Πρωτοδιορισμός στο Δημοτικό Σχολείο Αμφιθέας τότε Γίδες (1944 -1957)
της Δασκάλας ΄Ανθης Κανάρη του Σταματίου
Για το πέρασμά μου από το χωριό Γίδες.
Στη ζωή μας παρουσιάζεται μια φωτεινή και ζωντανή φυσιογνωμία: Η φυσιογνωμία της Ιστορίας. Η ιστορία του Πλανήτη Γη και η Ιστορία καθενός μας χωριστά. Έτσι και η δική μου ιστορία μου δίνει το δυνατό συναίσθημα ότι για μένα αρχίζει μια νέα εποχή, τότε που το Υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων μου αναθέτει ν΄ ανοίξω
το Δημοτικό Σχολείο Γιδών, για να μάθω τα Ελληνόπουλα του χωριού Γράμματα.
. Έτσι με συνοδοιπόρο τον πατέρα μου το Μάρτιο του 1949, ανηφορίζαμε το δρομάκι που βγαίνει στο χωριό. Κουραστική η ανηφόρα, μα κάπου κάπου ξεκουραζόμαστε παρατηρώντας την διαδρομή που αλλού είχε σχίνα, αλλού πουρνάρια και αλλού σπερδούκλια και ανεμώνες. Φτάσαμε στο χωριό. Απόμερο χωριό με λιγοστά σπιτάκια και πιο λιγοστή κίνηση. Εκεί μας περίμενε και μας υποδέχτηκε ο Ιερέας του χωριού Παπαχαράλαμπος Μπασούκος που μας φιλοξένησε στη φιλόξενη στέγη του. Αφού πληροφορήθηκα πως ούτε σχολικό κτίριο υπήρχε ούτε αρχείο του Σχολείου υπήρχε, ομολογώ ότι δείλιασα. Όμως δεν οπισθοχώρησα, Τώρα έπρεπε να ριχτώ σε μία μάχη όπως ακριβώς το επέβαλλε η αποστολή μου. Στην αποστολή μου αυτή με βοήθησαν ορισμένοι γονείς. Ο Αιδεσιμότατος Παπαχαράλαμπος, Χρήστος Πνευματικός (Θανασαρής), Κωνσταντίνος Μιχελής, ο Χαράλαμπος Ακριώτης (Μάγκας). Οι δυσκολίες ξεπεράστηκαν και η ωραία λειτουργία του Σχολείο ξεκίνησε με κανονικό ωράριο, με εγκεκριμένο πρόγραμμα και με πρωινή και απογευματινή εργασία. Στην Εθνική εορτή του Ευαγγελισμού έγινε η πρώτη εμφάνιση του Σχολείου ύστερα από χρόνια. Πηγαίναμε όλοι μαζί στο ξωκλήσι της Ευαγγελιστρίας για τον εορτασμό της Μεγάλης Ημέρας. Μπροστά ο Σημαιοφόρος με την Γαλανόλευκη, ακολουθούσαν οι μαθηταί τραγουδώντας με ενθουσιασμό πατριωτικά τραγούδια και ήμασταν όλοι ευτυχισμένοι σε αυτήν την φυσική Άνοιξη που μας έφερνε και την πνευματική Άνοιξη: με τον Ευαγγελισμό, τους χαιρετισμούς, την Μεγάλη Εβδομάδα και την Ανάσταση. Το απόγευμα γινόταν η Σχολική Εορτή στη Σημαιοστολισμένη αυλή της Εκκλησίας με ποιήματα τραγούδια και χορούς και τελείωνε με τον εθνικό Ύμνο. Συνέχιζαν τους χορούς οι μεγάλοι με τα όργανα και έτσι άρχιζε το μεγάλο Πανηγύρι που κράταγε τρεις μέρες. Πιστοί στις παραδόσεις οι κάτοικοι με τις εορτές, την ημέρα αυτή του Ευαγγελισμού οι εορτάζοντες έστρωναν τραπέζι στο σπίτι τους με καλεσμένους φίλους, συγγενείς και γείτονες για να συνεορτάσουν. Έτσι και ‘γω την ημέρα αυτή γνώρισα την αρχόντισσα Βασίλω Ευαγγέλου Αντωνίου Αρβανίτη που με είχε προσκαλέσει στην εορτή του συζύγου της. Στο επάνω πάτωμα του σπιτιού ήταν στρωμένο πλούσιο τραπέζι με τον παραδοσιακό μπακαλιάρο, το ζυμωτό φρέσκο ψωμί, το κρασί και άλλα νηστίσιμα φαγητά. Οι καλεσμένοι είχαν πάρει τη θέση τους και ο ιερέας έβαλε Ευλογητός. Η εορτή τελείωσε με τις ευχές όλων για χρόνια πολλά και για να είναι πάντα άξιος να προσφέρει στο Ναό γιατί ο εορτάζων ήταν και Επίτροπος της Εκκλησίας. Το αρχοντόσπιτο του Αρβανίτη ήταν γεμάτο από πολλά αγαθά και εύρισκαν βοήθεια όσοι είχαν ανάγκη τόσο σε αγαθά όσο και σε ζωοτροφές κυρίως στους κρύους μήνες του χειμώνα. Έχαιρε μεγάλης εκτιμήσεως, μεγάλου σεβασμού και αποδοχής. Η ζωή και η συμπεριφορά των κατοίκων της Αμφιθέας –Γίδες. Ήθη και έθιμα. Η ζωή του χωριού ξεκίναγε με τις αγροτικές εργασίες των κατοίκων και η δική μου ξεκίναγε με την μεγάλη ευθύνη που είχα για τόσα παιδιά, που έπρεπε να τα κρατάω, να τα μορφώνω και να τα κάνω κάθε μέρα και καλύτερα. Πολλές φορές τα απογεύματα περνούσε από το Σχολείο ο ιερέας και μου έλεγε: «΄Αντε Ανθίτσα μου πάμε στην εκκλησία να κάνωμε τον Εσπερινό». Σε λίγο ο Εσπερινός γινόταν και για να τον αναφέρω, μου έφερνε μια πνευματική αναγέννηση που γι΄ αυτήν η ψυχή μου ήταν πάντα διψασμένη. (έγραψα αυτούς τους λίγους στίχους) : «Στης Άνοιξης το όργιο, σαν γύριζαν τα βράδια αγρότες με τα σύνεργα, βοσκοί με τα κοπάδια, Εσπερινό εκάναμε, με τον Παπαχαράλαμπο εις την Αγία Τριάδα. Κι ύστερα η