Κάρολος Φαβιέ (Φαβιέρος)·
ένας Γάλλος Έλλην πολίτης
Ο (γεννημένος το 1783 στο Ποντ α Μουσόν της Γαλλίας) Κάρολος Φαβιέ (Φαβιέρος) ήταν Γάλλος Φιλέλληνας , που είχε σπουδάσει στην Πολυτεχνική Σχολή του Παρισιού, είχε διακριθεί στους Ναπολεόντειους Πολέμους, το 1809 στάλθηκε από τη χώρα του στην Κωνσταντινούπολη και το 1810 στην Περσία για να οργανώσει τον στρατό της, ενώ με την πτώση του Ναπολέοντα αποτάχθηκε από τον στρατό και το ’22 κατέφυγε στην Αγγλία. Δυο χρόνια μετά με το ψευδώνυμο Μπορέλ (De Borel) επισκέφτηκε το Ναβαρίνο για να βολιδοσκοπήσει την κατάσταση, σύντομα επέστρεψε στη Βρετανία, κινητοποίησε τους φιλελληνικούς κύκλους για τη συγκέντρωση εφοδίων, τη στρατολόγηση μαχίμων και επιστροφή του στον Μοριά για να συνδράμει την Επανάσταση, οπότε και του ανατέθηκε η διοίκηση του τακτικού στρατού κατά την κρίσιμη περίοδο 1825-1828, οπότε από διαφωνία του με τον Καποδίστρια γύρισε στην πατρίδα του, όπου το 1830 διορίστηκε Φρούραρχος του Παρισιού.
Κατά τη διάρκεια της
παρουσίας του στην επαναστατημένη Ελλάδα, διορίστηκε Διοικητής του Τακτικού
Σώματος στις 25 Ιουνίου 1825 [σ. σ. με το νέο ημερολόγιο], φροντίζοντας την
οργάνωσή του και την εκγύμναση δύο
ταγμάτων 800 περίπου ανδρών, αναλαμβάνοντας σύντομα σημαντικές στρατιωτικές επιχειρήσεις,
με αξιομνημόνευτες τις ακόλουθες:
Στις 12 Φεβρουαρίου
1826 (με εντολή της διοικήσεως και με την υπόσχεση πως τη συντήρηση του
στρατεύματός του θα αναλάβουν οι κάτοικοι της κατερημωμένης νήσου Ευβοίας) από
την Αττική δια μέσου της Πάρνηθας και εν μέσω χιόνος την επομένη βρίσκεται στον
έναντι της Χαλκίδος Ανηφορίτη λόφο, απ’ όπου κατοπτεύει το οχυρό Νεγκρεπόντε,
βλέπει ότι με τα μέσα που διαθέτει, είναι αδύνατο να το προσβάλει. Για τούτο,
με φελούκες από την πλευρά των Χαλίων, περνάει το κύριο μέρος του στρατεύματός
του στα Βρυσάκια, όπου στρατοπεδεύει, αναμένοντας από την Κυβέρνηση ενισχύσεις
με στρατιώτες, πλοία και κανόνια.
[Γιώργου Παπαστάμου: Κάρολος Φαβιέρος και το χρονικό της εκστρατείας του
στην Εύβοια το 1826 (1998), σελ. 33]
Σχετικά με το
εγχείρημά του στον Εύριπο (το οποίο ο Φωτάκος στα απομνημονεύματά του το
χαρακτηρίζει «τυχοδιωκτικό», διότι πίστεψε τις κυβερνητικές οδηγίες για
οικονομική του στήριξη από τους Ευβοείς και επί πλέον δεν έσπευσε να βοηθήσει
το ημιθανές Μεσολόγγι), ο ίδιος ο Φαβιέρος σημειώνει: «Αποφάσισα την
εκστρατεία, που θα μπορούσε να σώσει για πάντα την Ελλάδα. Ήθελα,
καταλαμβάνοντας την Εύβοια, να την μεταβάλλω σε καταφύγιο όλων των προσφύγων
της Σμύρνης, της Χίου, των Ψαρών κ.τ.λ. και να εγκαταστήσω τις αποθήκες μου στη
Λιθάδα (της Βόρειας Εύβοιας) και από εκεί να ανακαταλάβω τα φρούρια της
Βουδουνίτσας και των Σαλώνων. Έτσι, οι επαρχίες της Θήβας, της Λειβαδιάς και
της Αταλάντης, έρημες σήμερα, θα εξασφαλίζονταν για πάντα για και η Επανάσταση
θα εξαπλωνόταν στον Βόλο, στον Όλυμπο κ.τ.λ.».
Το εν λόγω σχέδιο,
που όπως σημειώνει ο Γιώργος Παπαστάμος,
«ήταν εντελώς αντίθετο με αυτό του Τζωρτζ και του Κόχραν, πρώτος το είχε
εμπνευστεί ο ήρωας της Γραβιάς Οδυσσέας Ανδρούτσος, σε συνέχεια το τροποποίησε
ο Γεώργιος Καραϊσκάκης και το
ενστερνίστηκε ο δικός μας χιλίαρχος Νικόλαος Γριζιώτης.» [Γιώργου Παπαστάμου:
Κάρολος Φαβιέρος και το χρονικό της εκστρατείας του στην Εύβοια το 1826 (1998),
σελ. 28]
Στις 24
Φεβρουαρίου, αφού το ιππικό και το πεζικό ανασυντάχθηκε, πέρασε στη βοιωτική
ακτή και διανυκτέρευσε στους πευκώνες. Την επομένη οι στρατιώτες του Φαβιέ
έφτιαξαν σκάλες για ν’ αναρριχηθούν στα τείχη του Καραμπαμπά, αλλά αυτές
δείχτηκαν κοντύτερες από όσο απαιτούνταν. Αυτό, έγινε αντιληπτό το βράδυ, όταν
– μετά από περιπλάνησή τους μέσα στο σκοτάδι αντί να βρεθούν στον λοφίσκο,
έχασαν τον προσανατολισμό τους μέσα στην ανοιχτή πεδιάδα, ακολουθώντας άλλη
πορεία το ιππικό και άλλη το πεζικό – έφθασαν εν τέλει στο οχυρό. Με την
επανασυγκόλλησή τους κατά τις 2 το πρωί τα δύο σώματα (με τους στρατιώτες τους
κατάκοπους από την άσκοπη περιπλάνηση και την αφόρητη πείνα τα ταμπούρλα της
στην κοιλιακή τους να σείει χώρα εμβατήρια ατέρμονα), ο Φαβιέ σταθμίζει τα
πράγματα, δηλώνοντας προς τον Αϊβαλιώτη Λοχαγό του Ευστάθιο Πίσσα το αδύνατο
της επιχειρήσεως, «διότι ηθέλομεν προσβληθεί εκ τριών πυρών: του Καράμπαμπα, εκ
των οχυρωμάτων του φρουρίου και εκ των τηλεβόλων του ελλιμενισμένου πλοίου».
Έτσι, με το ξημέρωμα έκαμψε εξ ανάγκης τη βαθιά του πίστη πως «ο δρόμος για την
απελευθέρωση της Καρύστου περνάει από τη Χαλκίδα» και αναχώρησε δια ξηράς για
τον Μαραθώνα, όπου έφθασε το απόγευμα της 27ης Φεβρουαρίου και στρατοπέδευσε
στον ιστορικό τόπο, προσμένοντας τη στιγμή, που θα διεκπεραιωνόταν στην
Καρυστία.
