Τετάρτη 30 Αυγούστου 2017

Τα Χριστούγεννα στη Στενή Ευβοίας και στη γύρω περιοχή, στα παλιά χρόνια της αθωότητας και της νοσταλγίας.



Απ΄ τις παραμονές αρχίζουν οι προετοιμασίες για την καθαριότητα και τον στολισμό του σπιτιού.
Απ΄ τη Χαλκίδα καταφθάνουν τα «Γυμνασιόπαιδα» αλλά και πολλοί ξενιτεμένοι σε άλλες περιοχές της πατρίδας μας.
Σφαζόταν το γουρούνι κάθε οικογένειας. Επειδή όμως η δουλειά αυτή είχε αρκετή δυσκολία βοηθούσε ο ένας τον άλλον, αλλά μαζεύονταν γύρω και πολλοί περίεργοι για να παρακολουθήσουν και να δώσουν και συμβουλές για το πώς πρέπει να γίνει το σφάξιμο.
Όπου ακούγονταν τα διαπεραστικά μουγκρητά απ΄. τα σφαζόμενα γουρούνια, έτρεχαν και τα παιδιά για να πάρουν τη φούσκα του γουρουνιού (την κατουρήθρα) να την καθαρίσουν και να την κάνουν μπαλόνι για τα παιχνίδια τους.
Αφού έγδερναν το γουρούνι και ξεχώριζαν όλα εκείνα με τα οποία θα έφτιαχναν τα λουκάνικα, τις οματιές, τον πασπαλά και την πηχτή, το υπόλοιπο το κρεμούσαν από το τσιγκέλι σε κάποιο χώρο του σπιτιού, αφού προηγουμένως το αλάτιζαν καλά..

Δευτέρα 28 Αυγούστου 2017

Γέφυρα




Η "Γέφυρα Ιστορίας και πραγματικότητας" κυκλοφόρησε το πρώτο της τεύχος τον Οκτώβριο του 1995.Μηνιαίο φιλολογικό και ιστορικό περιοδικό με εντυπωσιακά αφιερώματα στην ευβοϊκή ιστορία.και λογοτεχνία.Εκδότης ο Κωνσταντίνος Δ. Μυτάκης. Τον Δεκέμβρη του 1995 κυκλοφόρησε και το δεύτερο περιοδικό του  με τίτλο "ΕΝΑΛΛΑΞ".Περιοδικό ποικίλης ύλης με προσανατολισμό οικολογικό και περιβαντολογικό.
Και τα δυο περιοδικά ήταν μηνιαία.










ΕΝΑΛΛΑΞ










Παρασκευή 25 Αυγούστου 2017

Η εκκλησιαστική ζωή απο το 1912 έως σήμερα

Με το από 28-9-1912 Βασιλικό Διάταγμα, Περί ορισμού των ενοριακών Ναών στα χωριά του Δήμου Διρφύων, όπως γνωρίσαμε, εφημέριοι στον ενοριακό Ναό Άνω Στενής «Η Κοίμηση της Θεοτόκου», ιερείς ήταν. Ο Παπαναστάσης Σιμιτζής (ήταν και εξομολόγος), ο Παπαγεώργης Θωμάς και ο Παπανικόλας Κουτσούκος (Παπανίκας), οι οποίοι ιερουργούσαν εκ περιτροπής και στους Βούνους και Μαυρόπουλο.
Στους Βούνους αυτό συνεχίστηκε μέχρι το 1924, καθόσον από το έτος αυτό οι Βούνοι αποτέλεσαν ιδίαν ενορία, με ενοριακό Ναό του Αγίου Γεωργίου.Στην ενορία αυτή χειροτονηθείς ιερέας την 31 Δεκεμβρίου 1924 τοποθετήθηκε ο Παπανικόλας Βαής, ο οποίος υπηρετούσε και ως δάσκαλος στο χωριό.
Κατά το έτος 1929 αποφασίστηκε η ανακαίνιση του Καθολικού Ιερού Ναού «Η Κοίμηση της Θεοτόκου» Άνω Στενής, διά ανυψώσεως της στέγης του.
Παπαγιώργης Σιμιτζής
 (Παπατσιρώνης).
Ιερούργησε στην Κάτω Στενή
από  το 1917 έως το 1946
Η ενοριακή επιτροπή τότε αποτελείτο από τους Χαράλαμπο Γ. Παπακηρύκο, Αθανάσιο Αν. Μαστρογιάννη, Σταύρο Αθ. Κουτσούκο  και Γεώργιο Λέων (Γουράκη).
Πριν την ανακαίνιση του Ναού είχε κατεδαφιστεί το υπάρχον τότε κωδωνοστάσιο που βρισκόταν αριστερά μπαίνοντας, στον περίβολο του Ναού, όπως επίσης είχε κατεδαφιστεί και και το υπάρχον τότε υπόστεγο, στη δυτική πλευρά του Ναού.
Κατά τη διάρκεια των εργασιών, που άρχισαν κατά το τέλος Αυγούστου 1929 κατεδαφίστηκε και το υπάρχων στον περίβολο περιτοίχισμα.

