Δευτέρα 29 Ιουνίου 2020

Η ΑΝΑΒΙΩΣΗ , Η ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΕΙΤΟΝΙΑΣ



Γράφει ο Κώστας Μπαιρακτάρης

«Οι πάνω γειτονιές Στις πάνω γειτονιές λάμπει ο κόσμος -όταν περνώ, πετάω στα ουράνια – πεντοβολάει στα παραθύρια τους ο δυόσμος, ανθούν στις εμπατές τους τα γεράνια

Στις γειτονιές – τις γειτονιές – λάμπουνε τ’ άστρα, όταν εγώ προβώ, προβαίνει η Πούλια, λαμποκοπάν οι αυλές τους μες στην πάστρα, μοσχοβολάν στις γλάστρες των τα γιούλια. Με φαμφουρένια στ’ άσπρα τους κανάτια τους δυόσμους των δροσολογάν, κι απ’ το πρεβάζι
στάζουν οι γλάστρες των νερό, κι από τα μάτια, -τα μακρουλά τους μάτια – αγάπη στάζει.» Γιάννης Σκαρίμπας , 1944 Πόσο αλήθεια έλαμπε ο κόσμος σ’ αυτές τις γειτονιές με τα χαμηλά, κομψά σπιτάκια, με τις ανθοστόλιστες αυλές, τις άνθινες καρδιές των γειτόνων, που πάντα πλατιά ήταν η καρδιά τους / για να χωρέσει τις χαρές και τις λύπες των γνωστών και φίλων, του κάθε συντοπίτη! Πόσο αλήθεια έλαμπε ο κόσμος σ’ αυτές τις γειτονιές σαν έβγαινε στης εμπατής την πεζούλα η πρόσχαρη γιαγιούλα για να συναχτούν γύρω της στη φιλόστοργη ανοιχτή αγκάλη της όλοι οι δικοί της μα και οι καλοί της οι γειτόνοι! Και τότε άνοιγε το κουβεντολόι για το κάθε τι που βασάνιζε, που γέμιζε έννοιες τη μικρή κοινωνία της γειτονιάς. Κι έτσι κυλούσαν οι ώρες ευχάριστα κι ανθρώπινα, αποδιώχνοντας στεναχώριες και κούραση από τις ώρες σκληρής δουλειάς για τον επιούσιο. Μα σα λάχαινε και ερχόταν μεγαλόπρεπο το κέφι, πιάναν το τραγούδι και το ρίχναν και στο χορό. Κι ήταν όλα στη γειτονιά μια συντροφιά, ένα πανηγύρι. Πόσο αλήθεια έλαμπε ο κόσμος σ’ αυτές τις γειτονιές βλέποντας – παρά την ανέχεια – τα χαρούμενα παιδικά προσωπάκια να οργώνουν δρόμους κι ανηφοριές παίζοντας παιχνίδια λαϊκά – που στάθηκαν αλώβητα μέσα στο χρόνο, ή πειράζοντας όποιον πίστευαν πως αρέσκεται σε τέτοιους αστεϊσμούς! Πόσο αλήθεια έλαμπε ο κόσμος σ’ αυτές τις γειτονιές σαν έβλεπες να τις διασχίζουν οι γνώριμες φιγούρες των πάσης φύσεως πλανώδιων επαγγελματιών για να διαλαλήσουν το προϊόν, τις υπηρεσίες τους ! Και πόσο περισσότερο έλαμπε ο κόσμος σ’ αυτές τις γειτονιές σαν έβλεπες να σχίζουν τον αγέρα τους οι μελωδικές φωνές των κανταδόρων, που πάσχιζαν να συνεπάρουν την ανθόσπαρτη καρδιά της λυγερής ομορφούλας! Και παντού την ίδια ώρα να ρέει μελίστακτος ο μόσχος από τις ευωδιές του γιασεμιού και της βιολέτας, ο μόσχος του λεμονανθού και της γαζίας! Και τότε κατά το Γιάννη Ρίτσο: « Η βραδιά αφήνει τώρα πίσω από τα τσίτινα κουρτινάκια ένα αιγινίτικο σταμνί ιδρωμένο από άστρα ένα σταμνί με τα όνειρα του κόσμου». Έτσι κυλούσαν οι βραδιές, με