Οι δυο πρώτες
βδομάδες της άνοιξης περνούν στην αναμονή και την απόγνωση, έχοντας συντροφιά τους τα λοιμώδη νοσήματα, την πείνα, ώσπου στις 17 Μαρτίου ψαριανά πλοία
τους περνούν στα Στύρα, τα οποία μετά την πυρπόλησή τους από τον ορδάρχη
Τσαρκατζή πασά «στείρα ανθρώπων και τροφίμων είναι». Καθώς και η υπόλοιπη
Καρυστία όμοια είναι, πώς οι επίδοξοι ελευθερωτές της τα δεσμά της δικής τους
να ελευθερώσουν πείνας; Από πού επικουρίες εντοπίων, όπως η Διοίκηση τους
έταζε, να λάβουν αφού ο τόπος από την κατερήμωσή του τον Μάη και τον Ιούνη του
’23, έκτοτε στερείται ζωής και ανθρώπων;
Η παραλία από το
χωριό απέχει ¾ της ώρας και από εκεί αρχίζει η κάθοδος των δισχιλίων και
πεντακοσίων (τακτικών, ατάκτων και ιππέων) στρατιωτών του λαμπρού Φιλέλληνα
Φαβιέ προς την Κάρυστο, με πρώτη – κατά την κακοτράχαλη διαδρομή τους – παράξενη συνάντησή τους με έναν σε Ιερέα μεταμφιεσμένο
τσαούση-κατάσκοπο του Ομέρ πασά, που υποκριτικά ‘‘ευλόγησε’’ το καλότυχο του
εγχειρήματός του και επόμενη μετά από λίγο κάποιους ταχυπόδαρους λαγούς, που τη
φυγή τους (οι ιδιαιτέρως προληπτικοί
οπλοφόροι) ως κακόν στην ψυχή τους ενέγραψαν προάγγελο-οιωνό!...
Σύντομα, η
πολύχρωμη και πολύβουη στρατιά (που οι εντόπιοι Οθωμανοί εξέλαβαν ως φράγκικο
εκστρατευτικό σώμα) άφησε το ⅓ αυτής υπό την ηγεσία του Γερμανού Λοχαγού
Dobritz (Ντόμπριτζ) στην – πλησίον της Βρύσης του μπέη – στενωπό της
Κακιάς Σκάλας (και όχι στο οχυρό Διακόφτι, όπως πρότεινε ο εντόπιος οπλαρχηγός
Νικόλαος Τόλιας, ώστε να εμποδισθεί η διέλευση ενισχύσεων προς τους
πολιορκουμένους) και οι υπόλοιποι μετά από κοπιαστική πορεία έφθασαν στον
προορισμό τους, καταλαμβάνοντας καίριες θέσεις γύρω από το Κοκκινόκαστρο.
Καθώς πολύ βασικό
μέρος της όλης δραστηριότητας ήταν το επισιτιστικό, ο Φαβιέρος στέλνει στην
Άνδρο τον πλοίαρχο Βρατσάνο και τον Ιταλό Λοχαγό του Αντριέττι, ο οποίος
καταφέρνει να επιστρέψει με τροφές που στην κυριολεξία άρπαξε από τους φτωχούς
κατοίκους του νησιού και επιπροσθέτως ό,τι οι πλουσιότεροι προαιρούνταν.
Και ενώ ο Φαβιέρος
έχει στήσει δύο κανόνια απέναντι από την πύλη του κάστρου και (λόγω ελλείψεως
των αναγκαίων) βάλει με μέτρο εναντίον της, προσπαθώντας να επιφέρει την
κατάρρευσή της, για κακή του τύχη σπάνε οι άξονές τους και αδρανοποιούνται.
Παρ’ όλ’ αυτά, με το χάραμα της 26ης Μαρτίου 1826 συντονίζει τη γενική έφοδο
για την κατάληψη του πανίσχυρου
φρουρίου, η οποία συγχρονισμένα επιχειρείται απ’ όλες τις πλευρές του,
με πρωτεργάτες τους Λοχαγούς του: τον Θρακιώτη Κάρπο Παπαδόπουλο (ο οποίος
καταλαμβάνει τον ισχυρό προμαχώνα στη θέση Γραμπιά, απ’ όπου υδρεύεται το
Κοκκινόκαστρο, κόβει την παροχή νερού και με τους λίγους συμμαχητές του
πασχίζει να αντικρούσει τις απανωτές των Τούρκων επιθέσεις. Στην κορύφωση των
γεγονότων τραυματίζεται και καθώς οι
προσπάθειες των υπολοίπων είναι ανεπιτυχείς, στο τέλος με τους λίγους συμπολεμιστές του βρίσκεται
περικυκλωμένος και επιχειρεί ηρωική έξοδο, κατά την οποία σκοτώνονται τέσσερις
κι ανάμεσά τους ο Αϊβαλιώτης στρατιώτης Παναγιώτης Πίσσας), τον Ιταλό Αντριέττι
και τον Γάλλο Βεραντζέρο, οι οποίοι πλήρωσαν το τίμημα με σημαντικές απώλειες στρατιωτών.
Παρ’ όλα αυτά ο
Συνταγματάρχης Φαβιέρος παραμένει «αγέρωχος και αδείλιαστος, νηφάλιος και
στοχαστικός». Είναι ταγμένος σε μεγάλες και αποφασιστικός. Το εγχείρημα δεν
πρέπει με τίποτα να δειχθεί ανεπιτυχές. Κι ενώ συλλογάται πώς (με τα μέσα, που
διαθέτει και με το στράτευμά του που
είναι ιδιαιτέρως καταπονημένο) να αποτολμήσει εκ νέου την προσπάθεια αλώσεως
του Καστέλο Ρόσσο, έρχεται η είδηση πως ο Γερμανός Ντόμπριτζ, μόλις είδε τη
στρατιά του Ομέρ πασά να πλησιάζει στην Κακιά Σκάλα Καρυστίας, εγκατέλειψε το
οχυρό κι έγινε… λαγός!
Γεγονότα ετούτα,
που στις 28 Μαρτίου υποχρέωσαν τον Φαβιέ να λύσει την πολιορκία και να
καταφύγει στον υπήνεμο όρμο του Λυκορέματος Μαρμαρίου, όπου κατέφυγαν και οι
700 του Ντόμπριτζ. Σ’ αυτό τον τόπο, όπου βρήκε έτοιμα «τα ταμπούρια του
Κριεζώτη», σε λίγο βρέθηκε περικυκλωμένος στην ξηρά από τους 4.000 πεζούς και
ιππείς του Ομέρ πασά και από θαλάσσης εκ των εκ Χαλκίδος φερμένων οθωμανικών
πλοίων, οπότε όπως σημειώνει ο Λοχαγός του Τακτικού Ευστάθιος Πίσσας: «Ο Ομέρ,
αφού διήλθε ακωλήτως την Κακιά Σκάλα και κατέλαβε τα νώτα των ημετέρων, τους
κύκλωσε από ξηρά και από θάλασσα και βρέθηκαν μεταξύ δύο πυρών, οπότε η
καταστροφή εφαίνετο άφευκτος». [Γιώργου Παπαστάμου: Κάρολος Φαβιέρος και το
χρονικό της εκστρατείας του στην Εύβοια το 1826. Σελ. 76]
Σ’ αυτόν τον
νοτιοευβοϊκό τόπο ο Φαβιέρος, όπως σημειώνει ο Σπυρίδων Τρικούπης, «αφού
τοποθέτησε διάφορα φυλάκια, περιφερόταν φαιδρός εν μέσω των σκυθρωπών
στρατιωτών του, ενθαρρύνων αυτούς και συνεργαζόμενος μαζί τους», οι οποίοι σαν
τους επιτέθηκαν οι Οθωμανοί, όρθωσαν το ανάστημά τους, τους προξένησαν μεγάλη ζημιά
και τους έτρεψαν σε φυγή.
Την ίδια στιγμή,
τμήμα του ελληνικού ιππικού υπό τον Υπαρχηγό Ιμπροχώρη, ενώ είχε εντολή να μην
κινηθεί, πήρε να τους κυνηγά και να απομακρύνεται αισθητά. Τότε οι
οπισθοχωρούντες Τούρκοι πεζικάριοι, σταματούν συντονισμένα μες στην κοιλάδα του
Λυκορέματος, περικυκλώνουν τους επιτιθέμενους, σπεύδει τάχιστα το ιππικό τους,
το προερχόμενο από ιππείς του επίλεκτου
σώματος του Κινάν αγά (που ακριβώς τέσσερα χρόνια πριν, στις 28 Μαρτίου
του ’22 είχε παγιδεύσει και θανατώσει τον Αγγελή Γοβιό, τον Κώτσο και τον
Αναγνώστη) και με ορμή επιπίπτει εναντίον των λιγοστών Ελλήνων.
