ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΘΕΟΛΟΓΟΥ
Είναι βέβαιο πως, πολλά από τα λαογραφικά ετούτου του μικρού
χωριού –με τους φιλόξενους και φιλήσυχους κατοίκους του- είναι όμοια ή παρόμοια
με αυτά των γύρω χωριών και όχι μόνο. Όμως, υπάρχουν και κάποιες
ιδιαιτερότητες, που συναντώνται εδώ μόνο, γι αυτό και η καταγραφή τους σε τούτο
το μικρό πόνημα. Όπως και στο πρώτο και στο δεύτερο μέρος, στα κείμενα που
ακολουθούν –εκτός από λαογραφικά- εμπεριέχονται και στοιχεία του γλωσσικού
ιδιώματος της περιοχής. Μερικές φορές, για μία λέξη χρησιμοποιώ δύο λεκτικούς
τύπους όπως: μάνες – μανάδες, νοικοκυρές – νοικοκυράδες κ.λπ. Δεν πρόκειται για
λάθος, αλλά γιατί στο χωριό μας ακούγονται και οι δύο τύποι. Περισσότερο όμως
αναφέρω αυτόν που συνηθίζεται πιο πολύ στο χωριό. Να προστεθεί πως,
όσα
γράμματα είναι μέσα σε παρένθεση προφέρονται πολύ λίγο, μέχρι και καθόλου.
Δωδεκαήμερο και Κάλαντα Σήμερα, θα κάνουμε αρχή από τα έθιμα του Δωδεκαήμερου,
όπου εμπεριέχονται και τα Κάλαντα των Χριστουγέννων, της Πρωτοχρονιάς και των
Φώτων, που τραγουδιόνταν μέχρι τα μέσα περίπου του περασμένου αιώνα. Κάλαντα
είναι επαινετικά και ευχετικά τραγούδια για την οικογένεια και το σπίτι, όπως
και η μελοποιημένη αφήγηση των γεγονότων της ημέρας. Το Δωδεκαήμερο αρχίζει
στις 25 Δεκεμβρίου και τελειώνει στις 6 του Γενάρη. Μέσα σε τούτο το χρονικό
διάστημα έχουμε τρεις κορυφαίες γιορτές: Τα Χριστούγεννα, την Πρωτοχρονιά και
τα Φώτα. Να προστεθεί ότι, μέχρι τα μέσα του 4ου αιώνα, Χριστούγεννα και Φώτα
γιορτάζονταν την ίδια μέρα, στις 6 Ιανουαρίου. Χριστουγεννιάτικα Η γιορτή των
Χριστουγέννων ουσιαστικά αρχίζει 40 μέρες πριν, από του Αγίου Φιλίππου, από τη
μέρα δηλαδή που αρχίζει η Σαρακοστή (=τεσσαρακοστή). Αυτές οι 40 μέρες -που
είναι μέρες νηστείας- είναι μέρες προετοιμασίας των πιστών για να υποδεχτούν
τον νεογέννητο Χριστό. Όταν λέμε νηστεία εννοούμε ότι, τις μέρες αυτές δεν
έτρωγαν κρέας, ψάρια, αβγά και γαλακτοκομικά προϊόντα. Όσο πλησίαζαν οι μέρες
για τη μεγάλη γιορτή, άρχιζαν και οι προετοιμασίες για το στόλισμα του σπιτιού
και την καθαριότητα. Τις μέρες των εορτών έπρεπε όλα, μέσα κι έξω από το σπίτι,
να αστράφτουν! Ακόμα και τα πεζούλια και οι γλάστρες και οι στάβλοι έπρεπε να
μοσχοβολάνε ασβέστη. Την παραμονή των Χριστουγέννων οι νοικοκυρές των σπιτιών
ζύμωναν, για να έχουν φρέσκο ψωμί. Όμως, από την ίδια ζύμη που ετοίμαζαν για τα
καρβέλια, έφτιαχναν και μια κουλούρα. Στην κουλούρα αυτή –το χριστόψωμο, όπως
το λένε αλλού- πρόσθεταν και λίγο λάδι. Στη συνέχεια την έβαζαν σε ένα ταψί,
την έπλαθαν και μετά την ‘’κένταγαν’’, δηλαδή την στόλιζαν. Το ‘’κέντημα’’
συνήθως γινόταν με τη βοήθεια δύο πιρουνιών. Πριν αρχίσει η διακόσμηση, έπλαθαν
και ένα μακρόστενο κυλινδρικό ζυμάρι και σχημάτιζαν μ’ αυτό -στο πάνω μέρος της
κουλούρας- ένα σταυρό. Έπειτα απ’ αυτό, στο κέντρο και στα τέσσερα άκρα του
σταυρού έβαζαν από ένα καρύδι (σύνολο πέντε). Οι άντρες του σπιτιού είχαν
μεριμνήσει για το σφάξιμο του γουρουνιού. Αν οι ίδιοι δεν τα κατάφερναν, έπρεπε
να βρουν κάποιον φίλο, που ήξερε από σφαξίματα. Να πούμε πως, όλοι σχεδόν οι
Θεολογίτες από το Καλοκαίρι –συνήθως από το παζάρι της Αγίας Παρασκευής ή το αργότερο
από το παζάρι της Στενής, την 1η του Σεπτέμβρη- αγόραζαν μικρά γουρουνάκια και
τα μεγάλωναν, για τα Χριστούγεννα. Το σφάξιμο του γουρουνιού δεν ήταν εύκολη
δουλειά. Επειδή δεν μπορούσε να το γονατίσει κανείς και να το σφάξει, όπως τα
αρνιά και τα κατσίκια, του έβαζαν σε ένα ταψί να φάει κάτι και κει -όπως ήταν
αμέριμνο- το χτυπούσαν με δύναμη στο κεφάλι με το πίσω μέρος ενός τσεκουριού.
Έπειτα απ’ αυτό, ζαλιζότανε έπεφτε κάτω και τότε το σφάζανε. Καμιά φορά, όμως,
αν δεν κατάφερναν να το χτυπήσουν πολύ δυνατά, έπαιρνε τους δρόμους και έτρεχε
σκούζοντας μέσα στα σοκάκια του χωριού. Μετά απ’ αυτό το πάθημα, δυσκολεύονταν
πολύ να φέρουν ξανά το δύστυχο ζώο στο χώρο του μαρτυρίου… Αφού το έσφαζαν
έβαζαν στο στόμα του ένα λεμόνι -για να μένει ανοιχτό- και μετά έριχναν πάνω
του ζεματιστό νερό και το μάδγαν. Το ζεμάτισμα γινόταν γιατί, έτσι έβγαιναν
καλύτερα οι τρίχες του. Τα πολύ μεγάλα γουρούνια –που είχαν χοντρό πετσί- τα
έγδερναν και από το δέρμα τους , εκτός των άλλων, έφτιαχναν και ένα είδος
παπουτσιών, τα γνωστά στους μεγάλους ‘’θεολογίτες’’ τσαρούχια, τα
γουρ(ου)νοτσάρουχα. Αφού έβγαζαν τις τρίχες -ή έγδερναν το γουρούνι-, έκοβαν
ένα κομμάτι που χρειάζονταν για την άλλη μέρα, όπως και για τα λουκάνικα και το
υπόλοιπο το τύλιγαν με ένα καθαρό σεντόνι και το κρέμαγαν από ένα πάτερο . Για
ψυγείο δεν γινόταν λόγος. Το χειμώνα, όλα τα δωμάτια του σπιτιού –εκτός από το
χώρο που βρισκόταν το τζάκι- ήσαν ψυγεία!... Όταν το χοιρινό ήταν πάρα πολύ και
δεν θα το κατανάλωναν μέσα σε λίγες μέρες, ένα μέρος του το έκοβαν σε μικρά
κομμάτια, το έβραζαν αρκετά, το τσιγάριζαν και μετά το έβαζαν μέσα σε πινιότες
ή κάδες και στη συνέχεια το σκέπαζαν με λειωμένο χοιρινό λίπος. Εκεί, το λίπος
πάγωνε και το κρέας μπορούσε να συντηρηθεί για πάρα πολλές μέρες. Αυτός ήταν ο
λεγόμενος πασπαλάς. Το υπόλοιπο κρέας το έκοβαν μερίδες, το πάστωναν και το
έβαζαν κι αυτό μέσα σε μια κάδη και έτσι το διατηρούσαν, πολλές φορές, μέχρι
και μετά το Πάσχα. Ξέχασα να πω πως, πριν τεμαχίσουν το χοιρινό, έκοβαν τα
μαλακά μέρη της κοιλιάς -και όπου αλλού υπήρχε πολύ ψαχνό- σε φαρδιές λουρίδες
–πασταριές τις λέγανε μερικοί- κι αφού τους έριχναν πάνω αλάτι, τις τύλιγαν
ρολό και τις έβαζαν κι αυτές στην κάδη με την άρμη. Με τα μικρά κομμάτια
κρέατος που έβγαζαν από το κεφάλι και με τα πόδια του γουρουνιού έφτιαχναν ένα
φαγητό, που έμοιαζε με ζελέ και το έλεγαν ‘’πηχτή’’. Εμένα δεν μου άρεσε αυτό
το κατασκεύασμα, πολλοί όμως τρελαίνονταν όταν έβλεπαν πηχτή! Κάποιος -γυναίκα
συνήθως- έπλενε το στομάχι και τα άντερα του γουρουνιού. Με τα λεπτά άντερα έφτιαχναν
απίθανα σπιτικά λουκάνικα. Ενώ, το παχύ το έκοβαν μικρά κομμάτια -20 με 25
πόντους-, τα οποία και γέμιζαν με μπουλουγούρι (πλιγούρι) και μικρο-κομμένα
συκωτάκια, όπως και διάφορα μυρουδικά. Το φαγητό αυτό το λένε ματιές (οματιές
τις λένε αλλού), ενώ την μεγαλύτερη απ’ αυτές, που γίνεται από το στομάχι του
γουρουνιού, -δεν ξέρω γιατί και τι θα πει- την έλεγαν ‘’πρατζάρα’’. Τη νύχτα
που άναβε ο φούρνος, μέσα στο ταψί –για να νοστιμίσουν οι ματιές- έβαζαν και
ένα κομμάτι κρέας από το μέρος της κοιλιάς του γουρουνιού, που το έλεγαν
‘’πόσιρμα’’. Να πούμε πως, τα μικρά παιδιά περίμεναν με λαχτάρα το σφάξιμο του
γουρουνιού, για να πάρουν τη φούσκα, την ουροδόχο κύστη του δηλαδή, την οποία
πασπάλιζαν με στάχτη, για να μην μυρίσει και την έκαναν μπαλόνι και μπάλα!
Ακόμα, έπαιρναν και την παρίπα , στην οποία φόρτωναν ξυλαράκια ή άλλα
μικρο-πραγματάκια, την έδεναν με ένα σκοινάκι, την τραβούσαν, και έλεγαν πως
ήταν κάρο! Μια δυο μέρες πριν τα Χριστούγεννα έφταναν στο χωριό και οι
ξενιτεμένοι. Ήσαν οι λίγοι τυχεροί που είχαν καταφέρει να ξεφύγουν από τη
φτώχια και τις βαριές δουλειές του χωριού -του γεωργού και του τσοπάνη- και
είχαν βρει μια δουλειά της προκοπής στη Χαλκίδα ή και στην Αθήνα. Τούτες τις
μέρες βέβαια κατέφταναν στη βάση τους και οι μαθητές που με χίλιες στερήσεις
κατάφερναν να πάνε στο Σχολαρχείο της Ερέτριας ή στο Γυμνάσιο της Χαλκίδας.
Χριστουγεννιάτικο δέντρο Το Χριστουγεννιάτικο δέντρο λένε πως ήρθε στη χώρα μας
το 1833, με την άφιξη στην Ελλάδα του βασιλιά Όθωνα και των Βαυαρών. Παρ’ όλο
που ήταν ξενόφερτο, τούτο το έθιμο αγαπήθηκε από τους Έλληνες και σιγά-σιγά
απλώθηκε σε πόλεις και χωριά. Στο δικό μας χωριό έφτασε κάπως αργά, τη δεκαετία
του 1950. Νομίζω πως, το πρώτο χριστουγεννιάτικο δέντρο ήταν αυτό που στήθηκε
στο δικό μας σπίτι. Ήμουν τότε μαθητής στην πρώτη γυμνασίου –τρίτη την έλεγαν
εκείνα τα χρόνια- και όταν πλησίαζαν τα Χριστούγεννα και άρχισαν να στολίζονται
οι βιτρίνες των καταστημάτων με τα χριστουγεννιάτικα δέντρα, όπως και οι
μπαλκονόπορτες και τα παράθυρα των σπιτιών της Αθήνας με μάγεψαν. Έτσι, πριν
φύγω -για τις χριστουγεννιάτικες διακοπές- για το χωριό, είχα κιόλας
προμηθευτεί μερικές από κείνες τις φανταχτερές μπαλίτσες. Νωρίς την παραμονή
των Χριστουγέννων, μια μικρή κορφή από έλατο είχε στολιστεί με τις μπαλίτσες
και μπόλικο μπαμπάκι –για να φαντάζει χιονισμένο- και είχε τοποθετηθεί στο
γωνιακό παράθυρο του ισογείου του σπιτιού μας. Δεν το καμαρώναμε μόνο εμείς και
όσοι έρχονταν για επίσκεψη, αλλά και όσοι περνούσαν απ’ έξω. Θυμάμαι, τα μικρά
–εκείνων των χρόνων- παιδιά του χωριού μαζεύονταν κάτω από το παράθυρο και το
χάζευαν με τις ώρες! Εκτός από τους άλλους όμως, το είδε και ο Δασικός της
περιοχής και όπως μας πληροφόρησε: ‘’το κόψιμο των ελάτων απαγορεύεται
αυστηρώς’’, πολύ περισσότερο δε οι κορφές. Έπειτα από αυτό, τις άλλες χρονιές
πηγαίναμε στο ‘’Πλάτωμα’’, που ήταν γεμάτο από αγριόκεδρα –που μοιάζουν πολύ με
τα έλατα- και κόβαμε μια κορφή απ’ αυτά. Τα Καρκατζούλια Τούτες τις μέρες του
Δωδεκαήμερου λένε πως, βγαίνουν από τα βάθη της γης και κυκλοφορούν ανάμεσά μας
και κάτι μαλλιαρά και άσχημα πλάσματα τα Παγανά, οι Καλικάτζαροι, τα
Καρκατζούλια ή Σκαρκατζούλια, όπως τα λέμε στο χωριό μας. Ο κόσμος πιστεύει
πως, τα παράξενα τούτα όντα έχουν μακριά μαλλιά, μεγάλα και μυτερά νύχια, με
κέρατα και κατσικίσια πόδια. Ακόμα, ότι κάποια απ’ αυτά είναι κοντά, άλλα ψηλά,
άλλα κουτσά και με κουρελιασμένα ρούχα! Τούτα τα πλάσματα -της νεοελληνικής
λαϊκής μυθολογίας- θεωρούνται δαιμονικά και τις νύχτες οργιάζουν και ενοχλούν
τους ανθρώπους. Παλαιότερα, μέχρι την παραμονή των Χριστουγέννων, οι γυναίκες
έπρεπε να είχαν τελειώσει όλα τα πλεχτά που είχαν αρχίσει, όπως και τα μαλλιά
που είχαν στις ρόκες για γνέσιμο, για να μην τα βρουν στη μέση και τα πάρουν τα
Παγανά. Ακόμα έλεγαν ότι, από την παραμονή των Χριστουγέννων και ως την παραμονή
των Φώτων δεν έπρεπε να λούζεται κανένας, ούτε να βγαίνει αργά τη νύχτα στους
δρόμους, γιατί θα πάθαινε κακό από τα Παγανά! Τα Καρκατζούλια έρχονται το
δωδεκαήμερο –που είναι ‘’αβάπτιστα’’ τα νερά-, από την παραμονή των
Χριστουγέννων, δηλαδή, μέχρι και την παραμονή των Φώτων, οπότε και
εξαφανίζονται . Επειδή τους αρέσει να πειράζουν τους ανθρώπους και να
μαγαρίζουν τα πράγματα, οι νοικοκυραίοι -νωρίτερα από τον ερχομό τους- έκοβαν
σπαραγγές που αγκυλώνουν και έβαζαν πάνω στο σφαγμένο χοιρινό, στην πανακωτή
(πινακωτή) με τα καρβέλια του ψωμιού, στα ντεπόζιτα με το λάδι, στις κάδες με
το αλεύρι και τις ελιές, κοντά στα κρεβατάκια των παιδιών κ.λπ. Λένε πως, τα
Καρκατζούλια κυκλοφορούν μόνο στα σκοτάδια, γι αυτό και όπου υπάρχει φως δεν
πλησιάζουν. Φοβούνται πολύ το σταυρό και τη φωτιά, αλλά για να μην κατεβούν από
την καμινάδα και μπουν στο σπίτι -αν έσβηνε κάποια στιγμή το τζάκι-, έβαζαν και
