Ένας χωριανός που παρακολουθούσε τη σκηνή, νόμισε, πως ο συντοπίτης του απάντησε καταφατικά με τη σιωπή του. Γύρισε τότε, τον κοίταξε με περιφρόνηση και
του ΄ριξε καταπρόσωπο το ρώτημα: «Ρετσίνας πηγαίνεις να γίνεις;» Ολόστεγνα τινάχτηκε απάνω ο άλλος. Σα να ζεματίστηκε με θερμιστό νερό. Αγρίεψε, όπως θ’ αγρίευε ένας αγωνιστής, αν τολμούσανε να τόνε ρωτήσουν: «Τούρκεψες;» Χαμογέλασε φιλικά ο πρώτος. Το είδε πως είχε γελαστεί.
Αυτό το χαμόγελο, τον άλλονε τόνε ξαρμάτωσε. Και στη στιγμή σκέφτηκε τούτος, πως ο συντοπίτης του είχε δίκιο. Του έκοψε ένα κακό όνειρο.
«Πάμε», του είπε ο πρώτος, «θα τα οικονομήσουμε. Υγεία νά ΄ναι».
Δώσανε χέρι και τράβηξαν αδερφωμένοι για το σπίτι, ενώ ο ενοικιαστής ρωτούσε, πούθε πηγαίνει ο δρόμος, να φύγει από το χωριό.

57. Αυτά τα γυαλοκόμματα μας κάναν χωρίς πρόβατα
Ήρθε το πλήρωμα του χρόνου. Αιώνια κανείς δε ζει στη γης. Ο Γιάννος,
ο λοχαγός, ο Φαλαγγίτης, αυτό το λιοντάρι, το ανήμερο θεριό, το άτρομο παλληκάρι, η τρομάρα του Τούρκου, αγγελοφέρνει. Ψυχομαχάει! Ετοιμάζεται για το αγύριστο ταξίδι. Δεν του μένει τίποτε ατέλειωτο σε τούτονε τον κόσμο. Όλα τα απόσωσε. Ελευθέρωσε Πατρίδα. Ανθρώπου δε θόλωσε νερό. Απόχτησε βιος. Τρακόσα πρόβατα αφήνει κληρονομιά στο γιο του.
Και του στερνοπαραγγέλνει: «Δήμο, την ευκή μου νάχεις παιδί μου! Πιο πολύ να σκοπεύεις και πιο λίγο να δουλεύεις». Και σε λίγο: «Να μην κόψεις το παιδί από τα γράμματα». Για το εγγονάκι του μιλούσε το Γιάννη, που πήγαινε στην πρώτη του ελληνικού. Τά παιρνε το παιδί τα γράμματα και  το αγαπούσε διπλά ο παππούς, γιατί είχε το όνομά του.
Άμα τελείωσε τις παραγγελίες, ευκήθηκε και τους άλλους και κατόπι έκλεισε  τα μάτια και σταύρωσε για πάντα το χέρια.
Ήταν έτοιμος για την τελευταία κατοικία. Φεύγει ευχαριστημένος.
Να βάνεις σκοπό στη δουλειά. Αυτό θεωρούσε ο γέρο - Φαλαγγίτης για πρώτο. Και τόλεγε και το ξανάλεγε στο γιο του, όσο ζούσε και τόνε συμβούλευε: «Να προβλέπεις, να παιδεύεις το νου σου, να καταστρώνεις
το σχέδιο της δουλειάς πρώτα κι ύστερα να κανονίζεις και πρόγραμμα:
από που θ’ αρχίσεις και που θα τελειώσεις».
Ο Δήμος ήταν άξιος δουλευτής, κατάλυνε βουνό. Αλλά νόμιζε, πως τίποτε πιο πέρα από τη δουλειά δε χρειάζεται. «Η σκέψη, είναι γι’ αυτούς που δεν έχουνε να κάμουν δουλειά. Για τους χασομέρηδες». Δεν τόλεγε του πατέρα του, αλλά φαινότανε πως αυτό ήθελε να πει. Γι αυτό τον έβοσκε έγνοια το γέρο:
«Όσο είμαι ζωντανός κι ορμηνεύω, κάτι πάει κι έρχεται.
Τι θα γίνει άμα κλείσω τα μάτια;»
Άμα έλειψε ο πατέρας και πήρε ο Δήμος απάνω του το κοπάδι, πολλές φορές του ήρθανε στο νου, τα στερνά λόγια του πατέρα του. Όχι όμως για να κάμει κατά πως είπε ο γέρος, παρά για να το πει και να το ξαναπεί το λάθος που είχε ο συχωρεμένος. «Ο μακαρίτης ήτανε καλός με το παραπάνω, αλλά γινότανε βαρετός με τις ορμήνειες του. Οι γέροι άμα δε μπορούνε να εργαστούνε πια, άλλη δουλειά δεν έχουνε, παρά να δίνουν συμβουλές.
Το είπε ένας μια φορά: «Πιο πολύ να σκοπεύεις και πιο λίγο να δουλεύεις»,
το πήρανε τώρα σκοινί γαϊτάνι από πατέρα σε παιδί. Πιο λίγο να δουλεύεις! .. Εδώ που χρειάζεται να περπατείς τη νύχτα ψαχτά! Να πολεμάς το λύκο με
το ραβδί! Να φυτρώνεις κάθε δύο-τρία δράσκελα μέσα από το χιόνι.... θεέ μου συγχώρεσέ με, μεγάλο λόγο λέω, πατέρας μου ήτανε...»
Στο βουνό φύλαε τα πρόβατα ο Δήμος, όταν ήρθανε τα «χινοπώρια». Ζυγώσαν οι αποκριές για το Σαρανταήμερο. Εποχή που ξεκινούνε τα κοπάδια από τα βουνά για τα χειμαδιά. Από δυο τρεις ημέρες, ο καιρός είχε αγριέψει κι ο Δήμος τα χαμήλωσε τα πρόβατα στα βόρεια της Στενής.