νύχτα έπεφτε με όλα της τα σκοτάδια». Στη συνέχεια με φιλοξενούσε η πρεσβυτέρα. Την άλλη μέρα ο κύκλος της ζωής επαναλαμβανόταν σε όλο του το μεγαλείο: Με τις γιδιώτισσες τις γριές να γνέθουν το μαλλί στη ρόκα, τις νιες να υφαίνουν τα ωραία υφαντά ενδύματα και στρωσίδια και τους άντρες να εργάζονται ακούραστα στους ελαιώνες και αμπελώνες». Έτσι αν εγώ έδινα μαθήματα στο Σχολείο, έπαιρνα και μαθήματα από πολλούς, κυρίως από την εργατικότητά τους και την φιλοξενία τους. Αξέχαστος θα μου μείνει ο φιλόξενος χαιρετισμός της Ελένης Γαρέφαλλου, μητέρας του Κώστα Γαρέφαλλου, που όσο μακριά και αν με έβλεπε, σταματούσε να με χαιρετήσει, να με χαϊδέψει στο πρόσωπο και να μου προσφέρει φιλιάτικα από την φουσκωμένη ποδιά της. Αλλά και πώς να ξεχάσω την ανεπανάληπτη φιλοξενία της Κουτσογιώργαινας στο πεντακάθαρο κονάκι της με τις καινούργιες κουρελούδες στρωμένες μπροστά στο ασβεστωμένο τζάκι που έκαιγε αλογάριαστα τα μεγάλα κούτσουρα, τις ζεστές βελέντζες καθώς και το κρύο νερό μέσα στις στάμνες φυλαγμένες στη γωνιά με σίγουρα στηρίγματα τις αστουφιές. O σοφράς ήταν στρωμένος με φρέσκο ζυμωτό ψωμί, κρασί και φτιαχτά μακαρόνια με μπόλικη μυτζήθρα και μυρωδάτο λάδι. Με τα φτιαχτά μακαρόνια το σοφρά, μου ερχόταν στη σκέψη η ελληνιστική παράδοση που λέει πως μετά την καταστροφή της Τροίας στον Τρωικό πόλεμο πολλοί Έλληνες κατέφυγαν στη Νότια Ιταλία και εκεί ίδρυσαν σπουδαία αποικία και κέντρα (Συρακούσες, Κατάνη, Μεσσήνη Κύμη, Κρότωνα) κ.α. (Μεγάλη Ελλάδα) και εκεί μετέφεραν τα ήθη και τα έθιμά τους. Ένα από τα έθιμά τους ήταν, μετά την κηδεία προσφιλών προσώπων να στρώνουν τραπέζι με ένα πρόχειρο φαγητό, φτιαγμένο με προζύμι (φτιαγμένο) εκείνη την ώρα. Έτσι έπλαθαν το ζυμάρι σαν μεγάλες κλωστές, το έβραζαν και έτρωγαν οι λυπημένοι. Το φαγητό αυτό επειδή το έφτιαχναν για τον μακαρίτη, το ονόμαζαν μακαρόνια. Γκαχ –Γκούχ –Γκάχ –Γκούχ κατηφόριζε βήχοντας η γριά Σταχτού, στηριζόμενη πάντα στο χοντρό ραβδί της. Τι γιορτή είναι αύριο Θειά Σταχτού και χτυπούν απόψε οι καμπάνες; Τη ρωτούσαν αδιάκριτα μερικά μεγάλα παιδιά. Αύριο είναι το Ζήτω, απαντούσε εκείνη. Πάει η δασκάλα με τα παιδιά στην εκκλησία, βγάζει λόγον, ύστερα φωνάζει μαζί με τα παιδιά, Ζήτω. Ζήτω φωνάζει και ο παπάς μαζί με ούλο το χωριό. Ύστερα έρχεται ο Κλαριτζής ( Γιώργος Μιχελής) με το κλαρίνο και αρχινάνε το χορό! Πολλές φορές καθισμένη στο πλατύσκαλο του σπιτιού της η γριά Σταχτού, διαρκώς ματζούλιζε βγάζοντας από τον παραφουσκωμένο κόρφο της σύκα λιασμένα, μουστοκούλουρα και κόλυβα. Μονίμως από το πλατύσκαλο έδινε και έπαιρνε πληροφορίες. Ήταν κάτι σαν τα σημερινά διόδια. Η θρησκευτική και πολιτιστική ομορφιά του χωριού μας ήταν μεγάλη. Αυτό φαινόταν από την προετοιμασία που γινόταν περιμένοντας τις μεγάλες γιορτές των Χριστουγέννων και του Πάσχα. Τότε πηγαίνουν οι μεγάλες κοπέλες στο πόταμο για να πλύνουν, να κοπανίσουν τα χονδρά ρούχα με τον κόπανο και να βάλουν τις μπουγάδες στο μπουγαδοκόφινο. Έπαιρνα και εγώ τα παιδιά του Σχολείου και πηγαίναμε όλοι μαζί στον πόταμο. Αλλά τι θαύμα ήταν εκείνο που βλέπαμε. Ο νερόμυλος του Γέρου –Τσατσέλη! (Ηλία –Ηλία). Πόση φαντασία είχε εδώ ο πρωτόγονος ακόμη άνθρωπος να φτιάξη τη φτερωτή που με την δύναμη του νερού που θα πέφτει από ψηλά να κινεί τη μυλόπετρα που και που θα κάνη το σιτάρι αλεύρι! Ξεγνοιασιά, τραγούδια, χαρές και η χαρά του πόταμου αφού όλοι λουστήκαμε πλύναμε τα πόδια μας και παίξαμε διάφορα παιχνίδια στα κατακάθαρα νερά του. Άστραψαν οι απλωταριές και οι φράχτες από τις κατακάθαρες μπουγάδες μαζί και τα δικά μου ενδύματα που μου είχαν πλύνει στον πόταμο οι ευγενικές μου γειτονοπούλες Κατερίνα Κανατσέλου, Μαρία Δημητρίου (Τσουμαρού) και Μαρία Ακριώτου (Σώγαμπρου). Γάμος στην Αμφιθέα –Γίδες Σήμερα προσπαθούν να ζωντανέψουν τον Παραδοσιακό γάμο μέσα από την τηλεόραση. Μα ο ωραίος παραδοσιακός γάμος, γινόταν στο χωριό Γίδες. (Αμφιθέα) Νυφικά φορέματα –προικιά σε στολισμένους γιούκους, πίτες, ολοκέντητες που με καλούσαν να κεντήσω κι εγώ, ωραία υφαντά ενδύματα για το γαμπρό, δώρα για τα