κοντά στην καμινάδα, ψηλά στα κεραμίδια, ένα κλωνάρι σπαραγγιάς. Όταν ήμασταν
μικρά παιδιά εμείς τα φοβόμασταν πολύ, γι’ αυτό και μαζευόμασταν νωρίς τα
βράδια στα σπίτια μας. Των Θεοφανίων, λίγο πριν αγιαστούν τα νερά έφευγαν και
ησυχάζαμε… Το Χριστουγεννιάτικο ‘’τραπέζι’’ Τα Χριστούγεννα, νωρίς το πρωί,
πριν ξημερώσει, χτύπαγε η καμπάνα και όλοι μικροί και μεγάλοι πηγαίναμε στην
εκκλησιά. Στο σπίτι έμενε μόνο μία γυναίκα, συνήθως η νοικοκυρά, για να
ετοιμάσει το τραπέζι. Η νοικοκυρά με το χτύπημα της καμπάνας άναβε το φούρνο
για να ψήσει τις ματιές. Παράλληλα σύμπαγε τη φωτιά στο τζάκι, που είχε
μισο-σβήσει και τηγάνιζε και τα συκωτάκια του γουρουνιού. Στην άκρη της φωτιάς
μια μικρή σιδερένια σουβλίτσα -80 πόντων περίπου- ήταν γεμάτη με μικρά κομμάτια
από χοιρινό κρέας, που σιγοψήνονταν. Έτσι, την ώρα που τελείωνε η εκκλησία –δεν
είχε ξημερώσει ακόμα- ήταν έτοιμο το τραπέζι για να γευτεί όλη η οικογένεια -με
ένα τσούρμο παιδιά- τούτες τις λιχουδιές, έπειτα από νηστεία 40 ημερών. Ανήμερα
τα Χριστούγεννα το μεσημέρι συγκεντρωνόταν πάλι όλη η οικογένεια για φαγητό. Σε
τούτο το γεύμα το κύριο πιάτο ήταν κρέας χοιρινό με σέλινο. Υπήρχαν βέβαια
–εκτός των άλλων- και συκωτάκια, όπως και ματιές που είχαν περισσέψει από το
πρωί, γιατί φτιάχνανε πολλές. Όμως, μεγάλη χαρά κάναμε και τη σουβλίτσα, που
ήταν στην ημερησία διάταξη και όλα τα μάτια την φλερτάρανε! Αν είμαστε τυχεροί
θα είχαμε στο τραπέζι μας και καμιά τσίχλα και κανένα κοτσύφι, που πιάναμε με
τα βρόχια . Για το τέλος του φαγητού υπήρχαν διάφορα φρούτα, συνήθως μήλα,
πορτοκάλια και μανταρίνια. Νωρίς το απόγευμα, αν ο καιρός ήταν καλός, οι
γυναίκες του χωριού μαζεύονταν ψηλά στο ‘’Αλωνάκι’’ και παρακολουθούσαν τα
κορίτσια που έπαιζαν διάφορα παιχνίδια (το ‘’περνά-περνά η μέλισσα’’, την
‘’τυφλόμυγα’’, το ‘’δαχτυλίδι’’ κ.λπ.). Το ‘’Αλωνάκι’’ βρισκόταν ψηλά, ανάμεσα
στα σπίτια του Μήτρου του Καπετά-νιου, του Κώστα Γκιλιάτη (Ζαμπρακάκη) και του
Αντώνη Μιχελή (Κουτρούμπα). Σήμερα ο περισσότερος από εκείνο το χώρο έχει
σκεπαστεί από σπίτια. Χριστουγεννιάτικα Κάλαντα Τα παλιά χρόνια, όταν πηγαίναμε
να πούμε τα Κάλαντα, δεν χρησιμοποιούσαμε τούτη τη λέξη. Τη λέξη Κάλαντα δεν
την αναφέραμε σχεδόν καθόλου στο χωριό μας. Λέγαμε μόνο πως, θα πάμε να πούμε
τα τραγούδια. Κι όταν ρωτούσαμε τα άλλα παιδιά, αν θα τα πουν, τους λέγαμε: Θα
πάτε στα τραγούδια; Ή θα πάτε να πείτε τα τραγούδια; Κι αυτή η
"δουλεία" γινόταν πάντα αργά το απόγευμα, γιατί νωρίτερα δεν είχε
χρόνο κανένας να μας ακούσει... Έτσι, το απόγευμα, μόλις χτύπαγε ο
παπα-Δημήτρης την καμπάνα για τον εσπερινό, όλα τα παιδιά δύο-δύο, τρία-τρία
ξεχύνονταν στους δρόμους, για να πουν τα Κάλαντα και γέμιζε το χωριό από τις
χαρούμενες φωνές τους. Έτρεχαν από γειτονιά σε γειτονιά και προσπαθούσαν να
περάσουν από όσο πιο πολλά σπίτια μπορούσαν –αν ήταν μπορετό, απ’ όλα τα σπίτια
του χωριού-, για να πουν τα Κάλαντα και να πάρουν τα φιλέματα. Με το χτύπημα
της πόρτας, τα παιδιά ταυτόχρονα -γιατί δεν ήθελαν να χάνουν χρόνο- φώναζαν
κιόλας: Να τα πούμε; Πέστε τα, συνήθως, ακουγόταν η φωνή της νοικοκυράς, πριν
καλά-καλά τους ανοίξει την πόρτα. Τα τελευταία χρόνια και τα θεολογιτάκια τα
Χριστουγεννιάτικα Κάλαντα τα λένε όπως και στα περισσότερα μέρη της πατρίδας
μας: Καλήν εσπέρα, άρχοντες, αν είναι ορισμός σας, Χριστού τη θεία γέννηση να
πω στ' αρχοντικό σας κ.λπ. Παλαιότερα όμως –μέχρι τα μέσα περίπου του
περασμένου αιώνα- στο ‘’Θεολόγο’’ τα έλεγαν κάπως διαφορετικά. Τούτα τα
‘’Κάλαντα, μπορεί να έμοιαζαν λίγο με αυτά κάποιων άλλων κοντινών περιοχών και
όχι μόνο, όμως υπήρχαν και κάποιες διαφορές. Ας παρακολουθήσουμε τώρα τα
Χριστουγεννιάτικα κάλαντα, έτσι όπως τα λέγαμε εκείνα τα -όχι και τόσο μακρινά-
χρόνια εμείς: Χριστούγεννα πρωτόγεννα, πρώτη γιορτή του χρόνου. Εβγάτε δείτε
μάθετε, (α)πόψ’ ο Χριστός γεννιέται. Γεννιέται κι αναθρέβεται στο γάλα και στο
μέλι. Το μέλ(ι) το τρώνε οι άρχοντες, το γάλα οι αντρειωμένοι. Όσες λαμπάδες
και κεριά στης Παναγιάς την πόρτα τόσα καρφιά και πέταλα στους Τούρκους τα
κεφάλια. (ή και τα κηροσταλάματα στους Άγιους Κωσταντίνους.) Κι’ εδώ που
τραγουδήσαμε πέτρα να μη ραΐσει κι’ ο νοικοκύρης του σπιτιού χρόνια πολλά να
ζήσει. Να ζήσει χρόνια άπειρα και μέρες σαν την άμμο! Και πάντα καταλήγαμε με
το: Κι’ απού χρόν’. Να προσθέσω όμως πως, κατά την ώρα που τα παιδιά
τραγουδούσαν τα Κάλαντα -για να βγαίνει καλύτερα και να γίνεται ομορφότερη η
μελωδία-, σε ορισμένες λέξεις πρόσθεταν ή αφαιρούσαν ορισμένα γράμματα, αλλά
και διπλασίαζαν κάποιες συλλαβές. Ας παρακολουθήσουμε ένα μικρό μέρος:
Χριστοοεννάαα να πρωτόονόενααα, πρώωωτη, πρώωτη γιορτή του χρόοονουου, Εβγάτ’
ιδειεινείτι μαανάθετεε, πόοψ’ οο, πόψ’ ο Χριστός γεννιέεεται, γεννιέεεται κι
αααναναθρέεενέβεται στοοο γάαα, στο γάαλα και στο μέεελι.... Στο τέλος, όσοι
ήσαν παρόντες -πολύ δε περισσότερο η νοικοκυρά- τους έλεγαν: «Να είστι καλά
πιδιά, να ’ρθιτι κι τα’ χρόν’ να μας τα πείτι». Στη συνέχεια τα φίλευαν με
χρήματα, αλλά και με διάφορα φρούτα και ξηρούς καρπούς (πορτοκάλια, μήλα,
ρόδια, κυδώνια, σύκα, καρύδια, αμύγδαλα, σταφίδες κ.λπ.) και αμέσως έφευγαν
τρέχοντας για άλλο σπίτι... Αργά το βράδυ, τα παιδιά της κάθε παρέας-κομπανίας
μαζεύονταν σε ένα από τα σπίτια τους και αφού μοίραζαν τα φιλέματα, κατάκοπα
-όπως ήτανε από το τρεχαλητό- καληνύχτιζαν και πήγαιναν για ύπνο και για όνειρα
γλυκά, κάτι που τους το εύχονταν και οι παρευρισκόμενοι. Πρωτοχρονιάτικα Από
πολύ παλιά, βαθιά στο μυαλό των ανθρώπων είχε ριζωθεί η ιδέα πως, όπως περάσουν
την πρώτη μέρα του χρόνου, έτσι θα κυλήσουν και οι υπόλοιπες μέρες του. Γι’
αυτό και φρόντιζαν την Πρωτοχρονιά η οικογένειά τους να τα έχει όλα
πλουσιοπάροχα. Οι νοικοκυράδες είχαν προγραμματίσει μεθοδικά τις δουλειές τους.
Έσπαζαν από νωρίτερα τα καρύδια και τ’ αμύγδαλα και τα έκαναν γουλιές, για το
τέλος έμενε μόνο να τα κοπανίσουν στο γουδί. Δεν ξέχναγαν να προμηθευτούν
έγκαιρα μέλι, ζάχαρη, μπαχαρικά και ό,τι άλλο χρειάζονταν. Ακόμα άνοιγαν μόνες
τους τα φύλλα για τις πίτες και τα γλυκά τους, τα οποία έκαναν λεπτά σαν
τσιγαρόχαρτο! Έτσι, την παραμονή το βράδυ της Πρωτοχρονιάς ήσαν όλα έτοιμα, για
να είναι γεμάτο το τραπέζι, την άλλη μέρα. Τα γλυκίσματα που συνηθίζονταν
περισσότερο στο ‘’Θεολόγο’’ ήσαν: οι κουραμπιέδες, τα μιλοκάρνα (μελομακάρονα),
οι μπακλαβάδες –άλλοι με καρύδια κι άλλοι με αμύγδαλα-, οι δίπλες, οι φλογέρες,
τα τριγωνικά χαϊμαλιά και άλλα. Παράλληλα με την ετοιμασία των γλυκών και των
φαγητών, εξέχουσα θέση είχε και η Βασιλόπιτα . Η Βασιλόπιτα γινόταν από το ίδιο
ζυμάρι που έφτιαχναν τα καρβέλια, πρόσθεταν μόνο λίγο λάδι, για να γίνεται πιο
αφράτη. Στη συνέχεια την κεντούσαν όπως και τη χριστουγεννιάτικη πίτα (το
Χριστόψωμο), μόνο που μέσα σε τούτη την πίτα έβαζαν –χωρίς να ξέρει κανείς που-
και το πατροπαράδοτο νόμισμα. Τούτη όμως η πίτα –η Βασιλόπιτα- είχε και μια
ιδιαίτερη σημασία στο πλούσια στρωμένο πρωτοχρονιάτικο τραπέζι, συμβόλιζε και
την αφθονία των αγαθών. Ας δούμε όμως τι λέει και η παράδοση. Σύμφωνα με την
παράδοση, όταν ο Άγιος Βασίλειος ήταν Επίσκοπος στην Καισαρεία, ο τότε Έπαρχος
της Καππαδοκίας πήγε με άγριες διαθέσεις στην περιοχή τους, για να εισπράξει φόρους.
Οι κάτοικοι φοβήθηκαν και - τη δύσκολη αυτή στιγμή- ζήτησαν τη συμβουλή του
ποιμενάρχη τους. Ο Βασίλειος τους είπε –εκτός από χρήματα- να φέρει ο καθένας
ό,τι πιο πολύτιμο αντικείμενο είχε στο σπίτι του. Στο άκουσμα αυτό, όλοι οι
κάτοικοι της πόλης έτρεξαν και έφεραν άλλοι χρήματα κι άλλοι διάφορα τιμαλφή
και μαζί με τον Δεσπότη τους τα πήγαν στον αυστηρό Έπαρχο. Παραδόξως, ο Έπαρχος
βλέποντας τον Βασίλειο και το πλήθος του λαού με τα δώρα μαλάκωσε και τελικά
δεν πραγματοποίησε την απειλή του. Στη συνέχεια ο Άγιος Βασίλειος προσπάθησε να
δώσει πίσω τα κοσμήματα και τα νομίσματα που είχαν συγκεντρωθεί. Ο χωρισμός
τους όμως ήταν πολύ δύσκολος, γι’ αυτό έδωσε εντολή να φτιάξουν πλακούντια,
μικρές πίτες δηλαδή και να βάλουν μέσα –σε κάθε πλακούντιο- και από ένα από τα
συγκεντρωθέντα αντικείμενα. Την επόμενη μέρα που μοιράστηκαν τα πλακούντια,
λένε πως, ο καθένας βρήκε μέσα στην πίτα που πήρε ό,τι είχε προσφέρει! Έπειτα
απ’ αυτό το γεγονός, κάθε χρόνο στη γιορτή του Αϊ-Βασίλη, όλοι οι χριστιανοί
φτιάχνουν πίτες και βάζουν μέσα νομίσματα. Πρωτοχρονιάτικα Κάλαντα Ας
παρακολουθήσουμε τώρα και τα Κάλαντα, που λέγαμε το βράδυ της παραμονής της
Πρωτοχρονιάς. Αρχιμηνιά κι αρχή χρονιά, ψιλή μου δεντρολιβανιά, κι αρχή καλός
μας χρόνος, εκκλησιά με τα’ Άγιος θρόνος. Αρχή που βγήκε ο Χριστός, Άγιος και
Πνευματικός, στη γη να περπατήσει και να μας καλοκαρδίσει. Άγιος Βασίλης
έρχεται και δεν μας καταδέχεται, από την Καισαρεία, συ είσαι αρχόντισσα κυρία.
Βαστά εικόνα και χαρτί, ζαχαρο-κάντιο ζυμωτή, χαρτί και καλαμάρι, δες και με το
παλικάρι. Το καλαμάρι έγραφε, τη μοίρα μου την έλεγε και το χαρτί (ν) ομίλει,
άσπρε μου χρυσέ μου κρίνε (ή Άγιε μου Αγιο-Βασίλη). Βασίλη μ’, πούθε (ν)
έρχεσαι και δεν μας καταδέχεσαι, και πούθε κατεβαίνεις και δε μας αναπαντένεις;
Από τη μάνα μ’ έρχομαι κι εγώ σας καταδέχομαι και στο σκολειό μου πάω, δε μου
λέτε τι να κάνω; Κάτσε να φας, κάτσε να πγεις, κάτσε τον πόνο σου να πεις,
κάτσε να τραγουδήσεις και να μας καλοκαρδίσεις. Εγώ γραμματικός είμαι τραγούδια
δεν ηξέρω. Αν είσαι συ γραμματικός, πες μας την αλφαβήτα. Και στο ραβδί του
’κούμπησε, να πει την αλφαβήτα και το ραβδί ξερό ήτανε, χλωρούς βλαστούς
πετάει. Κι απάνω στα βλαστάρια του και στα περικωκλάδια του περδίκια
κελαηδούσαν. Δεν είν’ μονάχα πέρδικες, είν’ κι άσπρα περιστέργια. Τα περιστέργια
πέταξαν και πάν’ στις κρύες βρύσες. Παίρνουν νερό στα νύχια τους και χιόνια στα
φτερά τους, να λούσουν τον αφέντη τους, να ράνουν τη γκυρά τους . Κι απού
χρόν’. Και σε τούτα τα Κάλαντα, την ώρα που τα τραγουδούσαν τα παιδιά,
διπλασίαζαν κάποια φωνήεντα, όπως και κάποιες λέξεις. Ας δούμε ένα μόνο
τετράστιχο: Αρχιμηνιάαα κι αρχήηη χροονιά, ψιλή μου δεεντρολιιιβανιά, κι αααρχή
κι αρχή καλός μας χρόοονος, εεκκλησιά, εκκλησιά με τα’ Άγιος θρόονος. Αρχή που
βγήηηκε ο Χριστόος, Άγιος και Πνευμαατικόος, στηη γηη, στη γη να περπατήησει
και να μαας και να μας καλοκαρδίιισει. Όπως προαναφέρθηκε, από την παραμονή της
Πρωτοχρονιάς οι νοικοκυρές είχαν φτιάξει διάφορα γλυκά. Έτσι, σε τούτα τα
Κάλαντα, εκτός από χρήματα, φρούτα και ξυρούς καρπούς, έδιναν στα παιδιά -που
τα έλεγαν- και κουραμπιέδες, μελομακάρονα, δίπλες κ.λπ. Το ‘‘αμίλητο νερό’’ Από
τα μεσάνυχτα της τελευταίας μέρας του χρόνου και ως τις πρωινές ώρες της
Πρωτοχρονιάς -αλλά πάντα πριν ξημερώσει-, ο κάθε νοικοκύρης, έκοβε το πρώτο
κομμάτι από τη βασιλόπιτα, έπαιρνε και ένα δοχείο, συνήθως μία χύτρα, και
πήγαινε σε μία από τις βρύσες του χωριού , για να φέρει το ‘’αμίλητο νερό’’.
