Κυριακή 9 Αυγούστου 2020

ΜΑΡΟΥΣΑ ΜΕΡΟΣ Β

ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ
Το Φεβρουάριο του 1825, όλη ή Εύβοια, βρισκόταν στα χέρια των τούρκων. Ο Καρύστιος Ομάρ πασάς, αφού έλαβε επικουρία επτά
χιλιάδων Γενιτσάρων, είχε κατακτήσει σχεδόν όλη την Εύβοια.
Σποραδικά μόνο στα υπερήφανα βουνά της Εύβοιας, περιπλανώνται ολιγάριθμα σώματα επαναστατικά, παρενοχλώντας με ακροβολισμούς τα τουρκικά στρατεύματα. Αλλά το Μάρτιο του ίδιου έτους, μετέβησαν στην Αττική, όπου ο ατρόμητος Κριεζώτης, με τους άλλους οπλαρχηγούς είχαν αποσυρθεί.
Διοικητής των στρατιωτικών δυνάμεων των Αθηνών, ήταν τότε
ο ατρόμητος Γκούρας, ο οποίος μόλις έμαθε την εντός της Αττικής
εισβολή των Οθωμανών, παρέλαβε εξακόσιους οπλίτες και στρατο-πέδευσε στο Μαραθώνα, σαν άλλος Μιλτιάδης.
Ο Καρύστιος Ομάρ πασάς, στρατοπεδευμένος κοντά στο  χωριό
Καπανδρίτι, όταν έμαθε ότι ο Γκούρας βρίσκεται στο Μαραθώνα,
εκστράτευσε εναντίον του, άμα δε πλησίασε στα Ελληνικά οχυρώματα, υψώνοντας το χέρι του και δείχνοντάς τα, είπε στους ωμούς Γενίτσαρους (οι οποίοι με την ανήκουστη ωμότητα τους, φόνευαν αδιακρίτως τους χριστιανούς, κάθε φύλου και κάθε ηλικίας).
—Αυτού είναι οι άπιστοι γκιαούρηδες, αν μπορέσετε σκοτώστε τους, και όχι να σκοτώνετε προσκυνημένους ραγιάδες.
Οι άγριοι Γενίτσαροι, ερεθίστηκαν από τα λόγια του πασά και όρμη-σαν αλαλάζοντες κατά των ελληνικών οχυρωμάτων, αλλά οι ατρόμητοι του Γκούρα οπλίτες, με εύστοχο και ταχύτατο πυρ, ματαίωσαν τις αλλεπάλληλες εφόδους των αιμοβόρων τούτων θηρίων.
Τότε λυσσώντας ο Ομέρ πασάς, συγκέντρωσε τα συντρίμματα των Γενιτσάρων και όλους τους υπ’ αυτόν Ευβοείς τούρκους και όρμησε με φοβερή μανία, κατά των ολιγάριθμων εκείνων Ελλήνων.
Ο Γκούρας, αντιλαμβανόμενος τον κίνδυνο, αποφάσισε να συναπο-θάνει με τα παλληκάρια του. Έσυρε λοιπόν το ξίφος και αναβαίνο-ντας πάνω στο οχύρωμά του:
— Παλληκάρια ανέκραξε με βροντώδη φωνή ή Νίκη ή Θάνατος, κανείς να μη φύγει.
Και πηδώντας έξω απ΄ αυτό, όρμησε μανιώδης κατά τού Ομέρ πασά.
Όλοι οι οπλίτες του τον μιμήθηκαν και τότε σφαγή φριχτή έγινε προ των οχυρωμάτων. 
Η πυρίτιδα έπαψε να διασπείρει τον θάνατον, που και που ακούγο-νταν κρότοι πυροβόλων όπλων, μόνον διαρκείς ήταν οι τριγμοί του σπαθιού, χτυπώντας τα οστά των μαχόμενων. Οι Τούρκοι ήταν φο-βισμένοι, τους κρατούσε μόνον στο πεδίο της μάχης το άπειρο πλή-θος τους και ο φόβος που είχαν προς τον Ομέρ πασά.
Ήταν η 6 Ιουλίου. Ο ήλιος ήταν καυστικότατος, η μάχη που είχε αρχίσει από το πρωί, εξακολουθούσε μέχρι της 6ης ώρας μ.μ.
Οι ατρόμητοι μαχητές του Γκούρα, που είχαν αποκάμει από την κού-ραση, τον καύσωνα, την πείνα και τη δίψα, θα έπεφταν θύματα του πλήθους των εχθρών, εάν δεν ερχόταν μια ισχυρή ενίσχυση.
Ευτυχώς, περί την τρίτη και μισή ώρα, οι Έλληνες άκουσαν πυροβολισμούς από το πίσω από τους τούρκους μέρος και είδαν αυτούς
κατατρομαγμένους και αμήχανους, γιατί είχαν βρεθεί μεταξύ δύο
πυρών.
Έκτοτε η θέση των πολιορκούντων μετεβλήθη σε πολιορκούμενων.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ
Μεταξύ των επικουρικών σωμάτων, διακρινόταν και ένα ολιγάριθμο σώμα από πενήντα άνδρες, υπό την αρχηγία του γνωστού μας
Γιάννου. Αυτός περιτρέχοντας τα όρη της Εύβοιας με τα παλληκάρια του, είχε πολιορκηθεί για λίγο διάστημα στη μονή Άγιος Νικόλαος, του χωριού Βάθειας, από ισχυρό σώμα από χίλιους περίπου τούρκους, αλλά την 5η Ιουλίου, βλέποντας στην πεδιάδα, να διευθύνεται προς το χωριό πολυάριθμο τουρκικό σώμα, πάσχοντας  και από
έλλειψη τροφών, προτίμησε να εξέλθει από τη δυσχερή θέση του
διά μέσου των έχθρων, διακινδυνεύοντας τη ζωή του, αλλά και των ανδρών του, παρά να μείνουν στο μοναστήρι, όπου και θα πέθαιναν από την πείνα ή και θα συλλαμβάνονταν ζωντανοί.
Πριν λοιπόν, η ισχυρή επικουρία των Τούρκων φτάσει και ενωθεί με τους πολιορκούντες, όρμησαν από το πίσω απόκρημνο μέρος της Μονής, που δε φυλασσόταν καλά, λόγω του απόκρημνου εδάφους και των βράχων, φονεύοντες και φονευόμενοι, κατόρθωσαν να δια-σπάσουν την πολιορκητική ζώνη, αφού αφήκαν πολλούς νεκρούς
και πληγωμένους και από ένα μονοπάτι, έφθασαν σε μια παραλία που απείχε μισή ώρα από το χωριό.
Εκεί βρήκαν κάποια πλοιάρια τουρκικά, απ΄ αυτά που χρησίμευαν για την μεταφορά των ζωοτροφών, στα διάφορα τουρκικά σώματα. Μετά μικρή αντίσταση, από μέρους των λίγων Τούρκων που τα φύ-λαγαν και που δεν πρόφθασαν να ανοιχτούν στο πέλαγος, πήδησαν μέσα σ΄ αυτά και κόβοντας τα σχοινιά, με τα οποία προσδένονταν  στην παραλία και κωπηλατώντας δυνατά, ανοίχθηκαν στο πέλαγος.
Ήταν πλέον καιρός, γιατί δεν είχαν ακόμη απομακρυνθεί από την παραλία σε απόσταση βολής τυφεκίου, όταν οι καταδιώκοντες το σκάφος τούρκοι, έφθασαν σ΄ αυτήν και άνοιξαν εναντίον τους
ζωηρότατο πυρ.
Άμα απομακρύνθηκαν από τον κίνδυνο, άρχισαν να σκέφτονται πως και που έπρεπε να κατευθυνθούν.
Να επιστρέψουν προς την Εύβοια; Ήταν σαν να μετέβαιναν στο θάνατο, γιατί οι Τούρκοι που ήταν στην παραλία, παρακολουθούν τις κινήσεις τους. Να κατευθυνθούν στην αντίθετη παραλία της Αττικής; Ήταν σ΄ αυτούς σχεδόν ακατόρθωτο, γιατί ο Τουρκικός στόλος περιέπλεε αδιάκοπα τον Ευβοϊκό κόλπο, για να εμποδίσει την επικοινωνία μεταξύ των στην Εύβοια και των στη Στερεά επαναστατικών σωμάτων.
Μετά σύντομη σκέψη λέει ο Γιάννος.
— Παιδιά, είπε, βρήκα τον τρόπο να βάλουμε τους ίδιους μουρτάτη-δες που ήταν μέσα, να μας παν πέρα στο ρουμελικό και να σηκώ-σουμε τούρκικη παντιέρα, για να μας νομίσουνε τα τούρκικα καράβια για τούρκους κι εμάς.
Όλοι αποδέχτηκαν με ενθουσιασμό την επινόηση του Γιάννου και
αμέσως έλυσαν τα χέρια και τα πόδια έξι τούρκων, που είχαν αιχμαλωτίσει μέσα στα πλοιάρια και ύψωσαν τις τούρκικες σημαίες.
— Σκύλοι, είπε ο Γιάννος προς τους Τούρκους, θα πάτε πέρα στη στεριά και τότε θα σας παρατήσουμε ελεύθερους να κάμετε ότι θέλετε, μα κοιτάξετε μη μας κάνετε καμιά μπαμπεσιά, γιατί μα την Αγία Τριάδα θα σας σφάξω σαν τραγιά.
Οι τούρκοι υπέκυψαν στην απειλή και ανοίγοντας τα πανιά, έπλεαν με ευνοϊκό άνεμο προς τις ακτές της Αττικής, που απείχε δύο περί-που ώρες, από εκεί που αναχώρησαν.
Μετά μια και μισή ώρα θαλασσοπλοΐας, οι στο ένα πλοιάριο ευρισκόμενοι, δέκα τον αριθμόν ανδρείοι μας, αισθάνθηκαν τα πόδια τους να βρέχονται, με μεγάλη δε ταραχή και ανησυχία, παρατήρησαν νερό να ανεβαίνει από τον πυθμένα της λέμβου, σε μεγάλη ποσότητα και με μεγάλη ορμή.
Όλοι περιήλθαν σε μεγάλη αμηχανία και άρχισαν να κραυγάζουν
ζητώντας βοήθεια, (προεξάρχοντος του γνωστού μας Μπάρμπα-Μήτρου) από το πλησίον τους πλέοντος πλοιαρίου, στο οποίο
βρισκόταν ο Γιάννος.
Οι δύο τούρκοι, που διεύθυναν το πλοιάριο, ρίχτηκαν στη θάλασσα και διευθύνθηκαν κολυμπώντας προς την ξηρά και ενώ αποχωρού-σαν από το βυθιζόμενο πλοιάριο, γελούσαν σαρκαστικά. Τότε ο
Γιάννος και οι άλλοι κατάλαβαν το δόλο των τούρκων και θέλησαν
να τους πυροβολήσουν, άλλα τα εναύσματα που ήταν τοποθετημένα στον πυθμένα, είχαν βραχεί και συνεπώς απέβη μάταιη η απόπειρά τους. Ο Γιάννος ακούγοντας τις κραυγές και βλέποντας το πλοιάριο βυθιζόμενο, έσυρε το πιστόλι και το κατεύθυνε προς το κεφάλι του Τούρκου που κυβερνούσε το πλοιάριο.
— Σκύλε, είπε, γρήγορα να μας πας εκεί, ειδεμή σου σπάζω το κε-φάλι. Ο τούρκος, φοβήθηκε  από την απειλή, έστρεψε προς το βυθι-ζόμενο πλοιάριο, άλλα δεν πρόφθασε να το σώσει, γιατί βυθίστηκε λίγες στιγμές πριν να προσεγγίσει το  πλοιάριο, στο οποίο βρισκόταν ο Γιάννος. Απ΄ αυτούς που ήταν στο βυθισμένο πλοίο άλλοι μεν πνίγηκαν, άλλοι παίρνοντας τα κουπιά, επέπλεαν στο νερό και άλλοι
κατέβαλλαν απελπισμένες προσπάθειες, για να διασωθούν από τον
κίνδυνο που τους απειλούσε. Ο Γιάννος διέταξε αμέσως και έριξαν σχοινιά προς τους κινδυνεύοντες και ανέσυρε όσους μπόρεσε.
Ένας απ΄ τους πνιγόμενους ήταν και ο Μπάρμπα-Μήτρος, ο οποίος με κραυγές γοερές ζητούσε βοήθεια.
Ο Γιάννος, αναγνωρίζοντας τη φωνή του, διέταξε και διηύθυναν το πλοιάριο προς τον κινδυνεύοντα και μόλις έφτασε σ΄ αυτόν, που ήταν πλέον αναίσθητος, ρίχτηκε στη θάλασσα, για να τον σώσει.
Οι στο πλοιάριο ευρισκόμενοι οπλίτες, έριξαν σχοινί προς το Γιάννο, το οποίο έπιασε αυτός με το δεξιό χέρι, κρατώντας συγχρόνως με το αριστερό του τον θνήσκοντα Μπάρμπα-Μήτρο, τον οποίον και
ανέσυρε νεκρό.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ
Ο Γιάννος, αφού ανέσυρε όλους όσους κινδύνευαν και τα πτώματα των πνιγέντων, διέταξε να εξακολουθήσουν την πορεία τους.
Μετά από λίγο, όλοι αποβιβάστηκαν στις ακτές της Αττικής, όπου
ενταφίασαν όλους τους νεκρούς.
Ο κρότος των πυροβόλων των μαχόμενων στο Μαραθώνα, έφτανε στα αυτιά τους, έβλεπαν και τον καπνό της μάχης, να ανυψώνεται  προς τον ουρανό. Ο Γιάννος, πιστός στο λόγο του, άφησε τους
αιχμαλώτους Τούρκους μαζί με τα πλοιάριά τους ελεύθερους και παίρνοντας  μαζί του τους Ανδρείους του, έσπευσε ή μάλλον επέταξε
σαν αετός στο πεδίο της μάχης. Ενώ με τους δικούς του ορμά εκ των όπισθεν κατά των Τούρκων, άλλο σώμα επικουρικό, υπό τον ατρόμητο Κατσικογιάννη, λάμβανε μέρος στη συμπλοκή, καταλαμβάνοντας την προς τα δεξιά του σώματος του Γιάννου πλευρά. Μετά από λίγο οι τούρκοι, αφού βρέθηκαν μεταξύ δύο πυρών, περιήλθαν σε τέτοια αμηχανία, ώστε μη ακούοντες πλέον τις διαταγές των αρχηγών τους, περιέτρεχαν από δω κι από κει σαν αγέλη ζαρκαδιών, που τους επιτίθεται το λιοντάρι. Η νίκη θεωρείτο βεβαία, ο γενναίος Κατσικογιάννης συνάντησε στη μάχη το Γιάννο, κατά τη στιγμή που αυτός έσπαζε με την ακτηρίδα του όπλου του, την κεφαλή κάποιου πασά.
—Γεια σου Γιάννο μου, του είπε, όπου αστράψει το σπαθί σου, το χαιρετάει η νίκη, έτσι και στον Ανηφορίτη, κατάλαβαν οι Τούρκοι την κόψη του σπαθιού σου.
—Δεν νικώ γω, απήντησε ο Γιάννος, διαπερνόντας το στήθος άλλου Τούρκου με το γιαταγάνι, νικάει το δίκιο και  η λευτεριά.
Όλοι, Τούρκοι και Έλληνες, αλληλοσφάζονταν μετά μανίας, οι Τούρκοι κατάφοβοι από την ορμή των Ελλήνων, ετράπησαν σε φυγή προς τη Βοιωτία. Αλλά καθ’ οδόν συνάντησαν σώμα τουρκικό από επτά περίπου χιλιάδες άνδρες και έτσι στάθηκαν και αντιστάθηκαν κατά των ολιγάριθμων Ελλήνων. Μετά την έλευση της ισχυρής αυτής επικουρίας, το πλήθος των Τούρκων ήταν άπειρο, μολονότι πάνω από δύο χιλιάδες φονεύθηκαν και πληγώθηκαν και πάνω από χίλιοι
πεντακόσιοι λιποτάκτησαν.
Οι Έλληνες επομένως, αντιλαμβανόμενοι τον κίνδυνο που διέτρεχαν απέναντι του άπειρου πλήθους των εχθρών, άρχισαν να αποχωρούν εν τάξει προς την Αθήνα, εγκαταλείποντας στην περιφανή αυτή μάχη και καθ’ οδόν μέχρι την Αθήνα, περί τους τετρακόσιους νεκρούς και τραυματίες, ήτοι το εν τέταρτον της δυνάμεως τους.
Στην Αθήνα στρατοπέδευσαν γύρω και εντός της Ακροπόλεως, όπου και πολιορκήθηκαν από είκοσι χιλιάδες Τούρκους.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ
Περί το Μάρτιο του 1825, έγινε στην Αθήνα, μεταξύ των διαφόρων αρχηγών της Στερεάς Ελλάδος, σύσκεψη περί ανακτήσεως της Εύ-βοιας. Αποφασίστηκε δε να γίνει εκστρατεία, την οποία ανέλαβε να εκτελέσει ο ανδρείος φιλέλλην Γάλλος συνταγματάρχης Φαβιέ, με το τάγμα τακτικού στρατού από Έλληνες και φιλέλληνες, που φτιάχτηκε από τον ίδιο. Στο σώμα τούτο είχαν λάβει μέρος και οι αρχηγοί Μαμούρης και Βούλγαρης. Ενώ λοιπόν ο Φαβιέ ήταν έτοιμος προς αναχώρηση και επιθεωρούσε το προς εκστρατεία σώμα, αίφνης παρουσιάστηκε ενώπιον του ο Γιάννος, περιστοιχισμένος από τους άνδρες του και με ύφος αρρενωπό και φωνή σταθερή:
—Καπετάν Κολονέλο, είπε, πάρε με και μένα μαζί σου στο Γριπονή-σι, είμαι από κει και θέλω ν’ αφήσω τα κόκκαλά μου στον τόπο μου.
Ο Φαβιέ άπλωσε το χέρι προς το Γιάννο και του είπε.
—Ναι, παλληκαρά μου να σε πάρω, άκουσα από τους καπετάνιους σου για σένα πολλά και σε κοίταζα με θαυμασμό.
-Παρακινούσε άραγε μόνη η επιθυμία το Γιάννο να πεθάνει στον τόπον του; Όχι. Ο Γιάννος σκεπτόμενος περί της πατρίδος, σκεφτόταν κατά δεύτερο λόγο και πως ήταν δυνατόν να βρει τη Μαρούσα και να συναντηθεί  με τον άσπονδο εχθρό του, Μουράτ εφένδη.
Ήταν βέβαιος, ότι εάν τον συναντούσε, δεν θα διέφευγε απ΄ τα χέρια του και πάλι. Ο Γιάννος είχε σταθερό χαρακτήρα, τα παρελθόντα τέσσερα χρόνια δεν κατόρθωσαν, ούτε τον προς τη Μαρούσα θερμότατο έρωτά του να μειώσουν, ούτε τον προς το Μουράτ μίσος του να
σβήσουν.
-Τρεις ήταν οι λόγοι που τον κρατούσαν στη ζωή, το προς την πατρίδα καθήκον, ο προς τη Μαρούσα διακαής έρωτάς του και το προς
το Μουράτ άσπονδο μίσος του.
Και τα τρία τούτα τον καλούσαν στην Εύβοια.
Σ΄ αυτό το μέρος, η καρδιά του εύρισκε ανάπαυση, γιατί η Μαρούσα, ήταν κλεισμένη στο φρούριο της Χαλκίδος.
Σ΄ αυτό το μέρος, ο πόθος της Εκδίκησής του ήλπιζε να ικανοποιη-θεί. Γιατί σ΄ αυτό το μέρος, θα συναντούσε βεβαίως το Μουράτ.
Σ΄ αυτό το μέρος τέλος, συγκεντρωνόταν όλη του ή ζωή, όλη του η ύπαρξη. Γιατί σ΄ αυτό το μέρος το καθήκον, ο έρως του και η εκδίκη-ση ήλπιζαν να βρουν την ικανοποίησή τους.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ
Την εβδόμη Μαρτίου, όλη η στρατιά του Φαβιέ αποβιβάστηκε στα Στύρα και από κει βάδισε προς την Κάρυστο, προς άλωση αυτής.
Η πόλη αυτή βρίσκεται σε  απόκρημνη και υψηλή θέση, υπερασπίζεται από την κλιμακωτή σειρά των σπιτιών και από της με τηλεβόλα οχυρωμένης ακροπόλεως. Ο Φαβιέ παρατήρησε τη δυσκολία να
αλωθεί η πόλη χωρίς τηλεβόλα, άλλα μη μπορώντας να προχωρήσει προς τη λοιπή Εύβοια, εγκαταλείποντας πίσω του ισχυρά τουρκικά στρατεύματα, αποφάσισε να επιτεθεί κατά της Καρύστου.
Στις 9 λοιπόν Μαρτίου, επιτέθηκε αλλεπάλληλα στην Κάρυστο με καρτεροψυχία, αλλά το απόρθητο της θέσεως, προστατευόμενης
και από τους φύσει πολεμικούς Καρύστιους Τούρκους, ματαίωσε τις
επανειλημμένες επιθέσεις του, στις οποίες έχασε το ένα τέταρτο του στρατού του. Μετά τις ατυχείς του απόπειρες, μαθαίνοντας ότι ο
Ομέρ πασάς ερχόταν από τη Χαλκίδα εναντίον του, με δύναμη τεσ-σάρων χιλιάδων πεζών και εξακοσίων ιππέων και ότι είχε γι αυτό οπλίσει πολλά πλοιάρια τουρκικά, για να πολιορκήσει αυτόν και διά Θαλάσσης, αποσύρθηκε στο απέναντι των Πεταλίων ακρωτήριο Λυκόρεμα και εκεί στρατοπέδευσε και οχυρώθηκε. Ο Ομέρ πασάς, βάδισε προς το Λυκόρεμα, στέλνοντας κατά πρώτον την εμπροσθοφυλακή, από χίλιους πεντακόσιους πεζούς και οκτακόσιους ιππείς, υπό την αρχηγία του Μπέη Μεχμέτ Αλή και του Μουράτ εφένδη.
Η εμπροσθοφυλακή αυτή, άμα έφτασε προ του ελληνικού στρατού, έτρεψε σε φυγή μικρό αυτού τμήμα, που ήταν απροετοίμαστο και
αμέριμνο.
Ο Φαβιέ, μαθαίνοντας αυτό, απέστειλε προς βοήθεια τρεις λόχους πεζών και άλλους αρχηγούς, μεταξύ των οποίων και το Γιάννο με τους άνδρες του, προς βοήθεια των κινδυνευόντων. Τότε δε μάχη πεισματώδης συστάθηκε κατά την οποία  και απ΄ τα δύο μέρη,
πολλοί έπεσαν νεκροί και πληγωμένοι.
Μέσα στον καπνό της μάχης, ο Γιάννος ανεγνώρισε τον Μπέην και παρά το πλευρό αυτού το Μουράτ.
Το μίσος του αναφλέχθηκε, τίποτε άλλο δεν σκεφτόταν πλέον, μονάχα πως ήταν δυνατόν να φτάσει μέχρις αυτών, και ει δυνατόν να διασχίσει τα στήθια τους με το γιαταγάνι του.
Αυτοστιγμεί κάλεσε τον Τάσο πλησίον του:
—Τάσο, του είπε, σαν πέθανε ο Γιώργος, ορκιστήκαμε να σκοτώ-σουμε τον Μπέην. Είσαι παλληκάρι; Αν είσαι, να ο Μπέης μαζί με το Μουράτη, έλα να πάμε να τους φάμε και τους δύο.
 –Γιάννο, δεν τόκαμες καλά να με ρωτήσεις αν βαστώ τον όρκο μου,
το ξέρεις πολύ καλά πως είμαι έλληνας και σαν πω κάτι το κάνω.
Πες μου τώρα που θες να πάμε.
Ο Γιάννος του έσφιξε το χέρι και τον ασπάσθηκε με συγκίνηση και μετά του είπε.
—Έλα κοντά μου.
Ο Τάσος τον ακολούθησε. Ο Γιάννος πήγε προς τους μαχόμενους οπλίτες του, διάλεξε και πήρε μαζί του πέντε απ΄ αυτούς.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΚΤΟ
Ο Μπέης, καθισμένος σε κάποιο λόφο με το επιτελείο του, διηύθυνε τη μάχη. Κατά εκείνη τη στιγμή ή μάχη ήταν αμφίρροπη, γιατί και
απ΄ τα δύο μέρη μάχονταν λυσσαλέα. Αλλά μετά από λίγο, ο Τουρκικός στρατός άρχισε να υποχωρεί, μη δυνάμενος να αντισταθεί  στην ορμή των Ελλήνων. Τότε ο Μπέης, αναγκάστηκε να στείλει και την από τριακόσιους άνδρες αποτελούμενη σωματοφυλακή του, στο πεδίο της μάχης. Αλλά και η μικρή αυτή βοήθεια προς τους τούρκους, ελάχιστα ωφέλησε, απέναντι στην καρτερία και το θάρρος του ελληνικού στρατού. Εμπόδισε μονάχα προς στιγμήν την υποχώρηση των Τούρκων, αλλά χρησίμευσε στο να ερεθίσει τους Έλληνες, των
οποίων η μανία είχε φθάσει στο κατακόρυφο σημείο.
Οι Έλληνες, καθόλου δε σκέπτονται το θάνατο, αλλά μόνον προς
την νίκη αποβλέποντες, επέπεσαν μανιωδώς κατά των Τούρκων,
οι οποίοι, μη μπορώντας ν’ αντισταθούν στην καταπληκτική τούτην ορμή των Ελλήνων, ετράπησαν σε φυγή, εγκαταλείποντας στο πεδίο της μάχης το τρίτον της δυνάμεώς τους.
Ο Μπέης και ο Μουράτ, βλέποντας από το λόφο τη φυγή των στρα-τιωτών τους και φοβηθέντες μη τυχόν φονευθεύν ή συλληφθεύν ζω-ντανοί, ετράπησαν και αυτοί σε φυγή και δεν περίμεναν καν, ούτε την προσέγγιση του στρατεύματος τους. Αλλά ενώ αυτοί έφευγαν, σπεύδοντας να κρυφτούν στο γενικό στράτευμα του Ομέρ πασά,
υπό τις διαταγές του όποιου τελούσαν, σε ένα μονοπάτι ανάμεσα από θάμνους, ακούσθηκαν δύο πυροβολισμοί. Πριν τα όρη αποδώ-σουν την ηχώ των πυροβολισμών, δύο μορφές εξαγριωμένες πρό-βαλαν από ένα θάμνο, παρακολουθούμενες και από πέντε άλλους.
Τα άλογα του Μπέη και του Μουράτ, έπεσαν κτυπημένα και τα δύο στην κεφαλή, από δύο σφαίρες. Οι δύο δε ή τρεις αξιωματικοί, οι
αποτελούντες το επιτελείο του Μπέη, φοβηθέντες το θάνατο, κέντη-σαν τούς ίππους και έφυγαν καλπάζοντας. Μάταια ο Μπέης και
ο Μουράτ τους προσκαλούσαν πλησίον τους, αυτοί ένα είχαν σκοπό, μία είχαν ιδέα, να σώσουν τη ζωή τους. Μόνο οι πέντε σφαίρες των ανδρών του Γιάννου ευστόχησαν και κατόρθωσαν να σταματήσουν κάποιον απ΄ αυτούς σκοτώνοντάς τον.
Ο Μπέης και ο Μουράτ, βλέποντας από το λόφο τη φυγή τους, πυ-ροβόλησαν κατά των επιτεθέντων Γιάννου και Τάσσου και των
παλληκαριών τους. Αλλά το χέρι τους τρέμοντας από το φόβο και
οι οφθαλμοί τους θαμπωμένοι από το φάσμα του θανάτου, δεν δυνή-θηκαν να ευστοχήσουν και για τούτο μόνο έναν από τους οπλίτες από τύχη πλήγωσαν ελαφρώς. Ο Γιάννος εκτός εαυτού, όρμησε κατά του Μουράτ, ο δε Τάσος κατά του Μπέη. Σε μια στιγμή ο Μουράτ
έπεσε πληγωμένος στο στήθος από το μαχαίρι του Γιάννου, ο οποίος βάζοντας το γόνατό του στο στομάχι του πληγωμένου:
—Μουράτη, είπε, σου τό ’πα στου Κοντοδεσπότη τη βρύση πως βουνό με βουνό δε σμίγει.
—Μη με σκοτώσεις Γιάννο μου, μη με σκοτώσεις και να σου δώσω τη Μαρούσα κι όσα πλούτη θέλεις.
—Τη Μαρούσα, είπε ο Γιάννος, όχι δεν θα μου τη δώσεις δεν τη θέ-λω τη Μαρούσα γιατί είναι πομπεμένη, γιατί είναι χανούμισσά σου.
—Γιάννο μου, αν σου πω κάτι τι, μου χαρίζεις τη ζωή;
—Τι με μέλει αν μου πεις κι δεν μου πεις, ότι κι αν μου πεις πάντα ψέματα θε νάναι. Εγώ θέλω να πιω το αίμα σου, για τα τόσα μαρτύ-ρια που μούχεις κανομένα. Εγώ θέλω να σου πιω το αίμα σου για να πάρω πίσω την τιμή της Μαρούσας. Ορκίστηκα στον τίμιο Σταυρό, να κόψω το λαρύγγι σου με τα δόντια μου.
-Γιάννο μου, άκους με πρώτα τι θε να σου πω κι ύστερα σκότωσέ με.
Τη Μαρούσα δεν την πόμπεψα καθώς νομίζεις.
Το πρόσωπο του Γιάννου φαιδρύνθηκε, η άγρια του μορφή εξέλειπε. Παλμοί ισχυρότατοι απειλούσαν να διαρρήξουν το στήθος του, εντούτοις, η αμφιβολία περί της αλήθειας των λόγων του Μουράτ, βασάνιζε το λογικό του.
—Πες μου μωρέ Μουράτ, αν μου λες την αλήθεια.
—Ναι Γιάννο μου, στο ορκίζομαι στην πίστη μου.
—Μου τ’ ορκίζεσαι στο Μουχαμέτη και στο Κοράνι;
—Ναι, Γιάννο μου τ’ ορκίζουμαι.
Με όλες τις διαβεβαιώσεις και τους όρκους του Μουράτ, ο Γιάννος εξακολουθούσε να αμφιβάλει, αν και το ανέλπιστο αυτό άκουσμα κολάκευσε τον εγωισμό του. Θέλησε λοιπόν να βεβαιωθεί πληρέστερα περί της αλήθειας των λόγων του Μουράτ.
—Και πώς γίνηκε τούτο να μη ντροπιάσεις τη Μαρούσα αφού τώρα 5 χρόνια κοντεύουν που την έχεις στο χαρέμι;
—Γιατί αγίασε Γιάννο.
—Αγίασε! !! Τί πάει να πει αυτό;
Ενώ o Μουράτ ήταν έτοιμος ν’ απαντήσει στην ερώτηση του Γιάννου, πυροβολισμοί που ακούστηκαν κοντά, άλλαξαν την όψη της σκηνής.
Ο Γιάννος σηκώθηκε, πήρε το καρυοφύλλι του στα χέρια και απομακρύνθηκε ταχέως, λέγοντας προς το Μουράτ.
—Άιντε Μουράτ, σου χαρίζω τη ζωή, γιατί πιστεύω πως λες αλήθεια, αν όμως ορέ Τούρκε, με γέλασες σε χλωρό κλαρί δε θα σ’ αφήσω να καθίσεις.
Ο Τάσος άκουσε τους λόγους του Γιάννου.
—Ορέ Γιάννο του λέγει, πατάς το φίδι και δεν το σκοτώνεις; Σε κάθε περίσταση εσένα θα δαγκώσει πρώτα. Εγώ τον Μπέη τον ξέκαμα και αν συ ορκίστηκες να μη σκοτώσεις το Μουράτη, εγώ δεν ορκίστηκα και γι’ αυτό τόνε σκοτώνω.
Πριν ο Γιάννος προφτάσει να εμποδίσει τον Τάσο, αυτός πυροβόλη-σε κατά του κατ’ εκείνην την στιγμήν ανεγειρομένου Μουράτ,
ο οποίος κτυπήθηκε στο στήθος από τη σφαίρα και έπεσε ύπτιος.
Την ίδια στιγμή, πυροβολισμοί ακούσθηκαν πλησιέστερα και ομάδες του καταδιωκόμενου Τουρκικού στρατού έφευγαν βιαστικές και φοβισμένες από τους διώκτες τους. Τότε ο Γιάννος, ο Τάσος και οι μαζί
μ΄ αυτούς ανδρείοι, αποσύρθηκαν σε παρακείμενο ύψωμα, κρύφτη-καν πίσω από τα  βράχια και ανέμεναν την έλευση των εχθρών.
Μόλις δε αυτοί έφθασαν κάτω από τους βράχους, οι επτά ανδρείοι με συμφωνημένη εντολή του Γιάννου, άδειασαν τα όπλα τους εναντίον τους. Τότε  σύγχυση απερίγραπτη κατέλαβε τούς Τούρκους, που
υπέθεσαν ότι είχαν τεθεί μεταξύ δύο πυρών πολυάριθμου στρατού, οι αλαλαγμοί των υψώνονταν μέχρις ουρανού, πολλοί απ΄ αυτούς ρίχνοντας τα όπλα περιφέρονται εδώ κι εκεί χωρίς και αυτοί να γνωρίζουν τι κάνουν.
Οι επτά ανδρείοι μας, επωφελήθηκαν απ  τη σύγχυση, γέμισαν και πάλι τα πυροβόλα τους και ετοιμάσθηκαν ν’ αντισταθούν σε κάθε
επίθεση. Αλλά οι τούρκοι τόσο πτοήθηκαν, ώστε ούτε καν σκέφτηκαν περί επιθέσεως. Έκαστος τούτων σκεπτόταν μάλλον, με ποιο τρόπο θα διασωθεί του επαπειλούντος αυτού φανταστικού κινδύνου.
Ο Γιάννος, για να μη δείξει στους εχθρούς ότι είναι λίγοι, διέταξε τον Τάσον να λάβει τρεις εκ των συντρόφων του και διά της όπισθεν του υψώματος οδού, να κατευθυνθούν και καταλάβουν κάποια θέση επίσης οχυρά, εκ της οποίας να καταπυροβολούν τον εχθρό.
Ο Τάσος εκτέλεσε πιστά τις συμβουλές του Γιάννου και κρυφά κατέ-λαβε τη θέση που του υποδείχτηκε, ανοίγοντας ζωηρό πυρ κατά των πολυπληθών εχθρών, οι οποίοι υπό φόβου καταληφθέντες ετράπησαν σε άτακτη φυγή.
Ο ήλιος πλησίαζε να δύσει, οι τελευταίες ακτίνες του έδιναν στις το-ποθεσίες εκείνες θέα γραφικότατη. Οι βράχοι προσβαλλόμενοι από τις κατακόκκινες ακτίνες του δύοντος ήλιου, φαίνονταν σαν να ήτανε βαπτισμένες στο αίμα.
Αλλά μήπως άραγε τους βράχους τούτους, επί ένα ήδη έτος δεν πό-τιζε το αίμα των σφαζόμενων Ελλήνων και των φονευμένων Τούρ-κων; Από την ημέρα που η επανάσταση εξερράγη στην Εύβοια, οι αιμοχαρείς Καρύστιοι Τούρκοι, κατακρεουργούν αδιακρίτως του φύ-λου  και της ηλικίας κάθε Έλληνα.
Οι βράχοι της Καρύστου, οι οποίοι θαύμασαν το ξίφος του Μαυρομι-χάλη, με το αίμα του οποίου βάφτηκαν, οι οποίοι θαύμασαν τους
ήρωες εκείνους πολεμιστές, μαχόμενους υπέρ της ελευθερίας,
οι οποίοι άκουσαν το πρόσταγμα του ανδρείου Κριεζώτου, οι βράχοι εκείνοι χρωματίζονταν την ημέρα εκείνη, από ασυνήθιστη ερυθρότητα των ακτίνων του δύοντος ήλιου, σαν να προμηνούσαν τη γενομένη την επόμενη μέρα φοβερή αιματοχυσία, την οποία θα δούμε στο
επόμενο κεφάλαιο.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΒΔΟΜΟ
Ο Γιάννος με τους άνδρες του, βλέποντας τους Τούρκους να φεύ-γουν, αναπήδησαν από το βράχο πίσω απ΄ τον οποίο ήταν κρυμμέ-νοι και καταδίωκαν αυτούς, μέσα στα δάση και τους άγριους θά-μνους. Ποιος θα πίστευε ποτέ, ότι επτά ανδρείοι, προξένησαν τέτοιο τρόμο σε τετρακόσιους περίπου Τούρκους;
Και όμως το πράγμα είναι αληθές. Πλην όμως, τους Τούρκους δεν φόβισε η ανδρεία των ολίγων, αλλ’ ο τρόμος, που είχε κυριεύσει αυ-τούς νικηθέντες κατά κράτος και καταδιωκόμενοι και η ιδέα αφετέρου, ότι ήσαν πολλοί τον αριθμόν οι λιγοστοί εκείνοι ανδρείοι.
Αλλ’ ενώ μ΄ αυτό τον τρόπο η εμπροσθοφυλακή έφευγε, το κύριο σώμα του Ομέρ Πασά Βρυώνη, αναχώρησε λίγες ώρες μετά την
εμπροσθοφυλακή. Από τη Χαλκίδα κατευθυνόταν προς την Κάρυστο, για να απαλλάξει αυτήν από την  πολιορκία και να διασκορπίσει τον υπό τον ατρόμητο Φαβιέ, Ελληνικό τακτικό στρατό.
Συνάντησε επομένως την κατανικηθείσα εμπροσθοφυλακή επιστρέ-φουσα, και την επανέφερε αμέσως στο πεδίο της μάχης.
Ο Ομέρ Βρυώνης, ένας απ΄ τους ικανότερους και γενναιότερους Τούρκους αρχηγούς, εξεμάνει για την ήττα της εμπροσθοφυλακής
του στρατού και ιδίως για το θάνατο του Μεχμέτ Μπέη και τον καίριο τραυματισμό του Μουράτ εφένδη, των δύο αρχηγών του.
Ο Αυγερινός διέλυε τα σκότη της νύκτας, όταν το στράτευμα του
Ομέρ Βρυώνη, έφθασε προ του Ελληνικού στρατού.
Πριν ανατείλει ο ήλιος, οι σφαίρες του Οθωμανικού πυροβολικού, άρχισαν να περνάνε πάνω από το Ελληνικό στράτευμα.
Τα δύο ή τρία Ελληνικά πυροβόλα που διοικούσε  ο Φαβιέ, ανταπέ-δωσαν τους πρώτους χαιρετισμούς στο τουρκικό πυροβολικό, με μεγάλη ευστοχία και επιτηδειότητα.
Ο Φαβιέ, βλέποντας ευθύς εξ’ αρχής την αδυναμία του στρατού του, ιδίως του πυροβολικού, διέταξε, ο στρατός να διασκορπιστεί και να καταλάβει θέσεις όσον περισσότερο οχυρές και να πολεμά αμυνόμενος, κατά του πολυάριθμου εχθρού.
Ο Ομέρ Βρυώνης, βλέποντας τη διαίρεση αυτή του Ελληνικού στρατού, νόμισε αυτήν ως αρχήν υποχωρήσεως και διέταξε γενική έφοδο.  Αμέσως, όλος ο Τουρκικός στρατός, με αλαλαγμούς επέπεσε κατά του ολιγάριθμου Ελληνικού τακτικού στρατού.
Η ορμή της επίθεσης ήταν μεγάλη, αλλά μεγαλύτερη ήταν η καρτερία των Ελλήνων. Μόλις οι επιτιθέμενοι έφθασαν κοντά στα Ελληνικά χαρακώματα, πυρ ταχύ τους υποδέχθηκε και θέρισαν σαν στάχυα τις πρώτες γραμμές τους.
Όπως ήταν επόμενο, η δειλία κατέλαβε τις λοιπές γραμμές, οι οποίες άρχισαν να υποχωρούν.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΟΓΔΟΟ
Η ήττα αυτή, αντί να αποθαρρύνει τον Ομέρ Βρυώνη, τουναντίον αύξησε τη λύσσα του κατά των Ελλήνων. Οπότε συγκεντρώνοντας τους αξιωματικούς του και μπαίνοντας επικεφαλής, του μέχρι της στιγμής εκείνης απρακτούντος ιππικού του, όρμησε στο πεδίο της μάχης με τη βοή και τη μανία ακράτητου χειμάρρου.
Βρίζοντας δε και ενθαρρύνοντας τους φεύγοντες, κατόρθωσε να τους επαναφέρει  στη μάχη. Οι Έλληνες αντιλαμβάνονται το αδύνατον πλέον να νικηθούν οι Τούρκοι και νιώθοντας τον κίνδυνο που διέτρεχαν να κυκλωθούν στην ανοικτή πεδιάδα από πολυάριθμο και γυμνασμένο ιππικό, άρχισαν να υποχωρούν προς τα οχυρώματά τους.
Αλλά η υποχώρηση τους αυτή, θα κοβόταν μετά από λίγο από το Τουρκικό ιππικό, εάν ο Φαβιέ δεν έστελνε προς ενίσχυση της,
το από εκατό μόνο άνδρες αποτελούμενο ιππικό του, εκθέτοντας
αυτό σε βέβαια καταστροφή, για να κατορθώσει τη σωτηρία του
υπόλοιπου στρατού. Οι ολιγοστοί Έλληνες ιππείς, αναπληρώνοντας το ολιγάριθμο και την αδεξιότητα τους, με την ανδρεία και τη σταθερή απόφαση να πεθάνουν, επιτέθηκαν με ορμή παράφορη κατά των πολυαρίθμων φαλάγγων του τουρκικού ιππικού και κατόρθωσαν να αναχαιτίσουν την πορεία του, επιφέροντας σύγχυση σ΄ αυτό, η οποία αν και ήταν πρόσκαιρη, έδωκε εντούτοις τον απαιτούμενο χρόνο, για να αποχωρήσει ο λοιπός Ελληνικός στρατός από το πεδίο της μάχης, χωρίς σπουδαίες απώλειες.
Πλην όμως, όπως ήταν επόμενο, μετά από λίγο οι Έλληνες ιππείς κυκλώθηκαν από το εικοσαπλάσιο τουρκικό ιππικό και διέτρεχαν τον έσχατο των κινδύνων, χωρίς να αναμένουν τη βοήθεια κάποιου.
-Πολλοί ισχυρίζονται ότι η απελπισία γεννά ήρωες.
Δεν αντιλέγουμε προς αυτούς, αλλά και μείς θα παρατηρήσουμε
σ΄ αυτούς, ότι μόνον τους δειλούς η έσχατη απελπισία ενίοτε μετα-βάλλει σε γενναίους, όχι και εκείνους οι οποίοι μεταβαίνουν σε
βέβαιο θάνατο.
Οι λίγοι μας ιππείς, εφορμώντας κατά τού πολυάριθμου ιππικού,
ούτε ίχνος ελπίδας είχαν ότι θα σώσουν τους εαυτούς τους, αλλά
μόνο τη βεβαιότητα ότι θυσιάζοντας εαυτούς, έσωζαν χιλίους περί-που συστρατιώτες τους, ότι έσωζαν την τιμή των όπλων τους, ότι έσωζαν ίσως αυτήν την ίδια την πατρίδα, για την οποία πάντοτε
σκέπτονταν.
Δε βρέθηκαν επομένως αυτοί στην απελπισία και θαυματούργησαν, όπως κάποιος ιστορικός έγραψε, αλλά από το πυρ της φιλοπατρίας, της τιμής και του ενθουσιασμού γαλβανιζόμενοι, έπραξαν θαυμάσια, όπως θα δούμε στο αμέσως επόμενο κεφάλαιο.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΝΑΤΟ
Άγνωστος μέχρι τώρα παραμένει, και θα παραμένει ίσως για πάντα, αυτός που οδηγούσε την ομάδα εκείνη των Ελλήνων ιππέων, ατρόμητος αξιωματικός, εάν εμείς δε φροντίζαμε να μάθουμε το όνομά του, για να δώσουμε αφορμή, ώστε από τους αρμόδιους κάποια
ήμερα αναγραφεί στις σελίδες της ιστορίας.
Θα έπρατταν έργο δικαιοσύνης και καθήκοντος, αν όχι προς το άτο-μο, αλλά προς την ιστορία, προς αυτήν την πατρίδα, εάν αντί να γράφουν, όπως θα έγραφε κάθε μισέλληνας ιστοριογράφος, ότι από απελπισία ανδραγάθησαν, εάν λέμε, φρόντιζε να ανεύρει το όνομα του αγνώστου εκείνου ήρωα αξιωματικού και να αναγράψει αυτό με χρυσά γράμματα στις σελίδες της ιστορίας.
Αλλά ατυχώς, ο αξιωματικός εκείνος δεν είχε χιλιάδες στρατού ή δεν επέζησε, για να τον κολακεύσουν, με σκοπό να τον προσηλυτίσουν. Δεν είχε δε ούτε εύηχο  όνομα, κατά την εποχή εκείνη, για να κοσμήσει την ιστορία του κλεινού ιστοριογράφου. Ονομαζόταν Κουτσής, και καταγόταν από το χωριό Κουτσή της επαρχίας Ναυπλίας.
Με την έναρξη της ιερής επανάστασης, ο Κουτσής ακολούθησε
το δαιμόνιο Στρατάρχη της Ελλάδος Κολοκοτρώνη και χρησιμοποι-ούταν απ΄ αυτόν ως αγγελιοφόρος, εκτελώντας τις επικινδυνότερες αποστολές.
Από τον ίδιο τον Κολοκοτρώνη, προήχθη στο βαθμό του εκατόνταρ-χου, προσελήφθη κατόπιν από τον Φαβιέ ως αξιωματικός του ιππι-κού, ένεκα της εξαιρετικής επιτηδειότητας του στην ιππασία.
Αυτός λοιπόν ήταν ο ατρόμητος διοικητής εκείνων των ιππέων,
ο οποίος βλέποντας ότι περικυκλώθηκε από το εχθρικό ιππικό, συ-νάθροισε τους ιππείς γύρω του και με φωνή αποφασιστική τους είπε.
—Παιδιά, ήρθαμε για ν’ αποθάνομε.
Ο θάνατος μας έζωσε από παντού.
Σώσαμε τα αδέρφια μας και δεν μας μένει άλλο, παρά να αποθάνομε σαν άνδρες, ύστερα από λίγο θα κάμουμε έφοδο για να βγούμε και όποιος σωθεί, ας σωθεί για να πεθάνει άλλη φορά για την πατρίδα.
Αφού είπε αυτά ο ανδρείος εκατόνταρχος, άρχισε να ετοιμάζει και να καθοδηγεί τους ολίγους του, για τη μέλλουσα αποφασιστική έφοδο κατά της πολιορκίας.
Αλλά ξαφνικά, τρεις ιππείς φάνηκαν, ερχόμενοι εκ μέρους του τουρ-κικού στρατού, έχοντες σηκωμένη λευκή σημαία ως σημείο ειρήνης.
Ο Κουτσής, βλέποντας τους ερχόμενους εξήλθε μερικά βήματά  προς προϋπάντηση τους, επέστησε δε την άγρυπνο προσοχή των στρατιωτών του σε όλη την πολιορκητική γραμμή.
—Ωρέ ποιος είναι ο Καπετάνιος σας; Φώναξε ο ένας από τους τούρκους πλησιάζοντας.
—Εγώ, απάντησε ταπεινοφρόνως ο Κουτσής.
—Εάν είσαι συ, άκουσ’ με, εξακολούθησε ο τούρκος.
Είμαι ο υπασπιστής του μεγάλου Ομέρ πασά Βρυώνη και έρχομαι από μέρους του να σας πω, ότι σας χαρίζει τη ζωή αν θέλετε να πα-ραδώσετε τ’ άρματά σας και να τον προσκυνήσετε.
Σας λυπάται γιατί είστε καλά παλληκάρια.
—Ίσια, ίσια μωρέ τούρκε, σαν μας νομίζει ο πασάς για παλληκάρια, πώς θαρρεί πως θα ντροπιάσουμε τ’ άρματά μας;
Εμείς δεν παραδινόμαστε και σύρε να πεις του πασά, πως όλοι θα πεθάνουμε με το σπαθί στο χέρι.
—Το λες εσύ αυτό, αμ το λεν και οι άλλοι; Ρώτησε κι εκείνους.
—Ξέρω μωρέ εγώ την καρδιά του καθενού, γιατ’ είναι Έλληνες και σαν βαστάει ο Έλληνας μια φορά το σπαθί, δεν το ντροπιάζει. Μα σαν θέλεις ας ρωτήσουμε, για να τ’ ακούσεις συ και με τ’ αυτιά σου.
—Μωρέ παλληκάρια μου, είπε ο Κούτσης προχωρώντας προς τους ιππείς του, ο πασάς στέλνει για να μας πει να δώσουμε τ’ άρματα και να φύγουμε για να σώσουμε τη ζωή μας.
—Τί λέτε για αυτό, το θέλετε;
Καγχασμός γενικός ακούστηκε στις τάξεις των ολίγων αυτών, με
ύφος αρειμάνιο.
—Δεν πρέπει να μας ρωτάς Καπετάνιο, γιατί ξέρεις πως εμείς,
τ’ άρματα τα πήραμε στο χέρι για ν’ αποθάνουμε μ’ αυτά για την
πατρίδα.
Ο τούρκος θέλησε να δοκιμάσει και πάλι εκφοβίζοντάς τους, άλλα και πάλι σθεναρή απάντηση τον έκαμε να απελπισθεί και να αναχωρήσει για να μεταβιβάσει την απάντηση στον πασά.
Ο Κούτσης, μετά την αναχώρηση των απεσταλμένων, κάλεσε γύρω του τους στρατιώτες του.
—Παιδιά, είπε σ΄ αυτούς, φιληθείτε, γιατί όλοι θα πεθάνουμε.
Τώρα με το πρώτο τουφέκι που θα μας ρίξουν οι τούρκοι, θα τους απαντήσουμε και μείς, να προσέξετε να ρίξετε όλοι σε κείνο το μέρος που φαίνονται εκείνα τα δένδρα.
Ύστερα, όλοι με το σπαθί στο χέρι και εμπρός, αν μπορέσουμε να περάσουμε πέρα και όποιος σωθεί σώθηκε. Άλλη σωτηρία δεν μας μένει. Από κει που σας έδειξα πηγαίνει στο στρατό μας.
Δεν πρόφθασε να συμπληρώσει τη διαταγή του, όταν γενικός πυρο-βολισμός ακούσθηκε γύρωθε. Οι σφαίρες πέρασαν, άλλες πλησίον άλλες από πάνω και άλλες στα σώματά τους. Οκτώ έπεσαν νεκροί, πέντε πληγωμένοι και εννέα χωρίς άλογα.
Τους τελευταίους τους παρέλαβαν άλλοι πίσω από τους ίππους τους.
—Πυρ κι εμπρός, ανέκραξε με βροντώδη φωνής ο αρχηγός.
Πάντες πυροβόλησαν και όρμησαν σαν ανεμοστρόβιλος προς το
υποδειχθέν σημείο, ανέτρεψαν τις πρώτες γραμμές και συνεπλάκη-σαν με τους επόμενους.
Ανέτρεπαν ήδη και τους τελευταίους, όταν ο σημαιοφόρος χτυπήθηκε στο στήθος από βόλι, έπεσε και άρχισε να φωνάζει.
Βοήθεια παιδιά!!! πάρτε τη σημαία! σώστε τη σημαία…. τη σημαία.
Περί τους δεκαπέντε, μεταξύ των οποίων και ο αρχηγός, ο οποίος διώκει αυτοπροσώπως την οπισθοφυλακή, άκουσαν την κραυγή και όρμησαν, κατά τη στιγμή που ένας τούρκος  αξιωματικός έθεσε το χέρι του σ΄ αυτή.
Το χέρι του τούρκου κόπηκε από το σπαθί του αρχηγού, ο οποίος αρπάζοντας τη σημαία, όρμησε για να εξέλθει από τη συμπλοκή και να φύγει προς τον υπόλοιπο στρατό. Αλλά τούτο κατέστη αδύνατον, διότι διακόσια ξίφη διευθύνθηκαν συγχρόνως κατ’ αυτού και των
άλλων δεκατεσσάρων.
Μετά μισής ώρας άγριας πάλης όλοι έπεσαν, πλην ενός που κατόρ-θωσε να σωθεί πλήρης πληγών και αμυχών.
Οι λοιποί, καταδιωχθέντες έφταναν προ των ελληνικών οχυρωμάτων, τα οποία βρήκαν πολιορκημένα από χιλιάδες πεζικό και πυροβολικό.
Με δεύτερη έφοδο, βοηθηθέντες και από τους πολιορκημένους, κα-τόρθωσαν να διασπάσουν την πολιορκητική γραμμή την οποία βρή-καν ηρεμούσα, σα να μην ανέμεναν τέτοια έφοδο και εισήρθαν στα οχυρώματα. Στη μάχη τούτη φονεύθηκαν και πληγώθηκαν από τους εκατό ιππείς οι εξήντα οκτώ και απώλεσαν και τη σημαία.
---Η μάχη αυτή ουδεμία σχέση έχει προς τη δική μας διήγηση, αλλά όπως ο διερχόμενος διά μέσου ευανθούς ανθώνα, δεν δύναται να μη κόψει ή να μη μυρίσει κάποιο από τα άνθη του, έτσι και εμείς αναφερόμενοι κατά τη διήγησή μας έστω και ακροδακτύλως στην ιερή του έθνους μας επανάσταση, δεν δυνάμεθα να παρατρέξουμε χωρίς καμία υπενθύμιση κάποια επεισόδιά της. Έχουμε δε ελπίδες, ότι οι
αναγνώστες μας θα μας συγχωρήσουν τις παρεκβάσεις αυτές