Έτσι ο Ναός ανυψώθηκε και αντικαταστάθηκε η στέγη του που στερεώθηκε με οχτώ κίονες (κολώνες), που διαιρούσαν το Ναό σε τρία κλήτη.Οι εργασίες τελείωσαν τον Δεκέμβριο του 1930 και από τα Χριστούγεννα αυτού του έτους άρχισε να λειτουργεί.
Το έτος 1929 επίσης, μετά την εορτή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, 15 Αυγούστου, διακοσμήθηκε εσωτερικά ο μικρός Ναΐσκος της Αγίας Άννης, με δαπάνες του Ιωάννη Αγγελή, καθηγητού και Αποστόλου Μπεληγιάννη, γιου του πρώτου και γαμπρού, του δευτέρου, επί θυγατρί του Μελετίου Αγγελή, ο οποίος όπως έχουμε γνωρίσει, μαζί με τους αδελφούς Μεταξά είχαν αναγείρει τον Ιερό αυτό Ναΐσκο το έτος 1904.
Στην ενορία Κάτω Στενής εφημέρευε από του 1917 τοποθετηθείς εκεί δια μεταθέσεως από την ενορία Βλαχιάς, ο ιερεύς Παπαγεώργης Σιμιτζής (Παπατσιρώνης).
Ο υπάρχων τότε Ναός στην Κάτω Στενή της Αγίας Τριάδος, ήταν μικρών διαστάσεων. Έπρεπε να ανεγερθεί νέος, διότι ο πληθυσμός του χωριού αυξανότανε με την πάροδο του χρόνου
Παπαπέτρος Σιμιτζής.
 Ιερούργησε στην Κάτω Στενή
, από το 1947 έως το 1970
Το έτος 1928 αποφασίστηκε η κατεδάφισή του και η ανέγερση νέου.
Τέσσερα περίπου χρόνια διήρκεσαν οι εργασίες για την αποπεράτωσή του.
Ο νέος Καθολικός Ιερός Ναός ανεγέρθη στο ίδιο οικόπεδο που υπήρχε και ο παλιός, έγινε δε πολύ μεγαλύτερος, αφού στερεώθηκε με οχτώ κίονες κατ΄ αντιστοιχία διαιρώντας το Ναό σε τρία κλήτη.
Από το 1932 άρχισε να λειτουργεί. Μέλη της Ενοριακής Επιτροπής κατά τη διάρκεια της ανέγερσης του Ναού ήταν οι Δημήτριος Καλαμάρας, Δημήτριος Γερακίνης, Ιωάννης Σιμιτζής και Γεώργιος Κρητικός.
Από το έτος 1930 και μετά, εξακολουθούσαν να είναι εφημέριοι στην ενορία της Άνω Στενής, οι ιερείς, Παπαγιώργης Θωμάς και Παπανικόλας Κουτσούκος.
 Ο Παπαναστάσης Σιμιτζής είχε αποχωρήσει λόγω γήρατος την 20η Ιουλίου 1931.
Παπαβαγγέλης Μπαμπούρης.
Ιερούργησε στην 'Ανω Στενή
. από το 1936 έως το 1979
Χειροτονήθηκε ιερέας και τοποθετήθηκε στην ενορία «Η Κοίμηση της Θεοτόκου Γιδών», ο καταγόμενος από τη Στενή Παπαβαγγέλης Μπαρμπούρης. Αυτός μαζί με τον Παπανικόλα Κουτσούκο, εναλλάξ από του ίδιου έτους ιερουργούν και στις δύο ενορίες, Άνω Στενής και Γιδών.
Το 1935, με τον θάνατο του Παπανικόλα Κουτσούκου και την αποχώρηση λόγω γήρατος του Παπαγιώργη Θωμά, διενεργήθει την 22α Δεκεμβρίου 1935 εκλογή για πλήρωση της κενής εφημεριακής θέσης της Ενορίας του Ιερού Ναού «Η Κοίμηση της Θεοτόκου Άνω Στενής».
Στην εκλογή αυτή εξελέγη ο Παπαβαγγέλης Μπαρμπούρης, ο οποίος και μετετέθη, με το από 8 Ιανουαρίου 1936 εγγράφου της Ιεράς Μητροπόλεως Χαλκίδος, στην ενορία Άνω Στενής.
Κατά τα έτη από τού 1930 μέχρι τού 1941 χρημάτισαν 'Ενοριακοί 'Επίτροποι ιερού Ναού,στην Άνω Στενή κατά διάφορα έτη έκαστος, οι κάτωθι: Κωνσταντίνος Ιωάννου Γιαννούκος, Δημήτριος Β. Λέων, 'Απόστολος 'Αθανασίου Σιμιτζής, 'Αθανάσιος Άντ. Μαστρογιάννης, Δημήτριος Κων. Βασιλείου, Γεώργιος Σ. Κυράνας, Σπύρος Κ. Βασιλείου, 'Ιωάννης Άνασ. Μαστρογιάννης, Χριστόδουλος Στ. Πισινάρας, Ταξιάρχης Δ. Μπεληγιάννης, Γεώργιος Κ. Μαστρογιάννης, Σπύρος Κων. Ντουμάνης. Μερικοί απ΄ αυτούς διετέλεσαν ενοριακοί επίτροποι και μετά το 1941.
Μεταξύ των ετών 1931-1936 έγιναν τα εξής εκκλησιαστικά έργα. Μετά την ανακαίνιση του Καθολικού Ιερού Ναού «Κοίμηση της Θεοτόκου», ακολούθησε ο εσωτερικός καλλωπισμός. Κατασκευάστηκαν νέες θύρες και παράθυρα, ανακαινίστηκε το Ιερό Τέμπλο, έγινε σοβάτισμα του εσωτερικού του Ναού και υψώθηκε προς την Δυτική πλευρά το νέο κωδωνοστάσιο.
Παπακώστας Παπαγεωργίου.
 Ιερούργησε στην Κάτω Στενή,
 από το 1971 έως το 1979
και στην Άνω Στενή από το 1979 μέχρι σήμερα.
Ύστερα από έρανο που έγινε μεταξύ των Στενιωτών εργατών της Μεταλλευτικής εταιρείας Λάρυμνας έγινε η εικονογράφηση του Παντοκράτορα, εντός κύκλου επί του κεντρικού θόλου του Ναού και κύκλωθεν εικονογραφήθηκαν οι τέσσερις Ευαγγελιστές.
Το 1936 κατασκευάστηκε με δαπάνη του Απόστολου Μπεληγιάννη, το περιτοίχισμα του Ναού.
Το ίδιο έτος αντικαταστάθηκε η μικρή στέγη του Ναΐσκου Ιωάννου του Προδρόμου (Αγιαννάκης), που βρίσκεται στην περιοχή του Παλιοχωρίου.
Μεταξύ των ετών 1937 και 1938 έγινε ανακατασκευή του εξωκκλησιού «Άγιος Νικόλαος»
Το 1939 κατασκευάστηκε το ερειπωμένο εξωκλήσι των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης με δαπάνη του εκ Στενής καταγόμενου και διαμένοντος στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής Αγγελή Σουλτάνη.
Το 1940 έγινε ανακαίνιση του εξωκλησιού «Άγιοι Απόστολοι» από το Εκκλησιαστικό Συμβούλιο.
Στην Ενορία Αγίας Τριάδος Κάτω Στενής, εφημέριος  ήταν ο από το1917 τοποθετηθείς δια μεταθέσεως εκ της Ενορίας Αγίας Τριάδος Βλαχιάς, ο ιερέας Παπαγεώργης Σιμιτζής. Την 19η Μαρτίου 1939, χειροτονήθηκες ιερέας για την Ενορία Αγίας Τριάδος Μαυροπούλου ο γιος του Παπαγεώργη, Παπαπέτρος Σιμιτζής. Αυτός πολλές φορές ιερουργούσε και στην Ενορία Κάτω Στενής, βοηθώντας τον γέροντα πατέρα του ο οποίος απεβίωσε το 1946
Στην κενωθείσα εφημεριακή θέση μετετέθη από το Μαυρόπουλο ο Παπαπέτρος Σιμιτζής δια του από 4 Ιανουαρίου 1947 εγγράφου της Ιεράς Μητροπόλεως Χαλκίδος και ασκούσε έκτοτε το λειτούργημα του ιερέως στην ενορία Κάτω Στενής.
Παπαπαναγιώτης Θάνος.
Ιερούργησε στην Κατω Στενή,
από το 1979 έως το 2002
Μετά το έτος 1932 που άρχισε να λειτουργεί ο νέος Ιερός Ναός της Αγίας Τριάδος Κάτω Στενής, οι εργασίες συνεχίστηκαν για τον εσωτερικό καλλωπισμό της. Ανακαινίσθη το Ιερό Τέμπλο, έγινε το πλακόστρωμα του δαπέδου, το σοβάτισμα και άλλες εργασίες.
Η Παναγία (Παναγιά) που γιορτάζει στις 23 Αυγούστου (τα εννιάμερα της Παναγίας), είναι βυζαντινός Ναός με σπάνιες τοιχογραφίες.
Το 1952 ή 1953 λόγω καθίζησης του εδάφους υπέστη μικρό ρήγμα, το οποίο με τον καιρό γινόταν μεγαλύτερο. Αμέσως κινητοποιήθηκαν οι κάτοικοι και η εκκλησιαστική επιτροπή και με εράνους και τις συμβουλές μηχανικών προέβησαν σε στήριξη του Ναού με κατασκευή τρούλου από μπετόν αρμέ, χωρίς να θιγούν οι τοιχογραφίες στο εσωτερικό του Ναού
Και εξωτερικά με σενάζ οπλισμένο ως το ύψος των πρεκιών και με υποστυλώματα αντιστήριξης στις δύο γωνίες στις συνδεδεμένες με το σενάζ.
Δύο εκκλησίες που δεν ανήκουν στις ενορίες Άνω και Κάτω Στενής, ο Άγιος Δημήτριος (Λούτσα) Και Αγία Κυριακή (Καμπιά), είναι άρρηκτα συνδεδεμένες με την θρησκευτική συνείδηση των Στενιωτών που τις επισκέπτονται συχνά.
Παπαγιώργης Τσουνής.
Ιερούργησε στην Κάτω Στενή.
 από το 2005 .έως το 2014.
Την 1-1-2015, ενώ έριχνε χιόνι και φυσούσε,
φτάνοντας στην εκκλησία για να ιερουργήσει
απεβίωσε

