Η "Γέφυρα Ιστορίας και πραγματικότητας" κυκλοφόρησε το πρώτο της τεύχος τον Οκτώβριο του 1995.Μηνιαίο φιλολογικό και ιστορικό περιοδικό με εντυπωσιακά αφιερώματα στην ευβοϊκή ιστορία.και λογοτεχνία.Εκδότης ο Κωνσταντίνος Δ. Μυτάκης. Τον Δεκέμβρη του 1995 κυκλοφόρησε και το δεύτερο περιοδικό του με τίτλο "ΕΝΑΛΛΑΞ".Περιοδικό ποικίλης ύλης με προσανατολισμό οικολογικό και περιβαντολογικό.
Και τα δυο περιοδικά ήταν μηνιαία.
ΕΝΑΛΛΑΞ
ΘΕΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΓΕΦΥΡΑ
«Λύρα του Πόντου,
Ποιητές ποντιακής καταγωγής»
Επιχειρώντας μια γρήγορη περιήγηση στο πεντακοσιοσέλιδο πόνημα δεκάχρονης επίπονης ανθολογικής ενασχόλησης των Νίκου Γρηγοριάδη και Χρήστου Τουμανίδη το οποίο οι δύο συνεργάτες του έργου χαρακτηρίζουν στον πρόλογό τους ως μια «ιδιότυπη Ανθολογία (στην οποία) περιλαμβάνονται ποιητές που ανήκουν σε διαφορετικές γενιές και τάσεις» και είναι «ποιητές ποντιακής καταγωγής που γράφουν μόνο ή κυρίως (...) στην κοινή νεοελληνική» - θα σταθούμε σε ορισμένα καίρια σημεία του συγγράμματος, τα οποία ξεκινούν με το προλογικό και το εισαγωγικό μέρος και ολοκληρώνονται με το επιλεγμένο ποιητικό έργο ορισμένων εκ των σαράντα δύο δ ημιουργών.
Αναφορικά, λοιπόν, με την επιλογή των συγκεκριμένων ποιημάτων της «Λύρας του Πόντου» οι ανθολόγοι διευκρινίζουν πως ναι μεν στο κάλεσμά τους ανταποκρίθηκαν πολύ περισσότεροι ποιητές, οι οποίοι δυστυχώς όμως δεν κάλυπταν τα ποιοτικά και ποσοτικά κριτήρια που είχαν εξ αρχής θέσει και έτσι δεν έγινε αποδεκτό το έργο τους. Ως τέτοια κριτήρια κατά κανόνα - πλην των εξαιρέσεων κατά των οποίων διαφαινόταν μια «προοιωνιζόμενη αξιόλογη (ποιητική) εξέλιξη» - ήταν: η «ποιητική όραση της ζωής και η αίσθηση της ποιητικής γλώσσας» εκ μέρους των ανθολογούμενων ποιητών.
Περνώντας τώρα στο εισαγωγικό σχόλιο της συλλογής, το διατυπωμένο από τον Πανεπιστημιακό Κο Κ. Μητσάκη, θα σταθούμε αφ' ενός στην αναφορά του για το συγκεκριμένο έργο, το οποίο διατείνεται πως έχει γίνει «με πολλή προσοχή και πρόδηλο μεράκι από το Νίκο Γρηγοριάδη και το Χρήστο Τουμανίδη» και αφ' ετέρου σε αναφορές σταθμούς για το έργο ορισμένων εκ των ανθολογημένων ποιητών και την ποίησή τους.
Έτσι, λοιπόν, μας λέει πως: η «ποίηση του Άρη Αλεξάνδρου είναι εμπνευσμένη από τα πέτρινα χρόνια του εμφυλίου και την πικρή μεταπολεμική περίοδο», του Κωνσταντινοπολίτη Τάκη Δόξα εμποτισμένα με «έναν αέρα κοσμοπολιτισμού», του Λευτέρη Παπαδόπουλου διαποτισμένα από «μια ευγένεια και μια απέραντη συμπόνια για τον ταπεινό άνθρωπο του μόχθου», ενώ του Χρήστου Σαμουηλίδη «είναι πολύ ωραία ποιήματα, εμπνευσμένα είτε από την αρχαιότητα είτε από την πόλη των νεανικών του χρόνων, τη Σαλονίκη», ενώ συνάμα το «Northern Spiritual» του Τέου Σαλαπασίδη, το θεωρεί ως «ένα από τα ωραιότερα ερωτικά ποιήματα που έχουν γραφτεί στην ελληνική γλώσσα». Ακολούθως, «Το πορτραίτο της μάνας μου» του Χρήστου Τουμανίδη ως ένα «σκληρό και γεμάτο καημό ποίημα».
Παίρνοντας τώρα τη σκυτάλη από τον κύριο Μητσάκη, θα αχνοβαδίσουμε στον ποιητικό κορμό της «Λύρας του Πόντου», στεκόμενοι για λίγο σε καίρια - κατά τη γνώμη μας - σημεία της συλλογής, μεταγράφοντας κάποια ποιητικά αποσπάσματα και κάνοντας ορισμένες διαπιστώσεις, επί των παρουσιαζόμενων ποιητικών (της ανθολογίας) μερών, κάνοντας μια πρώτη στάση στις ποιητικές δημιουργίες του ψυχίατρου Ε.Γ. Ασλανίδη, ο οποίος μέσα από τους στίχους του καταγράφει με αδρό, αισθησιακό τρόπο τον άφαντο και ασίγαστο πόνο της ξεριζωμένης προσφυγιάς της αείφωτης ελληνικής - του πολιτισμού -Ανατολής, από την οποία «Φυσάει άνεμος τους σπόρους / (και) Η Ιστορία των Ελλήνων / Σπέρνει / Προσφυγικούς συνοικισμούς» και « Η νίκη ίπταται ακέφαλη / βαριά από τη μάνα της - το μάρμαρο - / και άπτερος», κάπου εκεί στην «Άγνωστη πατρίδα» την οποία με πολλή τρυφερότητα και αγάπη αναζητά και η ευαίσθητη ψυχή της Ελένης Ζαχαριάδου προσδοκώντας : «Στις μουσικές / στις μυρωδιές /εκείνης της πατρίδας, / που δεν την γνώρισα ποτέ μου , / εκεί που με καλεί / μέσα στον ύπνο μου / να πάω να συναντήσω, / νιώθοντας μόνο μηνύματα / μιας πεθαμένης μάνας / να της τιμήσω τ' όνειρο/ κι εκείνα π' άφησε/ ξέχωρα από τ' άλλα / να της τα φέρω / γιατί τα περιμένει, / αφού δεν μπόρεσε / όσο ζούσε / ποτέ να τ' αποκτήσει .....», ζώντας πλέον μακριά από τη θαλπωρή της γλυκιάς πατρίδας του Πόντου που μαζί με την Ιωνία και την Αιολία γη:
«Έρχονται (καταπώς μας λέγει ο Βενιζέλος Χριστοφορίδης ) λουσμένες σ' ένα φως σκληρό / στο αίμα εκείνων που απόμειναν / στα ικριώματα της Ιστορίας / με το δάχτυλο υψωμένο στην Προδοσία».