Το χειμαδιό όμως δεν ήταν από κει. Περίμενε να αναπάρει ο καιρός και τότε θα τ’ ανέβαζε πάλι, θα διασελώνανε το βουνό και θα κατηφορίζανε για την ακρογιαλιά. Ανήμερα τις αποκριές, ο καιρός γυαλόκοψε. Ο άνεμος ανέβασε τα σύγνεφα, απάνω κι από τις πιο ψηλές κορφές. Ύστερα κόπηκαν αυτά τόπους-τόπους και πρόβαλε το γαλάζιο. Πεντακάθαρος ουρανός, λαμπερός σα γυαλί.
Έκοψε ό καιρός. . . είπε ο Δήμος και γύρισε τα πρόβατα στη στιγμή τον ανήφορο. Το δειλινό κοντεύανε να βγούνε στη ράχη. «Δεν τραβούν άλλο
τα ζωντανά», είπε μέσα του. «Περπάτησαν αρκετά. Πηγαίνουνε βόσκοντας. Δεν είναι γελάδια, να τα βάνεις μπροστά το δρόμο.  Ας κατεβώ στο χωριό,
να κάμω αποκριές στο σπίτι μου. Ο φτωχός ο Φίλιππας, όλη μέρα ζευγάριζε και το βράδυ, σα δεν είχε με τι να αποκρέψει, έσφαξε το βόδι του. Το πρωί
το βρήκε πάλι ζωντανό στο παχνί. Δεν είναι καλό να λείψω τέτοια μέρα από
το σπίτι μου». Άφησε τα πρόβατα και κατέβηκε στο χωριό. Αλλά κατά το σούρουπο ξανάρχισε η βροχή. Τώρα ο καιρός πήγαινε στο χειρότερο.
Έφερε νερόχιονο και κατόπι γύρισε στο χιονιά.
Όλη τη νύχτα δε σταμάτησε και συνέχισε και την άλλη ημέρα.
Έκτισε πύργους γυάλινους και σκέπασε και τα έλατα.
Οι τρεις «πρατάρες», με τις πρώτες σταλαματιές, αρχίσανε τα βελάσματα, ξεκόψανε, πήρανε δρόμο και χωθήκανε στη σπηλιά που ξέρανε παρακάτω. Να τις ακολουθούσανε και τα πρόβατα! Τα χωρούσε όλα αυτή η σπηλιά.
Αλλά που!  Καρφωθήκανε στον τόπο. Στριφογυρίζανε το πρόσωπό τους στο ανεμόδαρμα, μα δε νιώθανε να κάμουνε βήμα. Περιμένανε να ξεκόψει πρώτα, αλλά δε φτάσανε να το δουν. Τα σκέπασε το χιόνι. Τι θα τα έκανε!
Εδώ κρυφτήκαν έλατα και θ’ άφηνε τα πρόβατα;
Αυτό δε γίνεται τώρα πρώτη φορά. Πολλές βολές, τσοπάνηδες του τα παραδώσανε του χιονιά τα πρόβατα το χινόπωρο να τα φυλάξει και πήγανε την άνοιξη να τα ξαναπάρουν. Αλλ’ αυτός, αντί να τους τα ξαναγυρίσει, τους έδωσε πίσω μόνο τα μαλλιά από τα πρόβατα. Αυτό το διαλαλήσανε με το θρήνο τους, οι γυναίκες των τσοπάνηδων. Κι οι άντρες καταπίνοντας την πίκρα: «Αυτά τα γυαλοκόμματα μας κάμαν χωρίς πρόβατα», λέγανε και κουνούσαν αργά το κεφάλι από την απελπισία τους.
Από στόμα σε στόμα, έφτανε κάθε χινόπωρο ως τ’ αυτιά του Δήμου αυτός
ο λόγος, σα μακρινός αντίλαλος από περασμένες συμφορές.
Αλλά « . . . τα ιστορούν οι γέροι το χειμώνα στο παραγώνι .... Τέτοια έχω ακούσει.... Άλλο τίποτε…  Αυτό γένηκε μια φορά κι έναν καιρό... Παραμύθια».
Έτσι έλεγε και δε ρώτησε και δεν πρόσεξε ποτέ να μάθει, τί σημασία έχουνε τα γυαλοκόμματα. Τώρα τόνε ζώνουνε τα φίδια στο χωριό και τόπο δεν έχει να σταθεί. Τι μπορεί όμως να κάμει; Οι χωριανοί τον κλαίνε τον κακομοίρη
το Δήμο κι ετοιμάζουνε τα «κύκλα» τους. Μόλις έκοψε, τόνε πήρανε και τράβηξαν, ίσια στον τόπο που τα είχε παρατήσει. Πηγαίνουν όμως με κρύα καρδιά. Αδύνατο να τα βρουν. Καμιά ελπίδα δεν έχουν. Που ξέρουν σε πιο μέρος σταθήκανε. Δεμένα δεν τάχε ο Δήμος. Ας αφήσουμε τι περάσανε στο δρόμο. Ποιο δρόμο; Βουλιάζανε και σταματούσανε στις κορφές των ελάτων. Τέλος φτάσανε στο καταράχι. Ένα άσπρο χνουδωτό σεντόνι είχε απλωθεί
σε ράχες, κορφές και πλαγιές. Κυματιστό, φουσκωτό, τεντωμένο, στρωτό, ανάρριχτο, κάθε λογιού σχέδια. «Ας φτυαρίσουμε εκειδά», είπαν όσοι πιο δοκιμάζανε τον τόπο. Γιατί όλα είχανε γίνει αγνώριστα. «Απάγγειο είναι. Μπορεί να πήγανε να ριζώσουν στο απάγγειο . . . Αλλά δεν αφήνεις, το πρόβατο είναι στραβό ζωντανό. Όπου το πάρει η ψιχάλα, ξυλοστατιάζει».