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ
Μετά τις αλλεπάλληλες αποτυχίες τους, τις οποίες εν συντομία περι-γράφομε, οι Έλληνες πολιορκήθηκαν στενότατα στη θέση Λυκόρεμα κατά ξηρά και Θάλασσα.
Περνώντας οι μέρες, η θέση τους καθίστατο απελπιστική ένεκα
ελλείψεως τροφών και πολεμοφοδίων. Μάταια ο έμπειρος αρχηγός τους Φαβιέ, ελάττωσε κατ’ αρχάς μεν κατά το ήμισυ, κατόπιν δε κατά τα 2/3 το σιτηρέσιό τους και απαγόρευσε να πυροβολούν ασκόπως, για να κερδίσει χρόνο, ελπίζοντας πάντοτε στην έλευση επικουριών. Ουδεμία όμως βοήθεια ερχόταν.
Τέλος η παντελής έλλειψη τροφών και όλη αυτή η φρικαλεότητα που επήλθε, κατέστησαν οικτρή τη θέση του στρατοπέδου. Από πέντε ήδη ημερών, όλος ο στρατός τρέφεται με ρίζες και χόρτα, προσβαλλόμενος συνεχώς από τους Τούρκους και εντούτοις, κανείς δε γόγγυσε, κανείς δεν παραπονέθηκε, σε κανενός το μυαλό ήλθε η ιδέα συνθηκολόγησης. Όλοι μία γνώμη είχαν να σωθούν και ήταν φανερό ότι θα σωθούν, μόνο με απόπειρα εξόδου.
Την άθλια και αξιοδάκρυτη θέση του Ελληνικού στρατού, πληροφο-ρήθηκε ο ’Ομέρ πασάς Βρυώνης και θεώρησε ιδανική τη στιγμή, να προτείνει συνθήκες περί παραδόσεως και σε περίπτωση αρνήσεως, να κυριεύσει τα Ελληνικά οχυρώματα με γενική έφοδο και να κατασφάξει τους φρουρούντες αυτά Έλληνες.
Απέστειλε λοιπόν πρεσβεία προς τον Φαβιέ, ο οποίος αφού κάλεσε κοντά του τους αρχηγούς και συσκέφτηκε με αυτούς, απαίτησε 24 ώρες προθεσμία για να απαντήσει στους προταθέντες όρους.
Σκοπός του αιτήματος της προθεσμίας αυτής, ήταν για να προετοι-μάσει δεόντως τα της εξόδου.
Το ίδιο βράδυ, συγκάλεσε σε συμβούλιο τους λοιπούς αρχηγούς και συσκέπτονταν τα της εξόδου, όταν κρότος μεγάλος εκρήξεως έσεισε τα πέριξ και λάμψη φώτισε τα όρη και τη θάλασσα.
Ο Φαβιέ και οι λοιποί αρχηγοί θορυβημένοι, έσπευσαν στα οχυρώ-ματα, για να δούνε τι γίνεται στο τουρκικό στρατόπεδο. Πυροβολισμοί διαρκείς και αλαλαγμός γενικός, έφτασαν στα αυτιά τους, δίνοντας
σ΄ αυτούς να εννοήσουν, ότι κάποια προσβολή  γίνεται κατά των Τούρκων από κάποιο σώμα Ελληνικό. Την υπόθεσή τους αυτή επι-βεβαίωσαν και μερικοί οπλίτες, αναφέροντες, ότι ένα σώμα από το στράτευμα  εξήλθε κρυφά και επιτέθηκε κατά των Τούρκων, για να  αρπάξει τροφές και πολεμοφόδια.
Ο Φαβιέ κατανόησε τα συμβαίνοντα και διέταξε έξοδο ενός μέρους του στρατού του, για να προστατεύσει την υποχώρηση των επιτεθέ-ντων. Μετά δε δύο περίπου ώρες, 80 άνδρες, υπό τους γνωστούς
σ΄ εμάς Γιάννο και Τάσο, εισέρχονται θριαμβευτικά, φέρνοντας 20 βόδια περί τα 100 αρνιά και περί τούς 50 σάκους αλεύρι.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΝΔΕΚΑΤΟ
Είναι ανάγκη όμως να εξηγήσουμε στους αναγνώστες μας, πως οι ανδρείοι αυτοί μικροί σωματάρχες, κατόρθωσαν να σώσουν το στρατό από την πείνα. Ο Γιάννος και ο Τάσος, βλέποντες την αθλιότητα στην οποία περιέπεσε ο στρατός, αποφάσισαν ν’ αποπειραθούν τη νύχτα, την αρπαγή τροφών και πολεμοφοδίων. Κατασκοπεύοντας προσεκτικά το Τουρκικό στρατόπεδο, ανακάλυψαν τις θέσεις στις οποίες φυλάσσονταν οι τροφές και τα πολεμοφόδια.
Μετά την προκαταρτική τούτη εργασία, κάλεσαν τους άνδρες τους και μερικούς άλλους και ανακοίνωσαν την απόφασή τους, συστήνοντας συγχρόνως σ΄ αυτούς αυστηρή εχεμύθεια, από την οποία εξαρτιόταν η επιτυχία του τολμήματός τους.
Περί την ενδεκάτη της ίδιας νύκτας, εξήλθαν όλοι απ΄ τα οχυρώματα αθόρυβα και συγκεντρώθηκαν στην ορισμένη θέση. Έχοντας δε δώσει ο Γιάννος τις απαιτούμενες οδηγίες, πήρε 20 ανδρείους και διευθύνθηκε προς τη θέση που βρίσκονταν τα πολεμοφόδια, αφήνοντας στον Τάσον τους υπόλοιπους, για να διευθυνθεί στην αντίθετη θέση, όπου βρίσκονταν οι τροφές και να επιτεθεί, μόλις άκουε τους πρώτους πυροβολισμούς της επιθέσεως του.
Το τόλμημα ήταν μεγάλο και για να επιτύχει, όχι μόνο έπρεπε να συντρέξουν οι περιστάσεις, αλλά και φρόνηση και ανδρεία και ταχύτητα απαιτούσε. Αλλά ο Γιάννος και ο Τάσος δεν στερούνταν αυτών των προσόντων.
Εκτός την φυσική ευφυΐα και γενναιότητά του, είχε αποκτήσει και πείρα από την πολύχρονη στον πόλεμο διαβίωσή του.
Ο Γιάννος λοιπόν, με φρόνηση ενεργώντας, διέταξε τους δικούς του να τον παρακολουθούν από απόσταση 200 βημάτων, αραιωμένοι
και έρποντες αθόρυβα διά μέσου των θάμνων και των τουρκικών σκηνών. Έδωκε δε συγχρόνως σ΄ αυτούς διάφορα συνθήματα, με τα οποία θα οδηγούντο κατά τις περιστάσεις. Περί τις 22 τη νύχτα η πορεία άρχισε. Ο Γιάννος, άλλοτε όρθιος και παρατηρώντας, άλλοτε  σκύβοντας και προχωρώντας, μετά πολλούς κινδύνους και προφυλάξεις, έφθασε προ του σκοπού της πυριτιδαποθήκης.
Τα πολεμοφόδια ήταν τοποθετημένα μέσα σε σπήλαιο, προς ανατο-λάς του στρατοπέδου, φρουρούμενα από ένα σώμα ολιγάριθμου στρατού. Το σώμα τούτο, το οποίο αντικαθίστατο καθημερινά, τοπο-θετούσε δύο γραμμές αραιές φρουρών γύρω από το σπήλαιο, απέ-χοντας μεταξύ τους 80 περίπου βήματα.
Ο Γιάννος, άμα πλησίασε το φρουρό της εισόδου της πρώτης γραμ-μής, έμεινε παρατηρώντας αυτόν προσεκτικά. Ο φρουρός καθόταν σε μία πέτρα είχε το όπλο στα πόδια του και έμενε ακίνητος.
—Εάν κοιμάται ψιθύρισε ο Γιάννος, όλα θα πάνε καλά.
Για να δοκιμάσει εάν η υποψία του ήταν βάσιμη, έκανε κρότο και παρατήρησε το φρουρό, ο οποίος και πάλι έμεινε ακίνητος. Ο Γιάννος δεν δίστασε πλέον, έκανε το σημείο του Σταύρου, έσυρε το μαχαίρι του και προχώρησε αθόρυβα προς το φρουρό. Βάζοντας το αριστερό χέρι στο λαιμό του, με το δεξιό του κατάφερε με καταπληκτική ταχύτητα στην καρδιακή χώρα, πέντε αλλεπάλληλα κτυπήματα. Το μαχαίρι βυθιζόταν σε κάθε κτύπημα μέχρι της λαβής, ανεσύρετο πάλι αφήνοντας ανοιχτή πληγή, απ΄ την οποία ανέβλυζε αχρίζον αίμα. Βογγητό βαθύτατο ξέφυγε από το στήθος του σκοπού, του οποίου τα μέλη κινήθηκαν σπασμωδικά και ο Άδης δέχθηκε την ψυχή του.
Ο Γιάννος φόρεσε τη χλαίνη του φονευθέντος, καλύφθηκε με το σα-ρίκι του, βγάζει τρεις κραυγές σαν της κουκουβάγιας, όπως είχε συ-νεννοηθεί με τους συντρόφους του και ανέβηκε στους βράχους, πίσω απ΄ τους οποίους ήταν ο σκοπός της δεύτερης γραμμής, μπροστά από την είσοδο του σπηλαίου.
—-Μωρέ παγωνιά έχει, είπε στα Τουρκικά αποτεινόμενος προς τον φρουρό με πνιγμένη φωνή.
—Ναι, απήντησε ο σκοπός, κοντεύω να κοκαλώσω.
—Μήπως έχεις κανένα σπίρτο, για ν΄ ανάψω τσιγάρο; Επανέλαβε
ο Γιάννος, πλησιάζοντας.
—Έχω, απήντησε ο σκοπός και εναπόθεσε το όπλο του ψάχνοντας στις τσέπες του.
Ο Γιάννος δεν περίμενε καταλληλότερη ευκαιρία, όρμησε και με ένα κτύπημα με το μαχαίρι του, έσκισε το κεφάλι του στα δύο.
Ο σκοπός έπεσε σαν κεραυνοβολημένος.
Ο Γιάννος έμεινε μπροστά στην είσοδο του σπηλαίου μόνος, χωρίς να διατρέχει κίνδυνο να τον αντιληφθούν. Μπήκε μέσα σ΄ αυτό και εξέτασε ψηλαφώντας το εσωτερικό του.
Περί τα εκατό βαρέλια, καθένα των οποίων περιείχε περί τις 50 οκάδες πυρίτιδα και μεγάλη ποσότητα μολύβδου και σφαιρών, ήταν τοποθετημένα στο εσωτερικό. Δέκα τέτοια όμοια, από τα οποία ένα κατά το ήμισυ γεμάτο, ήταν στην  είσοδο του σπηλαίου.
Ο Γιάννος αφού παρατήρησε προσεκτικά όλα αυτά, βγήκε και κατασκόπευσε το στρατόπεδο.
Σε πεντακόσια βήματα απόσταση γύρω από την πυριτιδαποθήκη, άρχιζε η κατασκήνωση του στρατοπέδου. Όλοι κοιμόνταν.
Το πρόσωπο του Γιάννου έλαμψε από χαρά.
—Αν, ψιθύρισε, βάλω φωτιά στο μπαρούτι, όλοι αυτοί οι άπιστοι
εχθροί της πατρίδας μου και της λευτεριάς θα πλακωθούν. Θα πεθάνω και γω, αλλά δεν πειράζει, θα σώσω την πατρίδα.
Έπειτα μπορεί να σωθώ άμα βάλω ίσκα...
Χωρίς να χάσει καιρό ο ατρόμητος Στενιώτης, έβγαλε την πυρόλιθο, άναψε μεγάλο τεμάχιο ίσκας, την τοποθέτησε στο ανοικτό βαρέλι και απεχώρησε τρέχοντας και ψιθυρίζοντας.
—Έχε γεια Μαρούσα μου, σ’ αφήνω για να σε βρω στον ουρανό.
Πολλοί σκοποί ακούγοντας τα βήματα του Γιάννου, τρέχοντας προς το στρατόπεδο των Ελλήνων, πυροβόλησαν εναντίον του ανεπιτυ-χώς. Από τους πυροβολισμούς, όλος ο στρατός σηκώθηκε στο πόδι  και άρχισε να καταδιώκει το Γιάννο, ο οποίος φθάνοντας τους
συντρόφους του τους είπε ασθμαίνοντας.
—Ελάτε αδέρφια, γιατί θα χαθείτε, έβαλα φωτιά στο...
Δεν πρόφθασε να συμπληρώσει τη φράση, όταν μεγάλη λάμψη και φοβερός κρότος έσεισε εκ θεμελίων τη γη. Ενώ μικροί λίθοι έφθασαν μέχρι εκεί.
— Τρεχάτε παιδιά, επανέλαβε ο Γιάννος, γιατί τώρα θα πιάσει φωτιά το πολύ μπαρούτι.
Πλην όμως, στο εσωτερικό του σπηλαίου δεν μεταδόθηκε το πυρ, γιατί απ΄ την πρώτη έκρηξη κατάπεσε η είσοδος του σπηλαίου και εμπόδισε τη μετάδοση του πυρός.
Η μικρή αυτή έκρηξη, κόστισε σε πεντακόσιους περίπου τούρκους το θάνατο και διασκόρπισε τρόμο σε όλο το τουρκικό στρατόπεδο, έδωσε επίσης τον απαιτούμενο χρόνο στον Τάσο, να αρπάξει τις τροφές, τις οποίες αναφέραμε προηγουμένως και με τη βοήθεια του Ελληνικού στρατού που έτρεξε για βοήθεια, να τις μεταφέρει ασφαλώς στα ελληνικά οχυρώματα.
Ο Φαβιέ επήνεσε την γενναιότητα και την απόφαση των ανδρείων, αλλά παρόλα αυτά κατηγόρησε τα εν αγνοία του πραχθέντα, συστήνοντας σ΄ αυτούς πειθαρχία.
Οι τροφές αυτές καταναλισκόμενες με οικονομία, συντήρησαν για αρκετές ημέρες τον ελληνικό στρατό, ώσπου λύθηκε η πολιορκία από τον ανδρείο Κριεζώτη, ο οποίος επιστρέφοντας από την στην  Ασία εκστρατεία του και μαθαίνοντας στη Σύρο, τον κίνδυνο του ελληνικού στρατού στην  Κάρυστο, έσπευσε προς διάσωση αυτών και μετά
επέστρεψε στην Αττική.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΩΔΕΚΑΤΟ
Οι δύο όμως ήρωές μας Γιάννος και Τάσος, δεν ακολούθησαν τους άλλους στην Αττική, αλλά έμειναν στην Εύβοια με λίγους άνδρες, πολεμώντας συνεχώς τους τούρκους.
Άλλωστε, να μην ξεχνάμε. Εκεί ήταν η Μαρούσα και η Γιαννούλα.  
Μεταξύ τους, που και τα παθήματα και οι ιδέες και οι ελπίδες και οι κίνδυνοι ήταν κοινοί, γεννήθηκε και ανεπτύχθητε αδελφική αγάπη και αμοιβαία εμπιστοσύνη και αφοσίωση.
Θέλοντας να επισημοποιήσουν την αμοιβαιότητα των αισθημάτων τους, ειδοποίησαν έναν ιερέα, ο οποίος αφού λειτούργησε σε ένα
ερημοκλήσι, τους υπαγόρευσε  τον επόμενο όρκο, τον οποίο ώμοσαν επί του ιερού Ευαγγελίου.
«Ορκιζόμαστε, να είμαστε ενωμένοι και αγαπημένοι πάντοτε, περισσότερο από φυσικούς αδελφούς. Να βοηθάει ο ένας τον άλλον εις πάσαν του ανάγκην και εναντίον παντός προσώπου, όποιος κι αν είναι αυτό το πρόσωπο: αδερφός, πατέρας, κλπ. Μόνον αν θελήσει να πάει κανένας κατά της πατρίδος, να μην τον ακολουθήσει ο άλλος, άλλα να τον πολεμάει.
Ας είναι δε ο Θεός βοηθός και το Άγιον αυτού Ευαγγέλιον».
Άμα ο όρκος τελείωσε, φιλήθηκαν επανειλημμένα με θερμότητα.
Μετά ο Γιάννος είπε προς τον Τάσο.
—Αδερφέ μου η καρδιά μου είναι στη Χαλκίδα.
—Κι εμένα στη Στενή.
—Πάμε λοιπόν, είπαν αμφότεροι, οι δύο μας μαζί με τα παλληκάρια μας θα κάνουμε τα αδύνατα δυνατά.

ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ


ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ
Μια νύκτα  του Απριλίου, δώδεκα άνδρες βάδιζαν σε ένα στενό μο-νοπάτι, δια μέσου των Ληλαντίων ορέων. Απ΄ αυτούς, δύο προπο-ρεύονται σε απόσταση εκατό περίπου βημάτων, σαν εμπροσθοφυ-λακή, δύο ακολουθούν τους υπόλοιπους οκτώ, τηρώντας την ίδια απόσταση, που τηρούσε και η εμπροσθοφυλακή από το κέντρο.
Ήταν νύκτα και μάλιστα ασέληνος, εντούτοις αμυδρό φως μεταδιδό-μενο από τα αστέρια, οδηγεί τα βήματα των νυκτοπορούντων.
Ήταν όπως λένε οι χωρικοί, αστροφεγγιά.
Η μυστηριώδης σιγή των Ληλαντίων ορέων, διεκόπτετο ενίοτε από τους ορυγμούς των άγριων ζώων, και των οξείων και μονότονων κραυγών, του προαναγγέλοντος την άνοιξη κούκου.
Ο κρότος των βημάτων των νυκτοπόρων μας και τα από τις κινήσεις τους τρίζοντα όπλα, αποτελούν θρόισμα, που μοιάζει μάλλον προς τον προξενούμενο θόρυβο έρποντος φιδιού.
Κατά διαλλείματα, με συριγμό φιδιού ή με κραυγή κουκουβάγιας ή βατράχου, συνεννοούντο τα τρία τμήματα του μικρού σώματος,
σχετικά με τις κινήσεις τους.
Μετά τρίωρη πορεία έφθασαν σε ένα ρυάκι, που έρεε ήρεμα προς την πεδιάδα. Κάθισαν για να αναπαυτούν, αφού προηγουμένως, προς προφύλαξη, δύο απ΄ αυτούς τοποθετήθηκαν σαν σκοποί και στις δύο διευθύνσεις του μονοπατιού.
Έβγαλαν από τα ταγάρια τους μαύρο ξηρό ψωμί και κρέας και έτρωγαν με καταπληκτική όρεξη, συνομιλώντας με σιγανή φωνή.
Ξαφνικά ένας απ΄ τους σκοπούς, σύριξε συριγμό οχιάς τρις φορές. Όλοι καταταράχθηκαν. Ο Γιάννος, που ήταν αρχηγός τους είπε:
—Παιδιά, χωθείτε μες τα κλαριά και κανείς να μη μιλήσει, ούτε να κουνηθεί. Συ αδερφέ μου Τάσο, είπε στρεφόμενος προς τον Τάσο, έλα εδώ να χωθούμε μαζί σ’ αυτό το χαντάκι.
Μετά ένα λεπτό της ώρας, ο δρόμος φαινόταν έρημος, κανείς θόρυ-βος, κανένα σημείο δεν πρόδιδε την παρουσία ανθρώπων στο μέρος εκείνο. Μακριά ακουγόταν κατ’ αρχάς μεν συγκεχυμένα και ασθενώς, έπειτα, καθ’ όσον πλησίαζαν, ευκρινώς και ισχυρώς το ποδοβολητό ίππων. Η λεπτή αύρα έφερε τις ομιλίες των ερχόμενων, οι οποίες
γίνονταν στην Τουρκική και Ελληνική διάλεκτο ανακατεμένες.
—Είναι και Τούρκοι μαζί, ψιθύρισε ο Τάσος στο αυτί του Γιάννου.
—Ναι, ας δούμε τι άνθρωποι είναι.
Μετά λίγα λεπτά της ώρας, όλη η συνοδεία, από 25 άτομα περίπου αποτελούμενη, στάθμευσε μπροστά στο ρυάκι για ανάπαυση.
Απ΄ αυτούς, τα τρία τέταρτα ήσαν Τούρκοι στρατιώτες, που συνά-ντησαν καθ’ οδόν τους λοιπούς Έλληνες και συμπορεύονταν μαζί τους προς τη Στενή.
—Ωρέ Γκιαούρηδες, είπε ο επικεφαλής των Τούρκων στρατιωτών αξιωματικός, απευθυνόμενος προς τούς συνοδοιπόρους του Έλλη-νες, αν λέτε ψέματα θα σας κάψουμε το χωριό.
—Όχι, Καπετάνιο, μα την Άγια Τριάδα, δεν τους είδαμε. Εμείς, καθώς σούπαμε, πάμε στη Στενή για το γάμο του Σπύρου, γιατί είμαστε προσκαλεσμένοι.
—Μα καλά, η Γιαννούλα δεν ήτανε αρραβωνιαστικιά εκείνου του
κακού γκιαούρη του Τάσου;
—Ναι, μα  κείνος σκοτώθηκε στο Λυκόρεμα, καθώς λένε.
—Βρε, άστα αυτά, ο Τάσος δεν σκοτώθηκε, γιατί προψές οι καβαλάρηδες τον απάντησαν με κείνο το λυσσάρικο σκυλί το Γιάννο και με καμιά εικοσαριά άλλους, αλλά δεν μπόρεσαν να τους πιάσουν, γιατί χωθήκαν μέσα στα κλαριά.
Ο Τούρκος έλεγε ψέματα, γιατί πρώτον μεν ο Τάσος και ο Γιάννος δεν είχαν, παρά μόνο  δέκα, τους οποίους είδαμε μαζί τους, δεύτε-ρον, γιατί δεν κρύφτηκαν, αλλά κατεδίωξαν 20 περίπου ιππείς
Τούρκους, τους οποίους συνάντησαν, φονεύοντες τρεις απ΄ αυτούς.
—Θα κάναν λάθος καπετάνιο, γιατί άνθρωπος που σώθηκε, μας είπε ότι σκοτώθηκε, όταν έβαλε φωτιά στο μπαρούτι. Και γι’ αυτό με χίλια παρακάλια, παραδέχτηκε η αρραβωνιαστικιά του να πάρει το Σπύρο.
Ο αξιωματικός πείσθηκε ή προσποιήθηκε και δεν ανέφερε τίποτε πλέον περί αυτού, αλλά εξακολούθησε:
—Κι ο γάμος πότε θα γίνει;
Σήμερα, ύστερα από το μεσημέρι. Εμάς μας έστειλε ο Σπύρος
κανέλλα και γαρύφαλα* από τα ψες.
Ο Τάσος, καθ’ όλο το διάστημα της συζήτησης έφρισσε.
Θέλησε να ορμήσει εν τω μέσω των διαλεγομένων, για να ζητήσει ακριβείς πληροφορίες για το γάμο της προσφιλέστατης σ΄ αυτόν
Γιαννούλας, αλλά ο Γιάννος του έσφιξε το μπράτσο δυνατά και του ψιθύριζε, υπομονή και θα τα φκιάσομε καλά.
Η συνοδεία αφού επί μισή περίπου ώρα αναπαύτηκε, κουβεντιάζο-ντας περί διαφόρων αντικειμένων, αναχώρησε κατευθυνόμενη προς τη Στενή.
Ο Τάσος, ωχρός με οφθαλμούς απλανείς και χείλη φρίσσοντα
ηγέρθη φοβερός.
—Γιάννο μου, λέγει, πιάνοντας αυτόν από το χέρι, σήμερα ή θα κλέ-ψω τη Γιαννούλα, ή θα πεθάνω
Κανέλλα και γαρύφαλα= Στη Στενή, αλλά και σε πολλά χωριά της Ελλάδας, οι καλούντες σε γάμο, στέλνουν στους καλεσμένους τυλιγμένα σε χαρτί κανέλλα και γαρύφαλα. (ήταν έθιμο αρχαιότατο),
—’Έχεις δίκιο αδελφέ μου, τη ζωή μου την έχεις, κάμε όπως θέλεις. Να ρωτήσομε όμως και τα συντρόφια μας αν θέλουν να μας ακολουθήσουν.
Ο Γιάννος κόαξε σαν βάτραχος τρεις φορές. Αμέσως οι 10 σύντροφοί τους εξήλθαν από τις κρυψώνες τους και τον περικύκλωσαν.
—Συντρόφια, λέει σ΄ αυτούς, εγώ και ο Τάσος πρέπει να πάμε σήμερα στη Στενή και ή να κλέψουμε τη Γιαννούλα την αρραβωνιαστικιά του Τάσου ή να πεθάνουμε. Δεν σας λέμε να μας ακολουθήσετε, γιατί δεν θα πολεμήσομε για την πατρίδα αλλά για τον σύντροφό μας. Όποιος θέλει ας έρθει μαζί.
Όλοι με μια φωνή, δήλωσαν ότι θα ακολουθήσουν