Έρχονται, λοιπόν, ματωμένες και σκληρά λαβωμένες αυτές οι πατρίδες « Και συ, (μας λέγει στη συνέχεια) των ακριτών ο δισέγγονος / μέσα σε τούτα τα γυμνά τοπία / - του τραγουδιού καταφύγια - / που κρίνοι μόνο ομορφαίνουν κι ασφοδίλια / με το στίχο μετράς την αδικία / με το σφυρί τις λέξεις καρφώνεις / στα πέτρινα στήθη του καλοκαιριού / (για) να υπάρχεις, να υπάρχεις / ανύπαρχτος» κατά την «Επιστροφή από το Μέτωπο» της απόγνωσης του Θεόκλητου Καρυπίδη « Κρατώντας / στις ωμοπλάτες / το δεκανίκι (σου) (που μ' αυτό) τριγύριζες στη σιωπή / της παγερής νύχτας / (όπου σε) ξεγελούσε / το πράσινο τ' ουρανού / με (τ' ανυπόταχτο) κοπάδι των άστρων», κεντώντας μαζί με το Γιώργο Καραντώνη: «ζητιάνους στίχους / (που) συναντιούνται / ξανά και ξανά / στις γωνιές της λεωφόρου / (κι) επαιτούν / φθαρμένες αναμνήσεις /(κι) απαιτούν / μπαλωμένα οράματα ».
Οράματα που γαλούχησαν, μάγεψαν και και ηλιοπότισαν γενιές και γενιές Ελλήνων, μα δυστυχώς πολλάκις τα στραγγάλισαν δικοί και ξένοι για να φέρουν και πάλι πολύ δάκρυ, πολύ πόνο, πολύ θρήνο και θάνατο. Έτσι, κι «Απόψε το φεγγάρι / (μας λέγει ο Θεόκλητος Καρυπίδης) δε λογάριασε τίποτα,/ (αλλά) κομμάτιασε τα αγκαθωτά σύρματα / κι ακούμπησε με την πλάτη στο κελί μας / (Εκεί) σταύρωσε τα πόδια όρθιο, / άναψε από το βαθύ σκοτάδι το τσιγάρο του / και ύψωσε τη γροθιά του / στον ουρανό / (κι) εμείς /κάθε βράδυ μανταλώνουμε / τη σιδερένια πόρτα μας / με τις ξεθωριασμένες φωτογραφίες / των ματιών μας». Μα για να μη «γίνεται η μέρα ενοχή / (και) το φως πολυτέλεια ασυγχώρητη (...) όσοι είναι να δουν ξανά τον ήλιο / πρέπει να εξαντλήσουν την έρημο» αγωνιζόμενοι μέχρις εσχάτων, όπως ευαγγελίζεται η εξόχως αγωνιστική και κοινιοκεντρική στο περιεχόμενό της ποίηση του Πρόδρομου Μάρκογλου, που στα εννιά του χρόνια μια γερμανική χειροβομβίδα του αφάνισε το αριστερό του χέρι κι έτσι έκτοτε: « Του κάρφωσαν το γάντζο στην καρδιά / και τον τραβούσαν», για να βγάλει στίχους μεστούς, τρυφερούς , ανθρώπινους και φωτοστατικούς.
Την ίδια θεματολογία με του Μάρκογλου έχει εν πολλοίς και η ποίηση του Φόρη Παροτίδη, που με πολλή πικρία για τα χαμένα όνειρα στο ποίημά του «Αφήσαμε ζωντανούς....» λέει χαρακτηριστικά: «Μας πήρε ο ύπνος όξω απ' την πόρτα του παραδείσου/ κι έγιναν στάχτη οι πάνοπλες φιλοδοξίες / και μόνη ανταμοιβή απόμειναν / οι περιπέτειες και τα τραγούδια μας.»
Ανάλογο θεματικό μοτίβο έχουν και τα περισσότερα από τα τραγούδια του Λευτέρη Παπαδόπουλου που έχουν ανθολογηθεί στη «Λύρα του Πόντου». Χωρίς αυτό να σημαίνει πως άλλα του δεν τα χαρακτηρίζει η τρυφερότητα, ο ερωτισμός, η παιδικότητα. Έτσι, ο Λευτέρης Παπαδόπουλος με την ποίησή του κατέγραψε την εποχή του, τη ζωή των λαϊκών ανθρώπων, τα πάθια και τους αγώνες τους, δίνοντας από τη μια το σκληρό πρόσωπο της χαμοζωής και από την άλλη την ομορφάδα της ίδιας της ζωής που τρέχει, φεύγει και χάνεται κόρη λυγερή, ανοιξιάτικη , ανυπόταχτη. Αυτή τη ζωή με πολλή νοσταλγία γνωρίζουμε μέσα από την ποίηση του Λ. Παπαδόπουλου τη γεμάτη ελληνικότητα, δυναμισμό και αγωνιστικότητα, θλίψη και νοσταλγία.
Σε εντελώς διαφορετικές φόρμες, θεματολογία και ύφος είναι η ποίηση της εικοσιδυάχρονης σήμερα Εύης Μπούκλη με τις πολύ δροσερές και τολμηρές ποιητικές εικόνες που βλέπει «έναν ήλιο (να) ρουφάει χρυσόσκονη απ' τη μύτη» και αναρωτιέται με αυθορμητισμό και ζωντάνια: «Πόσα φεγγάρια (να ) κλωνοποιήσαμε απόψε / με τα πανσέληνά μας».