Για τη σπηλιά ούτε λόγος. Πώς θα πήγαιναν από μόνα τους;
Για τις γίδες όμως είχανε πεποίθηση, πως εκεί έχουνε καταφύγει.
Πριν αρχίσουνε, δύο χωριανοί κατεβήκανε στη σπηλιά και τις βρήκαν.
Τα ζωντανά, μόλις τους αντικρίσανε, σιγοβελάξανε και τους κοιτάζανε, σα
να τους λέγαν: «Σας καρτερούσαμε». Τους δώσανε τότε οι χωριανοί, να φάνε καλαμπόκι από τα ταγάρια τους και γυρίσανε, να το πούνε στους άλλους. Όλοι μαζί, αρχίσανε αμέσως τον αγώνα με το χιόνι. Φτυαρίσανε, πνιγήκανε στο χιόνι. Κόλλησε στα γένια τους και στα μουστάκια. Ξυλιάσανε τα χέρια τους, αλλά καταφέρανε τέλος, να βρούνε «μαύρη» γης. Χαμένος κόπος.
Κι ούτε έχουνε δύναμη να καταπιαστούνε πάλι από την αρχή!
Πήρανε τότε στον ώμο τις τρεις γίδες και κατηφορίσανε για το χωριό.
Τα αδύνατα δυνατά κάμανε, για να παρηγορήσουνε το Δήμο.
Τίποτε όμως δεν κατάφεραν. Του ήρθε καημός άσβηστος:
«Τι είναι το κακό που με βρήκε. Εγώ να το πάθω αυτό!
Τάχα, αν άκουα τους γέρους... Άλλα τώρα είναι αργά πια».
Ο Δήμος έπεσε άρρωστος βαριά. Πέρασε ο χειμώνας κι η άνοιξη τόνε βρήκε στο στρώμα. Το καλοκαίρι δεν πήρε καλύτερα. Κι όταν ήρθε το χινόπωρο κι αρχίσανε να κιτρινοφυλλιάζουνε τα κλαριά, παράδωσε το πνεύμα του στον Κύριο κι άφησε την οικογένεια του έρμη και σκοτεινή, να παραδέρνει στη φτώχεια και στην ορφάνια.

58. Γιάννης Λεβεντογιάννης
Το καημένο το εγγονάκι του Φαλαγγίτη, ο μικρός ο Γιάννης, μέσα σε δύο χρόνια, ορφάνεψε δυο φορές! Από παππού κι από πατέρα. Έμεινε στον κόσμο μονάχα με τη μάνα του, τη Μηλιά. Η δυστυχισμένη θα ξενοϋφαίνει και θα ξενογνέθει, για να ζήσουν. Και το πιο σκληρό γι αυτή, θα κρατήσει από το σκολειό το Γιάννη, για να φυλάει τις κατσίκες. Το εγγόνι του Γιάννου, του λοχαγού, του Φαλαγγίτη με τα τρακόσα πρόβατα, να φυλάει τρεις γίδες!
Πως τους άφησε ο παππούς και πως κατάντησαν! Που να τους έβλεπε από μια μεριά! Καλύτερα που τόνε πήρε ο θεός. Στα γερατειά του θα πικραινότανε πολύ. Δε θα μπορούσε να τους βοηθήσει και θα περνούσε κι ο ίδιος ημέρες στερημένες. Ο Γιάννης, αφήνει το σκολειό με βαριά καρδιά. Πόσα δεν του είπε η μάνα του. Κι όμως δεν τ’ αποσβήνει. Αλλά το βλέπει κι ο ίδιος, πως άλλος δρόμος δεν υπάρχει.
Τον ετοιμάζει η μάνα του, σέρνουνε τις κατσίκες με το σκοινί ως την άκρη του χωριού και τις βάζουνε μπροστά τον ανήφορο. «Τράβα παιδί μου ίσια το δρόμο σου, θα ζήσεις και χωρίς τα γράμματα, αφού αυτό ήτανε το τυχερό μας», του είπε η μητέρα, γυρίζοντας για το σπίτι. «Κανένας δε χάνεται στον ίσιο δρόμο. Ο Θεός ορφανούς κάνει, άμοιρους, δεν κάνει. Σκάλες ανεβάζει και σκάλες κατεβάζει. Ποιος ξέρει τα θελήματά του! Όσο να μεγαλώσεις, μπορεί οι γίδες που σέρνομε με το σκοινί, να γενούνε κοπάδι  και να μου ανοίξεις εσύ ξανά την πόρτα του σπιτιού, που μου έκλεισε ο χάρος. Τράβα παιδί μου ίσια...
Στο καλό»..
Όσοι ανεβοκατεβαίνουν στο δάσος, είναι αδύνατο να μην απαντήσουνε πρωί βράδυ, το Γιάννη της Μηλιάς, το Μηλόγιαννη, όπως συνηθίσανε να τον ονομάζουνε με μια μόνο λέξη. Το πατρογονικό του όνομα το θυμούνται μονάχα, αν κανένας ξένος τύχη και ρωτήσει: «Τίνος είναι το παλληκαρόπουλο;» «Είναι εγγονάκι του μακαρίτη του Γιάννου του Λεβέντη, του αγωνιστή, που ήτανε λοχαγός στη Φάλαγγα». Έτσι απαντάει ο χωριανός κι ύστερα σωπαίνει και σκύβει το κεφάλι, σαν κάπου μακρινά να πετάει ο νους του. «Γιάννης Λεβέντης», αποσώνει κατόπι, ξαναγυρίζοντας πάλι στον εαυτό του. Ο Γιάννης είναι ένα παιδί με κορμί συμμετρικό, καλοδεμένο. Άσπρο πρόσωπο, με καστανά μαλλιά. Το μέτωπό του είναι πλατύ, ψηλό, κυρτό.