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ
Ήταν βράδυ Σαββάτου, όταν η Στενή παρουσίαζε έκτακτη όψη.
Σε δύο μέρη τού χωριού τα νταούλια εκρούοντο λυσσωδώς, συνο-δεύοντα την οξύφωνο γκάϊδα. Και στα δύο μέρη γινότανε χορός,
στον οποίο λάβαιναν μέρος άνδρες και γυναίκες κάθε ηλικίας.
Όποιος ερχόταν στη Στενή, θα υπέθετε ότι είχαν πανηγύρι.
Και αλήθεια, στα χωριά της Εύβοιας, καθώς και στα λοιπά χωριά της Ελλάδος, οι γάμοι, όταν μάλιστα αυτοί γίνονται μεταξύ διακεκριμένων μελών της κοινότητας του χωριού, χρησιμεύουν ως αφορμές γενικών πανηγύρεων. Πολλές φορές οι διασκεδάσεις των γάμων παρατείνονταν και για ολόκληρη εβδομάδα.
Η έκτακτη αυτή κίνηση και ζωηρότητα στη Στενή, είχε αφορμή τους γάμους του Σπύρου Καμηλιέρη, διακεκριμένου και εύπορου παλλη-καριού του χωριού.
Ο Σπύρος Καμηλιέρης, ήταν νέος ηλικίας 32 περίπου ετών, εύσωμος και ρωμαλέος, είχε λάβει μέρος σε πολλές μάχες στη Στερεά Ελλάδα, υπό διαφόρους διακεκριμένους οπλαρχηγούς. Κατόπιν μετέβη και πάλι στην πατρίδα του τη Στενή και κατάρτισε σώμα από σαράντα συγχωριανούς του και τα πέριξ χωριά και διευθύνθηκε στο Λυκόρεμα, προς βοήθεια των πολιορκούμενων Ελλήνων.
Αλλά έφθασε την επομένη της από τον Κριεζώτη απελευθέρωσης των πολιορκούμενων. Καταδιωχτείς από τον τουρκικό στρατό, ετράπη στα βουνά, στα οποία επί 10 περίπου ημέρες, πολεμούσε απελπισμένα προς τους διώκτες του. Αλλά πολιορκηθείς κατόπιν από το Μουράτ πασά, συνθηκολόγησε με αυτόν, υπό τον όρο της διαλύσεως του ένοπλου σώματός  του.
Ο γνωστός σ΄ εμάς Μουράτ Πασάς, αν και είχε μαζί του χίλιους
περίπου οπλίτες, αναγκάσθηκε να αποδεχτεί όλους τους όρους
του Σπύρου και γιατί γνώριζε την τόλμη του και γιατί φοβόταν
νυκτερινή επίθεση, επίσης δε διότι περιέτρεχε τότε την Εύβοια,
το υπό τον ατρόμητο Γιάννο σώμα, το οποίο αν και ολιγομελές, επέ-φερε φοβερές καταστροφές στους τούρκους, ιδίως στην Καρυστία.
Επιθυμούσε δε ό Ομέρ Βρυώνης, να δείχνονται επιεική τα τουρκικά στρατεύματα προς τους Ευβοείς, μήπως και η συστηματική καταδίωξη και πίεση τους εξανάγκαζε να λάβουν και πάλι τα όπλα.
Μετά λοιπόν την αποτυχούσα τούτη εκστρατεία του, ο Σπύρος
ξαναγύρισε στη Στενή, έχοντας πάρει απόφαση να μη κινηθεί πλέον κατά των Τούρκων, εκτός εάν τα πράγματα έρχονταν έτσι, ώστε να διέβλεπε ελπίδες επιτυχίας, διότι φοβόταν να εκθέσει και πάλι τους συμπατριώτες του σε απέλπιδα και άγονο αγώνα.
Αλλά πριν να εκστρατεύσει αυτός, την τελευταία φορά η καρδιά του είχε ελκυσθεί από την ομορφιά της Γιαννούλας. Έστειλε λοιπόν προξενιά για να τη ζητήσει, αλλά η Γιαννούλα δήλωσε, ότι ήταν αρραβωνιασμένη με τον Τάσο και επομένως ο Σπύρος, αν και δεν έπαυσε να την αγαπά, εντούτοις σεβόμενος τον Τάσο παραιτήθηκε της ιδέας να την νυμφευτεί.
Η είδηση όμως του θανάτου του Τάσου, αναπτέρωσε τις ελπίδες του και άρχισε να επιδιώκει το σκοπό του διά παντός μέσου. Άρχισε να περιποιείται τη Γιαννούλα και να μεριμνά περί αυτής με λατρεία. Κα-τόρθωσε δε να πείσει τους κηδεμονεύοντας την ορφανή αδελφοποι-τούς, να την πείσουν για να αποδεχθεί το γάμο. Η Γιαννούλα ολοφυρόμενη πάντοτε για το θάνατο του προσφιλούς της Τάσου, ανθίστατο σθεναρά, αλλά τέλος μην επιθυμώντας να λυπήσει τους προστάτες της συγκατατέθηκε, ελπίζοντας ότι λιγοστές ημέρες της απολείπονται, διότι είχε καταβληθεί από την αγωνία και τη λύπη, από την ήμερα που αποχωρίστηκε τον Τάσο.
Το βράδυ λοιπόν του Σαββάτου, κατά το οποία επανευρίσκομε την από πολλού λησμονηθείσα περικαλλή Γιαννούλα, είναι η παραμονή των γάμων, η ημέρα δηλαδή του λουσίματος. Το φτωχικό της Γιαν-νούλας, ήταν γεμάτο ανύπαντρες και έγγαμες γυναίκες.
Η Γιαννούλα είχε λουσθεί με τη βοήθεια των φιλενάδων της, διότι στερείτο συγγενών. Μετά δε το λούσιμο, κατά το επικρατούν έθιμο, καθόταν στη μέση τού δωματίου σε σκαμνί, κρατώντας στα γόνατά της ένα ταψί, μέσα στο οποίου υπήρχε πιάτο που περιείχε κόκκινη  και πυκνή ύλη, κιννά* τη λέγανε και κατασκευασμένη από τριμμένη κίννα και μερικές άλλες ουσίες ερυθρές.
Στις δύο πλευρές του δωματίου, ακουμπώντας  στον τοίχο ήταν το-ποθετημένα τα προικιά, στολισμένα με ποικιλόχρωμες ταινίες, όχι βέβαια μετάξινες.
Αποτελούνταν δε αυτά, από δέκα ανδρομήδες, εξ σεντόνια, δύο στρώματα αχυρένια και... Παύομε την απαρίθμηση αυτών, για να μη
σκανδαλίσομε τούς αγαθούς αναγνώστες μας και τις αιδήμονες αναγνώστριές μας.
Κιννά= Κιννάβαρι. Στην αρχαιότητα, έως και το Μεσαίωνα, με το όνομα κιν-νάβαρι, φερόταν μια φυτική χρωστική ουσία που λέγετε Κιννάβαρι και είχε χρώμα ζωηρό ερυθρό, καστενέρυθρο έως κεραμέρυθρο (κεραμιδί).
Οφείλουμε όμως να πούμε προς τιμή της νύφης, ότι όλα εκείνα τα πλούσια προικιά, ήσαν έργα των χειρών της.
Η Γιαννούλα, ούτε μετρητά, ούτε κτήματα, ούτε πρόβατα είχε, γιατί ήταν ορφανή και ζούσε από την εργασία της και από τη συνδρομή των αδελφοποιτών.
Αλλά είχε ρουχικά πολλά και καλά, διότι εργαζόταν και την νύκτα
ακόμη, για να τιμήσει τον εκλεκτό της καρδιάς της, τον Τάσο.
Οι κοπέλες του χωριού, η μία κατόπιν της άλλης, εισέρχονταν στο δωμάτιο και αφού πρώτα περιεργάζονταν τα προικιά, με την έμφυτη εκείνη στις γυναίκες περιέργεια, απ την οποία κατέχονται και οι βασίλισσες και οι απλούστερες χωρικές, έρχονταν μετά μπροστά στη νύφη και ρίχνοντας μέσα στο ταψί κάποιο νόμισμα, σπανιότατα αργυρό, ελάμβαναν ένα μέρος από την κίννα και κοκκίνιζαν τα νύχια τους, για να έλθει σ αυτές το γούρι και πανδρευτούν τάχιστα.
Πρέπει να προσθέσουμε εδώ, ότι και οι έγγαμες και οι ασίκιδες του χωριού έπρατταν το ίδιο, οι μεν για να έχουν χαρές και στο σπίτι τους, οι δε για να επισπευτούν και οι δικές τους χαρές.
Μετά απ΄ αυτά, όλες οι γυναίκες, η μία μετά την άλλη, κάθονται γύρω από τη  νύφη και τραγουδούν το στην περίσταση αρμόζων τραγούδι, του οποίου ο ήχος μονότονος μοιάζει προς μοιρολόγι και του οποίου, όλες οι στροφές κατέληγαν στις φράσεις:
«να ζήση η νυφούλα μας, η όμορφή μας νύφη».
Αλλά και έδιναν τις ευχές αυτές από την καρδιά τους τα κορίτσια.
Εντούτοις, οφείλομε να ομολογήσουμε, ότι κάποια ζηλοτυπία κατέ-τρωγε την αγαθή τους καρδιά, γιατί ο Σπύρος ήταν το καλύτερο και πλουσιότερο παλληκάρι του χωριού.
Μόνο η δυστυχής Γιαννούλα, η οποία αγαπούσε περιπαθώς τον
Τάσο της, δεν έδινε κατά την έκφραση της κυράς Γαρουφαλλιάς,
ένα παρά για το Σπύρο. Ήταν μαραμένη, ενώ άλλη θα πετούσε από τη χαρά της, προετοιμαζόμενη για νύφη.
Έστρεψε προς μια φίλη της και με δάκρυα στα μάτια:
—Είμαι δυστυχισμένη, της είπε.
—Κουράγιο, της απάντησε η φίλη της, έτσι ήθελε ο Θεός.
Τέλος περί την 10ην της νύχτας οι διατυπώσεις του λουσίματος
τελείωσαν και όλες οι τραγουδίστριες, νέες και μη, έγγαμες και μη, εξήλθαν μπροστά από την πόρτα του σπιτιού, όπου τα νταούλια έδι-ναν κι έπαιρναν, ανακρούοντας χορευτικά άσματα, εξάπτοντα τον ενθουσιασμό, των γύρω από φωτιές χορευτών ασίκιδων και έλαβαν μέρος στο χορό, ο οποίος τελείωσε μέχρι την ώρα σχεδόν που πήγε πούλια γιόμα.
Στο άλλο άκρο του χωριού, όπου ήταν το αρχοντικό του Σπύρου, το λούσιμο γινόταν υπό τη διαρκή παρουσία του Βάκχου, δροσίζοντας τα χείλη και το λάρυγγα των χορευτών. Και εκεί ο ζωηρότατος χορός διήρκησε μέχρι το πρωί.
Ο Σπύρος ήταν ευτυχής, το πρόσωπό του ακτινοβολούσε από χαρά.
Χορεύοντας, έκαμνε κολλήματα στους νταουλιέρηδες πλούσια. Τέσ-σερα παλληκάρια του χωριού, από τους στενούς φίλους του, αδιάκοπα πρόσφεραν στους προσκεκλημένους, μεζέ από αρνιά ψητά στη σούβλα και κρασί. Μεταξύ των παρευρισκομένων, διακρίνονταν και πολλοί τούρκοι στρατιώτες, μεταξύ των οποίων και ο γνωστός μας Μουράτ, ο οποίος είχε διοριστεί γενικός αρχηγός των καταδιωκτικών αποσπασμάτων, των κατά την Εύβοια επαναστατικών ομάδων.
Η μεταξύ του Μουράτ και του Σπύρου φιλία, ήταν η λεγόμενη λυκοφιλία, γιατί το συμφέρον και των δύο ικανοποιείτο με αυτήν. Ο μεν πρώτος έχοντας συμφέρον η Εύβοια να διατελεί σε ησυχία, όχι μόνον απέφευγε να δίδει αφορμές ερεθισμού, αλλά και περιποιείτο τους προεξάρχοντες και επικίνδυνους των Ευβοέων.
Ο δε δεύτερος, βλέποντας το αδύνατον της επανάληψης της επανάστασης και με την  ψεύτικη αυτή φιλία, να προστατεύονται οι συγχωριανοί, προσποιείτο τον υποταγμένο και φίλο, αν και ενδομύχως
έτρεφε άσπονδο μίσος κατ΄ αυτού, που πολλές φορές και άσπλαχνα καταπίεσε και καταβασάνισε τον αδελφό του, τους συμπατριώτες του και αυτόν τον ίδιον.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ
Το μεσημέρι της Κυριακής, όλο το χωριό ήταν ανάστατο. Όλοι οι Στενιώτες, φορώντας καθαρά ενδύματα, καθόντουσαν ανά παρέες στα μαγαζιά και κουτσοέπιναν, αναμένοντες την ώρα των γάμων.
Οι εύσωμες Στενιώτισσες, με τις ποικιλόχρωμες ενδυμασίες τους, τα κατακόκκινα μαντηλάκια στην κεφαλή, ομοιάζοντας στις παπαρούνες, με μόνη τη διαφορά, ότι αντί να είναι εγκατεσπαρμένοι στους αγρούς, κοσμούν τις αυλόθυρες των οικιών τους.
Οι γλώσσες τους έδιναν και έπαιρναν. Είχαν δε πλείστα όσα να πουν. Προκειμένου περί γάμου, η κακογλωσσιά έχει στάδιο ευρύ
άλλες μεν κουτσομπόλευαν τη νύφη, άλλες το γαμπρό και άλλες
την προίκα..
—Ακούς εκεί, να ξεχάσει η αδιάντροπη τόσο γλήγορα τον Τάσο, έλεγε μία ισχνή και ξηρά παπαδοπούλα, η οποία είχε αξιώσεις επί του Σπύρου.
—Εμείς στα χρόνια μας, προσέθεσε μια ηλικιωμένη και για τον
αρραβωνιαστικό κρατούσαμε λύπη ένα χρόνο και όχι σαν και τώρα, που δεν πέρασε ένας μήνας.
—Αμ τι γάμος είναι κι αυτός, που την περνάει ο γαμπρός τη νύφη 16 χρόνια;
—Το ρουχικό όμως της νύφης, απάντησε μια αγαθή γριά, αλλάζο-ντας τη συζήτηση, ήταν πολύ και καλό.
Είναι προκομμένο κορίτσι η Γιαννούλα.
—Να μη σ’ ακούω κυρά Στρουμπούλο, απάντησε μια γεροντοκόρη με φθόνο. Μιλάς σαν να ήταν δα μεγάλο πράγμα. Βέβαια το ξέρω κι εγώ, σαν είχα κι εγώ την άδεια της, θά ΄φκιανα καλύτερο ρουχικό. Ούτε για ξύλα πάγαινε, ούτε για σκάψιμο, ούτε για θέρισμα.
Ας είναι καλά οι αδελφοποιτοί.
Έπειτα, ήτανε συγύρισμα εκείνο που είχε για προικιά;
--Δεν το κρίνεις καλά Παναγιού, είπε η κυρά Στρουμπούλο, τόχε καλά συγυρίσει το νοικοκυριό της.
Εγώ ήμουνα και στην προικοπαράδοση σήμερα, σαν συγγενής δα που είμαι του γαμπρού. Ούλοι που ήτανε ευχαριστηθήκανε.
Ο διάλογος αυτός ελάμβανε σπουδαίες διαστάσεις και πιθανότατο ήταν η κυρά Στρουμπούλο, να δοκίμαζε και τους γρόνθους της γεροντοκόρης, αλλά ευτυχώς, οι εξακολουθητικές και ισχυρές ανακρούσεις των νταουλιών στην οικία του γαμπρού, ειδοποίησαν να σπεύσουν τα συμπεθεριά στις οικίες του γαμπρού και της νύφης.
—Ελάτε πάμε στου γαμπρού, είπε η κυρά Στρουμπούλο, εγειρόμενη.
—Εγώ δεν είμαι προσκαλεσμένη, είπε η Παναγιού, αλλά, θά ΄ρθω για να δω από μακριά.
Η οικία του γαμπρού και το προαύλιο αυτής, ήσαν γεμάτο από
άνδρες και γυναίκες κάθε ηλικίας. Ο γαμπρός είχε ενδυθεί πολυτε-λώς, αργυροκέντητο σελάχι, κατάφορτο με άρματα περιέβαλε τη
μέση του, τα δε νταούλια ανακρούονταν λυσσωδώς.
Πάντες ανάμεναν τη στιγμή της αναχωρήσεως.
Σε σήμα που έδωσε ο μεγαλύτερος των συγγενών του γαμπρού,
η συνοδεία ξεκίνησε, κατευθυνόμενη προς την οικία της νύφης.
Προπορεύονταν δύο ζυγιές νταουλιών, γύρω απ΄ τα οποία ήσαν συγκεντρωμένα τα παιδιά του χωριού. Μετά ακολουθούσαν, ο κουμπάρος με παιδιά καθαρά ντυμένα, που κρατούσαν τα στέφανα και τα στραγαλοκούφετα.
Έπειτα ο γαμπρός, τον οποίο κρατούσαν από τα δύο χέρια δύο από τους στενότερους συγγενείς του και γύρω του όλοι οι προσκεκλημέ-νοι, μεταξύ των οποίων και πολλοί στρατιώτες Τούρκοι άοπλοι, με τον αρχηγό τους Μουράτ. Έτσι ήταν διατεταγμένη η συνοδεία που πήγαινε αργά, διότι έπρεπε να καμαρώνει ο γαμπρός και κατευθύνεται για να παραλάβει τη νύφη με το συμπεθεριό της, και να μεταβούν στην εκκλησία για τη στέψη.
Ο γαμπρός ήταν περιχαρής, στα μάτια του έλαμπε η ευτυχία. Στρά-φηκε προς τον δεξιά αυτού συγγενή του και με συγκίνηση είπε.
—Δεν ξέρεις πως είμαι ευτυχισμένος. Λυπάμαι όμως, γιατί στις χαρές μου να μην είναι κι ο αδελφός μου.
—Ε, τι να γίνει Σπύρο μου. Όλα δεν μπορεί να τάχει κανείς σ’ αυτόν τον κόσμο... Υπομονή.
Η συνοδεία έφτασε τέλος μπροστά απ΄ την οικία της νύφης, η οποία ήταν γεμάτη, όχι από συγγενείς, γιατί ή Γιαννούλα δεν είχε συγγενείς, αλλά φίλων και περίεργων.
Στάθηκε προ της θύρας, σε απόσταση 30 περίπου βημάτων.
Στα παράθυρα της οικίας και γύρω απ΄ αυτά, δύο αδελφοποιτοί και κάποιοι άλλοι από τα παλληκάρια του χωριού, πάνοπλοι φρουρούν την οικία, για να μη δήθεν απαχθεί από τη συνοδεία του γαμπρού
η νύφη.
Δώδεκα παλληκάρια, απ΄ τους συγγενείς και φίλους του γαμπρού, όρμησαν κατά της οικίας, για να απαγάγουν τη νύφη. Τότε συνήφθει ψευδής μάχη μεταξύ των φρουρούντων και των επιτιθέμενων, που διήρκησε, περί τα δέκα λεπτά της ώρας.
Η νίκη έστεψε τη μερίδα του γαμπρού, κατόρθωσαν να απαγάγουν τη νύφη χωρίς να ματώσει, εννοείται, μύτη και να φέρει αυτήν στη συνοδεία του γαμπρού. Τότε οι αλληλομαχούντες συμφιλιώθηκαν ασπαζόμενοι αλλήλους και οι συνοδείες ξεκίνησαν για την εκκλησία.
Η νύφη ήταν γραφικότατα ενδεδυμένη και ωραιότατη. Φορούσε την συνήθη χωρική ενδυμασία και στο κεφάλι κόκκινο μαντήλι, στολισμένο με άνθη διαφόρων χρωμάτων. Το ευρύ μέτωπό της καλυπτόταν από σύμπλεγμα χρυσών και αργυρών νομισμάτων.
Τα μαύρα, μεγάλα και εκφραστικά μάτια της, έπλεαν σε ωκεανό σκέψεων. Τα βλέφαρά της ήταν υγρά από δάκρυα που έρρεαν από την ψυχή της.
Εν γένει δε, στη μορφή της ήταν επιχυμένη κάποια ωχρή μελαγχολία. Τα πάντα γύρω της, της ήταν αδιάφορα. Οι φίλες της την έντυσαν, την κτένισαν και τη στόλισαν. Μόνο τον Τάσο της σκεπτόταν αυτή. Εκτελούσε δε την εθελοθυσία αυτή, επειδή είχε καθήκον να υποτάσσεται στην θέληση των αδελφοποιτών.
Μετά το έθιμο που περιγράψαμε, της απαγωγής της νύφης, τα δύο συμπεθεριά, ξεκίνησαν για την εκκλησία.
Προηγείτο η συνοδεία του γαμπρού, με την τάξη που είπαμε προη-γουμένως, ακολουθούσε δε η της νύφης, διατηρώντας απόσταση σαράντα έως πενήντα βήματα. Τη νύφη κρατούσαν από τους βραχίονες δύο από τους αδελφοποιτούς.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ
Η εκκλησία του χωριού απείχε δέκα λεπτά της ώρας, το δε μονοπάτι που οδηγούσε προς αυτήν, διερχόταν μέσα από βράχους και πυκνούς θάμνους. Τέσσερις μόνον ένοπλοι άνδρες, μπορούσαν να παρακωλύσουν ένα λόχο ολόκληρο στην διάβαση του δρόμου.
Μέσα στους θάμνους και τους βράχους, δεξιά και αριστερά του μο-νοπατιού, ήσαν κρυμμένοι ο Γιάννος, ο Τάσος και οι υπόλοιποι δέκα. Οι δύο αρχηγοί, δεν αποχωρίζονταν ποτέ εν ώρα κινδύνου, για να αλληλοβοηθούνται.
Είχαν επομένως τοποθετηθεί ο ένας δίπλα στον  άλλον, αφού προηγουμένως έδωσαν στους ανδρείους τους, τις αναγκαίες οδηγίες.
Ενέδρευαν προ μιας περίπου ώρας. Όταν τα προπορευόμενα της συνοδείας του γάμου παιδιά, εμφανίστηκαν μπροστά τους, η καρδιά τους άρχισε να πάλλεται, όχι από δειλία, αλλά από συγκίνηση, διότι επρόκειτο να πολεμήσουν, όχι προς εχθρούς, αλλά προς τους συ-μπατριώτες τους, προς τους αδελφούς τους.
Μετ’ ολίγον η συνοδεία του γαμπρού φάνηκε.
Ο Τάσος έβαλε το χέρι στην καρδιά του, για να σταματήσει τους παλμούς της.
—Ίσα στο γαμπρό να σημαδέψουμε Γιάννο μου.
Έθεσαν τα όπλα επί σκοπόν.
Αίφνης, ο Γιάννος ρίχνει μια κραυγή και το όπλο του πέφτει απ΄τα χέρια του, ενώ συγχρόνως ψιθύρισε.
—Ο Τσίρης μου ο Σπύρος.
Αλλά αστραπιαία ανέλαβε το όπλο του και προσέθεσε τρέμοντας.
—Όχι. Είμαι ορκισμένος να βοηθώ τον Τάσο και τον πατέρα μου αν πρόκειται να σκοτώσω.
Ο Τάσος, ταχύς σαν αστραπή, έβαλε το χέρι του μεταξύ της σφύρας και του πυράκμονος του όπλου.
—Όχι αδερφέ μου, δεν το θέλω γω αυτό.
—Σ’ ευχαριστώ αδερφοποιητέ μου, είπε ο Γιάννος σφίγγοντας με
δάκρυα το χέρι του Τάσου. Αλλά μπορούμε να πάρουμε τη νύφη.
Να καρτερέψουμε να περάσει το στενό ο Γαμπρός με το συμπεθεριό του και ύστερα, να δώσουμε φωτιά στους Τούρκους, που είναι μαζί με το γαμπρό. Τότενες θα τα χάσουνε και απάνω στην αναμπουμπούλα, αρπάζουμε τη νύφη. Α!! Θεέ μου τί βλέπω! Κοίταξε!  κοντά στον αδερφό μου είναι και ο άτιμος ο Μουράτης. Ίσα σ’ αυτόν φωτιά!
Εάν τα νταούλια, δεν εκρούοντο λυσσωδώς, η συνοδεία του
γαμπρού, θα άκουγε καταλεπτώς και την κραυγή του Γιάννου
και την κατόπιν συζήτηση.
Αλλά ποιός περίμενε τόσο τολμηρή ενέδρα;
Όλοι πορεύονταν αμέριμνοι. Η πρώτη συνοδεία είχε περάσει το στε-νό, όταν δύο πυροβολισμοί, ακολουθούμενοι από δέκα άλλους, επέ-φεραν τέτοια σύγχυση στις δύο συνοδείες, ώστε δεν γνώριζε κανείς
τι να πράξει. Μέσα στη σύγχυση, οι μεν Γιάννος και Τάσος με τέσσε-ρις άλλους, όρμησαν με τα γιαταγάνια στα χέρια να αρπάξουν τη
νύφη, οι  υπόλοιποί εξι επιτέθηκαν κατά της συνοδείας του γαμπρού
για να τη σκορπίσουν.
Οι Τούρκοι, βλέποντας ότι οι βολές έπληξαν και μερικούς
απ΄ αυτούς, υποπτεύθηκαν ότι η παγίδα είχε στηθεί από
τον ίδιο το γαμπρό εναντίον τους και έβγαλαν τα σπαθιά τους
ορμώντας αδιακρίτως σε οποιονδήποτε.
Οι δε των συνοδειών παλληκαράδες, βλέποντες τους Τούρκους επιτιθεμένους, αντεπετέθησαν κατ’ αυτών με τα πιστόλια και τα μαχαίρια τους. Τότε, ακριβώς τότε! Ό αλαλαγμός των γυναικών και παιδιών ανήρχετο μέχρι τρίτου ουρανού, οι δε κραυγές των μαχόμενων έσειαν τα πέριξ αντηχούντες στα ρέματα και τους βράχους. Ο Γιάννος και
ο Τάσος, εν μέσω του αλαλαγμού όρμησαν προς τη νύφη.
Η Γιαννούλα έμεινε μόνη της, διότι οι γύρω από αυτήν απομακρύν-θηκαν μαχόμενοι προς τους Τούρκους. Στεκόταν σαν απολιθωμένη, χωρίς να εννοεί τίποτα απ΄ ότι συνέβαινε και περί ουδενός να ενδιαφέρεται. Ήταν σαν να μην ήταν παρούσα και πραγματικά δεν ήταν παρούσα, διότι ο νους της ήτο μακράν...
Εις τον Τάσον! Εις τον Τάσον;
Αλλά ο Τάσος ήταν ενώπιόν της και τον κοίταζε.
Ναι, τον κοίταζε, αλλά δεν τον έβλεπε.
—Γιαννούλα μου, κραύγασε ο Τάσος.
Η Γιαννούλα δεν μπόρεσε ούτε να κραυγάσει, έπεσε στον τράχηλό του κλαίγοντας από χαρά. Ο Τάσος την πήρε στην αγκαλιά του και αποσύρθηκε από τη συμπλοκή με ταχύτητα τίγρεως   
Ο Γιάννος, άμα είδε τον Τάσο και τη Γιαννούλα εξασφαλισμένους από κάθε κίνδυνο, θυμήθηκε το Μουράτ και όρμησε προς το μέρος της γενικής συμπλοκής.
Ερευνούσε με το βλέμμα του τους μαχόμενους, αλλά πουθενά δεν μπόρεσε να τον βρει. Αίφνης οι τρίχες του ανορθώθηκαν, έσυρε κραυγή απελπισίας και λύσσας και όρμησε. Πού διευθύνεται;
Γιατί η κραυγή της απελπισίας;
Σε τριάντα βημάτων απόσταση από της γενικής συμπλοκής, δύο ρωμαλέοι άνδρες, εναγκαλισμένοι, προσπαθούν να βυθίσουν τα μαχαίρια τους ο ένας στο στήθος του άλλου.
Οι δύο αυτοί, ήταν ο Μουράτ και ο Σπύρος.
Πάλευαν προ δύο λεπτών της ώρας και εντούτοις, καμία πληγή
καίρια δυνήθηκε να επιφέρει ο ένας κατά του άλλου. Αλλά αίφνης,
ο Σπύρος παραπάτησε, έπεσε ύπτιος και συμπαρέσυρε άνωθέν του και το Μουράτ, ο οποίος βρίσκοντας ευκαιρία, έμπηξε το μαχαίρι του στο στήθος του.
Ο Γιάννος τους είχε δει κατά τη στιγμή που έπεφταν, όρμησε λοιπόν για να φονεύσει το Μουράτ και να σώσει τον αδελφό του, αλλά έφθασε ταχέως μεν για τον πρώτο, αργά δε για το δεύτερο.
Το γιαταγάνι του βυθίστηκε στους νεφρούς του Μουράτ, κατά τη στιγμή που αυτός σηκωνόταν. Ο Μουράτ κυλίστηκε ένα ή δύο βήμα-τα, αφήνοντας κραυγή πόνου.
Ο Γιάννος αγκάλιασε τον αδελφό του και προσπάθησε να τον σηκώσει, αλλά αυτός μόλις ανέπνεε,
—Αδερφέ μου! Σπύρο μου, ανέκραξε ο Γιάννος τραβώντας τα μαλλιά του.
—Συ είσαι Γιάννο μου; είπε ο Σπύρος μισανοίγοντας τους σβησμέ-νους οφθαλμούς του. Δόξα να ’χει ο άγιος Θεός οπού σε… βλέπω… πριν… αποθάνω…
Κατέβαλε ύστατο αγώνα, άπλωσε τα χέρια του, τον αγκάλιασε και ξεψύχησε.
Ο Γιάννος ολοφύρεται.
Η συμπλοκή είχε τελειώσει. Φονεύθηκαν πολλοί Τούρκοι και ετρά-πησαν σε φυγή οι υπόλοιποι. Πάντες, άνδρες, γυναίκες και παιδιά, σχημάτισαν κύκλο γύρω απ΄ το Γιάννο και τα δύο πτώματα. Ο Γιάν-νος, αφού για αρκετή ώρα έκλαψε, κρατώντας στην  αγκαλιά του τον
αδελφό του, σηκώθηκε και παρατήρησε το πτώμα του Μουράτ.
—Άτιμε Τούρκε, είπε, σπρώχνοντας το πτώμα με το πόδι, εσύ είσαι
η αιτία της δυστυχίας μου.
Ο Μουράτ κινήθηκε, άνοιξε τούς οφθαλμούς και παρατήρησε το Γιάννο. Το βλέμμα του έδειχνε έκπληξη και μίσος.
—Εσύ Γκιαούρ εδώ; ψιθύρισε με εξασθενημένη φωνή.
—Ναι εγώ, καταραμένε, άπιστε. Σε στέλνω να βρεις τους συντρό-φους σου στον Άδη.
—Σ’ αφήνω, είπε μειδιών σατανικά, πομπεμένη τη Μα……  
Δεν πρόφθασε να τελειώσει τη λέξη, γιατί ο Γιάννος με οφθαλμούς σπινθηροβολούντες και μαλλιά ορθωμένα, του έμπηξε τη μάχαιρα στο λάρυγγά του.
Ύστερα παίρνοντας το πτώμα τού αδελφού του στην αγκαλιά του, διευθύνθηκε προς το χωριό, παρακολουθούμενος από όλους τους γύρω απ΄ αυτόν, οι οποίοι, αντί να παρασταθούν σε γάμο, παρέστη-σαν και έλαβαν μέρος σε μάχη φονικότατη.
Τριάντα δύο πτώματα ήταν διεσπαρμένα στους δρόμους και στους θάμνους. Απ΄ τους φονευθέντες είκοσι τέσσαρες ήσαν Τούρκοι και οκτώ Έλληνες που είχαν παρευρεθεί για το γάμο. Μεταξύ τους μία γυναίκα, ένα παιδί και ένας εκ των Τάσου και Γιάννου ανδρών.
Πληγωμένοι δε εννέα τούρκοι και δέκα επτά γυναίκες, παιδιά και
άνδρες, Έλληνες.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ
Μετά την απροσδόκητη αυτή μάχη, όλο το χωριό, αντί για πανηγύρι, βυθίστηκε σε θρήνους και δάκρυα. Κανείς άλλος, έκτος του ολιγάριθμου σώματος του Γιάννου, γνώριζε το αίτιο της συμπλοκής, της
οποίας το αποτέλεσμα δεν είχε λήξει ακόμη. Όλοι πίστευαν και
περίμεναν νάρθει πολυάριθμος τουρκικός στρατός, προκειμένου
να προσβάλλει τη Στενή.
Τί θα έπρατταν σ΄ αυτή την περίπτωση; Η αμηχανία τους ήταν μεγάλη. Όλοι ήταν φοβισμένοι. Ο Γιάννος, βλέποντας την απόγνωση στην οποία περιήλθαν οι συγχωριανοί του, δεν αποθαρρύνθηκε αλλά σκεπτόταν για την άμυνα τού χωριού, κατά της βέβαιης επίθεσης από πολυάριθμο τουρκικό στρατό.
Μετά σύντομη σκέψη, αποφάσισε κατ’ αρχάς μεν να στείλει δύο
άνδρες του, προς αναζήτηση του Τάσου, του οποίου το καταφύγιο γνώριζε, γιατί είχαν ορίσει το μέρος στο οποίο θα συναντιούνταν, είτε επετύγχαναν, είτε αποτύγχαναν του σκοπού τους. Ύστερα προσκάλεσε με κήρυκα σε ορισμένο μέρος του χωριού, όλους τους κατοίκους, ανέβηκε σε ένα βράχο και μίλησε, σ΄ αυτούς ως εξής:
—Συμπατριώτες, εξ αιτίας μου και του Τάσου, το χωριό μας βρίσκε-ται σε μεγάλο κίνδυνο. Εγώ κι ο Τάσος, που πολεμάμε τους Τούρ-κους τώρα και πέντε χρόνια, χτυπήσαμε τους τούρκους που ήταν εδώ και φέραμε αυτό σ’ αύτη τη θέση.
Δεν το κάναμε για να χτυπήσουμε τους Τούρκους και ν’ ανοίξουμε τουφέκι μ’ όλη την Τουρκιά που είναι στη Χαλκίδα.
Αλλά εμείς ήρθαμε να πάρουμε τη Γιαννούλα που παντρευόταν, χωρίς να ξέρουμε πως ο γαμπρός ήτανε ο αδερφός μου ο Σπύρος. Σαν ήρθαμε λοιπόν και είδαμε τους τούρκους μ’ εκείνο το σκυλί το Μουράτ, είπαμε. Γιατί να χτυπήσουμε τους δικούς μας και να μη χτυπήσουμε τους τούρκους, για να φέρουμε αναμπουμπούλα και ν’ αρπάξουμε τη νύφη; Τότε λοιπόν τους δώσαμε φωτιά κι έγινε αυτό που έγινε. Τώρα, αν μείνουμε έτσι χαθήκαμε, γιατί θάρθουν οι τούρκοι και θα κάψουν το χωριό, θα πομπέψουν τις γυναίκες και θα σουβλίσουν τους άνδρες.
Αν όμως πιάσουμε ούλοι τ’ άρματα, δεν θα μπορέσουν να μπουν στο χωριό και θα μας πολιορκήσουν. Εμείς μπορούμε να βαστάξουμε για πολύν καιρό, γιατί έχουμε ψωμί κι ως τότε έχει ο Θεός. Μπορούμε να συνθηκολογήσουμε με τους μουρτάτηδες, μπορεί να μας στείλουν και βοήθεια από το ρουμελικό.
Εμπρός αδέρφια, ας μην είμαστε ποντίκια, ας φανούμε άνδρες.
Ψιθυρισμοί εκπλήξεως, επακολούθησαν τη σύντομη ομιλία του Γιάν-νου, γιατί πρώτη φορά μάθαιναν το λόγο της μάχης και επιδοκιμασί-ας, γιατί οι συμβουλές του Γιάννου ήταν ορθές και λογικές.
Ένας Γέρος, από κει που δεν το περιμένανε, ο οποίος έφερε στους ώμους του ολόκληρο αιώνα, αντικατέστησε επάνω στο βράχου το Γιάννο και με φωνή ισχυρή είπε τα εξής.
—Βρε παιδιά, καλά ήτανε να μην έρθουν τα πράγματα εδώ που ήρθαν. Αλλά σαν ήρθαν, τι να κάνουμε, έχει δίκιο ο Γιάννος, πρέπει να πολεμήσουμε, γιατί αλλιώς οι τούρκοι θα μας σβήσουν. Έχω εκατόν δύο χρόνια στη ράχη μου και τους ξέρω τους μουρτάτηδες.
Εάν δεν βρουν αντίσταση, αντί να μαλακώσουν γίνονται θηρία.
Λοιπόν να ακούστε όλοι το Γιάννο, που ξέρει από τουφέκι αν θέλετε να σωθούμε.
—Ας μας πει τι να κάνουμε και θα τον ακούσουμε.
—Όσα άρματα, μπαρούτια και βόλια έχει ο καθένας, είπε ο Γιάννος, να τα φέρει εδώ σε μια ώρα και όποιος μπορεί να ρίξει τουφέκι να έρθει εδώ.
Όλοι με ενθουσιασμό, έσπευσαν να εκτελέσουν τη διαταγή του Γιάν-νου. Μέσα σε μισή ώρα, ογδόντα τέσσερα τουφέκια, διακόσια πιστόλια, εκατόν ογδόντα πέντε γιαταγάνια και σαράντα σάκοι πλήρεις πυρίτιδας, συσσωρεύτηκαν στην ορισμένη θέση.
Εκατόν πενήντα τέσσαρες άνδρες, από ηλικίας δέκα οκτώ ετών μέχρι του εξηκοστού πέμπτου περίπου, στέκονταν αναμένοντες τις διαταγές τού Γιάννου. Ο Γιάννος άρχισε να διανέμει τα τουφέκια, αλλά
επειδή όλοι ήθελαν να τα πάρουν, για να μην επέλθει δυσαρέσκεια, τους έριξε λαχνούς και στους λαχόντες ογδόντα τέσσαρες, διένειμε τα ογδόντα τέσσαρα τουφέκια και ανά τριάντα σφαίρες με την ανάλογη πυρίτιδα.
Έπειτα, αδιακρίτως, έδωσε σε όλους ανά ένα πιστόλι, ένα γιαταγάνι και ανάλογες πυριτοβολές. Ύστερα διαίρεσε σε δέκα σώματα όλους τους άνδρες και τοποθετούσε σε κάθε σώμα και ανά ένα αρχηγό, από τους άνδρες που είχαν ο Γιάννος με τον Τάσο.
Τη στιγμή  που τελείωνε την εργασία τούτη, παρουσιάσθηκε ο Τάσος με τη Γιαννούλα. Ο Γιάννος έσφιξε και των δύο το χέρι εν μέσω των ψιθυρισμών και της εκπλήξεως των παρευρισκόμενων.
—Αδέρφια, είπε ο Γιάννος, παρατηρώντας την έκπληξη και την, κατά κάποιον τρόπο, αποδοκιμασία τους. Ο Τάσος ήταν αρραβωνιασμένος με τη Γιαννούλα, αλλά διαδόθηκε ότι σκοτώθηκε. Και γι’ αυτό
ο μακαρίτης ο αδερφός μου, ήτανε να πάρει τη Γιαννούλα. Κατά
το συνήθειο του τόπου μας, ο αρραβωνιαστικός πρέπει να κλέψει
την αρραβωνιαστικιά του, για να γίνει ο γάμος. Ο Τάσος λοιπόν
έκλεψε τη Γιαννούλα. Γιατί λοιπόν χολιάζετε;
Δεν ήτανε αρραβωνιαστικός της; Εγώ που ήμουνα αδερφός του
αγαπημένου μου Σπύρου, έτσι το βρίσκω δίκιο. Μη λοιπόν θυμώνετε και ελάτε να πάμε μια στιγμή να τους στεφανώσουμε, να ξεμπερδεύει και αυτό το πανηγύρι.
Πείσθηκαν όλοι και διευθύνθηκαν προς την εκκλησία, με φωνές και τραγούδια. Εκεί, αφού έφτιαξαν από μυρσίνη στέφανα, προσκάλεσαν τον ιερέα, ο οποίος τους στεφάνωσε, παραστάντος ως παρανύμφου του Γιάννου. Έκτοτε πάντες οι χωρικοί ομιλούντες περί της Γιαννούλας την αποκαλούσαν «η κλεμμένη νύφη».

