Δευτέρα 29 Ιουνίου 2020

Η Καθενιώτικη ενδυμασία και η ενδυμασία των Ψαχνών, Μακρυκάπας, Καστέλας και Τριάδας.

 Οι παλιοί κάτοικοι των Καθενών έραβαν μόνοι τους, από υφαντό στον αργαλειό ύφασμα, σχεδόν το σύνολο των ρούχων που φορούσαν. Την δουλειά αυτή την έκαναν οι γυναίκες αλλά και οι άντρες ραφτάδες. Έραβαν τα ρούχα στο χέρι γιατί δεν είχαν ραπτομηχανές, οι οποίες ήρθαν πολύ αργότερα και ήταν χειροκίνητες. Τα ρούχα τους ήταν τα καθημερινά, φτιαγμένα από φτηνό υφαντό ύφασμα και τα επίσημα που ήταν από ακριβότερα υφάσματα και στολισμένα με κεντίδια.
Τα υλικά αυτών των ρούχων ήταν καλής ποιότητος αγορασμένα ακριβά, λόγω της οικονομικής ευμάρειας πολλών Καθενιωτών. Τα αγοραστά ρούχα ήταν πολύ λίγα. Τα γιορτινά τα φορούσαν στις γιορτές, στα πανηγύρια και στους γάμους. Στις επίσημες ενδυμασίες άνηκαν η νυφική και η γαμπριάτικη, τις οποίες έφτιαχναν με ιδιαίτερη τέχνη και φροντίδα. Σταδιακά οι Καθενιώτες εγκατέλειψαν τα υφαντά ρούχα και άρχισαν να αγοράζουν φτηνά υφάσματα για να φτιάξουν τα καθημερινά τους ρούχα. Αυτά ήταν μάλλινα υφάσματα και τα ονόμαζαν της ρετσίνας. Η γυναικεία ενδυμασία των Καθενών ανήκει στην ενδυμασία με τη σεγκούνα. Καθημερινή ενδυμασία Την Καθενιώτικη καθημερινή ενδυμασία αποτελούσαν το πουκάμισο, η σουρκάδα (σωρκάδα), το ζιπούνι, η τραχηλιά, η ποδιά, η μανδήλα, οι κάλτσες, τα τσαρούχια. Το πουκάμισο κατασκευαζόταν από λευκό, υφαντό, βαμβακερό, ύφασμα σε λευκό χρώμα και ήταν ραμμένο στο χέρι. Ήταν μακρύ και τα μανίκια ήταν πλατιά. Το μπροστινό μέρος του πουκάμισου ήταν ανοιχτό, όπου το τμήμα αυτό το κάλυπτε η τραχηλιά. Στο κάτω μέρος το πουκάμισο έφερε δαντέλα. το πουκάμισο των Καθενών έχει το ίδιο σχήμα με το πουκάμισο της Τανάγρας και κέντημα με σχηματοποιημένα σχέδια, τα μανίκια με τα μυγδαλάκια και στον ποδόγυρο πεταλάκια ή βοιδομάτι. 97 Η σουρκάδα, ήταν ο εξωτερικός καθημερινός επενδύτης, υφαντός από άσπρα μαλλιά προβάτου. Η σουρκάδα από τη μια πλευρά είχε σειρές με πυκνά φλόκια και σειράδια στα μανίκια, στις τσέπες και γύρω- γύρω στην περίμετρο. Μπροστά υπήρχαν δυο σειρές από φλόκια και μια πίσω. Ειδικοί μάστοροι την έραβαν στο χέρι. Οι 96Ιωάννης Δ. Καρράς, «Ενδυμασία καθενων Εύβοιας. Αρχείο Ευβοϊκών Μελετών 1962 τ 10, σελ 281- 288. 97Ιωάννης Δ. Καρράς, «Ενδυμασία Καθενών Εύβοιας. ΑΕΜ 1962 τ 10, σελ 281-288. 70 καλύτεροι όμως μάστοροι ήταν οι Αγραφιώτες οι οποίοι έρχονταν το καλοκαίρι με τους καλφάδες. Το ζιπούνι, οι πλάτες και το πρόσθιο μέρος του ήταν από ευτελέστερο ύφασμα απ΄ ότι ήταν τα μανίκια, γιατί το σύνολο του ήταν καλυμμένο μπροστά από την τραχηλιά και πίσω από την σουρκάδα. Τα μανίκι που φαίνονταν ήταν φτιαγμένα από ύφασμα καλής ποιότητας , μετάξι ή βελούδο, με ζώνες διαφόρων χρωμάτων. Τα μανίκια ήταν ανοικτά στο κάτω άκρο και κατέληγαν στο λοξό ή φραξίδι με ταμτέλες Το φραξίδι ήταν μια ζώνη με χρώματα διαφορετικά από εκείνα