Στο γρήγορο αυτό πέρασμα μέσα από τον ποιητικό κορμό της «Λύρας του Πόντου» θα σταθούμε και λίγο «στο γελωτοποιό της Ρωμιοσύνης», το Χάρυ Κλιν, με τους μονόλεξους ή πολύλεξους στίχους του, που αιωρείται ανάλαφρα «με τον απόηχο των λόγων» του και κλυδωνίζεται πάνω από μνήμες ταξιδιών και «λαβύρινθους χρωμάτων» , αλλά και στη Λεία Χατζοπούλου - Καραβία με την πεζόμορφη ποίησή της, αλλά και εξόχως χτενισμένη και - λεκτικά - απολεπισμένη πιστή στο δρόμο της αναζήτησης της μαγείας του λόγου και των πραγμάτων, ως «Μ' απλωτά τα πανιά (της) / - καράβι - / (που) στ' ανοιχτά (του πελάου προσδοκά) να χαθεί....». Ένα καράβι που για τον αείμνηστο Κωστή Μοσχώφ κουβαλά επί «Τρεις χιλιάδες χρόνια το ίδιο εμπόρευμα», τον πολιτισμό τον ελληνικό, μα που πολλούς κατατρεγμένους υπέστη στο διάβα του και αίμα πολύ - ποτάμι - εξέρρευσε, όπως όταν - μας λέει η Δέσποινα Πολυχρονίδου: « Η Ρωμανία πάρθεν ..!!!/ έτη οκτώ μετά της Πόλης άλωση / (κι) εστέναξε η Τραπεζούς / ανθισταμένη / για αθανασία των αγαλμάτων / και των Ναών και των θεάτρων / Σταδίων και Ακαδημιών / της Πνύκας και του Δήμου / της Ιερής Ακρόπολης - / Για δόξα Λόγου Μέτρου και Σοφίας».
Κλείνοντας, θα σταθούμε για λίγο σε δυο Χαλκιδοποτισμένους ποιητές της Ανθολογίας: το Χρήστο Τουμανίδη με την έντεχνη, βελούδινη σιωπή των στίχων του, των ζυμωμένων με τη μαγιά της σοφίας των προβληματισμών και των αναζητήσεών του από τη μια και την «οδυνηρή λευκότητα του μαύρου» της ζωής της λουσμένης από τη χρυσόφωτη « αντίστιξη των άστρων» από την άλλη, καθώς και στην πυκνή νοηματικά και ερμητικά κλειστή ποίηση του Γιώργου Κακουλίδη, ο οποίος εναγωνίως αναζητά «Το άστρο των νερών των ταραγμένων» στα μυστήρια παλάτια του αφέντη της Χαλκίδας του ατίθασου και ανυπόταχτου νεροθεού της νιότης Εύριπου, μεταγράφοντας εδώ ένα απόσπασμα από «Το άστρο των νερών των ταραγμένων» του Γιώργου Κακουλίδη και τη «Χαλκίδα 1985» του Χρ. Τουμανίδη:
Ι. «Όλα περνούν κι η νύχτα καταπίνει / το φως στην τρομερή της δίνη / αγγίζοντας των Χριστουγέννων/ το άστρο των νερών των ταραγμένων / που πλέει λάμποντας στο κύμα / κι από τη φυλακή μου στέλνει σήμα / με ψίθυρο μικρό στην κάμαρά μου/ για να καώ πως ήρθε η σειρά μου».
ΙΙ. «Βραδιάζει αργά και η θάλασσα σκουραίνει /Κάτι αρχαίες συλλαβές ο αγέρας μουρμουρίζει / «...Χαλκίδα πόλιν εμάν προλιπούσα...» / Βραδιάζει. / Μπαίνουν τα όρια τα φοβερά της Νύχτας. / Τα σπίτια σκύψαν στα νερά να δούνε την ψυχή τους./. (...) Βράδιασε άλλη μια φορά στη διχασμένη πόλη / Τα ψέματα τραβούν ξανά προς τους ανθρώπους».
Κ. Μπαϊρακτάρης
ΑΝΑΔΥΟΜΕΝΟΙ ΘΕΟΙ
ΑΠΟ ΤΑ ΕΥΒΟΙΚΑ ΤΟΥ ΤΑΣΟΥ ΖΑΠΠΑ Η Ελλάδα δικαιολογημένα έχει χαρακτηριστεί μητέρα των τεχνών και των καλλιτεχνικών αριστουργημάτων. Δεν θ’ αποτελούσε υπερβολή αν υποστηριζόταν ότι καμιά άλλη χώρα δεν ανάδειξε τον πλούτο των θαυμαστών γλυπτών και αρχιτεκτονημάτων που οι Έλληνες καλλιτέχνες, τιμώντας τους θεούς τους, έπλασαν και έστησαν σε κάθε γωνιά τους, τ’ αγάλματα και τους ναούς τους μέσα στη ροή των αιώνων. Καθημερινά συνεχίζονται να έρχονται στο φώς, από τις κάθε φορά διενεργούμενες ανασκαφές, αρχαιολογικοί θησαυροί ανεκτίμητης αξίας. Οι σχετικά πρόσφατοι θησαυροί της Βεργίνας, του Δίου κ.α. αποτελούν μια πρόσθετη εύγλωττη μαρτυρία. Ο ανεξάντλητος αυτός καλλιτεχνικός πλούτος της ελληνικής γής, σκορπίστηκε, με τη διαπαγή κατά τους ρωμαϊκούς προ πάντων χρόνους, και κατέκλυσε, σε πλήθος χώρες, τ’ αρχαιολογικά τους μουσεία. Συμβαίνει να με γοητεύει και να με συγκινεί βαθιά το παρελθόν• ό,τι αποτελεί ιστορία, όταν μάλιστα αυτή είναι συνυφασμένη με την τέχνη, το πνεύμα και τα υπόλοιπα της αρχαίας ή νεότερης ζωής των ανθρώπων που διάβηκαν. Έμεινα ώρες ολάκερες να σεργιανάω μέσα σε, ξένα προ πάντων, αρχαιολογικά μουσεία και πινακοθήκες και ν’ απολησμονιέμαι θαυμάζοντας κατορθώματα του νου και της καρδιάς, έργα τέχνης, αγάλματα, πίνακες ζωγραφικής ή τεκμήρια του ανθρώπινου βίου, μέσα σε λαογραφικές συλλογές, στοχαζόμενος τα περασμένα.