συζήτηση, κέφι και όνειρα, για να «φέγγει τη συνοικία μια γλάστρα με τα κόκκινα λουλούδια της», για να μένει πάντα ανοιχτό το παραθύρι του σπιτιού και της καρδιάς για όλους τους γειτόνους. Θα μου πείτε πως οι εποχές άλλαξαν, πως στέγνωσε πλέον αυτός ο τόσο ανθρώπινος θεσμός, η πολυθρύλητη γειτονιά με την περιπόθητη κοινωνική και πολιτιστική της συγκρότηση, πως τη θέση των ανθρώπινων σπιτιών κατέλαβε η υπερμεγέθης και απρόσωπη πολυκατοικία, πως οι αυλές η μια μετά την άλλη χάνονται, πως οι άνθρωποι αυτοεγκλωβίζονται μέσα στα καταθλιπτικά τους διαμερίσματα καθηλωμένοι και παγιδευμένοι: από τη μαγική εικόνα της τηλεόρασης και τις έγνοιες, που μας φορτώνει καθημερινά ο διαλυτικός για την ψυχική και οικονομική μας ισορροπία καταναλωτισμός. Αναμφίβολα, είναι μια πραγματικότητα. Εμείς, όμως, δικαιούμαστε να στεκόμαστε παθητικοί απέναντί της ή πρέπει να αντισταθούμε , εξανθρωπίζοντας όσο γίνεται και επανακαθορίζοντας τη ζωή των πόλεων , τη δική ζωή μας; Νομίζω πως πρέπει να ορθώσουμε το ανάστημά μας μπρος σ’ αυτή την εθελούσια αυτοφυλάκιση του ανθρώπου μέσα στους συνθλιπτικούς και καταθλιπτικούς τοίχους του διαμερίσματος και να στήσουμε τις βάσεις για την έξοδο, για την ανθρώπινη επαφή, για την κοινωνική συνοχή, για την αναβίωση του ελληνοπρεπέστατου θεσμού της γειτονιάς, η οποία οδηγεί κατά το Γιώργο Γραμματικάκη : « Στην αρμονική ισορροπία του ανθρώπου με το περιβάλλον του, σ’ αυτόν καθ’ εαυτόν τον εσωτερικό άνθρωπο και στην ανάγκη του να υπάρξει με τους άλλους, (σε αντίθεση με τη σημερινή πραγματικότητα) η οποία οδηγεί, συνήθως, σε έναν άνθρωπο χωρίς σοφία και ευθύνη, στερημένο από την παρηγοριά της τέχνης και την ανάσα του διπλανού, έρμαιο δυνάμεων που στηρίζουν την εξουσία τους στην ισοπέδωση τη δική τους και της φύσεως». Για το ίδιο ζήτημα ο λαογράφος Μιχάλης Μερακλής στο σύγγραμμά του «Κοινωνική συγκρότηση», γράφει: «Οι ίδιοι οι χρήστες της επικαλούνται συνήθως τη γειτονιά ως σύστημα αναφορών, αναγνώρισης και κοινωνικής επικοινωνίας και σαν λόγο συναισθηματικής ταύτισης. Η επικοινωνιακή λειτουργία της, μάλιστα, συνάγεται και από την τέλεια γνώση που αποκτούσε ο ένας για τον άλλον. (‘‘Αν έχει η νύφη μας βηχιό, ρωτάτε τους γειτόνους’’, όπως αποφαινόταν μια παροιμία). Τέλος, αυτή η γνώση του γείτονα ήταν κι ένα είδος αυτόματης παρέμβασης του ενός στη ζωή του άλλου, με αποτέλεσμα τη βελτίωση της συμπεριφοράς του ενός και του άλλου». Πώς, λοιπόν, θα μπορούσαμε να αναστρέψουμε το σημερινό αρνητικό κλίμα όπου βασιλεύει ο περιχαρακωμένος – αυτοέγκλιστος – άνθρωπος του «Δε βαριέσαι, αδερφέ», ο οποίος αγνοεί το γεγονός πως : «Όταν το