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΚΤΟ
Μετά το επεισόδιο τούτο, ο Γιάννος τοποθέτησε τα σώματα σε διά-φορες επίκαιρες θέσεις, με εντολή να έχουν άγρυπνη την προσοχή τους. Άφησε δε ελεύθερο τον Τάσο πάσης υπηρεσίας, για να απο-λαύσει με χαρά την πρώτη νύκτα των γάμων του.
Την επομένη, προ της ανατολής του ήλιου, τα καραούλια ειδοποίη-σαν ότι τούρκικος στρατός φάνηκε στην πεδιάδα, διευθυνόμενος προς Στενή.
Ο Γιάννος, έσπευσε με πενήντα ανδρείους στην είσοδο της Στενής και τοποθέτησε αυτούς κατάλληλα πίσω από τους βράχους.
Η εμπροσθοφυλακή του τουρκικού στρατού, αποτελούμενη από τρι-ακόσιους περίπου ιππείς, φθάνοντας στην είσοδο του χωριού, στά-θηκε μακριά  σε απόσταση βολής. Οι πρώτες ακτίνες του ανατέλλο-ντος ήλιου πέφτοντας στα γυμνά ξίφη τους και στις στίλβουσες πα-νοπλίες τους, ανέδιδαν λάμψεις, οι οποίες θάμπωναν τους οφθαλ-μούς του παρατηρητή. Ήταν πράγματι εξαίσιο θέαμα, για όποιον
μόλις μπορούσε να ρίξει ένα γρήγορο βλέμμα. Μετά από λίγο, όλος
ο τουρκικός στρατός από 3.000 άνδρες στάθμευσε λίγο πίσω από την εμπροσθοφυλακή.
Αρχηγό της στρατιάς αυτής, είχε τάξει ο Ομέρ Βρυώνης, τον περιβόητο Αρναούτ πασά, του οποίου οι ωμότητες ήταν γνωστές σε όλη την Ελλάδα. Αυτός, νομίζοντας ότι ούτε αντίσταση καν θα συναντήσει, απέστειλε δύο από τους υπασπιστές του, να προσκαλέσουν τους δημογέροντες της Στενής, για να εξέλθουν προς προϋπάντησή του. ’Αλλά οι υπασπιστές του, αναγκάστηκαν να σταματήσουν προ της εισόδου του χωριού, με διαταγή του Γιάννου.
—Τι θέλετε μωρέ Μουρτάτηδες;
—Μας έστειλε ο πασάς, για να πούμε στους δημογέροντες νάρθουν να τον προσκυνήσουν και ν’ ακούσουν τις προσταγές του.
—Να πάτε να πείτε του πασά σας, πως εδώ, δεν είναι άνθρωποι που προσκυνάνε, παρά που τρώνε το μπαρούτι με τη χούφτα.
—Και ποιος είσαι συ που λες τόσο μεγάλα λόγο;
—Έλληνας είμαι, από τους χειρότερους. Είμαι ο Γιάννος.
—Α! Ο Γιάννος. Άιντε μωρέ γκιαούρ κι αύτη τη φορά δεν θα μας
γλυτώσεις.
—Δείξτε μας τη ράχη σας γλήγορα, γιατί αλλιώς σας σπέρνω από μία σφαίρα στο στήθος.
Οι υπασπιστές φοβήθηκαν την απειλή και αποσύρθηκαν.
Ο Αρναούτ, θύμωσε με την αγέρωχη απάντηση του Γιάννου και διέ-ταξε αμέσως γενική επίθεση.
Όλος ο στρατός, όρμησε με λύσσα να καταλάβει την είσοδο της
Στενής, αλλά το πυρ των Στενιωτών, ανέστειλε την ορμή τους και
θέρισαν πολλούς από τους επιτιθέμενους.
Ο Αρναούτ, δεν ήταν από εκείνους οι οποίοι εύκολα υποχωρούν,
αλλά από εκείνους, που οι αποτυχίες τους ερεθίζουν περισσότερο. Επανέλαβε λοιπόν εντός της ίδιας ημέρας δέκα φορές την έφοδο,
πάντοτε όμως ανεπιτυχώς.
Τέλος απελπίστηκε και ζήτησε από τη Χαλκίδα επικουρικό στρατό,
ο οποίος έφτασε την επομένη και πολιόρκησε τη Στενή.
Για να διακόψει εντελώς την επικοινωνία, απέστειλε μέρος του στρατού του και κατέλαβε τα πέριξ χωριά, Άγιον Νικόλαον, Άγιον Αθανάσιον, Στρόπωνες κλπ. και έτσι η Στενή, με κανένα χωριό δεν μπορούσε να επικοινωνήσει.
Η πολιορκία παρατείνεται και η πείνα άρχισε να γίνεται αισθητή και να ταλαιπωρεί τους Στενιώτες. Ήταν η εποχή κατά την οποία, εξα-ντλούμενων των σιτηρών ολοκλήρου του έτους, αντικαθιστώνται με τη νέα συγκομιδή. Αλλά ποιος μπορούσε να βγει από τη Στενή για
να θερίσει; Κανείς. Άλλωστε οι Τούρκοι είχαν φροντίσει να θερίσουν τους καρπούς των κόπων των Στενιωτών.
Ο Γιάννος είχε προβλέψει την περίσταση τούτη της πείνας, είχε φροντίσει να περιορίσει την κατανάλωση των τροφών. Αλλά παρά την πρόβλεψή του, ήλθε η ημέρα κατά την οποία οι μεν τροφές έλειψαν τελείως, τα δε πολεμοφόδια κόντευαν να εξαντληθούν. Οι τούρκοι επιχειρώντας συχνές εφόδους, ανάγκαζαν τούς πολιορκούμενους να εξαντλούν τα πολεμοφόδιά τους.
Εντούτοις, αν και οι τροφές τους εξαντλήθηκαν ολοσχερώς και από τα πολεμοφόδια ελάχιστα έμειναν, αρνούνται να συνθηκολογήσουν, ελπίζοντες στην έλευση επικουριών από την Αττική.
Αλλά στην Αττική είχαν κάκιστα τα πράγματα, ηττηθέντων επανει-λημμένως των Ελλήνων.
Επομένως, ούτε να σκεφθούν καν είχαν νου περί της Εύβοιας, η
οποία εκτός του χωριού Στενής, είναι υποταγμένη στους Τούρκους.
Ο Γιάννος πληροφορήθηκε αυτά από απεσταλμένους, τους οποίους μέσα από τα βράχια κατόρθωσε να φυγαδεύσει από τη Στενή. Απελπίστηκε σχετικά με τον ερχομό κάποιας βοήθειας, αλλά κράτησε μυστικές τις ειδήσεις, να μη αποθαρρυνθεί ο στρατός του και καραδοκούσε την κατάλληλη στιγμή προς διαπραγμάτευση συνθήκης, περί παραδόσεως του χωριού.
Η στιγμή δεν άργησε. Οι στην Αττική Τούρκοι στρατάρχες μετά τις αποτυχίες, ζητούν επικουρία από την Εύβοια, για να προχωρήσουν προς την Πελοπόννησο και τη Δυτική Ελλάδα. Διατάχθηκε επομένως ο Αρναούτ πασάς από τον Ομέρ Βρυώνη ή να αλώσει τη Στενή ή να συνθηκολογήσει με τους επαναστάτες.
Ο ωμός Αρναούτ προτίμησε το πρώτο, προπαρασκεύασε έφοδο
γενική προς άλωση του ισχυρού χωριού. Μόνος δε με το σπαθί στα χέρια, όρμησε από τους πρώτους  στην είσοδο του χωριού. ’Αλλά όσο ισχυρή και μανιώδης υπήρξε η έφοδος, τόσο και η υπεράσπιση. Ως εκ τούτου, μετά δίωρη σκληρή μάχη, αναγκάστηκε, να υποχωρήσει, αφήνοντας στη στενή είσοδο του χωρίου και έξω απ΄ αυτή, περίπου 150 νεκρούς και τραυματίες.
Απ΄ τους  νεκρούς τούτους, ο Γιάννος διέταξε 25 απ΄ τα παλληκάρια του να ερευνήσουν και να αφαιρέσουν τα πολεμοφόδια. Βλέποντας αυτό ο Αρναούτ κατάλαβε ότι είχαν εξαντλήσει τα πολεμοφόδιά τους και εγκαρδίωσε τον στρατό του, αλλά και με υποσχέσεις, απειλές και ύβρεις, τον επανέφερε στο πεδίο της μάχης.
Οι Έλληνες όμως, αν και στερούνταν πολεμοφοδίων δεν αποθαρ-ρύνθηκαν, αλλά με καρτερία και τόλμη απαράμιλλη, απώθησαν τον εχθρό τέσσερις φορές και προξένησαν σ΄ αυτόν βλάβη μεγάλη.
Μετά από τις αποτυχίες αυτές, χάνοντας κάθε ελπίδα περί αλώσεως ο Αρναούτ, αποφάσισε να επαναλάβει τις προτάσεις του περί παραδόσεως, τις οποίες ο Γιάννος απεδέχθη με προσποιητή αδιαφορία.
Οι υποβληθείσες προτάσεις ήταν οι εξής:
Οι πάντες ανεξαιρέτως να παραδώσουν τα όπλα, υποσχόμενοι υποταγή στο μέλλον ή να διατηρήσουν μεν τα όπλα, αλλά προς εξασφάλιση της τηρήσεως της υποταγής, να δώσουν ως όμηρους το Γιάννο και τον Τάσο.
Επί των προτάσεων τούτων έγινε συζήτηση μεταξύ των Στενιωτών, κατά την οποία άλλοι μεν παραδέχονται την πρώτη, άλλοι δε απέρ-ριπταν και τις δύο απολύτως.
Ο Γιάννος όμως, για να λύσει το ζήτημα, παρεκάλεσε να δοθεί
σ΄ αυτόν η πληρεξουσιότητα να διαπραγματευτεί τους όρους,
κάτι που απεδέχθησαν όλοι.
Μετά μακρά διαπραγμάτευση, ο Γιάννος, μη δεχόμενος να ταπεινω-θεί η πατρίδα του, παραδίδοντας τα όπλα, απεδέχθη τη δεύτερη πρόταση, υπό τον όρο όμως να δοθεί ένας και μόνος ως όμηρος.
Ο Αρναούτ συμφώνησε σε τούτο και ο όρκος δόθηκε.
Ο Γιάννος, γνωστοποίησε τους όρους στους συμπολεμιστές του και δήλωσε σ΄ αυτούς, ότι αυτός ο ίδιος θα παραδινόταν ως όμηρος.
Αλλά ο Τάσος διαφώνησε, απαιτώντας, να δοθεί αυτός, αντί του Γιάννου ως όμηρος. Μάταιες όμως απέβησαν όλες οι παρακλήσεις του Γιάννου, μάταια εξηγούσε σ΄ αυτόν, ότι η ζωή του, η ελευθερία, του ήταν βάρος αφού δεν είχε τη Μαρούσα.
Ο Τάσος με τίποτα δεν πείθεται.
Τότε κατ’ ανάγκην αποφάσισαν να ρίξουν κλήρο.
Ήταν πράγματι άξιο θαυμασμού το θέαμα εκείνο.
Πάντες περικύκλωσαν τους δύο εκείνους ανδρείους και με συγκίνηση ανάμεναν την απόφαση της Τύχης.
Ένας γέροντας, διαίρεσε τεμάχιο χαρτιού σε δύο ίσια μέρη, σημείωσε στο ένα με κάρβουνο ένα σταυρό, το έβαλε μέσα σε ένα φέσι και
αφού τα ανακάτωσε καλά, τους τα πρότεινε, για να πάρουν ανά ένα οι ενδιαφερόμενοι, λέγοντας.
—Όποιος πάρει το σταυρό εκείνος θα πάει και ας τον φυλάει
ο σταυρός. Άπλωσαν τα χέρια και οι δύο και με αγωνία έλαβαν
τους κλήρους και τους άνοιξαν.
—Εγώ! ανέκραξε ο Γιάννος, έξαλλος από χαρά.
—Άτιμε λαχνέ! αναφώνησε ο Τάσος με οργή.
Την επομένη προ της ανατολής του ήλιου, όλο το χωριό συνόδευε με δάκρυα το Γιάννο προς τους Τούρκους.
Οι αποχαιρετισμοί, οι ασπασμοί, οι περιπτύξεις συγκινούσαν και
αυτούς τους βράχους.
Ο Τάσος, πνιγμένος στα δάκρυα, αγκαλιάζει και ασπάζεται το Γιάννο με απελπισία. Έπειτα λαβαίνοντας προσποιητό θάρρος είπε.
— Γιάννο μου, αδερφέ μου, συ έκανες τόσα για μένα, μακάρι ο Θεός να με βοηθήσει να σε ελευθερώσω. Και αποχωρίστηκε απ΄ αυτόν, αναμιχτείς με τους συμπολεμιστές του.
Οι πρώτες ακτίνες του ήλιου βρήκαν τη μεν Στενή ελεύθερη, τον δε ατρόμητο Γιάννο, για δεύτερη φορά αιχμάλωτο.


ΜΕΡΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ
Καιρός πλέον να επανέλθουμε στην ηρωίδα της αφηγήσεως μας, την περικαλεστάτη μας Στροπωνιάτισσα, την οποία εγκαταλείψαμε, για να ακολουθήσουμε τη σειρά των προς αυτήν συνδεόμενων γεγονότων και προσώπων.
-Συνηθίζεται από όλους σχεδόν τους μυθιστοριογράφους, να παρα-κολουθούν κατά πόδας τον ήρωά τους, ο οποίος να είναι τέτοιος, ώστε πάντοτε να βρίσκεται επί της σκηνής, μεγαλουργώντας ή πά-σχοντας. Αλλά εμείς, οι οποίοι δεν διεκδικούμε τον τίτλο του μυθιστο-ριογράφου, αλλά απλώς αφηγούμαστε κάποια επεισόδιά του μεγά-λου και ιερού αγώνα του έθνους μας, συμπλέκοντας αυτά, ουδεμία υποχρέωση έχουμε να ακολουθήσουμε την πεπατημένη.
Άλλωστε πιστεύουμε, ότι ήρωας στις αφηγήσεις, δεν είναι μόνον
εκείνος, ο οποίος αιωνίως ή φονεύει ή τερατουργεί ή πάσχει, αλλά εκείνος ή εκείνη, ο οποίος με μια πράξη, ένα πάθημα ή μια λέξη
πολλές φορές, παίρνει την εξέχουσα θέση στην αφήγηση.
Η έξοχος διάνοια του Ουγκώ, στη μάχη του Βατερλώ, ούτε τον Μέγα Ναπολέοντα, τον νικηθέντα κατά κράτος, ούτε τον Ουελιγκτώνα τον νικήσαντα, ούτε το Βλύχερον τον καταδιώξαντα τις συντετριμμένες στρατιές του Ναπολέοντος, ούτε κάποιον από τους φονευθέντες
θεωρεί ως ήρωα του μεγάλου εκείνου γεγονότος, αλλά τον άσημο γάλλο αξιωματικό Καμπρόν•, ο οποίος με την ποταπότερη των λέξε-ων, εξύμνησε την ύψιστη των περιφρονήσεων και κατά των συνενωμένων στρατών και κατ’ αυτού τούτου του θανάτου.
Καμπρόν= Γάλλος στρατηγός, που κατά τη μάχη του Βατερλώ, όταν περι-κυκλώθηκε από τα αγγλικά στρατεύματα και του είπαν να παραδοθεί, είπε τη λέξη ” merde ” (σκατά ), που έμεινε σαν: «η  φράση του Καμπρόν», προκει-μένου να δώσει κάποιος αρνητική απάντηση.
Δεν ήταν λοιπόν η Μαρούσα μας η απλή χωρική μας, ο μόλις
ανοιγόμενος αυτός στα όρη κάλυκας, άξια να κοσμήσει τον τίτλο του μυθιστορήματος μας; Αυτή, η οποία λάτρευσε το Γιάννο, χωρίς ούτε να έχει ακούσει καν τη λέξη έρως; Αυτή, η οποία μόλις έμαθε τη λέξη τούτη στο βιβλίο της φύσης, νόμισε ότι ήταν ιεροσυλία, ότι της προσάπτεται μέγιστο αίσχος και να αγγίσει καν επάνω της το χέρι του
ο τούρκος Μουράτ και τον λιθοβόλησε; Αυτή τέλος, η οποία όταν
αποχωρίστηκε βίαια από το Γιάννο της παραφρόνησε;
Ω! Ναι! ήταν άξια και πολύ μάλιστα. Ήταν άξιο το όνομά της, όχι το εξώφυλλο του ολιγοσέλιδου τούτου βιβλίου να κοσμήσει, αλλά τόμων ολόκληρων. Ήταν άξια τα παθήματα της να εξυμνηθούν από γραφίδα ικανού συγγραφέα και όχι από την δική μου, του τόσο ασθενούς και πεζού.
Ύμνους θα έγραφαν ο Ουγκώ, ο Δουμάς, ο Σκοτ, ο ΡΑYL ΗΑLSΕ και ολόκληρη η χωρία των επιφανών μυθιστοριογράφων, εάν είχαν το θέμα, το οποίο εμείς λάβαμε από τη διήγηση αυτόπτη μάρτυρα.
Αλλά ίσως, χαριεστάτη και ευφυέστατη αναγνώστρια, με ρωτήσετε: γιατί δεν κόσμησες το εξώφυλλο του πονήματος τούτου, τιτλοφορώ-ντας αυτό με το όνομα του άλλου ήρωός σου, του Γιάννου, του
αγνού, αφελούς και θερμού εραστή, ανδρείου στρατιώτου και Καπε-τάνιου, ενθουσιώδους πατριώτη και αφοσιωμένου φίλου και αδελφοποιτού; Σας απαντώ. Διότι, σαν άνθρωπος του πολιτισμού των πόλεων, θέλησα να δώσω την προτίμηση τούτη εις το φύλο σας.
Ήδη, καλή μου αναγνώστρια, αφού δώσαμε τις ανωτέρω εξηγήσεις, λάβετε τον κόπο να παρακολουθήσετε την αφήγηση των περαιτέρω.
-Το οίκημα του Μουράτ είναι γνωστό σ΄ εμάς, διότι εισήλθαμε σ΄ αυτό κατά τη εποχή, που ενώπιον του Μπέη και του Μουράτ, βασανιζόταν από τους δήμιους ο Γιάννος, αλλά δεν γνωρίζομε ακόμη το περίπτερο αυτό, το οποίο χρησίμευε ως γυναικωνίτης του Μουράτ.
Ο γυναικωνίτης αυτός, ήταν ένα τμήμα της όλης οικίας, απαρτιζόμενο από δώδεκα ευρύχωρα δωμάτια. Τα δωμάτια τούτα, τα μεν τέσσαρα  χρησίμευαν ως θάλαμοι ύπνου, τα άλλα τέσσαρα ως λουτρώνες, το ένα ως εστιατόριο και το άλλο και ευρυχωρότερο, ως αίθουσα στην οποία συναθροίζονταν όλες οι γυναίκες του Μουράτ και διέρχονταν τον καιρόν τους, παίζοντας τάβλι ή ντόμινο, καπνίζοντας ναργιλέ και πίνοντας καφέ ή άλλα αφεψήματα φρούτων (σερμπέτια)
Κάθε κοιτώνας επικοινωνούσε αμέσως με το λουτρώνα.
Για να δώσουμε αμυδρή ιδέα στους αναγνώστες μας της Ασιατικής πολυτέλειας, καλό είναι να περιγράψουμε την διασκευή ενός κοιτώνα και ενός λουτρώνα, των οποίων οι υπόλοιποι ήταν πανομοιότυποι.
Η διασκευή του κοιτώνα ήταν όλως Ασιατική. Τα παράθυρα περικλείονται κατά την Τουρκική συνήθεια, με ξύλινο κύκλο δικτυωτού, μέσα από το οποίο οι χανούμισσες έβλεπαν πάντα προς τα έξω, χωρίς όμως να φαίνονται, καλύπτονται δε από μέσα με πολυτελή παραπετάσματα από υφάσματα της Λαχώρης.
Η από τορνευμένο ξύλο κλίνη, είχε στρώματα και προσκεφάλια, γεμισμένα με λεπτά πούπουλα και φτερά και λεπτά μετάξινα σεντόνια. Πλάι στην κλίνη είχε μικρό ωραίο τραπέζι της νυκτός, στο οποίο ήταν εναποτεθειμένα ωραία ζαχαρωτά, διάφορα ποτά και ένας πολυτελής ναργιλές με μακριό σωλήνα, ώστε να μπορεί κάποιος να καπνίζει και ξαπλωμένος επί της κλίνης.
Στην αντίθετη γωνία, υπήρχε χαμηλό και ευρύ ανάκλιντρο (ντιβάνι) επιστρωμένο με ύφασμα της Λαχώρης. Πάνω σ΄ αυτό, από το ίδιο ύφασμα κατασκευασμένα, υπήρχαν τρία προσκεφάλια μεγάλα, τα οποία στηρίζονταν στις πλευρές της γωνίας του τοίχου και δύο μικρά, τα οποία χρησίμευαν για να στηρίζει ο επί του ανακλίντρου καθήμενος, τη μέση και την κεφαλή του για αναπαυτικότερα.
Περιττό να πούμε, ότι τόσο απαλό ήταν το ανάκλιντρο τούτο, ώστε υπερέβαινε το ανώτατο όριο της μαλθακότητας. Μπροστά από το ανάκλιντρο τούτο, υπήρχε χαμηλό τραπέζι (σοφράς), καλυμμένο με ύφασμα επίσης της Λαχώρης, πάνω στο οποίο υπήρχαν γλυκίσματα τουρκικά, μπακλαβάδες, χαλβάδες και γαλατομπούρεκα, καθώς και διάφορα ποτά ευρωπαϊκά και πολλών ειδών οίνοι της Κύπρου της Σάμου και των νησιών τού αρχιπελάγους και όλα τα χρειώδη για το  κάπνισμα.Στο πάτωμα ήταν στρωμένοι βαρύτατοι περσικοί τάπητες και μπροστά από την κλίνη δέρμα τίγρεως. Εικόνες με γυμνές γυναίκες, σε διάφορες στάσεις υπήρχαν στους τοίχους, αλλά και διάφορα άλλα πολύτιμα επιτραπέζια παιχνίδια, συμπληρώνουν την διασκευή του θαλάμου του ύπνου.
Διάφορα αρώματα, μεθούσαν τον εισερχόμενο στο θάλαμο αυτό.
Ο λουτρώνας περιελάμβανε μεγάλο μαρμάρινο λουτήρα, στον οποίο έρρεε ζεστό και κρύο νερό από δύο κρουνούς, μαρμάρινο τραπέζι, στο οποίο ήταν τοποθετημένα διάφορα αρώματα και μύρα, με τα
οποία μετά το λουτρό αρωμάτιζαν το σώμα, μία κλίνη στην οποία κατακλινόταν η σκλάβα και δύο καρέκλες μεγάλες και αναπαυτικές.  Πάνω στο λουτήρα, κρέμονται πολυτελή σεντόνια του λουτρού
(πιστεμάλια) χνουδωτά με μακριά μεταξωτά κρόσσια.
Τάπητας περσικός ήταν στρωμένος στο πάτωμα και στους τοίχους ήταν αναρτημένες εικόνες, παριστάνοντας γυναίκες εξερχόμενες των λουτήρων. Τέλος τα πάντα στον κοιτώνα και το λουτρώνα, μαρτυρούσαν άκρα τρυφηλότητα και ηδυπάθεια.
Το Εστιατόριο ήταν πολυτελές. Στο μέσον αυτού υπήρχε χαμηλό τραπέζι (σοφράς) και γύρω από αυτό μαλακά προσκεφάλια, επί
των οποίων καθήμενες οι χανούμισσες, έτρωγαν με τα πέντε δάκτυ-λα το σε αργυρά και χρυσά πινάκια σερβιρισμένο προσφιλές σ΄ αυτές πιλάφι και έπιναν τα γλυκύτατα και ευωδέστατα σερμπέτια εντός
κυπέλων (τάσια) αργυρών και χρυσών. Γύρω στο δωμάτιο, υπήρχαν  αναπαυτικότατα ντιβάνια, στα οποία μετά το δείπνο, κάθονταν σταυροπόδι και ρουφούσαν τον ευώδη καφέ της Μόκκας και τον με καπνό Γένιτζε, γεμάτο ναργιλέ τους.
Και η αίθουσα στην οποία συγκεντρώνονται, για να παίξουν το τάβλι τους ή το ντόμινό τους ή την κοντσίνα και άλλα παιχνίδια, είχε την ίδια περίπου διασκευή, με μόνη τη διαφορά, ότι σ΄ αυτή υπήρχε
πολυτέλεια περισσότερη και 4 τραπέζια μικρά.
Το τρυφηλό αυτό χαρέμι είχε δύο εξόδους, εκ των οποίων η μία οδη-γούσε στο εσωτερικό του περιπτέρου, που κατείχε ο Μουράτ, η άλλη σε κήπο ευανθή και ευώδη, ο οποίος είχε σε μία γωνία του τοίχου μικρή θύρα που οδηγούσε σε περίβολο, του οποίου η μία πλευρά βρισκόταν προς το δρόμο.
Στις δύο αυτές εισόδους, φύλακες ήταν δύο ρωμαλέοι άραβες
ευνούχοι, μη επιτρέποντες σε κανέναν την είσοδο στο χαρέμι.
Τη νύκτα όταν κοιμόνταν, κλείδωναν τις θύρες και έπαιρναν τα
κλειδιά μαζί τους. Ο Μουράτ είχε άλλο κλειδί, με το οποίο άνοιγε,
όταν ήθελε να επισκεφτεί την νύκτα το χαρέμι του.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ
Επετράπη σε μας, να διαφύγουμε της προσοχής των ευνούχων
«Αγίων Πέτρων», για να εισέλθουμε και  «ιδίοις όμμασι» να αντιληφ-θούμε τον καθημερινό βίο των χανουμισσών, για τον οποίο τόσος γίνεται πάντοτε λόγος και τόσα πολλά και διάφορα διηγούνται.
Ο ήλιος ανατέλλοντας, περνάει από τα καφασωτά παράθυρα και χρυσίζει την κοιμώμενη χανούμισσα, προκαλώντας κυανόχρυσες
αντανακλάσεις στα σκορπισμένα στους αλαβάστρινους ώμους της, ξανθά μαλλιά της. Ο ένας βραχίονάς της εύσαρκος και λευκός, κρέ-μεται έξω της κλίνης, κοσμημένος με αδαμάντινο βραχιόλι.
Τα δάκτυλα του στρογγυλού χεριού της, στρόγγυλα και αυτά,
κοσμούνται από κόκκινα νύχια και δακτυλίδια σμαραγδένια και
αδαμάντινα.
Το από ύφασμα της Λαχώρης ποικιλόχρωμο σεντόνι, με το οποίο είναι καλυμμένη, αφήνοντας τους ώμους και το μισό του στήθους
γυμνά, αναδεικνύουν αυτά, λευκότατα και ωραιότατα.
Γύρω από τα κλεισμένα μάτια της, σχηματίζεται μαύρος κύκλος
προδίδοντας την επί όλη σχεδόν τη νύχτα, την απόλυτη απόλαυση της ηδονής. Τούτο φαίνεται και από τη μικρή διαστολή των ρωθώνων της λεπτής μύτης της και η επιχυμένη κούραση σε όλο το πρόσωπο της και η ελαφρά ωχρότητα.
Τα φρύδια της, είναι παχιά και μαύρα, ενωμένα ανεπαίσθητα σχεδόν πάνω απ΄ τη μύτη, το δε στόμα της μισάνοιχτο, περιβάλλεται από ζεύγος χειλιών παχιών και ρόδινων, εντός των οποίων φαίνονται δύο οδοντοστοιχίες μαργαρώδεις, το δε ευτραφές και ευμελές σώμα της διαγράφεται πάνω από το σεντόνι, προκαλώντας το θαυμασμό και την έξαψη σε όποιον τη βλέπει.Εν γένει η κοιμωμένη αυτή χανούμισσα, υπερβαλλόντως ωραία, φαίνεται πλασμένη για την ηδονή.
Το πάν σε αυτή, ένα μόνον είχε σκοπό: την απόλαυση.
Οι ακτίνες του ήλιου, την ξύπνησαν από το γλυκό ύπνο της.
Άνοιξε αργά τα μαύρα και ηδυπαθή μάτια της, χαμίσθηκε νωχελικά και χτύπησε τρεις φορές, κατά ίσα χρονικά διαστήματα, τις παλάμες.
Αμέσως η σκλάβα παρουσιάσθηκε και κάνοντας βαθειά υπόκλιση, έβαλε το χέρι της στην καρδιά και το μέτωπό της, σαν σημείο χαιρε-τισμού και ανέμενε τις διαταγές της αφεντιάς της.
—Κατέβασε τους μπερντέδες, είπε η χανούμισσα και ύστερα φέρε μου τον καφέ και ναργιλέ.
Να βάλεις και χασίς.
—Μετά χαράς σας χανούμ, απάντησε η σκλάβα και έσπευσε να
εκτελέσει τις διαταγές της κυρίας της. Μετά από λίγο, έφερε μέσα σε αργυρό δίσκο, κύπελλο αργυρό επίχρυσο, γεμάτο καφέ και το ναργιλέ, τα οποία άφησε  στο τραπέζι της νυκτός.
Βοήθησε μετά τη χανούμισσα να προσηκωθεί λίγο και έβαλε πίσω της απαλά προσκεφάλια για να στηριχτεί.
—Να μου ετοιμάσεις το λουτρό.
—Μετά χαράς σας χανούμ.
—Κάθισε σκλάβα, να μιλήσουμε.
Η σκλάβα υπάκουσε και γονάτισε στο έδαφος.
—Μήπως είδε κανένα μάτι τον ασίκη μου όταν έφευγε, γιατί είχα
ανησυχία; Ρώτησε η χανούμ, ροφούσα τον καφέ και τον ναργιλέ.
—Όγεσκε χανούμ, τον επήγα ως τη μάντρα.
—Είμαι τόσον ευτυχισμένη όταν είμαι μαζί του! Είναι όλος ζωή
και θερμότητα. Α! αυτός ο Μουράτ είναι άνθρωπος χωρίς καρδιά, ψυχρός και χωρίς ζωή.
Πόσο τον σιχαίνομαι!
—Ναίσκε χανούμ, είναι γέρος πλέον.
—Νάχεις τα μάτια σου τέσσερα, να μην τον δει κανείς όταν έρχεται ή όταν φεύγει. Κοίταξε καλά να μη καταδόσεις τίποτα, γιατί και εγώ δεν ξέρω τι θα πάθω από το Μουράτ, αλλά και σένα το κεφάλι σου, δεν θα το αφήσει στο λαιμό σου. Να, πάρε αυτό το δακτυλίδι για μπαχτσίσι και σύρε να ετοιμάσεις το λουτρό.
—Μη σας γνοιάζει χανούμ, τσιμουδιά δεν θα βγει από το στόμα μου και στη φωτιά αν με βάλουν είπε η σκλάβα, παίρνοντας το πολύτιμο δακτυλίδι. Και αφού ασπάσθηκε το χέρι της κυρίας της, απήλθε.
Η χανούμισσα μένοντας μόνη, εξακολούθησε μετά πάθους να καπνίζει το ναργιλέ της. Μετά από λίγο, μικρή χαλάρωση φάνηκε στα μέλη της, μισοέκλεισε τους οφθαλμούς και το πρόσωπο της έλαβε έκφραση υπέρτατης ηδυπάθειας και έκστασης. Διαρκές μειδίαμα συνέστειλε τα ροδόχροα χείλη της, τα οποία ψιθύριζαν ασυνάρτητες λέξεις και έδιναν θερμά φιλήματα σε πρόσωπο, το οποίο έπλασε η εξημμένη φαντασία της.
Πάνω από μία ώρα έμεινε ακίνητη. Μετά, όταν σιγά σιγά συνήρθε από την έκσταση στην οποία είχε βυθιστεί, οι γύρω από τα μάτια της μαύροι κύκλοι μεγάλωσαν, το δε πρόσωπο της έδειχνε κούραση μεγάλη. Χτύπησε τις παλάμες και η σκλάβα εμφανίστηκε αυτοστιγμεί.
—Είναι έτοιμο το λουτρό;
—Ναίσκε, χανούμ.
Σηκώθηκε βοηθούμενη από τη σκλάβα και διευθύνθηκε στο λουτρώνα. Εκεί πλέον δεν μπορούμε να εισέλθουμε γιατί η σκληρά σκλάβα μας έκλεισε στη μύτη την πόρτα.
Όταν εξήλθε του λουτρώνα της, όλη η κούραση είχε παρέλθει, πλη-σίασε δε μεσημέρι. Φορούσε μεταξοΰφαντο σαλβάρι και χρυσοκέντητο μεϊντάνι, κατακόκκινη ζώνη, και στο κεφάλι μικρό σκουφάκι κόκκινο και χρυσοκέντητο.
Οι βραχίονές της γυμνοί, προκαλούσαν το θαυμασμό για την ευσαρ-κία και τη λευκότητά τους, διακοπτόμενη από αδαμάντινα βραχιόλια. Στον ημίγυμνο κύκνιο λαιμό της, περιδέραιο από οκταπλή σειρά μαργαριταριών, ανταγωνίζεται τη λευκότητα και στιλπνότητά του.
Έτσι ντυμένη, διευθύνθηκε στο εστιατόριο, στο οποίο προ ολίγου
είχαν εισέρθει οι άλλες τρεις χανούμισσες, όμοια σχεδόν ντυμένες.
Ο «σοφράς», ήταν γεμάτος πιάτα με φαγητά και γλυκίσματα. Βουνό ολόκληρο πιλαφιού, πλέοντος σε μυρωδάτο βούτυρο, ντολμάδες κολυμπώντας στο αυγολέμονο, μουσακάς, μελιτζάνες επιμελώς ψημένες, χαλβάδες, μπακλαβάδες και  φρούτα διαφόρων ειδών. Όλα αυτά άνοιγαν την όρεξη του θεατή. Οι χανούμισσες κάθισαν σταυροπόδι γύρω από το σοφρά, πάνω στα μαλακά προσκεφάλια για να φάνε.
—Δε θα φέρουμε τη Ρούσα; ρώτησε η χανούμ Φατμέ.
—Ναι, είπε η Χακμέ. Ας την φέρουμε την κακορίζικη, γιατί αν δεν την ταΐσουμε μπορεί να πεθάνει της πείνας.
—Έχω σεβντά για αυτήν την κοπέλα, είναι τόσο δυστυχισμένη!
Αυτός ο αφέντης μας ο Μουράτ είναι θηρίο, ενώ αυτή είναι αγία, είπε η λεπτή και ξανθή χανούμ Αϊδέ.
—Σήκω και φέρε την, επανέλαβε η χανούμ Φατμέ.
Η Αϊδέ σηκώθηκε και σε λίγο έφερε τη Μαρούσα, σύροντάς την
από το χέρι.
Η Μαρούσα, δεν ήταν η ροδόχρους και ευτραφής αλλά και λεπτή χωρική την οποία γνωρίσαμε, αυτά τα πέντε σχεδόν χρόνια τη
μετάλλαξαν απίστευτα.
Οι φλογεροί οφθαλμοί της ήταν απλανείς, χωρίς έκφραση, τα ηλιοκαμένα αλλά ροδόχρωμα μάγουλά της, ήταν λευκά και κοίλα, το αφελές και παιδικό μειδίαμά της, αντικαταστάθηκε με άλλο ανέκφραστο μειδίαμα παράφρονος. Τα μαλλιά της αχτένιστα και σε αταξία, τα σκληραγωγημένα χέρια της λευκάνθηκαν και λεπτύνθηκαν. Μαύροι και μεγάλοι κύκλοι περιέβαλλαν τους οφθαλμούς της. Ξηρός και βαθύς βήχας την καταβασάνιζε. Η ενδυμασία της ήταν όμοια προς τις ενδυμασίες των άλλων χανουμισσών, αλλά κατερειπωμένη και σχισμένη, τη φορούσε όχι με φιλαρέσκεια όπως οι χανούμισσες, αλλά όπως τύχει. Η Αϊδέ την εκάθησε πλησίον της.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ
Της αθώας και αγνής Μαρούσας, η θέση στο χαρέμι, ήταν θέση ρό-δου που φυτεύτηκε μέσα σε αγκάθια, αλλά ούτε καν είχε συναίσθηση αυτής. Ο Μουράτ, όπως είδαμε στο πρώτο μέρος, την απήγαγε βίαια απ΄ την αγκαλιά του Γιάννου και την έκλεισε σ΄ αυτό. 
Επί δύο ημέρες δεν παρουσιάσθηκε ενώπιων της, με την ελπίδα να κατευναστεί η ταραχή της.
Πίστευε ότι η παραφροσύνη της, που προήλθε από τη βίαιη και
ανέλπιστη απαγωγή της, θα είναι εφήμερη, αλλά απατάτο.
Την τρίτη ημέρα παρουσιάσθηκε ενώπιόν της. Η Μαρούσα εξεμάνει και άρχισε να σκίζει τα ρούχα της και να τραβάει τα μαλλιά της.
Αποπειράθηκε να την αγγίξει, αλλά αυτή με λύσσα έπαιρνε ότι εύρι-σκε μπροστά της και το έριχνε στο κεφάλι του.
Αποπειράθηκε να πέσει από το παράθυρο, αλλά τα στερεά καφάσια την εμπόδισαν. Από τις άγριες φωνές της έσπευσαν οι χανούμισσες, οι σκλάβες και οι ευνούχοι. Όλοι αυτοί γονάτισαν μπροστά στο Μουράτ και τον ικέτευσαν να μην εκβιάσει τη Μαρούσα.
— Είναι άγια αφέντη και είναι αμαρτία άπό το Θεό.
Το λέγει το Κοράνι.
Ο Μουράτ ενέδωσε στις ικεσίες, αλλά όχι από σεβασμό προς την θρησκεία του, αλλά υποκριτικά.
Ο Μουράτ ήταν από εκείνους τους τούρκους, τους ακόλαστους και κακοηθέστατους, οι οποίοι στερούνται και του ελάχιστου θρησκευτι-κού σεβασμού, ο οποίος  περιστέλλει τις κακοήθεις και μοχθηρές
ορμές της ψυχής τους.
Ποθούσε διακαώς να απολαύσει τη Μαρούσα και θύμωνε, μη δυνά-μενος να ικανοποιήσει τον πόθο του, ένεκα της παραφροσύνης της. Πολλές φορές αποφάσισε να την αγγίξει, αλλά ο τρόμος ο οποίος τον κατελάμβανε, όταν αναλογίζεται την αντίδραση του χαρεμιού του και του τουρκικού όχλου, μετέβαλλε την απόφαση του.
Άλλωστε έλπιζε μέχρι τώρα για τη γιατρειά της.
Για κανένα όμως λόγο δεν πείθεται, να την αφήσει ελεύθερη στις
θελήσεις της. Εννοούσε πάντοτε να βρίσκεται στο χαρέμι και να
περιπλανιέται μόνο στον κήπο. Το κτηνώδες πάθος του αύξανε,
όσο ο χρόνος προχωρούσε και η Μαρούσα καίτοι παράφρων, θα
έπιπτε θύμα της απεχθούς μανίας του, αλλά όμως τον κρατούσε
μακράν αυτής τον περισσότερο χρόνο, ο πόλεμος. Αλλά και όταν   απελπίσθηκε περί της θεραπείας της, η απόφαση του δεν  άλλαξε,  δεν εννοούσε έστω και τρελή, να την έχει πλησίον του ο Γιάννος, ο Γιάννος εξ αιτίας του όποιου παραφρόνησε αυτή, ο Γιάννος ο οποίος
άπειρες φορές στις μάχες τον έτρεψε σε φυγή και τον πλήγωσε,
ο οποίος θα ήταν ευτυχισμένος πλησίον της.
Η παραφροσύνη της Μαρούσας, επέφερε σ΄ αυτή μανία και ξέσχιζε τα ενδύματα της και έσπαγε το οτιδήποτε, αλλά μετά, η έξαψη αυτή κατέπεσε και διαδέχθηκε αυτήν γλυκιά και ήσυχη μελαγχολία.
Επανερχόταν μεγαλύτερη η έξαψη, μόνο όταν έβλεπε το Μουράτ.
Εάν της έβαζαν την τροφή στο στόμα έτρωγε, εάν της έδιναν να πιεί έπινε, ήταν άνευ ουδεμιάς θελήσεως ή επιθυμίας.
Ο μόνος της πόθος ήταν να μεταβεί στου Κοντοδεσπότη τη Βρύση. Παρά την απώλεια του λογισμού της, δεν απώλεσε τη μνήμη, αλλά φρονούσε πάντοτε, ότι ο Γιάννος ήταν πλησίον της και μειδιούσε ψιθυρίζοντας ασυνάρτητες λέξεις.
Εντούτοις, με το πέρασμα του χρόνου η υγεία της κατέρρεε, είχε καταντήσει σκιά, έχοντας οστά και λίγες σάρκες, για να μην εξαφανίζεται, όταν έδυε ο ήλιος ή η σελήνη.
Σε αυτή την οικτρή κατάσταση τη βρίσκουμε τώρα, από τότε που
είδαμε να διέρχεται την αίθουσα, ενώ βασανιζόταν απάνθρωπα από το Μουράτ ο Γιάννος.
Η Αϊδέ, η  οποία την  είχε συμπαθήσει ζωηρότατα, τη φρόντιζε με τρυφερότητα. Την εκάθησε λοιπόν πλησίον της και την περιποιούταν με στοργή.
Το δείπνο διήρκεσε πάνω από ώρα, μετά απ΄ αυτό, οι σκλάβες έφε-ραν λεκάνες, μοσχοσάπουνα, κάνιστρα νερού και πετσέτες και έπλυναν τα χέρια των χανουμισσών, οι οποίες σηκώθηκαν και διευθύνθηκαν στην αίθουσα, όπου τις ανέμενε ο καφές και ο ναργιλές.
Η Αϊδέ πήρε τη Μαρούσα από το χέρι και την εκάθησε πλησίον της στο σοφρά. Η Φατμέ πήρε στα χέρια το μαντολίνο και ανακρούοντάς το άρχισε να τραγουδά το γνωστό αμανέ.
Ο αμανές είναι για τους ευρωπαίους ότι είναι για τους τούρκους η μουσική του Μόζαρτ, του Ροσσίνι, του Βέρντι.
Έκαστο έθνος, έκαστη φυλή έχει και την μουσική της, αυτήν καταλαβαίνει και με αυτή ενθουσιάζεται.
Η ευρωπαϊκή μουσική, εκφράζει πάντα σχεδόν τα πάθη, τον έρωτα, τη λύπη, την οργή, τη χαρά, και το φόβο.
Η τουρκική, μόνον τον έρωτα τη λύπη και τη χαρά.
Κατά τούτο είναι ατελέστερη.
Αλλά όπως συμβαίνει στον άνθρωπο, όταν λείπει μια αίσθηση, να αναπτύσσονται και να ενδυναμώνονται οι άλλες, έτσι και στη μουσι-κή, όσο λιγότερα πάθη εκφράζει τόσο και τελειότερη είναι.
Κατά τούτο είναι τελειότερη, η τουρκική μουσική. Ο Αμανές, όχι βε-βαία αυτός που τραγουδιέται στα καπηλειά των Αθηνών, αλλά ο από Τούρκους τραγουδιστές και χανούμισσες αδόμενος στα χαρέμια, εκφράζει πότε μεν τον έρωτα, πότε τη λύπη.
Η ανεπιτήδευτη και εκ του βάθους της καρδίας εξερχόμενη φωνή,
οι αναπλάσεις αυτής, οι γλυκείς λαρυγγισμοί, οι παρατεταμένοι τόνοι, με τους οποίους αρχίζει και τελειώνει κάθε στροφή του αμανέ, συγκινεί και φέρει σε δάκρυα τον αισθανόμενο αυτόν ακροατή.
Μυριάδες χανούμισσες, ερωτεύτηκαν καλλίφωνους τραγουδιστές, χωρίς καν να τους δούνε.
Όπως η Ευρωπαϊκή μουσική έχει τα ΑVΕΝΤΕS και τα ΑLΕGRΕS έτσι και η έκαστη στροφή του αμανέ έχει το αποστρόφι της, το οποίο τραγουδούν εν χορώ όλοι.
Μετά τον αμανέ, οι χανούμισσες άρχισαν να συζητούν διάφορα, των οποίων μόνο μικρό μέρος θα αναφέρουμε, για να μη σκανδαλίσουμε τους αναγνώστες μας
—Πώς τα πέρασες απόψε Φατμέ! ρώτησε η Χάκμω.
—Ωραία, απήντησε ενθουσιωδώς η Φατμέ, ο ασίκης μου απόψε ήταν όλο φωτιά. Και συ Χάκμω;
—Εγώ όχι τόσο καλά.
—Γιατί
—Γιατί... γιατί ο δικός μου, ήταν λίγο θυμωμένος και συλλογισμένος.
—Μαζί σου;
—Α! όχι με τον Μπουλασκέρη* του.
—Δεν μου λες, δεν σου είπε τίποτα για το Γιάννο; Την πήραν την Στενήν; Τον έπιασαν το Γιάννο;
—Όχι. ’Ίσα - ίσα γι’ αυτό ήταν θυμωμένος, του είπε ο Μπουλασκέρης του να πάει στη Στενή, γιατί ο Αρναούτ πασάς έστειλε λόγο πως ζητάει να παραδοθεί η Στενή, μα δεν το πιστεύει ο Αρναούτ και γι’ αυτό ζητάει να του στείλουν και άλλο ασκέρι, μήπως τον γελάσει ο Γιάννος και του παίξει καμιά.
—Ας αφήσουμε πλέον αυτά. Δεν μου είπες Αϊδέ, είπε η Φατμέ, από-ψε είναι η σειρά σου και της Σοφτέ;
—Ναι, απήντησε ξηρά η Αϊδέ.
—Έστειλες μήνυμα του Αχμέτη σου;
—Ναι, επανέλαβε ξηρότερα η Αϊδέ.
—Να σου δώσω λοιπόν το γιατρικό και να κοιτάξεις να κοιμηθούνε πρώτα καλά και έπειτα να ανοίξει η σκλάβα σου.
Τρεις σταλαγματιές στον καθένα να ρίξεις.
—Ευχαριστώ, είπε η Αϊδέ και πήρε το φιαλίδιο.
—Αλλά δεν μου λες Αϊδέ, σε βλέπω χολιασμένη μαζί μου.
—Είμαι βέβαια και πολύ, γιατί συ κατατρέχεις και βρίζεις τη δυστυχι-σμένη τη Μαρούσα, συ βάζεις σκάνδαλα στον άτιμο τον άντρα μας, το Μουράτ και τη βασανίζει.
Μπουλασκέρης= Χαμηλόβαθμος αξιωματικός.


