Κάθε τόπος είχε τα δικά του μαγειρέματα. Συνήθως, το «καλό»
φαγητό ήταν το χοιρινό, καμιά φορά και το κοτόπουλο, πάντως στο
χριστουγεννιάτικο τραπέζι το χοιρινό κρέας είχε... δεσπόζουσα θέση.
Το κρέας κοβόταν σε κομμάτια, τα οποία προορίζονταν για διαφορετικά φαγητά: για λουκάνικα, για πηχτή, για «πασπαλά» κ.λ.π..
Νύχτα το πρωί χτυπούσαν οι καμπάνες. Μικροί και μεγάλοι ετοιμάζονται και πηγαίνουν στην εκκλησία. Το σχόλασμα της εκκλησίας γίνεται λίγο μετά τα χαράματα (θαμπά) και τρέχουν όλοι για την πρωινή Χριστουγεννιάτικη «τηγανιά» ή αν προτιμάτε «σχαριά» του χοιρινού, αλλά και τηγανιτό μαύρο συκώτι..
Το μεσημέρι το Χριστουγεννιάτικο τραπέζι παίρνει ιδιαίτερη επισημότητα, με τα πλούσια φαγητά, το καλό κρασί και τις πολλές ευχές. Το κατ΄ εξοχήν φαγητό της ημέρας είναι το χοιρινό με χορταρικά(σέλινο) . Σπάνια υπήρχε σπίτι που να μην φιλοξενούσε κάποιους ξενιτεμένους συγγενείς ή φίλους.
Το μεσημέρι των Χριστουγέννων, όπως είπαμε, τα πιάτα γέμιζαν χοιρινό με σέλινο, το οποίο θεωρούνταν «γιορτινό» έδεσμα.
Απαραίτητη επίσης ήταν και η παρουσία της οματιάς, του σπληνάντερου και του λουκάνικου.
Το σπληνάντερο που φτιαχνόταν από το παχύ έντερο (κολιάς) με άσπρο συκώτι (πνευμόνια), καρδιά και σπλήνα, καρυκευμένο με θρούμπι, κανέλα, γαρύφαλλο, αλάτι και πιπέρι, που το έτρωγαν τηγανητό αν ήθελαν να το έχουν στο Χριστουγεννιάτικο τραπέζι, αλλιώς έπρεπε να το φάνε τη δεύτερη μέρα που έτσι κι αλλιώς θα άναβαν φούρνο για να ψήσουν και τις οματιές, αν δεν τις είχαν ψήσει σε κάπια γάστρα.οι οποίες φτιάχνονταν από το παχύ έντερο, κυρίως το τμήμα του σιγμοειδούς, και περιείχε πλιγούρι (μπουλουγούρι), άσπρο συκώτι και διάφορα γλυκάδια, με τα σχετικά καρυκεύματα.
Το βραδινό φαγητό είναι συνήθως «κοντοσούφλι», χοιρινό δηλαδή κομμένο σε μικρά κομματάκια περασμένα σε μικρή σούφλα και ψημένα στη «θράκα» του τζακιού, που τρώγεται σε δόσεις, καυτό όπως βγαίνει από τη φωτιά και ενώ τρωγόντουσαν τα πρώτα κομμάτια, άλλα κομμάτια έμπαιναν στη θράκα για να ετοιμαστούν.
Απόθεμα χοιρινού κρέατος υπάρχει για κάμποσες μέρες, σε κάθε οικογένεια και το «κοντοσούφλι» γίνεται σε κάθε στιγμή που θα περάσουν φίλοι από το σπίτι.
Το κρέας πασπαλιζόταν με μπόλικο αλάτι, ελλείψει ψυγείου και διατηρούνταν για κάμποσες ημέρες.
Η οικογένεια μαζευόταν γύρω από τη φωτιά και απολάμβανε τη
σπάνια ευκαιρία της κρεοφαγίας.
Ας τρυπώσουμε όμως στο γιορτινό τραπέζι των παππούδων μας κι ακόμη παλιότερα, για να δούμε τι συνήθιζαν να τρώνε κάποτε, πριν η...αστική γαλοπούλα με κουκουνάρι και κάστανα μονοπωλήσει τις γιορτινές συνταγές.