Παρατηρούμε ότι στον εκκλησιαστικό τομέα επιτελέστηκαν σημαντικά έργα.
Αυτό πρέπει να αποδοθεί στους κατά καιρούς ιερείς, στους ενοριακούς επίτροπους και στους κατοίκους Άνω και Κάτω Στενής, οι οποίοι με τις προσφορές τους και την προσωπική τους εργασία συνέβαλαν για την εκτέλεση αυτών των έργων, αλλά και στους κατοίκους άλλων χωριών, που πρόσφεραν διάφορα ποσά, ανάλογα με τις δυνατότητές τους στις καταρτιζόμενες ερανικές επιτροπές.
Να μην παραλείψουμε να αναφέρουμε ότι στους διάφορους Ναούς υπάρχουν αφιερώσεις Αγίων εικόνων και άλλων Ιερών εκκλησιαστικών σκευών από φιλόθρησκους Χριστιανούς.
Μεταπολεμικά ανεγέρθησαν στη Στενή τα παρακάτω εξωκλήσια.
Αγίων Κηρύκου και Ιουλίτης, από τον Γιατρό Κηρύκο Παπακωνσταντίνου και με την αρωγή του αδελφού του,επίσης Γιατρού Δημήτρίου Παπακωνσταντίνου στη θέση «Στατόρι»
Αγίων Αναργύρων, από τον Γιατρό Νικόλαο Παπαγεωργίου (Ξυνιάρη)
Στη θέση «Στατόρι».


Ιερός Ναός "Η Κοίμηση της Θεοτόκου", Άνω Στενή
Άγίου Νεκταρίου, από το Γιατρό Κηρύκο Παπακωνσταντίνου, στη θέση «Ντάμη».
Αγίας Παρασκευής, από τον Κωνσταντίνο Γάτο και του Αγίου Παντελεήμονος, από τον Ζήση Σπυριδάκη. Και οι δύο αυτοί Ναοί βρίσκονται στην περιοχή «Καλουρκό» (Καλογερικό).
Το 1964 άρχισε να χτίζεται ο Νεκροταφειακός Ναός της Αγίας Αικατερίνης, ο οποίος τελείωσε το 1965. Εφημέριος ήταν ο Παπαπέτρος Σιμιτζής. Όταν έφτιαξαν τον περίβολο, για να αρχίσει να λειτουργεί σα Νεκροταφείο, το οποίο θα μεταφερόταν από τους Αγίους Ταξιάρχες, αποφάσισαν ο ιερέας και τα μέλη της επιτροπής ότι στο ναό θα δοθεί το όνομα αυτού ή αυτής που θα αποβιώσει και θα ταφεί εκεί.
Λίγο διάστημα (περίπου ένα μήνα πριν αρχίσουν οι εργασίες ανέγερσης του Ναού απεβίωσε η Αικατερίνη Παπαϊωάννου και ετάφη εκεί. Έτσι ο Ναός αφιερώθηκε στην Αγία Αικατερίνη.
Ιερός Ναός "Αγία Τριάς" Κάτω Στενής
Στην Άνω Στενή τον Παπαβαγγέλη Μπαρμπούρη, αντικατέστησε ο Παπακώστας Παπαγεωργίου, προερχόμενος από την Ενορία Κάτω Στενής, από το Νοέμβριο του 1979 όπου και ιερουργεί μέχρι σήμερα.
Στην Κάτω Στενή, μετά τον Παπαπέτρο Σιμιτζή, που απεβίωσε στις 20 Απριλίου του 1970,  ακολούθησαν, ο Παπακώστας Παπαγεωργίου, που χειροτονήθηκε στις20 Ιουλίου 1970, όπου ιεράτευσε μέχρι το Νοέμβριο του 1979 και από τη χρονολογία αυτή έως σήμερα ιερουργεί στην Άνω Στενή. Στις 25 Νοεμβρίου 1979, χειροτονήθηκε ιερεύς ο Παπαπαναγιώτης Θάνος και ιερούργησε στην Κάτω Στενή μέχρι το 2002. Από το Μάρτιο του 2003 ανέλαβε καθήκοντα εφημέριου ο Αρχιμανδρίτης Γαβριήλ Α. Σέρβος. Στις 16 Απριλίου του 2005 χειροτονήθηκε Πρεσβύτερος στην Ενορία Κάτω Στενής ο Παπαγιώργης  Τσουνής. και από το 2015 ο Αρχιμανδρίτης Χρυσόστομος, κατά κόσμον, Δημήτριος Καλλής, ο οποίος παραιτήθηκε το Σεπτέμβριο του 2017.

Γιάννης Γιαννούκος

Πηγές
α)  Το Χρονικόν της Στενής του Νομού Ευβοίας, του Δημητρίου Γιαννούκου.
β)  Προφορική παράδοση

Τέλος εποχής


Τελευταίοι ράφτες
Τελευταίοι  ράφτες   παραδοσιακών ρούχων που ήταν στο διάστημα του μεσοπολέμου ήταν  ο Ντούρμας Αριστείδης (Αριστδάνας) ο οποίος έραβε πατατούκες, καπότες, πανωβράκια, ο Ζέρβας Ιωάννης (Μπάλιος) ο οποίος εκτός των άλλων έφτιαχνε και σεγκούνες, και ο Δημήτρη Καλαμαράς στη Κάτω Στενή. Τελευταίες μοδίστρες που έραβαν υφαντά όπως φορέματα, μπόλκες, πουκαμίσες κ.λπ. στην Πάνω Στενή στο διάστημα του μεσοπολέμου ήταν η Ευανθία Τσουτσαίου, η Στέλλα Γιαμά-Μπεληγιάννη, η Ουρανία Παπαγεωργίου-Μπεληγιάννη, η Σταυρούλα Καράγκου. Στη Κάτω Στενή η Ελένη Καλαμάρα και η Στέλλα Αγγελάκη. Η πληρωμή αυτών των μαστόρων, συνήθως ήταν σε είδος. Για μια γυναικεία πουκαμίσα, η τιμή ήταν 25 οκάδες τυρί. Μαλλιά, σταφύλια, σιτάρι και κάποιες άλλες φορές χρήματα ήταν η πληρωμή για τη δουλειά που έκαναν οι ράφτες και οι μαστόρες.

Τέλος εποχής

 Από το μεσοπόλεμο και μετά άρχισαν να καθιερώνονται οι φραγκοράφτες. Δηλαδή αυτοί που έφτιαχναν τα φράγκικα ρούχα. Πρώτος φραγκοράφτης στη Στενή ήταν ο Δημήτριος Κυράνας στη Κάτω Στενή. Στη Πάνω Στενή ο Δημήτριος Λέων(Κακαράς) ο Κωνσταντίνος Γιαννούκος(Κωσταρίγκος). Σε πολύ μικρή ηλικία κατά τη διάρκεια της κατοχής άρχισε να ράβει,

Ανδρική καθημερινή φορεσιά


Η καθημερινή φορεσιά

Πουκαμίσα. Βαμβακερό, υφαντό, παλαιότερα άσπρο και μεταγενέστερα συνήθως μπλε με λίγο κόκκινο, από το λουλάκι που το έβαφαν. Στενό επάνω στο στήθος, άνοιγε προς τα κάτω και γινόταν σαν φουστανέλα. Έφτανε έως τα γόνατα. Γύρω από το άνοιγμα του στήθους, που έφτανε ως τη μέση, έβαζαν πολλά γαζιά για να το στενέψουν. Σtο λαιμό δεν είχε γιακά αλλά γουρζέρα (φάσα). Τα μανίκια ήταν φαρδιά ή στενά και κούμπωναν.