πεθερικά και τους συμπεθέρους. Μανάρια καλοθρεμμένα για να σφαχτούν την παραμονή του γάμου. Όλα μέσα σε μια θύελλα από τραγούδια και χαρές που όλοι συμμετείχαν, αφού πολλές φορές, οι γάμοι γίνονταν μεταξύ των νέων του ίδιου χωριού. Πολύ ωραία η προετοιμασία αλλά πολύ ωραία και τα τραγούδια του γάμου. «Νύφη μ΄ όταν γεννήθηκες ήταν η μέρα σχόλη και λειτουργούσε ο Χριστός κι οι Δώδεκα Αποστόλοι», «Με γεια νύφη μ΄ το φόρεμα με γεια τον αρραβώνα, με γεια τα χρυσοστέφανα που θα φορέσεις τώρα». Μια μέρα πρόβαλλε στο παράθυρα του Σχολείου μια χιονισμένη κεφαλή. Να, πάρε κυρία αχλάδες, είναι από τις αχλαδιές που φύτεψα εγώ ο ίδιος. Πάρε και ματσούκες να ρίχνεις και από καμιά σε όσους δεν διαβάζουν και πιο πολύ στον άγγονά μου το Στέλιο. Γιατί εγώ τον φωνάζω και αυτός λακάει, μου είπε ο παππούς, ο μπάρμπα Λευτέρης. Ήθελε πολύ την συνομιλία μου, γι΄ αυτό πολλές φορές περίμενε το σχόλασμα, να με ρωτήσει για τα εγγόνια του. Η Εργασία στο Σχολείο Μετά το απογευματινό Σχολείο, άρχιζε το νυχτερινό. Στο νυχτερινό Σχολείο παρακολουθούσαν μεγάλα παιδιά που την ημέρα ήταν στις αγροτικές δουλειές και την νύχτα έρχονταν Σχολείο. Η Κοινότης μας είχε αγοράσει μία μεγάλη λάμπα, γιατί δεν υπήρχε ηλεκτρικό ρεύμα. Είχαμε καλό φωτισμό και έτσι βλέπαμε να γράφομε και να διαβάζομε. Με αυτό τον τρόπο πολλά παιδιά πήραν το απολυτήριο του Δημ. Σχολείου και το χρησιμοποίησαν στις επαγγελματικές τους ανάγκες. Οι μέρες περνούσαν γεμάτες και φορτωμένες από πολλά μαθήματα, μα όλο το βάρος ήταν στο πρωινό και απογευματινό Σχολείο που το παρακολουθούσαν με όρεξη και αγάπη όλα τα παιδιά του χωριού. Χωρίς ν΄ απουσιάζουν και τα αγαπημένα μου γυφτόπουλα. Ανεπιτήρητα και παραμελημένα, δεν έλειπαν από το Σχολείο και πάντα επέμενα να μάθουν προπαίδεια, γραφή και ανάγνωση. Δεν κάθονταν κοντά στα άλλα παιδιά γιατί στο κεφαλάκι τους είχαν μικρά ζωύφια και υπήρχε φόβος να γεμίσει όλο το Σχολείο. Έτσι όταν μια μέρα είδα στον τοίχο να περπατούν ψείρες, αγόρασα μία κουρευτική μηχανή και έβαζα ένα μεγάλο παιδί να κουρεύει ταχτικά όλα τ΄ αγόρια. Η λειτουργία του Σχολείου ήταν, πραγματικό λειτούργημα με τον σεβασμό, την υπακοή, την προθυμία, την ευγένεια, την εργατικότητα που παρουσίαζαν τα παιδιά στο «Σχολείο Εργασίας» που εφαρμόζαμε, όσο και στις πρακτικές και χειρονακτικές εργασίες. Αλλά και οι μεγάλοι έδειχναν σεβασμό στα γράμματα, καθώς και στο πρόσωπο του δασκάλου, που πρόσφεραν γνώσεις στα παιδιά τους και το απεδείκνυαν με το ενδιαφέρον τους όταν είχαμε αποκλεισμό από τα χιόνια, με τις προσφορές τους σε τρόφιμα, νερό και ξύλα για θέρμανση. Οι Γιδιώτες σέβονταν και τιμούσαν το δάσκαλο και τον πρόσεχαν. Από μικρά, μάθαιναν τα παιδιά να εκκλησιάζονται γι’ αυτό κάναμε ομαδικό εκκλησιασμό τις Κυριακές και τις μεγάλες γιορτές. Τα μεγαλύτερα παιδιά μάλιστα αγόρια ή κορίτσια στη μέση του Ναού έλεγαν το «Πιστεύω» κι τό «Πάτερ Ημών». Μαθητές και Μαθήτριες του Σχολείου Αμφιθέας Μια μέρα μπερδεύτηκα! Έβλεπα τα ξανθά κεφαλάκια των παιδιών σκυμμένα πάνω στα βιβλία και στα τετράδια στα θρανία νόμιζα ότι έβλεπα τα ξανθά στάχυα στο απέναντι χωράφι. Μπα! Τι ομοιότητα είπα. Πολλά ξανθά κεφαλάκια. Πολλά ξανθά στάχυα! Ναι μα αυτά είναι ώριμα και γυαλίζουν και γέρνουν με το φύσημα του αέρα. Τούτα τα παιδιά είναι μικρά και ανώριμα. Μα θα ωριμάσουν μου ψιθύρισε μια μυστική και ρομαντική φωνή και πράγματι, αυτά τα παιδιά μεγάλωσαν και ωρίμασαν και στάθηκαν με τα καλύτερα ονόματα απ΄ όπου κι αν πέρασαν. Είναι οι ωραίες και αξέχαστες μαθήτριες μου Βασιλική (Κουλίτσα) Αθανασίου Μιχελή, Βασιλική και Ευαγγελία Χρόνη, Μαρίτσα, Τασούλα και Γεωργία Καραντάκη. Οι αγαπημένες μου μαθήτριες Σοφία και Αγγελική Βοργιά. Η Ματούλα του Παπαχαράλαμπου – Μπασούκου – Η Σταυρούλα Καραντάκη. Η Γιώτα Καρατζά, η Γιαννούλα Γρ. Μπασούκου, η Αικατερίνη Λιάρου, η Ειρήνη Γυαλού, η Γιαννούλα Μιχελή (Σούτσου), η Μαργαρίτα Σακκή (Μαργαράκη). Η Καλλιοπίτσα Τσουνή, η Βασιλική Τσουνή (Κεραμιδούς), η Αικατερίνη και Μαρία Παναγιώτου (Μαστραγγελή) και η Μαρία Καραντάκη. Έλα εδώ Μαρίτσα! Χθες δεν ήρθες