Κατά τη διάρκεια της συγκομιδής του ελαιοκάρπου, ξεχώριζαν τις ελιές που είχαν πέσει κάτω πριν από το τίναγμα και δεν ήταν «χτυπημένες» ή «σκουληκιασμένες», για να τις φτιάξουν φαγώσιμες.
Αυτό ήταν ένδειξη ότι η ελιά ήταν ώριμη «κρεατωμένη».
Όταν τις πήγαιναν στο σπίτι, τις έπλεναν πολλές φορές μέσα σε ένα καζάνι ή σκάφη, τέσσερις, πέντε και έξι φορές, μέχρι να διαπιστώσουν πως ήταν πεντακάθαρες.
Τις άφηναν λίγο διάστημα να στραγγίσουν και μετά τις έβαζαν σε ένα τσουβάλι ή σε μια μαξιλαροθήκη αν ήταν λιγότερες, ή οποιοδήποτε σακούλι, που ταίριαζε με την ποσότητα των ελιών. Μαζί με τις ελιές έβαζαν και αλάτι χοντρό, το οποίο το είχαν χτυπήσει με το στούμπο* για να γίνει μικρότερα κομμάτια και να καλύπτει, όσο το δυνατόν περισσότερες ελιές.
Εντωμεταξύ φτιάχνανε μια πρόχειρη κατασκευή με ξύλα (κάτι σαν τη σημερινή παλέτα) και έβαζαν επάνω το τσουβάλι στο πλάι.
Κάθε μέρα σηκώνανε το τσουβάλι, το ανακινούσαν για να πάει παντού το αλάτι και το ξαναβάζανε στη θέση του, από την ανάποδη μεριά.
Αυτό γινόταν για πολλές μέρες, μέχρι να βγάλει η ελιά τα υγρά που είχε,
τα οποία χυνόντουσαν κάτω (γι αυτό η ξύλινη βάση που έμπαινε το τσουβάλι ήταν υπερυψωμένη) και όταν βλέπανε ότι οι ελιές είχαν «σταφιδιάσει», ήταν έτοιμες για φαγητό.
Τις έβγαζαν από το τσουβάλι και τις βάζανε στην πηνιότα (πνιότα).
Η πνιότα ήταν ένα πήλινο δοχείο, σαν μεγάλη στάμνα, αλλά με μεγάλο στόμιο, για να χωράνε άνετα τα χέρια, ώστε να τα βάζουν μέσα για να παίρνουν τις ελιές.
Γιάννης Γιαννούκος.
Γιάννης Γιαννούκος.
Στούμπος. Στρογγυλή και γυαλιστερή πέτρα, με την οποία έτριβαν το χοντρό αλάτι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.