Το σφάξιμο του γουρουνιού ήταν ολόκληρη ιεροτελεστία. Κάθε
οικογένεια έσφαζε το δικό της, μαζεύονταν όμως δεκάδες γείτονες, περαστικοί και
φίλοι για τη διαδικασία.Ας τρυπώσουμε όμως στο γιορτινό τραπέζι των παππούδων μας κι ακόμη παλιότερα, για να δούμε τι συνήθιζαν να τρώνε κάποτε, πριν η...αστική γαλοπούλα με κουκουνάρι και κάστανα μονοπωλήσει τις γιορτινές συνταγές.
Το κρέας κοβόταν σε κομμάτια, τα οποία προορίζονταν για διαφορετικά φαγητά: για λουκάνικα, για πηχτή, για «πασπαλά» κ.λ.π..
Νύχτα το πρωί χτυπούσαν οι καμπάνες. Μικροί και μεγάλοι ετοιμάζονται και πηγαίνουν στην εκκλησία. Το σχόλασμα της εκκλησίας γίνεται λίγο μετά τα χαράματα (θαμπά) και τρέχουν όλοι για την πρωινή Χριστουγεννιάτικη «τηγανιά» ή αν προτιμάτε «σχαριά» του χοιρινού, αλλά και τηγανιτό μαύρο συκώτι..
Το μεσημέρι το Χριστουγεννιάτικο τραπέζι παίρνει ιδιαίτερη επισημότητα, με τα πλούσια φαγητά, το καλό κρασί και τις πολλές ευχές. Το κατ΄ εξοχήν φαγητό της ημέρας είναι το χοιρινό με χορταρικά(σέλινο) . Σπάνια υπήρχε σπίτι που να μην φιλοξενούσε κάποιους ξενιτεμένους συγγενείς ή φίλους.
Το μεσημέρι των Χριστουγέννων, όπως είπαμε, τα πιάτα γέμιζαν χοιρινό με σέλινο, το οποίο θεωρούνταν «γιορτινό» έδεσμα.
Απαραίτητη επίσης ήταν και η παρουσία της οματιάς, του σπληνάντερου και του λουκάνικου.
Το σπληνάντερο που φτιαχνόταν από το παχύ έντερο (κολιάς) με άσπρο συκώτι (πνευμόνια), καρδιά και σπλήνα, καρυκευμένο με θρούμπι, κανέλα, γαρύφαλλο, αλάτι και πιπέρι, που το έτρωγαν τηγανητό αν ήθελαν να το έχουν στο Χριστουγεννιάτικο τραπέζι, αλλιώς έπρεπε να το φάνε τη δεύτερη μέρα που έτσι κι αλλιώς θα άναβαν φούρνο για να ψήσουν και τις οματιές, αν δεν τις είχαν ψήσει σε κάπια γάστρα.οι οποίες φτιάχνονταν από το παχύ έντερο, κυρίως το τμήμα του σιγμοειδούς, και περιείχε πλιγούρι (μπουλουγούρι), άσπρο συκώτι και διάφορα γλυκάδια, με τα σχετικά καρυκεύματα.
Το βραδινό φαγητό είναι συνήθως «κοντοσούφλι», χοιρινό δηλαδή κομμένο σε μικρά κομματάκια περασμένα σε μικρή σούφλα και ψημένα στη «θράκα» του τζακιού, που τρώγεται σε δόσεις, καυτό όπως βγαίνει από τη φωτιά και ενώ τρωγόντουσαν τα πρώτα κομμάτια, άλλα κομμάτια έμπαιναν στη θράκα για να ετοιμαστούν.
Απόθεμα χοιρινού κρέατος υπάρχει για κάμποσες μέρες, σε κάθε οικογένεια και το «κοντοσούφλι» γίνεται σε κάθε στιγμή που θα περάσουν φίλοι από το σπίτι.
Το κρέας πασπαλιζόταν με μπόλικο αλάτι, ελλείψει ψυγείου και διατηρούνταν για κάμποσες ημέρες.
Γιάννης Γιαννούκος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.