Ίδια, όπως τότε,
ετούτη η ημέρα, ίδια πάνω κάτω η σύνθεση του τούρκικου ιππικού, ίδια και η τακτική του, που τους
τολμηρούς Έλληνες σαν τους έφεραν σε ευνοϊκό
για αυτούς σημείο, τους χτύπησαν με όλες τους τις δυνάμεις. Η μικρή ελληνική
ίλη παλεύει ηρωικά και απεγνωσμένα, πασχίζοντας να απεγκλωβιστεί από τον
ασφυκτικό κλοιό του τούρκικου ιππικού. Βλέποντας από μακριά ο Γάλλος Ίππαρχός
τους Ρεγνώ πως οι συμπολεμιστές του κινδυνεύουν με αφανισμό, κινείται
αστραπιαία προς το μέρος τους και τους κατευθύνει σε οργανωμένη οπισθοχώρηση.
Απάνω στης
ιππομαχίας την άψη (κατά την οποία απωλέσθησαν 13-20 ιππείς του Τακτικού), ένας
Έλληνας ιππέας καρφώνει στο σώμα ενός Οθωμανού καβαλάρη την – ευρισκόμενη στην
κορυφή του στολισμένου με την χρυσοκεντημένη από κορασίδες του Παρισιού
επαναστατική σημαία κονταριού του – λόγχη του
και καθώς δεν καταφέρνει να την αποκολλήσει, την εγκαταλείπει στο κορμί
του αντιπάλου του. [Γ. Π.: Κάρολος Φαβιέρος, σελ. 78-79]
«Το ’21 κι εδώ πέρα,
στο καρυστινό κάστρο, λέει ο Γιώργος
Παπαστάμος, ήταν μια άγρια ανθρωποταραχή· ήταν όλη φυτίλι, μπαρούτι και αέρα
και όχι μία μελέ υπόθεση ή οπερέτα των Παρισίων για να κάνουν απαρέμφατα οι
αγορητάδες.» [Γ. Π.: Κάρολος Φαβιέρος, σελ. 79]
Στις 30 του μήνα,
ενώ οι βολές των από ξηράς και θαλάσσης τούρκικων πυροβόλων αστοχούν, η πείνα
και η δίψα για τους πολιορκημένους έχει φτάσει στο απροχώρητο. Στο Λυκόρεμα,
όπως ο Σπυρίδωνας Τρικούπης στην Ιστορία της Ελληνικής (του) Επανάστασης
εμφαντικά σημειώνει, είχαν φτάσει στο σημείο «βασική τροφή τους να είναι οι
σάρκες των ίππων και τα λάχανα, ενώ το νερό που έπιναν, πολλές φορές ήταν
γεμάτο αίμα» και ο Καρύστιος συγγραφέας Κωνσταντίνος Γουναρόπουλος συμπληρώνει,
λέγοντας πως «εγένοντο αδύνατοι και κάτωχροι, έρποντες ως όφεις» [Ιστορία της
Ελληνικής Επανάστασης, του Σπυρίδωνα Τρικούπη (τόμος Γ΄, σελ. 315) &
Ιστορία νήσου Ευβοίας, του Κωνσταντίνου Γουναρόπουλου (σελ. 317)]
Σ’ αυτές τις
κρίσιμες στιγμές, που η απόγνωση έχει χορό στο βάθρο του θανάτου, λίγοι Ευβοείς
«με αρχηγούς, όπως σημειώνει ο Γιώργος Ντεγιάννης, τον ‘‘ατρόμητο’’’ Στενιώτη Γιάννο Καμηλιέρη και τον ισάξιό του Τάσο,
τρυπώσανε νύχτα στο εχθρικό στρατόπεδο και ανατινάξανε την μπαρουταποθήκη,
προκαλώντας τον αφανισμό 500 Τούρκων, ενώ σε λίγο ‘‘γύρισαν (στο στρατόπεδό
τους) εν θριάμβω και με ζητωκραυγάς, κομίζοντας 20 βόας, περί τους 100 αμνούς
και περί τους 50 σάκους αλεύρι’’.» [Γ. Π.: Κάρολος Φαβιέρος, (σελ. 82) &
Γιώργου Ντεγιάννη Κριεζώτης (σελ. 224)]
Παράλληλα, ο Λοχαγός
Ιγγλέσης έχει φτάσει στην Τήνο ζητώντας βοήθεια, η οποία και παρέχεται από τους
Τηνιακούς προύχοντες, που σε συνεργασία με τους Ψαριανούς πλοιάρχους Νικόλαο
Αποστόλη και Γιωργή Αργύρη και τον Υδραίο Αλέξανδρο Κριεζή, μεταφέρουν στους
Πεταλιούς τον Νικόλα Κριεζώτη και τον Βάσο Μαυροβουνιώτη με πεντακόσια από τα
εκλεκτά παλικάρια τους (που μόλις έχουν επιστρέψει από την εκστρατεία της
Βηρυτού).
Φθάνοντας στους
Πεταλιούς τα ελληνικά καράβια, τρέπουν σε φυγή τα 25 οθωμανικά, ενώ τα κανόνια
από το πλοίο του Κριεζή βάλουν ασταμάτητα κατά των δυνάμεων του Ομέρ πασά. Την
ίδια στιγμή, αρχίζει με ευταξία η αποβίβαση των στρατιωτών του Κριεζώτη με την
εντολή, μόλις πατούν στην ακτή, να κινούνται ενθουσιωδώς προς το ελληνικό στρατόπεδο
με υψωμένες τις σπάθες τους, αλλά σε λίγο έρποντας να ξανεπιστρέφουν στα πλοία,
απ’ όπου θα αποβιβάζονται και πάλι με προορισμό την παροχή βοηθείας στο
καταπονημένο στράτευμα του Φαβιέ. Αυτό το τέχνασμα επαναλήφθηκε για αρκετή ώρα,
κάνοντας τον Ομέρ και τους υποτακτικούς του να πιστεύουν πως πρόκειται για
απόβαση χιλιάδων στρατιωτών. Σαν, όμως,
άκουσαν και τις ιαχές των πολιορκημένων: «Ήρθε ο Κριεζώτης!... Ήρθε ο
Κριεζώτης!...», σάστισαν και χλεύασαν τα λεγόμενά τους: «Ποιος, ωρέ, σας
κοροϊδεύει; Πουλί ήταν να πετάξει από τη Συρία;» Εκεί, αντιφωνεί η στεντόρεια
απόκριση του Ευβοέα Στρατηγέτη: «Καρυστινοί, τι τρέχει;» Φωνή γνωστή τους από
προηγούμενες αντιμαχίες, που κάνει το αίμα τους να παγώσει!
Χαρακτηριστικά, ο
λόγιος Αγωνιστής του ’21 Διονύσιος
Σουρμελής σημειώνει: «Φύγωμεν, είπε ο Ομέρης, άμα είδε δια του τηλεσκοπίου τον
οπλαρχηγόν Κριεζώτην· έτυχε γαρ πολλάκις νικημένος παρ’ αυτού… Και ούτω διελύθη
η πολιορκία και των δύο μερών. Έφυγεν δε
και ο Φαβιέρ με το Σώμα του από Κάρυστον, αφού έθαψεν εκεί περί τους τριακοσίους Έλληνας.» Ιστορία των Αθηνών κατά
τον υπέρ ελευθερίας Αγώνα , Διονυσίου Σουρμελή (1853) 9Σελ. 140)
Συνεπικουρικά, ο
πρώτος βιογράφος του Νικόλα Κριεζώτη Αθανάσιος Χρυσολόγης, εμφαντικά σημειώνει:
«Δραξ ανθρώπων ήσαν οι μεταβάντες προς λύσιν της πολιορκίας. Εν τούτοις,
ενώπιον της δρακός ταύτης υπεχώρησεν στρατός δεκαπέντε
χιλιάδων.» [Κριεζώτης, του Αθ. Χρυσολόγη, (σελ. 146)]
Ο Κριεζώτης λίγο
πριν τη δύση του βίου, αφηγείται σε Έλληνα στη Μικρασία τα γεγονότα του
Λυκορέματος, λέγοντας μεταξύ άλλων πως αφού με τον Κριεζή επιθεώρησαν το
στρατόπεδο και είδαν την αθλιότητα της καταστάσεως, αποφάσισαν πως έπρεπε να
απαγκιστρωθούν τάχιστα, δίχως οι Τούρκοι να το πάρουν είδηση: «Γι’ αυτό, έδωκα
εντολή ν’ ανάψουν φωτιές σ’ όλα τα σημαντικότερα σημεία του στρατοπέδου. Έτσι
έδωκα την ψεύτικη εντύπωση στους Μεμέτηδες του Ομέρ, πως ο στρατός μας
αγρυπνεί. Και μέσα στη νύχτα τη βαθιά, τις ώρες που φέγγανε οι φωτιές, οι
στρατιώτες επιβιβαστήκανε στα καράβια. Τελευταίοι μείναμε μείς: Εγώ, ο Φαβιέ, ο
Βάσος κι οι Ψαριανοί πλοίαρχοι. Περάσαμε στη σκαμπαβία του καπετάν Αποστόλη και
επιβιβαστήκαμε στη ναυαρχίδα του. Ανοίξαμε όλα τα πανιά και τα ξημερώματα
αριβάραμε κοντά στη Σύρο και τη Νιο.» Επιπροσθέτως, για το νέο πάθημα του Ομέρ
ανέφερε πως αυτός από τα χαράματα τους αναζητούσε με το κανοκιάλι του,
απορώντας πού άνοιξε η γης και τους κατάπιε. Από την άλλη, υποψιαζόταν πως για
κάποιο νέο στρατήγημα θα πρόκειται και πως αυτή τη στιγμή από κάπου θα τον
παρακολουθούν και θα του ακοντίζουν σκώμματα βιος, κλουμπακίσματα βροντερά και
χλεύης καζάνια χάχανα!...