του μανικιού για να κάνει αντίθεση. Πολλές φορές στις άκρες των μανικιών αντί για δαντέλλα έβαζαν ρέλι. Η τραχηλιά ήταν κατασκευασμένη από ύφασμα λευκό, υφαντό ή αγοραστό. Ήταν απλή ή είχε ταμτέλα και απλά κεντίδια (ψαροκόκαλο). Τη φορούσαν στο στήθος για να σκεπάζει το ανοικτό μέρος του πουκαμίσου. Είχε λαιμόκοψη και δενόταν πίσω από το λαιμό με κορδόνι ή κούμπωνε με κουμπί. Στη μέση δενόταν επίσης με κορδόνι. Την έβαζαν μέσα στη σεγκούνα. Η ποδιά ήταν φτιαγμένη από το ίδιο ύφασμα που ήταν και τα μανίκια του τζάκου (ζιπούνι) και είχε τα ίδια χρώματα και τις ίδιες γραμμές με αυτό εκτός από τις τρεις κατώτερες που είναι πλατυτέρες και με πιο ζωηρά χρώματα. Κάλυπτε το πουκάμισο από την μέση μέχρι λίγο πιο πάνω από το κέντημα του ποδόγυρου. Το ύφασμα της ήταν υφαντό, βαμβακερό και ίδιο με το ύφασμα των μανικιών. Γύρω- γύρω είχε και η ποδιά το λοξό που ήταν όμοιο με εκείνο του ζιπουνιού. Όλες οι ποδιές ήταν κεντημένες στο χέρι. Το μαντίλι ήταν το υφασμάτινο κάλυμμα της κεφαλής απλό ή με κεντίδια. Ήταν το ίδιο με αυτό που φοράνε ακόμη και σήμερα μερικές ηλικιωμένες. Είχε κόκκινο, κίτρινο, μαύρο ή ζαχαρί χρώμα με κλάρες (σχέδια). Στα άσπρα μαντίλια έφτιαχναν αζούρ ή τριπογάζι, γύρω-γύρω στην άκρη του μαντιλιού και το γυρίζανε. Υπήρχαν μαντίλια τα οποία ήταν ζωγραφιστά. Ανακάτευαν φυσικά χρώματα με σαπούνι και με το μίγμα ζωγράφιζαν τα σχέδια. Τα τσουράπια (κάλτσες) ήταν πλεκτά, από άσπρο ύφασμα με πατούσες ή χωρίς. Το μήκος τους έφτανε μέχρι το γόνατο και τα έδεναν πάνω σε αυτά. Εκείνα που δεν είχαν πατούσα τα έλεγαν κοντοτσούραπα και είχαν μια υφασμάτινη γλώσσα που την περνούσαν στην καμάρα του ποδιού για να την κρατάει τεντωμένη. Τη λουρίδα αυτή την έλεγαν προυπόδ (προπόδι). 71 Η νυφική ενδυμασία Τη νυφική ενδυμασία την αποτελούσαν το(υ) π’κάμ’σου (πουκάμισο), η τραχ’λιά (τραχηλιά), η σιγκούνα, το ζιπούνι, η ποδιά, η ζώνη, η μαντίλα, το μικαντένο ζ'ναρ' (ζωνάρι), οι κάλτσες και τα παπούτσια από βιδέλο. Του π’κάμ’σου (πουκάμισο), κατασκευάζονταν από άσπρο ύφασμα και το έραβαν στο χέρι. Ήταν ολόκληρο φουστάνι, φαρδύ και μακρύ που έφτανε μέχρι τους αστραγάλους. Το πουκάμισο στο μπροστινό μέρος ήταν ανοικτό και το κάλυπτε η τραχηλιά. Τα μανίκια ήταν φαρδιά στο άνοιγμα και κοντά. Δε έφταναν μέχρι τον καρπό αλλά σταματούσαν πέντε περίπου εκατοστά πριν από αυτόν. Τα μανίκια είχαν κεντήματα το ονομαζόμενα μυγδαλάκια, γιατί έμοιαζαν έτσι. Στο ποδόγυρο είχαν ένα συνεχόμενο κέντημα πλάτους 70 έως 90 εκατοστών, το πεταλάκι. Από το πεταλάκι ανέβαιναν εναλλάξ προς τα πάνω, σαν δέντρα, διαφορά μεγάλα ή μικρά κεντήματα. Ο ποδόγυρος όλων των πουκαμίσων ήταν στολισμένος με χρυσές πούλιες οι οποίες στις σημερινές ενδυμασίες δεν υπάρχουν γιατί έχουν χαθεί από τον καιρό. Ακόμη το μεγάλο κέντημα του ποδόγυρου έφερε ονομασίες όπως, η περδικίτσα, το βοϊδομάτη, το τριανταφυλλάκι, το αγγελουδάκι. Το