Τα μάτια, μεγάλα, μαύρα μάτια. Η μύτη του κανονική, λίγο γυριστή σαν του αητού. Και τα μάτια του έχουνε κάτι από το μάτι του αητού. Η άκακη ματιά
του παιδιού, σα σαΐτα πέφτει απάνω σου, όταν σε κοιτάζει και σε περνάει
ως την καρδιά. Το πηγούνι του στην ίδια γραμμή με το μέτωπο και τη βάση της μύτης. Τα χείλια του κλεισμένα αβίαστα. Δεν αφήνουνε να φανεί πως σφίγγουνε. Φορεί άσπρο πουκάμισο από χοντρό υφαντό πανί κι από τη μέση του γύρω, κατεβαίνει στο γόνατο φουστανελλίτσα με λίγες λόξες. Λίγο είναι πιο ανοιχτή από το πουκάμισο που φορούν οι γυναίκες ως τον αστράγαλο,
οι γέροι - εκατό χρόνων - ως κάτω από το γόνατο. Φορεί ακόμη «σταυρωτό» μάλλινο και κάλτσες μάλλινες του σκεπάζουνε το πόδι, ως απάνω από το γόνατο. Ποδένει πέδιλα, από αργασμένο δέρμα βοδιού. Στο κεφάλι του φορεί μαντίλι «Καλαμάτα», κομποδεμένο πίσω. Στα χέρια είναι σβέλτος. Στα πόδια έχει φτερά. Μόνο τις βαρυχειμωνιές λείπει από το λόγγο. Όλον τον άλλον καιρό τόνε περνάει μέσα στο δάσος. Ξεκινάει με την άνοιξη χαμηλά από
το ερείκι κι ανεβαίνει μαζί της ως την κορφή του βουνού. Βλέπει να φουσκώνουνε μάτια, ν’ ανοίγουνε μπουμπούκια, να λουλουδίζουνε, να φυλλώνουνε τα κλαριά, να πετούνε βλαστάρια. Βλέπει τα βάτα να βγάνουνε νέα στελέχια. Να τώρα κινούνε και τα κοντοέλατα. Η κορφή τους σέρνει.
Ο Γιάννης τα πλησιάζει και προσπαθεί να σταθεί σύρριζα, θέλει να μετρηθεί μαζί τους στο ανάστημα. Ποιος είναι τώρα πιο ψηλός και ποιος θάναι τον Αλωνάρη; Ο έλατος ψηλώνει ολόισια. Ολόρθο ισιοστέκεται και το κορμί του Γιάννη. «Τράβα παιδί μου ίσια» του είπε η μάνα του. Εδώ βρίσκει κι άλλους να τραβούν ίσια. Και στέκοντας πλάι στον έλατο, ανακαλύπτει πως ίσιο είναι και το κορμί του. Σκέφτεται τότε και συμπεραίνει: «Ισιάδα χρειάζεται παντού».
Όσο περνούνε τα χρόνια, οι χωριανοί το βρίσκουνε πιο ταιριαστό, να τόνε φωνάζουνε Λεβεντογιάννη.
Καλύτερα δέντρα θαρρεί με τη σειρά, πρώτο το πεύκο για τον ήσκιο του, δεύτερο τον έλατο και την οξυά, για την κορμοστασιά τους.

59. Ούτε μία με το σχοινί
Τα πρώτα χρόνια της νέας ζωής του Γιάννη, κυλούνε ξένοιαστα. Μετριέται
με τα ελατάκια, κυνηγάει τις πεταλούδες, φτιάνει βρυσούλες με φυλλαράκια, ανεβαίνει στην κορφή στα έλατα. Δυο και τρεις φορές στο ίδιο δέντρο.
Έπειτα πάρα πέρα σ’ άλλο. Τι όμορφος φαίνεται από ψηλά ο δασότοπος!
Σα νάχουνε στρωθεί απάνω του όλες οι φυλλωσιές. Καταπράσινος είναι.
Για τις γίδες δε νοιάζεται, βόσκουν εκεί γύρω. Φύλαμα δε χρειάζονται, πουθενά δεν έχει να κάμουνε ζημιά. Έτσι το νομίζει ο Γιάννης.
Δεν τις είχε προσέξει με τι τρόπο βόσκουνε. Μια ημέρα όμως, μόλις προσπέρασε αυτός από το πιο ίσιο ελατάκι, αυτό που τόνε παράβγαινε στο ανάστημα, από κοντά η γίδα ορθοστατίζει και του τρώει την κορφή, μια πιθαμή βλαστάρι. Η στενοχώρια που δοκίμασε ο Γιάννης, δε λέγεται. Χύθηκε να τήνε χτυπήσει, αλλά αυτή πρόγκισε και τρύπωσε βαθιά στο ρουμάνι.
Απ’ αυτή την ημέρα, του δόθηκε αφορμή, να προσέξει πως βόσκουν οι γίδες.
Όσο θέλει κι ας έχει χορτάρι η γης.
Κι όσα θέλουν ας χαμηλώνουνε
κατ’ αυτή παρακλάδια από χαμόκλαδα και δέντρα. Η γίδα ορθοστυλώνεται, πατάει με τα μπροστινά της πόδια στα δεντράκια και τρώει τις κορφές. Καβαλλαρώνει τους ψηλούς θάμνους και τους τυφλώνει. Στοχάστηκε τότε να τις γυμνάσει τις κατσίκες του. Μόλις τις έβλεπε ν’ ανασηκώνονται στα πισινά τους πόδια, τους πετούσε πέτρες. Οι γίδες όμως ξεμακραίνανε, να μην τις φτάνουνε τα λιθάρια και πάλι το ίδιο κάνανε. Δε βαστούσε ο Γιάννης να βλέπει την καταστροφή και μόνο που δε γκρεμιζότανε από την κορφή του έλατου, μόλις τις έβλεπε να καταπιάνουνται πάλι από την αρχή. Τους πετούσε καταπάνω στο κορμί τους τις πέτρες και τις μάλωνε κιόλας με λόγια βαριά, σα να ήταν άνθρωποι οι γίδες και να παίρναν από λόγια: «Έχετε οργή».