Εν τω μεταξύ, ένα
μέρος του Τακτικού διεκπεραιώθηκε στην απέναντι της Ευβοίας γη και το υπόλοιπο
στα γειτονικά νησιά, όπου αφού ανέλαβε δυνάμεις και ανασυντάχθηκε, με νέα
διάθεση και δυναμική ξαναμπήκε στο πολεμικό προσκήνιο. Αμέσως μετά, ο Φαβιέρος,
εξελίσσει τις προσπάθειες κατασκευής σύγχρονου κάστρου στον λόφο του στενού των
Μεθάνων, το οποίο σήμερα φέρει το όνομά του, ενώ ο Κριεζώτης σε μια από τις
μετακινήσεις του στρατεύματός του στα νότια της Εύβοιας, συλλαμβάνεται από τον
Εγγλέζο ναύαρχο Άμιλτον με την κατηγορία της ληστοπειρατίας. Τελικά, αφού
δίνονται οι σχετικές εξηγήσεις, οι Εγγλέζοι (για τα μάτια των Τούρκων) βυθίζουν ορισμένα από τα ελληνικά πλοιάρια
και τους περνούν στη Αττική με τον
τονισμό πως το άπαν του ελληνικού Αγώνα η Ακρόπολη είναι. Και πράγματι, σ’ αυτό
αποσκοπεί η έλευσή τους στην Ελευσίνα.
Σχετικά, ο Ιωάννης Μαυρομάτης σημειώνει: «Εν ολίγω διαστήματι
εσυνάχθησαν περί τον Κριεζώτην εις την Ελευσίναν όλοι οι διασκορπισμένοι
Στερεολαδήται οπλαρχηγοί. (…) Εντός τριών μηνών διαστήματι, συγκροτείται ο
Κριεζώτης εις την Ελευσίναν με πέντε χιλιάδας στρατόν.» [Ιωάννης Μαυρομάτης,
σελ. 79]
Μόλις το
πληροφορείται ο Κιουταχής, στέλνει κατ’ αυτών 7.000 υπό τον Ασλάμπεη. Ο Κριεζώτης
αφήνει στο στρατόπεδο ως εφεδρεία τον Μαυροβουνιώτη με τους συντρόφους του κι
αυτός με 2.000 μαχητές αντιμετωπίζει τους επιδρομείς στην ανοιχτή πεδιάδα,
υποχρεώνοντάς τους κατά το δείλι της 10ης Ιουλίου 1826 να μαζέψουν τα κουφάρια
της στρατιάς και να αποσυρθούν καταφρονημένοι.
Από αυτή τη στιγμή
θεωρείται πως «λήγει η πρώτη της Επαναστάσεως περίοδος και εντεύθεν άρχεται νέα
σειρά πραγμάτων, που καταλήγει στη μάχη της Πέτρας το 1829».
Πλέον στους μαχητές
της Ελευθερίας συναριθμούνται και οι Τακτικοί του Φαβιέρου, αλλά και τα σώματα σημαντικών οπλαρχηγών, που
προστρέχουν στο κάλεσμα της Πατρίδας, καθώς και ο Αρχιστράτηγος Στερεάς Ελλάδας
Γεώργιος Καραϊσκάκης, ο οποίος μαζί με 80-120 οπλοφόρους στις 28 Ιουλίου 1826
αφήνει τη Σαλαμίνα και εγκαθίσταται στο υπό τον Κριεζώτη στρατόπεδο της
Ελευσίνας, όπου γίνεται δεκτός με ενθουσιασμό και αμέσως αρχίζουν οι διεργασίες
για ανάσταση της Επαναστάσεως, που τον Απρίλη είδε τους Ελεύθερους
Πολιορκημένους ν’ αφήνουν τον «φράχτη του Μεσολογγιού» και να προχωρούν στην
ηρωική Έξοδο και με στεφάνια αμάραντα
στην κεφαλή να πορεύονται για τα αιώνια βάθρα της Αθανασίας.
Αφού εξετάζεται
διεξοδικά η κατάσταση, αποφασίζεται τις επόμενες μέρες να χτυπήσουν
αιφνιδιαστικά τις δυνάμεις του Κιουταχή, που από τις 3 Αυγούστου έχουν
καταλάβει το λεκανοπέδιο και έχουν απλωθεί ως το Χαϊδάρι. Εκεί, τη νύχτα της
5ης προς την 6η Αυγούστου τους
καταφθάνουν οι Έλληνες και καταλαμβάνουν καίριες θέσεις πλησίον του στρατοπέδου
τους. Σαν όμως κατά τα χαράματα γίνονται αντιληπτοί, οι αντίπαλοί τους
κινητοποιούν το ιππικό τους και προσπαθεί να τους εκδιώξει, μα τα παλικάρια του
Καραϊσκάκη τους καρτερούν υπομονετικά και μόλις πλησιάζουν, βάλουν συνεχώς
εναντίον τους, αποκρούοντας τις επιθέσεις των ιππέων τους. Προς συνεπικουρία
των επιτιθεμένων κινητοποιείται και το πεζικό, κάνει δύο συντονισμένες
εφορμήσεις, αλλά αποτυγχάνει. Ακολουθεί τρίτη επίθεση, κατά την οποία
κινητοποιείται και ένας λόχος Φιλελλήνων του Φαβιέ μαζί με ατάκτους, οι οποίοι
παίρνουν στο κοντό τους Τούρκους. Ξαφνικά, όμως το σώμα των ατάκτων σταματά και
το Τακτικό αναγκάζεται σε οπισθοχώρηση.
Την επομένη, στα
πολυάριθμα τούρκικα ασκέρια προστίθενται και οι εκ Χαλκίδος προερχόμενοι 3.000
γιαταγανοφόροι υπό τον Ομέρ πασά, οι
οποίοι το πρωινό της 8ης Αυγούστου μαζί τους χιλιάδες πολεμιστές του Κιουταχή
κινούνται κατά των Ελλήνων. Σ’ αυτήν την επιχείρηση, που εκδηλώνεται στην
ανοιχτή πεδιάδα του Δαφνίου, αντιπαρατίθενται οι 6.000 στρατιώτες υπό τον
Καραϊσκάκη με τους πολυάριθμους Οθωμανικούς. Ο Αρχιστράτηγος έχει αναλάβει το
δεξιό κέρας της παρατάξεως, ο Κριεζώτης το αριστερό, ο Περραιβός το κέντρο και
σε κατάλληλη διάταξη βρίσκεται το Τακτικό του Φαβιέρου. Η μάχη σκληρή, πολύωρη
και πεισμώδης. Σε μία κρίσιμη στιγμή έρχεται ο τραυματισμός του Ροβέτρου, ενός
εκ των σημαντικοτέρων διοικητών του Τακτικού. Γεγονός, που προξενεί αναστάτωση
και δημιουργεί μεγάλο κενό στις τάξεις του, κατάσταση την οποία εκμεταλλεύονται
οι Τούρκοι ιππείς και σπαθίζουν ανελέητα τους μαχητές του Φαβιέρου.