Από την ηπειρωτική Ελλάδα, κι από τα νησιά, από κάθε περιοχή του αρχαίου ελληνικού κόσμου μας είναι γνωστή η λεηλασία των πόλεων, των ναών, των θεάτρων και άλλων καλλιτεχνικών μνημείων από τους Ρωμαίους, μα και κατοπινά, ως την Τουρκοκρατία. Τα γλυπτά του Παρθενώνα , τα Ελγίνεια όπως τα είπανε, και άλλα, δεν είναι μοναδική περίπτωση. Κατά την Ρωμαϊκή περίοδο η αδίσταχτη λαφυραγώγηση των ελληνικών πόλεων και ο αφανισμός των αρχαίων καλλιτεχνημάτων γνώρισε την πιο επαίσχυντη ακμή. Ο Πλούταρχος (ΧΧ-xxv-xxxii-xxxiv) που ο Εμίλ Λούντβιχ1 τον θεωρεί έναν από τους μεγαλύτερους παιδαγωγούς της ανθρωπότητας, περιγράφοντας τον πόλεμο των Ρωμαίων κατά των Μακεδόνων και την ήττα του βασιλιά Περσέα το 168 π.Χ στην Πύδνα από τον Ρωμαίο στρατηγό Αιμίλιο Παύλο, μας δίνει μια παραστατική και θα ‘λεγα συναρπαστική εικόνα του αρχαιολογικού πλούτου και του χρυσαφιού του Μακεδονικού Βασίλειου που κούρσεψε και τον κουβάλησε στη Ρώμη. «Η πρώτη μέρα (της θριαμβευτικής πομπής) μόλις έφτασε για θεαματική επίδειξη των λαφυραγωγημένων αγαλμάτων, εικόνων και κολοσσών που τα περιφέρανε πάνω σε διακόσια πενήντα αμάξια. Την επομένη πέρασαν σε πομπή μέσα σε πολλά αμάξια τα ωραιότερα και πολυτελέστερα μακεδονικά όπλα που αστραφτοκοπούσαν όλα.... Ξοπίσω από τις άμαξες με τα όπλα, ακολουθούσαν τρείς χιλιάδες άντρες κουβαλώντας ασημένιο νόμισμα μέσα σε εφτακόσια πενήντα δοχεία τριτάλαντα». Και ακολουθεί από τον αρχαίο συγγραφέα η περιγραφή του ασύλληπτου αριθμού χρυσών και αργυρών νομισμάτων, που κουβάλησε ο Ρωμαίος στρατηγός.
Όμως θα χρειαζόνταν ν' ασχοληθεί κανείς πολύ για ν' απαριθμήσει τις δηώσεις και ν' αναφέρει την καταλήστεψη των αρχαιολογικών θησαυρών που φυγαδεύτηκαν στη Ρώμη από το Σύλλα, το Μόμμιο, τον Αιμίλιο Παύλο και άλλους, για να μνημονέψουμε τους πιο σημαντικούς. Από κάθε ηπειρωτική γωνιά και από τα νησιά μας, βαριά στάθηκε η λεηλασία των έργων τέχνης. Κι άλλοι από τους θησαυρούς αυτούς φτάσανε στη Ρώμη, ενώ άλλοι χάθηκαν σε ναυάγια «στην πιο όμορφη απ' όλες τις θάλασσες» κατά την μεταφορά τους. Από τα πιο ονομαστά απ' αυτά μένει το ναυάγιο και η ανέλκυση των αρχαιολογικών θησαυρών των Αντικυθήρων. Δεν πρόκειται ν' ασχοληθώ μ' αυτά. Πρόθεσή μου είναι ν' αναφερθώ στους αρχαιολογικούς θησαυρούς ειδικά του Ε υ β ο ϊ κ ο ύ κόλπου και συγκεκριμένα του Αρτεμίσιου, του Μαραθώνα και των Ωρεών. Στοργική η ευβοϊκή θάλασσα φύλαξε στα σπλάχνα της απείραχτα κι αναλλοίωτα τα χ ά λ κ ι ν α γλυπτά ευρήματα, παρα τους αιώνες που διάβηκαν. Οι ειδικοί επιστήμονες, δικοί μας και ξένοι, ερεύνησαν πλατιά τη μορφή, την τέχνη, την εποχή και έκαναν την αποτίμηση της σπουδαιότητας των ευρημάτων. Οι εξειδικευμένες αυτές μελέτες δημοσιεύτηκαν κυρίως σε αρχαιολογικά δελτία και ειδικά περιοδικά. Έτσι όμως, το πλατύτερο κοινό, ιδιαίτερα της Εύβοιας που ενδιαφέρει εδώ, είναι πολύ πιθανό να μην έχει αρκετά ενημερωθεί για τους θησαυρούς αυτούς. Γι' αυτό θα προσπαθήσουμε να δώσουμε κάποια χρήσιμα στοιχεία - και εικόνες - που να πληροφορούν σε ποιες μεριές, πότε και από ποιους ανακαλύφθηκαν και ανελκύστηκαν τα γλυπτά αυτά, κάτου από ποιες συνθήκες, σε ποια εποχή πλάστηκαν, από πού προέρχονταν, ποια η καλλιτεχνική τους σπουδαιότητα. Νομίζουμε ότι, για την ιστορία, αξίζει το θέμα ν' απασχολήσει τούτες τις σελίδες.
Α' ΕΥΡΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΑΡΤΕΜΙΣΙΟΥ
α. Άγαλμα Ποσειδώνα ή Δία
Στις 12 Νοεμβρίου 1945 που έτυχε να βρεθώ στο μαγαζί του Κοσμά Λαζόπουλου, στην πλατεία της Ιστιαίας, ο ξηροχωρίτης δασοκτήμονας Κώστας Κοτζάμπασης, μου είχε διηγηθεί που, πως και κάτου από ποιες συνθήκες βρέθηκε και ανελκύστηκε στην περιοχή του Αρτεμισίου το περίφημο χαλκό άγαλμα του Ποσειδώνα.
«Ανάμεσα στο Π ε υ κ ί και το Ο χ υ ρ ό - διηγείται ο Κοτζάμπασης - υπάρχει μια αμμουδερή έκταση, μια γλώσσα, που εκτείνεται μες στη θάλασσα. Η τοποθεσία αυτή ονομάζεται από τους ξηροχωρίτες και τους γύρω κατοίκους «Βουλίκι»2.
Κάποια μέρα σ'αυτή τη μεριά, πρίν από αρκετά χρόνια, δούλευε μια ανεμότρατα, δεν μου είπε όνομα, σέρνοντας την τράτα της. Ο καπετάνιος της, ένας ανεμοτρατάρης από τη Σκιάθο, ήξερε πως στο μέρος εκείνο ο βυθός ήταν στρωτός και δεν είχε κ ο λ λ η σ ι έ ς, επομένως μπορούσε εκεί ξένοιαστα να καλάρει την τράτα του. Γι' αυτό παραξενεύτηκε που κόλλησαν μια - δυό φορές τα δίχτυα του και μάλιστα πάθανε ζημιά. Μιαν άλλη μέρα ψαρεύοντας στην ίδια μεριά ξανακόλλησαν τα δίχτυα. Τα τράβηξε με το ζόρι και τ' ανέσυρε. Ερχόνταν όμως κάπως βαριά απάνου. Αυτή τη φορά μές στο σάκκο της τράτας βρέθηκε ένα χέρι από μπρούτζινο άγαλμα. Ο ανεμοτρατάρης φαίνεται να σκέφτηκε πως το πράμα είχε ψωμί. Κοίταξε αμέσως να βάνει τα νοητά σημάδια του στις τριγύρω στεριές, δίχως να πεί τίποτα να πονηρευτούνε οι συντρόφοι του.