Ο τόπος σειέται από τη βοσκή. Ερείκι, βάτα, χορτάρι, φτέρη, ανέγγιχτα. 
Δε φαρμακώνετε τον περίδρομο, παρά κυνηγάτε που θα κινήσει κορφή». Όμως αυτές δεν εννοούσανε να διορθωθούν. Μ’ όλα που προσπαθούσε ο Γιάννης, εξακολουθούσανε να βόσκουν, όπως όλες οι γίδες. Όπως τις έσπρωχνε το φυσικό τους. Τότε κι ο Γιάννης, τις έβγανε από την καρδιά του για πάντα και πήρε οριστικά την απόφασή του και την είπε κιόλας μια μέρα
σ’ αυτές: «Η μάνα μου σας περιμένει ν’ αβγατίσετε, να γενήτε κοπάδι, αλλά άμα μεγαλώσω εγώ, δε θα κρατήσω από σας ούτε μία με το σκοινί.

60. Το περιβόλι του
Εκτός από τις τρεις γίδες, ο Γιάννης κληρονόμησε κι ένα περιβόλι. Έτσι τόλεγε ο ίδιος. Στην άκρη στο χωριό, από το σπίτι του συνέχεια, απλωνότανε ένας τόπος περιφραγμένος με παλούκια δασιά, σε σημείο να μη χωρεί να περάσει αναμεσίς κότα. Δυο στρέμματα τόπος ήτανε κι έφτανε κατά το άλλο μέρος ως το αυλάκι, που κατρακυλάει από την πηγή, την «Κρύα Βρύση». Αυτή είναι ψηλά στο κεφαλάρι, μια τουφεκιά απόσταση από το περιβόλι. Τίποτε δεν καλλιεργούσανε μέσα σ’ αυτό το φραχτό. Η κηπουρική κλείστηκε κάποτε έξω από το περίφραγμα και μέσα στο περιβόλι διαφέντευε η φύση. Στα χρόνια κάποιου παππού, ποιος ξέρει ποιου, φυτέψανε σ’ αυτό το περιβόλι δέντρα. Καστανιές, καρυδιές, κορομηλιές, συκιές, μουριές, συκαμινιές και μείνανε στην άκρη, πλάι στο αυλάκι οι πλατάνες. Ύστερα από την πρώτη αυτή ενέργεια, άνθρωπος δεν έβανε πια χέρι σ’ αυτό το περιβόλι. Όποιο δέντρο γέραζε, έπεφτε και παραχωρούσε τη θέση του σε πλήθος άλλα, που είχανε πεταχτεί γύρω από τις ρίζες του. Όπου φύτρωνε καρύδι ή κάστανο, όπου έσκαζε κουκούτσι, το φύτρο προσπαθούσε να ψηλώσει, ν’ ανεβεί στον ήλιο.
Τους νοικοκυραίους, τους είχε συνεπάρει το δάσος κι αφήνανε και τον κήπο τους να γενεί λόγγος. Τον είχανε μάλιστα κάμει να φαντάζει, πως είναι πιο πυκνός από το δάσος, γιατί κουβαλούσανε στύλους από το λόγγο και στυλώναν ολόγυρα τα κλωνάρια των δέντρων, για να μη σπάζουν από το διπλό βάισμα του καρπού και του χιονιού πιο πολύ. Έτσι έβλεπες δεκαπλάσια κορμιά, παρ’ όσα ήτανε τα δέντρα. Οι πλατάνες όλες, βρεθήκανε κληματαριές. Από τα κλωνάρια κρεμούσανε τα κλήματα, σαν πολυέλαιοι κι απ΄ αυτά τα σταφύλια, σαν πολυκάντηλα. Λάμπανε κιόλας στον ήλιο φωτερά, από τον καιρό που ξάσπριζε το βαθυπράσινο χρώμα τους και παίρνανε γυαλάδα
 - αυτή μας μηνάει πως δεν είναι μακριά το ρούμασμα - ως ύστερα το χινόπωρο, που πέφτουνε τα φύλλα και κρέμονται γυμνά τα σταφύλια.
Αυτό ήτανε το περιβόλι που κληρονόμησε ο Γιάννης.
Να το δουλέψει δε χρειαζόταν. Πήρε όμως απάνω του τη φροντίδα να συντηρεί το φράχτη και ν’ ανανεώνει τους στύλους

61. Έγνοιες
Ημέρα παρημέρα, δυο, μια φορά την εβδομάδα, ο Γιάννης έπαιρνε μαζί του στο λόγγο ένα τσεκουράκι. Κάποιος λοτόμος θα βρισκόταν εκεί, να του κόψει ένα στύλο από καστανιά. Με το τσεκουράκι του τότε, τόνε χάλιζε ο Γιάννης, τόνε ξεφλούδιζε, τόνε ξαλάφρωνε πελεκώντας το πολύ ξύλο. Ξεδοκίμαζε κατόπι αν τόνε σηκώνει και τότε τον έστηνε στο κορμί της καστανιάς, έτοιμο να τόνε πάρει στον ώμο και να τον κατεβάσει το βράδυ στο χωριό.
Άμα τελείωνε τη δουλειά του, παρακαλούσε τους λοτόμους, να τον αφήσουνε να πελεκήσει με το τσεκουράκι του σ’ ένα κούτσουρο, απ’ αυτά που ετοιμάζανε να τα σκίσουνε σανίδια. Δεν τον απόπαιρναν. «Έλα» του λέγαν. «Πρόσεχε όμως. Όπως πηγαίνει το «ράμμα». Χρειάζεται να γίνει τεσσεράγκωνο το κούτσουρο, για να το ανεβάσουμε στην πριονίστρα».