Η κατασκευή της σεγκούνας




                           Κάτοχος:Μάτω Βλάχου και Γιούλα Κελεπούρη



                                                    Κατασκευή

 Η σεγκούνα ήταν  γυναικείο  πανωφόρι χωρίς μανίκια  που ανάλογα  με τη διακόσμηση φοριόταν τις καθημερινές, τις γιορτές, νυφιάτικη. Πιο απλή μορφή σεγκούνας είναι η σουκάρδα  που φοριόταν τις καθημερινές.

Η σεγκούνα αποτελείται από ένα μονοκόμματο φύλλο στην πλάτη την μάνα, από ένα φύλλο μπροστά -δεξιά και αριστερά- τα μπροστάρια,και από δύο πλαϊνά, που χαμηλά στο πίσω μέρος του επενδύτη συμπληρώνονται με δύο μικρά τριγωνικά κομμάτια τα λαγκιόλια. Είναι κατακόρυφα ανοιχτός μπροστά, ρελιασμένος με βαμβακερό γαϊτάνι. Με το ίδιο γαϊτάνι γίνεται και το ρέλιασμα στο άνοιγμα της μασχάλης. Φαρδιές διακοσμητικές ταινίες από  βαμβακερό νήμα στριμμένο σαν κορδονάκι και ραμμένο το ένα δίπλα στο άλλο διακοσμούν τα δύο μπροστινά φύλλα, την περιφέρεια και την πλάτη, που είναι σχεδόν ολόγιομη. Στα μπροστινά φύλλα, το κενό που δημιουργείται ανάμεσα στις  διακοσμητικές ταινίες καλύπτεται με δύο σχηματοποιημένα φυτικά μοτίβα, καμωμένα και αυτά από βαμβακερό νήμα.
Στο χωριό μας το κάθε σπίτι είχε πάνω από είκοσι τόπια ύφασμα που τα είχαν υφάνει στον αργαλειό, τις τρούμπες όπως τις έλεγαν και κάποιες από αυτές ήταν ειδικό πανί για σεγκούνες, το σαγιάκι(« σαγίον»). 
Τρούμπα
Για να κατασκευάσουν το σαγιάκι διάλεγαν το  καλύτερο άσπρο μαλλί του προβάτου φροντίζοντας να μην υπάρχει ίχνος μαύρης τρίχας. Μετά τον αργαλειό για να γίνει χοντρό και πυκνό το ύφασμα το πήγαιναν σε μαντάνι η το έτριβαν για πολλές ώρες σε χλιαρό νερό ώσπου να μπάσει. Οι εύπορες γλύτωναν όλη αυτή την ταλαιπωρία αγοράζοντας έτοιμο ύφασμα το οποίο λεγόταν σαάκ. Για την κατασκευή μιας σεγκούνας χρειάζονταν έξι έως οχτώ πήχες πανί. Για την κατασκευή της σεγκούνας υπήρχαν  στο χωριό οι μαστόροι. Έκοβαν το ύφασμα σε κομμάτια, τη μάννα(το μονοκόμματο κομμάτι  της πλάτης), τα μπροστάρια και με την βοήθεια  άλλου ατόμου  ή του δούλου έφερναν τα κομμάτια ίσα και τα έραβαν. Ο δούλος  ήταν μια ταινία από στέρεο ύφασμα με ένα αγκίστρι στην άκρη. Καθισμένος σταυροπόδι ο ράφτης περνά τον δούλο κάτω από το γόνατο γαντζώνοντας καλά ένα φύλλο σεγκούνας. Απέναντι έβαζε το άλλο κομμάτι και άρχιζε να ράβει. Το κέντημα που ακολουθούσε ήταν πολύ χρονοβόρο και στις περισσότερες περιπτώσεις το έκαναν μόνες τους και από ένα σημείο και μετά με αγοραστές κλωστές.

Πρώτες ύλες και επεξεργασία


Άννα  Μπεληγιάννη


Η ποικιλία της φορεσιάς εξαρτιόταν από το φύλο, την ηλικία, την οικονομική κατάσταση, το επάγγελμα, αν η γυναίκα ήταν ελεύθερη ή παντρεμένη. Στο χωριό μας στις περισσότερες περιπτώσεις λόγω της οικονομικής δυσκολίας που υπήρχε στους περισσότερους, βασιζόντουσαν περισσότερο σε υφαντικές ύλες τις οποίες έφτιαχναν μόνοι τους.

ΟΙ ΜΑΣΤΟΡΕΣ ΚΑΙ ΟΙ ΜΑΣΤΟΡΕΣ


Οι μάστοροι  και οι μαστόρες.

Στη Στενή αρκετοί  ήταν οι ράφτες που ήρθαν και από άλλα μέρη της Ελλάδας, όταν αυτά τα μέρη ήταν ακόμα υποδουλωμένα στους Τούρκους. 

  Ο Αθανάσιος Κορώνης (απλή συνωνυμία με τον Κορώνη που ήρθε από την Κορώνη της Πελοποννήσου) έφτιαχνε φουστανέλες.

Ξεκίνησε από το Βουνέσι της Καρδίτσας κυνηγημένος από τους τούρκους, πέρασε με βάρκα από την Γλύφα και ήρθε και εγκαταστάθηκε στη Στενή με το όνομα Κορώνης( πιθανώς σαν όλους τους φυγάδες να άλλαξε επίθετο) . Ο Τζώλης(Ραφτογιάννης) ήταν ράφτης στα Γιάννενα, σκότωσε δύο τούρκους στρατιώτες οι οποίοι πήγαν να κλέψουν την αδερφή του για λογαριασμό του Πασά και μόλις που πρόλαβε να σωθεί από τους τούρκους, ώσπου να εγκατασταθεί στη Στενή. Απέκτησε  δυο κόρες  την Ραφτοπούλα και την Μαστόρα .

Από τις οικογένειες που ήρθαν στη Στενή πολλοί διέσωσαν την φορεσιά που έφεραν από τον τόπο τους. Έτσι π.χ. σε οικογένεια των Κατσανάδων(kacan)8 οι οποίοι ήρθαν στη Στενή  διασώζεται ακόμα και σήμερα η παραδοσιακή φορεσιά των Σαρακατσάνων.

Ο Αθανάσιος Ντούρμας η γυναίκα του Γιούλακαι την κόρη του Ρίνα


                                   Στενιώτες ράφτες

Δεν έχει διασωθεί ποιοι ήταν οι στενιώτες ράφτες τα μεταεπαναστατικά χρόνια και αν γύριζαν τα χωριά όπως οι τερζήδες. Όπως δεν διασώθηκαν τα ονόματα του τσαρουχοποιού και των χρυσικών. Τα ονόματα του Τζώλη και του Κορώνη διασώθηκαν  μόνο και μόνο επειδή σώθηκε το ιστορικό της εγκατάστασης τους.

