Το μάζεμα της ελιάς στη Στενή άρχιζε το Νοέμβριο, όμως από πριν πήγαιναν και συνέλεγαν την «χαμάδα» ελιές που είχαν πέσει από το δέντρο λόγω ωρίμανσης ή από τον αέρα.
Ακόμα νωρίτερα πήγαιναν και καθάριζαν το λιοχώραφο, από χόρτα, και άλλα ζιζάνια, αλλά επειδή τα περισσότερα κτήματα ήταν επικλινή (κατηφορικά), τραβούσαν τα καθαρισμένα χόρτα και λίγο χώμα κάνοντας ένα φράγμα στο κάτω μέρος του χωραφιού ώστε να μην κυλούν οι ελιές και χάνονται στις καναλιές.
Οι περισσότερες ελιές των Στενιωτών βρίσκονται στην περιοχή «Σκουντέρι»
Όπως πληροφορούμαστε από το βιβλίο του Δημητρίου Γιαννούκου, «Το χρονικό της Στενής του Νομού Ευβοίας», μέχρι το 1934 η δενδροκαλλιέργεια ήταν δύσκολη λόγω της ανεπτυγμένης κτηνοτροφίας. Δώδεκα χιλιάδες πρόβατα, 350 κεφάλια βόδια, υπολογίζοντας τον αριθμό των κατσικιών , των μουλαριών, των γαϊδουριών αλλά και των πάσης φύσεως οικόσιτων ζώων και όλα αυτά ελεύθερης βοσκής καθιστούσε
αδύνατη την ανάπτυξη της δενδροκαλλιέργειας.
αδύνατη την ανάπτυξη της δενδροκαλλιέργειας.
Το 1934, που ανέλαβε πρόεδρος ο Γεώργιος Γιαννούκος, σε συνεργασία με το υπόλοιπο κοινοτικό συμβούλιο, πρώτη του μέριμνα ήταν να βοηθήσει στην ανάπτυξη της δενδροκαλλιέργειας. Επέλεξε την περιοχή Σκουντέρι και φέρνοντας ειδικό συνεργείο προέβη σε εμβολιασμούς πάρα πολλών αγριελιών, ενώ παράλληλα επιμορφώθηκαν οι κάτοικοι σχετικά με εμβολιασμούς φυτέματα κλπ.
Παράλληλα δε απαγόρευσε για μεγάλο χρονικό διάστημα τη βόσκηση των ζώων στην περιοχή αυτή.
-Όλο το χωριό άδειαζε τις μέρες αυτές μόνο πολύ ηλικιωμένοι και τα παιδιά που πήγαιναν στο σχολείο βρισκόντουσαν στο χωριό.
Πολύ πριν τα χαράματα ξυπνούσαν, ετοιμάζονταν φόρτωναν τα ζώα με τις τέμπλες, μικρές και μεγάλες, διάφορα γεωργικά εργαλεία, τσάπες, πριόνια κλπ, το ταγάρι με το μεσημεριανό τους, ψωμί, ελιές, τυρί και ντομάτα ήταν τα βασικά, ίσως και λίγα σύκα λιαστά, καθώς και το κανάτι με το νερό.
Έξω άκουγες τα πατήματα των ζώων στα στενά σοκάκια, αυτών που είχαν ξεκινήσει ήδη.
Οι αγροτικοί δρόμοι που οδηγούσαν στα χωράφια με τις ελιές ήταν γεμάτοι με ανθρώπους και ζώα σαν φαντάσματα, κάτω από το πέπλο της νύχτας μιας και ακόμα δεν είχε ξημερώσει.
Ειδικά από την Πάνω Στενή για να φτάσει κανείς στον προορισμό του ήθελε από μιάμιση έως δύο ώρες.
Έφταναν νύχτα ακόμη στις ελιές, άναβαν μια φωτιά για να ζεσταθούν λίγο, μιας και δεν είχε ξημερώσει ακόμα και όταν ερχόταν το ξημέρωμα και έδιωχνε το σκοτάδι άρχιζαν τη δουλειά.
Οι άνδρες άρχιζαν το τίναγμα με τις τέμπλες, πρώτα τις μικρές που ήταν ενάμιση έως δύο μέτρα και τίναζαν τις ελιές που ήταν χαμηλά και στη συνέχεια σκαρφάλωναν στα κλωνάρια του δένδρου και τίναζαν και αυτές που ήταν ψηλότερα.