Ο Γιάννης δούλευε ολημερίς. Χωρίς πλερωμή. Δε ζητούσε τίποτε για την εργασία του. Ούτε και δούλευε γιατί του είχε περάσει ιδέα να μάθει τέχνη. Μέσα στο σώμα του είχε συμμαζευτεί δύναμη κι αυτή τον έσπρωχνε να τήνε χύσει από τα μπράτσα του και να την κάμει έργο. Γι’ αυτό δούλευε.
Όταν κουραζότανε πια, έπαιρνε το τσεκουράκι του, τρύπωνε πέρα, μέσα στο δάσος και καθότανε στη δροσιά να ξαποστάσει. Εκεί ο νους του γύριζε από το ένα στο άλλο. Ξεκινούσε από τα παιχνίδια του κι έφτανε ως τη δουλειά. «Πελεκάω στύλους» στοχάστηκε κάποια ημέρα, «οι λοτόμοι όμως πελεκούνε πατώματα, στρώσες, ψαλίδια, δίπλες, δέματα, ανώφλια, σανίδες, πέταυρα... Εγώ τσοπάνης δεν τόχω σκοπό να γίνω. Πώς θα ζήσω; Ανεβοκατεβαίνοντας τα έλατα;» Στη στιγμή του φάνηκε πως τα παιγνίδια δεν είναι πια γι’ αυτόν. Πως μεγάλωσε, πως πρέπει να διαλέξει επάγγελμα. Μόλις ο στοχασμός του έφτασε ως αυτό το σημείο, τινάχτηκε απάνω, άρπαξε το τσεκούρι του, τρύπωσε πιο βαθιά στη λόχμη και ξάπλωσε με τσεκουριές έναν ολόισιο, μεστωμένον έλατο. Δε σταμάτησε, παρά μόνον όταν τόνε χάλισε, του έκοψε την κορφή, τόνε ξεπελέκησε κι ετοίμασε απ’ αυτόν ένα ψαλίδι, όπως έβλεπε τους λοτόμους να κάνουν. Μόλις όμως τελείωσε και μέριασε να χαρεί το έργο του, τινάχτηκε σα να τον κέντρισε σφήκα. «Πετροβολάω τα γίδια, που τρώνε τις κορφές! Εγώ τι έκαμα τωραδά; Κατάλυσα ολάκερον έλατο, χωρίς να το καταλάβω πότε. Κι είμαι ακόμη στην αρχή!»  Να μπορούσε να τόνε στήσει ξανά στη θέση του τον έλατο, δε θα λογάριαζε κόπο. Αλλά ... «Συχώρεσέ με Παναγία μου» είπε, «δε θα ξαναβάνω τσεκούρι σε κλαρί. Δε γίνομαι λοτόμος». 
Έτσι είπε και πήρε δρόμο, αφήνοντας εκεί το ψαλίδι, να το πάρει στον κόρφο της η μάνα η γης, αυτή που το ανάστησε. Από την ημέρα που έκοψε τον έλατο, ο Γιάννης έχασε πια τη χαρά του. Το τσεκούρι το πέταξε μόλις ανέβηκε στο χαγιάτι, αποφασισμένος να μην το ξαναπιάσει στα χέρια του. Σε έλατο δεν ξανανέβηκε. Ούτε τις πεταλούδες έβλεπε, ούτε το μουρμουρητό του νερού άκουε. Περπατούσε με το κεφάλι σκυφτό. Στο σπίτι το βράδυ τον έδερνε αφηρημάδα. Στο σοφρά που καθόντανε να δειπνήσουν, ξεχανότανε με τη χαψιά στο στόμα. Ανησυχούσε η μάνα του που τον έβλεπε: «Σε καλό σου νάναι παιδάκι μου! Πού γυρίζει ο νους σου;». Τόνε συνέφερνε με τα λόγια αυτά κι ανεβοκατέβαζε  το κατωσάγονό του, αλλά αυτό για λίγες στιγμές, έπειτα έτρεχε πάλι αλλού ο νους του.

62. Κυνηγός
Ημέρες πολλές βάσταξε η συλλογή του Γιάννη κι η ανησυχία της μάνας.
Αλλά περάσανε με το καλό. Ένα βράδυ γύρισε ο Γιάννης από το λόγγο χαρούμενος, λες γελούσανε και τα αυτιά του. Άνοιξε η καρδιά της μάνας του, όταν από το παράθυρο τον αντίκρισε στην αυλή γελούμενο, πετάχτηκε από τον αργαλειό, βγήκε στην πόρτα και τόνε προσδέχτηκε στο κεφαλόσκαλο.
«Τι είναι Γιάννη μου, τι τρέχει, σε βλέπω στις χαρές σου». «Μάνα, θέλω
τα μπαρουτοκολόκυθα να μου βρεις, εκείνο το κολοκυθάκι, που έβανε μέσα
ο παππούς το μπαρούτι και του βοδιού το κέρατο, που είχε για σκαγοθήκη.
Τα καψούλια, θέλουν ένα τενεκεδένιο κουτάκι να μη νοτίζουν».