Λίγο πριν το 1900 ονομαστός ράφτης ειδικά στις πατατούκες ο Αθανάσιος Ντούρμας (Μανταλός). Με το άλογο του, φορτωμένο με το κασελάκι που είχε τα εργαλεία του, γύρναγε τα χωριά της περιφέρειας και έφτιαχνε ρούχα. Στα σπίτια έμενε ώσπου να τελειώσει τη δουλειά.

ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΔΡΟΜΗ


Ο θρύλος λέει ότι η περιοχή μέσα στο λόγγο της Στενής ήταν το άντρο των αδούλωτων Κλαριτών οι οποίοι δεν προσκύνησαν ποτέ τους τούρκους .Την περιοχή τότε την έλεγαν Κλεισούρα2. Αυτά τα λέει ο μύθος. Η ιστορία μιλάει για τα Καλύβια και είναι καταγραμμένα στο Χρονικό της Στενής του Δημήτρη Γιαννούκου. Ο μύθος και η ιστορία ίσως δεν έχουν μεγάλη διαφορά. Υπάρχουν και οι θέσεις των Καλυβιών μέσα στο απροσπέλαστο δάσος της Στενής καθώς και τα ονόματα αυτών που έμεναν εκεί3. Πέτρινες κατασκευές καλυμμένες με χοντρούς κορμούς δένδρων,  ενώ η στέγη τους ήταν με ξύλα, χώμα και κλαριά. Ακόμα κι αν έβρισκαν οι τούρκοι τα δυσδιάκριτα μονοπάτια κι έφταναν κοντά τους ήταν πού δύσκολο να τα ξεχωρίσουν μέσα στην πυκνή βλάστηση. Δεν ξέρουμε από πότε οι διωκόμενοι Έλληνες έβρισκαν καταφύγιο μέσα στον λόγγο της Στενής4. Η  καταγραφή του Χρονικού αφορά τις τελευταίες δεκαετίες των προεπαναστατικών χρόνων. Οι θέσεις των Καλυβιών όμως, μας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι παλαιότερα από την εποχή που περιγράφεται στο Χρονικό αυτοί που έμεναν εκεί ίσως να διέμεναν μόνιμα. Αυτό που παρατηρούμε είναι ότι σε όλες τις τοποθεσίες που υπήρχαν Καλύβια υπήρχε κοντά πηγαίο νερό. Το δάσος τους παρείχε τροφή όπως κάστανα, μανιτάρια, χόρτα όπως και κυνήγι. Παράλληλα σε πολλά σημεία του δάσους έσπερναν σιτάρι, καλαμπόκι, κριθάρι. Βέβαια όπως μπορεί να αντιληφθεί η διαμονή και η διαβίωση ήταν διαρκής αγώνας επιβίωσης ειδικά την εποχή του χειμώνα.



 Ο δάσκαλος Γιώργος Ντεγιάννης στο βιβλίο του «Μέσα στους λόγγους» ονομάζει τα Καλύβια τα «Άγια των Αγίων» γιατί αποτελούσαν το σύμβολο-αν όχι τον πυρήνα-του άσβεστου πάθους και του ονείρου των κατοίκων της περιοχής για λευτεριά. Ο Δημήτρης Γιαννούκος στο Χρονικό αναφέρει σαν τόπο λατρείας εκκλησάκι που υπήρχε στην περιοχή Σταυροδήμα.



                                         Το χωριό



 Το 1790 έχουμε την πρώτη και μοναδική  μαζική εγκατάσταση στην σημερινή θέση του Χωριού. Λέγοντας Χωριό εννοούμε την Πάνω Στενή. Ακόμα και σήμερα οι Κατωχωρίτες όταν πηγαίνουν στην Πάνω Στενή λένε ότι πάω στο Χωριό. Οι κάτοικοι των οικισμών της περιοχής Σκουντέρι μεταφέρθηκαν επτά χιλιόμετρα βορειότερα στην σημερινή θέση του Χωριού. Οι λόγοι ήταν δυο. Μια λοιμώδης ασθένεια άγνωστο σε εμάς πόσο μεγάλη ήταν η καταστροφή και οι απώλειες που προκάλεσε κατά πρώτο λόγο και κατά δεύτερο λόγο οι πιέσεις των τούρκων οι οποίες έγιναν πολύ πιο έντονες5. Μετά το 1790 η εγκατάσταση οικογενειών από πολλά μέρη της Ελλάδας αλλά και από την γύρω περιοχή συνεχίστηκε για πολλά χρόνια.



                                      ΜΑΡΟΥΣΑ



Για την περίοδο πριν από το 1790 οι πληροφορίες που έχουμε είναι ελάχιστες. Πόσο μάλλον για το τι φορούσαν. Από εκεί και ύστερα υπάρχει μια αναφορά για έναν γάμο που έγινε στη Στενή το 1825 στο διήγημα του Νικόλαου Αντωνόπουλου που εκδόθηκε το 1886 «Μαρούσα η Στροπωνιάτισσα». Ανάμεσα στα έθιμα του γάμου περιγράφεται το μαντήλι(μπόλια) της νύφης και των άλλων γυναικών στο γάμο, το οποίο ήταν κόκκινο με σχέδια από λουλούδια διαφόρων χρωμάτων, το μέτωπο της ήταν καλυμμένο από σύμπλεγμα χρυσών και αργυρών νομισμάτων και το πρόσωπο της βαμμένο με κόκκινη και πυκνή ύλη η οποία ονομαζόταν «κίννα»7.







                                      ΕΠΙΡΡΟΕΣ



Η σύντομη ιστορική αναφορά που προηγήθηκε  έχει άμεση σχέση με την εξέλιξη της παραδοσιακής φορεσιάς της Στενής  καθώς θεωρούμε ότι είναι αδύνατον να μην επηρέασαν όλες αυτές οι μετακινήσεις. Βέβαια την περίοδο εκείνη υπήρχε και η παράδοση οι αλλαγές να γίνονται μέσα σε προκαθορισμένα πλαίσια του κώδικα ενδυμασίας του κάθε τόπου. Άλλωστε και στην υπόλοιπη Εύβοια που δεν είχαν ντόπιους μαστόρους και τα ρούχα τα έραβαν πλανόδιοι ράφτες «οι τερζήδες» σε κάθε χωριό που πήγαιναν προσαρμόζονταν στο τοπικό ύφος.



Το εμπόριο



Επίσης στη Στενή αναπτύχθηκε  αγορά με μεγάλα εμπορικά καταστήματα και πολλούς τεχνίτες. Ανάμεσα σε αυτούς που εγκαταστάθηκαν στη Στενή εκτός από τους ράφτες που αναφέραμε  ήταν και τσαρουχοποιοί, χρυσικοί ή κοεμτζήδες που έφτιαχναν τα κιργκιφίσια9. Επίσης από το 1864 ξεκίνησε και το παζάρι της Κάτω Στενής. Όπως έχει διασωθεί ένα από τα πιο εμπορεύσιμα προϊόντα του παζαριού ήταν το μαλλί. Από όλα τα γειτονικά χωριά και ειδικά από το Μαυρόπουλο περίμεναν το παζάρι για να πουλήσουν το μαλλί που παρήγαγαν.



ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΗΤΑΚΗΣ

Η ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΗ ΦΟΡΕΣΙΑ ΤΗΣ ΣΤΕΝΗΣ

Τα καθημερινά ρούχα της Στενιώτισας

Μια  μπόλκα ή κάποιες φορές μια κόκκινη σεγκούνα και μια  ποδιά χωρίς κανένα σχέδιο επάνω. 

Πουκάμισο: Μακρυμάνικο συνήθως με απλά σχέδια η χωρίς σχέδια. Πρακτικό για να μην τους εμποδιζει στις δουλειές που έκαναν. Μεταγενέστερα ενα φουστάνι με φραμπαλά.