Καθενιώτικο πουκάμισο έμοιαζε στο σχήμα και στα κεντίδια με το πουκάμισο της Τανάγρας. Η τραχ’λιά (τραχιλιά), ήταν από άσπρο ύφασμα και είχε απλά ή σύνθετα κεντήματα. Την φορούσαν στο στήθος πάνω από το ζιπούνι και μέσα από την σιγκούνα να για να καλύψουν το άνοιγμα του πουκαμίσου. Η σιγκούνα, ήταν κατασκευασμένη από μανταρισμένο άσπρο χοντρό μάλλινο ύφασμα προβάτου, το σαγιάκι. Όσες ήταν πλούσιες έφτιαχναν σιγκούνα από ωραίο αγοραστό ύφασμα που το έλεγαν σαάκ. Τα κεντήματα ήταν χειροποίητα από αγοραστή τρίχα και απαιτούσαν υπομονή και δεξιοτεχνία. Στο στήθος κεντούσαν μαργαρίτα ή σταυρό. Στο πίσω μέρος τα πολλά σειράδια κατέληγαν σε πολλά κρόσσια.98 Το ζιπούνι το φορούσαν κάτω από τη σεγκούνα. Η πλάτη και το στήθος ήταν φτιαγμένα από άσπρο ύφασμα, ενώ τα μανίκια από μελιτζανί βελούδο το οποίο ονόμαζαν φέλπα. Τα μανίκια ήταν μακριά, ανοικτά στο κάτω μέρος και κεντημένα με μουλινέδες. Τα συνηθισμένα κεντήματα ήταν μαργαρίτες, φύλλα δένδρου, λουλούδια και ένα μικρό πουλί σε κάθε μανίκι. Γύρω από το κέντημα υπήρχε κόκκινος πλισές και κάτω από αυτόν άσπρη ταμτέλλα (δαντέλλα). 98 Δημήτριος Χρ Σέττας, Εύβοια Λαϊκός πολιτισμός, αινίγματα, παροιμίες, θήρα, λαϊκή τέχνη. Εκδ. Σπανός, Αθηνα 1976 σ 303-304. 72 Η ποδιά, φοριόταν πάνω από την σεγκούνα και σκέπαζε την τραχηλιά Ήταν φτιαγμένη και αυτή από την φέλπα (βελούδινο ύφασμα) όπως το ζιπούνι. Το κάτω μέρος της ποδιάς ήταν κεντημένο με φύλλα, λουλούδια και δυο πουλιά. Κάτω από τα κεντήματα υπήρχε κόκκινος πλισές που κατέληγε σε άσπρη ταμτέλλα. Η ζώνη της ποδιάς ήταν απλά κεντημένη (ψαροκόκαλο). Το ζιπούνι και η ποδιά λέγονταν και γκεργκεφίκια γιατί ήταν κεντημένα. Από το ρήμα γκερκεφίζω που σημαίνει κεντάω και γκερκερίφι το κέντημα.99 Του μικαντένο ζ'ναρ' (ζωνάρι).Αυτό ήταν αγοραστό ίσως από την Θήβα γιατί εκεί ανθούσε η κατεργασία του μεταξιού και η υφαντική εκλεκτών υφασμάτων. Το φορούσαν, διπλό στο πλάτος, στη μέση πάνω από τη σεγκούνα. Το ζωνάρι είχε ζώνες διαφόρου σχήματος και χρώματος αλλά το χρώμα του στο κέντρο ήταν γερανί. Στις άκρες είχε κρόσσια Το μήκος του 2,5 μέτρα και το φάρδος του 25 εκατοστά. Η μαντήλα Το νυφικό μαντίλι ήταν κόκκινο. Γύρω-γύρω είχε κεντημένα κλαδιά και σε κάθε γωνιά μπουκέτο λουλουδιών. Στο κέντρο είχε κλωνάρια σε σχήμα σταυρού και στις γωνίες του σταυρού ήταν κεντημένα μικρά λουλούδια. Τα γυναικεία εσώρουχα αποτελούνταν από το στηθόδεσμο, που ήταν σαν την τραχηλιά και τον έδεναν πίσω. Τον έλεγαν μπούστο. Το ύφασμα ήταν βαμβακερό και το έραβαν μόνες τους ή σε τοπικές μοδίστρες. Επίσης, το μεσοφόρι φοριόταν κάτω από το πουκάμισο και είχε συνήθως το ίδιο σχήμα με αυτό. Ήταν βαμβακερό υφαντό από αγοραστό κάμποτ. Ήταν αμάνικο και ανοιχτό στο λαιμό ή με λαιμόκοψη. Στα γυναικεία εσώρουχα άνηκε και το βρακί. Ήταν μακρύ και το έδεναν πάνω από το γόνατο με κορδόνια, όπως και στη μέση επίσης το