Πρόσεξε καλά, γιατί σούχω πολλά μαζωμένα.
—Όχι, Αϊδέ, γελασμένη είσαι, εγώ η κακομοίρα ίσα - ίσα τούλεγα να την αφήσει να φύγει, τι την θέλει σ’ αυτό το χάλι που είναι και αμαρτία να βασανίζει ένα άγιο πλάσμα.
Εκείνος όμως θύμωσε και γι’ αυτό εγώ δεν του ξαναμίλησα.
—Εγώ τη Ρούσα την αγαπώ, στη ζωή του ασίκη μου.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ
Φωνές και ταραχή στο δρόμο, διέκοψε τις συζητήσεις και τα τραγού-δια των χανουμισσών, οι οποίες έσπευσαν στα παράθυρα, απ΄ όπου μέσα από τα δικτυωτά, παρατηρούσαν στο δρόμο με περιέργεια.
Στρατιώτες και όχλος τουρκικός πολύς διέρχεται την οδό, βγάζοντας άγριες κραυγές χαράς και χειρονομώντας σαν τρελοί.
Αίφνης, η θύρα της αίθουσας ανοίχτηκε και ταυτοχρόνως οι χανού-μισσες έστρεψαν να δούνε τον εισερχόμενο. Ένας των ευνούχων, μετά συγκινήσεως και δακρύων είπε σ΄ αυτές εισερχόμενος.
—Κλάψτε χανούμισσες, ο αφέντης μας ο Μουράτ σκοτώθηκε, τον σκότωσε ο Γιάννος.
Βαθιά έκπληξη, άνευ της παραμικρής λύπης ζωγραφίστηκε στα πρόσωπά τους.
—Πότε, ρώτησε ατάραχη η Αϊδέ
—Από πολύν καιρόν, απήντησε ο ευνούχος ολοφυρόμενος.
—Από πολύν καιρόν! είπε με έκπληξη η Αϊδέ.
Κι μεις πώς δεν το μάθαμε;
—Το έκρυβε ο Σερασκέρης,* για να μη δειλιάσει το ασκέρι.
—Και για πες μου, ρώτησε η Χάκμω, πώς τον σκότωσε ο Γιάννος;
—Με μπαμπεσιά, σ’ ένα γάμο.
—Αυτός ο Γιάννος, τρομερό παλληκάρι είναι, είπε η Αϊδέ, άλλες δύο φορές τον κυνήγησε και τον πλήγωσε, τώρα όμως την τρίτη δεν την γλύτωσε.
—Ναι, αλλά και τον Γιάννο τον φέρνουνε δεμένο, γιατί τον έπιασαν σκλάβο.
—Το Γιάννο σκλάβο! είπε η Αϊδέ. Πάλι θα τους φύγει.
Πώς τον έπιασαν;
—Αφού σκότωσε τον αφέντη, πολιόρκησαν το χωριό και έκαναν πολλά γιουρούσια για να το πάρουν, αλλά δεν μπόρεσαν, γιατί ο Γιάννος τους κυνήγαγε, ύστερα όμως έσωσαν τα βόλια και το ψωμί και τότε δέχθηκαν να συνθηκολογήσουν με τον Αρναούτ, με την συμφωνία να υποταχτεί η Στενή και να μην πάρουν τα όπλα από
κανέναν.
Σερασκέρης= Στρατιωτικός διοικητής (Σερασκέρης της Ρούμελης, Σε-ρασκέρης του Μωριά). Αλλά και αυτός που αναλαμβάνει την αρχηγία μιας μεγάλης πολεμικής επιχείρησης.


Ο Αρναούτ δέχθηκε, αλλά ζήτησε, για εξασφάλιση τάχα στο μέλλον, να πάρει σκλάβους δύο από τα παλληκάρια του χωριού, με το σκοπό να τσακώσει το σκύλο το Γιάννο και τον Τάσο.
Ο Γιάννος όμως δεν δέχθηκε δύο, αλλά ένα μόνον.
Ο Άρναούτ λοιπόν, επειδή τόνε βίαζαν από δω για να πάει στην
Αθήνα, δέχθηκε και ζήτησε ή το Γιάννο ή τον Τάσο.
Αυτό το έκαμε για να τους φέρει σε διχόνοια, καθώς και το χωριό, γιατί νόμιζε ότι θα μαλώσουν, θέλοντας κι οι δυο να μην πάνε σκλά-βοι. Αλλά εκείνοι, μωρέ μάτια μου, μάλωναν ποιος να πάει και επειδή δεν μπόρεσαν να συμφωνήσουν, έριξαν λαχνό κι έπεσε στο Γιάννο για να έρθει σκλάβος.
Σε λίγο θάρθουν τα ασκέρια και θα φέρουν το Γιάννο δεμένο.
Θαυμασμός και έκπληξη για την αυταπάρνηση και την ανδρεία των δύο τούτων κλεφτών, ήταν τα αισθήματα τα οποία κυρίευσαν τις χανούμισσες, ακούγοντας τη διήγηση του ευνούχου.
Η Μαρούσα ήταν ξένη σε όλα αυτά.
Σε λίγο, ήχοι σαλπίγγων και ποδοβολητό καλπάζοντων ίππων, προσήλωσαν τις χανούμισσες στα καφασωτά παράθυρα.
Διερχόταν η νικηφόρος!!! στρατιά του Αρναούτ.
Στη μέση της στρατιάς, ήταν ο Αρναούτ πασάς με το επιτελείο του, δίπλα, πεζός βάδιζε ο Γιάννος, έχοντας με χειροπέδες δεμένα τα χέρια, ενώ βαριά αλυσίδα περιέβαλλε τη μέση του, η οποία κατέβαινε και περιτύλιγε το δεξιό του πόδι.
Η μορφή του ήταν περήφανη και αμέριμνη, η μακριά κόμη του,
η μέτρια γενειάδα του και το ηλιοκαές πρόσωπο του, έδιναν σε αυτόν εκ πρώτης όψεως κάποια αγριότητα, η οποία εξαλειφόταν, μόλις παρατηρούσε κάποιος προσεκτικά, τους σπινθηροβόλους, πλην γλυκείς μαύρους οφθαλμούς του. Ήταν περήφανος και στα λεπτά χείλη του πλανιόταν ειρωνικό χαμόγελο. Μολονότι δεμένος, το βάδισμά του ήταν έντονο, στερεό και ελαφρό. Φθάνοντας προ του σαραϊού (διοικητηρίου) έρριξε βλέμμα περιπαθές, φλογερό και παρατεταμένο.
—Δυστυχισμένη μου Μαρούσα, ψιθύρισε, συντετριμμένος.
Έχε γεια για πάντα.
—Α! πόσον ωραίος και παλληκαράς είναι, σκέφτηκαν οι χανούμισ-σες, θαυμάζοντάς τον μέσα από τα καφασωτά παράθυρα.
—Θα τον σώσω, είπε στον εαυτό της με πεποίθηση η Αϊδέ.
Ο Αρναούτ, παραβαίνοντας τους όρους της συνθήκης, διέταξε την κάθειρξη του Γιάννου στη φυλακή, στην οποία τον είδαμε και άλλοτε φυλακισμένο.
Οι στρατιώτες, πήγαν στα κονάκιά τους για να αναπαυτούν.
Οι χανούμισσες ξαπλώθηκαν νωχελικά στους σοφάδες* τους
Σοφάς= Είδος καναπέ ή κρεβατιού, ενίοτε κτιστού
και καπνίζοντας το ναργιλέ τους, άνοιξαν συνομιλία, περιστρεφόμενη στα συμβάντα της ημέρας. Όλες εξέφραζαν τον υπερβολικό θαυμασμό τους για την ωραιότητα και ανδρεία του Γιάννου.
Για το θάνατο του Μουράτ, λίγο ασχολήθηκαν σε ομιλίες που να
δείχνουν χαρά ή λύπη.
Η κάθε μια τους, σκέπτεται γιατην εξασφάλιση της περιουσίας της, των κοσμημάτων της και τα της μετά του εραστή της αναχώρησης.
Η Μαρούσα τίποτα δεν σκέπτεται, τίποτα δεν αισθάνεται, αλλά περιπλανιέται όπως πάντοτε στο μικρό κήπο, ζητώντας μηχανικά έξοδο προς αναχώρηση

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ
Τη ειρκτή, στην οποία και πάλι ο Γιάννος φυλακίστηκε, τη γνωρίζομε προ πολλού. Τούτη όμως τη φορά, ο Γιάννος ήταν γαλήνιος. Γνώριζε, ότι προσεχώς, ίσως την επαύριο, θα απαγχονιστεί και ήταν έτοιμος γι αυτό. Αδιάκοπα όμως σκεπτόταν τη Μαρούσα του. Μέσα στην καρδιά του είχε κρυφή χαρά για το θάνατο του Μουράτ, θάνατο τον οποίο το ίδιο το χέρι του επέφερε.
Η ζηλοτυπία που πάντοτε τον κατάτρωγε, κατασβήσθηκε. Ήταν
βέβαιος, ότι στο μέλλον η Μαρούσα δεν είχε να φοβάται τίποτα.
Η παραφροσύνη, της έσωσε την τιμή μέχρι τώρα και ο θάνατος
του Μουράτ, εξασφάλιζε αυτήν για το μέλλον.
Περί τη δεκάτη ώρα της νύκτας, άκουσε τη σιδερένια θύρα της
ειρκτής του να τρίζει στις κλειδαριές και αμυδρό φώς εισέδυε στο
βάθος αυτής. Δύο άνδρες πάνοπλοι εισήρθαν και τον πλησίασαν.
— Σήκω Γκιαούρ, να έρθεις μαζί μας, πρόσταξε ο ένας σπρώχνοντάς τον βάναυσα με το πόδι του.
Ο Γιάννος σηκώθηκε και οι αλυσίδες του ήχησαν απαίσια, μέσα στη θολότητα της ζοφερής ειρκτής του.
—Εμπρός, διέταξε ο Τούρκος, έλα κοντά μας.
Ο Γιάννος, ακολούθησε σιωπηλός. Τον οδήγησαν στο Σαράι
του διοικητού, του οποίου αποτελούσε, όπως γνωρίζομε, μέρος
ο γυναικωνίτης του φονευθέντα Μουράτ.
Μέσα στην αίθουσας του διοικητηρίου, στους σοφάδες, καθόντουσαν αναπαυτικά ο Αρναούτ και ο Σινάν Αγάς, καπνίζοντας μακριές καπνοσύριγγες (τσιμπούκια) . Στη  θύρα στέκονται πάνοπλοι δύο σωματοφύλακες και δύο σκλάβοι. Ο Γιάννος, παρουσιάσθηκε μπροστά στον Αρναούτ και το Σινάν αγά, με περηφάνια και αμεριμνησία.
Ο Σινάν έλαβε το λόγο.
—Γκιαούρ, λέει, μας πολέμησες, έπειτα θέλησες με τη συμφωνία να γίνεις σκλάβος, για ασφάλεια πως δεν θα πάρουν τ’ άρματα οι πα-τριώτες σου. Πάει καλά, γι’ αυτό δεν σε πειράζουμε, γιατί εμείς σεβόμαστε τους όρκους. Άλλα έχουμε να σε δικάσουμε, γιατί συ με μπαμπεσιά σκότωσες το Μουράτ.
—Άστα αυτά, ωρέ πασά, και πες ωρέ την αλήθεια παλληκαρήσια, πως θέλεις να μου πάρεις το κεφάλι. Δεν με γνοιάζει ωρέ, γιατί σαν αποφάσισα νάρθω σκλάβος, τόξερα εγώ πως βάζω το κεφάλι μου στον τορβά. Σας πολεμάω ωρέ εσάς τους Τούρκους πέντε χρόνια, και σας ξέρω τι μπαμπέσηδες είσαστε.
—Μας βρίζεις ωρέ Γκιαούρ; Είπε ο Αρναούτ.
—Έτσι ωρέ συνήθισα, γιατί είσαστε μπαμπέσηδες και…….   
Δεν πρόφθασε να συμπληρώσει τη φράση, όταν ο ένας απ΄ τους σωματοφύλακες του κατέφερε ένα ισχυρό χτύπημα στο πρόσωπο.
Ο Γιάννος βρυχήθηκε σα λιοντάρι και οι αλυσίδες του κρότησαν
απ΄ την ισχυρότατη κίνησή του να τις σπάσει.
—Είσαστε άτιμοι, κραύγασε λυσσώντας.
Λύστε μου τα χέρια και ελάτε ούλοι σας να μετρηθούμε.
—Ξέχασες Γκιαούρ, πως έχουμε και βασανιστήρια;
—Όγεσκε μωρέ, δεν το ξέχασα, μα όπως και τότε γέλαγα, το ίδιο και τώρα θα γελάσω. Φέρτε μωρέ το ζεματισμένο λάδι σας, να το στήθος μου για να το χύσετε απάνω. Φέρτε τ’ αγκάθια σας, να τα νύχια μου για να τα χώστε μέσα. Ελάτε μωρέ, φέρτε τα πριόνια σας, και όλα όσα ό Άδης σας έδωσε, βγάλτε μου τα δόντια, σχίστε μου τα κρέατα, σπάστε μου τα κόκκαλα κλείδωση σε κλείδωση, βγάλτε μου τα μάτια. Ώσπου να ξεψυχήσω μωρέ, θα γελάω και η υστερνή μου λέξη θα είναι: Είστε άτιμοι, μπαμπέσηδες φοβητσάρηδες!!!:
—Όγκεστε Γκιαούρ, δεν σε τυραγνάμε, γιατί είσαι παραδομένος.
Αν σε πιάναμε με τ’ άρματα στο χέρι, σαν την άλλη φορά, τότε έβλεπες. Τώρα θα σε κρίνουμε γιατί σκότωσες με μπαμπεσιά το Μουράτ εφένδη. Τί απολογάσαι;
—Τι απολογιέμαι!! χα!! χα! ! χα!! Να μωρέ τι απολογιέμαι: και σας αν είχα λυτά τα χέρια θα σάς ξέσκιζα.
Δεν με τυραγνάτε λέτε, γιατί παραδόθηκα! Χα…. χα.... χα.... Σεις κρατάτε μπέσα!!! Δεν με τυραγνάτε, γιατί ξέρετε πως θα ντροπιάσω τα τυραγνίσματά σας, γιατί ξέρετε πως ένα δάκρυ δεν θα δείτε στα μάτια μου, γιατί ξέρετε πως ένα ωχ δεν θα ακούσετε από το στόμα μου. Ντρεπόσαστε τον εαυτό σας και δεν θέλετε να μου δώστε την περίσταση, να δείξω τι καρδιά κλείνουν τα στήθια των Ελλήνων.
Αυτά απολογιέμαι, είπε ο Γιάννος ατάραχος και με περιφρονητικό χαμόγελο.
Οι δύο τούρκοι, συνομίλησαν ιδιαιτέρως επί ένα λεπτό της ώρας,
έπειτα σηκώθηκε ο Αρναούτ και με προστακτική χειρονομία. είπε προς τον Γιάννον.
—Γονάτισε.
Ο Γιάννος έμεινε ατάραχος στη θέση του. Τότε ο Αρναούτ έκανε νεύμα προς τους σωματοφύλακες, οι οποίοι όρμησαν αμέσως κατά του Γιάννου, τον έπιασαν από το λαιμό και μετά μικρή πάλη τον έριξαν στο έδαφος.
Ο Αρναούτ απήγγειλε την απόφαση, η οποία καταδίκαζε το Γιάννο «εις τον δι’ αγχόνης θάνατον», όριζε δε ημέρα εκτελέσεως την επο-μένη και ώρα την 7η  προ μεσημβρίας.
Ο Γιάννος ύστερα, σύρθηκε από τους σωματοφύλακες στη φυλακή του. Καθ όλο το διάστημα της διαδικασίας αυτής, το παραπέτασμα μιας θύρας κινήθηκε πολλές φορές, από άνθρωπο κρυμμένο πίσω απ΄ αυτό. Ποιός ήταν που κρυφάκουγε και έβλεπε τα συμβαίνοντα;
Η Αϊδέ…….

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΚΤΟ
Ο Γιάννος, μόλις κλείστηκε η θύρα της ειρκτής του, ξαπλώθηκε σε κάποιο βάθρο, κοντά στον τοίχο και παραδόθηκε σε σκέψεις από
το παρελθόν. Επέστρεψε στο παρελθόν σαν σε όνειρο, του οποίου αντικείμενο ήταν ένας Άγγελος.... η Μαρούσα.
Σκεπτόμενος τη Μαρούσα, αισθανόταν πάντοτε ανακούφιση της λύπης του, αισθανόταν και κάποια συγκίνηση, η οποία τον έθελγε και προκαλούσε άφθονα δάκρυα. Όχι, σκέπτεται, ο Θεός εφύλαξε τη Μαρούσα και δεν την πόμπεψε ο Μουράτης. Με αγαπάει ακόμη και πολύ μάλιστα, αλλά η τρέλα της δεν την αφήνει να με γνωρίσει.
Τι με μέλλει όμως, κανείς δεν θα τη χαρεί.
Ο Μουράτης δεν ζει και εκείνη είναι τρελή.
Ήμαστε και οι δυο δυστυχισμένοι. Ο Θεός πολύ μας τυράγνησε,
μα είναι δίκαιος και θα μας κάνει ευτυχισμένους στον άλλο κόσμο. Ναι, εκεί θάχω τη Μαρούσα μου στην αγκαλιά μου. Τα βουνά κι
οι κάμποι θα είναι όλα δικά μας. Θα τρέχουμε με τη Μαρούσα μου μέσα στα δάση και στους ανθούς, θα ακούμε μαζί τα πουλιά που
θα κελαηδούν. Τί χαρά! Τί ευτυχία!
Έγειρε το κεφάλι του και αποκοιμήθηκε. Στον ύπνο του το όραμα
εξακολούθησε. Χαμογελούσε γλυκά και από καιρού εις καιρόν,
ψιθύριζε λέξεις ασυνάρτητες.
Ξαφνικά η πόρτα της φυλακής άνοιξε αθόρυβα και φως αμυδρό
φώτισε ελαφρά το χώρο. Δύο νεανίες, ντυμένοι σαν Ευρωπαίοι,
εισήρθαν ήσυχα και διευθύνθηκαν προς τον κοιμώμενο Γιάννο.
Ο ένας τούτων, φαινόταν να έχει ηλικία 30 περίπου ετών.
Είχε υψηλό και ρωμαλέο ανάστημα. Γένι κατάμαυρο, κομμένο κατά το τούρκικο έθιμο, ανεδείκνυε μαρμάρινη τη λευκότητα του προσώ-που του. Φρύδια και οφθαλμοί μαύροι και λαμπεροί, σύμμετρα και ανθηρά μάγουλα, αποτελούσαν πρόσωπο εκτάκτως ωραίο και εύ-σχημο. Το μέτωπο του κάλυπτε πλατύγυρο καπέλο, που κατέβαινε μέχρι τα φρύδια.
Ο άλλος ήταν ξανθός, ευτραφής και εύσαρκος, αλλά και λεπτότητας και κανονικότητας απαράμιλλης. Το ανάστημά του ήταν μέτριο, κλίνοντας όμως προς το μικρό. Οι οφθαλμοί γαλανοί και διαυγέστατοι, έπλεαν σε πέλαγος ηδυπάθειας και αγαθότητας συγχρόνως.
Στόμα μικρό και χαριτωμένο, με χείλη κοράλλινα και μάγουλα ροδό-χρωμα. Όμως η παντελής έλλειψη γενιού ή μύστακος, έθεταν σε
αμφιβολία τον παρατηρητή, περί του φύλου στο οποίο ανήκε
ο δεκαοκταετής αυτός νεανίας.
Αμφότεροι παρατηρούν με θαυμασμό το Γιάννο και εκπλήσσονται για τον αμέριμνο ύπνο του, ενώ σε λίγη ώρα επρόκειτο να απαγχονιστεί.
—Ω! Αχμέτ, ψιθύρισε ο ξανθός νεανίας στα τουρκικά, αυτός ο παλ-ληκαράς δεν συλλογιέται την κρεμάλα, λες πως θαρρεί πως θα πάει σε γλέντι.
—Ναι αγάπη μου, έτσι είναι αυτοί οι γκιαούρηδες, έχουν καρδιά τρα-νή. Δεν τους είδες συ με τι παλληκαριά πολεμάνε.
Για σκύψε όμως ν’ ακούσουμε, κάτι μιλεί στον ύπνο του.
—Ελάτε, ελάτε... ψιθύριζε ο Γιάννος ονειρευόμενος. Να, είμαι έτοι-μος. Γλήγορα ελάτε για να πάω κει που θάρθει η Μαρούσα μου, για να μη χωριστούμε πια. Α! ήρθατε νάμαι κι εγώ....
Ο Γιάννος σηκώθηκε, παρατήρησε με περιέργεια και έκσταση τους δύο ξένους και....
—Τί θέλετε, είπε σ΄ αυτούς, σεις ήρθατε για να με κρεμάσετε.
Εμπρός πάμε.
Αυτό θέλω κι εγώ.
Μα τι ρούχα είναι αυτά πού φορείτε;
Φράγκοι είστε για τούρκοι;
—Είμαστε, απήντησε χαμηλοφώνως ο ωραίος νεανίας, άνθρωποι πού ήρθαμε να σε σώσουμε.
—Εμένα!
—Ναι.
—Μπα. Και τί με νοιάζει αν πεθάνω. Εμένα η Μαρούσα στ’ όνειρό μου, έλεγε πως θάρθει γλήγορα να με βρει. Έπειτα δεν έχω τίποτα άλλο σε τούτον τον κόσμο. Το Μουράτ τον σκότωσα.
—Πως! Η Μαρούσα θα ζήσει και θα γίνει καλά.
Η πατρίδα σας θα λευτερωθεί γιατί τ’ αξίζει.
Δεν θέλεις λοιπόν συ να βοηθήσεις;
—Έχεις δίκιο! Και πού είναι η Μαρούσα τώρα;
—Τη ζητήσαμε παντού και δεν την ηύραμε.
—Είχε φύγει από το χαρέμι κρυφά και δεν είχαμε καιρό να την ζητή-σουμε στη χώρα, αποκρίθηκε με γλυκιά φωνή ο ξανθός νεανίας.
—Έλα τώρα, είπε ο Αχμέτ, δεν έχουμε καιρό να χάνουμε.
—Αφού το Θέλει ο Θεός, είπε ο Γιάννος, πάμε και σηκώθηκε.
Ο Αχμέτ έλυσε τα δεσμά τού Γιάννου και όλοι μαζί εξήλθαν από το δεσμωτήριο, στην προ αυτού μικρή αυλή. Στην αυλή τούτη, υπάρχει μικρή σιδερένια θύρα, η οποία συγκοινωνεί με τη θάλασσα. Ο Αχμέτ, έσυρε από τον κόρφο του ένα μεγάλο κλειδί και άνοιξε τη θύρα. Εξάκωπη λέμβος γεμάτη κιβώτια και αποσκευές περίμενε τους φυγάδες. Ανέβηκαν στη λέμβο και ο Αχμέτ έδωκε στο ναύκληρο στα ιταλικά τη διαταγή της αναχώρησης.
Η λέμβος ξεκίνησε ταχύτατα. Μετά πορεία 5 λεπτών της ώρας, ενώ διερχόταν αυτή το στόμιο του λιμανιού, σε απόσταση 10 περίπου μέτρων, ο ναύκληρος διέκρινε άλλη λέμβο ερχόμενη ταχύτατα από το αντίθετο μέρος και…..
—Βαστάτε παιδιά, γιατί θα κτυπήσουμε, είπε. Κάτω τα δεξιά κουπιά.
Οι ναύτες υπάκουσαν. Αλλά η σύγκρουση δεν αποφεύχθηκε.
Η πρώρα της εισερχόμενης λέμβου, κτύπησε την πλευρά της εξερ-χόμενης, σχηματίζοντας οξεία γωνία. Μεγάλο τεμάχιο ξύλου απο-σπάσθηκε απ΄ την πλευρά αυτής και το ύδωρ άρχισε να μπαίνει λίγο-λίγο μέσα στο κύτος της.
—Βοήθεια! ανέκραξε ο Αχμέτ.
Αυτοί που ήταν στην άλλη λέμβο, άμα άκουσαν την κραυγή με την οποία ζητείτο βοήθεια και εννόησαν τον κίνδυνο, αν και είχαν απομακρυνθεί αρκετά με ταχεία και ισχυρή κωπηλασία, επέστρεψαν εγκαίρως και στάθηκαν παραπλεύρως της βυθιζόμενης λέμβου. Ακαριαία η βυθιζόμενη λέμβος εγκαταλείφτηκε αποβιβασθέντων όλων όσων επέβαιναν σ΄ αυτή, στην άλλη, η οποία ήταν από τις λέμβους εκείνους τους μεγάλους και άκομψους αλλά ισχυρούς.
Το σκοτάδι ήταν ζοφερό, κανείς δεν διέκρινε το διπλανό του.
Ποιοι είσθε και που πηγαίνατε, ρώτησε ο διευθύνων τη λέμβο.
—Τάσο μου, ανέκραξε ο Γιάννος με συγκίνηση και όρμησε ταχύς προς το μέρος απ΄ όπου ακούσθηκε η ομιλία. 
—Αδερφέ μου Γιάννο, συ είσαι, αποκρίθηκε ο Τάσος και όρμησε προς το Γιάννο. Καταπατώντας τους καθισμένους μέσα στη λέμβο, πλησίασαν αλλήλους και αγκαλιάσθηκαν.
Ερχόμαστε να σε σώσουμε, είπε ο Τάσος...
Να και ο Γιουσούφ, δεν τον είδες;
—Α! τι χαμπέρια Γιουσούφ έλα να σε φιλήσω...
Και πώς θα με ελευθερώνατε;
Ο Γιουσούφ, αποκρίθηκε ο Τάσος, όταν ήτανε βοηθός του δεσμοφύ-λακα, έκανε αντικλείδια, γιατί φοβόταν μήπως τον κλείσουν κι αυτόν καμιά φορά μέσα στην φυλακή. Ερχόμαστε λοιπόν σαν την άλλη φορά που σε λευτέρωσε ο Γιουσούφ, να ανοίξουμε τη μικρή πόρτα να ξεβγάλουμε το σκοπό, να σου ανοίξουμε έπειτα και να σε πάρουμε στη βάρκα κι όπου φύγει φύγει.
Αλλά δεν μου λες, πώς λευτερώθηκες;
—Δεν ξέρω τίποτα. Περίμενα να με κρεμάσουν. Είχα κοιμηθεί, όταν άξαφνα ξύπνησα μ’ ένα καλό όνειρο και είδα μπροστά μου δύο Φράγκους, που ήξεραν και ρωμαίικα και τούρκικα.
«Σήκω μου λεν, νάρθεις κοντά μας να σε λευτερώσουμε».
Εγώ δεν πίστεψα, έπειτα τι μ’ έμελλε να ζω, η Μαρούσα μου, μου το είπε πως θα ανταμωθούμε στον παράδεισο. Δεν ήθελα λοιπόν να φύγω. «Κάλλια έλεγα να με κρεμάσουν για να τελειώσουν τα βάσανά μου». Αυτοί όμως μου λέγουν:
«Μα πως Γιάννο, ξεχνάς την πατρίδα και τη Μαρούσα;».
Τότε λέγω έχεις δίκιο.
Σηκώθηκα λοιπόν, μου βγάλαν τα σίδερα, μπήκαμε στη βάρκα και φύγαμε. Μα να και σεις μπροστά μας, μας χτυπήσατε με την βάρκα σας και σε λιγούλι ακόμα, φέξε μου και ξεγλίστρησα, όλοι θα πηγαί-ναμε στον πάτο.
—Ε! και τώρα που θέλουν να τους βγάλουμε για να πάμε εμείς στο Βασιλικό;
—Εδώ παλληκαρά μου, είπε ο Αχμέτ, απ’ έξω από το λιμάνι είναι ένα φράγκικο καράβι. Πηγαίνετε μας σ’ αυτό και ύστερα σεις πηγαίνετε όπου θέλετε

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΒΔΟΜΟ
-Για να εννοήσουμε αυτά που αναφέραμε, πρέπει να επανέλθουμε στο χαρέμι του Μουράτ.
Το χαρέμι του φονευθέντα Μουράτ, είναι ήδη γνωστό σε μας από τα προηγούμενα. Ανάγκη είναι λοιπόν να επανέλθουμε σ΄ αυτά, για να εξηγήσουμε αυτά που αφηγηθήκαμε στο παραπάνω κεφαλαίο.
-Η Αϊδέ μέσα στον κοιτώνα της, εργάζεται πυρετωδώς, συγκεντρώνει και τοποθετεί μέσα σε κιβώτια, ότι πολύτιμο έχει.
Στο έργο της τούτο, τη βοηθά και η σκλάβα της.
Στο πρόσωπο και των δυο, φαίνεται ζωηρή ανησυχία και ανυπομο-νησία. Αφού η εργασία τους τελείωσε, η Αϊδέ κάθισε νωχελικά στο σοφρά και καπνίζοντας το ναργιλέ της, παραδόθηκε σε πέλαγος
ονειροπολήσεων. Η σκλάβα έλαβε θέση σε μια γωνιά του δωματίου, αναμένοντας με σεβασμό τις διαταγές της χανούμισσας. Μετά λίγα λεπτά σιγής νεκρικής, η χανούμισσα σηκώθηκε, έριξε ζωηρό βλέμμα, στο ωρολόγιο και ρώτησε τη σκλάβα.
—Πώς δεν ήλθε ακόμη ο Αχμέτ;
Μήπως δεν του είπες ακριβώς την ώρα;
—Όχι χανούμ. Όπως μου είπατε να του πω, του είπα.
—Μα πώς γίνεται, πέρασε μισή ώρα από τις εννέα!
—Ξέρω κι εγώ χανούμ. Ίσως του έτυχε εμπόδιο.
—Οι ευνούχοι κοιμήθηκαν καλά;
—Ναίσκε.
—Τους έριξες στον καφέ όλο το γιατρικό που σου έδωσα;
—Ναίσκε χανούμ.
—Για πήγαινε και κοίταξε τι κάμνουν οι άλλες χανούμισσες και ιδίως η Χάκμω, γιατί αυτή είναι μπαμπέσα.
Η σκλάβα υποκλίθηκε και εξήλθε.
Η Αϊδέ παραδόθηκε σε διαλογισμούς περί του μέλλοντος.
—Α, σκεπτόταν, τελειώνουν τέλος πάντων τα βάσανά μου.
Το θηρίο, αυτός ο Μουράτ δεν υπάρχει.
Ο Ντελή - Γιάννος τον σκότωσε. Ναι, αξίζει αυτός ο παλληκαράς να τον σώσει κανείς και θα τον σώσω.
Η χαρά μου, ο Αχμέτης μου, μου το υποσχέθηκε και άμα αυτός υπό-σχεται, τα πάντα κατορθώνει. Πόσο τον αγαπώ και πόσο με αγαπά! Οποία ευτυχία να φύγουμε απ’ αυτούς τους τούρκους, τους οποίους μισώ και αποστρέφομαι.
Ναι, τους αποστρέφομαι, αν και είμαι Τούρκα.
Είναι όλοι τους θηρία. Δειλοί, αιμοβόροι, τύραννοι, δόλιοι και αμαθείς. Κανένα αίσθημα ευγενές έχουν, ουδεμία αρετή.
Είναι όλοι τους θηρία.
Μας μεταχειρίζονται εμάς τις αδύνατες γυναίκες, σαν κτήνη και εξευτελίζονται μπροστά στους δυνατούς και ανωτέρους τους.
Ήμουν ευτυχής που γνώρισα τον Αχμέτ, γιατί τώρα ζω σαν άνθρω-πος. Πόσο ωραία ζουν οι Φράγκοι και οι φράγκισσες. Έχουν την
ελευθερία, ζουν όπως τις ευχαριστεί, αρκεί να μη βλάπτουν τους
άλλους. Θα πάω και εγώ, ανέκραξε με ενθουσιασμό, ω, ναι, θα πάω με τον γλυκύτατο Αχμέτην μου να ζήσουμε στη Φραγκιά.
Η θύρα άνοιξε και ο Αχμέτ παρουσιάστηκε.
—Ναι χρυσή μου Αϊδέ, θα πάμε, είπε ο Αχμέτ αγκαλιάζοντάς την. Άκουσα τις τελευταίες σου λέξεις και η καρδιά μου σκιρτά από χαρά, γιατί βλέπω πόσο με αγαπάς. Επί μερικά λεπτά της ώρας και οι δύο  αγκαλιασμένοι, κατεφιλιούντο με φλογερό πάθος. Η ευτυχία τους
ήταν απερίγραπτη. Αν και ο χρόνος περνούσε, αν και είχαν άπειρες προετοιμασίες να εκτελέσουν για την προμελετηθείσα δραπέτευσή τους, εντούτοις, τόσο ευτυχισμένοι ήταν ο ένας στην αγκαλιά του
άλλου, ώστε λησμονούσαν τα πάντα.
Στα αλλεπάλληλα φιλήματά τους, χανόταν το παρελθόν και το μέλλον και υπήρχε μόνο το τώρα, που συνοψίζεται στη λέξη, ευτυχία!!!
Αλλά η σκλάβα εισήλθε και διέκοψε την ευδαιμονία τους.
—Ε! τι κάμνουν, τη ρώτησε δυσανασχετούσα η Αϊδέ.
—Κοιμούνται με τους καλούς τους.
—Έχει καλώς είπε η Αϊδέ.
—Άκουσέ με, είπε ο Αχμέτ προς τη σκλάβα.
Πήγαινε κάτω στη μικρή θύρα του κήπου, άνοιξέ την και οδήγησε εδώ από τη μικρή σκάλα, τρεις Φράγκους οι οποίοι περιμένουν εκεί.
—Μετά χαράς σας Μπέη μου, είπε η σκλάβα, και απήλθε.
—Μετά από λίγο η σκλάβα επέστρεψε, οδηγώντας τρεις ευρωπαίους ναύτες.
Ο Αχμέτ τους έδωσε τα κιβώτια, τα οποία είχε προετοιμάσει η Αϊδέ.
—Γνωρίζετε, τους είπε στα Ιταλικά, που θα μας περιμένετε.
Πέστε στον κύριο κόμητα τους εγκάρδιους χαιρετισμούς μου.
—Πήγαινε, πρόσθεσε αποτεινόμενος προς τη σκλάβα, να ντυθείς γρήγορα και να ακολουθήσεις τους Φράγκους.
Η σκλάβα έφυγε.
Ο Αχμέτ και η Αϊδέ έμειναν μόνοι, αγκαλιάστηκαν και πάλι
και άρχισαν πάλι να φιλιούνται.
Έπειτα η Αϊδέ αποσυρόμενη από την αγκαλιά του Αχμέτ.
—Και για τον Ντελή - Γιάννον, είπε τι απόκαμες;
—Θα τον σώσουμε ελπίζω απόψε, εάν τον βάλουν στην ειρκτή των μελλόντων να απαγχονιστούν, εάν όμως, που δεν πιστεύω, τον βά-λουν σε άλλη φυλακή, δεν ελπίζω τίποτε.
Τώρα άφησε πλέον αυτά και ντύσου γρήγορα την ευρωπαϊκή στολή, γιατί δεν μας μένει πολύς καιρός.
Αμφότεροι ντύθηκαν γρήγορα, ανδρική ευρωπαϊκή ενδυμασία.
Η Αϊδέ, έκρυψε τα μαλλιά της φορώντας ένα πλατύγυρο καπέλο.
Ο Αχμέτ έβαλε στις τσέπες του δύο πιστόλια, έκρυψε κάτω από το μανδύα του δύο ξίφη δαμασκηνά και αναχώρησε με την Αϊδέ.
Πήγαν και οι δύο στο θάλαμο της Μαρούσας για να τη βρουν.
Αλλά ο θάλαμος ήταν άδειος.
Περιέτρεξαν τον κήπο, αλλά  ούτε αυτού δεν υπήρχε η Μαρούσα.
Ο Αχμέτ εξήλθε από τη μικρή θύρα και εξέτασε τα πέριξ της οικίας, αλλά πουθενά δεν υπήρχε η Μαρούσα. 'Επέστρεψε απελπισμένος κοντά στην Αϊδέ, η οποία αναλύθηκε σε δάκρυα.
—Αχ! πως λυπούμαι αυτήν τη δυστυχισμένη Μαρούσα.
—Και εγώ καλή μου Αϊδέ, την καταλυπούμαι αλλά τι να κάμουμε, δεν έχουμε ώρα να την αναζητήσουμε πρέπει να φύγουμε τώρα αμέσως.
Η Αϊδέ στέναξε βαθιά, έπιασε το χέρι του Αχμέτ και αναχώρησαν.
—Δεν μπορείς να φαντασθείς Αχμέτη μου, είπε με σιγανή φωνή
η Αϊδέ μόλις εξήλθαν της μικρής θύρας του κήπου, πόσον παλληκα-ράς φάνηκε ο Γιάννος, όταν τον δίκαζαν.
Μιλούσε με περιφρόνηση και περηφάνια.
Τον απείλησαν, ότι θα τον βασανίσουν και αυτός τους προκαλούσε να μεταχειριστούν όλες τις αποτρόπαιους βασάνους τους.
—Και πώς κατόρθωσες να ακούσεις τη δίκη;
—Ο Μουράτ είχε μικρή σκάλα, από την οποία κρυφά μετέβαινε στου Μπέη. Από εκεί λοιπόν ανέβηκα και στάθηκα πίσω από τη μικρή θύρα, η οποία οδηγεί στην αίθουσα του συμβουλίου.
Είχαν φθάσει συνομιλώντας, μπροστά στην πλησίον του πορθμού θύρας του φρουρίου.
—Τις ει, ανέκραξε ο σκοπός.
—Αχμέτ Βέης, απήντησε ο Αχμέτ.
—Πλησίασε, επανέλαβε ο σκοπός και είπε το σύνθημα.
Ο Αχμέτ πλησίασε στο αυτί του σκοπού και είπε.
—Σταμπούλ Σουλτάν Μαχμούτ.
—Περάσατε Μπέη μου, είπε ο σκοπός, όταν ο αξιωματικός της φρουράς τους πλησίασε.
—Και μπορώ να ρωτήσω Μπέη μου, είπε μετά σεβασμού, που πη-γαίνετε; Ο Αχμέτ θορυβήθηκε λίγο και η Αϊδέ έτρεμε.
—Έχω, είπε ο Αχμέτ, διαταγή του πασά, να υπάγουμε τούτους εδώ τους φράγκους, να ανταμώσουν κάτι άλλους Φράγκους, διά μίαν
υπόθεσιν.
—Πολύ καλά Μπέη μου, ορίσατε είπε μετά σεβασμού ο αξιωματικός και αποσύρθηκε ψιθυρίζοντας:
«αυτοί οι Φράγκοι μας τρων το κεφάλι».
Ο Αχμέτ με την Αϊδέ βγήκαν από τη θύρα, έφθασαν στην παραλία, που απείχε λίγα βήματά  και ανέβηκαν στη λέμβο που τους περίμενε.
—Πώς πήγατε; ρώτησε στα Ιταλικά το ναύκληρο ο Αχμέτ.
—Καλώς κύριε, μας σταμάτησαν στη θύρα, αλλά άμα είδαν ότι είμα-στε ευρωπαίοι και έχουμε διαταγή του πασά δεν μίλησαν.
—Μήπως υποπτεύθηκαν ότι ήταν και γυναίκα μαζί σας;
—Όχι την νόμισαν για παιδί, όπως κατάλαβα.
—Έχει καλώς, τώρα εμπρός στη μικρή θύρα.
Μετά από λίγο η λέμβος έφτασε μπροστά από μικρή θύρα του
φρουρίου. Ο Αχμέτ κτύπησε τρεις φορές και η θύρα ανοίχθηκε.
—Τον έφεραν Μεχμέτ;
Ρώτησε ο Αχμέτ το σκοπό που άνοιξε τη θύρα.
—Ναίσκε, Μπέη μου.
Η τύχη τον βοηθάει. Έλα Αϊδέ μου και συ.
Εισήρθαν και οι δύο στην αυλή.
Ο Αχμέτ διέταξε τον σκοπό να εισέρθει στην λέμβο και βγάζοντας ένα μεγάλο κλειδί, άνοιξε τη θύρα της ειρκτής, άναψε φανό, εισήρθαν με την Αϊδέ και κατέβηκαν τα έξι σκαλοπάτια, για να φτάσουν μέχρι το Γιάννο, ο οποίος όπως γνωρίζουμε κοιμόταν βαθειά.
Η Αϊδέ έφριττε βλέποντας την καταχθόνια εκείνη ειρκτή.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΒΔΟΜΟ
Γνωρίζουμε τι συνέβη στην ειρκτή και τι μετά την απόδραση, μέχρι τη στιγμή κατά την οποία ο Αχμέτ προκάλεσε τον Γιάννο, να τους ακολουθήσει στη λέμβο που τους περίμενε.
Ο Τάσος, διέταξε τους φουστανελοφόρους απ΄ το χωριό Βασιλικό ναύτες του, να οδηγήσουν τη λέμβο στο πλοίο. Μετά μισής ώρας
περίπου πορεία  έφτασαν σ΄ αυτό. Όλοι οι ιταλοί ναύτες, ο Αχμέτ,
η Αϊδέ και ένας ακόμη τούρκος στρατιώτης, επιβιβάσθηκαν σε ένα κομψό και ταχύπλοο δρόμωνα αγγλικής κατασκευής, ονομαζόμενο ΤΙΜΕS που ανήκε στον ιταλό κόμη Πέκκιο, ανταποκριτή του
«Λονδονείου Χρόνου».
Ο Αχμέτ πρόσφερε στο Γιάννο στον Τάσο και τους υπόλοιπους, πλουσιότατα δώρα και εξαίρετα όπλα.
—Πηγαίνετε είπε, παλληκαράδες μου και να ενθυμείσθε τον Αχμέτ Μπέην.
—Συ είσαι ο Αχμέτ;
Ρώτησαν με θαυμασμό  ο Γιάννος και ο Τάσος.
—Ναι εγώ.
—Σ’ έχουμε ακουστά, είπε ο Γιάννος, συ δεν μοιάζεις με τους άλλους τούρκους.
—Και ποιος σας είπε ότι είμαι τούρκος;
Εγώ είμαι χριστιανός όπως εσείς.
—Χριστιανός! είπαν και οι δύο με έκπληξη και σεβασμό.
—Ναι χριστιανός κατά τη συνείδηση και τη θρησκεία και τούρκος
κατά το εξωτερικό.
—Και πώς γίνεται, αυτό; Είπε ο Γιάννος έκπληκτος.
—Είναι μεγάλη ιστορία και απαιτεί ώρα πολλή να σας την πω, εντούτοις επειδή έχετε περιέργεια και θέλω να σας ευχαριστήσω, θα παρακαλέσω τον πλοίαρχο και τον κύριο Κόμητα, ο οποίος ταξιδεύει με το πλοίο, να αναβάλλουν, εάν είναι δυνατόν, την αναχώρηση για μισή ώρα, για να σας πω την ιστορία μου.
—Ναι, πες του πως τον παρακαλούμε και μείς.
—Ε τότε ελάτε επάνω.
Οι φουστανελοφόροι ναύτες, πρόσδεσαν τη βαριά, πλην στερεά λέμβο τους στην κλίμακα του δρόμωνα και όλοι ανέβηκαν στο πλοίο, το οποίο είχε αναπεπταμένα όλα αυτού τα ιστία.
Στη γέφυρα ανέμεναν ανυπόμονα τον Αχμέτ, ο Κόμης Γιουζέπος Πέκκιος και ο πλοίαρχος.
Ο Αχμέτ διευθύνθηκε προς αυτούς.
—Κύριε Κόμη, είπε εις καθαρεύουσα παρισινή γαλλική, σας ευγνω-μονώ διά την ευγενή και γενναία συνδρομή σας
—Τίποτε, αγαπητέ μου Μπέη, ήτο καθήκον να δώσω συνδρομή εις κινδυνεύοντας, πολύ δε μάλλον σε εσάς, όστις αν και τούρκος, σώζετε χριστιανούς όποτε δύνασθε.
—Ακριβώς εδώ απατάσθε, νομίζοντας με Οθωμανό. Θέλω να σας διηγηθώ την ιστορία μου, όπως σας υποσχέθηκα. ’Αλλά επειδή επι-θυμώ να ακούσουν αυτήν και άλλοι, θα μου επιτρέψει ο κ. Πλοίαρχος να ζητήσω απ΄ αυτόν μία εκδούλευση, αφού όμως πρώτα απευθύνω σ΄ αυτόν μία ερώτηση.
—Κύριε πλοίαρχε, μήπως διατρέχουμε κίνδυνο, εάν αναβάλουμε την αναχώρηση μας για μισή ώρα;
—Οποίον κίνδυνο εννοείτε;
—Εάν λόγου χάρη εννοήσουν οι τούρκοι τη φυγή μας και μας
καταδιώξουν.
—Α! ως προς αυτό μη φοβάσθε. Ο τουρκικός στόλος Μπέη μου,
δεν αποτολμά να ανοιχτεί στο πέλαγος, φοβούμενος τον Ελληνικό. Άλλωστε δε την Αγγλική σημαία, υπό τη οποία ταξιδεύουμε, ουδείς αποτολμά να προσβάλει, όταν μάλιστα το πλοίο, το οποίο τη φέρει, έχει το όνομα του ΤΙΜΕS και ανήκει στη διεύθυνση της παγκοσμίου τούτης εφημερίδας τού Λονδίνου. Συνεπώς, παραχωρούμε σ΄ εσάς ευχαρίστως και πλέον της ημισείας ώρας.
—Σας ευχαριστώ πολύ και σας παρακαλώ να μου επιτρέψετε, να σας παρουσιάσω δύο Έλληνες καπετάνιους, εκ των οποίων τον ένα ελευθέρωσα απ΄ τη φυλακή και τη σύζυγό μου ή μάλλον την ερωμένη μου και μέλλουσα σύζυγό μου, ανδρικά ευρωπαϊκά ενδεδυμένη.
—Μετά πάσης ευχαριστήσεως, θέλετε μάλιστα ικανοποιήσει την περιέργεια μας, είπε ο κόμης, διότι θα δούμε τον ατρόμητο Γιάννο, περί του οποίου μας είπατε τόσα το πρωί.
Ο Αχμέτ προσκάλεσε το Γιάννο, τον Τάσο και την Αϊδέ και παρουσί-ασε αυτούς διαδοχικώς, στον Κόμητα και τον πλοίαρχο.
—Σε συγχαίρω παλληκαρά μου, είπε ο πλοίαρχος αποτεινόμενος προς το Γιάννο.
—Σ’ ευχαριστώ, παρομοίως σας, αποκρίθηκε ο Γιάννος.
—Μωρέ ξέρουνε ρωμαίικα ετούτοι οι Φράγκοι, είπε στο αυτί του Γιάννου ο Τάσος.
—Και τι θα κάνετε τώρα που σας λευτέρωσε ο Μπέης;
Ρώτησε o κόμης.
—Όσο ζούμε κι υπάρχουμε. θα πολεμάμε τους Τούρκους.
—Εύγε, ανέκραξε ενθουσιωδώς ο πλοίαρχος.
—Και τι πάει να πει εύγε, ψιθύρισε ο Γιάννος στο αυτί του Μπέη.
—Θα πει μπράβο, αφερίμ.
Μετά μικρή ακόμη συζήτηση, κατά κάποιον βαθμό κωμική, όλοι σιώ-πησαν και ο Μπέης άρχισε να αφηγείται τη ιστορία του.