Άφηνε το κομμάτι της βασιλόπιτας σε μια άκρη, δίπλα στη βρύση, γέμιζε το δοχείο
του νερό και γύριζε στο σπίτι του. Τούτο το νερό το έλεγαν αμίλητο γιατί -κατά
το «πήγαινε-έλα» από το σπίτι στη βρύση κι από τη βρύση στο σπίτι-, αν
συναντούσαν κάποιον άλλο συχωριανό μας να περνάει δίπλα του, δεν του μίλαγαν,
ούτε «καλημέρα» δεν του έλεγαν. Μαζί με το ‘’αμίλητο νερό’’, έκοβαν -και έπαιρναν
για το σπίτι- και ένα μικρό κλωνάρι ελιάς. Τώρα -που όλα τα σπίτι έχουν τη
βρύση τους- οι θεολογίτες δεν τρέχουν τα μεσάνυχτα για το ‘’αμίλητο νερό’’ και
το κλωνάρι της ελιάς το προμηθεύονται από την πρώτη μέρα. Το πρωί της
Πρωτοχρονιάς -πριν πάνε στην εκκλησία-, καθένας που σηκωνόταν από το κρεβάτι,
πήγαινε πρώτα και πλενότανε με το ΄΄αμίλητο νερό’’. Μετά έπαιρνε το κλωνάρι της
ελιάς, το έβρεχε λίγο με το νερό αυτό και έλεγε: «Καλ(η)μέρα κι χρόνια πουλλά,
καλώς ήρθι κι ο Αϊ-Βασίλ(η)ς, μι υγεία κι ιυτυχία να πιράσουμι του γκινούργιου
χρόνου». Στη συνέχεια, χτυπούσε όλους -όσους βρίσκονταν στο σπίτι κι αυτούς που
κοιμόντουσαν ακόμα- στο κεφάλι, με το κλωνάρι της ελιάς και έλεγε στον καθ’ ένα
ξεχωριστά: ‘’χρόνια πουλλά’’. Αυτό το έθιμο, σε πολλά σπίτια, το τηρούν ακόμα
και σήμερα . Αν εξαιρέσουμε αυτούς που είχαν ξενυχτήσει παίζοντας χαρτιά, όπως
και τους τσοπάνηδες που έπρεπε να πάνε να ταΐσουν τα ζωντανά τους, η
συντριπτική πλειοψηφία των κατοίκων του χωριού -μικροί και μεγάλοι- φορούσαν τα
καλά τους και πήγαιναν στην εκκλησία. Με το τέλος της Λειτουργίας όλοι
αντάλλασσαν ευχές για χρόνια πολλά και για ευτυχισμένη καινούρια χρονιά. Μετά
την εκκλησία -αντί για ρόφημα- γεύονταν διάφορα μεζεδάκια, φρούτα και γλυκά. Το
ποδαρικό Την Πρωτοχρονιά, όποιος πήγαινε πρώτος σε ένα σπίτι, έλεγαν πως τους
έκανε ‘’ποδαρικό’’ . Συνήθως, οι νοικοκυρές καλούσαν από τις πρώτες μέρες ένα
βαφτιστήρι ή ένα άλλο παιδί -και όχι μόνο-, γι’ αυτή τη δουλειά. Αν μέσα στη
χρονιά που θα κύλαγε, τους έρχονταν όλα βολικά –χωρίς αρρώστιες, θανάτους και
άλλες αναποδιές-, έλεγαν πως, το παιδί ήταν τυχερό, είχε καλό ποδαρικό. Έτσι,
το καλούσαν και τις επόμενες Πρωτοχρονιές -για ποδαρικό-, διαφορετικά έλεγαν σε
κάποιο άλλο παιδί να πάει νωρίτερα, προτού έρθει εκείνο που δεν τους είχε φέρει
γούρι. Το παιδί που πήγαινε να ‘’καλημερίσει’’, και έκανε το πρωτοχρονιάτικο
ποδαρικό, δεν το άφηναν να φύγει αμέσως. Το κρατούσαν να καθίσει, έστω και λίγα
λεπτά της ώρας, γιατί έτσι πίστευαν πως, οι κλώσες δεν θα έφευγαν από τα αβγά,
όταν θα τις έβαζαν να κλωσήσουν, για να βγάλουν κοτοπουλάκια . Το
πρωτοχρονιάτικο ‘’τραπέζι’’ Το κύριο φαγητό στο Πρωτοχρονιάτικο τραπέζι ήταν
κοτόπουλο με φτιαχτά σπιτικά μακαρόνια. Όμως, πάνω σε τούτο το τραπέζι υπήρχαν
όλα τα καλά του Θεού: σουβλάκια, συκωτάκια, λουκάνικα, τσίχλες και κοτσύφια
-που έπιαναν συνήθως τα παιδιά στα βρόχια-, σαλάτες, γλυκά -απ’ όλα εκείνα που
είχαν φτιάξει την παραμονή της Πρωτοχρονιάς-, ξυρούς καρπούς και φρούτα . Μέσα
στην πιατέλα με τα φρούτα βρίσκονταν πάντα και δυο τρία ρόδια, για να είναι το
τραπέζι και το σπίτι πάντα γεμάτο, όπως είναι τα ‘’μπλια’’, οι κόκκοι του
ροδιού. Στο πρωτοχρονιάτικο τραπέζι -ανάμεσα στα άλλα γλυκά- υπήρχε πάντα και
ένα πιάτο γεμάτο με μέλι, καρύδια, αμύγδαλα, στραγάλια και άλλους ξυρούς
καρπούς. Να προστεθεί πως, όσοι είχαν μελίσσια, το τραπέζι με τα φαγητά το
κρατούσαν στρωμένο όλη τη μέρα, γιατί -υπήρχε πρόληψη- και πίστευαν πως, αν
σήκωναν θα έφευγαν οι μέλισσες από τις κυψέλες τους. Η Πρωτοχρονιά είναι μεγάλη
γιορτή, γι’ αυτό δεν έκαναν καμιά άλλη δουλειά, εκτός από το να ποτίσουν τα ζώα
τους και να τους βάλουν τροφή στα παχνιά τους. Το νόμισμα της βασιλόπιτας Η
βασιλόπιτα στο πρωτοχρονιάτικο τραπέζι είχε την πρώτη θέση! Όταν όλοι καθόταν
γύρω από το τραπέζι -που τις περισσότερες φορές ήταν ένας μεγάλος σοφράς τριγυρισμένος
από ξύλινα σκαμνιά- ο νοικοκύρης του σπιτιού, κι αν δεν υπήρχε το μεγαλύτερο
από τ’ αγόρια, έπαιρνε με επισημότητα τη βασιλόπιτα και τη σταύρωνε με το
μαχαίρι τρεις φορές, στην κάτω επιφάνειά της. Μετά, έκοβε το πρώτο κομμάτι για
το Χριστό, το δεύτερο για τον Αϊ-Βασίλη και το τρίτο για το σπίτι. Στη
συνέχεια, τα κομμάτια που ακολουθούσαν ήσαν: του νοικοκύρη, της νοικοκυράς και
μετά των παιδιών, κατά ηλικία. Αν στο τραπέζι υπήρχαν παππούδες και γιαγιάδες
προηγούνταν. Καθένας που έπαιρνε το κομμάτι του, έψαχνε να δει, αν είχε μέσα,
αν του είχε ‘’πέσει’’ το νόμισμα. Να προστεθεί πως, κομμάτια βασιλόπιτας
μοιράζονταν και για τα αγαπημένα πρόσωπα του σπιτιού που βρίσκονταν μακριά –σε
ταξίδι, νοσοκομείο, στρατό κ.λπ.- και δεν ήταν δυνατό, τούτη τη γιορτινή μέρα
να βρεθούν κοντά τους. Σ’ εκείνον που «έπεφτε» το νόμισμα της βασιλόπιτας
λέγανε ότι, ήταν ο τυχερός της χρονιάς και πίστευαν πως, θα είχε την εύνοια της
τύχης, στον νέο χρόνο που μόλις είχε ανατείλει. Γι’ αυτό και όλοι, μικροί και
μεγάλοι, ήθελαν να τους ‘’πέσει’’ τούτο το μικρό νόμισμα, με τη μεγάλη –όπως
πίστευαν- δύναμη. Τυχερά παιχνίδια και Χαρτοπαιξία Τις γιορτινές αυτές μέρες,
οι περισσότεροι –ακόμα και τα παιδιά- έπαιζαν διάφορα τυχερά παιχνίδια, πολλές
φορές και με χρήματα. Κάποιοι από τους μεγάλους ξενύχταγαν στα καφενεία
χαρτοπαίζοντας… Επειδή, όμως, τα μεγάλα χρηματικά ποσά απαγορεύονταν και καμιά
φορά κατέφτανε και η Αστυνομία…, οι παθιασμένοι χαρτοπαίχτες, μερικές φορές,
κατέφευγαν -για να παίξουν- σε κάποιες απομακρυσμένες αποθήκες και καλύβες… Αν
κάποιος έχανε στα χαρτιά, όχι από κείνους που είχανε τη χαρτοπαιξία για
«επάγγελμα», αλλά απ’ αυτούς που έπαιζαν μόνο την Πρωτοχρονιά, «για του καλό τ’
χρόν(ου)», του έλεγαν για να τον παρηγορήσουν –αν είχε χάσει και πολλά χρήματα-
πως: «Δε μπράζ(ει), θα είσι τχιρός στ’ν αγάπ(η)...» Των Φώτων Κατά τους πρώτους
Χριστιανικούς αιώνες, τα Φώτα γιορτάζονταν μαζί με τα Χριστούγεννα στις 6
Ιανουαρίου. Παράλληλα η ίδια μέρα ήταν και Πρωτοχρονιά, για να μην ταυτίζεται
με την ειδωλολατρική της 1ης Ιανουαρίου. Τελικά, για να μην υπάρχει αυτό το
μπέρδεμα, το 354 τα Χριστούγεννα μετα-φέρθηκαν στις 25 του Δεκέμβρη και η
Πρωτοχρονιά στην 1η του Γενάρη. Αλλά έδωσαν και Χριστιανικό περιεχόμενο σε
τούτη τη μέρα, με το να γιορτάζεται ταυτόχρονα και η περιτομή του Χριστού. Τα
Φώτα -ή Θεοφάνια- είναι η τελευταία μεγάλη γιορτή του δωδεκαήμερου. Είναι η
μέρα που ο Ιωάννης ο Πρόδρομος βάφτισε τον Ιησού στον Ιορδάνη ποταμό. Τη νύχτα
των Θεοφανίων έλεγαν πως, για ελάχιστο χρονικό διάστημα, άνοιγαν και φωτίζονται
οι ουρανοί. Οι τυχεροί, που θα έβλεπαν τούτο το άνοιγμα του ουρανού, ό,τι κι αν
ζητούσαν -εκείνη τη στιγμή- θα γινόταν πραγματικότητα . Τούτη τη μέρα, που
αγιάζονται τα νερά, φεύγουν και τα Παγανά. Την ώρα που αποχαιρετούν τρέχοντας
τον πάνω κόσμο λένε: «Λακάτε να λακίσουμε, κουκιά να ροκανίσουμε, γιατ(ί)
έρχετ(αι) ο παπάς με το σταυρό κι η παπαδιά με το θερμό» . Και την παραμονή των
Φώτων –του Σταυρού- στην εκκλησία γίνεται αγιασμός, με τον οποίο ο παπάς
περνάει απ’ όλα τα σπίτια του χωριού και τα αγιάζει. Εκτός από τον αγιασμό, στο
χωριό μας παλαιότερα, για να φοβίσουν τα Καρκατζούλια και να φύγουν μια ώρα
αρχύτερα, άναβαν και τις καμινάδες των τζακιών και έκαιγαν τη σκληρή καπνιά,
που είχε μαζευτεί εκεί. Τούτη τη στάχτη, που έπεφτε από την καπνοδόχο –μετά το
κάψιμο της καπνιάς-, πολλοί τη μάζευαν και έριχναν από λίγο έξω στις γωνιές του
σπιτιού κοντά στα θεμέλια, αλλά και στις ρίζες των δέντρων. Φαίνεται πως, αυτό
το έκαναν για να ‘’στραβώνονται’’ τα κακά πνεύματα. Γιατί υπάρχει και σχετική
φράση: «στάχτ’ στα μάτια σ’», που λέγεται σαν κατάρα, δηλαδή να στραβωθείς.
Επίσης, τούτη τη μέρα έχυναν ότι νερό είχαν οι στάμνες και τα κανάτια και
έπαιρναν καινούριο. Και, έπειτα από πολλές μέρες, λούζονταν όλα τα άτομα της
οικογένειας. Ο Αγιασμός των ‘’υδάτων’’ Την ημέρα των Φώτων, μετά τη Θεία
Λειτουργία ο παπάς έριχνε το σταυρό μέσα στην Κολυμπήθρα, για τον αγιασμό των
‘’υδάτων’’. Στο τέλος, ένα μέλος από κάθε οικογένεια έπαιρνε σ’ ένα μπουκαλάκι
ή σ’ ένα ποτήρι λίγο από το μεγάλο Αγιασμό για το σπίτι. Από τούτο τον Αγιασμό έπαιρναν
όλοι από λίγο στο χέρι τους, έπιναν μια γουλιά και βρέχανε και το κεφάλι τους.
Στη συνέχεια ράντιζαν όλο το σπίτι, τους στάβλους με τα ζώα, τα λουλούδια της
αυλής και όπου αλλού ήθελαν. Τον υπόλοιπο τον πήγαιναν και τον έριχναν σε ένα
δύο από τα κοντινά –σπαρμένα με σιτάρι- χωράφια και στο τέλος τον έχυναν όλο,
γιατί αυτός ο αγιασμός –έλεγαν- δεν έπρεπε να μπει δίπλα στα εικονίσματα, όπως
οι άλλοι . Τα Κάλαντα των Φώτων Την παραμονή των Φώτων που το ημερολόγιο γράφει
Θεοπέμπτου και Θεωνά, στο «Θεολόγο» λέμε πως είναι του Σταυρού και οι μεγάλοι
νήστευαν ακόμα και το λάδι. Ίσως, γιατί τη μέρα αυτή - μετά τη Θεία Λειτουργία
- ο παπάς, με το σταυρό στο χέρι και μ’ ένα κλωνάρι βασιλικό, πέρναγε από όλα
τα σπίτια του χωριού και τα άγιαζε. Πίσω από τον παπά ακολουθούσε ένα μικρό
παιδί, που κρατούσε το δοχείο με τον αγιασμό. Τούτη τη μέρα τραγουδιούνται για
τρίτη φορά - μέσα στο δωδεκαήμερο - Κάλαντα, έπειτα από εκείνα των
Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς. Τα κάλαντα των Θεοφανίων ήσαν περισσότερο
για τους μεγάλους, που πήγαιναν παρέες-παρέες σε διάφορα φιλικά σπίτια και «τα
έλεγαν». Όμως, τα έλεγαν και πολλά παιδιά. Τα πολύ μικρά παιδιά τραγουδούσαν τα
Κάλαντα του Σταυρού, όπως τα λέγανε, και ήταν μόνο ένα τετράστιχο, το: Σήμερα
είναι του Σταυρού, π’ αγιάζουν οι παπάδες και που γυρίζουν στα στενά και λέν’
τον Ιορδάνη. Τον Ιορδάνη ποταμό και στου Χριστού τον τάφο, εκεί δεντρί δεν
ήτανε, δεντρί εφανερώθη. Κι απού χρόν’ Τα μεγαλύτερα παιδιά, όπως και πολλοί
μεγάλοι άντρες έλεγαν τα Κάλαντα των Φώτων. Τούτα τα κάλαντα, εκτός από την
αναφορά τους στο ιστορικό της ημέρας, περιέχουν και πολλά επαινετικά λόγια για
το νοικοκύρη και τη νοικοκυρά. Και όσο κι αν φαίνονται υπερβολικοί τούτοι οι
έπαινοι, πρέπει να πω ότι γίνονταν με χαρά αποδεκτά. Ίσως, γιατί πίστευαν πως
αυτό θα τους φέρει γούρι! Ας τα παρακολουθήσουμε: Σήμερα είναι τα Φώτα και οι
Φωτεινές και χαρές μεγάλες τα’ αφέντη μας. Κάτω στον Ιορδάνη τον ποταμό κάθεται
η κυρά μας η Παναγιά. Κάθεται η κυρά μας η Παναγιά, με τα θυμιατήρια στα
δάχτυλα. Με τα θυμιατήρια στα δάχτυλα, σπαργαναργανίζει (σπαργανίζει) Θεού
παιδί. Τον αφέντη Αϊ-Γιάννη παρακαλεί, για να ρίξει δρόσο στη γη, στη γη. Για
να ρίξει δρόσο στη γη, στη γη, ν’ αγιαστούνε οι βρύσες και τα νερά. Ν’
αγιαστούνε οι βρύσες κι τα νερά, ν’ αγιαστεί κι ο αφέντης με την κυρά. Καλημέρα
καλησπέρα, καλή σου μέρα αφέντη. Πέντε κρατάνε τα’ άλογο και δέκα την α-σκάλα
και δεκαοχτώ παρακαλούν βρ’ αφέντη μ’ καβαλίκα. Καβαλικεύεις χαίρεσαι, πεζεύεις
καμαρώνεις, κι όπου πατήσει τ’ άλογο πηγάδια φανερώνει, πηγάδια πετροπήγαδα, κι
αυλές μαρμαρωμένες. Πολλά είπαμε του αφέντη μας, ας πούμε και στην κυρά μας.