Ύστερα από 2-3 μέρες πήγε στο Τρίκερι και βρήκε τον Καπετάν Νικόλα - δε συγκρατώ το επώνυμο -που είχε καΐκι βουτηχτάδικο, του μίλησε για το χέρι που έπιασε η τράτα του και τον κάλεσε να συνεργαστούν και με βουτηχτάδες της εμπιστοσύνης του, να πάνε μαζί και τα δυό καΐκια (σφουγγαράδικο και ανεμότρατα) να ψάξουνε να βρούνε το άγαλμα, απ' όπου είχε κοπεί το χέρι. Τα φκιάξανε κι ένα πρωί πλεύσανε στο μέρος, όπου σύμφωνα με τα σημάδια που είχε βάλει στις στεριές, είχανε πιάσει στο δίχτυ το χέρι. Ρίξανε τους βουτηχτάδες να ψάξουνε το βυθό, καμιά εικοσιπενταριά οργιές βάθος. Ψάχνοντας κανά δυό μέρες πέρα - δώθε, πέσανε στερνά πάνω στον τόπο. Εκεί, καθώς μολόγησε ο βουτηχτής, βρισκόταν το κουφάρι ενός αρχαίου πλοίου, τόσο σαπισμένο, που μόλις το άγγιζε, διαλυόταν. Στο κουφάρι αυτό βρέθηκαν, όχι μόνο το μεγάλο, αλλά και άλλα αγάλματα. Απ' αυτά, τα δυό τα δέσανε καλά και μπορέσανε σιγά - σιγά να τα ανεβάσουνε στο καΐκι. Το μεγάλο όμως άγαλμα απ' όπου είχε κοπεί το χέρι, δε μπορούσανε να το ανεβάσουνε γιατί ήταν πολύ βαρύ και τους κοβόνταν τα σχοινιά. Τα καΐκια τους ήταν μικρά και δεν δύνονταν να το ανεβάσουν, γι' αυτό συνεννοήθηκαν κι ήρθε μεγαλύτερο καΐκι, ένα ιταλικό και το σήκωσε.
Ένας με τ' όνομα Γουνελάκης, φαίνεται πως έκανε συνεννοήσεις με την Αθήνα και ήρθε το ιταλικό πλοίο να το σηκώσει και να το πάρει για την Ιταλία, με τη συμφωνία να μοιραστούνε το διάφορο. Δεν πρόκανε όμως να γίνει αυτό, γιατί στο μεταξύ, κάποιοι κάτοικοι από το Κ ο ρ μ π ά τ σ ι (Αρτεμίσιο) βρήκανε λίγο παράξενες και κάπως ύποπτες αυτές τις καθημερινές δουλειές πέρα -δώθε του ιταλικού και του ελληνικού καϊκιού . Αναφέρανε τις υποψίες τους στον πρόεδρο της Κοινότητας Μ π ρ α ϊ μ ά κ η, ο οποίος ειδοποίησε αμέσως την αστυνομική αρχή. Ο αστυνόμος με τα όργανά του μπήκανε σε βάρκα, κρυφτήκανε κάτου να μη φαίνονται, παρά μόνον ο βαρκάρης. Σαν φτάσανε στα καΐκια , σηκωθήκανε απάνου και προτείνανε τα όπλα τους από φόβο μη βρούνε αντίσταση. Τα ευρήματα ήταν στο κατάστρωμα του ενός καϊκιού έτοιμα για φευγάτισμα στο εξωτερικό. Τα πήρε η αστυνομία και τα ακούμπησε στην πλατεία της Ιστιαίας ώσπου ήρθαν ειδοποιημένοι αρχαιολόγοι και τα φόρτωσαν για την Αθήνα.
Αυτές στάθηκαν οι πληροφορίες που μου δόθηκαν από τον ιδιώτη Κοτζάμπαση στην Ιστιαία και που ίσως να μην απέχουν από την πραγματικότητα.
Καταπληκτική στάθηκε η εντύπωση και η συγκίνηση που προκάλεσε στους αρχαιολόγους το χάλκινο αριστούργημα του Αρτεμίσιου. Ο Έφορος Αρχαιοτήτων τότε Χρ. Ι. Καρούζος - μετέπειτα ακαδημαϊκός - θα γράψει σχετικά:
«Κάποια εξαιρετικώς ευτυχής συγκυρία έφερε τον Απρίλιο του 1926 τα δίκτυα Σκιαθιτών αλιέων, ενώ εσάρωναν τον βυθόν της παρά το Αρτεμίσιον της Ευβοίας θαλάσσης, να εμπλακούν εις ένα χάλκινον άγαλμα από αιώνων κατακρημνισθέν εκεί τόσον στέρεα, ώστε δεν ημπόρεσαν να επανέλθουν εις την επιφάνειαν, παρά συναποφέρονται εν τουλάχιστον τεκμήριον του θησαυρού που ευρίσκετο εκεί κάτω: απέσπασαν βιαίως τον αριστερόν βραχίονα του αγάλματος αυτού, ο οποίος μετεφέρθη από τους ανθρώπους εις την Σκιάθον. Η Αρχαιολογική υπηρεσία επενέβη δια να σώση το ευρεθέν και να ερευνήσει προς ανεύρεσιν και του υπολοίπου αγάλματος, υπεχώρησεν όμως πρό της πληροφορίας των αρμοδίων ναυτικών αρχών ότι έρευνα μακρά τις τόσον μέγα βάθος (πλέον των 25 οργιών) απεκλείετο απολύτως. Τους ιδιώτας εν τούτοις εθέρμανεν η ελπίς του κέρδους περισσότερον παρά τας υπερβολικά νηφαλίους δημοσίας αρχάς και τους έκαμε περισσότερον αποφασιστικούς: εσχημάτισαν επιχειρηματικήν εταιρείαν, εξηρεύνησαν αυτοί τον βυθόν με δύτας ριψοκινδύνους.... Και δεν εβράδυναν να επιτύχουν κατά τα τέλη του Σεπτεμβρίου του 1928 την ανακάλυψιν και του υπολοίπου αγάλματος (το οποίον) υπήρξε ακόμη αφορμή να εξέλθουν ολίγον αργότερον εις το φώς και άλλα έργα τέχνης, κοντινοί ή μακρινοί συγγενείς του πρώτου, κατακρημνισθέντα μαζί του εκεί κάτω: ένας νέος και ένας ίππος, χάλκινοι και αυτοί. Είναι ευνόητον ότι η χαρά μας δια το γεγονός δεν έχει όρια»3.
Τα ευρήματα μεταφερθήκανε στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο της Αθήνας όπου άρχισε η εργασία του καθαρισμού και της συμπλήρωσης.