Ευτύχημα, που σιμά
τους ξαναβρίσκεται ο φύλακας Άγγελός τους Νικόλας Κριεζώτης, o οποίος παίρνει
φαλάγγι τα τούρκικα ασκέρια και μεγάλη τους προξενεί συφορά. «Ο Κριεζώτης στην
κρίσιμη εκείνη στιγμή, κατά την οποία ήταν τοποθετημένος σε ένα ρέμα, εγείρεται
ως λέων κοιμώμενος και φωνάζει: ‘‘Ορέ, τι τα φυλάτε τα σκυλιά!’’ Και με παλλόμενη στους αιθέρες τη στεντόρειά
του φωνή, ορμά με τους υπ’ αυτόν και τρέπει τους Τούρκους στην αισχράν
αυτήν φυγή, ‘‘ομοίαν της οποίας, ως
έλεγε ο Φαβιέρος, δεν είχα ιδεί σε όλον μου τον στρατιωτικό βίο’’.»[‘‘Ο ελληνικός
Αγών. Νικόλαος Κριεζώτης’’, του
Αθανασίου Χρυσολόγη (σελ. 155)]
Μετά τη λήξη της
μάχης ο Καραϊσκάκης με τους οπλαρχηγούς του αποφάσισε την επιστροφή στο
στρατόπεδο της Ελευσίνας, αφού πρώτα για λόγους τακτικής και εντυπώσεων,
οργανώσουν μια νέα νυχτερινή επίθεση. Οι Τούρκοι, όμως, αντιλήφθηκαν τα σχέδιά
τους και τους έτρεψαν σε φυγή.
Επόμενη σημαντική
στιγμή, στην οποία εμπλέκεται ο Φαβιέρος κατά το 6ο έτος της Επαναστάσεως,
είναι η είσοδός του στην Ακρόπολη, ένα μήνα μετά τη διάσχιση των αρίφνητων
ορδών του Κιουταχή από τους τριακοσίους εκλεκτούς του Κριεζώτη (Ευβοείς στην
πλειοψηφία τους), την με ελάχιστες απώλειες άνοδό τους στον Ιερό Βράχο και την
ανάληψη της Φρουραρχίας από τον Ευβοέα Στρατηγέτη.
Βρισκόμαστε στις 30
Νοεμβρίου 1826, όταν ο Γάλλος Συνταγματάρχης με 530 άνδρες διασπά την πολιορκία
της Ακροπόλεως μεταφέροντας πολεμοφόδια και άλλα του πολέμου αναγκαία. Κατ’
αυτήν την μέσω Φιλοπάππου επιχείρηση και τη μάχη που έγινε πλησίον του Ωδείου
Ηρώδου του Αττικού, θανατώθηκε ο ηρωικός υπαρχηγός του Ταγματάρχης Φρανσουά
Ρόμπερτ (Ροβέρτο), ενώ μετά τον θάνατο του Καραϊσκάκη (στις 23-4-1827) και την
καταστροφή της ελληνικής στρατιάς στον Ανάλατο, η κατάσταση των πολιορκουμένων
(λόγω λιμού, λοιμού, θανάτων, ελλείψεως πολεμοφοδίων και αδυναμίας αποστολής
βοήθειας από οιονδήποτε) έγινε τραγικότατη, οπότε μετ’ επιτάσεως εισηγούνταν τη
συνθηκολόγηση και την παράδοση του Ιερού Βράχου στον ορδάρχη Κιουταχή, πράγμα
που ο Φρούραρχος της Ακροπόλεως Νικόλας Κριεζώτης αρνούνταν να πράξει. Η
αφόρητη πίεση, η διπλωματία και το επερχόμενο θέρος, που θα βοηθούσε στο άπλωμα
του θανατικού, οδήγησαν στην απόφαση της αποχώρησης των Ελλήνων στις 24 Μαΐου
1827, αλλά με όλον τους τον οπλισμό και με όλα τα προσωπικά τους αντικείμενα
ανά χείρας.
Σχετικά με τη στάση
του Φρουράρχου Κριεζώτη, ο – κορυφαίος της εποχής του και ανυπότακτος προς τις
βουλές των συμφερόντων Έλληνας Δικαστικός, που το 1834 αρνήθηκε να
προσυπογράψει την απόφαση θανατικής καταδίκης του Κολοκοτρώνη και του Πλαπούτα,
αλλά και της πολύχρονης φυλάκισης του Κριεζώτη και άλλων συγκατηγορούμενων του
Γέρου του Μοριά οπλαρχηγών για κατασκευασμένα και πλαστά αδικήματα – Γεώργιος
Τερτσέτης ανέφερε από του δικαστικού βήματος: «Ο Γριζιώτης αρνιούνταν την
παράδοσιν της Ακροπόλεως. […]Ήθελε να έβγη με τες σημαίες και με τα σπαθιά
ανοιχτά μέσα από 24.000 εχθρούς, και δεν υπέγραψε την συνθήκην και οι
στρατιώτες του δεμένον τον έβγαλαν από το φρούριον.» [Νικόλας Κριεζώτης, του Γ.
Ντεγιάννη, (τόμος Β΄, σελ. 69)]
Πριν παρέλθουν μήνες
τρεις των γεγονότων της Ακροπόλεως, ο Φαβιέρος (τον οποίο οι στρατιώτες του
‘‘πατέρα’’ αποκαλούσαν κι αυτός ‘‘παιδιά’’ του τους έλεγε) ξεκινά την οργάνωση
της εκστρατείας για την απελευθέρωση της Χίου.
Καθώς έχει παρέλθει
το θέρος του ’27, όπου στο Λονδίνο συζητούνταν το ελληνικό ζήτημα και
επεξεργάζονταν οι όροι ανακωχής και το
εύρος των υπόδουλων περιοχών, που θα απάρτιζαν το νεοσύστατο ελληνικό κράτος, ο
Χίος ιατρός Γ. Γλαράκης, υποσχόμενος οικονομική και οποιαδήποτε άλλη βοήθεια
χρειασθεί, πείθει το Εκτελεστικό να
σταλεί στη μαρτυρική του πατρίδα το τακτικό σώμα του Φαβιέρου. Οι προετοιμασίες
ξεκινούν τέλη Αυγούστου (και ως τις 9 Οκτωβρίου, που ένα μέρος του στρατεύματος κίνησε για τα
Ψαρά), ο Γάλλος Συνταγματάρχης οργανώνει τρία τάγματα πεζικού 800 συνολικά
ανδρών, υπό τους Ταγματάρχες Σκαρβέλλη, Πίσσα και Σονιέρ, έναν λόχο
«πυροβοληστών» δυνάμεως 150 ανδρών, εφοδιασμένο με τέσσερα πεδινά πυροβόλα, έξι
πολιορκητικά πυροβόλα και τρία ολμοβόλα υπό τον Γάλλο Λοχαγό Ζανδέρ, και το
ιππικό, υπό τον Πορτογάλο Αλμέιδα, δυνάμεως 100 ανδρών (λογχιστές και
καραμπινιέροι) και με 80 μόλις ίππους. Το Τακτικό πλαισιώθηκε και από 1.000
ατάκτους μαχητές, οι οποίοι θα δρούσαν επιβοηθητικά προς τα τμήματα του Τακτικού.
Ο συνολικός αριθμός των συμμαχητών του Φαβιέρου ανήλθε σε 2.130 οπλοφόρους.