Σχολείο. Ούτε προχθές. Έχεις κάνει και άλλες απουσίες. Γιατί Μαρίτσα; Κυρία με κρατάει η μάννα μου στο σπίτι να φυλάω το μωρό και να πήξω και το τυρί, γιατί εκείνη πηγαίνει στο χωράφι με τον άντρα της, να οργώσουν και να σπείρουν. Καλά Μαρίτσα. Πες στη μητέρα σου αύριο να έρθη στο τελευταίο διάλειμμα στο Σχολείο. Θέλω να της μιλήσω. Την άλλη ημέρα ήρθε η μητέρα της, κάτι μου είπε κάτι της είπα εκείνη μου υποσχέθηκε ότι η Μαρίτσα δεν θα κάνη πολλές απουσίες. Στις εθνικές εορτές όταν έλεγε η Μαρίτσα το ποίημα της έκλαιγε η παπαδιά, έκλαιγε ο Παπάς και κλαίγοντας όλο το χωριό μαζί, γιατί η Μαρίτσα ήταν θύμα του Αλβανικού Πολέμου. Ο πατέρας της είχε μείνει για πάντα στα Αλβανικά βουνά, για να φιλάει την ελευθερία της πατρίδας μας. Όταν έβλεπα την αγαπημένη μου μαθήτρια Μαρία Καραντάκη με κυρίευε ένα δέος, μαζί με μία αβάσταχτη λύπη. Συγχρόνως όμως με αγκάλιαζε και μία χαρά γιατί η Μαρίτσα ήταν το παιδί ενός ήρωα! Νύχτα του Μαΐου ολόφωτη. Ένα φεγγάρι γεμάτο. Πανσέληνος. Με όλο που φοβάμαι τη νύχτα ν΄ ανοίξω το σπίτι μου και να βγω έξω, θα το επιχειρήσω. Το φεγγάρι φώτιζε όλη την περιοχή μου, περισσότερο την κορυφή της Δίρφυς, γιατί γυάλιζαν τα χιόνια, που δεν είχαν ακόμη λιώσει. Μαγευτική η Μαγιάτικη νύχτα. Μοναδικά τα Μαγιάτικα αρώματα, από μένα όμως ο ύπνος είχε φύγει μακριά. Τι να κάνω; Πώς να περάσει η υπόλοιπη νύχτα. Α! ναι! Το ηύρα θα γράψω! Θα περάσω τη βαθμολογία στο Γενικό Έλεγχο. Επειδή όμως δεν είχαμε ηλεκτρικό ρεύμα και για να μην κάνω λάθη στο γράψιμο, να βλέπω καλά, άναψα μία λάμπα πετρελαίου που είχα, άναψα το λυχνάρι της κυρά –Βασίλως, άναψα μία λάμπα που είχα για φιγούρα, καθώς και το τζάκι και έριξα και λίγα δαδιά να φωτίζουν κι εκείνα περισσότερο. Θα περάσω πρώτα τη βαθμολογία στα αγόρια είπα. Σ΄ αυτά τα αγόρια, που άλλο είναι σήμερα αστυνομικός, Σπύρος Παναγιώτου. Άλλος ηλεκτρονικός, Σωτηράκης Ηλίας, άλλος τεχνικός ΟΤΕ, Κωστάκης Κατσανάς. Επιχειρηματίας Γεώργιος Τζιγιάννης, Βαγγελάκης Σακκής υπάλλ. ΚΤΕΛ. Σιδηρουργός Γεώργιος Καραντάκης. OTE Δημήτριος Παναγιώτου, Στέλιος και Γιάννης, Πανόργια Οικοδόμοι. Επιχειρηματίας Δημήτριος Κανατσέλος. Τραπεζικός υπάλληλος Βασίλειος Καρατζάς. ΟΤΕ Παναγιώτης Ηλίας. Μιχάλης Αθανασίου Μιχελής Πρόεδρος Κοινότητος. Βαγγελάκης Περδίκης, επιχειρηματίας. Δημήτριος Μπασούκος υπάλληλος Νομαρχίας και Κοινοτάρχης και πολλά παιδιά που, άλλα είναι κτηνοτρόφοι, αγρότες και εισοδηματίες. Μετά το νυχτερινό γράψιμο, την άλλη ημέρα δεν υπήρχε και πολλή όρεξη για μάθημα Μικρή εκδρομούλα Αφού κάναμε τις δύο πρώτες ώρες μάθημα, βάλαμε και αντιγραφή, ξεκινήσαμε για ένα διδακτικό περίπατο. Ματούλα που είναι σήμερα ο πατέρας σου; Κυρία είναι στ’ αμπέλι. Εμπρός παιδιά! Έν δυο, γραμμή κατά του παπά τ΄ αμπέλι. Τα παιδιά ήξεραν που είναι του παπά τ΄ αμπέλι, και όταν μας είδε ο ιερέας από μακριά καταχάρηκε και μας περίμενε. Βούιξαν οι ράχες οι ρεματιές από τα τραγούδια, τα παιχνίδια, τα γέλια. Φύγαμε, αφού κάναμε ένα ωραίο πατριδογνωστικό μάθημα. Και ήταν πραγματικά ένα από τα ωραιότερα μαθήματα, όπου μέσα σε αυτήν την εθνική ύπαιθρο και με την παρουσία του Ιερέα. Το κελάηδημα των πουλιών, το θρόισμα των φύλλων, το άρωμα των λουλουδιών, και το κελάρισμα της βρύσης, όλα και όλη η φύση τραγουδούσε τον περίφημο ψαλμό «Ως εμεγαλύνθη τα έργα Σου Κύριε, πάντα εν σοφία εποίησας και ουδείς λόγος εξαρκέσει προς Ύμνον των θαμασίων Σου» Ήμουν στα πρώτα χρόνια της νιότης μου. Χρόνια ρομαντικά και χρόνια γεμάτα δημιουργία. Διακριτικά έκρυβα τις σκέψεις μου και τα συναισθήματά μου, χωρίς αυτό να με εμποδίζει να είμαι ο Άγνωστος Στρατιώτης και ο Τίμιος εργάτης της Κοινωνίας. «Την πίστην τετήρηκα τον δρόμο τετέλεκα». Χρόνια περασμένα και νοσταλγικά, γεμάτα αναμνήσεις μέσα σε ελάχιστα στίγματα της απέραντης αιωνιότητας. Έλα Κουτσογιώργαινα, να ξαναστρώσεις το σοφρά με τα φτιαχτά σου μακαρόνια και τα καταπληκτικά σου τηγανοψώματα. Έλα να μου ξαναπείς «Να λείψουν τα πιπέρια μου να ιδώ τη μαγεργιά σου». Έλα με την περήφανη κορμοστασιά σου να μου θυμίσεις μια εποχή που έφυγε για πάντα.
