Δευτέρα 29 Ιουνίου 2020

ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΚΑΙ ΤΡΟΠΟΣ ΖΩΗΣ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ ΑΜΦΙΘΕΑ



Η οικονομική κατάσταση σε όλο το Χωριό ήταν σχεδόν η ίδια, αν και υπήρχαν εξαιρέσεις. Τα μετρητά ήταν σχεδόν ανύπαρκτα. Ορισμένες όμως εποχές ήταν περισσότερο παραγωγικές και αποδοτικές. Μερικές οικογένειες είχαν πλεόνασμα σιταριού, κριθαριού, ρεβιθιών και άλλων καρπών και με την πώλησή του πλεονάσματος εισέπρατταν χρήματα. Τα κύρια έσοδα προέρχονταν από την πώληση σταφυλιών, κρασιού, σιταριού, λαδιού, αχλαδιών και άλλων. Η γη της Αμφιθέας ήταν πολύ εύφορη, σε τέτοιο βαθμό που ενέπνευσε το ρητό: “Εδώ και Πεθαμένο να χώσεις θα φυτρώσει”.

ΤΑ ΑΧΛΑΔΙΑ

Το Χωριό κατά τη δεκαετία εκείνη είχε υπερπαραγωγή αχλαδιού εύγεστου και ευώδους της ποικιλίας «κοντούλα» ή «μοσχάτο» όπως το έλεγαν, επειδή μοσχοβολούσε. Τον Ιούλιο και για έναν περίπου μήνα οι αχλαδιές ήταν κατάφορτες. Την ημέρα είχαν την συγκομιδή – το μάζεμα.
Το βράδυ γινόταν η διαλογή, η τακτοποίηση προσεκτικά στα ‘Ταρπιά’ (μεγάλα καλαμένια καλάθια) χωρητικότητας 30 οκάδων περίπου έκαστο. Όταν ήταν να κατέβουν στην Χαλκίδα για να πουλήσουν, συνεννοούνταν αποβραδίς ποιοι θα συνταξιδέψουν. Το ταξίδι γινόταν με τα πόδια. Έτσι πριν φορτώσουν τα ζώα τους αλληλοειδοποιούνταν. Τα μεσάνυχτα φόρτωναν στα ζώα τους – γύρω στις 60 οκάδες στο καθένα – και ξεκινούσαν για την πρωτεύουσα. Έσμιγαν έξω από το Χωριό, έδεναν χαλαρά το καπίστρι (σχοινί – χαλινάρι) του ζώου στο μπροστινό δεξιό κολιτσάκι του σαμαριού του, το έβαζαν μπροστά και ακολουθούσαν το ένα κατόπιν του άλλου, κατά τον ίδιο τρόπο, σαν είδος καραβανιού. Πίσω από κάθε δύο ή τρία ζώα περπατούσε το αφεντικό τους. Τα πιο δύσκολα-ατίθασα ζώα, άλογα ή φοράδες, τα κρατούσαν σφιχτά από το καπίστρι τους, συνεχώς προπορευόμενοι του ζώου τους. Είχαν μαζί τους και σιδερένιο γυάλινο κλειστό φαναράκι που μέσα είχε το ποτήρι με το λάδι και το φελλό με το φιτίλι. Όταν ήταν ‘χασοφεγγιά’ (ασέληνη νύκτα), άναβαν το φαναράκι με τα σπίρτα, που είχαν πάντοτε στην τσέπη τους, για να ελέγξουν αν τα σαμάρια των ζώων βρίσκονταν στη σωστή θέση ή μήπως κυλούσαν δεξιά ή αριστερά, οπότε θα είχαν σοβαρά προβλήματα με τυχόν ανατροπή του σαμαριού. Αν γινόταν αυτό, θα έπεφταν στο δρόμο και θα κτυπιόνταν τα αχλάδια τους. Η ζημιά θα ήταν μεγάλη κι επομένως ο έλεγχος ήταν συχνός και προσεκτικός. Στην πεντάωρη οδοιπορία που γινόταν μέσα στο σκοτάδι σχεδόν και όλο το ταξίδι τελούταν σιωπηλά, αφού ο καθένας πρόσεχε τα φορτωμένα ζώα του. Εντούτοις, συχνές ήταν οι αναφωνήσεις όπως «άιντε-ντέε σίιιι» και απαραίτητο το υπόκωφο κροτάλισμα των ποδιών των ζώων. Όπου ο δρόμος είχε παχύ χώμα έμοιαζε σαν αλεύρι από τα ασταμάτητα μερόνυχτα περάσματα. Αυτό καθιστούσαν δύσκολο το βάδισμα, εφ’ όσον τα πόδια των ταξιδιωτών μισοχώνονταν στη βαθιά σκόνη. Αντίθετα όπου ο τόπος ήταν σκληρός ή πετρώδης, το κροτάλισμα των πετάλων ηχούσε έντονα. Κάπου κάπου, οι ταξιδιώτες μαζεύονταν για να συμφωνήσουν και να επιβεβαιώσουν ότι πορεύονται καλά. Μετά από πεντάωρη νυχτερινή πεζοπορία και παρέες των 3 ή των 5, οι συγχωριανοί της Αμφιθέας – τότε Γίδες – έφθαναν στη Χαλκίδα και πωλούσαν τα προϊόντα τους στους μανάβηδες της πόλης, σε μεγαλέμπορους Αθηναίους που τους περίμεναν ή στις Λαϊκές Αγορές λιανικά. Ελάβαιναν το αντίτιμο σε χρήμα, αγόραζαν τα απαραίτητα για τις Οικογένειές τους και επέστρεφαν το βράδυ με τον οβολό τους. Αυτό γινότανε δύο και τρεις φορές την εβδομάδα. Η διαδρομή ήταν η εξής: Έξοδος από Αμφιθέα νοτιοδυτικά περνούσαν από Έρμα (Έρημα) Πολυτήρα, παράλληλα του ποταμιού Λήλα – Χάνια – Πέι – Ταψή Βρύση – Χαλκίδα. Την διαδρομή αυτή ακολουθούσαν και όλα τα βορείως της Αμφιθέας Χωριά, όπως η πολύκοσμη τότε Στενή, τα Καμπιά, οι Στρόπωνες, η Λάμαρη, ο Κούτουρλας και το Μετόχι. Εκείνοι όμως κατέβαιναν περισσότερο για την εξασφάλιση επικοινωνίας με όλα τα χωριά νότια της ‘Δίρφυς’ αλλά και με την Χαλκίδα, την Αρτάκη, τα Ψαχνά, τα Αμπέλια και το Βασιλικό.
 ΑΜΠΕΛΙΑ – ΣΤΑΦΥΛΙΑ – ΜΟΥΣΤΟΣ – ΚΡΑΣΙΑ