Σε έκθεση του επίσης Εφόρου αρχαιοτήτων Ν. Μπέρτου4 - που μαζί με τον Χρ. Καρούζο, είχαν ειδικά επιφορτιστεί με τον χειρισμό των ευρημάτων Αρτεμίσιου - αναφέρεται ότι «πρόκειται περί μεγάλου υπερφυσικού μεγέθους (2.02 μ.) αγάλματος εκ μπρούτζου το οποίον παριστάνει όρθιο «γενειώντα άνδρα», περιγράφει τη στάση του σώματος, το οποίον «ήτο κεκαλυμμένον με θαλάσσια κοχύλια κατά την ανέλκυσιν και εχρειάσθη σύντομος εργασία δια να απαλλαγή αυτών. Τότε εφάνη η υπέροχος τέχνη αυτού και μάλιστα της κεφαλής». Σημειώνει ακόμα ότι σχεδόν καμιά πραγματική βλάβη δεν έχει υποστεί «το καλλιτέχνημα κατά την επί τόσους αιώνας εντός της θαλάσσης αφανή ζωήν του..... Εξαιρετικής διατηρήσεως και εργασίας είναι η προς τα αριστερά στρεφομένη κεφαλή με την πλουσίαν γενειάδα και την επιμελώς διατεθειμένην κόμην. Η αυτή τελειότης εργασίας και μεγαλειώδης απόδοσις των μορφών παρατηρείται εις ολόκληρον το σώμα του θαυμασίου αγάλματος το οποίον, δια τούτο, δύναται να θεωρηθεί το ω ρ α ι ό τ ε ρ ο ν - εγώ υπογραμμίζω - μπρούτζινον έργον, το διασωθέν ημίν εκ της αρχαιότητος των περί το 460 χρόνων της κλασικής τέχνης, αποτελεί δε μ ο ν α δ ι κ ό ν - υπογράμμιση δική μου - απόκτημα του Εθνικού Μουσείου».
Έτσι σώθηκε μες από τη μοναξιά του βυθού αυτό το πραγματικά μεγαλειώδες χάλκινο άγαλμα του Ποσειδώνα, που στοργικά φύλαγε στον κόρφο της η βαθύστερνη θάλασσα του Αρτεμισίου5 χωρίς καμιά καταλυτική επίδραση απάνου του. Σίγουρα θα είχανε ριζώσει στο κορμί του θαλασσινού θεού στρείδια, μύδια, τσουλούφες και άλλα, μα δεν του κάνανε ζημιά.
Το αριστουργηματικό αυτό έργο της αρχαίας χαλκοπλαστικής τέχνης - που μαζί με τον Ηνίοχο των Δελφών, αποτελούν τα ωραιότερα χαλκά γλυπτά τα οποία κατέχει η Ελλάδα - κυριαρχεί μέσα στο χώρο του Εθνικού Αρχαιολογικού μας Μουσείου. Πώς να μην την χαρακτηρίσω θεοκατοίκητη την ευβοϊκή θάλασσα, απ' όπου αναδόθηκε στην εγκόσμια φωτόχαρη ζωή ο χάλκινος θεός;
Ο Καρούζος, εκείνος ο διαπρεπής αρχαιολόγος, στη μελέτη του για το άγαλμα του Αρτεμίσιου, δίνει λεπτομερειακά τις διαστάσεις και τα χαρακτηριστικά των μελών του, μελετάει τη μορφική του έκφραση, τις αναλογίες του σώματος, προσπαθεί να αποκαλύψει τι κρατούσε στα χέρια του ο Θεός, αναζητάει την εποχή, το καλλιτεχνικό εργαστήριο που έπλασε το άγαλμα · διερευνάει από κάθε πλευρά το αντικείμενο και καταλήγει στη γνώμη ότι ο αναδυθείς θεός κρατούσε στο χέρι του τρίαινα και είναι επομένως Ποσειδώνας και όχι Δίας, όπως υποστήριξαν άλλοι.
Έκτοτε το αριστούργημα αυτό της θεογεννήτρας ευβοϊκής θάλασσας, έτσι ως Ποσειδώνας είναι γνωστό.
Τάχα από την έμπνευση και τα χέρια ποιανού αρχαίου Έλληνα γλύπτη πλάστηκε αυτός ο ενάλιος θεός, με τα καλοχτενισμένα μαλλιά της κεφαλής και της γενειάδας του; Ποιος έβαλε την τέχνη του για να στήσει μπρός μας καλλίγραμμο αυτό το γιομάτο ρώμη σώμα; Άγνωστος μένει ο πλάστης του. Ίσως να ταιριάζει εδώ αυτό που απαιτεί από τον καλλιτέχνη ο Σίλλερ: «Το έργο του να το ρίξει σιωπηλά μέσα στον απέραντο χρόνο»6.
β. Το άλογο και το παιδί
Η αρμόδια αρχαιολογική υπηρεσία, σκεφτόμενη ότι στο χώρο του ναυάγιου μπορεί να υπήρχαν και άλλα γλυπτά, έκλεισε συμφωνία με τον ίδιο πλοίαρχο του σπογγαλιευτικού Δημ. Δεληκωσταντή, που ανέλκυσε το άγαλμα του Ποσειδώνα, για να εξερευνήσει το βυθό. Επί ημέρες ανεβοκατέβαιναν με σκάφανδρο 4 δύτες σε βάθος πάνου από 40 μέτρα και σε βυθό λασπώδη - συχνά με θολούρα - που δυσκόλευε την εργασία, ψάχνοντας για τυχόν άλλα αρχαιολογικά έργα. Σε κάποια από τις καταδύσεις βρέθηκε πέτρινο σώμα που πιστεύτηκε ότι μπορεί να ήταν το άγαλμα της Προσηώας Αρτέμιδας, που είχε διαρπαγεί από το ναό της, βρισκόμενο στην τοποθεσία Άγιος Γεώργιος, κοντά στο χωριό Κορμπάτσι (Αρτεμίσιο). Ύστερα από την ανέλκυση διαπιστώθηκε ότι ήταν ο κάτω πέτρινος τροχός χερόμυλου! «Πέτρα μεγάλη ήτονε και πολλά επικραθήκασι όλοι (οι ψαράδες) για την πέτρα» για να θυμηθούμε μεταφρασμένο ψαράδικο μύθο του Αίσωπου.
Βρέθηκε κατόπι και η δεύτερη μυλόπετρα. Επίσης βρέθηκε μια οξυπύθμενη υδρία του νερού, πολλά άλλα πήλινα θραύσματα και ένας μολύβδινος σωλήνας. Με το χερόμυλο - τη μόκρα όπως λένε στην περιοχή των Στύρων - φαίνεται αλέθανε και εξασφαλίζανε την τροφή τους στο ταξίδι.
