Δευτέρα 19 Σεπτεμβρίου 2022

.Τι ωραίος μήνας είναι ο Σεπτέμβρης

 

Ο Σεπτέμβρης, αν είχε μυρωδιά θα ήταν του μούστου και της κανέλας, αν ήταν χρώμα θα ήταν καφέ, το καφε της γης, το καφέ που αγαπάω. Αν θέλετε να καταλάβετε το καφέ που μου αρέσει, σκεφτείτε απλά ένα πεσμένο φύλλο πλατανου τούτη την εποχή.



Σήμερα, έφτιαξα κουλούρια μούστου, με ελαιόλαδο, κανέλα, γαρύφαλλο.
Τι ωραίες μυρωδιές, τι ωραίες θύμησες μου ήρθαν στο μυαλό. Η μύτη μου τελικά είναι η χρονομηχανή μου...
Θυμήθηκα παλιούς Σεπτέμβρηδες στο χωριό. Θυμήθηκα τον παππού τον Κωνσταντή να κάθεται κάτω από τη μεγάλη μουριά και να καθαρίζει καρύδια από το κτήμα μας στο Σκουντερι και από τα χωράφια στο νερόμυλο.
Εγώ δίπλα του, εκεί πάντα, ήμουν η ουρίτσα του παππού. Ουρίτσα κουνιστή, συχνά καθισμένη πάνω σε μια κούνια που κρεμόταν από το μεγάλο δέντρο, την τεράστια μουριά. Μια κούνια με σκοινί, τριχιά το λέγαμε, και μια πλατιά ξύλινη σανίδα. Ξεκαλοκαίριαζα μου φαίνεται πάνω σε αυτή την κουνιστή σανίδα.
Ο μπαμπάς μου, έφτιαχνε τις πιο ωραίες κούνιες, πήγαιναν τόσο ψηλά, που μου κοβόταν η αναπνοή. Έφτιαχνε και ωραίες σφεντόνες, αρκεί να του έφερνα καλές φούρκες, όχι όχι, μην ανησυχείτε δεν κυνηγούσα πουλιά, απλά μου άρεσε να βλέπω τον μπαμπά μου να μαστορευει, να δημιουργεί για χάρη μου.
Τον παππού Κωνσταντή τον βοηθούσε πάντα στο καθάρισμα των καρυδιών ο θείος της μαμάς μου, ο παππούς- Βας. Βασίλη τον λέγανε, αλλά επειδή από μικρή δεν μπορούσα να πω ολόκληρο το όνομα του, τον έλεγα Βα και έτσι του έμεινε για πάντα.
Όλοι τον φωνάζαμε παππού Βα από κάποια στιγμή και μετά.
Έχω έντονες εικόνες από εκείνον να ζευγαριζει το χωράφι στον κάμπο, να σπέρνει, να θερίζει, να φτιάχνει σαρωματηδες(σκούπες) για την αυλή από αστοφιές.
Στο καθάρισμα και την συγκομιδή των καρυδιών, βοηθούσε και η θειά-Λενη η στρουμπούλα. Άξια γυναίκα, θεία της μάνας μου, την αγαπούσαμε και μας αγαπούσε κι εκείνη, έλεγε κι ωραία παραδοσιακά τραγούδια. Έφτιαχνε και πεντανόστιμα τροπτάρια(τυροπιταρια) με φρέσκο τυρί.
Θυμήθηκα το μεγάλο ταψί με το μουστογλυκο που πήγαινε η μάνα μου στον ξυλοφουρνο της κυρά Λενης, άλλη κυρά Λενη αυτή, η φουρναρου του χωριού. Ημασταν γειτονιά με την κυρα-Λενη και τη ρωτούσα κάθε πέντε λεπτά "έγινε θεία;" για να στείλω τη μάνα μου να το πάρει. Εγώ το μεγάλο χαλκοματενιο ταψί δεν το σηκωνα τότε. Η μάνα έφτιαχνε και μουστοπαστες. Έβαζε το μείγμα σε μεγάλο ταψί, το έστρωνε ομοιόμορφα, το έλιαζε, το πασπαλιζε σουσάμι και το έκοβε σε ρόμβους. Το έπαιρνα συνήθως στο σχολείο για κολατσιό, αυτή η αποξήρανση στον ήλιο, το διατηρούσε όλο το χειμώνα και την άνοιξη, αν βέβαια έμενε και δεν το τρώγαμε, πράγμα σπάνιο.