Κυρά ψηλή, κυρά λιγνή, κυρά γαϊτανοφρύδα, κυρά μου τα παιδάκια σου, τα
μοσχομυρισμένα, η Παναγιά σού τα ’δωσε κι ο Θεός να στα χαρίσει. Να κάνεις
γάμους και χαρές, ξεφάντωσες μεγάλες. Να στήσεις κι άσπρο φλάμπουρο στη μέση
στην αυλή σου, να καμαρώνουν (ή να χαίρονται) οι φίλοι σου, να σκάζουν οι
εχτροί σου. Κι απού χρόν'. Όπως και στα προηγούμενα Κάλαντα, κατά την ώρα που
τα τραγουδούσαν, οι τραγουδιστές-καλαντηστές προσθαφαιρούσαν και δω κάποια
φωνήεντα, όπως και κάποιες συλλαβές. Αλλά, ας δούμε πως λέγονταν τούτα τα
Κάλαντα, με τις προσθαφαιρέσεις των γραμμάτων και συλλαβών: Σήημερα (εί)ν’ τα
Φώωτα κι οι Φωτεινέες και χαρές μεγάαλες τα’ αφέεντη μας. Κάτ(ου) στουν
Ιουρδάανη τον ποταμόο κάθετ’ η κυράα μας η Πααναγιάα. Κάθετ(αι) η κυράα μας η
Παναγιάα, με τα θυμιατήηρια στα δάχτυλαα, Με τα θυμιατήηρια στα δάχτυλάα,
σπαργαναργανίιζει Θεού παιδί. Τον αφέντ(η) Αγιάαννη παρακαλείει, για να ρίξει
δρόοσο στη γη, στη γη. Για να ρίξει δρόοσο στη γη, στη γηη, ν’ αγιαστούν(ε) οι
βρύυσις και τα νερά. Ν’ αγιαστούν(ε) οι βρύυσις και τα νεράα, ν’ αγιαστεί κι(ο)
αφέεντης με τη γκυρά. Καλή μεράα να καλήη ν’ ίσπερα, κάααλη, καλή σου μέρ(α)
αφέεντη. Πέντε κρατάνανε τ’ αανάλογο καιαι δεε και δέκα την ασκάαλα και
δεκαοχτώω ν απεριινικαλούν βρ’ ααφέ, βρ’ αφέντη μ’ καβαλίικα. Καβαλικεενεύεις
χαιαιαινέρεσαι, πέεζε, πεζεύεις καμαρώωνεις, κι όπου πατηηνήσει τα’ αανάλογο
πηήγα, πηγάδια φανερώωνει, πηγάδια πιινιτροπηηνήγαδα, κι άαυλές, κι αυλές
μαρμαρωμέενες. Πολλά ’παμεε του αφεενέντη μας, αας πού, ας πούμ’ και στην Κυράα
μας. Κυρά ψηλήη, να Κυράα να λιγνή, Κύυρα, Κυρά γαϊτανοφρύυδα, Κυρά μου ταα να
παιδάανακια σου ταα μο, τα μοσχομυρισμέενα, η Παναγιάα σου ταα εενέδωσε κι οο
Θιός κι ο Θιός να στα χαρίισει. Να κάνεις γάαναμους καιαι νου χαρές,
ξεεφά-ξεφάντωσες μεγάαλες. Να στήσεις και άσπρο να φλάαμπουρο στηη με, στη μέση
στην αυλήη σου, να καμαρωώνωνουν οιοι φίλοι σου, ναα σκά, να σκάζουν οι
εχτροίοι σου. Κι απού χρόν’. Στη συνέχεια -όπως και στα Κάλαντα των
Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς-, όσοι βρίσκονταν στο σπίτι, εύχονταν στα
παιδιά να είναι καλά και να πάνε και του χρόνου να τους τα πούνε ξανά. Και,
αφού τα φίλευαν με χρήματα, αλλά και σε είδος (φρούτα, ξυρούς καρπούς και
γλυκά), αμέσως έφευγαν τρέχοντας γι’ άλλο σπίτι... Οι μεγάλοι πριν φύγουν
έπιναν κάνα ποτηράκι κρασί ακόμα και γεύονταν τα μεζεδάκια της νοικοκυράς.
Άλλοτε πάλι τους έδιναν ένα κομμάτι κρέας, το οποίο έπαιρναν μαζί τους και το
«ξεκοκάλιζαν» αργά το βράδυ - ή και την άλλη μέρα - σε ένα από τα μαγαζάκια του
χωριού. Τ’ Αϊ-Γιαννιού Στις 7 του Γενάρη, ως γνωστό, είναι του Αϊ-Γιάννη του
Προδρόμου και γιορτάζουν οι Γιάννηδες. Αν και το Δωδεκαήμερο έχει τελειώσει, οι
γιορτές των Χριστουγέννων ουσιαστικά έκλειναν με τούτη τη γιορτή. Και τούτο
γιατί, Γιάννηδες υπήρχαν σε πολλά σπίτια –αφού όπως έλεγαν: «σπίτ’ χουρίς
Γιάνν(η) προυκουπή δε γκάν(ει)»- και έτσι, όλο το χωριό σχεδόν γιόρταζε! Στις
ονομαστικές εορτές, πολλές φορές, το κέρασμα ήταν φρεσκο-ψημένες τηγανίτες.
Στους μεγάλους πρόσφεραν και ουζάκι. Κάποια εποχή ήταν στη μόδα και το ποτό
μέντα. Από την άλλη μέρα ‘’κάθε κατεργάρης’’ στον πάγκο του… Τριώδιο - Απόκριες
Το εκκλησιαστικό βιβλίο που περιέχει όλες τις ακολουθίες, από την Κυριακή του
Τελώνη και Φαρισαίου έως το Μ. Σάββατο, ονομάζεται Τριώδιο. Με το ίδιο όνομα
όμως –δηλαδή Τριώδιο- αποκαλούμε και τις τρεις βδομάδες της αποκριάς (=αποχή
από το κρέας), από την Κυριακή του Τελώνη και Φαρισαίου, δηλαδή, που ανοίγει το
Τριώδιο, έως την Καθαρή Δευτέρα. Αποκριές, όμως, χωρίς μασκαράδες δεν γίνεται.
Έτσι, τις τρεις βδομάδες του Τριωδίου όλο το χωριό –όσοι ήθελαν δηλαδή- μικροί
και μεγάλοι, άντρες και γυναίκες, για να διασκεδάσουν και να ξεδώσουν λίγο,
ντύνονταν με διάφορες στολές και μεταμφιέζονταν σε αξιωματικούς, χωροφύλακες,
ξωτικά, παλιάτσους και ότι άλλο μπορεί να φανταστεί κανείς. Όσοι μασκαρεύονταν,
προσπαθούσαν κάθε φορά να βρουν κάτι καινούριο και πρωτότυπο να ντυθούν. Κάτι
που θα εντυπωσίαζε περισσότερο και θα έκανε τους άλλους να γελάσουν. Με τούτες
τις μεταμφιέσεις που προκαλούσαν το γέλιο, τα μικρά παιδιά, καμιά φορά,
τρόμαζαν και δεν μπορούσαν να καταλάβουν γιατί οι μεγάλοι ντύνονταν έτσι και
μασκαρεύονταν! Να αναφέρω ότι πολλές φορές χρωμάτιζαν και το πρόσωπό τους, για
να μη γνωρίζονται ή φορούσαν μάσκες, μουτσούνες , όπως τις έλεγαν στο
‘’Θεολόγο’’. Κάποτε, ο αδερφός μου ο Γιώργος, όταν ήταν μικρό παιδί, φοβήθηκε
πολύ μόλις είδε τον αδερφό της μάνας μου –το μπάρμπα Βαγγέλη- με μια τρομακτική
μουτσούνα. Και στην ερώτηση του θείου: γιατί φοβόταν, αφού έβλεπε πως εκείνη η
μάσκα δεν ήταν τίποτε άλλο παρά ένα βαμμένο χαρτί; Απάντησε: «Το βλέπω μωρέ
Βαγγέλη που είναι χαρτί, αλλά βγάλ’ το καλύτερα από τη μούρη σου, γιατί δεν
θέλω να το βλέπω…» Οι τρεις αυτές βδομάδες του Τριωδίου ήσαν ένα διάλειμμα, μια
χαρούμενη ανάπαυλα με πανηγυρισμούς και πλούσια φαγητά, ανάμεσα στον βαρύ
χειμώνα και στην αυστηρά νηστίσιμη περίοδο της Σαρακοστής, που θ’ ακολουθούσε
και θα κράταγε για 50 ολόκληρες μέρες! Είναι γνωστό πως, η Αποκριά και τα
μασκαρέματα των ανθρώπων είναι ειδωλολατρικά, προχριστιανικά έθιμα και, μάλλον,
θα προέρχονται από τα αρχαία Διονύσια. Τούτες οι εκδηλώσεις όμως είναι και από
τις πιο χαρούμενες και εκφράζουν την βαθιά ανάγκη των ανθρώπων για μεταμόρφωση,
για αλλαγή, αλλά και για λίγο ελευθεριότητα… Γι’ αυτό και ο χριστιανισμός, όσο
κι αν αντέδρασε -τους πρώτους αιώνες και αναθεμάτισε το έθιμο- στο τέλος
αναγκάστηκε να το δεχτεί. Από τα παλιά χρόνια λοιπόν και στο χωριό μας, κάθε
τέτοιες μέρες, μικροί και μεγάλοι μασκαρεύονταν και ξεχύνονταν στους δρόμους,
για να διασκεδάσουν. Τραγουδούσαν, χόρευαν και ξεφάντωναν. Το πιο συνηθισμένο
μασκάρεμα τους ήταν να φορούν οι άντρες και τα αγόρια γυναικεία ρούχα και οι
γυναίκες με τα κορίτσια αντρικά. Μεγάλη επιτυχία θυμάμαι είχαν και οι δύο
κυρίες, που υποδύονταν οι συχωρεμένοι θεολογίτες Νίκος Μιχελής του Ζαχαριά και
ο Σπύρος Τσιριμώκος (του Βλάχου). Φορούσαν μοντέρνα γυναικεία ρούχα και
ψηλοτάκουνα παπούτσια και συνέχεια παραπατούσαν, όπως συμβαίνει με κυρίες που
περπατούν για πρώτη φορά σε χωριάτικο χωματόδρομο με λακκούβες και πέτρες.
Εκτός από τα μικρά παιδιά που έτρεχαν από πίσω τους, πήγαιναν και μεγάλοι και
κάποιοι –που ήξεραν βέβαια πως κάτω από τις όμορφες γυναικείες σιλουέτες
κρύβονταν άντρες- τους έκαναν και προτάσεις με υπονοούμενα, αλλά και άσχημες
χειρονομίες. Έπειτα από τέτοια πειράγματα ‘’Εκείνες’’ εξαγριώνονταν και γινόταν
μεγάλο πανηγύρι! Γίνονταν δε πολύ πειστικοί, γιατί μιμούνταν καταπληκτικά τη
γυναικεία φωνή. Να προσθέσω πως –εκτός από τα παιδιά-, περισσότερο
μασκαρεύονταν οι άντρες –παρά οι γυναίκες-, οι οποίοι παρέες-παρέες πήγαιναν
από σπίτι σε σπίτι, με τις μουτσούνες στο πρόσωπό τους, για να γλεντήσουν. Οι
άνθρωποι του σπιτιού, που πήγαιναν οι μασκαράδες, προσπαθούσαν να μαντέψουν
αυτούς που κρύβονταν πίσω από τις μάσκες και ξεσπούσαν σε γέλια ακράτητα. Στη
συνέχεια το έριχναν στο φαγοπότι, στο τραγούδι και στο χορό. Συνήθως,
τραγουδούσαν και χόρευαν τραγούδια της αποκριάς. Πρέπει να αναφερθεί πως, τις
μέρες αυτές ίσχυαν άλλοι κανόνες συμπεριφοράς, αντίθετοι απ’ αυτούς που ίσχυαν
τις άλλες μέρες. Υπήρχε μια ανεκτικότητα. Κάποιες φορές ακούγονταν λέξεις
ακατονόμαστες και ταυτόχρονα γίνονταν και χειρονομίες με διάφορα υπονοούμενα…
Παράλληλα με τ’ άλλα, έλεγαν και κάποια τραγούδια λίγο ευτράπελα και καμιά φορά
αρκετά τολμηρά… Ένα από τα τραγούδια που έλεγαν, τούτες τις μέρες, ήταν και
αυτό του πιπεριού’’, που έλεγε: Πώς το τρι-, μωρ’ πώς το τρι-, πώς το τρίβουν
το πιπέρι, πως το τρίβουν το πιπέρι, του διαόλου οι καλογέροι. Με τη μύ-, μωρ’
με τη μύ-, με τη μύτη τρίβοντας, με τη μύτη τρίβοντας σκορδο-κοπανίζοντας. Κατά
τη διάρκεια αυτού του τραγουδιού, ο αρχηγός της ομάδας έδειχνε πως το έτριβαν
το πιπέρι. Στη συνέχεια, όλοι οι άντρες της παρέας τον μιμούνταν και έδειχναν
κι εκείνοι πως το τρίβουν το πιπέρι του διαβόλου οι καλογέροι και το πιπέρι
υποτίθεται βρισκόταν στο πάτωμα! Αλλά, κάθε φορά το ‘’έτριβαν’’ και με άλλο
μέλος του σώματος. Και έκαναν πως έτριβαν –πάνω στο πάτωμα- πότε με το αυτί,
πότε με τον αγκώνα, την πλάτη, τη φτέρνα κ.λπ. Κάποιες φορές χρησιμοποιούσαν
και πιο τολμηρές λέξεις και τα μιμητικά στοιχεία –όπως προαναφέρθηκε- δεν ήσαν
και πολύ σεμνά. Όμως, αν εκεί παρευρίσκονταν μικρά παιδιά –κυρίως κορίτσια-,
ήσαν πολύ προσεκτικοί. Όταν ο χρόνος άρχιζε να πιέζει και έβλεπαν πως, δεν θα
πρόφταιναν να πάνε σε όλα τα σπίτια, που είχαν προγραμματίσει, συντόμευαν λίγο
την παραμονή τους, έκοβαν ένα μέρος από το πρόγραμμά τους… Στη συνέχεια,
ακολουθούσαν τα αποκαλυπτήρια των μασκαράδων, έπαιρναν τον τελευταίο μεζέ και
σήκωναν το ποτήρι για ‘’άσπρου πάτου’’, δεν άφηναν σταγόνα στο ποτήρι τους,
δηλαδή. Τελικά αντάλλασσαν ευχές για καλές απόκριες ή και για καλή σαρακοστή,
αν είχε φτάσει η πριν την Καθαρή Δευτέρα Κυριακή, και δρόμο για άλλη γειτονιά.
Όμως, όλοι πριν φύγουν -από τα διάφορα σπίτια που περνούσαν- έπρεπε πρώτα
οπωσδήποτε να βγάλουν τις μάσκες τους, διαφορετικά τους τις έβγαζαν με το ζόρι…
Το θεωρούσαν προσβολή, να πάει ένας ‘’μασκαράς’’ σ’ ένα σπίτι και να φύγει
χωρίς να βγάλει τη μάσκα του και να δουν όλοι ποιος ήταν. Να αναφέρω ακόμα πως,
την πρώτη βδομάδα της αποκριάς την έλεγαν και αρτζιμπούρτζι . Αυτή τη βδομάδα οι
ορθόδοξοι χριστιανοί αρταίνονταν –εκτός από τις άλλες μέρες της- και την
Τετάρτη και την Παρασκευή, που θεωρούνται μέρες νηστείας. Υπάρχει και σχετική
παροιμιώδης φράση που λέει: «Αρτζ(ι)μπούρτζ(ι) λάχανα και τ(η) Λαμπρή λαψάνις».