Μπόλκα. Μπλούζα με κεντήματα στο γιακά και στα μπελετζίκια (μανσέτες)11. Πανωφόρι το οποίο έφτανε λίγο κάτω από τη μέση.

Σουρκάδα (σουρουκάδα): Σεγκούνα χωρίς ιδιαίτερη διακόσμηση και χωρίς την ίδια φροντίδα. Καθημερινό πανωφόρι πιο μακρύ από την σεγκούνα Από μέσα ή κάποιες φορές κι 
απ’ έξω είχε φλόκια για να κρατάει το κρύο. Κατασκευαζόταν από σαγιάκι όπως και σεγκούνα.

Κόκκινη καθημερινή σεγκούνα: Μαύρη σεγκούνα με κόκκινα κεντίδια. 


Η καθημερινή ποδιά είναι ένα εξάρτημα με την σαφή πρακτική χρησιμότητα να προφυλάσσει το μπροστινό κάτω τμήμα της φορεσιάς, που είναι περισσότερο εκτεθειμένο στο λέρωμα και την φθορά. Αυτές οι ποδιές φτιάχνονται από ένα απλό κομμάτι ύφασμα, μπαμπακερό ή μάλλινο, συνήθως με λίγα ή καθόλου στολίδια.

Η καταγραφή

Η παρούσα καταγραφή βασίστηκε σε παλιές φορεσιές που έχουν διασωθεί, σε παλιές φωτογραφίες που κάποιες από αυτές τραβήχτηκαν και πριν εκατό χρόνια και τέλος σε μαρτυρίες που έχουν διασωθεί. Έγινε προσπάθεια να φωτογραφηθούν όσο περισσότερες φορεσιές γίνεται και να χρονολογηθούν όσο πιο σωστά γίνεται ούτως ώστε ένα μεγάλο ποσοτικό δείγμα να ελαχιστοποιήσει το λάθος.


Οι παραδοσιακές φορεσιές που διασώζονται στην Στενή πριν από το 1900 είναι λίγες. Οι λόγοι είναι πολλοί και εύλογοι.

Πρώτα από όλα η φθορά του χρόνου και η κακή συντήρηση. Κατά δεύτερο λόγο η άγνοια της σπουδαιότητας και σε αρκετές περιπτώσεις η αδιαφορία. Για πολλά χρόνια έμποροι γύριζαν στα χωριά και έπαιρναν αυθεντικές φορεσιές δίνοντας σεντόνια. Κατά τρίτο λόγο η συνήθεια να θάβονται με την επίσημη φορεσιά. Την σημερινή εποχή σε όσους έχουν μείνει παραδοσιακές φορεσιές επικρατεί καχυποψία να ανοίξουν το μπαούλο τους μιας και σε πολλές περιπτώσεις που δάνεισαν ρούχα για τις εθνικές επετείους δεν τα πήραν ποτέ πίσω.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΗΤΑΚΗΣ
Η ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΗ ΦΟΡΕΣΙΑ ΤΗΣ ΣΤΕΝΗΣ

Πέμπτη 24 Αυγούστου 2017

Πρόλογος


Οι φορεσιές, εκτός από τον πρακτικό σκοπό της χρήσης τους, όπως η προφύλαξη του σώματος από το ψύχος κ.λπ., χρησιμοποιούντο και ως διακριτικό γνώρισμα του φύλλου, (άνδρας, γυναίκα) της ηλικίας, (παιδί, ενήλικος(η), γέροντας,(ηλικιωμένη) της κοινωνικής τάξης, (πλούσιοι, φτωχοί) του επαγγέλματος (κληρικού, γεωργού, κτηνοτρόφου ),της ελεύθερης η της παντρεμένης.
Η δε ποικιλία της φορεσιάς εξαρτιόταν από την υπάρχουσα οικονομική κατάσταση κατά τόπο και κατά άτομο, τα διάφορα είδη υφασμάτων που παράγονταν στην περιοχή (μάλλινα, λινά, βαμβακερά, μεταξωτά κ.λπ.) αλλά και την επικοινωνία, εμπορική ως και πολιτιστική που υπήρχε με άλλους τόπους.
Στην περιοχή μας όμως, κυρίως στηριζόταν στην τοπική οικονομία και για την κατασκευή και διακόσμηση του ενδύματος, γινόταν χρήση εγχωρίων υφαντικών υλών για την κατασκευή από κάθε οικογένεια του αναγκαίου υφάσματος.



Το νησί της Εύβοιας χαρακτηρίζεται από την ποικιλομορφία του και από τις μεγάλες αποστάσεις. Αυτό λοιπόν εξηγεί πως στο ίδιο νησί έχουμε τόσους πολλούς τύπους φορεσιών που διαφέρουν μεταξύ τους. Έτσι λοιπόν στο ίδιο νησί βρίσκουμε  την νησιώτικη βράκα  άλλα και την φουστανέλα. Στη Χαλκίδα αμέσως μετά την απελευθέρωση από τους τούρκους άρχισε σιγά να επιβάλλεται το ευρωπαϊκό ντύσιμο. Κάτι που δεν ακολούθησαν τα χωριά της  Εύβοιας  τα οποία κράτησαν το παραδοσιακό τους χρώμα έως τον μεσοπόλεμο. Στην περιοχή της Δίρφης και της Μεσσαπίας οι αλληλεπιδράσεις και οι ομοιότητες είναι αρκετές. Οι άνδρες φορούν την φουστανέλα σαν επίσημη στολή και την φουστανελωτή πουκαμίσα τις καθημερινές  και  οι γυναίκες την  φορεσιά με τα σεγκούνια. Αν θέλουμε να βρούμε ομοιότητες με άλλη περιοχή πρέπει να τις αναζητήσουμε στο νομό Βοιωτίας και στα αρβανιτοχώρια και όχι στην Βόρειο η Νότιο Εύβοια. Οι διαφορές και στα χωριά της Δίρφυς και της Μεσσαπίας είναι αρκετές. Έχουμε λοιπόν την μαύρη σεγκούνα στα πεδινά χωριά  και την κόκκινη σεγκούνα στα χωριά γύρω από την Στενή. Εκτός από το χρώμα της σεγκούνας οι μικροδιαφορές ανάμεσα στα χωριά είναι αρκετές π.χ. στα βελούδα μετά το 1900 βλέπουμε στα Ψαχνά ελαφρύ μωβ, στους Καθενούς και Θεολόγο πράσινο, μελιτζανί και μπορντό, στη Μακρυκάπα και στη Στενή μονόχρωμα
ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΗΤΑΚΗΣ
Η ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΗ ΦΟΡΕΣΙΑ ΤΗΣ ΣΤΕΝΗΣ

Στενιώτες με πανωβράκια



Σπύρος Βασιλείου(Μομότας)
  (Αρχείο παπακώσταςΠαπαγεωργίου)
Μπουντούρι. Κοντό παντελόνι το οποίο φόραγαν μαζί με κάλτσες. Προτοεμφανίστηκε στην περιοχή μας μετά το 1880.