της Δασκάλας ΄Ανθης Κανάρη του Σταματίου
Για το πέρασμά μου από το χωριό Γίδες.
Στη ζωή μας παρουσιάζεται μια φωτεινή και ζωντανή φυσιογνωμία: Η φυσιογνωμία της Ιστορίας. Η ιστορία του Πλανήτη Γη και η Ιστορία καθενός μας χωριστά. Έτσι και η δική μου ιστορία μου δίνει το δυνατό συναίσθημα ότι για μένα αρχίζει μια νέα εποχή, τότε που το Υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων μου αναθέτει ν΄ ανοίξω
το Δημοτικό Σχολείο Γιδών, για να μάθω τα Ελληνόπουλα του χωριού Γράμματα.
. Έτσι με συνοδοιπόρο τον πατέρα μου το Μάρτιο του 1949, ανηφορίζαμε το δρομάκι που βγαίνει στο χωριό. Κουραστική η ανηφόρα, μα κάπου κάπου ξεκουραζόμαστε παρατηρώντας την διαδρομή που αλλού είχε σχίνα, αλλού πουρνάρια και αλλού σπερδούκλια και ανεμώνες. Φτάσαμε στο χωριό. Απόμερο χωριό με λιγοστά σπιτάκια και πιο λιγοστή κίνηση. Εκεί μας περίμενε και μας υποδέχτηκε ο Ιερέας του χωριού Παπαχαράλαμπος Μπασούκος που μας φιλοξένησε στη φιλόξενη στέγη του. Αφού πληροφορήθηκα πως ούτε σχολικό κτίριο υπήρχε ούτε αρχείο του Σχολείου υπήρχε, ομολογώ ότι δείλιασα. Όμως δεν οπισθοχώρησα, Τώρα έπρεπε να ριχτώ σε μία μάχη όπως ακριβώς το επέβαλλε η αποστολή μου. Στην αποστολή μου αυτή με βοήθησαν ορισμένοι γονείς. Ο Αιδεσιμότατος Παπαχαράλαμπος, Χρήστος Πνευματικός (Θανασαρής), Κωνσταντίνος Μιχελής, ο Χαράλαμπος Ακριώτης (Μάγκας). Οι δυσκολίες ξεπεράστηκαν και η ωραία λειτουργία του Σχολείο ξεκίνησε με κανονικό ωράριο, με εγκεκριμένο πρόγραμμα και με πρωινή και απογευματινή εργασία. Στην Εθνική εορτή του Ευαγγελισμού έγινε η πρώτη εμφάνιση του Σχολείου ύστερα από χρόνια. Πηγαίναμε όλοι μαζί στο ξωκλήσι της Ευαγγελιστρίας για τον εορτασμό της Μεγάλης Ημέρας. Μπροστά ο Σημαιοφόρος με την Γαλανόλευκη, ακολουθούσαν οι μαθηταί τραγουδώντας με ενθουσιασμό πατριωτικά τραγούδια και ήμασταν όλοι ευτυχισμένοι σε αυτήν την φυσική Άνοιξη που μας έφερνε και την πνευματική Άνοιξη: με τον Ευαγγελισμό, τους χαιρετισμούς, την Μεγάλη Εβδομάδα και την Ανάσταση. Το απόγευμα γινόταν η Σχολική Εορτή στη Σημαιοστολισμένη αυλή της Εκκλησίας με ποιήματα τραγούδια και χορούς και τελείωνε με τον εθνικό Ύμνο. Συνέχιζαν τους χορούς οι μεγάλοι με τα όργανα και έτσι άρχιζε το μεγάλο Πανηγύρι που κράταγε τρεις μέρες. Πιστοί στις παραδόσεις οι κάτοικοι με τις εορτές, την ημέρα αυτή του Ευαγγελισμού οι εορτάζοντες έστρωναν τραπέζι στο σπίτι τους με καλεσμένους φίλους, συγγενείς και γείτονες για να συνεορτάσουν. Έτσι και ‘γω την ημέρα αυτή γνώρισα την αρχόντισσα Βασίλω Ευαγγέλου Αντωνίου Αρβανίτη που με είχε προσκαλέσει στην εορτή του συζύγου της. Στο επάνω πάτωμα του σπιτιού ήταν στρωμένο πλούσιο τραπέζι με τον παραδοσιακό μπακαλιάρο, το ζυμωτό φρέσκο ψωμί, το κρασί και άλλα νηστίσιμα φαγητά. Οι καλεσμένοι είχαν πάρει τη θέση τους και ο ιερέας έβαλε Ευλογητός. Η εορτή τελείωσε με τις ευχές όλων για χρόνια πολλά και για να είναι πάντα άξιος να προσφέρει στο Ναό γιατί ο εορτάζων ήταν και Επίτροπος της Εκκλησίας. Το αρχοντόσπιτο του Αρβανίτη ήταν γεμάτο από πολλά αγαθά και εύρισκαν βοήθεια όσοι είχαν ανάγκη τόσο σε αγαθά όσο και σε ζωοτροφές κυρίως στους κρύους μήνες του χειμώνα. Έχαιρε μεγάλης εκτιμήσεως, μεγάλου σεβασμού και αποδοχής. Η ζωή και η συμπεριφορά των κατοίκων της Αμφιθέας –Γίδες. Ήθη και έθιμα. Η ζωή του χωριού ξεκίναγε με τις αγροτικές εργασίες των κατοίκων και η δική μου ξεκίναγε με την μεγάλη ευθύνη που είχα για τόσα παιδιά, που έπρεπε να τα κρατάω, να τα μορφώνω και να τα κάνω κάθε μέρα και καλύτερα. Πολλές φορές τα απογεύματα περνούσε από το Σχολείο ο ιερέας και μου έλεγε: «΄Αντε Ανθίτσα μου πάμε στην εκκλησία να κάνωμε τον Εσπερινό». Σε λίγο ο Εσπερινός γινόταν και για να τον αναφέρω, μου έφερνε μια πνευματική αναγέννηση που γι΄ αυτήν η ψυχή μου ήταν πάντα διψασμένη. (έγραψα αυτούς τους λίγους στίχους) : «Στης Άνοιξης το όργιο, σαν γύριζαν τα βράδια αγρότες με τα σύνεργα, βοσκοί με τα κοπάδια, Εσπερινό εκάναμε, με τον Παπαχαράλαμπο εις την Αγία Τριάδα. Κι ύστερα η νύχτα έπεφτε με όλα της τα σκοτάδια». Στη συνέχεια με φιλοξενούσε