Τετάρτη 19 Αυγούστου 2020

ΣΤΗΝ ΚΟΡΦΗ ΤΗΣ ΔΙΡΦΗΣ

ΤΑΣΟΣ ΖΑΠΑΣ

Στην κορφή της Δίρφης

Νάχεις φύγει από τα ξανθά περιγιάλια του νησιού σου, από το θάλπος των πράσινων χωραφιών, από τη βαθιά ανασαιμιά του πλάτανου και τη σιωπή της ελιάς, για να κλειστείς στο χτικιό μιανής πολιτείας, όσο κι αν τήνε παινεύουνε και τη λιμπίζονται οι ανήξεροι που στέκουνται αλάργα, είναι μια καταδίκη. Κάτι σαν βραχνάς που σε σφίγγει ασταμάτητα κι άλλο δεν ποθείς παρά να ξεφύγεις από τα δεσμά που σου τυραγνάνε το κορμί, να λυτρωθείς από τις λάμιες τις έγνοιες που σου τρώνε σαν το σάρακα την ψυχή και σου τριβελίζουνε τη σκέψη.
Έτσι κάπως νοιώθεις όταν βρίσκεσαι στην ανελέητη πολιτεία, πεδικλωμένος από λογής ανάγκες. Ανήμπορος να δραπετεύσεις. Να ανταμώσεις λεύτερη και αίθρια την ψυχή σου καθώς παιδί ,να σιγομιλήσεις μια στάλα μαζί της. Να νιώσεις να παφλάζει αμόλευτο το αίμα σου κι η περπατησιά σου να γίνει ανάλαφρη, σβέλτη σαν του ζαρκαδιού.
Θαρρώ πως έτσι κάπως νιώθαμε τότες, τις πρώτες χρονιές μετά την παγκόσμια σφαγή, σαν ξεκινήσαμε οι πρώτες οργανωμένες συντροφιές, τα πρώτα σωματεία, να βγούμε όξω στον ελεύτερον αγέρα, να ακούσουμε το χαμένο κελάδημα των πουλιών και τη βουνήσια πηγή να μονολογεί μέσα στα πολυτρίχια και τις φτέρες. Λαχτάρα και χαρά μας να βρεθούμε ξανά μέσα στα ανθισμένα ρείκια και τις κουμαριές, να αφουγκραστούμε τη φιλόπονη ιερουργία του μελισσιού πάνω στα κίτρινα ασπάλαθρα.
Έτσι ο στοχασμός μας και η ψυχή μας έφερε όξω από την πόλη. Είχαμε πολύ νηστέψει τη φυσική ομορφιά. Και τότες ορμήσαμε όξω στη γη να ξανακούσουμε το τραγούδι της ζωής. Να σμίξουμε τον ήλιο και να ξαναγίνουμε πλάσματα της φύσης.
Είχα τραγανίσει τα βουνά της Αττικής, λιθάρι το λιθάρι, πεύκο το πεύκο. Όμως δεν ήτανε μοναχά ο αέρας του βουνού που με έσερνε. Ήταν και το χώμα, το χώμα το δικό μου που ήθελα να ξαναζήσω. Να χαρώ τις ράχες των δικών μου βουνών και τις κορφές. Ποιάν άλλη μπορούσα να αποζητήσω περισσότερο από την κορυφή της Δίρφης; Τούτου του περήφανου βουνού που στέκεται θρονιασμένο καταμεσής του νησιού, βιγλάτορας της μοίρας του. Θυμάμαι που το αντίκριζα μικρός από τη νότια θάλασσα του Ευβοϊκού, γιομάτο χιόνια ως το κατακαλόκαιρο και η ψυχή μου φτέρωνε
Έτσι ο στοχασμός μας και η ψυχή μας έφερε όξω από την πόλη. Είχαμε πολύ νηστέψει τη φυσική ομορφιά. Και τότες ορμήσαμε όξω στη γη να ξανακούσουμε το τραγούδι της ζωής. Να σμίξουμε τον ήλιο και να ξαναγίνουμε πλάσματα της φύσης.