σπίτι του γειτόνου σου καίεται, πάντεχε και το δικό σου», κατά τη σοφότατη λαϊκή ρήση; Γνώμη μας είναι πως η δημοτική αρχή θα πρέπει να δεσμεύσει δρομίσκους ή τμήματα δρόμων χαμηλής κυκλοφορίας σε διάφορα σημεία της πόλης και να τα κάνει ελκυστικά για τους περιοίκους, ώστε να τους ‘‘πείσει’’ να εξέλθουν του κελύφους των, για να συναναστραφούν με τον πλησίον τους, να γνωριστούν μαζί του, να συσφίξουν τις σχέσεις τους, να ακουμπήσει ό ένας στον άλλον. Σ’ αυτή την αναβιωμένη μορφή της γειτονιάς, η ελκυστικότητα, το δόλωμα αν θέλετε για την έξοδο του ανθρώπου προς την κοινωνική ζωή , θα μπορούσε να γίνει: με τη δημιουργία ελεύθερων χώρων περιπάτου και πρασίνου, με παιδικές χαρές, με χώρους άθλησης, χώρους πολιτιστικών και ψυχαγωγικών δραστηριοτήτων, με ποικίλες πνευματικές δραστηριότητες έκφρασης φορέων ή αυτοέκφρασης των γειτόνων και τέλος με το σήμα κατατεθέν της κλασικής ελληνικής γειτονιάς, την φρεσκοασβεστωμένη ευμήκη πεζούλα. Με τέτοιες παρεμβάσεις θεωρούμε πως θα συμβάλλουμε στον εξανθρωπισμό και αποβαρβαρισμό των σύγχρονων πόλεών μας που μέρα με τη μέρα γίνονται όλο και πιο εχθρικές για τον άνθρωπο, όλο και πιο απειλητικές, οδηγώντας τον έτσι στην απομόνωση, στη μοναξιά, στην απάθεια, την κοινωνική αναλγησία, στην απόγνωση. Έτσι ακριβώς συμβαίνει, και στην «Οδό ονείρων» του Μάνου Χατζιδάκι, όπου: «Αυτή η γειτονιά είναι για όλους μας ένα κλουβί (στο οποίο) κανείς δε ζει αληθινά αυτό που θα ’θελε να ζει, γιατί τ’ όνειρο είναι μια στιγμή κι όλες οι άλλες οι στιγμές απελπισία (και γι’ αυτό μας καλεί να κάνουμε) ένα πάρτυ στο δρόμο των ονείρων.» Μα ετούτη η συνάντηση – πρόταση δεν είναι τίποτε άλλο από ένα γιορτάσι στην οδό ονείρων, που θέλουμε να : «Έχει πολύ χρώμα, πολλά παιδιά, πολλές μητέρες, πολλές ελπίδες και πολλή σιωπή. Και (να) είναι όλα σκεπασμένα από ένα τρυφερό κι αβάσταχτο ουρανό. (Έτσι,τότε, όλους τους) τη νύχτα δε (θα) τους πιάνει ο ύπνος - κι όταν δεν ονειρεύονται, (θα) τραγουδούν.» Κι εμείς στη δική μας «Οδό Ονείρων» ονειρευόμαστε και τραγουδούμε! Ονειρευόμαστε και τραγουδούμε την αναβίωση της, την ΑΝΑΣΤΑΣΗ της πολύχαρης ελληνικής γειτονιάς! Κ. Μπαϊρακτάρης*ΥΣ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ: Αρτέμης Αθανασάκης και Θεόδωρος Κουσουρής: «Οικολογική Παιδεία και περιβαλλοντική εκπαίδευση» Μιχάλης Γ. Μερακλής: « Κοινωνική συγκρότηση» Γιώργος Γραμματικάκης: « Η κόμη της Βερενίκης» Σούλα Παπαγεωργοπούλου – Ιωαννίδη: «Ανέκδοτα και αθησαύριστα κείμενα του Γιάννη Σκαρίμπα» Γιάννης Ρίτσος: «Οι γειτονιές του κόσμου» Μάνος Χατζιδάκις : «Οδός Ονείρων»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.