Θυμάμαι ακόμη τον ήχο από τα κουδούνια, τα μεγάλα κοπάδια με τα πρόβατα περνούσαν μέσα από τον κεντρικό δρόμο της Κάτω Στενής. Έφευγαν από τα χωριά και πήγαιναν στο χειμαδιό. Πήγαιναν να πιάσουν πεδινους τόπους, για να ξαναέρθουν τον Απρίλη.Αφηναν τα...ίχνη τους, "προσοχή κακαράτζα" λέγαμε και γελούσαμε πολύ. Για αρκετό καιρό έπρεπε να προσέχεις που πατάς, σωστό ναρκοπέδιο ο μεγάλος δρόμος του χωριού. Μάθαμε να ξεχωρίζουμε τις αρνάδες, τα ζυγούρια, τις κάλσες, τις καρα μάνες, τις κάτσενες, βάζαμε και στοιχήματα, ποιος θα ξεχωρίσει καλύτερα το κοπάδι ανάλογα με την ηλικία αλλά κυρίως με τα χρώματα που είχε το μαλλί τους ή κάποιο χαρακτηριστικό τους, όπως η κατηγορία μαυροκεφαλες, λόγω του χρώματος του κεφαλιού τους. Κάτσενες ήταν οι κόκκινες-οι καφέ προβατίνες, οι μπέλες ήταν οι άσπρες. Σούτα ηταν τα πρόβατα που δεν είχαν κέρατα. Είχαμε φτάσει σε σημείο να ξέρουμε τα πρόβατα του κοπαδιού, καλύτερα από τον τσοπάνη τους.
Θυμάμαι τη μουσταλευριά που έφτιαχνε η γιαγιά Φωτω, εγώ πασπαλιζα από πάνω χοντροκομμενα καρύδια και καβουρντισμενο σουσάμι, μέσα από το ξύλινο γουδοχέρι. Θυμάμαι τα σουτζουκια που κρεμαγε η μάνα μου στο πάνω σπίτι, μέχρι να λιαστουν, κρέμονταν πάνω από τα κεφάλια μας. Θυμάμαι τον πατέρα μου, που του άρεσε να τρωει μόνο ροδίτες, τους απολάμβανε πάντα με μαύρα παξιμάδια.
Περιεργος συνδυασμός ε;
Εγώ όλα κι όλα, το μαύρο παξιμάδι το ήθελα με πετιμέζι. Πετιμέζι που να ξεχειλίζει, αν δεν λερωνα τη μπλούζα μου, καθώς ετρωγα το παξιμάδι, δεν ήταν η σωστή ποσότητα και όλο και πρόσθετα πετιμέζι.
Θυμάμαι τον νονό μου τον Νάσο που έλιαζε σε ένα παλιό ντιβάνι στη βεράντα του σύκα, η βεράντα έβλεπε προς τα αλώνια. Σε αυτή τη βεράντα ο νονός, μου απήγγειλε πρώτη φορά Βάρναλη. Σε αυτή τη βεράντα, άκουσα πρώτη φορά για τον Βελουχιώτη. Αχ τι ωραία βεράντα ήταν αυτή, είχε παχιά σκιά, από την πανύψηλη καρύδια. Την άνοιξη, ο μάης που ήταν ριζωμένος δίπλα της, σαν ερχόταν η εποχή και άνθιζε σε ξεμυαλιζε, το ίδιο και το νυχτολούλουδο και το γιασεμι τις νύχτες του καλοκαιριού. Η νονά η Γιώτα είχε απ όλα τα λουλούδια στην αυλή της. Είχε και φράουλες και μια πετροκερασιά. Τους πρώτους καρπούς που μάζευε η νονά, τους φύλαγε πάντα για μένα, μου έδινε να καλοσκαιρίσω(να υποδεχτώ) πρώτη την καινούρια εποχή με τα καλούδια που ο κυκλος του χρόνου έφερνε.
Μύριζε όλες τις εποχές όμορφα αυτή η βεράντα, στα πρωτοβροχια ειδικά, άλλο πραγμα! Ο νονός, το κόκκινο λιόγερμα το αγνάντευε πάντα από κει, σκέφτομαι τώρα ότι μπορεί να του θύμιζε τους αγαπημένους του στίχους "κοίτα οι άλλοι έχουν κινήσει, έχει η πλάση κοκκινίσει, άλλος ήλιος έχει βγει, σ' άλλη θάλασσα, σ' άλλη γη".
Σε αυτή τη βεράντα, αγάπησα τον Βάρναλη και από τότε ο Άρης έγινε ο ήρωας μου, μετά τον πατέρα και τον νονο μου βέβαια.Τι ωραίος μήνας είναι ο Σεπτέμβρης βρε παιδιά! Νοσταλγικός!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.