Στο χωριό όλες σχεδόν οι οικογένειες ήταν πολύτεκνες, συνήθως με 5 παιδιά και πάνω. Τα παιδιά μάθαιναν τα πρώτα γράμματα στο σχολείο του χωριού. Ήταν δε τέτοια η επιθυμία των ντόπιων να μορφώσουν τα παιδιά, που κάποιος διέθεσε το σπίτι του δωρεάν για να στεγαστεί το σχολείο, έτσι ώστε να δεσμεύσει το κράτος να στείλει δάσκαλο. Εκτός από την βασική εκπαίδευση, τα παιδιά ήδη από ηλικία 6-7 ετών συμμετείχαν στις δουλειές, είτε ήταν αγροτικές είτε του νοικοκυριού.
Το βράδυ οι εργασίες έπαυαν κι η οικογένεια μαζευόταν γύρω από το τζάκι, σε κάποιο δωμάτιο με τον μπατζά και το λυχνάρι με λάδι να καίει κρεμασμένος ψηλά για να φωτίζει. Συνήθως υπήρχε ένα μεγάλο τραπέζι για τους ξένους και τις γιορτές, όμως για καθημερινή χρήση είχαν τον σοφρά, χαμηλό και στρογγυλό τραπεζάκι, γύρω απ’ το οποίο καθόταν η οικογένεια οκλαδόν ή σε ξύλινα σκαμνιά. Τα δύο πιο μεγάλα σκαμνιά τοποθετούνταν απέναντι, και δεξιά και αριστερά από τα μικρότερα. Στα μεγάλα κάθονταν ο πατέρας και η μάνα, έτσι ώστε να έχουν πλήρη εικόνα. Η μάνα γέμιζε τις «καβάθες» των παιδιών, δηλαδή πήλινες γαβάθες, βαθιές και αρκετής χωρητικότητας. Μερικές φορές τα παιδιά έτρωγαν ανά δύο ή τρία από την ίδια καβάθα. Πριν το γεύμα, κατέβαινε στο κατώι ένα από τα παιδιά – συνήθως με τη σειρά κάθε βράδυ – και γέμιζε την μεγάλη κανάτα με κρασί, από το βαρέλι, που ήταν «ανοικτό», δηλαδή ξεβουλωμένο. Τα άλλα βαρέλια ήταν σφραγισμένα για να μη χαλάει το κρασί. Τοποθετούσαν ποτήρια μπροστά στους γονείς και στα μεγάλα παλικάρια κι ακουμπούσαν την κανάτα μπροστά στον πατέρα. Έπειτα, ο πατέρας έπαιρνε το καρβέλι (γύρω στις 3 οκάδες), το σταύρωνε με το μαχαίρι τρεις φορές κι έκοβε για όλους. Αμέσως σηκώνονταν όλα τα παιδιά όρθια και το ένα, του οποίου είχε έρθει η σειρά, έλεγε την προσευχή κι έτσι άρχιζε το δείπνο. Όταν ήταν γιορτή προσέθεταν ψαλτά και το απολυτίκιο της γιορτής στην προσευχή που τραγουδούσαν όλοι μαζί. Η ενότητα της οικογένειας έτσι ώστε να αρχίσει το γεύμα ήταν απαραίτητη κι ο χαρακτήρας του δείπνου είχε σχεδόν μορφή ιεροτελεστίας. Τις Κυριακές το βράδι, πολλές οικογένειες φιλοξενούσαν στο σπίτι τους Στροπωνιάτες, ταξιδιώτες που κατέβαιναν στην Χαλκίδα. Προσέφεραν μάλιστα για εκείνους και τα ζώα τους δωρεάν φαγητό, καθώς και ύπνο ως τα μεσάνυχτα, οπότε και θα συνέχιζαν το ταξίδι τους στην πρωτεύουσα. Όταν έφταναν στις Γίδες είχαν ήδη κάνει πορεία 5 ωρών και θα συνέχιζαν για άλλες 5 ώρες.
ΑΝΤΩΝΗΣ ΑΝΤΩΝΙΟΥ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.