Αυτές τις μέρες, δηλαδή, που δεν νηστεύουν ούτε την Τετάρτη, ούτε την
Παρασκευή, όπως και το Πάσχα, που όλος ο κόσμος τρώει κρέατα και πλούσια
φαγητά, κάποιοι νηστεύουν και τρώνε χόρτα… Κάνουν το αντίθετο, δηλαδή, απ’ ό,τι
οι άλλοι. Οι απόκριες ήσαν από τις πιο χαρούμενες μέρες του χρόνου. Όλος ο
κόσμος το έριχνε λίγο έξω. Εκτός από το τραγούδι και το χορό έλεγαν και διάφορα
αστεία, αλλά έκαναν και αθώα πειράγματα, για να διασκεδάσουν. Κάποιες μέρες,
κυρίως τα Σαββατοκύριακα, το γλέντι κρατούσε ως τις μεταμεσονύχτιες ή και τις
πρωινές ώρες… Το αποκορύφωμα, όμως, των εκδηλώσεων γινόταν την Κυριακή της
Τυρινής, την παραμονή δηλαδή της Κ. Δευτέρας. ‘’Τυρινή’’ λέγεται και ολόκληρη η
βδομάδα πριν την Καθαρή Δευτέρα, γιατί αυτές τις μέρες από αρτύσιμες τροφές
έτρωγαν μόνο αβγά και τυροκομικά προϊόντα (όχι κρέας και ψάρια). Στο στρωμένο
τραπέζι της ‘’Τυρινής’’ Κυριακής βρίσκονταν αβγά, τηγανόψωμα , τυρόπιτες,
τυροπιτάρια, σπιτικά μακαρόνια πασπαλισμένα με τυρί ή μυτζήθρα κ.λπ. Έτσι,
αυτές τις μέρες, οι απλοί άνθρωποι του χωριού αποχαιρετούσαν, με χαρές και
γλέντια, το χειμώνα και καλωσόριζαν την Άνοιξη στο γλυκοχάραμά της . Τέτοιες
μέρες, πολλές συγγενικές και φιλικές οικογένειες συγκεντρώνονταν δυο-δυο,
τρεις-τρεις και έτρωγαν σε ένα σπίτι. Να πω ακόμα πως, και τις μέρες της
Αποκριάς –όπως και όλες τις γιορτινές μέρες-, όταν ο καιρός ήταν καλός, οι
κοπελιές του χωριού μαζεύονταν στο ‘’Αλωνάκι’’ και έπαιζαν διάφορα παιχνίδια.
Για τ’ αγόρια δεν θ’ αναφέρω τίποτα, γιατί όλο το χρόνο –πολύ περισσότερο όταν
δεν υπήρχε σχολείο- μόλις έβρισκαν ευκαιρία, έτρεχαν στ’ ‘’Αλώνια’’, μπροστά
από το Σχολείο (εκεί που είναι σήμερα το Γήπεδο και ο Άγιος Κωνσταντίνος, που
χτίστηκε αργότερα) και σκαρφίζονταν χίλια-δυο παιχνίδια! Τσικνοπέμπτη Μέσα στις
μέρες της Αποκριάς και του τριωδίου βρίσκεται και η ‘’Τσικνοπέμπτη’’. Είναι η
Πέμπτη της δεύτερης εβδομάδας του τριωδίου και την ονόμασαν έτσι επειδή, λένε
πως, αυτή τη μέρα κάθε νοικοκυρά πρέπει να ψήσει έστω και λίγο κρέας, για να
μοσχοβολήσει η γειτονιά από την τσίκνα του . Βέβαια, τα τσικνισμένα μεζεδάκια
έφερναν στο τραπέζι και το καλό κρασί και στη συνέχεια τα τραγούδια, το χορό
και τα ξεφαντώματα!… Ψυχοσάββατα Τις μέρες αυτές της Αποκριάς και της Καθαρής
Δευτέρας, οι απλοί άνθρωποι του χωριού –έπειτα από πολύμηνη κοπιαστική δουλειά-
διασκέδαζαν και χαίρονταν τη ζωή, αλλά δεν ξεχνούσαν και τους αγαπημένους τους,
που είχαν φύγει από κοντά τους και, ήδη, βρίσκονταν στη γειτονιά των Αγγέλων…
Έτσι, για τις ψυχές των δικών τους είχαν αφιερώσει ορισμένες ώρες από δύο
Σάββατα, τα ‘’Ψυχοσάββατα’’ όπως τα λένε. Και τούτα τα Σάββατα είναι: το ένα
της δεύτερης βδομάδας της αποκριάς και το άλλο εκείνο μετά την Καθαρή Δευτέρα,
των Αγίων Θεοδώρων. Σ’ όλα τα σπίτια βράζουν σιτάρι και αφού το ανακατέψουν με
ζάχαρη, σταφίδες, κόκκους από ρόδια –που τα φιλάνε όλο το χρόνο για τα κόλλυβα-
και διάφορους ξυρούς καρπούς, το βάζουν σε μια πιατελίτσα και το πάνε στην
εκκλησία. Εκεί τα ρίχνουν όλα μαζί σε ένα μεγάλο πανέρι. Τούτα τα
κόλλυβα/μνημόσυνα για τους πεθαμένους, αφού τα ‘’διαβάσει’’ πρώτα ο παπάς, μετά
τα μοιράζουν στο εκκλησίασμα, για να συχωρέσουν όλοι. Καθ’ ένας που παίρνει απ’
τα κόλλυβα λέει: «Θιος σχουρέσ(ει)». Από το ψυχοσάββατο της Αποκριάς οι
νοικοκυρές έφτιαχναν και τα ‘’ψυχοκέρια’’ (κεριά για τις ψυχές). Τα
‘’ψυχοκέρια’’ τα έφτιαχναν από πολλές μακριές λεπτές βαμβακερές κλωστές, που
τις είχαν βουτήξει πρώτα σε λειωμένο γνήσιο (ανόθευτο) κερί. Για την ψυχή κάθε
αγαπημένου νεκρού ονομάτιζαν και μία κλωστή. Όσες ψυχές δηλαδή ήθελε κανείς να
μνημονέψει, τόσες κλωστές είχε το ‘’ψυχοκέρι’’ του, γι’ αυτό και δεν είχαν όλα
το ίδιο πάχος. Όσες γυναίκες είχαν να μνημονέψουν πολλούς νεκρούς είχαν και πιο
χοντρό ‘’ψυχοκέρι’’. Στο τέλος έστριβαν λίγο τη δέσμη των κερωμένων κλωστών και
σχηματιζόταν ένα μακρύ κερί, ένα ‘’πολυκέρι’’ –θα έλεγα-, το οποίο τύλιγαν σε
σχήμα μικρού κυλίνδρου. Τα ψυχοκέρια τα κρατούσαν αναμμένα τις Κυριακές, τις
Παρασκευές των Χαιρετισμών και όποιες άλλες μέρες είχε λειτουργία μέχρι τη Μ.
Παρασκευή. Σαρακοστή και Καθαρή Δευτέρα Κάθε χρόνο -ανάλογα με το αν είναι
πρώιμο ή όψιμο το Πάσχα- έχουμε μέσα στο Μάρτη ένα μικρότερο ή μεγαλύτερο
κομμάτι από τη Σαρακοστή, αφού ετούτη η Σαρακοστή είναι κινητή. Οι διάφορες
νηστείες της σαρακοστής άρχισαν να εφαρμόζονται από τα πρώτα χριστιανικά χρόνια
και γίνονται σε ανάμνηση της νηστείας των «τεσσαράκοντα», των 40 ημερών που
έκανε ο Χριστός στην έρημο, πριν τη βάπτισή του στον Ιορδάνη, από τον Ιωάννη
τον Πρόδρομο. Ο όρος Σαρακοστή (από το Τεσσαρακοστή = θηλυκό του επιθέτου
τεσσαρακοστός) δεν υποδηλώνει πάντα χρονική περίοδο σαράντα ημερών. Είναι ένας
περιεκτικός όρος, που σημαίνει μια περίοδο νηστείας. Γι’ αυτό, αν και μόνο η
πριν από τα Χριστούγεννα Σαρακοστή είναι 40 ημερών, ‘’σαρακοστές’’ λέγονται και
η πριν από το Πάσχα, σαρακοστή των 50 ημερών, και των Αγίων Αποστόλων
–μικρότερης ή μεγαλύτερης διαρκείας, ανάλογα από το πότε έχουμε Πάσχα- η οποία
διαρκεί από την επόμενη μέρα της Κυριακής των Αγίων Πάντων μέχρι τις 29
Ιουνίου. Το ίδιο ισχύει και για αυτή του Δεκαπενταύγουστου, που κρατάει από την
1η έως και τις 14 Αυγούστου. Τη Μεγάλη Σαρακοστή –αυτή, πριν από το Πάσχα, που
κρατάει 50 μέρες- στο ‘’Θεολόγο’’ τη λέμε και Μακριά Σαρακοστή. Να προστεθεί
ακόμα ότι, με τη λέξη νηστεία δεν εννοούμε πάντα την αποχή από κάθε τροφή. Τις
περισσότερες φορές απέχουμε από ορισμένα μόνο είδη τροφών, όπως: το κρέας, τα
ψάρια, τα αβγά και τα τυροκομικά προϊόντα. Κάποιες φορές –αλλά για λίγες μόνο
μέρες- γίνεται αποχή και από το λάδι και σπάνια και από το νερό. Από την Καθαρή
Δευτέρα και για 50 μέρες , ως την Κυριακή του Πάσχα, οι Θεολογίτες νήστευαν.
Δεν έτρωγαν κρέας, ψάρια, αβγά, γιαούρτια, τυριά κ.λπ. Μόνο στις 25 του Μάρτη
και την Κυριακή των Βαΐων, εκτός από νηστίσιμα φαγητά, έτρωγαν και ψάρια. Στο
χωριό μας, που δεν είναι παραθαλάσσιο, αυτή τη μέρα στην ημερήσια διάταξη
βρισκόταν ο μπακαλιάρος. Ήδη, έχουν προηγηθεί δύο βδομάδες με πλούσια φαγητά
και με μεγάλη κρεατοφαγία. Ακολούθησε η ‘’Τυρινή’’ -τρίτη εβδομάδα του
Τριωδίου-, που έβαλε φρένο στο κρέας και από τις αρτύσιμες τροφές, επιτρέπονται
μόνο τα αβγά και τα γαλακτοκομικά. Τώρα, με την Καθαρή Δευτέρα μπαίνουμε
κανονικά στην καθαρτική περίοδο της νηστείας και της περισυλλογής, της
προετοιμασίας για το Πάσχα. Η Κ. Δευτέρα είναι η πρώτη μέρα νηστείας της
Μακριάς Σαρακοστής. Τη μέρα αυτή παλαιότερα όλοι νήστευαν και το λάδι. Κάποιες
γριούλες μάλιστα –και όχι μόνο- δεν έτρωγαν ούτε ψωμί και δεν έπιναν ακόμα ούτε
νερό! Τα πιο συνηθισμένα φαγητά της Καθαρής Δευτέρας ήσαν: τα φασόλια σούπα
(αλλά χωρίς λάδι), τα χόρτα, ο ταραμάς, τα ψάρια από τον τάλαρο (οι ελιές
δηλαδή), τα μαρούλια, τα φρέσκα κρεμμυδάκια, τα ρεπανάκια, τα τουρσιά, το
πετιμέζι, ο χαλβάς κ.λπ. Στο τραπέζι των πολύ τυχερών βρισκόταν -καμιά φορά-
και κάνα χταποδάκι, καλαμαράκια και διάφορα άλλα θαλασσινά, που είχαν φέρει από
την Χαλκίδα. Την πρώτη θέση, φυσικά, τούτη τη μέρα, είχαν οι φρεσκο-ψημένες
λαγάνες, στις οποίες -αντί για ‘’κέντημα’’- οι νοικοκυράδες έκαναν, στην πάνω
επιφάνιά τους ‘’δαχτυλιές’’, λακουβίτσες δηλαδή με τα δάχτυλά τους. Την Καθαρή
Δευτέρα -αν ήταν καλός ο καιρός- έκαναν την εμφάνισή τους στον ουρανό και
κάποιοι χαρταετοί, που τους έφτιαχναν τα παιδιά μόνα τους με καλάμια, που τα
έσκιζαν στα τέσσερα και με εφημερίδες. Για κόλλα δεν ήθελαν παρά μόνο λίγο
αλεύρι και νερό και η ‘’αλευρόκολλα’’ ήταν έτοιμη. Έτσι, χρήματα χρειάζονταν
μόνο για σπάγκο. Όσα από τα παιδιά είχαν καλό χαρτζιλίκι -κάτι που σπάνιζε,
εκείνα τα χρόνια- αγόραζαν και καμιά λαδόκολλα και φάνταζε πολύ πιο ωραίος ο
αϊτός τους. Τα πιο μικρά παιδιά, αντί για αϊτό, πετούσαν ‘’ψαλίδες’’ , που τις
έφτιαχναν με ένα φύλλο χαρτί από τα μαθητικά τους τετράδια. Για σκοινί
χρησιμοποιούσαν πολύ λεπτή κλωστή, από κουβαρίστρες. Μια φορά, δεν θυμάμαι με
ποια παιδιά ήμασταν στου ‘’Λιθαριά’’, εκεί που είναι σήμερα η Αγία Τριάδα.
Κάποιος είχε την ιδέα να φτιάξουμε ‘’ψαλίδες’’. Προσπαθήσαμε να τις σηκώσουμε,
αλλά μόνο η μία ανέβαινε ψηλά. Έτσι, αποφασίσαμε να βάλουμε όλες τις κλωστές σ’
εκείνη την ‘’ψαλίδα’’. Στη συνέχεια ανέβηκε πολύ ψηλά. Στο τέλος μας ξέφυγε και
η κλωστή και την είδαμε να χάνεται μέσα στα σύννεφα, προς το μέρος της
Δέλφης!... Κάποιοι φανατικοί οπαδοί του χαρταετού, τον πετούσαν ακόμα και το
βράδυ! Μάλιστα, μόλις σουρούπωνε, έφτιαχναν και ένα μικρό φανάρι από λαδόκολλα
–αν θυμάμαι καλά- και μέσα έβαζαν ένα αναμμένο κερί. Στη συνέχεια, περνούσαν
τον μίτο -το σκοινί που κρατούσε τον αετό- μέσα από την τρύπα που είχε το
χεράκι του φαναριού και το αναμμένο φαναράκι –με τη βοήθεια του αέρα- ανέβαινε
και σταματούσε μπροστά στα ζύγια του! Όντως, ήταν υπέροχο θέαμα και δίκαια
καμάρωναν οι κατασκευαστές τους. Να πω πως, υπήρχαν και οι άτυχοι που, ο αϊτός
τους -με το πρώτο ‘’πέταμα’’- έκανε μια θεαματική τούμπα και βρισκόταν
στραπατσαρισμένος στη γη. Άλλοι πάλι μπλέκονταν στα κλαδιά κάποιου ψηλού
δέντρου και έμεναν για μέρες εκεί, για να μας θυμίζουν πόσο μάταιη είναι, καμιά
φορά, ακόμα και η πιο φιλότιμη προσπάθεια!... Τα κορίτσια έστηναν το χορό στο
‘’Αλωνάκι’’ και έπαιζαν διάφορα παιχνίδια. Τα πιο παλιά χρόνια, την Καθαρή
Δευτέρα λένε πως συνηθιζόταν και το έθιμο του ‘’αρμυροκούλουρου’’. Αν τούτο
είναι αλήθεια, τότε αυτό θα το διέδιδαν οι πιο έξυπνοι, για να το
πραγματοποιήσουν οι πιο μπόσικοι και να γελάσουν λίγο. Έλεγαν λοιπόν πως,
ζύμωναν και έψηναν ένα μεγαλούτσικο κουλούρι, στο οποίο έβαζαν και μπόλικο
αλάτι, από εδώ και το όνομά του ‘’αρμυροκούλουρο’’. Στη συνέχεια το έτρωγαν και
όλη τη μέρα δεν έπιναν καθόλου νερό. Έπειτα απ’ αυτό, τη νύχτα όποιον έβλεπαν
στον ύπνο τους να τους δίνει νερό -να ξεδιψάσουν- αυτόν και θα παντρεύονταν ή
κάποιον που θα έφερε το όνομά του!! Μετά την Καθαρή Δευτέρα μέχρι το Πάσχα, τις
έξι Κυριακές των νηστειών που ακολουθούσαν οι κάτοικοι του χωριού πήγαιναν στην
εκκλησία. Μεγαλύτερη όμως προσέλευση γινόταν την Α΄ Κυριακή -της Ορθοδοξίας-,
την Γ΄ Κυριακή -της Σταυροπροσκύνησης- την ΣΤ΄ -των Βαΐων-, αλλά και τις πέντε
βραδινές ακολουθίες των Χαιρετισμών, κάθε Παρασκευή, τις οποίες παρακολουθούσαν
με μεγάλη κατάνυξη. Η Κυριακή της Ορθοδοξίας, είναι η ημέρα που εορτάζεται η
αποκατάσταση των εικόνων. Γι’ αυτό και όταν κάποια στιγμή ο παπάς έβγαινε –και
βγαίνει και σήμερα- έξω, οι εκκλησιαζόμενοι έπαιρναν μαζί τους και από μία
εικόνα και η λειτουργία συνεχιζόταν πιο πανηγυρική, στο προαύλιο της εκκλησίας
. Την Γ΄ Κυριακή των νηστειών, τη γνωστή ως Κυριακή της Σταυροπροσκύνησης, η
υμνολογία είναι εξολοκλήρου αφιερωμένη στον Τίμιο Σταυρό. Από τότε που ο
Χριστός μαρτύρησε πάνω στον ξύλινο σταυρό, για τους χριστιανούς τούτο το ξύλο
έγινε ‘’Τίμιο ξύλο’’ και θεωρείται ως μέσο αποτροπής κάθε κακού . Την Κυριακή
της Σταυροπροσκύνησης ο παπάς μοίραζε και λουλούδια, τα οποία οι
εκκλησιαζόμενοι τα τοποθετούσαν στα εικονίσματα τους. 25η Μαρτίου Μερικές μέρες
μετά την Κ. Δευτέρα –πότε λιγότερες, πότε περισσότερες- ανάλογα με το αν το
Πάσχα ήταν όψιμο ή πρώιμο, ερχόταν η 25η Μαρτίου . Λένε ότι, αν κάποια μέρα,
καταργηθούν όλες οι γιορτές και θα πρέπει να κρατήσουμε μόνο μία, αυτή θα είναι
η 25η Μαρτίου. Γιατί η μέρα αυτή είναι για τους Έλληνες διπλή γιορτή,
θρησκευτική και εθνική. Για το θρησκευόμενο ελληνικό λαό συμβολίζει την
ενσάρκωση του Σωτήρα Χριστού, αλλά ταυτόχρονα και την ανάσταση του σκλαβωμένου
γένους, έπειτα από 400 περίπου χρόνια μαύρης σκλαβιάς. Όπως, λοιπόν, σε όλες
τις πόλεις και τα χωριά της πατρίδας μας, έτσι και στο δικό μας περίμεναν με
μεγάλη χαρά αυτή τη γιορτή. Από τις πρώτες μέρες είχε αρχίσει ο καθαρισμός των
σπιτιών και των στάβλων. Αλλά και όλες οι αυλές και οι δρόμοι μοσχομύριζαν
ασβέστη. Οι μαθητές του σχολείου –με τη βοήθεια των δασκάλων τους- είχαν πέσει
με τα μούτρα για να μάθουν τα διάφορα σκετς, τα ποιήματα και τα τραγούδια
–πατριωτικού περιεχομένου- που θα έλεγαν τούτη την ξεχωριστή μέρα για τον
Ελληνισμό. Πιο παλιά, την παραμονή του Ευαγγελισμού -στις 24 του Μάρτη-, τα παιδιά
του χωριού έπαιρναν από ένα τηγάνι και στην αρχή όλα μαζί τα χτυπούσαν –απ’ την
ανάποδη μεριά- μ’ ένα ξύλο δυνατά 21 φορές. Στη συνέχεια έτρεχαν στους δρόμους
της γειτονιάς και γύρω από τα σπίτια τους και -επαναλαμβάνοντας συνεχώς τα
χτυπήματα- έλεγαν: «Μέσα τα καλά - έξω τα κακά, μέσα τα καλά - έξω τα κακά». Το
έθιμο αυτό έχει τις ρίζες του στο1821. Κάπως έτσι έλεγαν πως, μεταδόθηκε το
σύνθημα, από χωριό σε χωριό κι από γειτονιά σε γειτονιά, λίγο πριν αρχίσει η
επανάσταση, για τον ξεσηκωμό και την απελευθέρωση του σκλαβωμένου γένους.