Είχα τραγανίσει τα βουνά της Αττικής, λιθάρι το λιθάρι, πεύκο το πεύκο. Όμως δεν ήτανε μοναχά ο αέρας του βουνού που με έσερνε. Ήταν και το χώμα, το χώμα το δικό μου που ήθελα να ξαναζήσω. Να χαρώ τις ράχες των δικών μου βουνών και τις κορφές. Ποιάν άλλη μπορούσα να αποζητήσω περισσότερο από την κορυφή της Δίρφης; Τούτου του περήφανου βουνού που στέκεται θρονιασμένο καταμεσής του νησιού, βιγλάτορας της μοίρας του. Θυμάμαι που το αντίκριζα μικρός από τη νότια θάλασσα του Ευβοϊκού, γιομάτο χιόνια ως το κατακαλόκαιρο και η ψυχή μου φτέρωνε. Ζήταγε να πλανηθεί στα βουνοράχια του
Φαίνεται πως κάποτε την ευκαιρία που καρτερούσα τη βρήκα. Ήταν μια φιλική μου συντροφιά από τον Πειραιά. Μέλη του Φυσιολατρικού Ομίλου Πειραιώς .Κάπου δέκα πρόσωπα. Ανάμεσα σε αυτά και δυο κοπέλες. Όλοι γιομάτοι νιάτα και ιερό ενθουσιασμό για το βουνό και το ύπαιθρο. Ανάμεσα σε αυτούς και ο Ανδρέας Κρητικός, αρχηγός της λιγοπρόσωπης ομάδας, αεικίνητος, ακόρεστος από βουνό, με την έκδηλη χαρά και τη λάμψη της μεγάλης προσδοκίας στα μάτια. Ανέβαινε κι αυτός πρώτη φορά στο ευβοϊκό τούτο βουνό και μάλιστα χειμώνα.
Τουλάχιστον εκείνη την εποχή που πρωτοφτερουγάγαμε στα βουνά κι η πείρα μας ήτανε λιγοστή, το ίδιο και τα μέσα. Τι έννοια μπορεί νάχει εκείνη η δυσκολία σήμερα που κατακτήθηκαν σχεδόν τα πάντα; Όμως  δε μιλάω και δεν κρίνω με τα σημερινά μέτρα, παρά με την άγνοια, την πείρα και τα εφόδια εκείνου του καιρού. Ήταν ακόμα μαζί μας ο Κώστας Καρατζάς –Θεός σχωρέστον-που έπεσε στην Αλβανία. Πάντα γελαστός, πάντα αποφασιστικός κι ακούραστος στις τραχειές μας αναβάσεις.
Πρωί –πρωί κείνης της Κυριακής 13 Μάρτη 1932 συναντηθήκαμε στο τραίνο, εδώ στην Αθήνα φτερουγίζοντας από χαρά. Το διαμέρισμα ήταν γεμάτο από λογής λογής ορειβατικά εφόδια. Σακίδια παγούρια, μπαστούνια, ρακέτες για το χιόνι. Οι περισσότεροι φοράγανε άρβυλα και διπλές μάλλινες κάλτσες. Ο Κρητικός μάλιστα, που ήτανε ο πιο έμπειρος από όλους μας στις αναβάσεις των βουνών, έχοντας συναίσθηση ακέραια της ευθύνης του σαν αρχηγού, είχε πάρει μαζί του και κραμπόν, πιολέ και σχοινιά για να αντιμετωπίσει  τις αναποδιές του χιονιού.