Το βράδυ της 16ης
Οκτωβρίου 1827, ο ελληνικός στολίσκος προσορμίσθηκε στον Μαυρολιμένα Χίου, δυο
ώρες μακριά από την πόλη. Κατά το πρωινό, ο Φαβιέρος με τους 1.030 άνδρες του
Τακτικού του, 20 εκ Χίου ενόπλους υπό τον Καρδαμυλιώτη και αρκετούς ατάκτους
μαχητές αποβιβάστηκε στο νησί. Ο Τούρκος διοικητής Γιουσούφ πασά είχε
επανδρώσει και εξοπλίσει καταλλήλως τα οχυρά του σκλαβωμένου νησιού. Ο Φαβιέρος
διέταξε 100 περίπου άνδρες του Τακτικού και τους Χίους του Καρδαμυλιώτη να
επιτεθούν εναντίον των ταμπουρωμένων στον οχυρό Μαυρολιμένα, καταφέρνοντας με
την ξιφολόγχη να τρέψουν σε φυγή τους διπλάσιούς τους Αλβανούς, να καταδιώξουν
και ένα δεύτερο εχθρικό σώμα και στη συνέχεια να ενωθούν με τους ατάκτους, που
πολιορκούσαν τον πύργο του Βαρβασίου. Μόλις αποβιβάσθηκε το σύνολο των
ελληνικών στρατευμάτων ο Φαβιέρος οργάνωσε τρεις φάλαγγες εφόδου, οι οποίες θα
κατευθύνονταν προς την πόλη της Χίου. Την ίδια ώρα, ο Γιουσούφ διέταξε το δικό
του τακτικό τάγμα να εξέλθει του φρουρίου και να επιτεθεί στο αντίστοιχο
ελληνικό, που παρατάχθηκε και μόλις πλησίασαν, τους θέριζαν με ομοβροντίες τους
προελαύνοντες Τούρκους και αμέσως μετά τους επιτέθηκαν με την 45 εκατοστών ξιφολόγχη τους, τρέποντάς τους
σε φυγή και όσοι σώθηκαν, αμπαρώθηκαν στο φρούριο της τουρκοπατημένης πόλης,
γύρω από το οποίο υπό την καθοδήγηση του Φιλέλληνα Αντισυνταγματάρχη Αμπάτι
κατασκεύασαν πολιορκητικά χαρακώματα, έστησαν καταλλήλως το πυροβολικό τους και
από τις 20 Οκτωβρίου άρχισαν την
προσβολή του φρουρίου, με το κανονιοστάσιο του υψώματος της Τουρλωτής να
προξενεί τον τρόμο στους εγκλείστους κρεουργούς των αμάχων της Χίου.
Καθώς όμως δεν
υπήρχε ισχυρή ναυτική δύναμη να τους περιορίσει από θαλάσσης, με λέμβους τις νύκτες
εφοδίαζαν το φρούριο με τροφές, πολεμοφόδια και οπλοφόρους. Από την άλλη, ο Φιλέλληνας Συνταγματάρχης
ζητούσε τη συνδρομή της επιτροπής των Χίων, ώστε να υπάρξει ναυτικός
αποκλεισμός του νησιού και να ενισχυθεί με πυρομαχικά και τα άλλα αναγκαία του πολέμου
μέσα, αλλά αντί της υποστηρίξεως, κατηγορείται και για κακοδιοίκηση, ζητώντας
του υποβολή έκθεσης πεπραγμένων. «Ο Φαβιέρος οργισμένος, κατάλαβε ότι και πάλι
μόνος ήταν.»
Μήπως και στην
Εύβοια με παρόμοιο τρόπο τα πράγματα δεν συνέβησαν; Υποσχέσεις πολλές από τους
κυβερνητικούς δεν του δόθηκαν; Πού η στήριξη των εντοπίων, που οι διοικούντες
κατά το ξεκίνημα του καθενός εκ των δύο εγχειρημάτων του υπόσχονταν; Πού η ένταξη σημαντικού αριθμού ντόπιων
οπλοφόρων στο εκστρατευτικό του σώμα, οικονομικών πόρων ή επιμελητείας
τροφίμων, όπως τον πληροφορούσαν και μετ’ επιτάσεως διατείνονταν; Πού η
τροφοδοσία του στρατεύματός του; Πού η
προμήθεια πυρίτιδος και των άλλων αναγκαίων του πολέμου; Πού η συνδρομή ικανής
μοίρας του ελληνικού στόλου κατά τα εγχειρήματά του σ’ αυτά τα δύο πολύπαθα
ελληνικά νησιά, που με διαφορά ενός έτους κατερημώθηκαν από τους Χατζάρους της
βαθιάς και τεφρώδους Ανατολής (το έαρ του Εικοσιδυό η Χιος το θέρος του ’23 το
Γριπονήσι); Πού να πάμε και εις τας Ευρώπας πέρα, απ’ όπου βοήθεια να ’ρθεί,
όπως και ο μεγάλος Βίκτωρας Ουγκώ στο (για τη Χίο γραμμένο ποιητικό του)
Ελληνόπουλο, ζητά να υπάρξει:
«[…]Διαβάτη,
μου κράζει το Ελληνόπουλο με το γαλάζιο μάτι·
βόλια, μπαρούτι θέλω, νά!»
Σε λίγες ημέρες
(στις 29 Οκτωβρίου) ο Γάλλος στρατιωτικός νέο δέχεται πλήγμα, εκ της πατρίδος
του ετούτη τη φορά προερχόμενο, καθώς ο ναύαρχος ντε Ρινί, τον ειδοποιεί να
διακόψει αμέσως την επιχείρηση και να αποχωρήσει από τη Χίο, αλλά (κρατώντας
στους ώμους του το Μέγα σύμπαν της Ευθύνης, των Ιδεών, της Ζωής των αθώων, της
Επαναστάσεως και του Ανθρωπισμού), τον αγνοεί και για ένα επιπλέον τετράμηνο
ορθώνει το ανάστημά του έναντι των οδόντων της βαρβαρότητας και της αχαριστίας!
Ευχάριστη αναλαμπή η
άφιξη της φρεγάτας Ελλάς, που αφού εφοδίασε τον Φαβιέρο με πυρομαχικά και με
νέα πυροβόλα, απέπλευσε. Με τα όπλα αυτά στη φαρέτρα του ο Γάλλος
Συνταγματάρχης επιχειρεί να καταλάβει εξ εφόδου τον λεγόμενο Θαλασσόπυργο, με
την προοπτική να εμποδίζει τον ανεφοδιασμό του χιώτικου κάστρου, αλλά χωρίς
επιτυχία. Παρ’ όλ’ αυτά δεν απογοητεύεται και το βράδυ της 5ης Δεκεμβρίου 1827
σε συνεργασία με τον Ψαριανό Κωνσταντίνο Κανάρη επιχειρεί την πυρπόληση των
τούρκικων μεταγωγικών πλοιαρίων στο λιμάνι του Τσεσμέ της Σμύρνης, αλλά λόγω
της νηνεμίας ο κορυφαίος ναυμάχος και πυρπολητής δεν κατόρθωσε να επιτεθεί στην
ορισμένη ώρα και το εγχείρημα τελεύτησε άδοξα.
Εν τω μεταξύ, οι
πολεμικές επιχειρήσεις στο μαστιχονήσι συνεχίζονται με αυξομειώσεις εντάσεως.
Το βράδυ της 11ης Ιανουαρίου 1828 δύο τουρκικά σώματα εξέρχονται του φρουρίου
και το ισχυρότερο εξ αυτών (αποτελούμενο από δύναμη 500 ανδρών), επιτίθεται
κατά του κανονιοστασίου της Τουρλωτής και το καταλαμβάνει παρά τη σθεναρά
αντίσταση των φρουρών του. Και το δεύτερο τουρκικό σώμα αρχικά είχε επιτυχίες,
αλλά η επέμβαση της επικουρίας του Ταγματάρχη Πίσσα διέλυσε τις οθωμανικές
ορδές, ενώ ο Φαβιέρος επικεφαλής του Γ΄ Τάγματος και του ιππικού, εκτέλεσε
σφοδρή αντεπίθεση, συντρίβοντας τους Τούρκους που είχαν καταλάβει την Τουρλωτή,
αφήνοντας στο πεδίο της μάχης πάνω από 200 νεκρούς και το κανονιοστάσιο στα
χέρια των Ελλήνων, που θρήνησαν τον χαμό οκτώ παλικαριών, ενώ ο Φαβιέρος
και 15 στρατιώτες του τραυματίσθηκαν.
Καθώς στο νησί
αφίχθηκε στολίσκος υπό τον Ταχήρ πασά με ισχυρά πυροβόλα όπλα, το γολετί του Παπανικολή και το πυρπολικό του Κανάρη
δεν ήταν ικανά να ανταπεξέλθουν, ενώ την ίδια στιγμή το πολλαπλά καταπονημένο
στράτευμα του Φαβιέρου αντιμετώπιζε όλο και μεγαλύτερη έλλειψη πυρίτιδας και
ό,τι άλλο απαιτούνταν για να οδηγηθεί στη νίκη και στη δικαίωση των μαρτυρικά
χιλιάδων θανόντων ή αιχμαλωτισθέντων και απάνθρωπα βασανισθέντων το ’22 και των
μια εξαετία μετά ζώντων λιγοστών κατοίκων του νησιού. Το κακό μεγάλωσε υπέρμετρα, όταν στις 1
Μαρτίου1828 ο Ταχήρ εμφανίστηκε στη Χίο και ύστερα από σφοδρό κανονιοβολισμό
άρχισε να αποβιβάζει τα στρατεύματά του.