Ανάλογη περίπου με τα αχλάδια εργασία γινόταν κατά το μήνα Σεπτέμβριο με την πώληση των σταφυλιών. Κυρίαρχη ποικιλία ήταν ο Ροδίτης, που έλαμπε σαν κεχριμπάρι. Πολλά και καλά ξερικά αμπέλια δουλεύονταν από δυνατά και εξασκημένα χέρια. Μερικές οικογένειες όπως οι Μπασουκαίοι (Παπαχαράλαμπος, Γρηγόρης, Θανάσης), ο Βαγγέλης Αρβανίτης, ο Τσίμπος, οι Μιχελίδες, οι Κανατσελαίοι, οι Καραντακαίοι, οι Πνευματικοί (Νίκος και Γιώργος) είχαν εξαιρετικά και πολλά αμπέλια. Οι ίδιοι πωλούσαν σταφύλια και μούστο. Ορισμένοι έφθαναν και τις δύο έως τρεις χιλιάδες μπότσες μούστο. Η μπότσα ισούται με 2 οκάδες. Η οκά περιείχε 1,5 λίτρο περίπου, 1.280 γραμμάρια. Επίσης, έβγαζαν και κρασί από Ροδίτες και Κοντούρες (Σαββατιάτικα) κρασοστάφυλα. Στις αποθήκες τους (Κατώγεια) είχαν 2 έως 5 βαρέλια από καστανιά, χωρητικότητας κυμαινόμενης από 300 έως και 1000 μπότσες.