η πρεσβυτέρα. Την άλλη μέρα ο κύκλος της ζωής επαναλαμβανόταν σε όλο του το μεγαλείο: Με τις γιδιώτισσες τις γριές να γνέθουν το μαλλί στη ρόκα, τις νιες να υφαίνουν τα ωραία υφαντά ενδύματα και στρωσίδια και τους άντρες να εργάζονται ακούραστα στους ελαιώνες και αμπελώνες». Έτσι αν εγώ έδινα μαθήματα στο Σχολείο, έπαιρνα και μαθήματα από πολλούς, κυρίως από την εργατικότητά τους και την φιλοξενία τους. Αξέχαστος θα μου μείνει ο φιλόξενος χαιρετισμός της Ελένης Γαρέφαλλου, μητέρας του Κώστα Γαρέφαλλου, που όσο μακριά και αν με έβλεπε, σταματούσε να με χαιρετήσει, να με χαϊδέψει στο πρόσωπο και να μου προσφέρει φιλιάτικα από την φουσκωμένη ποδιά της. Αλλά και πώς να ξεχάσω την ανεπανάληπτη φιλοξενία της Κουτσογιώργαινας στο πεντακάθαρο κονάκι της με τις καινούργιες κουρελούδες στρωμένες μπροστά στο ασβεστωμένο τζάκι που έκαιγε αλογάριαστα τα μεγάλα κούτσουρα, τις ζεστές βελέντζες καθώς και το κρύο νερό μέσα στις στάμνες φυλαγμένες στη γωνιά με σίγουρα στηρίγματα τις αστουφιές. O σοφράς ήταν στρωμένος με φρέσκο ζυμωτό ψωμί, κρασί και φτιαχτά μακαρόνια με μπόλικη μυτζήθρα και μυρωδάτο λάδι. Με τα φτιαχτά μακαρόνια το σοφρά, μου ερχόταν στη σκέψη η ελληνιστική παράδοση που λέει πως μετά την καταστροφή της Τροίας στον Τρωικό πόλεμο πολλοί Έλληνες κατέφυγαν στη Νότια Ιταλία και εκεί ίδρυσαν σπουδαία αποικία και κέντρα (Συρακούσες, Κατάνη, Μεσσήνη Κύμη, Κρότωνα) κ.α. (Μεγάλη Ελλάδα) και εκεί μετέφεραν τα ήθη και τα έθιμά τους. Ένα από τα έθιμά τους ήταν, μετά την κηδεία προσφιλών προσώπων να στρώνουν τραπέζι με ένα πρόχειρο φαγητό, φτιαγμένο με προζύμι (φτιαγμένο) εκείνη την ώρα. Έτσι έπλαθαν το ζυμάρι σαν μεγάλες κλωστές, το έβραζαν και έτρωγαν οι λυπημένοι. Το φαγητό αυτό επειδή το έφτιαχναν για τον μακαρίτη, το ονόμαζαν μακαρόνια. Γκαχ –Γκούχ –Γκάχ –Γκούχ κατηφόριζε βήχοντας η γριά Σταχτού, στηριζόμενη πάντα στο χοντρό ραβδί της. Τι γιορτή είναι αύριο Θειά Σταχτού και χτυπούν απόψε οι καμπάνες; Τη ρωτούσαν αδιάκριτα μερικά μεγάλα παιδιά. Αύριο είναι το Ζήτω, απαντούσε εκείνη. Πάει η δασκάλα με τα παιδιά στην εκκλησία, βγάζει λόγον, ύστερα φωνάζει μαζί με τα παιδιά, Ζήτω. Ζήτω φωνάζει και ο παπάς μαζί με ούλο το χωριό. Ύστερα έρχεται ο Κλαριτζής ( Γιώργος Μιχελής) με το κλαρίνο και αρχινάνε το χορό! Πολλές φορές καθισμένη στο πλατύσκαλο του σπιτιού της η γριά Σταχτού, διαρκώς ματζούλιζε βγάζοντας από τον παραφουσκωμένο κόρφο της σύκα λιασμένα, μουστοκούλουρα και κόλυβα. Μονίμως από το πλατύσκαλο έδινε και έπαιρνε πληροφορίες. Ήταν κάτι σαν τα σημερινά διόδια. Η θρησκευτική και πολιτιστική ομορφιά του χωριού μας ήταν μεγάλη. Αυτό φαινόταν από την προετοιμασία που γινόταν περιμένοντας τις μεγάλες γιορτές των Χριστουγέννων και του Πάσχα. Τότε πηγαίνουν οι μεγάλες κοπέλες στο πόταμο για να πλύνουν, να κοπανίσουν τα χονδρά ρούχα με τον κόπανο και να βάλουν τις μπουγάδες στο μπουγαδοκόφινο. Έπαιρνα και εγώ τα παιδιά του Σχολείου και πηγαίναμε όλοι μαζί στον πόταμο. Αλλά τι θαύμα ήταν εκείνο που βλέπαμε. Ο νερόμυλος του Γέρου –Τσατσέλη! (Ηλία –Ηλία). Πόση φαντασία είχε εδώ ο πρωτόγονος ακόμη άνθρωπος να φτιάξη τη φτερωτή που με την δύναμη του νερού που θα πέφτει από ψηλά να κινεί τη μυλόπετρα που και που θα κάνη το σιτάρι αλεύρι! Ξεγνοιασιά, τραγούδια, χαρές και η χαρά του πόταμου αφού όλοι λουστήκαμε πλύναμε τα πόδια μας και παίξαμε διάφορα παιχνίδια στα κατακάθαρα νερά του. Άστραψαν οι απλωταριές και οι φράχτες από τις κατακάθαρες μπουγάδες μαζί και τα δικά μου ενδύματα που μου είχαν πλύνει στον πόταμο οι ευγενικές μου γειτονοπούλες Κατερίνα Κανατσέλου, Μαρία Δημητρίου (Τσουμαρού) και Μαρία Ακριώτου (Σώγαμπρου). Γάμος στην Αμφιθέα –Γίδες Σήμερα προσπαθούν να ζωντανέψουν τον Παραδοσιακό γάμο μέσα από την τηλεόραση. Μα ο ωραίος παραδοσιακός γάμος, γινόταν στο χωριό Γίδες. (Αμφιθέα) Νυφικά φορέματα –προικιά σε στολισμένους γιούκους, πίτες, ολοκέντητες που με καλούσαν να κεντήσω κι εγώ, ωραία υφαντά ενδύματα για το γαμπρό, δώρα για τα πεθερικά και τους συμπεθέρους. Μανάρια καλοθρεμμένα για να