Πανωβράκ', (Πανωβράκι). Το πανωβράκι ήρθε να αντικαταστήσει το μπουντούρι. Τα πανωβράκια φτιάχνονταν από υφαντό μάλλινο ύφασμα μαύρου χρώματος. Ήταν στενά αλλά κάτω από τα σκέλια σχημάτιζαν την σέλα για να μη δυσκολεύονται στο περπάτημα. Τα έδεναν στη μέση με ένα κομμάτι σχοινί την βρακοζώνα, την οποία περνούσαν μέσα από την φακαρόλα, στο κενό δηλαδή που δημιουργείται στο πάνω μέρος του πανωβρακιού όταν δίπλωναν το ύφασμα προς τα κάτω και το έραβαν.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΗΤΑΚΗΣ
Η ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΗ ΦΟΡΕΣΙΑ ΤΗΣ ΣΤΕΝΗΣ

ΕΠΙΣΗΜΗ ΑΝΔΡΙΚΗ ΦΟΡΕΣΙΑ

Ο Χάμπος
Ο Χαράλαμπος Αρβανίτης  (Χάμος) γεννήθηκε το 1885 και μεγάλωσε στην Στενή. Μητέρα του η Ζαφείρα και αδέρφια του ο Αναστάσιος ,ο Δημήτρης (Γουργούτας),η Μαρία που παντρεύτηκε τον Ανδρέα Μεταξά, η Σοφία που παντρεύτηκε τον Χρήστο Βλάχο(Κουραμιάς),είχε ακόμα μια αδερφή για την οποία δεν υπάρχουν πληροφορίες.
Ο Χάμπος παντρεύτηκε την Κατερίνα Αγγελή από τους Βούνους και μετά από λίγα χρόνια έφυγαν για την Τριάδα. Έκαναν οχτώ παιδιά. Πέθανε το 1952.



                                                                               



Φστανέλα (Φουστανέλα). Επίσημη φορεσιά. Φτιαγμένη με χασέ αγοραστό ύφασμα. Αποτελείται από σαράντα (40) έως και τετρακόσια (400) κομμάτια τριγωνικό ύφασμα (φύλλα) και ήταν όλη ραμμένη στο χέρι. Μια συνηθισμένη φουστανέλα είχε από 40-45 φύλλα. Τα τριγωνικά κομμάτια υφάσματος είχαν πλάτος 15 εκατοστά κάτω και 3-4 εκατοστά πάνω. Όσο πιο στενά ήταν πάνω στο μέρος που έπιανε η φακαρόλα, τόσο πιο φουντωτή ήτανε. Ανάλογα με τον αριθμό των κομματιών του υφάσματος που είχε επάνω, ήταν και το βάρος της, Ανάλογα με την ηλικία ήταν και το ύψος της φουστανέλας. Οι νέοι φόραγαν την κοντή και οι ηλικιωμένοι την μακρύτερη.




Θανάσης Βαρτζής και η γυναίκα του Παναγιώτα Τζίνη.





                                        Φουστανελάδικη πουκαμίσα

η πιο συνηθισμένη αντρική φορεσιά αποτελεί­ται από την πουκαμίσα, ένα απλό ρούχο με μανίκια που φοριέται πάνω από το εσωτερικό πουκάμισο, κουμπώνει μπροστά, και μπορεί να φτάνει μέχρι τα γόνατα. Καθώς η μέση σφίγγεται με το ζωνάρι, η πουκαμίσα ανοίγει προς τα κάτω και σχηματίζει δίπλες στον ποδόγυρο.Οι δίπλες αυτές είναι ένδειξη πολυτέλειας και στην προσπάθεια να γίνουν όσο το δυνατόν περισσότερες δημιουργήθηκε η φουστανέλα.
Συνήθως καθημερινό ρούχο που με τα ανάλογα κεντίδια γινόταν και επίσημο.Η περιοχή του στήθους καλυπτόταν από πυκνές πένσες που σχημάτιζαν ένα ξεχωριστό τετράγωνο.Είχε άνοιγμα μέχρι την μέση και κούμπωνε με μικρά κουμπιά. Οι πουκαμίσες που έχουμε βρει είναι σε χρώμα γεράνιο και στενά μανίκια.Μια βρήκαμε μόνο με φαρδιά μανίκια η οποία είναι και παλαιότερη.



Το ζνάρ (ζωνάρι). Κόκκινο ύφασμα που το έδεναν γύρω από τη φακαρόλα.



Πουκάμισο. Λευκό βαμβακερό ύφασμα, κοντό ως τη μέση και με πλατιά μανίκια.



Κάλυμμα κεφαλής. 

Για το κεφάλι είχαν το φέσι, (κόκκινος σκούφος με μαύρη φούντα) αλλά το πιο συνηθισμένο ήταν ο Κούκος, που ήταν ένας μαύρος σκούφος. Ο καθημερινός ήταν από τσόχα και ο επίσημος (ο γιορτινός) από βελούδο.



Φέρμιλ' (φέρμελη). Σταυρωτό με ψευτομάνικα, κεντημένο. Παλαιότερα τα μανίκια δεν ήταν μόνο για φιγούρα, ήταν και λειτουργικά. Όταν κρύωναν έβαζαν μέσα τα χέρια τους.



Κάλτσες. Ήταν άσπρες, υφαντές ή πλεκτές, πολύ μακριές και έφταναν έως επάνω και πολλές φορές ενώνονταν και έπαιρναν το σχήμα του σημερινού κολάν ή καλτσόν. Κάτω από την πατούσα υπήρχε μια λεπτή υφασμάτινη λουρίδα. Τις έδεναν κάτω από το γόνατο, με τις γονατάρες, οι οποίες στο ένα άκρο είχαν δύο μαύρες φούντες και στο άλλο μια θηλιά μέσα από την οποία περνούσαν οι φούντες κατά το δέσιμο.