«Τί είναι αυτά που γυρεύεις παιδί μου; Τι τα θέλεις τα μπαρουτόσκαγα
και τα καψούλια; Πόλεμο έχομε; Τρομάρα μου! Ποιος μου τόνε ξελόγιασε;»
Και λέγοντας αυτά τα λόγια η μάνα, ανασήκωσε τα χέρια της, έφερε τις παλάμες ψηλά και μπλέχνοντας τα δάχτυλα, τις κατέβασε στο κεφάλι γυρισμένες μπροστά, για ν’ αποδιώξει, με τη χειρονομία αυτή την απελπισία της. Ο Γιάννης χαμογέλασε. Ύστερα έπιασε με τα δύο του χέρια, της μάνας του τα χέρια, τα άνοιξε να ξεμπλεχτούνε και της είπε. «Γιατί μάνα βάνει ο νους σου κακό; Τίποτε δεν είναι, θα πάρω το τουφέκι του παππού να κυνηγάω πουλιά στο λόγγο.  Το σηκώνω τώρα πια, αξίωσα. Μου έδωσε χτες ένας κυνηγός στο δάσος να κρατήσω και δεν τρέμανε τα χέρια μου. Με ορμήνεψε πως να γιομίζω, να βάνω φάλια και τελευταία το καψούλι. Από το ζουνάρι του τα κρεμάει ο κυνηγός τα μπαρουτοκολόκυθα και το τενεκεδένιο κουτάκι με τα καψούλια, τό σερνε στην τσέπη του. Άμα είναι βροχόκαιρος, κρατεί το πετεινάρι κάτω από τη μασκάλη, να μην του νοτίσει το καψούλι».
«Φοβάμαι παιδί μου! Είσαι μικρός για τα άρματα!»
«Εγώ μικρός, ταχιά την άλλη, πηγαίνω στρατιώτης!
Να έχουμε τους τοίχους γεμάτους πάλες και δαμασκιά σπαθιά και καριοφίλια κι ασημοκούμπουρα από τον παππού κι εγώ ο άγγονάς του, να μην ξέρω πως κρατούνε το τουφέκι κι από που πιάνουνε το σπαθί;»
«Σωστά το λογιάζεις παιδί μου» - και τα δάκρυα κυλήσανε βρύση στο πρόσωπο της - μα εγώ είμαι μάνα. Τρέμουνε το φυλλοκάρδια μου, γιατί
σ’ αγαπάω. Κατέβασε το καριοφίλι κι η ευκή μου να σε φυλάει».
Αυτό το καριοφίλι ήταν ένα από τα κοντά. Αλαφρό. Επίτηδες καμωμένο να το κρατούνε παλληκάρια, που παίρνανε μακρινό δρόμο. Τώρα ήταν όπλο του κυνηγιού. Ο παππούς τόδωσε στον τουφεξή και το μεταποίησε, του έβγανε το στουρνάρι, του έβανε σπιρτολόγο και παίρνει φωτιά με το καψούλι.
Κάθησε αποβραδίς ο Γιάννης και τό πλυνε. Είχε δει τους κυνηγούς, πως καθαρίζουνε τα τουφέκια. Όσο ήταν ακόμη νωρίς, πετάχτηκε στο μαγαζί και ψώνισε μπαρουτόσκαγα και καψούλια. Ετοίμασε και τάπες. Μέτρο δεν είχε. Ξεδοκιμαστά θα έβανε το μπαρούτι και τα σκάγια. Ο κυνηγός του έδειξε στη χούφτα του, πόσο μπαρούτι να βάνει. Και φεύγοντας του το ξαναείπε: Κοίταξε καλά να μη χτυπάς με την τουφεκόβεργα την τάπα πάνω στα σκάγια. Μόνο στο μπαρούτι θέλει χτύπημα. Στα σκάγια θα την κατεβάζεις αλαφρά, ίσια-ίσια να τα κρατεί, να μην πέφτουν, όταν γυρίζει η κάννα τον κατήφορο.Την άλλη ημέρα και τις άλλες τις κατοπινές, που τον χάνεις, που τόνε βρίσκεις το Γιάννη, στις καστανιές με το μελά. Ένα παράσιτο ιξύφυτο, που φυτρώνει απάνω στις καστανιές. Για τους κόκκους του τρελαίνονται οι τσίχλες.
Εκεί έστηνε καρτέρι ο Γιάννης και τις ρήμαζε. Σ’ αυτό το διαβατάρικο πουλί μελίστηκε ο Γιάννης και δεν ήθελε πια ν’ αφήσει το τουφέκι. Ένας κυνηγός άλλος, τον έμαθε να κυνηγάει τις μπεκάτσες γύρω στις πηγές.
Με μεγάλη· δυσκολία το κατάφερε αυτό. Τις τσίχλες τις τουφέκιζε καθιστές. Αλλά την μπεκάτσα ήταν αδύνατο να την δει μέσα στα βούρλα, στα κάθε λογής νεροχόρτια που την κρύβαν. Έπρεπε να σηκωθεί η ξυλόκοτα στο
φτερό για να της ρίξει. Ο στόχος ήτανε κινητός. Πώς να τόνε πετύχει;
Κι έπειτα ποιος θα ξενομούσε την μπεκάτσα;  Αυτή είναι δουλειά του λαγωνικού. Κι ο Γιάννης, δεν είχε σκυλί του κυνηγιού. Ο ίδιος πήρε το ρόλο και των δύο: και του σκυλιού και του κυνηγού.  Η μπεκάτσα, την ημέρα δεν έψαχνε για σκουλήκια. Καθότανε κρυμμένη. Κι όταν ένιωθε να τήνε πλησιάζει κυνηγός, χαμήλωνε το σώμα της και το έσμιγε με τη γης. Το χρώμα της δεν ξεχώριζε από το έδαφος. Και στην περίπτωση λοιπόν, που δεν την κρύβανε τα χορτάρια, πάλι ο Γιάννης δεν την έβλεπε. Ήταν ανάγκη να τήνε ξενομήσει με τις πέτρες. Που να ξέρει όμως, σε πια μεριά έχει καθίσει; Άρχιζε να πετάει λιθάρια παντού, ολόγυρα στην πηγή, δεξιά, αριστερά, στο αυλάκι. Φρρρ κάποια στιγμή έπαιρνε φτερό το πουλί, πετούσε εκατό διακόσα μέτρα και καθότανε πάλι. Όσο να σημαδέψει ο Γιάννης και να πυροβολήσει, είχε χαθεί
ο στόχος από τα μάτια του. Πάλι λοιπόν από την αρχή το ψάξιμο.