 ΤΡΥΓΟΣ – ΤΡΥΓΗΤΟΣ

Ο Τρύγος ήταν δύσκολη και κουραστική εργασία. Χρειάζονταν δέκα με είκοσι εργάτες για μια-δυο ημέρες για έναν μόνο νοικοκύρη. Γι’ αυτόν τον σκοπό σχηματίζονταν τα κολληγιά. Προ του τρύγου γινόταν η απαραίτητη προετοιμασία. Έβγαζαν έξω τα ξύλινα βαρέλια για δύο με δέκα ημέρες. Τα έπλεναν πολλές φορές μέσα-έξω, για να είναι τόσο καθαρά ώστε να μην έχουν καθόλου μυρωδιά. Την τελευταία ώρα πριν τα τοποθετήσουν πάλι στην Αποθήκη τα στειβάριζαν (τα απολύμαιναν – τα στέγνωναν με στείβη). Η στείβη ήταν αφέψημα από πολλά είδη φύλλων. Περιείχε φύλλα ή κορυφές-βλαστούς, καρυδιάς, σκίνου, μυρτιάς, δενδρολίβανα, βάγια και τα έβραζαν σε μεγάλο, μεταλλικό καζάνι εωσότου κοχλάσει καλά. Έπειτα στράγγιζαν το αφέψημα σε ένα άλλο δοχείο και αφού κρύωνε τόσο ώστε να είναι ελάχιστα χλιαρό το έριχναν στα βαρέλια και τα ανακάτευαν καλά, να περάσει από όλο το εσωτερικό. Ήταν αποτελεσματικότατος τρόπος απολύμανση και συγχρόνως άφηνε στο βαρέλι μια θαυμάσια ευωδία. Αμέσως μετά έβαζαν τα βαρέλια στην οριστική τους θέση μέσα στην αποθήκη τους, έτοιμα να υποδεχτούν το μούστο. Ο Τρύγος άρχιζε πρωί-πρωί. Δέκα-δέκα πέντε άνθρωποι – γυναίκες και άνδρες τρυγούσαν στο αμπέλι. Δύο τρεις μετέφεραν με ζώα τα σταφύλια από το αμπέλι στο πατητήρι. Το πατητήρι ήταν μια τσιμεντένια υδατοστεγανή δεξαμενή, συνήθως τετράγωνη, χωρητικότητας τριών έως δέκα τόνων. Στο κατώτερο μέρος του πυθμένα είχε κάνουλα με προεξοχή εξωτερική για να τραβούν εύκολα τον μούστο. Επάνω και κάτω από την επιφάνεια (20-40 εκ.) στηρίζονταν καθαρές, χοντρές και γερές σανίδες και απείχαν μεταξύ τους 2-3 εκατοστά για να πέφτει μέσα στη δεξαμενή ο μούστος – όχι όμως και ρώγες. Έριχναν επάνω στις σανίδες τα σταφύλια και εκεί οι ‘πατητές’ (3-5 γεροδεμένοι άνδρες) πατούσαν τα σταφύλια. Έμεναν τα τσαμπιά με τις άδειες ρώγες επάνω στις σανίδες και ο μούστος έπεφτε μέσα στο πατητήρι. Άλλοι τόσοι άνδρες ήταν από κάτω, δίπλα στο πατητήρι, οι οποίοι έπαιρναν τα πατημένα σταφύλια (στέμφυλα – στέφυλα) και τα έστυβαν χειρονακτικά με μανιβέλα, στον στίφτη. Από το πατητήρι μεταφερόταν ο μούστος στον προορισμό του, στα βαρέλια ή στον αγοραστή. Οι πατητές δεν έπρεπε να πίνουν νερό όταν ήταν επάνω στο πατητήρι “για να μη χαλάσει το νέο κρασί”, ενώ μπορούσαν να πιούνε κρασί πάνω στο πατητήρι. Σ’ αυτό το κοπιαστικό πανηγύρι γινόταν και μεγάλος σαματάς και γλέντι. Στα αμπέλια οι τρυγητές επιδίδονταν σε κουβέντα, κουτσομπολιά και αστεία. Στο πατητήρι, οι πατητές δεν μπορούσαν να κουβεντιάζουν πολύ, γιατί ήταν μονίμως λαχανιασμένοι από το συνεχές πάτημα, όμως δεν έλειπαν τα σχόλια – είτε άδολα είτε πειραχτικά – κι αστειεύονταν μεταξύ τους.

 Η ΠΩΛΗΣΗ ΤΟΥ ΜΟΥΣΤΟΥ

 Η πώληση του μούστου ήταν μπερδεμένη υπόθεση. Οι «μεγαλοπαραγωγοί» που έπρεπε να πωλήσουν το περίσσευμα του μούστου – μισό έως και πέντε τόνους. Κανόνιζαν με τον αγοραστή προ του τρύγου την τιμή και την ποσότητα. Το συνηθισμένο ήταν να παίρνουν πρώτα το μούστο και στο τέλος ‘ξεκόβεται’ η τιμή, μετά τον τρύγο. Πολλές φορές η τιμή καθοριζόταν από τον Οργανισμό Οινοποιίας Χαλκίδας. Άλλοτε οι τιμές ήταν εξευτελιστικές. Το έτος 1939, είχε έλθει στις Γίδες, ένας ταβερνιάρης από την Χαλκίδα για να κλείσει αγορά μούστου. Ο ταβερνιάρης ξεκίνησε παζάρι με το νοικοκύρη για την τιμή της μπότσας από τα 80 λεπτά. Ο νοικοκύρης ήταν αρκετά διαλλακτικός στις προσφορές του, όμως ο ταβερνιάρης έμενε στην αρχική, χαμηλή τιμή που είχε θέσει, στα 80 λεπτά. Στο τέλος ο νοικοκύρης του είπε: «Προτιμώ ν’ ανοίξω τις κάνουλες από τα βαρέλια και το πατητήρι, να χύνεται ο μούστος στο δρόμο και να κάνω γούστο, παρά να το πουλήσω 80 λεπτά την μπότσα.»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.