Ακόμα είχε βαλμένο στο τσεπάκι του πανταλονιού του, πάνου από το δεξί του ποδάρι, ένα βηματόμετρο. Που τα είχε βρει  όλα τούτα κι είχε θωρακιστεί έτσι σαν αστακός ο Αντρέας; Όλα δίνανε την εντύπωση μιας αλπικής ορειβασίας. Σάμπως να πηγαίναμε για τη Γιουγκφράου Γιόχ, για το Γκρός Κλόκνερ ή για κάτι παρόμοιο. Εμείς οι άλλοι τον κοιτάζαμε με θαυμασμό τον αρχηγό μας, έτσι καθώς ήταν αρματωμένος με όλα τα σύνεργα του βουνού. Πιότερο από όλους εγώ. Όχι μονάχα, γιατί ήτανε γκαρδιακός μου φίλος ο Κρητικός –που να τις βρεις τέτοιες φιλίες σήμερα;-κι ήτανε αυτός που με είχε τραβήξει στη γνωριμία του μεγάλου βουνού, παρά και για τον πρόσθετο λόγο ότι ήμουνα τότες  ακόμα ο πιο ανοργάνωτος, ο πιο ανέτοιμος της ομάδας για τα μεγάλα ύψη. Μήτε σακίδιο, μήτε άρβυλλα και διπλές κάλτσες. Φόραγα θυμάμαι, κάτι χαμηλά παπούτσια, σκαρπίνια. Είχα γυρίσει στις άκρες  του παντελονιού μου  και τις είχα χώσει μέσα στις κάλτσες κι έτσι πορευόμουν.
Κάτου από τα παράθυρα μας απλώνουνται ήρεμα, σε μια   ειδυλλιακή  γοητεία   τα   αττικά   χωράφια. 
Η πρωινή γκρίζα   πάχνη   χάνεται   λίγο - λίγο   και   η   ολοπράσινη   όψη τους   γίνεται   μια   βελουδένια   θωπεία.   Ανάμεσα  από τα σμαράγδινα πεύκα του αττικού τοπίου   ξεχωρίζουμε μακριά, μέσα στο γαλάζιον ορίζοντα,  κατάλευκη   τη   Δίρφη,   παρθενική   ιέρεια,   να   προβάλλει   στον   αιθέρα   με   την  κωνική  της κορφή, που έμοιαζε να ραμφίζει τον ουρανό.   Σκιρτήσαμε από χαρά όλοι κι οι κάποιοι   δισταγμοί  μας για  την   επιτυχή έκβαση   τού  εγχειρήματος  χαθήκανε   μονομιάς.  Όλοι   μέσα στο   τραίνο,   γνωστοί   κι   άγνωστοι,   μέλη   των   φυσιολατρικών σωματείων   κι   άλλοι   εκδρομείς   πού   ανήκουνε   σε   ανοργάνωτες   συντροφιές,   πηδάμε   από   χαρά,   τραγουδάμε,   γελούμε. Λάμπουνε   τα   πρόσωπά   μας,   σπιθίζουνε   τα   μάτια   όλο   νοσταλγία.
Η   Χαλκίδα   λιάζεται   ρεμβάζοντας   πάνου   άπ’   το   άείρροο   κανάλι   τού   Έγριπου.   Παίρνουμε   ένα   μικρό   παλιό   λεω-φορείο   της   εποχής   και   φεύγουμε   για   τους   Καθενούς,   περνώντας   από   την   ψαράδικη   Αρτάκη.   Άπό   τους   Καθενούς και   πέρα   θα   συνεχίζαμε   με   τα   πόδια   γιατί   ο  δρόμος   δεν ήτανε   να   περάσει   αυτοκίνητο   τέτοιαν   εποχή.   Κι   εκεί   και στη Χαλκίδα,  μας απελπίσανε πως μπορούσαμε ν’ ανέβουμε στη   Δίρφη με τόσα χιόνια πού είχε ρίξει  τότε   κοντά.   Ποιος δυνόταν ν’ ανακόψει τον ενθουσιασμό μας και το κέφι μας; Έγινε   ένα   πρόχειρο   συμβούλιο   με   κάποιους   Καθενιώτες   πού   βγήκανε   άπ’   τα   κρασοπουλιά   με   μύτες  κατακόκκινες.   Με   το   δίκιο   τους.   Τελευταία   Κυριακή   της   Αποκριάς βλέπεις.   Άλλοι   συμβουλεύουνε   να   τραβήξουμε   για   τη   Λούτσα   κι   από   κει  ν’   ανηφορίζαμε.   Άλλοι   προτείνανε   τη Στενή,   πού   ήτανε   και   κατά   τη   δική   μας   γνώμη   σωστότερο. Αυτήνε προτιμήσαμε.