Πολλές ημέρες κράτησε αυτό. Σε τούτο το διάστημα, ο Γιάννης γύριζε στο σπίτι με το ταγάρι γεμάτο κάστανα, όταν πήγαινε κατά τον καστανάλογγο, μανιτάρια όταν γύριζε από τον ελατιά. «Τίποτε και σήμερα», έλεγε στη μάνα του. «Δε στέκονται οι μπεκάτσες, παίρνουνε φτερό». Ωστόσο δεν ήτανε μικρό κέρδος αυτά τα κάστανα και τα μανιτάρια που μάζευε, χωρίς να πηγαίνει επίτηδες. Κι όχι μονάχα αυτό, παρά έμαθε και τους τόπους που είχανε τις καστανιές με το χοντρό καρπό, τους γεροέλατους, που θρέφανε τα νόστιμα μανιτάρια. Από τώρα και πέρα, όποτε θέλει θα πηγαίνει να μαζεύει.
Φτερά δεν έχουν, ούτε τα μανιτάρια ούτε τα κάστανα. Οι γίδες αυτή την εποχή δεν είχανε γάλα. Τις άφηνε λοιπόν και γύριζε ολημερίς με το τουφέκι.
Δυο μήνες παιδεύτηκε, αλλά βάρεσε επιτέλους μπεκάτσα στο φτερό.
Όσο να γίνει η αρχή ήταν η δυσκολία, από τότε κι ύστερα, συνήθισε και
τόνε λογαριάζανε για έναν από τους καλούς κυνηγούς της μπεκάτσας.
Κατόπι ήρθε η σειρά της πέρδικας. Αυτές ζουν χειμώνα καλοκαίρι στο βουνό. Το χιόνι τις αναγκάζει να κατεβαίνουνε στα ριζά.  Ο Γιάννης τις άκουε να κράζουν. Έβανε αυτί, να καταλάβει καλά από που έρχεται το λάλημα και κατόπι τραβούσε ίσια και γοργά. Πήγαινε και δεν έβρισκε καμιά! Παραξενευόταν: «Η γης τις κατάπιε!» Οι πέρδικες, άμα ακούγανε τα βήματα, σκορπούσανε στη στιγμή, μια-μια και τρυπώνανε στους θάμνους, ή χαμηλώνανε και γίνονταν ένα πέρδικα και σαπολίθαρα. Και δεν ξετρυπώνανε και δεν ξεσηκώνονταν, ας πετούσε ο Γιάννης με το μεροκάματο τις πέτρες! Άμα τό παθε αυτό δυο τρεις φορές: «Α, κατάλαβα» είπε, τι τρέχει! «Παίρνουν είδηση πως ζυγώνω και κρύβονται». «Το καλό το παλληκάρι, ξέρει κι άλλο μονοπάτι». Όποτε τις ακούω, θα πλησιάζω πατώντας στα δάχτυλα και σκύβοντας το κορμί». Τόπε και τό καμε. Πέτυχε! Λίγο έλειψε να τις πατήσει. Τόσο καλά το κατάφερε. Καθώς όμως τον αντιλήφτηκαν άξαφνα οι πέρδικες, σηκωθήκανε στο φτερό μονομιάς και το μεταλλικό φτεροκόπημα, έφερε κάποια ταραχή στο Γιάννη. Ξαναβρήκε στη στιγμή την ψυχραιμία του, σήκωσε το τουφέκι, άλλα ήταν αργά πια. Οι πέρδικες είχανε ξεμακρύνει και δεν τις φτάνανε τα σκάγια. Είχανε τραβήξει ίσια, σα σφαίρα την κατηφοριά κι όταν βγήκαν από τη ζώνη του κινδύνου, γράψανε στον αέρα καμπύλες, στρίβοντας δεξιά, αριστερά και προσγειώθηκαν. Τι θα κάναν από τώρα κι υστέρα για να κρυφτούνε, το ξέρανε κι αυτές κι ο Γιάννης. Με τον καιρό συνήθισε στο φτεροκόπημα κι έμαθε να παίρνει σημάδι σε στόχο που πετούσε κι έφευγε χαμηλότερα από το μάτι του. Στους λαγούς δεν δυσκολεύτηκε.
Τόνε πήρανε στο κυνήγι το χειμώνα με το χιόνι συντροφιές.
Αλλά αυτός ο τρόπος του κυνηγιού στο χιόνι, δεν του άρεσε. «Αυτό δεν είναι κυνήγι», είπε. «Σα να σου έχουνε δεμένο το λαγό, τόνε τουφεκίζεις».
Και δεν πήγε δεύτερη φορά στο χιόνι. Όταν ήθελε λαγό, πήγαινε πάντα στο ξέχιονο. Ο λαγός, μόνος του πρόδινε που φώλιαζε. Έβοσκε γύρω κι άφηνε σημάδια. Έτσι ξέκοβε ο Γιάννης στην αρχή τον τόπο. Έπειτα, έπαιρνε γραμμή τα κέδρα και πετούσε πέτρες. Από κάποιο θάμνο πεταγότανε τέλος ο λαγός και τότε  ο Γιάννης τον κρατούσε στον τόπο. Με τον καιρό γυμνάστηκε το μάτι του κι έβρισκε αμέσως χωρίς κανένα σημάδι, τους τόπους που πιάνει ο λαγός.
Αν κι είχε γίνει ένας από τους πρώτους κυνηγούς, κανείς δεν τον ήθελε συντροφιά. Είχε συνηθίσει να παίρνει δρόμους μακρινούς κι οι σύντροφοι κινδυνεύανε - γυρίζοντας το βράδυ - να απομείνουνε μεσοστρατίς από την κούραση. Άμα ερχόταν ο καιρός να ζευγαρώσουνε τα πουλιά, κρεμούσε το τουφέκι του στον τοίχο. Τον Αύγουστο πια, με το πέρασμα των τρυγονιών
και των συκοφάγων, θα το κατέβαζε από κει.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.