σφαχτούν την παραμονή του γάμου. Όλα μέσα σε μια θύελλα από τραγούδια και χαρές που όλοι συμμετείχαν, αφού πολλές φορές, οι γάμοι γίνονταν μεταξύ των νέων του ίδιου χωριού. Πολύ ωραία η προετοιμασία αλλά πολύ ωραία και τα τραγούδια του γάμου. «Νύφη μ΄ όταν γεννήθηκες ήταν η μέρα σχόλη και λειτουργούσε ο Χριστός κι οι Δώδεκα Αποστόλοι», «Με γεια νύφη μ΄ το φόρεμα με γεια τον αρραβώνα, με γεια τα χρυσοστέφανα που θα φορέσεις τώρα». Μια μέρα πρόβαλλε στο παράθυρα του Σχολείου μια χιονισμένη κεφαλή. Να, πάρε κυρία αχλάδες, είναι από τις αχλαδιές που φύτεψα εγώ ο ίδιος. Πάρε και ματσούκες να ρίχνεις και από καμιά σε όσους δεν διαβάζουν και πιο πολύ στον άγγονά μου το Στέλιο. Γιατί εγώ τον φωνάζω και αυτός λακάει, μου είπε ο παππούς, ο μπάρμπα Λευτέρης. Ήθελε πολύ την συνομιλία μου, γι΄ αυτό πολλές φορές περίμενε το σχόλασμα, να με ρωτήσει για τα εγγόνια του. Η Εργασία στο Σχολείο Μετά το απογευματινό Σχολείο, άρχιζε το νυχτερινό. Στο νυχτερινό Σχολείο παρακολουθούσαν μεγάλα παιδιά που την ημέρα ήταν στις αγροτικές δουλειές και την νύχτα έρχονταν Σχολείο. Η Κοινότης μας είχε αγοράσει μία μεγάλη λάμπα, γιατί δεν υπήρχε ηλεκτρικό ρεύμα. Είχαμε καλό φωτισμό και έτσι βλέπαμε να γράφομε και να διαβάζομε. Με αυτό τον τρόπο πολλά παιδιά πήραν το απολυτήριο του Δημ. Σχολείου και το χρησιμοποίησαν στις επαγγελματικές τους ανάγκες. Οι μέρες περνούσαν γεμάτες και φορτωμένες από πολλά μαθήματα, μα όλο το βάρος ήταν στο πρωινό και απογευματινό Σχολείο που το παρακολουθούσαν με όρεξη και αγάπη όλα τα παιδιά του χωριού. Χωρίς ν΄ απουσιάζουν και τα αγαπημένα μου γυφτόπουλα. Ανεπιτήρητα και παραμελημένα, δεν έλειπαν από το Σχολείο και πάντα επέμενα να μάθουν προπαίδεια, γραφή και ανάγνωση. Δεν κάθονταν κοντά στα άλλα παιδιά γιατί στο κεφαλάκι τους είχαν μικρά ζωύφια και υπήρχε φόβος να γεμίσει όλο το Σχολείο. Έτσι όταν μια μέρα είδα στον τοίχο να περπατούν ψείρες, αγόρασα μία κουρευτική μηχανή και έβαζα ένα μεγάλο παιδί να κουρεύει ταχτικά όλα τ΄ αγόρια. Η λειτουργία του Σχολείου ήταν, πραγματικό λειτούργημα με τον σεβασμό, την υπακοή, την προθυμία, την ευγένεια, την εργατικότητα που παρουσίαζαν τα παιδιά στο «Σχολείο Εργασίας» που εφαρμόζαμε, όσο και στις πρακτικές και χειρονακτικές εργασίες. Αλλά και οι μεγάλοι έδειχναν σεβασμό στα γράμματα, καθώς και στο πρόσωπο του δασκάλου, που πρόσφεραν γνώσεις στα παιδιά τους και το απεδείκνυαν με το ενδιαφέρον τους όταν είχαμε αποκλεισμό από τα χιόνια, με τις προσφορές τους σε τρόφιμα, νερό και ξύλα για θέρμανση. Οι Γιδιώτες σέβονταν και τιμούσαν το δάσκαλο και τον πρόσεχαν. Από μικρά, μάθαιναν τα παιδιά να εκκλησιάζονται γι’ αυτό κάναμε ομαδικό εκκλησιασμό τις Κυριακές και τις μεγάλες γιορτές. Τα μεγαλύτερα παιδιά μάλιστα αγόρια ή κορίτσια στη μέση του Ναού έλεγαν το «Πιστεύω» κι τό «Πάτερ Ημών». Μαθητές και Μαθήτριες του Σχολείου Αμφιθέας Μια μέρα μπερδεύτηκα! Έβλεπα τα ξανθά κεφαλάκια των παιδιών σκυμμένα πάνω στα βιβλία και στα τετράδια στα θρανία νόμιζα ότι έβλεπα τα ξανθά στάχυα στο απέναντι χωράφι. Μπα! Τι ομοιότητα είπα. Πολλά ξανθά κεφαλάκια. Πολλά ξανθά στάχυα! Ναι μα αυτά είναι ώριμα και γυαλίζουν και γέρνουν με το φύσημα του αέρα. Τούτα τα παιδιά είναι μικρά και ανώριμα. Μα θα ωριμάσουν μου ψιθύρισε μια μυστική και ρομαντική φωνή και πράγματι, αυτά τα παιδιά μεγάλωσαν και ωρίμασαν και στάθηκαν με τα καλύτερα ονόματα απ΄ όπου κι αν πέρασαν. Είναι οι ωραίες και αξέχαστες μαθήτριες μου Βασιλική (Κουλίτσα) Αθανασίου Μιχελή, Βασιλική και Ευαγγελία Χρόνη, Μαρίτσα, Τασούλα και Γεωργία Καραντάκη. Οι αγαπημένες μου μαθήτριες Σοφία και Αγγελική Βοργιά. Η Ματούλα του Παπαχαράλαμπου – Μπασούκου – Η Σταυρούλα Καραντάκη. Η Γιώτα Καρατζά, η Γιαννούλα Γρ. Μπασούκου, η Αικατερίνη Λιάρου, η Ειρήνη Γυαλού, η Γιαννούλα Μιχελή (Σούτσου), η Μαργαρίτα Σακκή (Μαργαράκη). Η Καλλιοπίτσα Τσουνή, η Βασιλική Τσουνή (Κεραμιδούς), η Αικατερίνη και Μαρία Παναγιώτου (Μαστραγγελή) και η Μαρία Καραντάκη. Έλα εδώ Μαρίτσα! Χθες δεν ήρθες Σχολείο. Ούτε προχθές. Έχεις κάνει και άλλες απουσίες. Γιατί