Έλεγαν δηλαδή, πως -εκείνη τη μέρα- όσοι ήξεραν το μεγάλο μυστικό, χτυπούσαν τα
τηγάνια. Και όταν οι άλλοι τους ρωτούσαν: ‘’τί τρέχει, τί συμβαίνει, βρε
παιδιά;’’, εκείνοι τους απαντούσαν με σιγανή φωνή, για να μην τους πάρει
χαμπάρι και κανένας Τούρκος: «Επανάσταση, πατριώτες!... Ζωστείτε τ’
άρματα!...». Στις 25 του Μάρτη και μετά τον εκκλησιασμό, μικροί και μεγάλοι
μαζεύονταν στην πλατεία του χωριού, για να παρακολουθήσουν την παρέλαση των
μαθητών και τις απαγγελίες των ποιημάτων. Έπειτα από λίγα λόγια που έλεγε ο
δάσκαλος για τον εορτασμό της ημέρας, οι μαθητές έλεγαν τα ποιήματά τους, αλλά
έπαιζαν και διάφορα μικρο-σκετς. Στο τέλος όλα τα παιδιά έπαιρναν από τον
Πρόεδρο της Κοινότητας το πατροπαράδοτο –και λαχταριστό, για κείνη την εποχή-
λουκουμάκι και η γιορτή τέλειωνε. Για αρκετά χρόνια, στις παρελάσεις του χωριού
έπαιρνε μέρος και μια ομάδα από αδειούχους φαντάρους και άλλους νέους άντρες.
Την εκπαίδευση τους είχε αναλάβει ο συχωρεμένος ο Νίκος Μπισερδής, ο οποίος παλαιότερα
ήταν εκπαιδευτής. Ακόμα, ο μπαρμπα-Γιώργης ο Τουλούμης (ο περισσότερο γνωστός
σαν Περδίκης) –μετά τα ποιήματα και τα σκετς των παιδιών- μας απάγγελνε από
στήθους ένα μακροσκελές ποίημα για το ‘’Μπιζάνι’’. Ο μπαρμπα-Γιώργης –όπως και
άλλοι, μεταξύ των οποίων και ο πατέρας μου- είχε πολεμήσει για την απελευθέρωση
των Ιωαννίνων και νομίζω πως είχε τραυματιστεί εκεί, στα ‘’απόρθητα’’ οχυρά του
Μπιζανιού. Μετά το τέλος της γιορτινής εκδήλωσης πηγαίναμε κατ’ ευθείαν στο
σπίτι για φαγητό. Στο τραπέζι αυτής της μέρας –όπως προαναφέρθηκε-, εκτός από
τα άλλα νηστίσιμα φαγητά, υπήρχαν οπωσδήποτε ψάρια ή μπακαλιάρος. Η μέρα
έκλεινε με τις επισκέψεις σ’ αυτούς που γιόρταζαν, στους Βγγέληδες και στις
Βαγγελίτσες. Χαιρετισμοί - Ακάθιστος Ύμνος Τις πέντε πρώτες Παρασκευές της
Μακριάς Σαρακοστής έχουμε και τις ακολουθίες των Χαιρετισμών. Πρόκειται για
έναν εγκωμιαστικό ύμνο προς την Παναγία, που αποτελείται από ένα προοίμιο και
από 24 στροφές, που ονομάζονται «οίκοι». Οι 24 στροφές αυτού του ύμνου –που
ακολουθούν το κοντάκιο- αρχίζουν καθεμιά και με ένα γράμμα του αλφαβήτου, από
το Α μέχρι το Ω. Ο κάθε οίκος αρχίζει με τη λέξη ‘’χαίρε’’ –λέξη που είπε ο
Αρχάγγελος Γαβριήλ στην Παρθένο Μαρία-, γι’ αυτό και ονομάστηκαν
‘’χαιρετισμοί’’. Τις τέσσερις πρώτες Παρασκευές ψέλνονται έξι στροφές-οίκοι
κάθε φορά. Ενώ την πέμπτη Παρασκευή επαναλαμβάνονται όλοι μαζί και οι 24
‘’οίκοι’’. Κατά την ώρα που ψέλνεται τούτος ο Ύμνος –οι χαιρετισμοί δηλαδή- οι
πιστοί, δεν κάθονται, στέκονται όλοι όρθιοι, γι’ αυτό και λέγεται Ακάθιστος Ύμνος.
Το προοίμιο ή κοντάκιο αναφέρει τα εξής: «Τη Υπερμάχω Στρατηγώ τα νικητήρια, ως
λυτρωθείσα των δεινών, ευχαριστήρια, αναγράφω Σοι, η πόλις Σου, Θεοτόκε. Άλλ’
ως έχουσα το κράτος απροσμάχητον, εκ παντοίων με κινδύνων ελευθέρωσον, ίνα
κράζω Σοι, χαίρε Νύμφη ανύμφευτε». Ο Ακάθιστος ύμνος ακούστηκε για πρώτη φορά
στις 6 Αυγούστου του 626 μ.Χ., στην Παναγία των Βλαχερνών της
Κωνσταντινούπολης. Και τούτο, για να τιμηθεί η Θεοτόκος, η οποία είχε βοηθήσει
να διασωθεί η πόλη –εκείνη τη μέρα- από βέβαιη καταστροφή από τους Πέρσες και
τους Άβαρους (ασιατικός λαός). Λένε πως, ο Ακάθιστος Ύμνος είναι γραμμένος από
τον πατριάρχη Σέργιο ή από τον ποιητή Πισίδη. Υπάρχει και η γνώμη πως, είναι
έργο του Ρωμανού του Με-λωδού, του σπουδαιότερου υμνογράφου τους Ορθοδοξίας ή και
κάποιου άλλου. Οι χαιρετισμοί είναι από τις δημοφιλέστερες βραδινές ακολουθίες
και τους παρακολουθούσαν οι περισσότεροι Θεολογίτες. Του Λαζάρου και των Βαΐων
Λάζαρος α-πεθαμένος και με το κερί ζωσμένος. Το Σάββατο του Λαζάρου είναι μέρα
λύπης και χαρά μαζί. Λύπης, για το θάνατο του Λαζάρου, του φίλου του Χριστού
και χαράς για την ανάστασή του. Τα παλιά τα χρόνια, το Σάββατο του Λαζάρου -που
έκλειναν και τα σχολεία, για τις διακοπές του Πάσχα-, πολλά κορίτσια πήγαιναν
από σπίτι σε σπίτι και τραγουδούσαν τον ‘’Λάζαρο’’. Πολλές φορές έπαιρναν μαζί
τους και ένα μικρό αγόρι, για ‘’Λάζαρο’’. Στο τέλος, οι νοικοκυρές -για φίλεμα-
τους έδιναν αβγά. Τα λόγια με τα οποία τα παιδιά τραγούδαγαν το Λάζαρο ήσαν τα
ακόλουθα: Ήρθ’ ο Λάζαρος, ήρθανε τα Βάγια, Ήρθ’ η Κυριακή όπου τρών’ τα ψάρια.
Βάγια, βάγια του βαγιού τρώνε ψάρια και κολιοί, και την άλλη Κυριακή τρώνε το
ψητό τ’ αρνί. Δώστε μας αβγά να γεννούν οι κότες κι οι φωλίτσες σας να μην τα
χωράνε. Κι απού χρόν’ . Το τραγούδι του Λαζάρου -που έλεγαν οι μεγαλύτερες κοπέλες-
είναι ένα αφηγηματικό μοιρολόι και έχει τούτα τα λόγια: Την ημέρα την Τετάρτη,
κίνησ’ ο Χριστός για να ‘ρθει. Κάνε βγήκε κι η Μαρία έξω από τη Βηθανία. Αν εδώ
ήσουνα Χριστέ μου, δεν θα πέθαιν’ ο αδερφός μου. Άντε, πίστεψε Μαρία κι έλα
πάμε στα μνημεία. Τότε ο Χριστός δακρύζει και τον Άδη φοβερίζει. Σήκω (α)πάνω
Λάζαρέ μου, φίλε και αγαπητέ μου… Τότε, ο Λάζαρος σηκώθη, αναστήθη, απολυτρώθη.
Πες μας Λάζαρε τι είδες, εις τον Άδη που επήγες;… Είδα φόβους, είδα τρόμους,
είδα βάσανα και πόνους. Δώστε μου λίγο νεράκι, να ξεπλύνω το φαρμάκι, της
καρδιάς μου τα χειλέων και μη με ρωτάτε πλέον. Κάθε χρόνο του Λαζάρου –πριν
φυτευτούν οι βάγιες στην Παναγία- ένας άντρας πήγαιναν στη Σέττα και έφερνε
μερικές κλάρες από βάγιες. Τούτα τα βαγιόκλαδα τα μοίραζε ο παπάς την επόμενη
μέρα -των Βαΐων- στο εκκλησίασμα. Όσοι τα έπαιρναν τα τοποθετούσαν στα
εικονίσματα και έβαζαν από κάνα δυο φύλλα όταν μαγείρευαν κουκιά, αλλά και σε
ορισμένα άλλα φαγητά. Βάγια μοιράζονται γιατί την Κυριακή των Βαΐων, που μπήκε
ο Χριστός θριαμβευτικά στα Ιεροσόλυμα, είχαν στρώσει τους δρόμους με κλαδιά από
βάγιες. Όταν τα βάγια που παίρνανε από τον παπά ήταν πολύ ανθισμένα λέγανε ότι
–εκείνη τη χρονιά- θα γέμιζαν και οι ελιές καρπό. Ακόμα, με τούτα τα βάγια
χτυπούσαν ελαφρά ο ένας το κεφάλι του άλλου και έλεγαν: «χρόνια πουλλά». Ξέχασα
να πω ότι, με βαγιόκλαδα στόλιζαν και κάποιες από τις εικόνες της εκκλησίας.
Τούτη τη μέρα –όπως προαναφέρθηκε- έτρωγαν ψάρια, συνήθως μπακαλιάρο. Λέγανε
πως, αν δεν υπήρχε δυνατότητα να βρεθούν ψάρια, θα έπρεπε –για το καλό- να
γλείψουμε τουλάχιστον ένα κόκαλο ψαριού! Μεγαλοβδομαδιάτικα Τη Μεγάλη Βδομάδα
-την πιο πένθιμη βδομάδα της Χριστιανοσύνης- η νηστεία ήταν περισσότερο
αυστηρή. Μία μάλιστα ή δύο μέρες πριν μεταλάβουν δεν έτρωγαν ούτε λάδι και
κάποιοι ούτε φαγητό! Παρά ταύτα, τις μέρες αυτές γινόταν και μεγάλος οργασμός
στο χωριό. Όλοι, αλλά κυρίως οι γυναίκες, προσπαθούσαν να ετοιμάσουν τα πάντα,
για να είναι όλα πανέτοιμα τη μεγάλη μέρα της Λαμπρής. Έπλεναν, σιδέρωναν,
σκούπιζαν σπίτια, αυλές, δρόμους και ασβέστωναν παντού. Ό,τι έκαναν, δηλαδή,
όλες τις μεγάλες γιορτές και όχι μόνο. Έτσι, τη Λαμπρή όλα μοσχοβολούσαν και
άστραφταν από καθαριότητα. Για τη Μεγάλη Βδομάδα λέγανε: «Ή στου βότανου ή
στουν πόταμου». Και ήθελαν μ’ αυτό να πούνε πως, η εποχή ήταν κατάλληλη για να
βγουν τ’ αγριόχορτα από τα περιβόλια, από τ’ αμπέλια και από κάποια σπαρτά.
Αλλά και -λόγω του Πάσχα- οι γυναίκες έπρεπε να πάνε στο ποτάμι να πλύνουν τα
ρούχα τους, τα σεντόνια, τις λερωμένες -από τη χειμωνιάτικη χρήση- βελέντζες,
κ.λπ. Νωρίς τα βράδια πήγαιναν στην εκκλησία για ν’ ακούσουν με κατάνυξη -από
την αρχή- τους υπέροχους ύμνους αυτών των ημερών, πολλούς από τους οποίους
ελάχιστοι καταλάβαιναν τι έλεγαν! Όμως ήθελαν να βρίσκονται εκεί!
Παρακολουθούσαν στιγμή-στιγμή την μαρτυρική πορεία του Ιησού προς το Γολγοθά,
σαν να βίωναν περιπέτεια δικού τους ανθρώπου. Τη Μεγάλη Τρίτη πολλοί πήγαιναν
στην εκκλησία για να ακούσουν το υπέροχο τροπάριο που έχει γράψει η υμνωδός
Κασσιανή. Όμως τους τραβούσε περισσότερο και η ιστορία αυτής της κοπέλας, η
οποία, αν και απάντησε εύστοχα και θαρρετά σε ερώτηση του νεαρού αυτοκράτορα
Θεόφιλου, έχασε το στέμμα τής αυτοκράτειρας -του λαμπρότερου και ισχυρότερου
θρόνoυ της οικουμένης- μέσα από τα χέρια της! Η Μεγάλη Πέμπτη ήταν η μέρα που
οι νοικοκυράδες έβαφαν τα κόκκινα αβγά και ζύμωναν τις λαμπρο-κουλούρες. Εκτός
από τη μεγάλη κουλούρα που θα ήταν για το τραπέζι της Λαμπρής, έφτιαχναν και
άλλες μικρότερες και σε όλες έβαζαν πάνω ένα κόκκινο αβγό. Κάποιες από τις
μικρές τις έδιναν σε φίλους και συγγενείς. Ενώ, τα βαφτιστήρια, εκτός από
κουλούρα, τα φίλευαν και με άλλα καλούδια, αλλά και χρήματα. Όσοι πενθούσαν
στενό τους συγγενή δεν έβαφαν αβγά ή τα έβαφαν μπλε και βιολετί. Τους έδιναν,
όμως, κόκκινα αυγά οι συγγενείς και οι φίλοι τους και περισσότερο αν υπήρχαν
μικρά παιδιά, για να μην μείνουν με το παράπονο. Το βράδυ της Μ. Πέμπτης όλοι
πάλι έτρεχαν στην εκκλησία για τα δώδεκα Ευαγγέλια και την τελετή της
Σταύρωσης. Κάποιες χρονιές, μερικοί κάθονταν μέχρι το πρωί στην εκκλησία και
ξενύχτιζαν μαζί με τον σταυρωμένο Χριστό! Η Μεγάλη Παρασκευή είναι η κατ’
εξοχήν μέρα πένθους και νηστείας. Δουλειές βαριές δεν γίνονταν τούτη τη μέρα.