Πως   τη   θυμάμαι   τώρα   τούτη   την   πρώτη   μεγάλη   μου οδοιπορία.   ’Ήτανε   τότες   πού   ακούραστοι   ανιχνευτές   του φυσικού   κάλλους,   ανηφορίζαμε   η   λιγοπρόσωπη   συντροφιά μου,   λειψή   από   ζωική   πείρα,   όμως   βαρύφορτη   από   ασίγαστα   νιάτα  κι  όνειρα,   για   την  απροσπέλαστη κορφή.  Μεγάλο πράμα να τραβάς πάντα για κάποια κορφή με την ψυχή και  το   νου.  Ανικανοποίητα,   γιόματα  νόστο.   Να   καταχτάς   με τραχύ   κάματο,   με   άγιον   ιδρώτα   την   αψηλή   έννοια   του   άπειρου.
Γιομάτοι γλυκούς ιμέρους πού συγκλονίζανε τα στέρνα μας,   θυμάμαι   τώρα   πως   φύγαμε   στις   δυο   από   τους   Καθενούς   για   τη   Στενή,   ακολουθώντας   ένα   μονοπάτι   βορειοανατολικά.   Περνούμε   μέσ’   από   ρεματιές   που   κελαρύζουνε   τα λιωμένα χιόνια, από χωράφια  ολοπράσινα, κάτου από αργυρόφυλλες   ελιές.   Δε   χορταίνουμε   να   βλέπουμε.
Η   Δίρφη και   ο   Πυξαριάς   ζούνε   μέσα   στη   λευκή   μακαριότητα   του χιονιού.   Αφήσαμε   το   χωριό   αποξεχασμένο   κάτου   από   το ολόφωτο   θάλπος   της   αμυγδαλιάς   που   περέχυνε   την   πλάση γαλήνη.   Στ’   αριστερά   μας   θυμάμαι   τη   μικρή   καπνισμένη καλύβα με την ασημένιαν ελιά στην αυλόπορτα. Σταθήκαμε μια   στιγμή   κάτου   άπό   τ’   αψιδωτά   κλωνάρια   της   δεητικά, να   γευτούμε   το   λευκό   θάμπος   τού   πέτρινου   όγκου   που   ουρανοδρομεί, βέβαιος για την αιωνιότητά  του γι αυτό κι αδιάφορος,   στο   γαλανό   χάος   με   αστέρευτα   τ’   άχραντα   χιόνια του.   Ένας   κόσμος   άγνωστος,   γιομάτος   ευωδία   απλωνόταν μπροστά μας.
Το   λευκό   φως   χυνόταν  σαν καταρράχτης από χαρά στην ψυχή μας. Μπορεί να είπαμε τότες πώς ίσως δεν άξιζε να απαιτήσουμε απ΄ τη ζωή άλλη χαρά εξόν από τούτην.
Καθώς   έπεφτε   γαληνά   ο  απομεσήμερος   ήλιος,   ή άσπρη κορμοστασιά του βουνού έπαιρνε ένα χρώμα σάμπως να   είχανε   μασήσει   άπάνου   της   πλήθος   αμυγδαλιές   και   κυκλάμινα.   Λευκός   αίνος   πού   ανέβαινε   στο   άπειρο.   Πιο   κάτου,   κατά   τα   ριζά   του   βουνού,   αναρίθμητες   λαμπάδες   άπό βαθυπράσινα   έλατα,   μπηγμένα   στο   χιόνι. 
Στο   μικρό ρέμα που   κύλαγε   τραγουδιστά   την   αναλυτή   μέθη   των   χιονιών, αφανισμένο   κάτου   άπονα   άφυλλο   δάσος   πλατανιών,   ανάμεσα   σε   δύο   ρείθρα   πλουμισμένα   από   αγριοβιολέτες   και βρύα,   ρίξαμε   το   νεαρό   κορμό   ενός   νιοκομένου   δέντρου   να καμαριάσουμε   τις   δύο   όχτες   και   να   διαβούμε. 