Με την μεγάλη τέμπλα που ήταν τρία έως τέσσερα μέτρα μπορούσες να τινάζεις και από το έδαφος τα ψηλά κλωνάρια της ελιάς.
Η τέμπλα ήταν από καστανιά. Διαλέγανε ένα μακρύ κα ίσιο ξύλο το κόβανε, το ξεφλουδίζανε και το δένανε είτε πάνω σε μία κολώνα όρθιο ή στα κάγκελα του χαγιατιού και το αφήνανε πολλές μέρες για να μη σκεβρώσει και να πάρει την ισάδα του.
Οι γυναίκες από κάτω μάζευαν και τις έβαζαν στην ποδιά.
Όπως φορούσαν την ποδιά, έπιαναν το κάτω μέρος της και το στερέωναν στη ζώνη τους με τέτοιο τρόπο που δημιουργείτο κάτι σαν σακούλι. Τις ελιές λοιπόν που μάζευαν τις έβαζαν στην ποδιά και όταν γίνονταν αρκετές τις άδειαζαν στο σακί.
Όταν είχε κάποιος πολλές ελιές ή η οικογένεια ήταν ολιγομελής, δηλαδή υπήρχαν λίγα «χέρια» για δουλειά, προσλάμβαναν εργάτες. Αυτοί ήταν οι τιναχτές, άνδρες που τίναζαν τις ελιές και οι μαζώχτρες, γυναίκες που τις μάζευαν. Η πληρωμή γινόταν σε είδος, λάδι ή ελιές κατόπιν συμφωνίας.
Κατά τη διάρκεια του μαζέματος, οι γυναίκες διάλεγαν ελιές που είχαν πέσει κάτω πριν το τίναγμα (κι αυτό ήταν δείγμα ότι ήταν ήδη ώριμες), αρκεί να μην ήταν χτυπημένες και τις έβαζαν χωριστά για φαγώσιμες.
Το μεσημέρι σταμάταγαν για κολατσιό και ξεκούραση και μετά συνέχιζαν τη δουλειά μέχρι αργά το απόγευμα.
Τελειώνοντας φόρτωναν τις ελιές στα μουλάρια ή γαϊδούρια που είχαν και τα πήγαιναν στο χωριό.
Ξεχορτάριασμα, δηλαδή καθαρισμό του ελαιόκαρπου από διάφορα χόρτα και κλαδιά δεν έκαναν γιατί όλες οι ελιές είχαν μαζευτεί με τα χέρια και όχι με πανιά.
Εκεί στο κατώι ή σε κάποιο άλλο χώρο αποθήκη κλπ είχαν ετοιμάσει έναν χώρο σαν φράχτη με ξύλα και από κάτω είχαν στρώσει πανιά ή ξύλα για να μην έχουν οι ελιές επαφή με το έδαφος, γιατί τότε το δάπεδο των κατωγιών ήταν χωμάτινο και εκεί έριχναν τις ελιές και από πάνω έριχναν λίγο αλάτι. Το ίδιο έκαναν και την άλλη μέρα και όλες τις ημέρες του μαζέματος κι αυτό γιατί αργούσε να έρθει η σειρά τους στο λιοτρίβι. Υπήρχε περίπτωση να περιμένεις τη σειρά σου από μια εβδομάδα μέχρι ένα μήνα.
Όταν επιτέλους ερχόταν η σειρά τους και τους ειδοποιούσαν από το λιοτρίβι, μάζευαν, με τη βοήθεια των εργατών του λιοτριβιού με τα φτυάρια τις ελιές μέσα σε σακιά και με τα ζώα τις μετέφεραν στο λιοτρίβι.
-Όσοι δεν είχαν ελιές ή είχαν λίγες και δεν συμπλήρωναν το λάδι της χρονιάς επιδίδονταν στα μπορμπολόια. Πήγαιναν δηλαδή σε ελαιώνες που ο ιδιοκτήτης τους είχε τελειώσει τη συγκομιδή και μάζευαν όσες ελιές είχαν ξεχαστεί και έτσι συγκέντρωναν μια αξιόλογη ποσότητα.
Γιάννης Γιαννούκος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.