Όλοι αισθάνονταν σαν να είχαν ένα δικό τους αγαπημένο πρόσωπο νεκρό. Κι αν
έβλεπαν και κάνα σύννεφο στον ουρανό, άκουγες να λένε: «λέψ’, κι ου ήλιους
λυπημένους είνι σήμιρα κι κρύφτκι…». Τούτη τη μέρα, από τα χαράματα, οι
καμπάνες χτυπούσαν πένθιμα (νεκρικάτα , λέμε στο χωριό μας). Όλα τα παιδιά
–κορίτσια και αγόρια- από νωρίς ξεχύνονταν στα χωράφια, για να μαζέψουν
αγριολούλουδα –ασπρολούλουδα (=μαργαρίτες), γερανάκια κ. ά.-, τα οποία πήγαιναν
στην εκκλησία, όπου οι κοπέλες του χωριού στόλιζαν τον Επιτάφιο . Κατά την ώρα
του στολίσματος, κάθε τόσο, έψελναν ένα μοιρολόι, που αναφερόταν στην σταύρωση
του Χριστού. Τούτο το μοιρολόι –που το λένε κάθε Μεγάλη Παρασκευή- είναι ένα
θρηνητικό αφήγημα, ένα οδοιπορικό, που αρχίζει από τη σύλληψη του Χριστού και
τελειώνει με τη σταύρωση του. Είναι το ‘’Σήμερα μαύρος ουρανός’’. Έτσι, οι
απλοί άνθρωποι του λαού θρηνούν έμμεσα την ανθρώπινη τύχη του Θεανθρώπου.
Παράλληλα συμπάσχουν και με την τραγική μάνα, την Παναγιά, που βλέπει το παιδί
της να υποφέρει και έχει διαπεραστεί το είναι Της με πύρινη ρομφαία. Στο αφτί
του πιστού χριστιανού το μοιρολόι της Μ. Παρασκευής ακούγεται σαν καλάντισμα
και σαν προσευχή! Πρέπει να πούμε πως, υπάρχουν πάρα πολλές παραλλαγές αυτού
του αφηγηματικού Μοιρολογιού των Παθών, που τα πρωτο-συναντάμε σε χειρόγραφα
από τον 14ο αιώνα και μετά. Προφορικά βέβαια, στον ελλαδικό χώρο, θα ακουγόταν
και πολύ νωρίτερα, από αυτή την περίοδο. Ας το παρακολουθήσουμε έτσι, όπως το
έλεγαν στο χωριό μας: Σήμερα μαύρος ουρανός, σήμερα μαύρη μέρα, σήμερα όλοι
θλίβονται και τα βουνά λυπούνται. Σήμερα πήρανε βουλή οι άνομοι Εβραίοι, οι
άνομοι και τα σκυλιά και οι τρισκαταραμένοι, για να σταυρώσουν το Χριστό των
πάντων Βασιλέα. Ο Κύριος ηθέλησε να μπει σε περιβόλι, να κάνει δείπνο μυστικό,
για να τον λάβουν όλοι… Η Παναγιά η Δέσποινα καθόταν μοναχή της, τις προσευχές
της έκανε για τον μονογενή της. Φωνή της ήρθε εξ ουρανού κι απ’ Αρχαγγέλου στόμα:
«Σώνουν (ή φτάνουν) Κυρά μου οι προσευχές, φτάνουν και οι μετάνοιες, το γιο σου
τόνε πιάσανε και στο Χαλκιά τον πάνε και στου Πιλάτου τις αυλές εκεί τον
τυραννάνε». Χαλκιά, Χαλκιά κόψε καρφιά, κόψε και δυο πιρούνια Και κείνος ο
παλιόγυφτος τραβάει και κόβει πέντε. Εσύ Χαλκιά που τα ’κοψες, εσύ (ή πρέπει)
και να διατάξεις. Τα δυο βάλτε στα χέρια του και τ’ άλλα δυο στα πόδια, το
πέμπτο το φαρμακερό βάλτε το στην καρδιά του, να στάξει αίμα και νερό να
λιγωθεί η καρδιά του . Η Μάρθα κ’ η Μαγδαληνή και του Λαζάρου η μάνα και του
Ιακώβου η αδερφή κ’ οι τέσσερις αντάμα. Πήραν τη στράτα το στρατί, στρατί το
μονοπάτι, το μονοπάτι τ’ς έβγαλε μέσ’ στου ληστή (ή δικαστή) την πόρτα. Άνοιξε
πόρτα του ληστή και πόρτα του Πιλάτου! Κ’ η πόρτα, (α)πό το φόβο της, άνοιξε μοναχή
της. Κοιτάει ζερβά, κοιτάει δεξιά (η Παναγία), κανέναν δεν γνωρίζει, κοιτάει
και δεξιότερα βλέπει τον Αϊ-Γιάννη. Άγιε μου Γιάννη Πρόδρομε και βαπτιστή του
γιου μου , μην είδες τον υγιόκα (υιό-κα, γιόκα) μου και το διδάσκαλό σου; (ή το
μονογενή μου;). Δεν έχω πόδια να σταθώ, γλώσσα να σου μιλήσω, δεν έχω
χεροπόδαρα, για να σου τόνε δείξω… Το βλέπεις κείνο το χλωμό (ή το γυμνό) το
παραπονεμένο, όπου φορεί πουκάμισο στο αίμα βουτηγμένο, όπου φορεί στην κεφαλή
αγκάθινο στεφάνι; Εκείνος είναι ο γιόκας σου και μένα ο δάσκαλός μου. Η Παναγιά
σαν τ’ άκουσε έπεσε και λιγώθη. Στάμνες νερό της ρίξανε, τρία κανάτια μόσχο και
τρία μυρωδόσταμα, για να της έρθει ο νους της. Και σαν της ήρθε ο λογισμός και
σαν της ήρθε ο νους της, ζητάει μαχαίρι να σφαγεί, φωτιά να πέσει μέσα (ή
γκρεμό να πάει να πέσει). Δε μου μιλάς παιδάκι (ή αγόρι) μου, δε μου μιλάς
παιδί μου; Τι να σου πω μανούλα μου που διάφορο (=κέρδος, όφελος) δεν έχεις.
Σύρε μάνα μ’ στο σπίτι σου, και κάνε τη δουλειά σου και κάνε την παρηγοριά, για
να την κάνουν όλοι. Μόνο το Μέγα Σάββατο, το Μέγα Μεσημέρι (ή κοντά το
μεσονύχτι), που θα λαλήσει ο πετεινός, σημαίνουν οι καμπάνες. Σημαίνει ο Θεός,
σημαίνει η γη, σημαίνουν τα επουράνια, σημαίνει κ’ η Αγια-Σοφιά, με τρεις (ή με
τις) χρυσές καμπάνες (ή το μέγα μοναστήρι) . Τότε και συ, Μανούλα μου, θα ‘χεις
χαρές μεγάλες! Όποιος το λέει σώζεται κι όποιος τ’ ακούει αγιάζει κι όποιος το
καλο-αφουγκραστεί παράδεισο θα λάβει. Τη Μ. Παρασκευή δεν έπιαναν καρφιά και
σφυριά στα χέρια τους, πολύ δε περισσότερο δεν κάρφωναν, όχι από πρόληψη, αλλά
γιατί αυτή τη μέρα κάρφωσαν το Χριστό στο σταυρό. Επίσης τη μέρα αυτή -που
νήστευαν και το λάδι- έπιναν και λίγο ξύδι, επειδή με ξύδι πότισαν τον Χριστό,
όταν είπε: «διψώ». Να προστεθεί πως, τη Μ. Παρασκευή οι χαρτοπαίκτες δεν έπαιζαν
–και δεν παίζουν και σήμερα- χαρτιά, κρεμάνε μάλιστα το ‘’Βαλέ’’ από το ταβάνι
του καφενείου. Τα Εγκώμια Το βράδυ της Μ. Παρασκευής όλοι πήγαιναν στην
εκκλησία για την Ακολουθία του Επιτάφιου θρήνου, αλλά περισσότερο για ν’
ακούσουν και να ψάλλουν τα Εγκώμια: το ‘’η Ζωή εν Τάφω’’, το ‘’Άξιον εστί’’ και
το ‘’αι Γενεαί πάσαι’’. Όσοι είμαστε σε κομπανίες που –μαζί με τους ψαλτάδες-
θα λέγαμε τα εγκώμια, πηγαίναμε νωρίς στην εκκλησία, για να είμαστε εκεί πριν
αρχίσουν και προσπαθούσαμε να τα πούμε όσο μπορούσαμε καλύτερα. Ανάμεσά τους
υπήρχαν κάποιοι συγκλονιστικοί στίχοι, όπως το: Ω γλυκύ μου έαρ, γλυκύτατόν μου
τέκνον, που έδυ σου το κάλος; Πριν βγει ο Επιτάφιος έξω από την εκκλησία για
την περιφορά του, τέσσερα νέα παλικάρια -συνήθως στρατιώτες- τον κρατούσαν έξω
από τη δυτική είσοδο της εκκλησίας και όλο το εκκλησίασμα περνούσε από κάτω.
Κάτι που γίνεται και σήμερα. Στη συνέχεια ο κόσμος ακολουθούσε την περιφορά του
Επιταφίου -τη συμβολική κηδεία του Θεανθρώπου- στα δρομάκια του χωριού, με την
βέβαιη προσδοκία της Ανάστασής Του. Στη βορινή άκρη του χωριού –στο σημείο που
ξεκινάει ο δρόμος για το Μίστρο- και στην κεντρική πλατεία γίνονται δύο στάσεις
και ψέλνονται δεήσεις. Μετά την περιφορά τον Επιτάφιο δεν τον γύριζαν πάλι στον
Αϊ-Γιάννη, τον πήγαιναν στην Παναγία. Από τότε όμως που χτίστηκε η εκκλησία
μέσα στο χωριό, δεν τον πηγαίνουν στην Παναγία, τον ξαναγυρίζουν πάλι στον Άγιο
Κωνσταντίνο. Τα ‘’ψυχοκέρια’’ που -όλες τις μέρες της Σαρακοστής- κρατούσαν οι
μεγάλες κυρίως γυναίκες στην εκκλησία, δεν το είχαν συνέχεια αναμμένο, για να
φτάσει μέχρι τούτη τη μέρα. Αν τη Μ. Παρασκευή δεν είχε καεί τελείως, το άφηναν
στην εκκλησία μαζί με τ’ άλλα μισο-καμένα κεριά. Μεγάλο Σάββατο Όλα τα
νοικοκυριά, από νωρίς, είχαν μεριμνήσει για το πασχαλινό ‘’μανάρι’’ –το ‘’Λάμπρο’’,
όπως το βάφτιζαν- που θα σούβλιζαν το Πάσχα. Γι’ αυτή τη δουλειά διάλεγαν το
καλύτερο αρνί ή κατσίκι που είχαν. Περισσότερο όμως για την πασχαλιάτικη σούβλα
προτιμούσαν αρνί, γιατί τα αρνιά είναι πιο παχιά και δεν χρειάζονται συνέχεια
λάδωμα. Το Μεγάλο Σάββατο ήταν η μέρα ‘’της σφαγής των αμνών’’, γι’ αυτό και οι
αυλές κοκκίνιζαν, από τα αίματα των αρνιών και των κατσικιών, που προορίζονταν
για το πασχαλιάτικο τραπέζι. Παρ’ όλες τις ερεθιστικές ευωδιές, από τις
διάφορες γαστρονομικές προετοιμασίες του Πάσχα, η νηστεία του Μ. Σαββάτου είναι
πολύ αυστηρή. Είναι το μόνο Σάββατο –σε εξαίρεση από όλα τα άλλα- που δεν τρώνε
ούτε λάδι. Μέσα στο πένθος από τη σταύρωση του Χριστού, αλλά και την προσμονή
της Ανάστασης, ακούγονται και κάποιες ευτράπελες ιστορίες. Οι απλοί άνθρωποι
του λαού μας αισθάνονται τον Ιησού οικείο τους και κάνουν ό,τι θα έκαναν και σε
δικό τους άνθρωπο. Έτσι, θέλησαν να σατιρίσουν ακόμα και τον Θεάνθρωπο! Και να
τι σκαρφίστηκαν να πουν, για τον Σταυρωμένο Χριστό. Κάποτε έλεγαν- πριν από πολλά
χρόνια- ήταν ένας τσοπάνος που ζούσε συνέχεια στα βουνά και στα λαγκάδια
βοσκώντας τα γιδοπρόβατά του. Όμως, όταν μεγάλωσαν τα παιδιά του κατέβαινε κι
εκείνος, πολλές φορές, τις Κυριακές και τις γιορτές στο χωριό. Όταν, το βράδυ
μιας Μεγάλης Παρασκευής, βρέθηκε στην περιφορά του Επιταφίου ρώτησε: «Τι
συμβαίν(ει) βρε Πιδγιά; Που πάτι; Πγοιόν κηδεύετι τέτγοιαν ώρα;» Στην ερώτησή
του, κάποιος του είπε ότι πιάσανε το Χριστό οι Εβραίοι, τον σταύρωσαν και
εκείνη την ώρα τον ξεπροβοδίζανε… Την άλλη χρονιά –τέτοια μέρα-, ο ίδιος
άνθρωπος ξαναρώτησε, για το τι συμβαίνει και φυσικά του είπαν πάλι τα ίδια, ότι
έπιασαν και Σταύρωσαν το Χριστό κ.λπ. Αφού λοιπόν το ανθρωπάκι ρώτησε και
ξαναρώτησε και πάντα έπαιρνε την ίδια απάντηση, μια φορά δεν κρατήθηκε και
λέει: «Γιατί κι αυτός ου ιυλουγημένους, βρε παιδγιά, πάει κάθι χρόνου απ’ τουν
ίδιου δρόμου και τουν πιάν’νι; Χάθκανι οι άλλ(οι) δρόμ(οι); Φουβάμι πως, τα
ήθιλι κι αυτνού ου πισ…»… Ανάσταση και Πάσχα Το Πάσχα είναι γιορτή κινητή και
γιορτάζεται κάθε πρώτη Κυριακή μετά την πανσέληνο της εαρινής (της
ανοιξιάτικης) ισημερίας. Η Λαμπρή -όπως αλλιώς λέμε τούτη τη μέρα- είναι η
μεγαλύτερη γιορτή της χριστιανοσύνης. Είναι η μέρα που αναστήθηκε ο Χριστός,
αφού με το θάνατό του πάτησε-νίκησε το θάνατο και βγήκε από τον Άδη θριαμβευτής!