Θυμάμαι,   σα νάναι   τώρα,   που   δε   ζύγιαζε   καλά   το   δέντρο,   δεν   έστρωνε. Το μικρό κουφάρι αναπηδούσε δύστροπα  κάθε φορά πού πασχίζαμε   να   πατήσουμε   πάνου   του.   Πάλεβε   να   μας   ρίξει στο   νερό.   "Όμως   τ’   ορκίζουμαι   πώς   δεν   έφταιγε   σε   τίποτα η  ανύποπτη   συντροφιά   μου.   Άλλοι   γράψανε   έτσι   τη   μοίρα του.  Πόσο  ασυλοϊστα   γελάσαμε   σαν   είδαμε  τον   ακριβό   μου φίλο,   τον   Καρατζά,   με   το   αβασίλευτο   παιχνίδισμα   τού   κεφιού   του   στο   πρόσωπο,   να   κομίζει   αντίς   για   λιθάρι,   μια στενόμακρη   γαϊδουροκεφαλή,   ένα   πελώριο   άσπρο   κρανίο, με   τ’   άδεια   ολόβαθα   μάτια   του,   για   να   στεριώσει   με   δαύτο το   πρόσκαιρο   γιοφύρι   μας.   Ύστερα   ένας-ένας   περάσαμε γελούμενοι,   χωρίς   τύψη,   πάνου   απ’   τα   δύο   σκέλεθρα,   δίχως να νιώσουμε τη βουβή οιμωγή τους.
Άπ’   τα   πολλά   χιόνια   η   γης   έχει   μουσκέψει   και βγάζει   παντού   νερά,   ακόμα   κι   από   τις   πέτρες   αναβλύζουν νερά   κρουστάλλινα   που   κυλούνε   και   σχηματίζουνε   μικρούς μαιάνδρους.   Το   ρολόι   τού   Κρητικού,   υπομονετικός   ελεγκτής,   είχε   μετρήσει   ως   τη   Στενή   εφτάμιση   χιλιάδες   βήματα.   Γυναίκες   κι   άντρες,   καθώς   μπαίνουμε   στο   χωριό, βγαίνουνε   στις   πόρτες   και   μας   καλωσορίζουνε   πρόσχαρα. Έτσι   καθώς   τούτος   ο   τόπος   ξέρει   από   το   βάθος   των   αιώνων,   άπ’   τα   πανάρχαια   χρόνια   ως   τα   σήμερα,   να   δέχεται τούς   ξένους.   Πολλοί   από   τους   ντόπιους   είναι   μασκαρεμένοι,   γυρνούνε   στα   στενορύμνια   του   χωριού   και   στην   πλατεία,   πίνουνε   από   το   κεχριμπάρι   της   Στενής,   τραγουδάνε και χορεύουνε. Γνήσιο ελληνικό καρναβάλι.
Ο  Κρητικός-έτρεξε   σε   μια   παγωμένη   βρύση   τού   χωριού να πλυθεί.— Τί κάνεις εκεί; τον αρωτάω.—   Νίπτω   τας   χείρας   μου,   μου   απατάει   σαν   άλλος Πιλάτος.—   Δεν   είναι   αρκετό   αυτό,   λέει   ό   Καρατζάς,   και   βγάζοντας το πουλόβερ του και το πουκάμισο, βάζει γυμνωμένο το   κορμί   του   κάτου   από   την   παγωμένη   κρήνη,   για   να   τον μιμηθούμε   κατόπι   κι   όλοι   οι   άλλοι. 
Το   θέαμα   ήταν   αρκετά τσουχτερό! Ο πρόεδρος   της   Κοινότητος   I.   Παλαιολόγος   έτρεξε με προθυμία να μας περιποιηθεί, να μας βρει κατάλυμα για ύπνο   και   οδηγό   που   να   ξέρει   το   μονοπάτι   για   τη   Δίρφη. Ήταν   μια   εξαίσια   απόκρια   που   ζήσαμε   κείνο   το   βράδυ στη   Στενή. 
Συναδερφωθήκαμε   με   τους   ντόπιους   στην   ταβέρνα.   φάγαμε   μαζί,   ήπιαμε   από   το   εβλογημένο   κρασί   της Στενής,   τραγουδήσαμε   και   χορέψαμε   κ’   ύστερα   γείραμε   να κοιμηθούμε,   αδιάφορο   αν   δεν   κλείσαμε   μάτι   απ’   τη   χαρά μας κι από την αδημονία ν’ ανεβούμε στο βουνό.