Εκκλησίες των χρόνων της Τουρκοκρατίας, στη Στενή Ευβοiας



Οι πρώτοι κάτοικοι της Στενής μετοίκησαν από την περιοχή Σκουντέρι, που βρίσκεται 7 περίπου χιλιόμετρα από τη Στενή.
Αυτό αποδεικνύεται από την προφορική παράδοση, από τα παλιά εξωκλήσια που υπάρχουν στην περιοχή και άλλα ερείπια, από την επωνυμία «Παλιοχώρι», που έδιναν στην περιοχή οι κάτοικοι, που σημαίνει το Παλιό μας χωριό και από το μυθιστόρημα του Νικόλαου Αντωνόπουλου «Μαρούσα η Στροπωνιάτισσα», που τοποθετεί το χωριό που καταγόταν ο συμπρωταγωνιστής του μυθιστορήματος, Γιάννος «Κείμενον-ως λέγει-ανατολικομεσημβρινώς της Στενής». Συμφωνεί δηλαδή με την τοποθεσία που και η παράδοση μας πληροφορεί ότι βρίσκεται το παλιό χωριό.
Στο «Παλιοχώρι», ήταν ο Ναός του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου (Αγιαννάκης), χτισμένος με πέτρες και χώμα και είχε σχήμα παραλληλογράμμου. Το δάπεδό του ήταν μισό περίπου μέτρο κάτω από την επιφάνεια του εδάφους και η θύρα του χαμηλή. Το όλον του δείχνει Ναΐσκο των χρόνων της Τουρκοκρατίας.
Το 1936 έγινε από το εκκλησιαστικό συμβούλιο, ανακατασκευή της μικρής ξύλινης στέγης του. Στο εσωτερικό το Ιερό με τον Κυρίως Ναό χωρίζεται με πρόχειρο ξύλινο τέμπλο, πάνω στο οποίο υπάρχουν φορητές εικόνες, αφιερωμένες κατά καιρούς από φιλόθρησκους Χριστιανούς. Μόνο μια μικρή εικόνα σώζεται από τα παλιά χρόνια και ένα μικρό καντήλι σκόρπιζε το αμυδρό και γλυκό του φως.
Δίπλα από τον παλιό Ναΐσκο, κτίστηκε καινούριος με δαπάνη του Ντούρμα Αθανάσιου (Μπέτσα), περί το 1968 που ζει στον Καναδά.
Λίγες πέτρες που βρίσκονται λίγα μέτρα πιο κάτω μαρτυρούν την ύπαρξη του παλιού Ναΐσκου.
-Νοτιοανατολικά του Παλιοχωριού και σε απόσταση 3 περίπου χιλιομέτρων, βρίσκεται ο Ναός του Αγίου Δημητρίου, μικροσκοπικός κι αυτός σε σχήμα παραλληλογράμμου. Του Ναού αυτού έγινε ανακαίνιση το 1958, με φροντίδα και έξοδα του συνδημότη μας από την Αμερική που είχε επαναπατρισθεί, Στέφανου Κοντού. Με μέριμνά του τοποθετήθηκαν εικόνες και καντήλια. Μόνο μια εικόνα ξύλινη, δυσδιάκριτος διασώθηκε από την παλιά εποχή. Και μετά την ανακαίνισή του, ο Ναός διατήρησε την χαμηλή θύρα και το δάπεδο να βρίσκεται ένα περίπου μέτρο κάτω από την επιφάνεια του εδάφους. Γύρο από το Ναό διακρίνονταν ίχνη θεμελίων οικιών. Ίσως να ήταν κελιά μοναχών ή οικήματα στα οποία έμεναν οικογένειες που αποτελούσαν τον μικρό οικισμό του Αγίου Δημητρίου.
Ο Άγιος Αθανάσιος Κάτω Στενής,
όπως ήταν παλιά.
Ο Ναός ανακαινίστηκε εκ νέου το 
1980-81.από προσφορές πιστών.
-Ερείπια του Ναού του Αγίου Νικολάου υπήρχαν ανάμεσα στα ποτάμια «Καμπιώτικο ρέμα» και «Ρέμα Παλιόμυλος», όπου και το χωριό Άγιος Νικόλαος, κατά την παράδοση.
Σωροί ερειπίων υπήρχαν εκεί και οι κτηνοτρόφοι της περιοχής είχανε στήσει ένα φανάρι, το οποίο άναβαν κάθε βράδυ.
Αργότερα ανεγέρθη ένα εικονοστάσιο, από τον Νικόλαο Γ. Παλαιολόγο.
Ήδη πλησίον των ερειπίων ανεγέρθη Ιερός Ναός, από τον Αθανάσιο Φορτούνα.
-Ανατολικά του Αγίου Νικολάου και σε μικρή σχετικά απόσταση (στα σόια), βρίσκεται ο Ναΐσκος του Αγίου Γεωργίου. Κτισμένος με πέτρες και χώμα και το δάπεδο ένα μέτρο περίπου κάτω από την επιφάνεια του εδάφους, με χαμηλή θύρα, που δείχνει Ναό των χρόνων της Τουρκοκρατίας.
Έχει διαπιστωθεί ότι ο Ναΐσκος αυτός ήταν νεκροταφειακός, γιατί πολλοί κάτοικοι έχουν ανεύρει τάφους κατά την καλλιέργεια των πέριξ κτημάτων τους. Συντηρείτο από τα εκάστοτε εκκλησιαστικά συμβούλια και φιλόθρησκους Χριστιανούς.
Το 1922-23 ανακαινίστηκε από τον Μαστρογιάννη Κωνσταντίνο.
Επιδιορθώθηκαν οι τοίχοι, σοβατίστηκε και μπήκε καινούρια ξύλινη σκεπή. Το εκκλησάκι το λειτουργούσαν στις 24 Αυγούστου.
Η πρωτοβουλία αυτή του Κώστα Μαστρογιάννη ήταν σαν μια παράκληση προς τον Άγιο, να επιστρέψει ο γιος του Γεώργιος Μαστρογιάννης (Φούτρας) από την Τουρκία, που είχε αιχμαλωτιστεί.
Μαζί με τον Γιώργο Μαστρογιάννη επέστρεψαν στο χωριό και ο Δημήτριος Ντουμάνης (του Τσαφίλη) και ο Ευάγγελος Γιαλός (Ταμίας) που κι αυτοί ήταν αιχμάλωτοι.
Το 1954-55, με έρανο που ενήργησε η Αικατερίνη Μπαρμπούρη (του Κοϊάρη) και με χρήματα που διέθεσε η ίδια, έγινε μικρή επισκευή της στέγης με την προσθήκη κεραμιδιών.
Μετά από πολλά χρόνια και ενώ το εκκλησάκι έμενε ασυντήρητο γιατί είχε πάψει να λειτουργείται,ήταν σχεδόν ερείπιο.
Το 1980 ο Παναγιώτης Ντουμάνης (Κατσαμπέκης) και η σύζυγός του Φανή, το ανακαίνισαν και το λειτουργούν κάθε χρόνο στις 24 Αυγούστου.
-Όταν οι κάτοικοι μετακόμισαν στο νέο χωριό, ο πληθυσμός του οποίου με το χρόνο πολλαπλασιάστηκε και από κατοίκους άλλων περιοχών κοντινών αλλά και μακρινών, διακατεχόμενοι από βαθύ θρησκευτικό συναίσθημα, το πρώτο μέλημά τους ήταν η ανέγερση Ιερών Ναών.
Ανήγειραν τον Ιερό Ναό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, στο κέντρο σχεδόν του χωριού και στην είσοδό του, τον Νεκροταφειακό Ναό των Αγίων Θεοδώρων.
Νοτιότερα του χωριού, όπου σήμερα είναι η Κάτω Στενή, ανήγειραν τους Ιερούς Ναούς του Αγίου Αθανασίου και των Αγίων Ταξιαρχών.
-Ο Άγιος Αθανάσιος τα πρώτα χρόνια ήταν νεκροταφειακός. Αργότερα που ο πληθυσμός του χωριού πολλαπλασιαζόταν, το νεκροταφείο μεταφέρθηκε στο Ναό των Αγίων Ταξιαρχών.
Το 1987 με τα πολλά χιόνια, η σκεπή του δεν άντεξε και έπεσε. Τότε η εκκλησιαστή επιτροπή, με επικεφαλής τον εφημέριο Παπαπαναγιώτη Θάνο και τους επιτρόπους Γιάννη Σπυριδάκη, Χρήστο Κυράνα, Δημήτριο Κουτσάφτη.και Θανάση Μακρή, αποφάσισαν να τον κατεδαφίσουν και στη θέση του έκτισαν καινούριο Ναό.
-Ο Ναός των Αγίων Ταξιαρχών ήταν μικρός, πέτρινος και ήταν νεκροταφειακός, αφού μεταφέρθηκε εκεί το νεκροταφείο από τον Άγιο Αθανάσιο
Το 1978 κατεδαφίστηκε και άρχισε η ανοικοδόμησή του, από τον Παπακώστα Παπαγεωργίου, η οποία τελείωσε σε δυο περίπου χρόνια, όταν πια είχε αποχωρήσει ο Παπακώστας Παπαγεωργίου και είχε έρθει ο Παπαπαναγιώτης Θάνος ο οποίος και τον τελείωσε.

Το νεκροταφείο είχε μεταφερθεί στον νεόδμητο Ιερό Ναό της Αγίας Αικατερίνης, ο οποίος είχε ξεκινήσει να χτίζεται το 1964 και τελείωσε σε ένα περίπου χρόνο. Εφημέριος τότε ήταν ο Παπαπέτρος Σιμιτζής.

Γιαννούκος Ιωάννης