ΜΕΡΟΣ ΠΕΜΠΤΟ


ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

Ο Αχμέτ στάθηκε προς στιγμή, σαν να προσπαθούσε να συγκεντρώσει τις αναμνήσεις του. Έπειτα άρχισε την αφήγησή του με περιπάθεια, ζωηρότητα και ευχέρεια.
—Περί τα 1799 ήμουν 8 ετών παιδί, όταν ο πατέρας μου Ζιεζάρ πα-σάς, ήταν φρούραρχος της Πτολεμαΐδας, ισχυρής πόλης της Συρίας. Ο μέγας Ναπολέων, στρατάρχης τότε της Γαλλίας, εκστράτευσε στην Αίγυπτο και εκεί αφού κατανίκησε δύο φορές στις Σιεμπρείς και υπό τις πυραμίδες τους Μαμαλούκους, οι οποίοι ήσαν πολεμικότατοι, διακρινόμενοι ιδίως στην ιππομαχία και κατέλαβε το Κάιρο και την Αλεξάνδρεια, διευθύνθηκε προς τη Συρία, στην οποία προόδευσε καταπληκτικά, κυριεύοντας την Ιόππη και πολλά μικρά φρούρια και κατανικήσας τον Απρίλιο του1799 τον τουρκικό στρατό, σε μάχη εκ του συστάδην, κατά κράτος.
Αλλά η νικηφόρος πορεία του έκτακτου εκείνου άνδρα, εμποδίστηκε στην Πτολεμαΐδα από τον πατέρα μου, ο οποίος έχοντας Γάλλους μηχανικούς στην υπηρεσία του αφενός και αφετέρου, λαβαίνοντας από τον Άγγλο πλοιάρχου Σίνδεϋ Σμίθ, πολλά πυροβόλα και πολε-μοφόδια, τα οποία είχε κυριεύσει αυτός, κατανικήσας μικρή μοίρα του γαλλικού στόλου, η οποία τα μετέφερε στον Ναπολέοντα για την εξακολούθηση της εκστρατείας του και ιδίως την πολιορκία της Πτολεμαΐδας, κατόρθωσε ν’ αποκρούσει επιτυχώς όλες τις γινόμενες επιθέσεις υπό του εκτάκτου εκείνου πορθητού, κατά της Πτολεμαΐδας.
Ο Βοναπάρτης απελπίστηκε, σχετικά με την άλωση του ισχυρού
τούτου φρουρίου και ζήτησε με άλλο μέσο να γίνει κύριος αυτού.
Ένα πρωί λοιπόν ειδοποιούν τον πατέρα μου, ότι αξιωματικοί Γάλλοι ζητούν να του μιλήσουν, εκ μέρους του Στρατάρχου τους.
Ο πατέρας μου τους δέχτηκε περιποιητικότατα, επί παρουσία μου.
Η περιέργειά μου ως παιδί, του να βλέπω τις ωραίες στολές των αξιωματικών εκείνων, δεν με άφηνε να εγκαταλείψω το θάλαμο στον οποίο γινόταν η συζήτηση. Κανείς δε ζήτησε να εξέλθω του θαλάμου, διότι ήμουν παιδί και επομένως δεν έδιναν προσοχή.
Ο διάλογος γινόταν στη γαλλική γλώσσα, την οποία είχαμε διδαχθεί και ο πατήρ μου και εγώ, από ένα Γάλο μηχανικό που ήταν υπό τις διαταγές του πατέρα μου.
Όπως γνωρίζετε, η μνήμη στα παιδιά είναι ζωηρότατη. Ότι ακούσει ή δει το παιδί αποτυπώνεται στη μνήμη του ανεξίτηλα, μέχρι της τελευταίας του πνοής.
Αυτό ακριβώς συνέβη και σε μένα. Πέρασαν έκτοτε δέκα έξι χρόνια και εντούτοις, όλα τα καθέκαστα της συζήτησης εκείνης ως και οι μορφές των διαλεγομένων, διατηρούνται ζωηρότατα στη μνήμη μου.
Ο πατέρας μου άρχισε πρώτος τη συζήτηση.
—Δύναμαι να μάθω το αίτιον της επισκέψεως σας, ρώτησε.
—Θα σας ειπώ Κύριε Ζιεζάρ, αποκρίθηκε ο ένας των Γάλλων αξιω-ματικών και ένευσε προς τους συντρόφους του, οι οποίοι αμέσως εξήλθαν του θαλάμου.
Ο πατέρας μου πήρε το Γάλλο αξιωματικό από το χέρι και κάθισαν στο σοφά.
—Σας γνωρίζω, είπε σ΄ αυτόν, ποιος είσθε. Είδα την εικόνα σας σε διάφορα ευρωπαϊκά περιοδικά. ’Έχω την υψηλή τιμή να ομιλώ προς τον ένδοξο νικητή της Ιταλίας.
—Ε! Ναι, εγώ είμαι δεν απατάσθε.
—Σας παρακαλώ πολύ, άνευ ενδοιασμού να μου απευθύνετε τις
αιτήσεις σας, διότι βεβαίως άνευ κάποιου σκοπού δεν με τιμήσατε
διά της επισκέψεως σας.
—Ως βλέπω, είπε ο Βοναπάρτης, έχω να ομιλήσω προς άνθρωπο διακεκριμένο.
—Πολύ με τιμά η εκτίμησή σας αυτή Κύριε Στρατάρχα, αλλά διστάζω να την αποδεχθώ, ως προερχόμενη εκ της μεγάλης ευγενείας σας.
—Και επομένως, εξακολούθησε ο Ναπολέων, σαν να μην είχε δια-κοπεί, θα έλθω αμέσως στις προτάσεις μου.
—Σας ακούω προσεκτικά.
—Ερχόμουν να σας προτείνω, όπως παραδώσετε το φρούριο τούτο επί χρήμασι, αλλά αμέσως εννόησα, ότι είσθε πολύ ανώτερος των χρημάτων.
—-Εις αυτό δεν απατηθήκατε, κύριε Στρατάρχα.
—Ήδη έρχομαι να σας ειπώ, να μη χυθεί πολύ αίμα .
Η Πτολεμαῒς πρέπει να πέσει και θα πέσει, διότι το θέλω.
Εάν επιχειρήσουμε επανειλημμένες εφόδους δεν θ’ αντέξετε,
θα συντριβείτε, δεν θέλω όμως να χύσω αίμα.
Είσθε σε θέση να γνωρίζετε οποία αιματοχυσία θέλει γίνει.
Εάν σας πολιορκήσω, μετά ένα μήνα θα παραδοθείτε υπό όρους
εξευτελιστικούς.
Έρχομαι λοιπόν να σας προτείνω, να αποχωρήσετε της Πτολεμαΐδος πάνοπλοι και με πάσες τις αρμόζουσες σε ανδρείο στρατό τιμές.
Δέχεσθε;
—Όχι.
—Και τι ελπίζετε παρακαλώ;
—Είσθε ο στρατιωτικός ανήρ της εποχής και γνωρίζετε καλύτερα από εμένα, τη θέση μου και τα στρατιωτικά μου μέσα.
Δεν θα διέφυγε βεβαίως της προσοχής σας, ότι όταν εισήρθατε στο φρούριο, ουδεμία προφύλαξη υπήρξε, για να μη δείτε τις οχυρώσεις μας και γενικά τη δύναμή μας.
Ίσως υποθέσατε, ότι κάποιος τούρκος διοικεί αυτό, μη γνωρίζοντας ότι πρέπει να λαμβάνει προφυλάξεις.
Απατηθήκατε όμως, γνωρίζω τους στρατιωτικούς κανονισμούς, αλλά θέλησα να δείτε τα πυροβόλα σας, πόσον ωραία είναι επί των προμαχώνων μας. Ο Σίνδεϋ Σμιθ, μας τα έφερε και οι Γάλλοι μηχανικοί μας τα τοποθέτησαν.
—Α! είπε ο Ναπολέων, αυτός ο άνθρωπος έκοψε την τύχη μου.
Εάν λάβετε τον κόπο, εξακολούθησε ατάραχος ο πατέρας μου, θέλω να σας οδηγήσω στις αποθήκες, για να μάθετε ότι έχουμε τροφές διά μακράν πολιορκία.
Αλλά έστω, είπε δυσανασχετών ο Βοναπάρτης, θα εξαντληθούν μίαν ημέρα.
—Ναι, αλλά η ημέρα αυτή είναι μακράν ακόμη και στο διάστημα αυτό, οι φίλοι μας Άγγλοι θα μας προμηθεύσουν άλλες, ενώ εσείς ούτε
έναν άνδρα δύνασθε να ελπίζετε από την πατρίδα σας.
Το στόλο σας τον καταπόντισε ο ένδοξος Νέλσων. Άλλωστε, ίδετε, εξακολούθησε ο πατέρας μου, παίρνοντας από το τραπέζι δέσμη
Εφημερίδων ευρωπαϊκών, ίδετε γνωρίζω καλώς τα της πατρίδος σας και εννοώ γιατί βιάζεσθε να τελειώσετε τους λογαριασμούς σας εδώ.
Η δημοκρατία σας πίπτει μετ’ ολίγον, τι θα διαδεχτεί αυτήν; Η δικτα-τορία και ποιος θα γίνει δικτάτωρ; Ο ενδοξότατος στρατάρχης της Γαλλίας, ο στρατάρχης που έχει το μεγαλύτερο γόητρο στο γαλλικό στρατό και το λαό, εσείς δηλαδή κύριε στρατάρχα. Γνωρίζω ότι σας χρειάζεται και η Συρία όπως τις άλλες κατακτήσεις, για να αυξήσει το γόητρό σας, αλλά τούτη θα σας την πωλήσω πολύ ακριβά
Στις τελευταίας λέξεις του πατρός μου, ο Ναπολέων σκίρτησε
από χαρά.
—Λέγετε Κύριε Ζιεζάρ, τι ζητείτε διά την Πτολεμαΐδα;
—Σχεδόν τίποτε. Ένα τεμάχιο χάρτου με ολίγες γραμμές.
Ο Βοναπάρτης απόρησε.
—Όχι πολύ, αλλά μέγιστο, διότι δεν το γνωρίζω, ας ακούσωμεν.
—Ευαρεστηθείτε κύριε Στρατάρχα, να λάβετε τον κόπο να γράψετε ολίγας λέξεις, τις οποίες θα σας υπαγορεύσω.
Ο Ναπολέων, αντί άλλης απάντησης, κάθησε μπροστά σε ένα τρα-πέζι, όπου ευρίσκοντο πάντα τα προς γραφή αναγκαία και έλαβε τον κάλαμο εις χείρας
—Γράψατε εξοχότατε.
«Ο υποφαινόμενος υπόσχομαι, εάν ποτέ διοικήσω τη Γαλλία, είτε ως μέλος του διευθυντηρίου, είτε ως Δικτάτωρ, είτε ως Αυτοκράτωρ, να απελευθερώσω την ελληνική φυλή, από του Ταινάρου μέχρι και των στενών του Ελλησπόντου...».
—Τι! πως! Σεις μου ζητείτε τον κόσμον όλον.
—Και εγώ σας δίδω το θρόνο της Γαλλίας και ίσως της Ευρώπης. Έχω εις χείρας μου επιστολές, προς εσάς απευθυνόμενες, εκ των οποίων βεβαιώθηκα περί των σκοπών σας και γνωρίζω τι σας χρειάζεται ακόμη. Μη διστάσετε επομένως στην ανταλλαγή.
—Ποτέ. Ο Ελλήσποντος μου χρησιμεύει.
—Τότε ουδέποτε θα καθυποτάξετε τη Συρία και τις Ινδίες.
—Αλλά τέλος πάντων, δεν δύναμαι να εννοήσω οποίον το συμφέρον ενός Οθωμανού, εις την απελευθέρωση της Ελλάδος.
—Δεν είμαι Οθωμανός, κύριε Στρατάρχα, είμαι Ελλην.
—Πώς; Έλλην;
—Ναι. Έλλην εκ Μακεδονίας. Έλλην εκτουρκιστείς διά της βίας.
Μισώ τους Οθωμανούς. Πιστεύω εις τον Ιησού Χριστό.
Λέγοντας αυτά ο πατέρας μου, έβγαλε ένα χρυσό σταυρό από το στήθος του, που κρεμόταν από το λαιμό του με χρυσή και λεπτή
αλυσίδα.
—Τώρα εννοώ τα πάντα, αλλά ότι ζητείτε, δεν δύναμαι να σας το παραχωρήσω. Επί των Στενών του Ελλησπόντου θα δημιουργήσω την κοσμοκρατορία μου. Σας ομιλώ ειλικρινώς, έχων πληρέστατη πεποίθηση, ότι όσα λέγομαι θα μείνουν εδώ...
—Έχετε το λόγο της τιμής μου, κύριε Στρατάρχα.
—Είναι περιττός ο λόγος τιμής μεταξύ έντιμων ανδρών.
—Το μόνο λοιπόν, που δύναμαι να σας παραχωρήσω, είναι να
καταστήσω την Ελλάδα αυτόνομο, υπό ηγεμόνα υποτελή εις εμέ.
Ζητείτε δηλαδή την αιωνία δουλεία της Ελληνικής φυλής.
—Όχι, έχω ανάγκην των Ελλήνων ναυτών.
—Και φρονείτε, ότι θέλουν είναι τόσον αγνώμονες οι Έλληνες, ώστε να μη σας παρέχουν την συνδρομή των κατά θάλασσαν;
—Όχι, αλλά τα πνεύματα μεταβάλλονται. Δεν δύναμαι να έχω ισχυρά εχέγγυα, άνευ της υποτέλειας αυτών εις εμέ.
—Τότε διιστάμενα εκ βάθρων.
—Τούτο με λυπεί, διότι μου φέρει πρόσκομμα στην πορεία μου.
Αλλά θα το υπερνικήσω. Πάντοτε ο άνθρωπος, ο ακολουθών μίαν οδό θα απαντήσει πολλά προσκόμματα, μεγάλα και μικρά.
—Ο ευρίσκων ομαλή την οδό την οποία  διατρέχει, δεν μεγαλουργεί, όσο και αν υψωθεί.
— Είμαι σύμφωνος, κύριε Στρατάρχα.
—Αλλά σας παρακαλώ, είπατε προ ολίγου ότι είσθε Έλλην και μισείτε τους Τούρκους, τους οποίους όμως υπηρετείτε.
Πώς συμβιβάζεται τούτο και πώς, αφού σας δίδεται αφορμή να τους εκδικηθείτε δεν το πράττετε;
—Ο λόγος είναι απλούστατος, διότι πρώτον μεν υπηρετών υπό τους τούρκους, μεταχειρίζομαι την δύναμη μου για προστασία των ομοφύλων μου.
Δεύτερον δε, ελπίζω από ημέρας εις ημέραν να βρω την κατάλληλο ευκαιρία, να μεταχειρισθώ αυτήν κατά των τούρκων.
—Αλλά επιτρέψατέ μου κύριε Στρατάρχα, να σας ειπώ ότι η πράξη αύτη είναι παρεμφερής της προδοσίας της οποίας σας θεωρώ ανώ-τερο.
—Ανέμενα την επίπληξή σας αυτήν. Βεβαίως εξοχότατε τυπικώς και σχολαστικώς εξεταζόμενου του πράγματος, είναι προδοσία.
Αλλά ο δούλος, οποίον άλλο όπλον έχει κατά του δεσπότη από το δόλο και την πανουργία; Τι θέλετε να πράξει ένας άνθρωπος, κατά του οποίου μεταχειρίστηκαν σωματική και ιδίως ψυχική βία, για να τον αναγκάσουν να εξωμόσει;
Λησμόνησα - εξακολούθησε εν εξάψει ο πατέρας μου - όλες τις σω-ματικές βασάνους που μου υπέβαλαν, τις περιφρόνησα. Αλλά ουδέ-ποτε θα λησμονήσω τους αποτρόπαιους ψυχικούς πόνους, τους
οποίους με ανήκουστη θηριωδία μου επέβαλαν.
Βλέπω ακόμη τη δύστυχη μητέρα μου, κρεμάμενη απ΄ τους μαστούς από μία λεύκα. Ακούω τις σπαραξικάρδιες κραυγές αυτής.
«Παιδί μου σώσε με!!».
Βλέπω από το άλλο μέρος τη δύστυχη αδελφή μου, γονυπετούσα προ του Πασά και παρακαλούσα αυτόν να λυπηθεί τα τέκνα της, θυσιάζοντας τον εαυτό της αντί εκείνων, το δε Πασάν διατάζοντα απάνθρωπα τη σφαγή των τέκνων της προσφιλέστατής μου αδελφής. «Σώσε τα αδελφέ μου» ανακράζει μέσα στην απελπισία της η αδελφή μου. ’Εγώ δε τι να πράξω; Ήμουν δεμένος οπισθάγκωνα σε διπλανό δένδρο και έβλεπα από κει τη φρικώδη τούτη σκηνή.
Εάν φίδια φαρμακερά κατάτρωγαν τα σπλάχνα μου, δεν ήθελα
αισθανθεί τόση οδύνη, όσην απ΄ του θεάματος εκείνου. Ύψωσα
τους οφθαλμούς μου στο άπειρο, ζητώντας την εκ ύψους βοήθεια. Βυθίστηκα σε σκέψεις. Ήταν δίκαιο σώζοντας την ψυχή και την τιμή μου, να θυσιάσω τέσσαρα αθώα πλάσματα, τη μητέρα μου, την α-δελφή μου και τα δύο της τέκνα; Όχι. Ο εγωισμός μου εξαφανίσθηκε.
Σπαρακτικές κραυγές με απέσπασαν των σκέψεών μου.
Στρέφω προς το μέρος των κραυγών και βλέποντας το δήμιο να
υψώνει το γιαταγάνι του κατά της κεφαλής του μεγαλυτέρου των
τέκνων της αδελφής μου, η οποία καταληφθείσα από σπασμούς
κυλιότανε στη γη.
Ε! τότε δεν άντεχα πλέον: «Γίνομαι Τούρκος» ανέκραξα, αφήστε
αυτά τα αθώα πλάσματα ελεύθερα. Ο Πασάς χάρηκε πολύ και
διέταξε αμέσως και αφήκαν ελεύθερα τα θύματά του, εμένα δε
με περιποιήθηκε υπερβαλλόντως.
Είπατέ μου τώρα, κύριε Στρατάρχα, η πράξη μου είναι προδοσία;
Ο Ναπολέων, αντί άλλης απαντήσεως έσφιξε το χέρι του πατέρα  μου και τον αποχαιρέτισε με συγκίνηση.
—Θεωρείτε με ως τον πιστότερο φίλο σας, Κύριε Ζιεζάρ.
—Μεγάλη τιμή δι’ εμέ, κύριε Στρατάρχα.
-Αυτές ήταν οι τελευταίες λέξεις της συζήτησης εκείνης, την  οποία ενθυμούμουν πάντοτε, χωρίς να έχω ακριβή γνώση αυτής. Ήμουν παιδί οκταετές και συνεπώς, αν και θυμόμουν τα πάντα, δεν καταλάβαινα τίποτα απ΄ όσα έβλεπα ή άκουγα.
Όταν ενηλικιώθηκα και έμαθα την ιστορία του πατέρα μου από επι-στολή του, την οποία θα σας διαβάσω σε λίγο, τότε και μόνον κατα-νόησα τη σπουδαιότητα της συζήτησης εκείνης και την έννοια των ομιλιών που ανταλλάχτηκαν.
Μετά τη συζήτηση την οποία αφηγηθήκαμε, ο πατέρας μου πολλές φορές συναντήθηκε με το Ναπολέοντα ή μεταβαίνοντας στο στρατόπεδό του ή ερχομένου εκείνου.
Συνέδεσαν φιλία στενή, στηριζόμενη σε αμοιβαία εκτίμηση.
Αλλά μετά λίγο χρόνο, ο Ναπολέων αναγκάσθηκε να επιστρέψει
στο Παρίσι, όπου τον προσκάλεσαν οι φίλοι του. Ήλθε λοιπόν και αποχαιρέτησε τον πατέρα μου με συγκίνηση. Ενθυμούμαι ακόμη
τις τελευταίες λέξεις του πατέρα μου:
—Στρατάρχα, είπε στο Ναπολέοντα, είσθε μέγας ανήρ.
Οι Παρίσιοι έσονται δι’ εσάς ο θρόνος επί του οποίου θα διοικήσετε τον κόσμο, αλλά προστατεύσατε τον Ελληνισμό, χάριν ευγνωμοσύ-νης που πρέπει να αισθάνεται προς αυτόν, πας πεφωτισμένος ανήρ διά τα αρχαία αυτού φώτα και το κλέος.
—Ναι, θα το πράξω εάν δεν προσκρούει στους σκοπούς μας.
Μετά μία ώρα ο Ναπολέων αναχώρησε, αφήνοντας την διοίκηση των στρατευμάτων του στον Στρατηγό Κλεμπέρ.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ
Πέρασαν από της αναχωρήσεως του Ναπολέοντα, πέντε σχεδόν χρόνια, σ΄ όλο αυτό το χρονικό διάστημα, ο πατέρας μου βρισκόταν σε συνεχή αλληλογραφία με αυτόν. Αυτός ενημέρωνε τακτικά τον
πατέρα μου για όλες τις πολιτικές μεταβολές της Γαλλίας.
Τέλος δε το Δεκέμβριο του 1804, ανήγγειλε στον πατέρα μου, την στέψη του ως αυτοκράτορας των Γάλλων και τον προέτρεψε να με στείλει στο Παρίσι, για να εκπαιδευτώ στο στρατιωτικό στάδιο.
Ο πατέρας μου, χάρηκε αφάνταστα για την έκτακτη εύνοια του μεγαλοφυούς εκείνου ανδρός και του απήντησε, ότι με ευγνωμοσύνη δέχεται την έκτακτη τούτη ένδειξη της εύνοιάς του. Διέτρεχα τότε το 13ον έτος της ηλικίας μου και κατανοούσα ακριβώς το μέγεθος της μοίρας μου. Η χαρά μου ήταν ανέκφραστος. Να δω τους Παρισίους, και να ευνοούμαι από το  Ναπολέοντα, ήταν για μένα όνειρο.
Διάβαζα τις εφημερίδες και τα περιοδικά και παρά την ασθενή παιδική μου κρίση, θαύμαζα το μέγα των Γάλλων έθνος και τον Αυτοκράτορά τους. Τέλος μετά δέκα πέντε ημέρες από της λήψεως της επιστολής του Ναπολέοντος, αναχώρησα με ένα γαλλικό πολεμικό δίκροτο το «Αιθήρ».
Ο πατέρας μου αποχαιρετώντας με, μου έδωσε εκατό φλουριά για τα έκτακτά μου έξοδα και μου είπε.
—Γιε μου, η τύχη σου είναι μεγάλη. Φρόντισε να φανείς άξιος αυτής και μίαν ημέρα να χρησιμεύσεις στην πατρίδα σου, την προσφιλή
Ελλάδα, η οποία σήμερα είναι δούλη. Είσαι Έλληνας και Χριστιανός, διότι και εγώ και η μήτηρ σου, είμεθα Έλληνες και Χριστιανοί.
Είσαι μικρός ακόμη να μάθεις τα μυστήρια μου, αλλά όταν συν Θεώ επιστρέψεις θα σου τα ειπώ όλα.
Η δύναμη του Θεού και οι ευχές εμού και της μητρός σου να σε
φυλάνε.
Ασπάστηκα τα χέρια του πατέρα μου και της μητέρας μου, οι οποίοι με καταφιλούσαν δακρύζοντες και αναχώρησα κατασυγκινημένος.
Μετά μακρό και κουραστικό ταξίδι, φτάσαμε στη Μασσαλία,
απ΄ όπου, με άμαξα αναχώρησα για το Παρίσι, όπου έφθασα μετά λίγες ημέρες. Αδύνατον να σας παραστήσω την έκπληξη και τον θαυμασμό μου στη θέα των πόλεων τούτων και ιδίως της τελευταίας.
Ζώντας στις άθλιες της Τουρκίας πόλεις, νόμιζα ότι ονειρευόμουν.
Τα απλούστερα πράγματα μου φαίνονταν θαύματα.
Αφού για κάποιες ημέρες θαύμαζα ή μάλλον έχασκα, ως βλάξ,
προκαλώντας την περιέργεια των παρισινών διά την τουρκική ενδυμασία μου, στις οδούς της πόλης τούτης, έχοντας ως σύντροφο ένα νεαρό αξιωματικό του πλοίου με το οποίο ήρθα.
Θυμήθηκα ότι έπρεπε να παρουσιασθώ στον Αυτοκράτορα.
Πήγα λοιπόν στον Κεραμικό, όπου διέμενε τότε και επέδειξα στους θυρωρούς καμαρώνοντας, την επιστολή του Αυτοκράτορα. Μου
άνοιξαν τις θύρες μέχρις αυτού του γραφείου του, όπου συνεργαζό-ταν με τους στρατάρχες του Λά, Σούλτ και του υπασπιστή του Ράπ.
Η ενδυμασία μου προσήλκυσε την περιέργεια των ένδοξων εκείνων ανδρών, το δε θάρρος και η παιδική αφέλειά μου, διέθεσαν αυτούς, ευνοϊκά υπέρ εμού.
Ο αυτοκράτορας αμέσως με θυμήθηκε.
—Καλώς ήλθες τουρκόπουλο, είπε γελώντας.
Εγώ υποκλίθηκα, όπως με δίδαξε ο πατέρας μου.
—Αυτό το τουρκόπουλο, εξακολούθησε ο Αυτοκράτωρ, στρεφόμενος προς τον Σούλτ, είναι υιός του Ζιεζάρ Πασά, ο όποιος μου έκλεισε τη θύρα της Συρίας και των Ινδιών.
Ο πατήρ του είναι γενναίος και φιλόπατρις στρατιώτης, εκ των ολίγων εκείνων, που δύναται να συναντήσει κανείς.
Έπειτα στρεφόμενος προς τον Ράπ.
—Παράλαβέ τον, είπε και εισήγαγέ τον στην στρατιωτική σχολή της Βιέννης, όπου σπούδασα και εγώ.
Θα γίνει καλός στρατιώτης όπως ο πατήρ του.
Σου τον παραδίδω, όπως τον επιβλέπεις.
Ο Ράπ υποκλίθηκε προς τον αυτοκράτορα, έπειτα με πήρε από το χέρι και με οδήγησε σε πολυτελές δωμάτιο του Κεραμικού και διέταξε κάποιον αξιωματικό να φροντίζει για μένα. Οι περιποιήσεις, τις
οποίες έτυχα κατά την μηνιαία στο Παρίσι διαμονή μου, ήταν έκτα-κτοι. Καθημερινά ο αξιωματικός Κερβέλ, τον οποίο μου έδωσαν σαν υπασπιστή, με διαταγή φαίνεται του Ράπ, με περιέτρεχε σε όλα τα αξιοθαύμαστα μέρη των Παρισίων με την άμαξα. Το βράδυ περιτρέ-χαμε στα διάφορα θέατρα, των οποίων μόνον από την ανάγνωση των εφημερίδων είχα ιδέα.
Τέλος, έφτασε η μέρα για την αναχώρησή μου στη Βιέννη και πα-ρουσιάσθηκα και πάλι στον Ναπολέοντα, κατά διαταγή του.
—Πώς σου φάνηκαν οι Παρίσιοι, Αχμέτ, με ρώτησε καλοκάγαθα.
—Εκτάκτως θαυμάσιοι, Μεγαλειότατε.
—Ε! θέλεις τώρα να γίνεις αξιωματικός;
—Αυτή είναι η διακαής επιθυμία μου.
—Πολύ καλά, αύριο θα αναχωρήσεις διά την στρατιωτική σχολή και πρόσεξε να ομοιάσεις του πατρός σου.
—Θα πράξω ότι δύναμαι Μεγαλειότατε, αποκρίθηκα αφελώς.
—- Βεβαίως, ότι δύνασαι. Ημείς δεν θέλουμε να πράξεις ότι δεν δύ-νασαι, είπε γελώντας.
—Έγραψες, αφότου ήλθες εδώ εις τον πατέρα σου, με ρώτησε μετά μικράν σιγήν.
—Όχι, Μεγαλειότατε.
—Οδήγησέ τον Ράπ να γράψει εις τον πατέρα του και αύριο πολύ πρωί ας αναχωρήσει. Ο Ράπ με παρέλαβε και πάλι και με οδήγησε σε ένα γραφείο, όπου έγραψα μακρά επιστολή προς τον πατέρα μου, στην οποία αφηγούμουν λεπτομερώς, πάντα όσα μου συνέβησαν.
Την επομένη το πρωί αναχώρησα για τη Βιέννη, συνοδευόμενος από τον Κερβέλ, ο οποίος με παρέδωσε στον διευθυντή της στρατιωτικής σχολής, συνταγματάρχη Δ. Αγγλάς.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ
Η  διαμονή μου στη στρατιωτική σχολή, υπήρξε ήσυχη και τακτική.
Προόδευα  στα μαθήματά μου και απολάμβανα της αμέριστης
αγάπης των καθηγητών, του διευθυντού και των συμμαθητών μου.
Κάθε μήνα ο Ράπ, με διαταγή του αυτοκράτορα, ελάμβανε πληροφορίες από το διευθυντή για την  πρόοδό μου και τη συμπεριφορά μου. Τρις ή τέσσερις φορές είδα τον Ναπολέοντα, που ήρθε προς επιθεώρηση της σχολής.
Πάντοτε μου μιλούσε φιλικά και με χάιδευε. Καθ’ όλο δε το εξαετές χρονικό διάστημα της διαμονής μου στη σχολή, έλαβα από τον
πατέρα μου περί τις δεκαπέντε επιστολές, γεμάτες στοργή και
συμβουλές και του έγραψα περί τις είκοσι.
Στο τέλος του έκτου έτους, εξήλθα από τη σχολή και κατατάχθηκα κατά διαταγή του αυτοκράτορα, ως ανθυπολοχαγός του πυροβολι-κού, στο άγημα του αυτοκράτορα.
Ένα έτος περίπου μετά την αποφοίτηση μου από τη στρατιωτική σχολή, την 9 Μαρτίου 1812, αναχωρήσαμε στη Δρέσδη, αναμένοντες την κήρυξη του πολέμου κατά της Ρωσίας.
Την 22 Ιουνίου του ίδιου έτους ο Αυτοκράτορας κήρυξε τον πόλεμο, έχοντας τη συμμαχία της Πρωσίας και της Αυστρίας.
Εκστρατεύσαμε λοιπόν κατά τη Ρωσίας, αφού πρώτα ο αυτοκράτωρ επαναστάτησε τους Πολωνούς.
Ο στρατός μας ανήρχετο σε 500.000 άνδρες εκ των οποίων
Οι 300.000 ήσαν Γάλλοι αι δε λοιποί 200.000 ανήκαν στους
συμμάχους μας.
Μετά από διάφορες μικρές και μεγάλες μάχες, εισήρθαμε θριαμβευτικά στη Μόσχα την 14η Σεπτεμβρίου.
Στη μάχη του Όστροβνον, διοικώντας τρία πυροβόλα και διακριθείς διά την επιτυχία των πυρών μου, εκτιμήθηκα την επομένη από τον ίδιο τον αυτοκράτορα με το παράσημο τη Λεγεώνας της τιμής.
Στη μάχη του Πολότζ, πληγώθηκα ελαφρά και επαινέθηκα, διά της ημερησίας διαταγής του αρχηγού τη Αυτοκρατορικής φρουράς.
Στη μάχη της Μάγιβολ δεν έλαβα μέρος, γιατί ήμουν νοσηλευόμενος, αλλά στη μάχη του Σμόλενσκ, κατασίγασα με 4 πυροβόλα, δεκάδα πυροβόλων ρωσικών και προάχθηκα στο βαθμό του υπολοχαγού. Στη μάχη του Μοσκόβου ποταμού, κυρίευσα μία σημαία του πυροβολικού και εξ πυροβόλα, επαινέθηκα από τον Αυτοκράτορα και προάχθηκα σε λοχαγό.
Τη Μόσχα τη βρήκαμε σωρό ερειπίων. Τα σπίτια της καίγονται, πυρπολυθέντα από τους Ρώσους που εγκατέλειψαν την πόλη. Τα ρωσικά στρατεύματα υποχωρώντας προς τα ενδότερα, κατέστρεφαν τις πόλεις και τα χωριά, για να μας παρεμβάλλουν δυσχέρειες. Αφού μείναμε περί τους δύο μήνες στη Μόσχα, ελπίζοντας μάταια την συνομολόγηση ειρήνης, αναγκαστήκαμε έπειτα να υποχωρήσουμε, γιατί ο χειμώνας εκτάκτως βαρύς και πρώιμος εκείνο το έτος, μας κατέλαβε στερούμενους όλων των αναγκαίων, για χειμερινή εκστρατεία.
Οι άνδρες καταπλακώνονταν από τα χιόνια και πέθαιναν από το ψύχος και την πείνα. Στην διάβαση μάλιστα του ποταμού Βερεζίνα, κάθε πειθαρχία, κάθε τάξη εξέλιπε εντελώς. Ούτε για τα πυροβόλα, ούτε για τους ίππους, ούτε για τις αποσκευές φρόντιζε κανείς, ο καθένας προσπαθούσε να σωθεί, διωκόμενος από το ψύχος και την πείνα. Κατά κακή τύχη μας, οι πάγοι του ποταμού τούτου, είχαν λιώσει προ δύο ημερών, τις δε όχθες του είχαν καταλάβει 140.000 Ρώσοι και αναγκαστήκαμε να διέλθουμε τη στενή γέφυρα που είχαμε
κατασκευάσει, εν μέσω συνεχούς και πυκνότατου πυρός.
Είκοσι χιλιάδες από το στρατό μας αιχμαλωτίσθηκαν από τους κοζά-κους και υπερδιπλάσιοι φονεύθηκαν και πληγώθηκαν. Θρήνος και κλαυθμός και οδυρμός επικρατούσε, από τη μια ως την άλλη άκρη της στρατιάς. Μέγας ήταν ό Ναπολέων, μεγάλες οι νίκες του και με-γάλες οι καταστροφές του, ιδίως η στη Ρωσία, η οποία σάλευσε τα θεμέλια του υψηλού του θρόνου.
Όταν διήλθαμε τον Νέϋμεν ποταμό μεταβαίνοντες στη Ρωσία,
ο στρατός μαζί με των συμμάχων ανήρχετο σε 500.000.
Όταν διαβήκαμε τον Βερεζίνα επιστρέφοντες, ο όλος αριθμός των στρατευμάτων μας μόλις άγγιζε τις 170.000. Η φθορά μας παρακο-λούθησε επί πολύ ακόμη, γιατί και ο Ρωσικός στρατός, μας ανέκοπτε την πορεία διαρκώς και η πείνα και το ψύχος μας μάστιζε συνεχώς.
Ο Ναπολέων αναχώρησε μετά την καταστροφή της διαβάσεως του Βερεζίνα και  επέστρεψε κατεπειγόντως στο Παρίσι, όπου άρχισε να ετοιμάζει άλλο στρατό από 300.000 για εκστρατεία.
Ήταν ακαταπόνητος αυτός ο άνδρας.
Και οι επιτυχίες και οι αποτυχίες του έδιναν νέες δυνάμεις.
Άρχισε λοιπόν τη νέα του εκστρατεία, αλλά με οιωνούς όχι καλούς, διότι στη Γαλλία άρχισε εκ μέρους των βασιλικών και των δημοκρατικών, αντίπραξη σοβαρή εναντίον του.
Η Γαλλία είχε εξαντληθεί οικονομικά και απογοητευθεί ηθικά, ευρι-σκομένη επί μακρά έτη ένοπλος. Η δε Ευρώπη, συμμαχούσε και
πάλι κατ’ αυτού. Εντούτοις και η νέα του αυτή εκστρατεία άρχισε
με θριάμβους. Νίκησε στο Λούντζεν, άλωσε τη Δρέσδη, νίκησε
στο Βάουτζεν και έφερε το πεδίο της μάχης στον ποταμό Έλμπαν.
Η Ευρώπη καταπλάγηκε από τις νέες μας αυτές νίκες και με την παρέμβαση της Αυστρίας, συνομολογήθηκε ανακωχή και συνήλθαν οι αντιπρόσωποι όλων των εθνών στην Πράγα, για να συνομολογή-σουν οριστική ειρήνη.
Αλλά όλες οι διαπραγματεύσεις υπήρξαν άγονοι και επανελήφθη
ο πόλεμος, ταχθείσης της Αυστρίας, που ήταν ουδέτερη μέχρι εκείνη τη στιγμή, κατά της Γαλλίας. Διακρίθηκα και στις μάχες αυτές και  προάχθηκα από τον Αυτοκράτορα, στο βαθμό του ταγματάρχη.
Αλλά τις νέες αυτές νίκες μας, εξουδετέρωσαν οι αποτυχίες του
στρατάρχου Νέυ πλησίον του Βερολίνου, του στρατάρχου Βαντάμ στο Κούλμ, και του Μακδόναλ στη Σικελία. Οπότε, ο Ναπολέων διέ-ταξε την αποχώρηση, κατά την οποία έλαβε χώρα η μάχη στη Λειψία.
Εν τω μέσω όμως της μάχης αυτής, οι σύμμαχοί μας Βιτεμβέργιοι και Σάξωνες μετέβησαν στον εχθρό, ο οποίος ήταν διπλάσιος σχεδόν από εμάς. Η δε λιποταξία αυτή, μας ανάγκασε μετά τριήμερο, πάλι να μετατρέψουμε την αποχώρηση σε υποχώρηση και αυτή σε φυγή προς το Ρήνο, του οποίου την διάβαση αποπειράθηκαν να μας
εμποδίσουν οι σύμμαχοί μας Βαυαροί, λιποτακτήσαντες και αυτοί.
Αλλά τους κατατροπώσαμε στο Χανάου, φονεύοντες απ΄ αυτούς περί τις δέκα χιλιάδες και στις 30 Οκτωβρίου 1813 εισήλθαμε στα όρια της αυτοκρατορίας. Η Γαλλία απειλείτο επομένως από εισβολή των
εχθρών. Ο Ναπολέων εζήτησε από το Νομοθετικό Σώμα, την άδεια να στρατολογήσει εκ νέου 300.000 άνδρες. Αλλά το νομοθετικό σώ-μα, οργίστηκε κατ΄ αυτού και συνεπώς επήλθε ρήξη, μεταξύ του Να-πολέοντος και αυτού, η οποία επέφερε ολέθρια αποτελέσματα, εν-θαρρύνοντας τους εχθρούς αφενός για εισβολή, μείωσε αφετέρου τις δυνατότητες της άμυνας. Την 25η  Ιανουαρίου αναχώρησε από το Παρίσι ο Ναπολέων, μεταβαίνοντας στη στρατιά. Τετρακόσιες χιλιάδες και πλέον εχθρικού στρατού των συμμαχισάντων χωρών της  Ευρώπης, διευθύνονται προς τους Παρισίους, από διάφορα σημεία.
Ο Σβάρτζεμπεργ και ο Βλύχερος, οδηγώντας ο μεν 150.000 ανδρες, ο δε 130.000 πλησίαζαν να συνενωθούν στην Καμπανία.
Ο Ναπολέων εκστράτευσε αυτοπροσώπως στην Καμπανία, θεωρώντας αυτήν ως το μάλλον επίκαιρο σημείο.
Ο στρατός του, αποτελείτο από τα συντρίμμια των προηγουμένων στρατιών, διότι η τελευταία στρατολογία απέτυχε, επειδή έδειξε
αδιαφορία ο Γαλλικός λαός. Και εντούτοις με αυτόν τον λίγο αλλά
ανδρείο και επιτήδειο στρατού του, παρακώλυσε την ένωση των δύο τούτων εχθρικών μοιρών, κατασυντρίψας τον μεν Βλύχερον στον Μάρνην ποταμόν τον δε Σβάρτζεμπεργ στο Σηκουάνα.
Στις μάχες αυτές που διήρκησαν πολλές ημέρες προάχθηκα σε
αντισυνταγματάρχη.
Αλλά όλες αυτές οι επιτυχίες του απέβησαν άγονες, διότι αφενός κατανικήθηκαν οι στρατάρχες του, ο μεν Ωζιερώ από τους Αυστριακούς στη Λυών, ο Σούλτ από τους Άγγλους στην Ισπανία και ο στρατηγός Μαιζών στην Βελγικήν από το Βερναδώτ. Αφετέρου δε άρχισαν οι αποστασίες εντός αυτής της οικογένειάς του.
Τα λείψανα της μοίρας του Βλύχερου, συνενώθηκαν με τη μοίρα
τη Βελγική και οι στρατοί αυτοί φάνηκαν όπισθεν του Ναπολέοντα,
ο οποίος και πάλι κατατρόπωσε αυτούς και θα τους εξολόθρευε εντελώς, αλλά η φρουρά της Σουασσών παραδόθηκε ανοίγοντας δίοδο φυγής σε αυτούς. Τότε ο Ναπολέων απελπίστηκε ότι θα επιτύχει οριστικές νίκες κατά του εχθρού και συνέλαβε το σχέδιο, να αποκόψει την αποχώρηση αυτού και προχώρησε στο Σαίν Διέζ. Οι στρατάρχες του συμμαχικού στρατού, πτοήθηκαν από το σχέδιο του Ναπολέοντος, αλλά οι φιλοβασιλικοί στο Παρίσι, τους ενεθάρρυναν να βαδίσουν κατά των Παρισίων το οποίο και έπραξαν, αδιαφορήσαντες περί του όπισθεν επαπειλούντος αυτούς κινδύνου. Ο Ναπολέων βλέποντας, ότι το στρατήγημά του απέτυχε, όταν οι εχθροί πολιόρκησαν το Παρίσι, εγκατέλειψε την στη Σαίν -Διζιέ πορεία και προχώρησε στο Παρίσι, όπου φτάσαμε την 1 Απριλίου. Αλλά την προηγούμενη ημέρα της αφίξεώς μας οι Παρίσιοι παρεδόθησαν με συνθήκη.
Μαθαίνοντας ο Ναπολέων, ότι η Γερουσία κήρυξε αυτόν έκπτωτο του θρόνου και το επί της διαδοχής της Βασιλείας δικαίωμα της οικογένειάς του κατηργημένο, απεσύρθη στο Φονταινεμπλώ και από κει απέστειλε πρεσβεία στους εχθρούς, η οποία είχε εντολή να δηλώσει στους συμμάχους εχθρούς, ότι παραιτείται υπέρ τού υιού του. Αλλά
ο Δούκας της Ραγούζης, στρατάρχης Μαρμών, ο οποίος επικεφαλής 50.000 εκλεκτού στρατού φύλαγε την προς Φονταινεμπλώ οδό, προσήλθε στους εχθρούς εγκαταλείποντας την οδό ελεύθερη.
Όταν ο Αυτοκράτωρ έμαθε την προδοσία αυτού, τόσο εξεμάνει, ώστε επί παρουσία όλων μας ανέκραξε
«Αχάριστε, δυστυχία μεγαλύτερη της ιδικής μου σε αναμένει».
Ουδεμία ελπίς πλέον έμεινε στο Ναπολέοντα, οπότε την 11 Απριλίου 1814 παραιτήθηκε εγγράφως και για αυτόν και για τα τέκνα του, των θρόνων της Γαλλίας και της Ιταλίας.
Οι σύμμαχοι παραχώρησαν στο Ναπολέοντα την κυριαρχία της νή-σου Έλβας και οπωσδήποτε, αδρές συντάξεις και επιχορηγήσεις γι αυτόν, την οικογένεια του και τους υπασπιστές του.