Θα   μου   μείνει   πάντα   αξέχαστη   η   Στενή,   όχι   μονάχα για  το  καλόκαρδο  πνεύμα  της,  μα  και για  την   ομορφιά   της τη   φυσική.   Καθώς   έχει   αναγείρει   αμφιθεατρικά   στη   δεξιά όχθη   της   ποταμιάς,   γιομάτη   καστανιές,   καρυδιές   και   πλατάνια,   είναι   χαρά   του   ματιού.   Μιά   ψυχική   αναγάλλια   σε οποιαδήποτε ώρα του χρόνου.
Άμποτες να μπόραγα να καθόμουν   εκεί   μιαν   ανοιξιάτικη   ή   μια   καλοκαιριάτικην   ώρα, ν’ αφουγκράζουμαι το τραγούδι των νερών και των δέντρων που   αργοσαλεύουν   στη   μεσημεριάτικη   άπνοια,   ν’  ακούω   τη μουσική   των   αηδονιών   στα   ψηλόκορμα   δέντρα   και   ν’   αναπολώ τα περασμένα. Στη   μιάμιση   τη   νύχτα   μάς   ξύπνησε   ο   Πέτρος,   ο   οδηγός. Σηκωθήκαμε, ντυθήκαμε και κατεβήκαμε στο καφενείο. Ήπιαμε   άγριο   τσάι,   μαζεμένο   στις   πλαγιές   της   Δίρφης.
Μοσκοβόλησε   ο  χώρος.   Στις   3  το  πρωί  ξεκινάμε.   Μπροστά προχωρεί   ο   οδηγός   με   το   κλεφτοφάναρο   στο   χέρι   φέγγοντας   μες   στην   ασέληνη   νύχτα   και   πίσω   άκολουθάμε   εμείς, δίχως   τις   δυο   κοπέλες   φυσικά.   Θα   ήταν   σίγουρα   μια   περιπέτεια   γι’   αυτές.   Παίρνουμε   αρχικά   ένα   βολικό   μονοπάτι στην   αριστερή   όχθη.   Δεξιά   μας   το   ποτάμι   κατεβαίνει   αθώρητο,   βουερό   μέσα   στο   βαθύ   σκοτάδι   που   μας   τυλίγει.   Το φως   του   φαναριού,   καθώς   πηγαινόρχεται,   συνθέτει   παράξενες  οπτασίες μέσα στη νύχτα.
Στον καστανόλογγο, πάνου από τη Στενή, συναντάμε τα πρώτα χιόνια κι ύστερα τα πρώτα έλατα. Το γεγονός μας δίνει πολλή χαρά. Αφήνουμε τον εαυτό μας μέσα στο πυκνό λόγγο, γιομάτο πολύχρονες αγριοκαστανιές κι ελάτια, να χαρεί τη συμφωνία των δέντρων και του χιονιού. Περνάμε διαδοχικά τη Βρύση Αρματσανή, τη Βρύση Παπαγεωργίου, το   Στατόρι, τη   Μεσοράχη   και   φτάνουμε  στη ράχη  Ελατάκια. 
Η   έκταση   από   δω   κι   απάνου   είναι   κατάλευκή.   Το   πάχος   του   χιονιού   ξεπερνάει   το   ενάμισο   μέτρο. Ανεβοκατεβαίνουμε   σε   επάλληλα   χιονοκύματα.   Καθώς περνούσεν η ώρα, σηκώθηκε ένας δρόλαπας μέσα στο δάσος που   άρπαζε   τώρα   το   χιόνι,   μας   τόφερνε   κατάμουτρα   και μας  βίτσιζε   τα  πρόσωπα  οδυνηρά.   Σχεδόν   δε   μπορούσαμε  να ανοίξουμε   μάτι.   Ο  παγωμένος   αγέρας   βογγάει   μέσα  στη χαράδρα   και   κάνει   να  αναταράζεται   το   σύδεντρο. 