έδεναν με κορδόνι. Το ύφασμα ήταν υφαντό ή αγοραστό λευκού χρώματος Τα παπούτσια πήραν το όνομα τους από το βιδέλο, το δέρμα που χρησιμοποιούσαν για την κατασκευή παπουτσιών. Ήταν μαύρα με κοντό τακούνι, κούμπωναν με τρία σιδεράκια γυρισμένα σαν άγκιστρα. Δεν είχαν όλες οι νύφες β’δέλλα λόγω οικονομικής δυσπραγίας. Με την ίδια ονομασία τα συναντάμε στην Αγ. Άννα στην Εύ- 99 Ιωάννης Δ. Καρράς, «Ενδυμασία Καθενών Εύβοιας. ΑΕΜ 1962 τ 10, σελ 281-288. Οι ομοιότητες των κομματιών της φορεσιάς στο σχήμα στο διάκοσμο και τις ονομασίες των κεντημάτων δεν είναι αρκετές για να οδηγήσουν στο συμπέρασμα ότι πρόκειται για μια απλή αντιγραφή των κομματιών της Τανάγρας. Άλλωστε το κύριο χαρακτηριστικό της λαϊκής τέχνης είναι η ποικιλία των παραλλαγών και η αφομοίωση των στοιχείων με την προσωπική σφραγίδα κάθε περιοχής. Εκτός αν οι ομοιότητες αυτές οφείλονται σε κάποιο άγνωστό σήμερα ιστορικό γεγονός που ανάγκασε τους Ταναγραίους να μετοικήσουν στους Καθενούς όπου εξακολουθούν να φορούν την πατροπαράδοτη φορεσιά τους. 73 βοιας, ενώ με το όνομα βιδέλα στην Ελευσίνα. Οι κάλτσες, που φορούσαν μέσα από τα παπούτσια ήταν πλεκτές και είχαν κόκκινες και άσπρες ζώνες. Το στόλισμα της νύφης ολοκλήρωνε η αρματωσιά, τα κοσμήματα δηλαδή, όπου ήταν το γιορντάνι, ο μασαλάς, το δαχτυλίδι, τα σκουλαρίκια τα μεγάλα κλειδωτάρια. Το γιορντάνι, ήταν σε δυο μεγέθη, το μικρό και το μεγάλο, όπου τα φορούσαν στον λαιμό. Το μικρό που φορούσαν πρώτα ήταν ασημένιο και στη μέση είχε μια γαλάζια πέτρα. Κάτω από το μικρό φορούσαν το μεγάλο που ήταν και αυτό ασημένιο. Ο Μασαλάς, αποτελούταν από τρεις σειρές αλυσίδες από τις οποίες κρέμονταν νομίσματα. Ήταν δραχμές της εποχής του Όθωνα και συγκεκριμένα των ετών 1832, 1833 και 1834. Ο μασαλάς στερεωνόταν στο στήθος με άγκιστρα. Τα κλειδωτάρια, αποτελούνταν από δυο κομμάτια τα οποία ενώνονταν (κούμπωναν) σε ένα σημείο. Εκεί που γινόταν το κούμπωμα υπήρχε πέτρα χρώματος μπλε. Ήταν χυτά ασημένια και χρησίμευαν στο να κουμπώνουν την σεγκούνα που δεν είχε κουμπιά. Τα ζγατζούδια, ήταν μικρά κλειδωτήρια. Κούμπωναν και αυτά την σεγκούνα καλυπτόμενα από τα μεγαλύτερα κλειδωτάρια. Από αυτά κρέμονταν δυο αλυσίδες που με άγκιστρο πιάνονταν στους γοφούς και είχαν νόμισμα της εποχής του Όθωνα. Τα βραχιόλια, ήταν σειρά πέντε λεπτών αλυσίδων στερεωμένων σε αγκράφες που κούμπωναν στον καρπό. Οι αγκράφες ήταν στολισμένες με κόκκινες και γαλάζιες χάντρες . Τα τάλαρα, ήταν σαν τα φλουριά αλλά πολύ μεγαλύτερα, τα οποία έραβαν σε λουρίδα από πανί και τα κρεμούσαν στο στήθος, στερεώνοντάς τα στο σβέρκο της νύφης. Τα τοποθετούσαν έξω από τα άλλα στολίδια (γιορντάνι και μασαλά). Τα σκουλαρίκια, ήταν ασημένια, με τρεις ή τέσσερις αλυσιδίτσες να κρέμονται από το κυρίως σκουλαρίκι στολισμένες με γαλάζιες χάντρες.

Ευαγγελία Γερογιάννη

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.