Οι κάτοικοι της
Χίου, με τις φρικτές σκηνές του 1822 νωπές ακόμα στη μνήμη τους και την ψυχή
τους μονίμως τεφρωμένη, τράπηκαν πανικόβλητοι σε φυγή, εγκαταλείποντας τα
πάντα!...
Από την άλλη, οι
Τούρκοι πριν καλά καλά προλάβουν να πατήσουν το λερό τους πόδι στην παραλία της
Χίου, έντρομοι αντίκρυσαν απέναντί τους το Β΄ Τάγμα Πεζικού με τα όπλα
προτεταμένα, σε θέση σκόπευσης. Ξαφνικά, μια ομοβροντία 300 μουσκέτων έσκισε
τον αγέρα, θερίζοντας τους εισβολείς και κατά δεκάδες απλώνοντάς τους στη
μαρτυρική – από τα χατζάρια, τις πυρές,
τις αρπάγες και τις άλλες ‘‘περγαμηνές’’
των ομοφρόνων τους – γη. Σε λίγο και ι υπόλοιποι επιχειρούν να αποβιβαστούν,
μια νέα όμως ομοβροντία στέλνει ακόμα περισσότερους στη χώρα των Ουριών και
ακολούθως αρωγός σε ετούτο το πατριωτικό έργο έρχεται η ξιφολόγχη και ο
ανελέητος κατατρεγμός του από τους
αμυνόμενους Φιλέλληνες και Έλληνες στρατιώτες.
Δυστυχώς, στις 5
Μαρτίου 1828 (ενάμισι μήνα μετά την άφιξη του Ιωάννη Καποδίστρια στην Ελλάδα)
όλα για τη Χίο είχαν τελειώσει.
Ο μόνος πάντως που
δεν ευθύνεται για την αποτυχία, είναι ο Φαβιέρος και το Τακτικό. Ο Ορλάνδος και
ο Φιλέλληνας στρατιώτης Τόμας Γκόρντον αποδίδουν το αρνητικό του εγχειρήματος
αποτέλεσμα στην έλλειψη εφοδιασμού αλλά και ομοψυχίας. Ευθύνες επίσης φέρουν
και οι διάφοροι οπλαρχηγοί των ατάκτων, οι οποίοι αντί να πειθαρχήσουν τους
άνδρες τους, κατά την κρίσιμη στιγμή τους έβαζαν να απαιτούν τους μισθούς τους
και να απέχουν των πολεμικών πράξεων. Ακόμα ευθύνες έχει και το ναυτικό, το
οποίο δεν φρόντισε να διαθέσει αρκετά πλοία για την τήρηση του ναυτικού
αποκλεισμού του νησιού, με αποτέλεσμα οι Τούρκοι να ενισχύονται πολύ τακτικά
και εν πολλοίς ανενόχλητοι.
Ο ποιητής Γιώργος
Δροσίνης αντικρίζοντας από τον σιμά στην Βορειοευώτισσα «προσηώα Αρτέμιδα»
οικογενειακό του των Γουβών πύργο, την – ευρισκόμενη μες στην αχλύ του χρόνου
και του Αιγαίου πελάγους – Χίο (του
Λόγου, των Μόσχων, του Πόνου, του Πόντου και του Ονείρου) τη θώπευε με τη ματιά
του και με τη σαϊτιά και του λόγου του
της έπεμπε από καρδιάς το ποίημά του Χιος:
«Ωραίο νησί! και λέγοντας μονάχα τ’ όνομά σου
με περιχούν τ’ ανθόνερα και τα ροδόσταμά σου
γεμίζουν οι παλάμες μου με γιασεμιά ανθισμένα
σφαλούν απ’ τη μαστίχα σου τα μάτια μεθυσμένα
κι ακούν τ’ αυτιά μου ένα παλιό τραγούδι αγάλι-αγάλι.
τραγούδι για τις Χιώτισσες που πλένουν στ’ ακρογιάλι
και, δείχνοντας αστόχαστα το ποδοστράγαλό τους,
κάνουν τους ναύτες που περνούν να χάνουν το μυαλό τους.
Ωραίο νησί! αν δε φόρεσες δαφνόκλαδα, σου φτάνει
για δόξα σου το ακάνθινο του μαρτυρίου στεφάνι.
Τα γιασεμιά κοκκίνισαν το χρόνο της σφαγής σου,
πίνοντας αίμα αντί νερό στη ρημαγμένη γη σου.
Τα χελιδόνια πέρασαν χωρίς να σταματήσουν,
μη ξέροντας στο χαλασμό πού τις φωλιές να χτίσουν.
Κι ο ναύτης που ξετρέλανες, ξαναγυρνώντας πάλι,
δεν είδε ούτε μια Χιώτισσα να πλένει στ’ ακρογιάλι!»
[Ιούνιος
1927 ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΔΡΟΣΙΝΗΣ. Συλλογή: ‘Φευγάτα Χελιδόνια/1936.]
Ο Φαβιέρος μετά την
απαγκίστρωση του στρατεύματός του από τη Χίο, επέστρεψε στα Μέθανα, όπου
επιχειρεί την αναδιάταξη των δυνάμεών του, αλλά και πασχίζει να αποσείσει τις
εκ μέρους των αντιπάλων του εναντίον του κατηγορίες, που τον έφεραν στο εδώλιο
για: άσκοπη, παράνομη και αποτυχημένη πολεμική επιχείρηση. Απόψεις, που
φαίνεται πως τελικά ενστερνίστηκε και ο Ιωάννης Καποδίστριας, ο οποίος πρόσφατα
(στις 19 Ιανουαρίου 1828) είχε γίνει δεκτός με άκρατο ενθουσιασμό στο Ναύπλιο
και πέντε μέρες μετά είχε εγκατασταθεί στην έδρα της κυβερνήσεως, στην Αίγινα.
Οι σχέσεις
Καποδίστρια και Φαβιέρου, ενώ στην αρχή έδειχναν φιλικές και στήριζε ηθικά το
εγχείρημα της Χίου, στη συνέχεια όμως με την αλλαγή της στάσης του και τις
διαφορετικές του απόψεις σχετικά με την οργάνωση του στρατεύματος και την
πολιτική διοργάνωση της χώρας, έπαψε να βλέπει θετικά τον φιλελεύθερο Γάλλο
Συνταγματάρχη, φθάνοντας στο σημείο οι σχέσεις τους να διαρραγούν, ο Φαβιέρος στις 22 Μαΐου 1828
να παραιτηθεί από τη διοίκηση του
Τακτικού και να αναχωρήσει για την πατρίδα του.
Δυο μήνες μετά (και
ενώ βρίσκεται στην κορύφωσή του ο Ρωσοτουρκικός πόλεμος), υπογράφεται το
πρωτόκολλο του Λονδίνου, το οποίο με την επίσημη βούλα τριών μεγάλων ευρωπαϊκών
δυνάμεων (της Γαλλίας, της Ρωσίας και της Αγγλίας) αναγνωρίζει κράτος ελληνικό
με κέντρο την Πελοπόννησο και παράλληλα δρομολογεί την αποστολή γαλλικού
εκστρατευτικού σώματος εξ ονόματος και των άλλων δύο χωρών.
Το στρατιωτικό αυτό
σώμα αποτελείται από 14.000–15.000 άνδρες και τελεί υπό την αρχηγία του Γάλλου
Στρατηγού Νικολάου-Ιωσήφ Μαιζών, με τον Κάρολο Φαβιέρο να το πλαισιώνει και
εξέχουσα να έχει θέση μεταξύ των υψηλόβαθμων
Αξιωματικών του. Η άφιξη των πρώτων στρατιωτικών δυνάμεων θα
πραγματοποιηθεί στις 28 Αυγούστου 1828 στο Ναβαρίνο και λίγες μέρες μετά θα
αφιχθούν και οι υπόλοιπες μονάδες, οι οποίες στην καταπληγωμένη ελλαδική
γη θα παραμείνουν έως την 1η Απριλίου
1829, έχοντας μάλιστα πολλές απώλειες (περί τους 1.000 στρατιώτες).
