ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ
Τσούκνα: Ύφασμα μάλλινο από διαλεχτό μαλλί προβάτου, περασμένο από μαντάνι για να γίνει πυκνό και χοντρό.
χασές:είδος λευκού υφάσματος από βαμβάκι,από την αραβική λέξη hassa είδος λευκού βαμβακερού υφάσματος από το οποίο κατασκευάζονται ασπρόρουχα, σεντόνια κλπ.
Λόγγος:Πυκνή δασωμένη έκταση.Σλάβικη λέξη από αυτές που μπήκαν στο ελληνικό λεξιλόγιο. Για τους Στενιώτες λόγγος ήταν το δάσος της Στενής.Πυκνό και δυσκολοδιάβατο απετέλεσε καταφύγιο διωκόμενων ελλήνων δεν ξέρουμε από πόσο παλιά.
Λογγιόλι: Τριγωνικό κομμάτι ύφασμα,που το προσθέτουν στη φουστανέλα για να μακρύνει. Κομμάτι ύφασμα που το πρόσθεταν στα πανωβράκια,για να δημιουργηθεί η σέλα.Επίσης το πρόσθεταν και στη σεγκούνα χαμηλά στο πίσω μέρος του επενδύτη.Έτσι επίσης αποκαλούσαν τα άτομα που ήταν δύστροπα, εριστικά και θέλανε να γίνεται πάντα το δικό τους π.χ είνι αυτός ένα λαγγιόλ’ου θιός να σι φλάει.(Έτσι το λέγαμε παλιά. Διρφυακά Νέα. Γιάννης Γιαννούκος).
1
9.Αλλού το λένε ριζάρι και αγριόχορτο.
10.Κολοκούρισμα: Το κούρεμα γύρω από την περιοχή της ουράς.Ήταν το πιο λερωμένο και χαμηλότερης ποιότητας.
11. Μπελετζίκια: Τα βραχιόλια αλλά εννοούν και τους καρπούς από την θέση των βραχιολιών.
Γνέματα = νήματα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.