Η έρευνα τελικά στέφθηκε με επιτυχία όταν οι δύτες ανακαλύψανε, δέσανε και ανεβάσανε στο σκάφος το πρόσθιο μέρος χάλκινου αλόγου με το κεφάλι του και το αριστερό πισινό του πόδι. «Κρίμα στους κόπους μας, είπε ο καπετάνιος. Γι' αυτό λοιπόν το ψοφάλογο δουλέψαμε τόσες μέρες»!
Στο πευκί που αναγκάστηκαν να διακόψουν από τη φουρτούνα και ν' αράξουν, ο αρχαιολόγος Μπέρτος που επόπτευε την εργασία, καθάρισε το άλογο από τη λάσπη, που είχε μέσα στο κοίλωμά του, καθώς και από τα όστρακα, που ήταν κολλημένα απάνω. Κατά το καθάρισμα βρήκε και ελάχιστα ίχνη ολότελα σάπιου ξύλου. Όταν έφκιαξε ο καιρός και ξαναπιάσανε δουλειά, οι βουτηχτές ψάχνοντας για το υπόλοιπο τμήμα του αλόγου, ανακάλυψαν χάλκινο άγαλμα μικρού παιδιού - αναβάτη - γεμάτο όστρακα κι αυτό, που του λείπανε όμως το δεξί πόδι και ο δεξιός βραχίονας. Κάτου από το άγαλμα υπήρχανε βότσαλα. Ο βυθός στο μέρος αυτό είναι λασπερός και δε δικαιολογούνται βότσαλα. Η γνώμη του αρχαιολόγου είναι ότι το πλοίο που βυθίστηκε εκεί, είχε τ' αγάλματα πάνου στο έρμα (σαβούρα που αποτελούνταν από βότσαλα) στο κοίλωμα του σκάφους. Ότι επρόκειτο για ναυάγιο, προκύπτει και από το γεγονός ότι βρέθηκαν πολλά μολυβένια πλακίδια, με τα οποία ήταν επενδυμένα τα ύφαλα του πλοίου.
Άραγε από ποια περιοχή είχανε διαρπαγεί οι αρχαιολογικοί αυτοί θησαυροί και που κατευθύνονταν; Κατά τους αρχαιολόγους πρέπει να προέρχονταν από κάποιο ιερό της Βόρειας Εύβοιας - που αγνοούμε - ή από ιερό που θα βρισκόταν σε κάποια απ' τις αντικρινές ακροθαλασσιές της Θεσσαλίας. Δεν αποκλείεται όμως να προέρχονταν από σύληση που έγινε σε βορειότερα μέρη, στη Μακεδονία, το Δίο ή αλλού, και για να περνούσε το σκάφος από τον Ευβοϊκό, ασφαλώς θα κατευθυνόταν στην Ιταλία. Για την Κωνσταντινούπολη αποκλείεται να πήγαινε, γιατί θ' ακολουθούσε άλλη πορεία, κατά το βοριά. Για όλα αυτά τα γλυπτά, χρειάστηκε να γίνει στο Αρχαιολογικό Μουσείο μακρά και επίπονη εργασία από τους ειδικούς για το καθάρισμα και τη συμπλήρωσή της. Η σοβαρότερη όμως εργασία - καθαρή καλλιτεχνική δημιουργία - ήταν εκείνη που απαιτήθηκε να πραγματοποιηθεί για να κατασκευαστούν τα μέρη που έλειπαν, ώστε ν' αναπλαστεί και ολοκληρωθεί το έργο. Δε θ' ασχοληθώ εδώ - αναρμόδιος άλλωστε - με τα ζητήματα και τις απορίες που προκύπτουν ως προς τη σχέση αλόγου με το παιδί, και τις φανερές δυσαναλογίες ίππου και αναβάτη, ούτε σε ποια εποχή ανήκουν, και αν το παιδί αυτό αποτελούσε τον τζόκεϋ του αλόγου ή ήταν άσχετο με εκείνο. Τούτα είναι της αρμοδιότητας των ειδικών. Για το λόγο αυτό προσέφυγα στο μουσειακό καλλιτέχνη γλύπτη Νίκο Περαντινό, προϊστάμενο τότε των Τεχνικών Υπηρεσιών του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου, ο οποίος είχε αναλάβει την ανασυγκρότηση από αισθητικής και πλαστικής μορφής του έργου. Είναι φανερό ότι ο καλλιτέχνης αντιμετώπισε πολλά προβλήματα ως προς το μήκος του αλόγου, γιατί έλλειπαν μεγάλα τεμάχια από την κοιλιά και τη ράχη του που θα ένωναν το μπρός και το πίσω μέρος. Επίσης υπήρχε το πρόβλημα της κινήσεως του ίππου. Ο διακεκριμένος γλύπτης, που τον επισκέφθηκα στο ατελιέ του, για να έχω μιαν υπεύθυνη γνώμη πάνω στο λεπτό αυτό καλλιτεχνικό θέμα, που περιέγραψε από κάθε άποψη και ανάλυσε έτσι το όλο αντικείμενο:
«Αρχικά, από το διάσημο γερμανό αρχαιολόγο E. Buschor, χρονολογήθηκε ο ίππος ότι ανήκει στην εποχή του 5ου αιώνα π.Χ., γιατί η πλαστική μορφή του κεφαλιού θεωρήθηκε ότι είναι ίσως ένα δείγμα γλυπτικής σαν προάγγελος της ζωφόρου του Παρθενώνα. Ο αναβάτης όμως, το μικρό άγαλμα του παιδιού, που πιθανόν να ανήκε στον ίππο, θύμιζε χαρακτηριστικά πλαστικής μπαρόκ της ελληνιστικής εποχής. Ο αναβάτης είναι πολύ μικρός, οι διαστάσεις του σε σχέση με τον ίππο, και έτσι δημιουργήθηκε ζήτημα για την αρχική σχέση ίππου και αναβάτη. Ειπώθηκε ακόμα ότι μπορεί να προστέθηκε μεταγενέστερα, κατά την ελληνιστική εποχή, πάνω στον προϋπάρχοντα ίππο.
Πρίν από σαράντα περίπου χρόνια, ο τότε γλύπτης του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου Ανδρέας Παναγιωτάκης, είχε επιχειρήσει την αναστύλωση του ίππου, αλλά η μελέτη εκείνη παρουσίαζε σφάλματα, γι' αυτό και αποκλείσθηκε από του να παρθεί σαν βάση για μια μελλοντική ανασυγκρότηση του έργου.