Την 20η  του ίδιου μήνα Απριλίου αναχώρησε στην Έλβα, παραλα-βών και 400 άνδρες της εκλογής του μεταξύ των σωματοφυλάκων του. Παρεκάλεσα μετά δακρύων τον αυτοκράτορα να με συμπεριλάβει μεταξύ των 400 αλλά έμεινε αμετάπειστος.
—Όχι, αδύνατον παιδί μου, δεν δύναμαι να αδικήσω τον πατέρα σου, συμπαρασύροντας και σένα στην εξορία. Είπε στον πατέρα σου τους χαιρετισμούς μου. Δεν μπορούσα να αρθρώσω λέξη, έκλαια σαν νήπιο, πήρα το χέρι του και το καταφίλησα με ευγνωμοσύνη και αγάπη.
Ο αποχαιρετισμός του προς τη Φρουρά του ήταν συγκινητικότατος.
Άρχισε να απαγγέλει αυτόν εντόνως και τελείωσε με ολολυγμούς.
Μετά την αναχώρηση του μεγαλοφυούς εκείνου ανδρός στην Έλβα, μετέβην στο Παρίσι και υπέβαλα την παραίτηση μου από του βαθμού του αντισυνταγματάρχου την οποία είχα αποκτήσει, σκοπεύοντας να επιστρέψω στη Συρία, κοντά στον πατέρα μου.
Αλλά νέα σειρά γεγονότων με κράτησαν στο Παρίσι.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ
Οι πιστοί που έμειναν στον Ναπολέοντα στρατιωτικοί, άρχισαν να οργανώνονται, για να εκδιώξουν το Λουδοβίκο ΙΗ' και να επαναφέ-ρουν στο θρόνο το Ναπολέοντα.
Όπως ήταν επόμενο, έλαβα και εγώ μέρος στη συνομωσία. Αλλά μετά λίγο χρόνο ανακαλυφθήκαμε από τις αρχές και κλειστήκαμε στις φυλακές, μέχρι της επανόδου του Ναπολέοντα στο Γαλλικό θρόνο.
Άμα ο Ναπολέων κατέλαβε το θρόνο, όλη η Ευρώπη συνασπίστηκε και εκστράτευσε εναντίον του. Μετά πολλές περιπέτειες σαράντα ημερών, έγινε η μάχη του Βατερλώ, κατά την οποία νικηθήκαμε κατά κράτος, ένεκα πολλών και διαφόρων αιτιών και ιδίως της αργοπορίας του στρατηγού Γροσχύ, τον οποίο αναμέναμε.
Κατά τη διάρκεια της ιστορικής αυτής μάχης, πληγώθηκα επικίνδυνα στο στήθος από σφαίρα, ενώ τοποθετούσα στο παρακείμενο δάσος 12 πυροβόλα, τα οποία δια ανωμάλων και επικινδύνων οδών και υπό το συνεχές πυρ των εχθρών, κατόρθωσα να μεταφέρω, οπότε δεν είδα το τέλος αυτής.
Όλα τα μετά τη μάχη είναι γνωστά, επομένως θεωρώ περιττό να τα επαναλάβω, καθ’ όσον δεν συνδέεται ο βίος μου προς αυτά.
Στο νοσοκομείο διέμεινα επί 2 σχεδόν μήνες. Τις πρώτες ημέρες κα-τεχόμουν από σφοδρότατο τραυματικό πυρετό, ο οποίος επί πολλές ημέρες κρατούσε σε αμφιβολία τους χειρουργούς περί της ζωής μου. Όταν ο πυρετός παρήλθε και η πληγή μου επουλωνόταν, σηκώθηκα από το κρεβάτι και περιφερόμουν στον κήπο, προς διασκέδαση.
Είχα μάθει την καταστροφή του Ναπολέοντα και με είχε καταλάβει απογοήτευση. Αγαπούσα σαν πατέρα μου τον γίγαντα εκείνον,

ο οποίος επί δεκαπενταετία έσειε τον κόσμο και θαύμαζα την μεγα-λοφυΐα του. Κάποια μέρα, ενώ περπατούσα στον κήπο, ήλθε ο ταχυδρόμος και μου έδωσε δύο επιστολές, προς εμένα απευθυνόμενες
και προερχόμενες η μία από το Παρίσι, η άλλη από την Κωνσταντι-νούπολη. Αποσφράγισα την πρώτη και διάβασα τα εξής:
Προσφιλέστατέ μου Αχμέτ.
Άμα ως λάβεις την παρούσα μου, σπεύσον τάχιστα να εγκαταλείψεις την Γαλλίαν, δραπετεύων κρυφά εκ του νοσοκομείου. Κατά σου και τινών άλλων συνομοσάντων και φυλακισθέντων υπέρ τού Βοναπάρτου, προ της εισβολής αυτού, εξεδόθησαν εντάλματα συλλήψεως, άτινα αποστέλλονται αύριον. Προσεχώς δικάζεται ο στρατάρχης Νέυ. Ως γνωρίζω θα καταδικασθεί. Το αυτό σε περιμένει. Σχίσε την επιστολή και φύγε.     
                                                                                       Σε ασπάζομαι
«I. Κ».

Η επιστολή αυτή ήταν σαφής, κατάλαβα ότι προερχόταν από τον φίλο και σύντροφο των πρώτων ήμερων της αφίξεως μου στο Παρίσι, Ιούλιον Κλεβέρ, συνταγματάρχη.
Αποφάσισα λοιπόν να αναχωρήσω αμέσως.

Άνοιξα και την άλλη επιστολή στην οποία έγραφε τα έξης:

«Μετά συντετριμμένης καρδίας, σου αναγγέλλω τρομερό δυστύχημα.
Ο πατήρ σου και αρχηγός μου, απέθανε προ 8 ημερών, η δε μήτηρ σου κατάκειται, ασθενούσα βαρέως. Σπεύσον να έλθεις ενταύθα, διότι αυτή είναι η τελευταία επιθυμία του πατρός σου.
Σε ασπάζομαι
ΡΑΗΣ ΜΕΧΜΕΤΟΓΛΟΥΣ

Έκλαψα πικρά επί μία ώρα, έπειτα σηκώθηκα, μετέβηκα στο θάλαμό μου, έλαβα ότι πολύτιμο και χρήσιμο είχα και δραπέτευσα από το θεραπευτήριο. Στο πρώτο χωριό που απήντησα, αγόρασα μία χωρική ενδυμασία, αγόρασα ένα ιππάριο και χωρίς να μείνω για να αναπαυτώ, εξακολούθησα την πορεία μου, διευθυνόμενος προς Μασσαλία, όπου ήμουν βέβαιος ότι θα εύρισκα κάποιο πλοίο Ελληνικό, να αναχωρεί για την Ανατολή, με το οποίο ν’ αποβιβαστώ σε κάποιο τουρκικό  λιμάνι.
Κατά τη διαδρομή, απέφευγα να διανυκτερεύσω σε χωριά πολυάν-θρωπα, όπου υπήρχε στρατιωτική δύναμη, φοβούμενος μήπως
αναγνωριστώ.
Τέλος, μετά εικοσαήμερη οδοιπορία έφθασα στη Μασσαλία, όπου επιβιβάστηκα κρυφά σε ένα πλοίο υδραϊκό, έτοιμου προς αναχώρη-ση και κυβερνώμενο από το Λάζαρο Κριεζή και αναχώρησα.
Μετά δίμηνο ταξίδι, κατά το οποίο πολλές φορές κινδυνεύσαμε να πνιγούμε, φτάσαμε στην Κωνσταντινούπολη.
Άμα αποβιβάστηκα στην ξηρά, έσπευσα να αναζητήσω τη μητέρα μου. Αλλά η δύστυχος αυτή είχε πεθάνει.
Συγκέντρωσα τότε όλα τα έγγραφα του πατέρα μου και έλαβα την περιουσία την οποία μου άφησε, ανερχόμενη στο ποσόν των δύο εκατομμυρίων γροσίων. Παρουσιάστηκα στο Μεγάλο Βεζύρη και ζήτησα να καταταχθώ στον τουρκικό στρατό. Την τρίτη ημέρα από της αιτήσεως μου, ο Μέγας Βεζύρης απέστειλε το γραμματέα του και μου ανήγγειλε, ότι επιθυμεί να με δει τάχιστα.
Έσπευσα αμέσως στην πρόσκλησή του.
Μόλις με είδε, με εκάθησε πλησίον του και μου είπε, ότι ο Σουλτάνος διέταξε, να με παρουσιάσει προς αυτόν ταχέως.
Απέστειλε λοιπόν και έλαβε τις διαταγές του περί τούτου, κατά τις οποίες επιτρεπόταν σε εμέ να παρουσιαστώ αμέσως.
Ο Σουλτάν Μουχμάτης δε μοιάζει με τους προκατόχους του, είναι
άνθρωπος μορφωμένος σαν ευρωπαίος και ευφυής.
Άμα με είδε, με παρατήρησε από το κεφάλι μέχρι τα πόδια με εξετα-στικό βλέμμα και έπειτα με ρώτησε για το Ναπολέοντα, για το Γαλλικό στρατό, για τις μάχες στις οποίες έλαβα μέρος και για οτιδήποτε αφορούσε τη Γαλλία.
Στις απαντήσεις μου ήταν προσεκτικότατος. Του διηγήθηκα όλα τα αφορώντα τον Ναπολέοντα, τις έκτακτες νίκες και τις μεγάλες κατα-στροφές του. Έπειτα με ρώτησε για το βαθμό τον οποίο είχα στο Γαλλικό στρατό και απόρησε πως σε τόσο νεαρή ηλικία, είχα το βαθμό τού αντισυνταγματάρχου. Του απάντησα, ότι διέπρεψα πάντοτε στις μάχες, ότι πληγώθηκα πολλές φορές, ότι κυρίευσα σημαίας κ.α.
—Και θέλεις, μου είπε ο Βεζύρης, να καταταχτείς εις τον στρατό μου.
—Μάλιστα Κραταιότατε, αυτή είναι η επιθυμία μου.
—Θα διατάξω τον Βεζύρην μου, να σε τοποθετήσει καταλλήλως και ελπίζω να ομοιάσεις τον πατέρα σου, ο οποίος ήταν γενναίος στρα-τιώτης και αφοσιωμένος υπήκοος.
Ευχαρίστησα το Σουλτάνο, ασπάστηκα το χέρι του, το οποία μου
έτεινε και αναχώρησα κατευχαριστημένος. Η συνομιλία μου αυτή
με το Σουλτάνο, διήρκεσε επί τρεις περίπου ώρες. Την επομένη
μόλις ξύπνησα, ειδοποιήθηκα από τον υπηρέτη μου, ότι ένας Πασάς επιθυμούσε να μου ομιλήσει και με ανέμενε στον προθάλαμο, όπου εισερχόμενος βρήκα τον πρώτον υπασπιστή του Σουλτάνου να με περιμένει.
Με χαιρέτησε με σεβασμό και μου έδωσε φάκελο, φέροντα τα σήματα και τη σφραγίδα του Σουλτάνου, γονυπέτησα κατά τα έθιμα, ασπάστηκα τα σήματα, έθεσα τον φάκελο επί της κεφαλής μου και έπειτα τον άνοιξα.
Βρήκα δε εντός αυτού έγγραφο του ίδιου Σουλτάνου, δια του οποίου διοριζόμουν Γενικός Επιθεωρητής του Πυροβολικού, μου απενεμήθη δε συγχρόνως και ο τίτλος του Μπέη.
Παρεκάλεσα τον Πασά, να διαβιβάσει στο Σουλτάνο την ευγνωμοσύνη και την αφοσίωση μου και έπειτα μετέβηκα στο Τοπχανέ και ανέλαβα τα καθήκοντά μου, δίνοντας όρκο πίστεως.
Το βράδυ επέστρεψα στην οικία μου νωρίς, είχα να εκτελέσω εργα-σία την οποία ένεκα των διαφόρων ασχολιών μου από την ημέρα της αφίξεως μου, δεν κατόρθωσα.
Ήθελα να διαβάσω όλα τα έγγραφα του πατέρα μου. Κάποια προαίσθηση μου έλεγε, ότι μεταξύ των εγγράφων του πατέρα μου, υπήρχε το μέλλον μου ολόκληρο. Εκτός δε τούτου, θυμόμουν τις τελευταίας λέξεις τις οποίες μου είπε αποχαιρετώντας με, όταν αναχωρούσα για τη Γαλλία. Κλείστηκα στο δωμάτιο μου και ανοίγοντας μικρό κιβώτιο, μέσα στο οποίο ήταν κλεισμένα τα έγγραφα, άρχισα να τα εξετάζω. Πρώτος έπεσε στα μάτια μου φάκελος επιμελώς σφραγισμένος, επί του οποίου υπήρχε η έξης επιγραφή γραμμένη στα Ελληνικά.
ΕΠΙΣΤΟΛΑΙ ΤΟΥ ΑΔΕΛΦΟΥ ΜΟΥ ΤΑΣΣΟΥ
Έμεινα έκπληκτος, γιατί πρώτη φορά ανακάλυπτα ότι ο πατέρας μου είχε αδελφό, φέροντα μάλιστα χριστιανικό όνομα. Είναι αλήθεια ότι μου είχε ομολογήσει ότι είναι χριστιανός, αλλά εγώ τότε, παιδί ακόμα, δεν έδωκα προσοχή, ούτε γνώριζα τι εστί θρήσκευμα. Κατόπι λησμόνησα και την ομολογία του αυτήν, την οποία μόνον το βράδυ εκείνο θυμήθηκα. Άνοιξα με μεγάλη περιέργεια και ενδιαφέρον το φάκελο. Μέσα σ΄ αυτόν περιέχονταν περί τις πενήντα επιστολές. Τις ανέγνωσα όλες, έκτος μιας, την οποία κρατώ στο στήθους μου πάντοτε.
Οι άλλες ήσαν επουσιώδεις. Πραγματεύονταν περί οικογενειακών υποθέσεων, έχοντας μάλιστα χαρακτήρα τυπικών επιστολών, με σκοπό στην ανταλλαγή πληροφοριών, περί της υγείας συγγενών και φίλων. Σε μερικές απ΄ αυτές υπήρχαν και κάποιες περικοπές αλληγορικές, τις οποίες κατόπιν εννόησα. Η μία όμως εξ αυτών έχυνε φως και στο σκοτεινό μέρος των άλλων. Ιδού αυτή.
Ο Αχμέτ σηκώθηκε προχώρησε προς το φανό που υπήρχε στο δω-μάτιο του πλοιάρχου και διάβασε με συγκίνηση.

Πρεκοπάνα 18 του Φλεβάρη 1814
Αδελφέ μου.
Είμαι καλά και το αυτό εύχομαι στο Θεό και για σένα. Βρίσκομαι στο Βίτσι και πολεμάω ολημερίς και ολονυκτίς τους οχτρούς. Τα βράχια και τα δένδρα του Βιτσού με βοηθάνε. Ο Τσάμης μου, είναι λιοντάρι στο σπαθί. Να τον ιδείς στη φωτιά, δεν τον κάνεις πως είναι είκοσι πέντε χρονών παλληκάρι. Προψές εχαλάσαμε τ’ ασκέρια του Κεχα-γιάμπεη, μαζί με το Γάτσο. Αν ρωτάς και για τους δικούς μας, είχα μήνυμα ψες πως είναι καλά. Μου μήνυσε κι ο Ζαφειράκης, πως
θάρθει σε λίγο ο απεσταλμένος της Μεγάλης Εταιρίας, μα δεν το
πιστεύω, γιατί η Ρουσσία έτσι μας παράγγειλε και την άλλη φορά και δεν έστειλε. Ο Θεός να φωτίσει τους τρανούς, να βοηθήσουν και εμάς τους δυστυχισμένους. Σώνει πλια τόσα χρόνια που βασανιζόμαστε. Ο Τσάμης μου σου φιλεί το χέρι. Τι κάνει ο δικός σου, ήρθε από την φραγκιά; Κοίταξε να τον κάνεις Έλληνα για να ξεδικάσει τα τόσα που μας έκαναν οι οχτροί.
Σε γλυκοφιλώ συν Θεώ
Ο αδελφός σου ΤΑΣΣΟΣ

Από την επιστολή, έμαθα και μάντευσα πολλά, άλλα δεν κατόρθωσα να μάθω πρώτον, ποιος ήταν ο πατήρ μου και δεύτερον, ποιος ήταν ό αδελφός του, προς ποιους πολεμούσε και που κείται το όρος Βίτσι και το χωριό Πρεκοπάνα.
Είχα στη στρατιωτική σχολή της Βιέννης, διδαχτεί καλώς την γεω-γραφία, πλην αυτά τα ονόματα δεν τα απήντησα πουθενά, έκρυψα την επιστολή στον κόλπο μου, όπως εξετάσω πάντα τα σκοτεινά
αυτής μέρη. Έπειτα προχώρησα στην εξέτασή μου. Άνοιξα διαφό-ρους άλλους φακέλους οι οποίοι περιείχαν αλληλογραφίες προς το Μεγάλο Βεζύρη, προς διαφόρους Πασάδες και προς διάφορα άλλα, επίσημα πρόσωπα της Τουρκίας.
Μεταξύ των αλληλογραφιών τούτων, υπήρχε και η μετά του
Βοναπάρτου, η οποία περιστρεφόταν κατά το πλείστον περί εμού. ’
Αλλά ένας φάκελος αρκετά ογκώδης μου προξένησε ισχυρούς
παλμούς στην καρδιά.
Επεγράφετο έτσι:
«Προς τον υιόν μου Αναστάσιον ή Αχμέτ»
Τον άνοιξα ταχέως και μέσα σ΄ αυτόν βρήκα σταυρό, περιτυλιγμένο σε πολλά φύλλα χαρτιού γεμάτα γράμματα. Ήταν επιστολή προς
εμένα, την οποία διάβασα με αγωνία. Την έχω μαζί μου, ιδού αυτή.
«Προσφιλέστατέ μου, Υιέ»
Όταν θα αναγιγνώσκεις την παρούσα, εγώ δεν θα υπάρχω πλέον μεταξύ των ζώντων. Την έγραψα φοβούμενος μη δεν ζήσω, ίνα σε επαναδώ και σου αφηγηθώ, την ιστορία της οικογένειάς μου, της
οποίας οφείλεις και συ να ακολουθήσεις τα ίχνη. Ιδού αυτά.
Η οικογένειά μας κατάγεται εκ Ναούσης της Μακεδονίας.
Ο πατήρ μου ήτο εις των προυχόντων της ελληνικής κοινότητος
της πόλεως αυτής. Αποθανών εις ηλικία ακμαία, αφήκε τρία τέκνα. Τον Αναστάσιο ετών 24, εμέ εις ηλικία 19, και την αδελφήν μας
Αικατερίνη εις ηλικία ετών 17.
Ο αδελφός μου ανέλαβε μετά τον θάνατον του πατρός μας, την διεύθυνση των κτημάτων και του ποιμνίου μας και εγώ εξακολούθησα τα γράμματα, εις το λαμπρό σχολείο της Ναούσης. Την αδελφήν μας υπανδρεύσαμε δύο έτη μετά τον θάνατον του πατρός μου, με τον Ζαφειράκη, νέος διακεκριμένος στη Νάουσσα.
Ο προσφιλής αδελφός μου Αναστάσιος, είναι χαρακτήρας ζωηρός, βίαιος και υπερήφανος. Εις την νεαρά του ηλικία έτρεχε αδιάκοπα στους αγρούς και τα δάση, κυνηγώντας λύκους, αγριόχοιρους και διάφορα άλλα αγρίμια.
Σε ηλικία 20 ετών νυμφεύθηκε κάποια ποιμενίδα, την οποία ερωτεύ-τηκε. Μάτην ο πατήρ μου θέλησε να τον αποτρέψει από το γάμο
τούτο, γνωρίζων τον ατίθασο χαρακτήρα του. Αυτός οργίστηκε και επί ένα έτος δεν πλησίασε στην πατρική οικία.
Από το γάμο τούτο απέκτησε υιόν, εις τον οποίο έδωκε το όνομα
του πατρός μας.
Μια ημέρα του Αύγουστου του 1790 επέστρεφε στη Νάουσα από μία
διακλάδωση του όρους Βερμίου, κοινώς ονομαζόμενης Τούρλας,
όπου είχε μεταβεί προς κατασκευήν ανθράκων.
Συνοδευόταν από τέσσερις υπηρετες, που οδηγούσαν 8 ημιόνους φορτωμένους ξυλάνθρακες, προς πώληση. Επί του ενός ημιόνου είχε τοποθετήσει μεταξύ των πλευρών του φορτίου και τον υιόν του μόλις επταετή την ηλικία.
Είχε φθάσει στο Παλαιοσέλι, θέση δύο περίπου ώρες απέχουσα της Ναούσης και στάθηκε με τους συντρόφους του να αναπαυτούν και να πιουν νερό. ’Ενώ αναπαύονταν συνοδεία από επτά ιππείς τούρκους τους πλησίασε.
Η συνοδεία αυτή αποτελείτο απ΄ τον Νταλίπ Αγά και εξ ατλήδες• τούρκους, Οι τούρκοι αφίππευσαν και χαιρέτισαν τον αδελφό μου και τους άλλους.
—Ωρέ γκιαούρ, είπε ό αγάς προς τον αδελφό μου, πού τα πας αυτά τα κάρβουνα;
—Στη χώρα μου, για να τα πουλήσω.
—Αμ θα μου δώσεις και μένα τα μισά.
—Σαν τα πληρώσεις γιατί όχι.
—Και πού ακούστηκε, ωρέ γκιαούρ, να πληρώνουν οι Αγάδες τα κάρβουνα; Ρώτησε ο Αγάς εξαγριωμένος.
—Σαν δεν τ’ άκουσες Αγά μου ακόμα, τ’ ακούς τώρα, αποκρίθηκε
ο αδελφός μου μετά σταθερότητας και περηφάνιας.
Η γλώσσα σου γκιαούρ, θα σου κάνει τα πλευρά σου μαύρα, είπε ο Αγάς, υψώνοντας συγχρόνως τη μάστιγα του κατά του αδελφού μου.
Αλλά αυτός ταχύς ως αστραπή, έσυρε το πιστόλι του και πυροβόλη-σε κατά του στήθους του Αγά, ο οποίος έπεσε ύπτιος, μπαίνοντας
Ατλήδες= Οι Ατλήδες ήταν σώμα εξαίρετο του Τουρκικού ιππικού, παίρνοντας την επωνυμία αυτή απ΄ τους ατίθασους ίππους τους οποίους ίππευαν, τα κοινώς λεγόμενα από τους Τούρκους άτια. Από εμάς βαρβάτα.