Είναι   μια ρωμαλέα   ώρα   του   βουνού,   οπού   επικά   συγκρούονται   οι   φυσικές   δυνάμεις   κι   αντιπαλεύουν   σκληρά   τα   δέντρα   με   τον άνεμο.   Μιά   τιτανική   σύγκρουση.   Την   παρακολουθούμε   σιωπηλοί,   σχεδόν   με   κάποιο   δέος.   Ό   οδηγός   κοντοστέκεται διστακτικός.   Ό  Καρατζάς   παίρνει  το   κλεφτοφάναρο  και   τραβάει μπροστά τούτη την ανταριασμένη ώρα που το αβέβαιο ρουμάνι   βογγάει   μέσα στο  άγριο   χιονοβόρι.
Ανεβοκατεβαίνει τα  απανουτά   χιονοκύματα   σαν   παράξενη   μυστηριακή   οπτασία μέσα στη σκοτεινή νύχτα. Ό οδηγός της Στενής, ο Πέτρος,   επιμένει   πώς   είναι   αποκοτιά   να   προχωρήσουμε μέσα   σε   τούτη  την   ξέφρενη  μπόρα   για   την   κορφή.   Εμείς  όμως   που  αποζητάγαμε   πως   και   πως   την   περιπέτεια; 
Τελικά  επικράτησε   ή   φωνή  της   λογικής  και   η   φρονιμάδα   του Πέτρου,   που   είχε   πει   να   σταθούμε   κάπου   ως   που   να   ξημερώσει.   Δεν   τόβρισκε   σωστό,   λέει,   να   κιντυνέψουμε   χωρίς λόγο.   Έχω   και   παιδιά   μας   είχε   πει.   Αυτό   έφτασε   να   βάνει φρένο στην ακατάσχετη βουλιμία μας για περιπέτεια. Ζαρώξαμε   στο   χοντρό   κορμί   μιας   καστανιάς.   Κρεμάσαμε   σ’   ένα   κλαδί   της,   στο  απάγγειο,   το   φανάρι   και   απομείναμε   ν’   ακούμε,   πανευτυχείς   ωστόσο,   τη   δαιμονική   σύγκρουση   των   στοιχείων   που   αντιμάχονταν   αναμεταξύ   τους μες την   ανταριασμένη   πλάση. 
Το   φως   πηγαινόρχεται   μέσα, στη   μάνητα   του   ανέμου.   Κλωθογυρίζουν   οι   ίσκιοι   πάνου στη   λευκή-απλωσιά   κι 
εμείς   αφήνουμε   την   παρθένα   δράση μας  ν’   αδράξει   το   λευκό   θαύμα   του   χιονιού   που   λαμπυρίζει κάτου   από  το   φως.   Παράξενος   καταυλισμός   μέσα   στην άγρια νύχτα.
Χαιρόμασταν άφωνα για τούτη την αναπάντεχη   ευδαιμονία,   να   γίνουμε   ξαφνικά   πρωτόγονοι   και   να νιώθουμε την αψυά γεύση της πρωτόγονης ζωής.
Γύρω ξούριζε   ο  παγωμένος   αγέρας.   Κάπου   από  το   κορμί   μας   ανάλυωνε   και   μας   μούσκευε   το   χιόνι.   Κι   από   τα   κλαδιά   της αγριοκαστανιάς   μας   έρχονταν   χοντρές   σταγόνες   στην   πλάτη.   Φυσάγαμε   τα   χνώτα   μας   στις   ξυλιασμένες   χούφτες. Τι   μας   έγνοιαζε   για   το   κρύο;   Αρκεί   ότι   μπορούσαμε   να ζούμε   το   σπάνιο   περιστατικό   μες   στη   χιονισμένη   ερημιά της τρικυμισμένης νύχτας
Ο   δρόλαπας   πέρασε   λίγο-λίγο.   Ξέσπασε   το  κακό   κι έτσι   με   το   πρώτο   φέγγισμα   της   αυγής,   κινήσαμε   πάλι   για τη   ράχη.   Από   κει   ακολουθώντας   την   κορυφογραμμή   με βορινή κατεύθυνση φτάνουμε στο διάσελο, στη Βρύση Λυρί. Από   δω   αρχινάει   η   σχεδόν   όρθια   ανάβαση   για   την   καθαυτό   κορφή  της   Δίρφης   πού   βαστάει   κάπου   μιάμιση   ώρα.