Μαρίτσα; Κυρία με κρατάει η μάννα μου στο σπίτι να φυλάω το μωρό και να πήξω και το τυρί, γιατί εκείνη πηγαίνει στο χωράφι με τον άντρα της, να οργώσουν και να σπείρουν. Καλά Μαρίτσα. Πες στη μητέρα σου αύριο να έρθη στο τελευταίο διάλειμμα στο Σχολείο. Θέλω να της μιλήσω. Την άλλη ημέρα ήρθε η μητέρα της, κάτι μου είπε κάτι της είπα εκείνη μου υποσχέθηκε ότι η Μαρίτσα δεν θα κάνη πολλές απουσίες. Στις εθνικές εορτές όταν έλεγε η Μαρίτσα το ποίημα της έκλαιγε η παπαδιά, έκλαιγε ο Παπάς και κλαίγοντας όλο το χωριό μαζί, γιατί η Μαρίτσα ήταν θύμα του Αλβανικού Πολέμου. Ο πατέρας της είχε μείνει για πάντα στα Αλβανικά βουνά, για να φιλάει την ελευθερία της πατρίδας μας. Όταν έβλεπα την αγαπημένη μου μαθήτρια Μαρία Καραντάκη με κυρίευε ένα δέος, μαζί με μία αβάσταχτη λύπη. Συγχρόνως όμως με αγκάλιαζε και μία χαρά γιατί η Μαρίτσα ήταν το παιδί ενός ήρωα! Νύχτα του Μαΐου ολόφωτη. Ένα φεγγάρι γεμάτο. Πανσέληνος. Με όλο που φοβάμαι τη νύχτα ν΄ ανοίξω το σπίτι μου και να βγω έξω, θα το επιχειρήσω. Το φεγγάρι φώτιζε όλη την περιοχή μου, περισσότερο την κορυφή της Δίρφυς, γιατί γυάλιζαν τα χιόνια, που δεν είχαν ακόμη λιώσει. Μαγευτική η Μαγιάτικη νύχτα. Μοναδικά τα Μαγιάτικα αρώματα, από μένα όμως ο ύπνος είχε φύγει μακριά. Τι να κάνω; Πώς να περάσει η υπόλοιπη νύχτα. Α! ναι! Το ηύρα θα γράψω! Θα περάσω τη βαθμολογία στο Γενικό Έλεγχο. Επειδή όμως δεν είχαμε ηλεκτρικό ρεύμα και για να μην κάνω λάθη στο γράψιμο, να βλέπω καλά, άναψα μία λάμπα πετρελαίου που είχα, άναψα το λυχνάρι της κυρά –Βασίλως, άναψα μία λάμπα που είχα για φιγούρα, καθώς και το τζάκι και έριξα και λίγα δαδιά να φωτίζουν κι εκείνα περισσότερο. Θα περάσω πρώτα τη βαθμολογία στα αγόρια είπα. Σ΄ αυτά τα αγόρια, που άλλο είναι σήμερα αστυνομικός, Σπύρος Παναγιώτου. Άλλος ηλεκτρονικός, Σωτηράκης Ηλίας, άλλος τεχνικός ΟΤΕ, Κωστάκης Κατσανάς. Επιχειρηματίας Γεώργιος Τζιγιάννης, Βαγγελάκης Σακκής υπάλλ. ΚΤΕΛ. Σιδηρουργός Γεώργιος Καραντάκης. OTE Δημήτριος Παναγιώτου, Στέλιος και Γιάννης, Πανόργια Οικοδόμοι. Επιχειρηματίας Δημήτριος Κανατσέλος. Τραπεζικός υπάλληλος Βασίλειος Καρατζάς. ΟΤΕ Παναγιώτης Ηλίας. Μιχάλης Αθανασίου Μιχελής Πρόεδρος Κοινότητος. Βαγγελάκης Περδίκης, επιχειρηματίας. Δημήτριος Μπασούκος υπάλληλος Νομαρχίας και Κοινοτάρχης και πολλά παιδιά που, άλλα είναι κτηνοτρόφοι, αγρότες και εισοδηματίες. Μετά το νυχτερινό γράψιμο, την άλλη ημέρα δεν υπήρχε και πολλή όρεξη για μάθημα Μικρή εκδρομούλα Αφού κάναμε τις δύο πρώτες ώρες μάθημα, βάλαμε και αντιγραφή, ξεκινήσαμε για ένα διδακτικό περίπατο. Ματούλα που είναι σήμερα ο πατέρας σου; Κυρία είναι στ’ αμπέλι. Εμπρός παιδιά! Έν δυο, γραμμή κατά του παπά τ΄ αμπέλι. Τα παιδιά ήξεραν που είναι του παπά τ΄ αμπέλι, και όταν μας είδε ο ιερέας από μακριά καταχάρηκε και μας περίμενε. Βούιξαν οι ράχες οι ρεματιές από τα τραγούδια, τα παιχνίδια, τα γέλια. Φύγαμε, αφού κάναμε ένα ωραίο πατριδογνωστικό μάθημα. Και ήταν πραγματικά ένα από τα ωραιότερα μαθήματα, όπου μέσα σε αυτήν την εθνική ύπαιθρο και με την παρουσία του Ιερέα. Το κελάηδημα των πουλιών, το θρόισμα των φύλλων, το άρωμα των λουλουδιών, και το κελάρισμα της βρύσης, όλα και όλη η φύση τραγουδούσε τον περίφημο ψαλμό «Ως εμεγαλύνθη τα έργα Σου Κύριε, πάντα εν σοφία εποίησας και ουδείς λόγος εξαρκέσει προς Ύμνον των θαμασίων Σου» Ήμουν στα πρώτα χρόνια της νιότης μου. Χρόνια ρομαντικά και χρόνια γεμάτα δημιουργία. Διακριτικά έκρυβα τις σκέψεις μου και τα συναισθήματά μου, χωρίς αυτό να με εμποδίζει να είμαι ο Άγνωστος Στρατιώτης και ο Τίμιος εργάτης της Κοινωνίας. «Την πίστην τετήρηκα τον δρόμο τετέλεκα». Χρόνια περασμένα και νοσταλγικά, γεμάτα αναμνήσεις μέσα σε ελάχιστα στίγματα της απέραντης αιωνιότητας. Έλα Κουτσογιώργαινα, να ξαναστρώσεις το σοφρά με τα φτιαχτά σου μακαρόνια και τα καταπληκτικά σου τηγανοψώματα. Έλα να μου ξαναπείς «Να λείψουν τα πιπέρια μου να ιδώ τη μαγεργιά σου». Έλα με την περήφανη κορμοστασιά σου να μου θυμίσεις μια εποχή που έφυγε για πάντα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.