η σφαίρα στην καρδιά του. Ακαριαία οι Τούρκοι και οι υπηρέτες του αδελφού μου αντεπυροβολήθηκαν. Τέσσαρα πτώματα κυλίστηκαν στο έδαφος, εκ των οποίων τα τρία ανήκον σε Τούρκους και το ένα στους έλληνες.
Οι εναπομείναντες τρεις τούρκοι τράπηκαν σε φυγή, εγκαταλείποντας και τους ίππους τους, πλην ενός που πρόφθασε να ιππεύσει.
Ο αδελφός μου τους κατεδίωξε, συνέλαβε και φόνευσε τους δύο. Έπειτα εγκαταλείποντας και άνθρακες και ημιόνους και τους ίππους των φονευθέντων, πήρε τον υιόν του στην αγκαλιά του και ετράπη-σαν στα όρη μαζί με τους υπηρέτες του.
Έκτοτε, το όνομά του ενέπνεε τρόμο στους Τούρκους. Κατέστρεψε πολυάριθμα καταδιωκτικά αποσπάσματα, αιχμαλώτισε πασάδες και βέηδες, λεηλάτησε χωριά και τουρκικές πόλεις. Ο Σουλτάνος προκήρυξε την κεφαλήν του αντί πεντακοσίων τουμπιέδων•.
Αλλά τα δυστυχήματα όλα, έπεσαν επί της οικογένειας και των συγ-γενών του. Ο Μουδέρης• της Ναούσης, μας συνέλαβε όλους προς εκδίκηση αφενός και όπως τον αναγκάσει να παραδοθεί αφετέρου. Και κατά πρώτον διέταξε και κατακρεούργησαν το μικρότερο των
τέκνων του, που μόλις ήταν ενός έτους, απείλησε δε ότι θα κρεμάσει και τη σύζυγό του και το έτερον τέκνον του και εμάς όλους.
Ο αδελφός μου δεν δείλιασε καθόλου, αλλά έγραψε στον Μουδέρη, ότι χάριν της ελευθερίας της πατρίδας του και της θρησκείας, ας μας κρεμάσουν όλους. Προς εκδίκηση δε λεηλάτησε και πυρπόλησε το τουρκικό χωριό Βουγκιάνη, κατοικούμενο από 85 τουρκικές οικογέ-νειες και 10 χριστιανικές.
Ο Μουδέρης εξοργίστηκε και διέταξε και έδεσαν εμένα μεν επί
δένδρου, την αδελφή μου, την οποία είχε σύζυγο ο Ζαφειράκης, που βρισκόταν τότε εις το Άγιο Όρος, σε άλλο δένδρο και την μητέρα μας κρέμασαν απ΄ τους μαστούς, απειλώντας ταυτόχρονα να κατακρεουργήσει και τα έτερα δύο τέκνα της αδελφής μας, εάν εγώ δεν δεχόμουν το τουρκικό θρήσκευμα.
Φαντάσου πολυαγαπημένε μου υιέ, σε οποία φρικώδη αγωνία ευρι-σκόμουν, να βλέπω τη μητέρα μου κρεμάμενη απ΄ τους μαστούς και την αδελφή μου δεμένη σε δένδρο και ολοφυρόμενη από το φόβο μήπως φονεύσουν τα τέκνα της. Με είχαν υποβάλλει μέχρι της ώρας εκείνης, στα απανθρωπότερα σωματικά βασανιστήρια, που δύναται να επινοήσει ανθρώπινος νους και εντούτοις έμενα άκαμπτος.
Είχα αποφασίσει να αποθάνω βασανιζόμενος, αλλά ουδέποτε να
εγκαταλείψω την πίστη των πατέρων μου. Η ψυχική όμως βάσανος
εκείνη, στην οποία με υπέβαλαν, υπερέβαινε τα όρια της ανθρώπινης καρτεροψυχίας και υπομονής.
Τουμπιές= Χρυσό νόιμισμα, αξίας 90 δραχμών, της προ του 1886 εποχής.
Μουδέρης=Διοικητής, έχοντας και στρατιωτικό αξίωμα.
Ω! είμαι βέβαιος ότι και αυτός ο ατίθασος αδελφός μου, εάν «ιδίοις όμμασι» έβλεπε τις βασάνους στις οποίες υπέβαλαν την γραίαν μη-τέρα μας, την αδελφή μας και τα τέκνα αυτής, θα θυσίαζε τον εαυτό του, για να σώσει τα αθώα εκείνα πλάσματα.
Και όμως ακόμη δίσταζα.
Κάποια φωνή ενδόμυχος, ο εγωισμός μου, μου έλεγε, ότι όφειλα να υπομείνω και την καταχθόνια αυτή βάσανο. Τους δισταγμούς μου όμως, διέλυσαν οι κραυγές της θνησκούσης σχεδόν μητρός μου και οι σπαραξικάρδιοι ολολυγμοί της αδελφής μου.
Δήλωσα λοιπόν εις τον Πασάν, ότι δέχομαι το οθωμανικό θρήσκευμα και έτσι απάλλαξα τα αθώα εκείνα πλάσματα των βασάνων.
Ο Πασάς με περιποιήθηκε πολύ και με απέστειλε στην Κωνσταντι-νούπολη προς το Σουλτάνο, για να επιδειχθεί σ΄ αυτόν για το κατόρ-θωμά του. Ο Σουλτάνος με υποδέχτηκε χαίροντας και μου παρέσχε τιμές και πλούτη, θέλοντας δι’ αυτού τού μέσου να ενθαρρύνει τους χριστιανούς στην αρνησιθρησκία.
Τιμήθηκα λοιπόν σε μεγάλη τελετή στο Τζαμί του Σουλτάνου και μου απεδόθη το όνομα Ζιεράχ και ο τίτλος του Πασά. Αλλά εάν κατά τύ-πους έγινα Οθωμανός, κατά βάθος όμως έμεινα άδολος χριστιανός, τρέφοντας άσπονδο μίσος κατά των εκβιαστών μου και σκοπεύοντας εις πάσα ευνοϊκή περίσταση να εκδικηθώ κατ’ αυτών σκληρά.
Μετά λίγο χρόνο ο Γάτσος, ισχυρός προύχοντας της Νάουσας, ερχόμενος σε σύγκρουση προς τον Μουδέρη της Νάουσας και απειλούμενος να συλληφθεί και φονευθεί απ’ αυτόν, συγκέντρωσε όσους δυνήθηκε χριστιανούς, παράτησε τον αρματωλικό βίο και συνενώθηκε με τον αδελφό μου. Οι τούρκοι λοιπόν λεηλάτησαν προς εκδίκηση τις οικίες αυτού και των συγγενών του και άρπαξαν τις θυγατέρες του, στέλνοντάς τες προς πώληση στην Κωνσταντινούπολή, όπου υπήρχαν σωματεμπορία. Συχνότατα επισκεπτόμουν τα σωματεμπορία τούτα, στα οποία πωλούντο ως κτήνη ωραίες παρθένες χριστιανές και εξαγόραζα όσες τα χρηματικά μου μέσα μου επέτρεπαν και απέδιδα σ΄ αυτές την ελευθερία. Μίαν πρωία λοιπόν εξετάζοντας τις προς πώληση παρθένους, ανεγνώρισα μεταξύ αυτών και τη θυγατέρα του Γάτσου, παρθένο εικοσαετή περίπου, την οποία συμπαθούσα όταν ήμουν στη Νάουσα. Πλησίασα προς αυτήν και μετά παλλούσης καρδίας της είπα:
—Πώς Μαρία και σε έφεραν εδώ;
—Α! Ο Καρατάσος, ο τούρκος, είπε με αποστροφή, σαν να μιλούσε στον εαυτό της.
—Όχι Μαρία, απατάσαι δεν είμαι τούρκος, είμαι εν κρυπτώ χριστια-νός από τους θερμότερους.
—Αδιάφορο τι είσαι εν τω κρυπτώ, δεν έπρεπε τότε ν’ αλλάξεις την πίστη του Χριστού μας.
Οι λόγοι αυτοί της αγνής παρθένου, μου πλήγωσαν την καρδιά. Θε-ωρούμουν λοιπόν στη Νάουσα ως επονείδιστος. Δεν της είπα τίποτε άλλο πλέον, αλλά μετέβην και αγόρασα αυτήν από το σωματέμπορο, αντί δεκαπέντε χιλιάδων γροσίων.
«Είναι μου είπε ο σωματέμπορος, κορίτσι του Γάτσου του Καπετάνι-ου και γι’ αυτό έχει τόσο ακριβά». Δεν του απήντησα,  αλλά παρέλαβα τη Μαρία και αναχώρησα ταχέως.
Καταρχάς αυτή έδειχνε αποστροφή φοβερή προς εμένα, αλλά έπειτα, της αφηγήθηκα ακριβώς ότι συνέβη, της μίλησα πολύ για τους σκοπούς μου και την ρώτησα, εάν ήθελε να γίνει σύζυγός μου, διά μυστικής ιεροτελεστίας χριστιανικής ή εάν προτιμούσε να της αποδώσω την ελευθερία της, της οποίας όμως δεν θα μπορούσε να κάμει χρήση, καθ’ όσον δεν μπορούσε να επιστρέψει στην πατρίδα της, επειδή θα την αιχμαλώτιζαν εκ δευτέρου και Κύριος οίδεν, εις τίνος φανατικού τούρκου χείρας θα έπεφτε.
Πείσθηκε εις τους φρονίμους τούτους λόγους μου, έστερξε να γίνει σύζυγός μου, όπως με βοηθήσει και εις τους σκοπούς μου.
Μετέβημεν λοιπόν εις το Πατριαρχείο κρυφίως και ευρόντες κάποιον ιερέα  εξομολογηθήκαμε εις αυτόν και παρακαλέσαμε να μας στέψει μυστικά.
Ο ιερεύς αυτός με ευχαρίστηση και φιλοπάτριδος ενθουσιασμού,
εξετέλεσε την παράκλησή μας και έτσι η Μαρία έγινε σύζυγός μου.
Λίγους μήνες μετά το γάμο μας, διατάχθηκα από το Σουλτάνο να
μεταβώ στη Συρία και να τεθώ υπό τις διαταγές του Μουράτ Πασά, αρχιστρατήγου του εκεί μαχόμενου τουρκικού στρατού, προς κατά-σβεση αποστασίας κάποιων εντοπίων Πασάδων.
Η περίσταση ήταν λαμπρά για μένα, πρώτον μεν, όπως διαπρέψω και καταλάβω ανωτέρα αρχήν εκείνης την οποίαν είχα, δεύτερον δε όπως πολεμήσω τους Τούρκους και διά Τούρκων μάλιστα, κατά των οποίων έτρεφα άσπονδο μίσος.
Εγκαταλείποντας λοιπόν αμέσως την Κωνσταντινούπολη, παίρνο-ντας μαζί και τη σύζυγό μου που ήταν έγκυος, αναχώρησα κατεπει-γόντως για τη Συρία.
Ο Μουράτ Πασάς προς τον όποιον παρουσιάσθηκα, ήταν άνθρωπος ανίκανος και μικρόνους. Διοικούσε οκτώ χιλιάδες εκλεκτού στρατού και όμως, επί ένα σχεδόν έτος δεν κατόρθωσε να καθυποτάξει ολιγάριθμους αποστάτες ασύντακτους και αδαείς.
Αφού μελέτησα καλώς τα μέσα και τις ελλείψεις των αποστατών, παρουσιάσθηκα προς τον Μουράτ Πασάν και του εζήτησα να αναθέσει σε μένα υπό ατομική μου ευθύνη, την κατάπαυση της επαναστάσεως εντός τριών μηνών.
Δέχθηκε την πρότασή μου ευχάριστα, διότι τον έβγαλε από την αμή-χανη θέση του και έσπευσε να αναγγείλει τούτο εις την Υψηλή Πύλη, όπως απαλλαγεί της ευθύνης. Άμα ανέλαβα τη διοίκηση του στρατού δεν απώλεσα τον καιρόν, αλλά επιτεθείς κατά των αποστατών, άλλους μεν κατασυνέτριψα και άλλους πολιορκώντας τους εξανάγκασα να παραδοθούν άνευ ορών.
Και αυτά έγιναν σε χρονικό διάστημα λιγότερο των τριών μηνών.
Η υψηλή Πύλη, λαβούσα γνώση των πράξεών μου, ανακάλεσε το Μουράτ Πασάν και ανέθεσαν σε εμένα την αρχιστρατηγία, ορίζοντας ως έδρα μου το ισχυρό φρούριο της Πτολεμαΐδος, του οποίου και Φρούραρχο με διόρισε. Αμέσως προσκάλεσα Γάλλους μηχανικούς, στους οποίους ανέθεσα την επιδιόρθωση και οχύρωση του φρουρίου, διά της κατασκευής νέων πυροβολείων κτλ.
Στη θέση αυτή βρισκόμουν όταν γεννήθηκες, φίλτατε υιέ μου. Φρό-ντισα όσον μπόρεσα να σε εκπαιδεύσω καλώς, ελπίζοντας ότι ήθελες φανεί μίαν ημέρα χρήσιμος στην πατρίδα μας. Ανέθεσα σε ένα Γάλλο εκ των μηχανικών μου, να σου παραδίδει μάθημα Γαλλικών, μανθάνοντας συγχρόνως και εγώ τη Γαλλική.
Προσκάλεσα με αδρό μισθό διδάσκαλο της Ελληνικής, όπως εκπαι-δευτείς και εις την πάτριον γλώσσα και ένα Δερβίση, να σου διδάξει και την Τουρκική. Μετά επτά έτη από της εποχής εκείνης, ο στρατάρχης της Γαλλίας Βοναπάρτης, κυρίευσε όλη την Αίγυπτο και προχώρησε μέχρι της Συρίας, της οποίας κατέλαβε πολλές πόλεις και φρούρια. Αλλά την Πτολεμαΐδα, την οποία είχα οχυρώσει καλώς δεν δυνήθηκε να την εκπορθήσει και εζήτησε να με δελεάσει όπως παραδώσω αυτήν.
Δέχθηκα καταρχήν να παραδώσω σ΄ αυτόν την πόλη τούτη, αλλά εζήτησα απ΄ αυτόν ως αντάλλαγμα, την απελευθέρωση της Ελλάδος, όταν η τύχη και η μεγαλοφυΐα του τον ανυψώσει εις δικτάτορα της Γαλλίας. Τον όρο αυτόν πρότεινα, διότι γνώριζα καλώς εξ επιστολών προς αυτόν του αδελφού του Ιερωνύμου και του Αββά Σιές, τους
οποίους είχε συλλάβει ο πλοίαρχος Σμίθ, καταστρέφοντας τον Γαλλικό στόλο, ότι προσκαλείτο εις Γαλλία, υπ’ αυτών, διότι τα πράγματα ήσαν ευνοϊκά όπως καταλάβει την ανωτάτη αρχή.
Ο Ναπολέων απέρριψε απολύτως τους ορούς μου και αποπειράθηκε διά νέων εφόδων να κυριεύσει την Πτολεμαΐδα, αλλά και πάλιν απέτυχε. Εγκαταλείποντας λοιπόν την αρχηγία της εκστρατείας στον στρατηγό Κλεμπέρ, απήλθε εις Παρισίους.
Μετά του Ναπολέοντος είχα συνδέσει στενή φιλία, κατά το διάστημα της πολιορκίας, βλεπόμασταν σχεδόν καθ’ εκάστην.
Η φιλία μας αυτή διατηρήθηκε και μετά την αναχώρησή του αμείωτος. είχαμε αλληλογραφία συχνή, την οποία διατηρήσαμε μέχρι σήμερα. Όταν έγινε αυτοκράτωρ, σε εζήτησε, για να σε σπουδάσει εκεί τα στρατιωτικά. Σε απέστειλα μετά χαράς και ευγνωμοσύνης, ελπίζοντας, ότι η μόρφωσή σου, ήθελε φανεί χρήσιμος στην πατρίδα. Πάντα τα κατόπιν σου είναι γνωστά, διότι ενηλικιώθηκες και ή αντελήφθης συ ο ίδιος τούτα ή σου το έγραψα στη Γαλλία όπου ευρίσκεσαι.
Ήδη, προσφιλέστατέ μου υιέ, θνήσκων εκ νόσου ανιάτου, σου ανα-κοινώνω μυστήριο, όπερ δέον να διαφυλάξεις στα στερνά σου μετά θρησκευτικής ευλαβείας. Υπάρχει μυστική εταιρία, έχουσα την έδρα της εν Ρωσία, υπό την επωνυμία «Φιλική Εταιρία» σκοπούσα την απελευθέρωση της Ελλάδος δι’ επαναστάσεως. Εις την εταιρία αυτήν έχω ενεργό μέρος, μυηθείς σ΄ αυτήν από του αδελφού μου Αναστασίου, του φοβερού αρματολού. Έγραψα δε στον αδελφό μου, ότι μύησα και σε. Όθεν φρόντισε να βρίσκεσαι σε συνεννόηση προς τον θείον σου.
Εκείνο όμως διά το όποίον σε εξορκίζω εις ότι έχεις ιερόν, είναι να αποφύγεις την τουρκική υπηρεσία και να αποθάνεις υπέρ της πατρίδας σου μετ’ ολίγον, όταν θα εκραγεί ή επανάσταση.
Αγάπα και σέβου την μητέρα σου η οποία είναι αγία.
Σε κατασπάζομαι από μέσης καρδίας
Ο πατήρ σου
ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΚΑΡΑΤΑΣΣΟΣ ή ΖΙΕΖΑΡ ΠΑΣΣΑΣ

Έμεινα εμβρόντητος από την ανάγνωση της επιστολής αυτής.
Ανακάλυπτα μυστήρια, τα οποία με δέσμευσαν. Τι να πράξω; Η θέση μου ήταν δεινή. Μόλις την πρωία έδωκα όρκο πίστεως στο Σουλτάνο. Να επιορκήσω, μου φαινόταν αδύνατον.
Στην Τουρκία δεν επιτρέπεται η παραίτηση, διότι στοιχίζει πολλάκις με την κεφαλήν του παραιτουμένου.
Πέρασα τη νύκτα εκείνη με μεγάλη αγωνία. Τα ερέβη της νύκτας, προσαυξάνουν την ταραχή του νου και επιτείνουν την αγωνία.
Η χαραυγή κατεύνασε την ταραχή μου και απέδωκε τη διαύγεια στην κρίση μου. «Ο πατέρας μου σκέφθηκα, δεν γνώριζε, ότι όταν διαβάζω την επιστολή του θα είμαι ήδη δεσμευμένος δι’ όρκου, άλλωστε, δύναμαι χωρίς να προδώσω τα χρέη μου, να φανώ χρήσιμος, αν όχι στην Ελληνική επανάσταση, τουλάχιστον στους Έλληνες, σώζων τους αιχμαλωτισμένους και παρέχων σ΄ αυτούς πάσα βοήθεια.
Αποφάσισα λοιπόν να μη γράψω στον θείο μου, άλλα να μείνω στην τουρκική υπηρεσία, ελπίζοντας ότι η τύχη θα με βγάλει από τη δεινή θέση μου. Παρέμεινα λοιπόν στην Κωνσταντινούπολη μέχρι της
αποστασίας του Αλή Πασά των Ιωαννίνων, οπότε διατάχθηκα να
μεταβώ εναντίον του, αφού μου ανατέθηκε η αρχηγία του από είκοσι άθλια πυροβόλα συνιστάμενου πυροβολικού.
Η αποστολή αυτή μου προξένησε χαρά, όπως προξένησε χαρά στον πατέρα μου η αποστολή του στη Συρία. Ο προς τον Αλή Πασάν πόλεμος διήρκεσε πολύ ως γνωστόν. Ο άνδρας εκείνος είχε πολεμική ικανότητα όχι τυχαία.
Ήταν δόλιος, πανούργος και ωμός όσο κανείς άλλος στην εποχή του.
Μετά μακρά πολιορκία έπεσαν τα Ιωάννινα με προδοσία και ο Αλή Πασάς φονεύθηκε. Η δε κεφαλή του τέρατος στάλθηκε στο Σουλτάνο.
Κατά την αυτή εποχή, η ελληνική επανάσταση άρχισε και διατάχθηκα να μεταβώ εδώ προς επιθεώρηση του πυροβολικού και οχύρωση του φρουρίου.
Εδώ διαμένοντας, έσωσα αιχμαλώτους και παρείχα άπειρες ευκολίες και εκδουλεύσεις σ΄ αυτούς.
Εδώ ερωτεύτηκα τη Αϊδέ μου, είναι ιστορία ολόκληρος ο έρως τού-τος, την οποία παρέλειψα να σας αφηγηθώ, διότι και δεν σας ενδια-φέρει και αρκετά σας κούρασα διά των μακρών διηγήσεών μου.
—Όχι, όχι, ανέκραξε ζωηρά ο κόμης Πέκκιο, μας έθελξε αφάνταστα  αυτή η περίεργη διήγησή σου.
—Επομένως, εξακολούθησε ο Αχμέτ, κλείνω τη διήγησή μου με τα εξής.
Μίσησα τους τούρκους, από τις σχέσεις τις οποίες είχα με αυτούς. Είναι βάρβαρος λαός και εάν δεν δεσμευόμουν από τον όρκο, θα προσχωρούσα στις τάξεις των συμπατριωτών μου. Αλλά προ πά-ντων φρονώ, ότι ο όρκος πρέπει να είναι σεβαστός σε οποιονδήποτε και αν δίνεται.
—Προ τριών ήμερών, έλαβα διαταγή να εκστρατεύσω κατά της
Αττικής και η θέση μου κατέστη δυσχερέστατη. Να πολεμήσω κατά των συμπατριωτών μου; Αδύνατον. Να μην υπακούσω στη διαταγή;
Η κεφαλή μου θα πέσει και θα στιγματισθώ.
Να μεταβώ στους Έλληνες; Θα επιορκήσω και θα προδώσω αυτούς που υπηρετώ. Σ΄ αυτή τη θέση που βρισκόμουνα, μία μου έμενε
οδός, η αυτοκτονία.
Αλλά η ζωή μου δεν μου ανήκει. Από διετίας εδόθη στην Αϊδέ, με την οποία λατρευόμαστε, στην Αϊδέ, την οποία αγάπησα αγαθή, αλλά αμόρφωτη και τη μόρφωσα και ακόμα άλλαξα τη θρησκεία της, τις συνήθειές της. Αποφάσισα λοιπόν να εγκαταλείψω τον τουρκικό στρατό και να μεταβώ με την Αϊδέ μου στη Γαλλία, τη δεύτερη πατρίδα μου. Αυτή είναι η ιστορία μου, είπε ό Καρατάσσος στενάζοντας.
—-Σας ευχαριστώ, προσέθεσε, διότι είχατε την καλοσύνη να μου προσφέρετε τα μέσα της φυγής.
Οπότε ο κόμης και πάντες οι άλλοι αγκάλιασαν τον Καρατάσσον.
Έπειτα ο Γιάννος και ο Τάσος και οι λοιποί Έλληνες, αποχαιρετώντας τον, εγκατέλειπαν το πλοίο σιωπηλοί απ΄ όσα άκουσαν και αποβιβάσθηκαν στο χωριό Βασιλικό.
Οφείλουμε όμως να ομολογήσουμε, ότι πολύ λίγο αυτοί καταλάβαι-ναν τα λόγια του Καρατάσσου, ο οποίος δε μιλούσε τη χωρική γλώσσα, αλλά απ΄ την όλη διήγηση, αντιλήφθησαν την έννοιά τους.
Το πλοίο διέπλεε τον Ευβοϊκό κόλπο, κατευθυνόμενο προς τη
Μεσόγειο θάλασσα.
-Τελειώνοντας το έκτο μέρος, φρονούμε καλό να παρατηρήσουμε,
ότι πάντα όσα αφηγούμαστε και στο κεφάλαιο αυτό, είναι ιστορικά ακριβή. Εμείς τίποτε άλλο δεν  πράξαμε, πάρα να συνδέσουμε το γεγονότα και τις χρονολογίες.
Επειδή όμως υπήρξαν κάποιες πλάνες, τις οποίες ανακαλύψαμε μετά την εκτύπωση του μέρους τούτου, πρέπει για την ιστορική ακρίβεια να επανορθώσουμε αυτές οι οποίες είναι οι εξής.
1) Ότι ο Ζειζάρ πασάς, αδελφός του Αναστασίου Καρατάσσου, δεν ονομαζόταν Δημήτριος αλλά Γεώργιος. Επίσης δε, ότι πλην αυτού εκτουρκίστηκαν και δύο αδελφές και άλλος αδελφός του Αναστασίου Καρατάσσου. Τούτον μάλιστα τον αδελφό του πατρός του Κωνσταντίνο, επονομαζόμενος Τάμης κατά το 1855 ή 1856 συνάντησε στην  Κωνσταντινούπολη, ο αείμνηστος στρατηγός Δημήτριος ή Τσάμης Καρατάσσος, κατόρθωσε να τον πείσει να επανέλθει στο χριστιανικό θρήσκευμα και τον πήρε μαζί του για να τον φέρει ενταύθα, αλλά αυτός μετανόησε επάνω στο ατμόπλοιο, αποβιβάστηκε στη Σμύρνη και επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη
2)  Ότι ο Ζαφειράκης δεν είχε ως σύζυγο αδελφή του Αναστασίου Καρατάσσου, αλλά αυτός αδελφή του Ζαφειράκη και
3)  Ότι εκτός της μητέρας και η σύζυγος του Α. Καρατάσσου, κρεμά-στηκε από τους μαστούς. Στην αγκαλιά της τελευταίας μάλιστα,
οι τούρκοι πρόσδεσαν την κεφαλήν του διετούς τέκνου της.
Ο Καρατάσσος δε, όταν έμαθε τις αποτρόπαιες αυτές πράξεις των τούρκων κατά της οικογένειάς του, εξεφώνησε τον ιστορικόν εκείνον όρκο: «θα χύσω τόσο αίμα προσκυνημένων και απροσκύνητων τούρκων ώσπου να σκεπασθεί το δένδρο που τις κρέμασαν».
Εξετέλεσε δε τον όρκο του, διότι ουδείς τούρκος αιχμάλωτός του διέ-φυγε το φόνο. Τούτο μάλιστα έγινε αφορμή ρήξεως μεταξύ αυτού και του υιού του, γιατί αφού αιχμαλωτίσανε περί τις 3.500 τούρκους, μεταξύ των οποίων οι χίλιοι περίπου ήσαν γυναίκες και παιδιά, ο Καρατάσσος Αναστάσιος θέλησε να τους φονεύσει.
Αλλά ο υιός του Τσάμης, διαφωνούσε σε τούτο και γιατί αποστρεφό-ταν το χύσιμο του αίματος εκτός της μάχης και γιατί ήθελε να ανταλ-λάξει αυτούς, με τα εκτουρκισμένα μέλη της οικογενείας του. Μετά λίγες ήμερες διέταξε τον υιό του, να μεταβεί και να προσβάλει τους τούρκους στο Τρίκερι, το οποίο έπραξε ο Τσάμης, μη υποπτευτείς τούς σκοπούς του πατέρα του. Άμα λοιπόν αναχώρησε ο υιός του διέταξε τους οπλίτες του και φόνευσε τους αιχμαλώτους πάντες ανε-ξαιρέτως με συνεχή και πυκνό τυφεκιοβολισμό.
Όταν έμαθε αυτό ο Τσάμης, αναχώρησε στην Πελοπόννησο με τους άνδρες του και ετάχθη υπό τον Κολοκοτρώνη. Η έχθρα δε πατρός και υιού διήρκεσε μέχρι της στη Μεθώνη ήττας των Ελλήνων, διοικουμένων υπό του ανικάνου Σκούρτη.
Κατά τη μάχη αυτή, πολιορκήθηκε ο Γέρο-Καρατάσσος στην Σκηνό-λακα και θα έπεφτε στα χέρια των τούρκων, αν ο υιός του Τσάμης, άμα έμαθε τούτο δεν μετέβαινε εγκαίρως, να λύση την πολιορκία και να σώσει άπό βεβαιότατο θάνατο τον πατέρα του και τους υπ’ αυτόν 900 περίπου άνδρες.
Στη μάχη αύτη, ο Τσάμης υπήρξε ήρωας.



ΜΕΡΟΣ ΕΒΔΟΜΟ


ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

Νύχτα ζοφερή περιβάλλει τα πάντα, τα νέφη κατάμαυρα κρύβουν τον ουρανό, υγρή ατμόσφαιρα πιέζει τη γη, κεραυνοί βροντώδεις φωτίζουν ακαριαία τα υψηλόκορφα, αλλά μαγευτικά Ληλάντια όρη, για να τα ρίξουν και πάλι στα ζοφώδη μεν, αλλά μυστηριώδη σκότη της νύχτας της 25ης Σεπτεμβρίου του 1825.
Τα πάντα προμηνύουν θύελλα. Το ρεύμα του πορθμού του Ευρίπου βρυχάται απαίσια, τα δε αφρίζοντα κύματά του λαμπυρίζουν, μοιάζοντας με περιδέραια αδαμαντοποίκιλτα. Ο νοτιάς συρίζει δυνατά, σείοντας μέχρι και τις ρίζες των υψιτενών και καμαρωτών δένδρων.
Η μεγαλοπρέπεια της φύσεως, που προμηνύει καταιγίδα είναι άπει-ρη. Μυστηριώδης συγκίνηση, καταλαμβάνει τον άνθρωπο αναλογι-ζόμενος το μεγαλείο της.
Όλοι οι αργοπορημένοι να επανέλθουν στις οικίας τους, επιταχύνουν το βήμα. Την 8η  βραδινή ώρα, όλοι οι δρόμοι της πόλης και του φρουρίου Χαλκίδος ήταν άδειοι.
Οι νυκτοπερίπολοι μόνον περιφέρονται, αλλά και αυτοί κρύβονται σε λίγο κάτω από τους μεγάλους και μυστηριώδεις θόλους των τειχών του φρουρίου, γιατί χονδρές σταγόνες, πρόδρομοι ραγδαίας βροχής, πέφτουν ήδη διεσπαρμένοι.
Εντούτοις, κάποιος άγνωστος, περιπλανώμενος έξω από τα τείχη του φρουρίου, προχωρεί προς τη γέφυρα της μεγάλης πύλης.
Αυτού στέκεται και παρατηρεί.
—Κι αν με γνωρίσουν, ψιθυρίζει με δισταγμό.
Ακουμπάει στον τοίχο της γέφυρας και σκέπτεται.
Αίφνης ακούει ελαφρά βήματα πλάι του και στρέφει προς αυτά.
Μία σκιά έχουσα σχήμα γυναίκας διέρχεται πλησίον του, ερχόμενη από το φρούριο. Οι οφθαλμοί του λαμπυρίζουν σαν δύο αναμμένα κάρβουνα, προσηλώνονται στη σκιά αυτή και νομίζει ή μάλλον προ-αισθάνεται ότι τη γνωρίζει και την ακολουθεί.
Μία αστραπή διασχίζει το σκοτάδι και φωτίζει τη σκιά.
Ο άγνωστος βγάζει μια κραυγή, την οποία σκεπάζει η βροντή του κεραυνού και ακολουθεί τη σκιά ψιθυρίζοντας.
—Ναι, αυτή είναι, αυτή... Μπορεί να μην είναι αυτή.
Η σκιά παρακολουθούμενη από τον άγνωστο, ακολουθεί το δρόμο προς το χωριό Δοκό. Σε κάθε της βήμα κλονίζεται κατά διαλείμματα και κάθεται για να αναλάβει νέες δυνάμεις.
Μετά από λίγο, βροχή ραγδαία πέφτει με ορμή.
Η σκιά καταφεύγει κάτω από μεγαλοπρεπή δρυ, έξω από το χωριό Δοκό. Ο άγνωστος την ακολουθεί και κάτω από τη δρυ και λαβαίνει θέση στο αντίθετο μέρος του κορμού της δρυός, επί του οποίου στη-ρίχθηκε η σκιά.
Ξαφνικά κρότος φοβερός ακούεται και η δρυς σαλεύεται από τις ρίζες της. Κραυγή απελπισίας και τρόμου φεύγει από το στήθος της σκιάς.
—Α!! αυτή είναι... Είναι η φωνή της, ψιθυρίζει ο άγνωστος.
Ο κρότος προήλθε από κεραυνό, που έπεσε επάνω στη δρυ και διατρύπησε τον κορμό της κατά μήκος μέχρι τις ρίζες της. Ο άγνωστος δεν προφταίνει να συνέλθει από την πρώτη εντύπωση του, όταν δεύτερη αστραπή, που έπεσε εκεί πλησίον, φωτίζει τη σκιά.
—Ω! αυτή είναι λέγει και ορμά προς αυτήν.
Η σκιά προσπαθεί να φύγει περπατώντας προς τα πίσω, αλλά
εμποδίζεται από τον κορμό της δρυός, ορμά λοιπόν προς τα εμπρός και πέφτει στην αγκαλιά του αγνώστου, ενώ αισθάνεται τη μέση της περισφιγμένη από δύο στιβαρά χέρια.
Ασθενής κραυγή εξέρχεται από το βάθος του στήθους της και
πέφτει αναίσθητη.
—Μαρούσα μου! κραυγάζει ο άγνωστος ολοφυρόμενος,
—Εγώ είμαι ο Γιάννος σου. Δεν με ακούς; Ω, δυστυχία μου!!!

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ
Ο Γιάννος μόλις αποβιβάστηκε στο Βασιλικό, αποχωρίστηκε από τον  Τάσο και τους συντρόφους του. Μάταια ο Τάσος, προσπάθησε να τον πείσει να τον ακολουθήσει στη Στενή, υποσχόμενος σ΄ αυτόν να φροντίσει για την αρπαγή από τη Χαλκίδα της Μαρούσας.
Ο Γιάννος, ούτε στιγμή δεν εννοούσε να ακολουθήσει. Είχε στα αυτιά του τους λόγους του Αχμέτ, ότι τη Μαρούσαν δεν μπόρεσαν να την πάρουν, γιατί είχε δραπετεύσει και ήταν πλέον ελεύθερη.
Ο Γιάννος λοιπόν, έσπευσε στα πέριξ της Χαλκίδος και επί πολλές νύκτες περπατούσε ψάχνοντας, ενώ έφευγε και κρυβόταν στους
αγρούς άμα ξημέρωνε, ρωτώντας πολλούς Τούρκους και Έλληνες
για τη Μαρούσα.
Από όλους λάμβανε τις ίδιες πληροφορίες, ότι δηλαδή η Μαρούσα  πλέον ελεύθερη, περιέτρεχε την πόλη, φιλοξενούμενη από Τουρκικές και Ελληνικές οικογένειες. Οι Τούρκοι λόγω επικρατούσης σ΄ αυτούς Θρησκευτικής δοξασίας, ότι οι τρελοί είναι άγιοι. 
Οι Έλληνες από καθαρή φιλοπατρία και φιλανθρωπία, για την καταγωγή και τα παθήματά της.
Σε κανένα δεν  μιλούσε και ήταν πάντοτε σιωπηλή και σκυθρωπή.
Εάν δε κάποιος της έλεγε:
—Τί Θέλεις Μαρούσα;
—Να πάω στου Κοντοδεσπότη τη βρύση, απαντούσε ασυνείδητα.
Η υγεία της, ημέρα με την ημέρα εξασθενούσε, ξηρός βήχας εξερχόμενος από το βάθος του στήθους της, την ενοχλούσε συνεχώς.
Ωχρότητα θανάτου διαδέχθηκε τα ροδόχρωμα μάγουλά της.
Οι οφθαλμοί της βαθουλοί από την αδυναμία, είχαν αποκτήσει είδος στιλπνότητας υαλώδους, απωλέσαντες κάθε ίχνος έκφρασης.
Είχε καταντήσει τέλος σαν σκιά, έχουσα οστά και σάρκες λίγες, ώστε να έχει το σχήμα του ανθρώπου.
Τα ενδύματα της είχαν γίνει κουρέλια, γεμάτα τρύπες, από τις οποίες φαινότανε εδώ και εκεί το λιπόσαρκο σώμα της.
Του Γιάννου η καρδιά ράϊζε από τις πληροφορίες αυτές. Βρισκόταν σε απελπισία και αποφάσισε να εισέρθει εντός του φρουρίου και ας συλλαμβανόταν επιτέλους. Το βράδυ λοιπόν τον ανευρίσκουμε να παρακολουθεί τη μεγάλη πύλη του φρουρίου, για να βρει τρόπο να εισέρθει μέσα σ΄ αυτό απαρατήρητος.
Αλλά η Μαρούσα, ξέφυγε από τύχη το βράδυ εκείνο την προσοχή των σκοπών, που είχαν μπει στο φυλάκιο για να αποφύγουν την
καταιγίδα. Βγήκε από το φρούριο και πήρε το δρόμο προς του
Κοντοδεσπότη τη βρύση παρακολουθούμενη από το Γιάννο,
όπως γνωρίζουμε από το παραπάνω κεφάλαιο.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ
Η Μαρούσα, για μερικά λεπτά της ώρας, έμεινε αναίσθητη στην 
αγκαλιά του Γιάννου. Έπειτα από λίγο συνήλθε και παρατηρούσε
γύρω, αμήχανα.
—Θέλω, είπε με εξασθενημένη φωνή, να πάγω στο Γιάννο μου,
στου Κοτοδεσπότη τη βρύση.
—Εδώ είμαι, αποκρίθηκε ο Γιάννος με λυγμούς.
Εγώ είμαι ο Γιάννος σου.
— Ναι εγώ.
—Όχι, όχι!! ψέματα λες, είπε η Μαρούσα, ο Γιάννος είναι εκεί στη βρύση και με μια βίαιη κίνηση, αποσπάστηκε από την αγκαλιά του και έτρεχε προς τη βρύση του Κοντοδεσπότη.
Ο Γιάννος την ακολούθησε, τραβώντας τα μαλλιά του από την απελπισία του. Η βροχή αύξανε και οι κεραυνοί διέσχιζαν τον ορίζοντα πολυπληθείς και αλλεπάλληλοι και ο νοτιάς σύριζε μαινόμενος.
Η Μαρούσα μουσκεμένη, εξαντλημένη, ασθμαίνουσα και φτύνοντας αίμα κατά διαλείμματα, εξακολουθούσε την πορεία της σταματώντας κατά διαστήματα για λίγα δευτερόλεπτα, για να  αναπνεύσει.
Ο πόθος της όμως, για να φτάσει γρήγορα στου Κοντοδεσπότη τη βρύση, της έδινε δυνάμεις.
Ο Γιάννος, μουσκεμένος και αυτός και εξαντλημένος από τη  λύπη και τις συγκινήσεις, την ακολουθούσε από μικρή απόσταση, παρακολουθώντας τις κινήσεις της.
Είχε καταλάβει ο δυστυχής, ότι πλησίαζε η λύση του δράματος της ζωής του και ριγούσε προ αυτής, την οποία προαισθανόταν απαίσια.
Μετά μιας ώρας πορεία και πλέον, έφθασαν μπροστά στο χωριό Πεισώνας, όπου διέρχεται ο Ληλάντιος ποταμός. Ευτυχώς τα ύδατα του ποταμού δεν είχαν πολύ αυξηθεί και συνεπώς ήταν διαβατός.
Η Μαρούσα φοβισμένη από τη βοή του ποταμού, στάθηκε προς στιγμή σα να φοβήθηκε. Έπειτα όρμησε μέσα στα νερά και με αγώ-να, διήλθε τον ποταμό.
Ο Γιάννος φοβούμενος και αυτός μήπως παρασυρθεί από τα νερά
η Μαρούσα, όρμησε να την υποστηρίξει.
Η Μαρούσα, αφού πέρασε το ποτάμι στάθηκε για λίγο για να ανα-κτήσει δυνάμεις και εξακολούθησε το δρόμο της, με μεγάλη ταχύτητα. Ο Γιάννος την ακολούθησε.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ  ΤΕΤΑΡΤΟ
Στις 2 περίπου, ώρα μετά τα μεσάνυκτα, της ημέρας κατά την οποία συνέβησαν όσα εξιστορούμε, στη Στενή, ο Τάσος με τη σύζυγό του Γιαννούλα, με αξίνα και φτυάρια στα χέρια, προσπαθούσαν να ανοίξουν χαντάκια πίσω από την ισόγειο οικία τους, για να ρέουν μέσα απ΄ αυτά τα ύδατα της βροχής, που έπεφταν από τα βράχια, η οποία εξακολουθούσε να πέφτει ραγδαία.
—Γεια σου ψυχή μου Γιαννούλα, βγάλε και αυτό το χώμα γιατί
χαθήκαμε.
Εγώ σκάφτω εδώ.
—Ναι μάτια μου, μη σε μέλει, κι εγώ βαστώ σαν κι εσένα.
Αμφότεροι δε συνομιλούντες και αστεϊζόμενοι, εργάζονταν με ταχύτητα και επιτηδειότητα.
Αίφνης η Γιαννούλα πλησιάζει τον Τάσο και πιάνεται από το μπράτσο του τρέμοντας.
—Τάσο μου για δες εκεί ένα φάντασμα.
Ο Τάσος στράφηκε ζωηρά και παρατήρησε σε απόσταση μερικών βημάτων στο μονοπάτι δυο σκιές, από τις οποίες η προπορευόμενη ήταν γυναίκας, η επόμενη άνδρα.
Ναι, φαντάσματα είναι και όχι φάντασμα.
Μα σάμπως να τα είδα κι άλλοτε.
Για πάμε Γιαννούλα μου, να δούμε που θα πάνε.
—Φοβάμαι Τάσο μου.
—Σώπα καλέ, που φοβάσαι τα φαντάσματα, δεν πειράζουν κανένα, είπε επιπληκτικά ο Τάσος και ακολούθησε τις σκιές.
Η περιέργεια υπερνίκησε το φόβο και η Γιαννούλα ακολούθησε
τον Τάσο.
Οι δύο σκιές διέσχισαν το από καστανιές ωραίο δάσος της Στενής και ακολούθησαν το μονοπάτι, που οδηγεί στο χωριό των Στροπώνων.
Η πρώτη σκιά, η οποία όπως κατάλαβε ο αναγνώστης, ήταν η Μα-ρούσα η Στροπωνιάτισσα, που περπατούσε εξασθενημένη.
Η μακρά πορεία το δριμύ ψύχος και προπάντων η ασθένεια της, την είχαν εξαντλήσει εντελώς. Μόνον η ιδέα, ότι πλησίαζε στου Κοντοδεσπότη τη βρύση την υποστήριζε. Τέλος μετά αγωνιώδη πορεία,
έφθασαν στην περιπόθητή της βρύση.
Η βροχή είχε πάψει εντελώς και τα νέφη διαλύονταν, διωγμένα από το βοριά, ο οποίος επεκράτησε του νοτιά.
Η Μαρούσα πλησίασε στη βρύση και απλώνοντας τα χέρια, με σβη-σμένη φωνή ανέκραξε.
—-Γιάννο μου, Γιάννο μου πού είσαι; γιατί δεν έρχεσαι;
Εγώ σένα αγαπώ.
—Εδώ είμαι γλυκιά μ’ αγάπη, αποκρίθηκε ο Γιάννος με πνιγμένη
φωνή και ρίχτηκε στην αγκαλιά της.
Ούτε λέξη δεν ακούστηκε πλέον, παρατεταμένοι ασπασμοί αντηχούν στα γύρω βουνά και δάση. Εκείνη τη στιγμή κάποιο νέφος που διώχθηκε από το σφοδρό άνεμο, επέτρεψε στο γλυκό της σελήνης φώς, να φωτίσει τη γλυκύτατη μορφή των πολύπαθων τούτων ερωμένων.
Η Μαρούσα είχε γιατρευτεί από την παραφροσύνη.
Ο Τάσος και η Γιαννούλα, που ήτανε σε απόσταση είκοσι περίπου βημάτων, είδαν και άκουσαν τα πάντα.
Γονάτισαν και συνενώνοντας τα χέρια τους, προσεύχονταν.
Αίφνης, κραυγές σπαρακτικές του Γιάννου που ακούστηκαν, τους απέσπασαν από την προσευχή τους, όρμησαν προς αυτόν και τον βρήκαν να κρατεί νεκρή στην αγκαλιά του τη Μαρούσα.
Η επιθυμία που κρατούσε στη ζωή μέχρι εκείνη τη στιγμή τη Μαρού-σα πραγματοποιήθηκε και παράδωσε την ψυχή της.
Ο Γιάννος, πλήρης απελπισίας, έσυρε το εγχειρίδιό του και το έμπηξε στην καρδιά του ψιθυρίζοντας.
—Κοντά σου θάρθω Μαρούσα μου.
Ο Τάσος κλαίοντας τον άρπαξε στην αγκαλιά ενώ εξέπνεε.
Η Γιαννούλα τραβούσε τα μαλλιά της κεφαλής της οδυρόμενη.





ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Την ίδια μέρα μετά έξι έτη, ένας περιηγητής Γάλλος, διατρέχοντας την Εύβοια μαζί με το διερμηνέα του, σταμάτησε στου Κοντοδεσπότη τη βρύση, για να αναπαυτεί και να προγευματίσει. Για να περάσει την ώρα του, άνοιξε τον «Χρόνον» των Παρισίων και διάβαζε μια έκθεση του υποστρατήγου Σαίν Ανώ, στην οποία αφηγείτο αυτός κάποια μάχη  που είχε γίνει στην Αφρική, κατά των αυτοχθόνων.
Στήν έκθεση αυτή εγίνετο μακρός λόγος, για τη γενναιότητα του αντισυνταγματάρχη Αχμέτ φονευθέντος στη μάχη αυτή.
Η δε σύνταξη του «Χρόνου» προσέθετε σε υποσημείωση τη βιογρα-φία του, ακριβώς όπως τη γνωρίζουμε.
Μοιρολόγια απέσπασαν τον ευγενή περιηγητή από το διάβασμά του. Κοίταξε με περιέργεια και είδε έναν άνδρα και μία γυναίκα, γονυκλινείς μπροστά από δύο σταυρούς ξύλινους να κλαίνε.
Φώναξε το διερμηνέα του και μέσω αυτού τους ρώτησε την αιτία για την οποία κλαίνε.
Ο Τάσος και η Γιαννούλα διότι αυτοί ήσαν, αφηγήθηκαν μετά ζωηρότητας και ακρίβειας, τα κατά Γιάννον και Μαρούσαν.
Ο ξένος έμεινε εμβρόντητος για την περίεργη σύμπτωση.
Ενώ διάβαζε τη βιογραφία του Αχμέτ να ακούσει και άλλα γι αυτόν.
Κράτησε σημειώσεις, για να γράψει την περίεργη αυτή ιστορία.
Αλλά ατυχώς πνίγηκε μετά λίγο χρόνο σε κάποιο ταξίδι του και
εξαιτίας αυτού, έλαχεν ο κλήρος σε εμάς τους αδαείς να γράψουμε αυτήν, προς ζημία προφανή των ηρώων αυτής.



ΤΕΛΟΣ


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.