Γι’ αυτό και οι πιστοί χαίρονται διπλά τούτη τη μέρα, αφού –έπειτα από το
θρίαμβο του Ιησού- ‘’προσδοκούν ανάσταση νεκρών’’. Τούτη η ελπίδα-προσδοκία
βέβαια συνοδεύει τον άνθρωπο από τα βάθη των αιώνων… Το Πάσχα ο θρήνος και το
πένθος δίνουν τη θέση τους στη χαρά της Ανάστασης. Το Μ. Σάββατο το βράδυ, αν
και η κούραση ήταν μεγάλη, από τις διάφορες εργασίες, προσπαθούσαμε να μείνουμε
ξάγρυπνοι ώσπου να χτυπήσει η καμπάνα, αν και πολλοί έπαιρναν και κάνα υπνάκο
στα κλεφτά. Αργά το βράδυ –γύρω στις 11 η ώρα- η καμπάνες καλούσαν τους πιστούς
στην εκκλησία. Με το πρώτο χτύπημα όλοι παίρναμε τις άσπρες λαμπαδίτσες μας
–που είχαμε έγκαιρα προμηθευτή- και τρέχαμε στην εκκλησιά για την Ανάσταση, τη
λαμπρότερη γιορτή τής ορθοδοξίας. Κοντά στις 12 έσβηναν όλα τα φώτα και αμέσως
ο παπάς έβγαινε στη Ωραία Πύλη με το Άγιο φως και μέσα σε μια κατανυκτική
ατμόσφαιρα έψελνε το «Δεύτε λάβετε φως εκ του ανεσπέρου φωτός». Δεκάδες χέρια,
κρατώντας άσπρες λαμπάδες , τεντώνονταν για να πάρουν το καινούριο, το Άγιο φως
της Ανάστασης. Πολλοί συνωστίζονταν κοντά στην Ωραία Πύλη, για να πάρουν πρώτοι
το φως από το χέρι του παπά, γιατί το θεωρούσαν γούρι και ευλογία. Μερικοί
έξαιναν το φυτίλι της λαμπάδας τους, για ν’ ανάψει καλύτερα και κάποιοι είχα
ακούσει –δεν ξέρω αν ήταν αλήθεια ή το είχαν πει για πλάκα- πως, έβαζαν στο
ξασμένο φυτίλι και λίγο βενζίνα!! Αμέσως, το φως μεταδιδόταν διαδοχικά σε όλες
τις λαμπάδες και η εκκλησία πλημμύριζε από άπλετο φως. Αμέσως άρχιζε η καθαυτού
αναστάσιμη ακολουθία και σε λίγο ακουγόταν και το πρώτο Χριστός Ανέστη, όπως
και πολλά αναστάσιμα τροπάρια και μελωδίες υπέροχες! Κατά την ώρα της
Ανάστασης, η ατμόσφαιρα τρανταζόταν από τους πυροβολισμούς και τους κρότους των
βεγγαλικών, που μπερδεύονταν με τους αναστάσιμους ψαλμούς και τους χαρμόσυνους
ήχους της καμπάνας. Λένε ότι, με το μεγάλο θόρυβο και το σαματά απομακρύνονται
τα εχθρικά, τα κακά πνεύματα. Όμως, με τα αυτοσχέδια και επικίνδυνα
κολοκούμπουρα κινδύνευαν κάποιοι να τραυματιστούν, ακόμα κι εκείνοι που τα
έριχναν! Παρά τη νύστα, την κούραση και την πείνα που μας ‘’έδερνε’’ -από την
πολυήμερη νηστεία-, δεν φεύγαμε αμέσως για το σπίτι μετά το Χριστός Ανέστη,
καθόμασταν εκεί μέχρι και το τέλος της Αναστάσιμης ακολουθίας. Όταν τέλειωνε η
εκκλησία ένα φωτεινό ποτάμι ξεκίναγε από τον Αϊ-Γιάννη και πορευόταν προς το
χωριό. Ήταν το φως από τις αναμμένες λαμπάδες που κρατούσαν όλοι στα χέρια
τους. Μια συνήθεια που κρατάει αιώνες. Γυρίζοντας στο σπίτι, αφού πρώτα έκαναν
ένα μαύρο σταυρό –με τη φλόγα του κεριού- στο πρέκι της κυρίας εισόδου, έσβηναν
όλες οι λάμπες πετρελαίου και τα λυχνάρια του σπιτιού και τα άναβαν με το
Αναστάσιμο φως. Πρώτα απ’ όλα όμως άναβαν το καντήλι, από το οποίο και έπαιρναν
το πρωί φως για ν’ ανάψουν και τη φωτιά που θα ψήνονταν τ’ αρνιά. Πριν πάνε για
ύπνο γεύονταν τις κοκκινιστές κοιλίτσες και τα ποδαράκια του ‘’Λάμπρου’’, τις
γαρδούμπες, αλλά και τα κόκκινα αβγά. Η ‘’μαγειρίτσα’’ δεν συνηθιζόταν –τα πιο
παλιά χρόνια- στο χωριό μας. Τις φωτιές –για το σούβλισμα των αρνιών και των
κατσικιών- τις άναβαν στις αυλές των σπιτιών ή σε κάποιο ανοιχτό χώρο, δύο-δύο,
τρεις-τρεις, ή και περισσότερες οικογένειες μαζί. Από τα χαράματα οι πιο
μεγάλοι έβαζαν φωτιά στα μαζεμένα από βραδύς ξύλα και όταν χαμήλωναν οι φλόγες
και έμενε ένας μεγάλος σωρός από κατακόκκινα κάρβουνα, κάρφωναν τις φούρκες και
τοποθετούσαν πάνω τις σούβλες με τ’ αρνιά. Στην αρχή τα έβαζαν λίγο μακρύτερα
και τα έφερναν γρήγορα γύρω, για να μην ‘’αρπάξουν’’. Αργότερα τα πήγαιναν πιο
κοντά και τα γύριζαν πιο αργά, για να ψηθούν ως το κόκαλο και να γίνουν
‘’λουκούμι’’. Κατά την ώρα που σιγοψήνονταν τα αρνιά και τα κατσίκια, όλο το
χωριό αντιβούιζε από τα ‘’Χριστός Ανέστη’’, τα ‘’Φωτίζου-φωτίζου…’’ και από
άλλα αναστάσιμα τροπάρια. Το τσούγκρισμα των κόκκινων αβγών κατείχε την πρώτη
θέση, που επαναλαμβανόταν με κάθε νέο επισκέπτη. Τα διάφορα μεζεδάκια:
συκωτάκια, γαρδούμπες, φρέσκο τυρί κ.λπ., έφταναν κάθε τόσο στο χώρο που
ψήνονταν τ’ αρνιά, και το μπρούσκο κρασί έρεε άφθονο. Καμιά φορά, όταν το
ψήσιμο των αρνιών έφτανε προς το τέλος, όσοι βρίσκονταν κοντά στον ‘’οβελία’’
γεύονταν τα γλυκάδια –γύρω από το λαιμό του ψημένου αρνιού- και κάποιες
ξεροψημένες πετσούλες… Όταν όλα ήσαν έτοιμα, τα κρέατα κόβονταν με τις μαχαίρες
και έμπαιναν μέσα σε μεγάλες πιατέλες και σε ταψιά. Στη συνέχεια, τα
‘’τραπέζια’’ στρώνονταν στο πάτωμα και όλοι γύρω τριγύρω σταυροπόδι ή πάνω σε
μαξιλάρια και σε μικρά σκαμνιά, άρχιζαν το φαγοπότι. Έπειτα από νηστεία τόσων
ημερών, πολλοί βαρυστομαχιάζανε, γι’ αυτό οι μεγαλύτεροι συμβούλευαν πως,
χρειαζόταν προσοχή και ρέγουλο… Και το γεύμα τελείωνε με ένα πιατάκι
φρεσκο-φτιαγμένο σπιτικό γιαούρτι. Στο τέλος οι γεροντότεροι έπαιρναν την πλάτη
του αρνιού και –άλλοι στ’ αστεία, άλλοι στα σοβαρά- ‘’διάβαζαν’’ τα μελλούμενα,
πάνω σ’ εκείνο το κόκαλο του ζώου. Αν θα υπήρχε καλή σοδειά, αν θα παντρευτεί
κανένα από τα λεύτερα παιδιά, αν θα έφευγε κανένας από τη ζωή και άλλα! Άκουγες
να λένε: «Φέτους θα ‘χουμι καλή σουδειά, αλλά του κουρίτσ’ μας δεν θα του
έχουμι ιδώ τ’ χρόν’» (θα είχε παντρεφτεί, δηλαδή). «Κι κάποιους άλλους θα
λείπει απ’ τ’ μπαρέα μας τ’ χρόν’» πρόσθετε, εννοώντας πως κάποιος θα έχει
φύγει για τη γειτονιά των Αγγέλων… Ή «ου φαντάρους μας έρχιτι, στου δρόμου
βρίσκιτι». Και αν έβλεπαν κανένα δύσπιστο, του έλεγαν: «Να τήρα ιδώ, φαίνιτι
ουλουκάθαρα!». Κάποια, απ’ όσα έλεγαν, έβγαιναν κι αληθινά καμιά φορά. Ο
πατέρας μου, στα 80 του χρόνια- πρόβλεψε το θάνατό του! Λίγο πριν έρθει το
επόμενο Πάσχα, στις 22-3-1969, έφυγε -χωρίς να είναι άρρωστος- για κει που δεν
υπάρχει πόνος και στεναγμός… Και παρ’ όλο που ο Γιάννης ο Ζερβαντωνάκης –που
ήταν στο ίδιο τραπέζι- πήρε την πλάτη και την πέταξε μακριά, λέγοντας: «άντε
ρε, που πιστεύετε στα κόκαλα», δεν μπόρεσε να ξορκίσει το κακό! Δεν ξέρω τι
μπορεί να συμβαίνει. Απλή σύμπτωσή; Αυθυποβολή; Ποιος μπορεί να ξέρει…Ίσως ποιο
ειδικοί μπορούν να μας φωτίσουν καλύτερα... Προσωπικά δεν πιστεύω σε τέτοια
πράγματα, αλλά δεν είναι και σωστό να μην αναφέρω το γεγονός. Να προσθέσω πως,
αν το αρνί –λέγανε- ήταν αγορασμένο, έπρεπε να είχε κοιμηθεί τουλάχιστον τρία
βράδια στο σπίτι εκείνου που το έτρωγε, διαφορετικά ό,τι έδειχνε η πλάτη θα
ίσχυε για ‘κείνον που αγοράστηκε ο ‘’Λάμπρος’’. Το απόγευμα -στις τρεις η ώρα-
χτυπούσε η καμπάνα για την Αγάπη. Τούτη η λειτουργία ήταν διαφορετική από τις
άλλες. Όλο το χωριό φορώντας τα γιορτινά του πήγαινε στην εκκλησιά και μετά τον
εκκλησιασμό, έξω από τον Αϊ-Γιάννη –δεν υπήρχε τότε ο Άγιος Κωνσταντίνος-,
στηνόταν χορός. Το βραδάκι γινόταν και μεγαλύτερος χορός στην Πλατεία του
χωριού, το χοροστάσι, όπως το έλεγαν. Οι οργανοπαίχτες που ‘’έπαιζαν’’ στα μέσα
του περασμένου αιώνα ήσαν ο Κώστας ο Σταμελάκος (βιολί), ο Βασίλης ο
Μπασούκος-Καραγκούνης (κλαρίνο) και ο (Ε)λισαίος Ντούρμας (λαούτο). Το χορό
πρώτος άνοιγε ο παπα-Δημήτρης Σφυρόπουλος και τον ακολουθούσαν οι
αρρεβωνιασμένοι και τα νιόπαντρα ζευγάρια. Στη συνέχεια έμπαιναν και άλλοι στο χορό
και προπαντός τα κορίτσια και τ’ αγόρια. Ο χορός αυτός ήταν ένα είδος
νυφοπάζαρου. Ένα καινούριο φόρεμα σ’ ένα λυγερόκορμο σώμα, μια φευγαλέα ματιά
ζέσταιναν τις καρδιές, τις γέμιζαν με αγάπη και έρωτα και σε λίγο άρχιζαν τα
προξενιά, τα συνοικέσια, για το στήσιμο νέων νοικοκυριών. Τούτες τις μέρες του
Πάσχα, λένε πως, οι ψυχές των νεκρών βγαίνουν από τον Άδη και γυρίζουν
ελεύθερες στο απάνω κόσμο. Αύτη η άδεια εξόδου κρατάει 50 μέρες, μέχρι την
Κυριακή της Πεντηκοστής. Έτσι, το Σάββατο πριν από τούτη την Κυριακή, όλες οι
νοικοκυρές του χωριού φτιάχνουν κόλλυβα για τις ψυχές των δικών τους ανθρώπων,
που έχουν φύγει για την άλλη ζωή. Για τούτο το ψυχοσάββατο που οι ψυχές
κατεβαίνουν στον Άδη λένε με παράπονο: «Όλα τα Σάββατα να ’ρθουν, του Μάη μη
σώσει να ’ρθει…» Μεταπασχαλινά Την πρώτη εβδομάδα μετά το Πάσχα, την
Διακαινήσιμη (ανανεωτική) την αποκαλούν νέα και άσπρη βδομάδα. Τη νέα Δευτέρα
-αν το Πάσχα πέφτει μετά τις 23 Απριλίου- έχουμε τ’ Αϊ-Γιωργιού και τούτο
γιατί, σε τούτη τη γιορτή διαβάζονται ‘’αναστάσιμα γράμματα’’ και επομένως δεν
μπορεί να προηγείται του Πάσχα. Τη νέα Παρασκευή έχουμε τη γιορτή της «Ζωοδόχου
Πηγής», της Παναγιάς δηλαδή. Κέντρο της λατρείας αυτής είναι η
Κωνσταντινούπολη, όπου από τον 6ο αιώνα υπήρχε Εκκλησία και Αγίασμα. Είναι το
γνωστό Αγίασμα του Βαλουκλή (Μπαλουκλή ), που η γνωστή παράδοση μιλάει για τα
μισο-τηγανισμένα ψάρια. Σύμφωνα με το θρύλο, στη δεξαμενή, τη γύρω από την
πηγή, είχαν βρεθεί μισοψημένα τα ψάρια που τηγάνιζε κάποιος καλόγερος το 1453,
τη μέρα που έπεσε η Πόλη. Και τούτο γιατί εκείνος ο καλόγερος ήταν ‘’άπιστος
Θωμάς’’ και είχε πει πως, μόνο τότε θα πίστευε ότι η Πόλη είχε πέσει στα χέρια
των Τούρκων, αν τα μισο- ψημένα ψάρια βγουν απ’ το τηγάνι και πέσουν στο νερό.
Και, λένε πως έτσι έγινε! Πάνω στον ερειπωμένο χώρο του Αγιάσματος, το 1833
ξαναχτίστηκε μεγάλος ναός με παρεκκλήσι στο Αγίασμα. Από τότε -με απόφαση του
Πατριάρχη Κωνστάντιου- καθιερώθηκε η γιορτή της Ζωοδόχου Πηγής. Τούτη την
Παρασκευή πολλοί Θεολογίτες ανηφόριζαν προς του Σκουντέρη, κοντά στα σύνορα της
Στενής, των Καμπιών, του Μίστρου και του Πούρνου. Εκεί ψηλά στους ενετικούς
πύργους βρίσκεται και το εκκλησάκι της Ζωοδόχου Πηγής, της ‘’Αναστασάς’’, όπως
το λένε στα γύρω χωριά. Εδώ, μετά το τέλος της λειτουργίας μοιράζεται και
φαγητό και όλοι κάθονται κάτω από τις ελιές και γευματίζουν, πριν πάρουν το
δρόμο της επιστροφής. Η νέα βδομάδα τελειώνει με την Κυριακή του Θωμά. Ο Θωμάς
ήταν ο δύσπιστος μαθητής του Χριστού, που απουσίαζε στην πρώτη εμφάνισή του και
ήθελε να βάλει το δάχτυλό του ‘’στον τύπον των ήλων’’, στις πληγές από τη λόγχη
και τα καρφιά, για να πιστέψει. Ό,τι δηλαδή θα κάναμε κι εμείς, οι σημερινοί
‘’Θωμάδες’’. Όμως, όταν ο Ιησούς –‘’των θυρών κεκλεισμένων’’ μπήκε στο χώρο
–που, μαζί με τους άλλους μαθητές, ήταν και ο Θωμάς –χωρίς να θελήσει να βάλει
το δάχτυλό του στις πληγές, φώναξε: «Ο Κύριός μου και ο Θεός μου…». Με τούτη
την Κυριακή κλείνουν και οι γιορτές του Πάσχα. Τώρα ώρα για δουλειά. Ήταν
καιρός να ετοιμαστούν τα περιβόλια με τα ζαρζαβατικά, και να γίνουν τα
τειαφίσματα και ξεφυλλίσματα των αμπελιών. Σε λίγο θα ερχόταν και ο θέρος και
θα ακολουθούσαν τα αλωνίσματα, μέσα στην κάψα του Καλοκαιριού… Δουλειές
δύσκολες και κουραστικές -για κείνα τα χρόνια που δεν υπήρχαν τα μηχανήματα-,
να πάει ποτάμι ο ιδρώτας στα ρυτιδωμένα μέτωπα και τα εσώρουχα να κολλάνε, να
γίνονται ένα με τα σώματα των ταλαίπωρων εργατών της γης! Όμως, στο βάθος του
‘’τούνελ της προσμονής’’ φαινόταν ένα γλυκό φως. Ήταν ο Δεκαπενταύγουστος με τα
σύκα, τα σταφύλια και τις άλλες χαρές του. Αλλά πάνω απ’ όλα ήταν το πανηγύρι
μας, που γίνεται στις 23 Αυγούστου, στα Νιάμερα της Παναγιάς. Τούτο ήταν το
σημαντικότερο γεγονός του χωριού μας. Τούτη τη μέρα περιμέναμε για να
πλημμυρίσει το μικρό μας χωριό από ανθρώπους, που έρχονταν από τη Χαλκίδα, την
Αλέτρια (όπως λέγαμε πιο παλιά την Ερέτρια), το Βασιλικό και όλα τα γύρω χωριά.
Να φορέσουμε τα καλύτερά μας ρούχα, να χορέψουμε και να διασκεδάσουμε. Αλλά,
αρκετά για τώρα. Για τούτο το πανηγύρι θα τα πούμε μιαν άλλη φορά
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.