Ο   αγέρας   έχει   σταματήσει   πια   και   μπορούμε   ακίντυνα   να γαντζώνουμε πάνου στο κρουσταλλιασμένο χιόνι. Περνούμε από   τις   θέσεις   Μεσαίο   Πάτωμα   και   Παλαμονίδι   για   να φτάσουμε   κατάκορφα,   στα   1.743   μ.  Έχουμε   πια   καταχτήσει   την   κορφή.   Μπροστά   μας   τώρα   απλώνεται   μικρό   οροπέδιο,   μάλλον   ομαλό,   σκεπασμένο   χιόνι. 
Η  έκταση   από  τη Λυρί   κι   απάνου   είναι   άδεντρη.   Μια   πελώρια   χοάνη,   γιομάτη   χιόνι,   που   συναντούμε   στην   κορφή,   δείχνει   καθαρά πώς   ήτανε   κάποτε   κρατήρας 
ηφαιστείου.   Έπειτα   και   το όλο σχήμα της Δίρφης κάτι τέτοιο μαρτυράει. Μπορεί  το  ύψος  της  Δίρφης να μην είναι πολύ,
όμως δεν   καταχτιέται   εύκολα.   Είναι   δύσκολο   βουνό. 
Θέλει   πείσμα και κότσια, εχτός  από την πείρα και τη φρόνηση.
Ωστόσο   η  θέα  που   σου χαρίζει   σε  αποζημιώνει   για  τον
ίδρωτα που   θα   χύσεις   ανεβαίνοντας   τη   σκληρή   γυμνή 
ανηφοριά του. Το θέαμα γύρω  είναι  ασύγκριτο.  Στα δυτικά ό Ευβοϊκός   ακινητεί   ράθυμα   στη   γαλάζια   αφροντισιά   του.
Ο   Πυξαριάς και   οι  άλλες  κορφές  οι   χιονισμένες,  έχουν  ξεμυτίσει πάνου  από τα  σύγνεφα.   Μοιάζουνε   μικρές  άγνωστες  νησίδες που   αναδύονται   από   μιαν   άσπρη   θάλασσα.   Πιο   πέρα,   κατά τ’ ανατολικά, το πούσι έχει χαμηλώσει κι έχει σκεπάσει τή   θάλασσα. 
Όμως   την   οσμίζεσαι,   αφουγκράζεσαι   τον καημό   της.   Κάτου   από   την   τεφρή   σιωπηλή   επιφάνεια   νιώθουμε   το   Αιγαίο   ν’   αργοσαλεύει.   Θαρρούμε   πώς   ακούμε κιόλας τον αφρισμένο ρόχθο του στα  ανατολικά ακροθαλάσσια   του   νησιού.   Δε   χορταίνεις   να   βλέπεις   γύρω.   Ανυψώνεσαι,   τα   μάτια   βυθίζονται   στο   διάστημα   και   το   πνεύμα αφήνεται   ελεύτερο   μέσα   στην   ασπρογάλανη   α νία   του απείρου. Καθίσαμε   μια   ώρα   στην   κορφή   να   χαρούμε   το   εξαίσιο   όραμα   του   ευβοϊκού   χώρου. 
Στο   γυρισμό   μας,   ως   το καλύβι   Γκούστρα,   μας   σκέπαζε   πυκνή   αδιαπέραστη   ομίχλη που   μας   είχε   ολότελα   ασπρίσει   μαλλιά,   φρύδια,   ρούχα. Μηδέ βλεπόμαστε μεταξύ μας σε δυο μέτρα απόσταση. Μονάχα με τις φωνές βρίσκαμε ο ένας τον άλλον. Ξανανέβηκα άλλη  μια  φορά  στη Δίρφη, από την  ίδια, πάλι   μεριά.   Όμως   μου   μένει   πάντα   αξέχαστη   αυτή   ή πρώτη μου ανάβαση με τη νυχτερινή οδοιπορία στα χιόνια.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.