Κύριο έργο της
γαλλικής αποστολής ήταν η εκδίωξη από τον Μοριά και των τελευταίων
τουρκοαιγυπτιακών δυνάμεων, αλλά και να στηρίξει την προσπάθεια ευταξίας και ανασυγκροτήσεως των κατεστραμμένων
πελοποννησιακών τόπων.
Εκτός της αμιγώς
στρατιωτικής τους προσφοράς οι Γάλλοι φρόντισαν και τη μεταφορά τεχνογνωσίας
στην Πελοπόννησο, με μία πολλών ειδικοτήτων επιστημονική αποστολή να αφίκεται
στο Ναβαρίνο την 3η Μαρτίου του 1829, να εγκαθίσταται στη Μεθώνη και στις 11
Απριλίου να την επισκέπτεται ο Ιωάννης
Καποδίστριας, με την επιθυμία να γνωρίσει τα μέλη της, να σχεδιάσουν μαζί
ορισμένα πράγματα, να συνεορτάσουν τη νέα εποχή
μέσα από ένα εκ μέρους της Ελλάδος μεγάλο δείπνο ευγνωμοσύνης και τιμής,
αλλά και να κατευοδώσει το γαλλικό
στρατιωτικό σώμα, που επρόκειτο σύντομα να επιστρέψει στη χώρα του.
Σε αυτό το ξεχωριστό
δείπνο πλην του Κυβερνήτη παρέστησαν: ο
Μαιζών και οι υπ’ αυτόν επικεφαλής της ειρηνευτικής δυνάμεως, τα στελέχη της
επιστημονικής επιτροπής και κορυφαίοι Έλληνες οπλαρχηγοί (Κολοκοτρώνης,
Νικηταράς, Μακρυγιάννης, Καλλέργης,
κ. ά.).
Ομοτράπεζός τους και
ο Φαβιέρος, ο οποίος εκ νέου είχε πληγωθεί από τον Κυβερνήτη, διότι απέρριψε το
αίτημα ν’ αναλάβει και πάλι την αρχηγία και την οργάνωση του Τακτικού Στρατού.
Απογοητευμένος και από αυτό το γεγονός, εξωθήθηκε στην οριστική εγκατάλειψη της
αγαπημένης του ελληνικής γης, παίρνοντας
όμως μαζί του ένα κομμάτι Ελλάδα και τον πιστό του Έλληνα υπηρέτη
Θηραμένη.
Ένα έτος μετά την
επιστροφή του στα πάτρια, ο Φαβιέ (ο οποίος λογίζονταν ως άνδρας με μεγάλη
πολεμική πείρα, ιδιαίτερα θαρραλέος, γενναίος και με θαυμαστό οργανωτικό πνεύμα
Αξιωματικός) συμπρωταγωνίστησε στην Ιουλιανή Επανάσταση (του 1829) και το
επόμενο έτος ανέλαβε τη φρουραρχία του Παρισιού, το 1831 νυμφεύτηκε την
Ισπανίδα Maria de Harvas με την οποία απέκτησε έναν γιο, τον Louis-Eugène, το
1839 ορίστηκε Γενικός Επιθεωρητής του γαλλικού στρατού, το 1845 μέλος της
γαλλικής εθνοσυνέλευσης και στη συνέχεια πρέσβης στην Κωνσταντινούπολη και στη
Δανία.
Στην Ελλάδα, η
Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας του 1842 τον ανακήρυξε Έλληνα πολίτη και ο βασιλέας
Όθων τον τίμησε με τον Μεγαλόσταυρο του Τάγματος του Σωτήρος.
Ο κορυφαίος των
Φιλελλήνων, ο αγνός Γάλλος
Συνταγματάρχης (που από τα νιάτα του ήταν διαποτισμένος με τα νάματα της
κλασικής ελληνικής παιδείας, ντυνόταν όμοια με τους Έλληνες συμπολεμιστές του,
είχε μπολιαστεί με τα ήθη και τα έθιμα της γης για την οποία πολεμούσε ώστε να
απαλλαγεί απ’ τους τυράννους και κράτος της να έχει το Φως, η Ελευθερία και η
Δικαιοσύνη, σύντομα έμαθε να μιλά και να γράφει ελληνικά και ανιδιοτελώς για
χάρη της πολλά υπόφερε), σαν ενημερώθηκε σχετικά με τα προς αυτόν ελληνικά
τιμητήρια, με τον σεμνό και ευγενή του τρόπο ευχαρίστησε και σχολίασε: «Η Ελλάς
μου πληρώνει μεγαλοπρεπώς ολίγες σταγόνες αίματος, που τις προσέφερα
αφιλοκερδώς για την αγία της υπόθεση.»
Έχοντας διανύσει
έναν γεμάτο και πολύκλωνο εξηνταοκτάχρονο βίο, αποκομίζοντας και ως πολεμικά
παράσημα (από τους ναπολεόντειους πολέμους και τις μετέπειτα επιχειρήσεις του
γαλλικού στρατού, αλλά και από τη θυσιαστική του δράση στα χρόνια της Ελληνικής
Επαναστάσεως) ένδεκα διακριτές πληγές στο κορμί του, αποβίωσε στην Πόλη του
Φωτός στις 15 Σεπτεμβρίου 1855 και αμέσως μετά η ελληνική κυβέρνηση τριήμερο
κήρυξε πένθος, φωτίζοντας και την Ακρόπολη πένθιμα.
Αργότερα, το
ελληνικό κράτος εξ αφορμής της εκατονταετηρίδας από την ηρωική μάχη στην
Ακρόπολη κυκλοφόρησε αναμνηστικά μετάλλια και γραμματόσημα, ενώ η Χαλκίδα, η
Αθήνα και άλλοι ελληνικοί τόποι (αναγνωρίζοντας την καθοριστική του συμβολή
στην εξέλιξη της Ελληνικής Επαναστάσεως) έδωσαν τ’ όνομά του σε κεντρικές τους
οδούς.
Κωνσταντίνος
Κλ. Μπαϊρακτάρης
Χαλκίδα, 26 Σεπτεμβρίου 2020
Βιβλιογραφία
Ι. Κάρολος Φαβιέρος και το χρονικό της εκστρατείας του στην
Εύβοια το 1826, του Γιώργου Παπαστάμου (1998)]
ΙΙ. Ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης, του Σπυρίδωνα
Τρικούπη (τόμος Γ΄)
ΙΙΙ. Κάρολος Φαβιέρος, λήμμα από τη Βικιπαίδεια
IV. Ευβοϊκά ή Ιστορία τής νήσου Ευβοίας, εν Ερμουπόλει το
1858, του Ναθαναήλ Ιωάννου
V. Ιστορία νήσου Ευβοίας, του Κωνσταντίνου Γουναρόπουλου
(1930)
VII. Ο Νικόλαος Κριεζώτης, του Γιώργου Ι. Ντεγιάννη, τόμοι
Α΄ και Β΄ (1967)
VIΙΙ. ‘‘Νικόλαος Κριεζώτης’’, του Αθανασίου Χρυσολόγη
ΙΧ. Απομνημονεύματα, του Στρατηγού Γιάννη Μακρυγιάννη
Χ. Απομνημονεύματα, Φωτάκου [Φώτιου Χρυσανθακόπουλου, τόμος
Α΄]
ΧΙ. Απομνημονεύματα, του
Ιωάννη Μαυρομμάτη
ΧΙΙ. Το ’21
στην Εύβοια, των Δημήτρη Δεμερτζή & Σπύρου Κοκκίνη (1962)
ΧΙΙΙ. Ιστορία των Αθηνών κατά τον υπέρ ελευθερίας Αγώνα,
αρχομένη από της Επαναστάσεως μέχρις της αποκαταστάσεως των πραγμάτων, του
Διονυσίου Σουρμελή (1853)
IVΧ. Ελληνόπουλο, ποίημα του Βίκτωρος Ουγκώ (1828)
VΧ. Χίος, ποίημα του Γεωργίου Δροσίνη (1927)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.