Τα κύρια μειονεκτήματα ήσαν αφ' ενός η υπερβολική επιμήκυνση του σώματος του ίππου και αφ' ετέρου η υπέρ το δέον ανύψωση του τραχήλου του, σε τρόπο ώστε το στήσιμο έδινε την εντύπωση άλματος μάλλον παρά καλπασμό όπως τελικά αποδείχθηκε, όταν έγινε νέα ανασυγκρότηση και δόθηκε η σωστή κίνηση του ίππου.
Η ακριβής λοιπόν κίνηση, το μήκος του σώματος, η συμπλήρωση του μεσαίου τμήματος που έλειπε και που ένωνε το εμπρός με το πίσω μέρος του σώματος, το στήριγμα που υπήρχε στη μέση, στο σημείο ακριβώς που αντίστοιχα πάνω στη ράχη του ίππου καθόταν ο αναβάτης, καθώς και οι σχέσεις αναλογίας ίππου και αναβάτη, αποτελέσανε τα βασικά προβλήματα της νέας ανασυγκροτήσεως του ίππου που έγινε το 1970 - 1972.
Με τη συνεργασία μου με τον αρχαιολόγο Βασ. Γ. Καλλιπολίτη, τότε διευθυντή του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου και ύστερα από επισταμένη μελέτη με σχέδια σε κλίμακα και στις φυσικές διαστάσεις του ίππου, και με σπουδή της ανατομίας συγχρόνων ίππων, γιατί το άλογο του Αρτεμισίου ως προς τη ράτσα του, συγγενεύει με σημερινό αραβικό ίππο, είναι κέλης με ραδινό και μυώδες σώμα, τελικά βρέθηκε η σωστή κίνηση και η αναλογία του σώματος. Τα μέρη του έλλειπαν στο σημείο της κοιλίας και μέρους του δεξιού γοφού, το αριστερό πόδι από το πέλμα μέχρι τη μέση της κνήμης, καθώς και ολόκληρη η ουρά συμπληρώθηκαν στην ανατομική τους μορφή με υλικό εποξυνικής ρητίνης τύπου «αραλδίτε σιδά», αναμιγμένης με σκόνη από στόκο και με επάλειψη στην επιφάνεια σε χρώμα χαλκού, όπως και του αγάλματος. Η τεχνική εργασία στηρίξεως με σιδερένιο οπλισμό εσωτερικώς και η συγκόλληση των κομματιών έγιναν από τον αρχιτεχνίτη του Μουσείου Χρήστο Χατζηλιού.
Ως προς τη σχέση ίππου και αναβάτη, δεν υπάρχει τώρα καμιά αμφιβολία έπειτα από τη σχετική μελέτη για το πλαστικό ύφος του δημιουργού γλύπτη της όλης συνθέσεως.
Επίσης συνηγορεί και η ύπαρξη στη ράχη του ίππου μέρους του ρούχου, όμοιο σε απόδοση με τις πτυχές του χιτώνα του αναβάτη.
Το κύριο λοιπόν μνημείο είναι ο ίππος, ο δέ μικρός αναβάτης αποτελεί συμπληρωματικό τρόπο μορφής που πληροί το επάνω από την ράχη κενό του ίππου. Άλλωστε είναι φυσικό να υποτεθεί ότι κατά τις ιπποδρομίες ιππεύουν τ' άλογα μικρόσωμοι καβαλάρηδες για το απαιτούμενο ελαφρό βάρος. Ο δημιουργός γλύπτης, είχε το λόγο του, υφής καλλιτεχνικής για τη δυσαναλογία αυτή, δηλαδή την προσαρμογή της μορφής στη σύνθεση του μνημείου, παρά το γεγονός ότι παρ' όλο που οι διαστάσεις του αναβάτη είναι παιδιού 5 ετών, η μυϊκή ανάπτυξή του είναι 14-15 ετών.
Μια λεπτομέρεια ακόμη ίσως καταλήγει στο ίδιο χρονολογικό συμπέρασμα: Η εξέταση μιας μορφής Νίκης που υψώνει στα δύο χέρια της στέφανο και αναπαριστά σφράγισμα συνηθισμένο πάνω σε ευγενείς ίππους, κατά την αρχαιότητα, (παραδείγματα έχουμε πάνω σε αγγειογραφίες). Η μορφή της Νίκης είναι στο δεξί μηρό του ίππου χαραγμένη και δηλώνεται με περίγραμμα αποτελούμενο από ίχνος ένθετης από ασήμι στενής ταινίας, που τώρα εχάθηκε.
Προσφέρεται λοιπόν τώρα το έργο στην άνετη μελέτη, ως προς τη σύνθεση και τις πλαστικές λεπτομέρειες, ώστε είναι σκόπιμο να σημειωθούν μερικές παρατηρήσεις σχετικές με την τεχνοτροπία και την σύνθεσή του.
Η κεφαλή του ίππου μπορεί πραγματικά να παραβληθεί προς ανάγλυφες κυρίως παραστάσεις της κλασικής τέχνης. Η ομοιότητα αυτή υπέβαλε την αρχική χρονολογία του έργου στα μέσα του 5ου αιώνα π.Χ. Είναι γνωστό ότι μεγάλοι γλύπτες του αυστηρού ρυθμού είχαν επιδοθεί στην ακριβή παράσταση των ανατομικών λεπτομερειών του ίππου και άλλων ζώων.
Οι λεπτομέρειες λοιπόν της διάπλασης των μυών του ίππου, η μορφή των πτυχών του δέρματος και οι αρθρώσεις των σκελών, ιδίως η έντονη δήλωση των φλεβών, μας υποβάλλει να αναγνωρίσουμε στο γλυπτό τεχνοτροπία μεταγενέστερη ελληνιστικών χρόνων, δηλαδή περί τα μέσα του 2ου αιώνα π.Χ.
Το μνημείο ήταν ανατεθειμένο σε κάποιο σημαντικό ιερό, απ' όπου αφαιρέθηκε και κατά τη θαλάσσια μεταφορά του καταποντίστηκε το πλοίο που το μετέφερε, μαζί με το άγαλμα του Ποσειδώνα.
Επομένως για την ερμηνεία του έργου, πρώτιστη σημασία έχει το ζήτημα της αρχικής θέσεώς του και η αναζήτηση, κατά το βόρειο άκρο της Εύβοιας ή επί της θεσσαλικής ακτής του ιερού στο οποίο είχε αφιερωθεί αυτό και απ' όπου πιθανώς αφαιρέθηκε και το περίφημο χάλκινο άγαλμα του Ποσειδώνα».
Ύστερα από την πιο πάνω ανάλυση του γλύπτη Περαντινού, δε μένει αμφιβολία ότι τα δύο γλυπτά είναι στενά συνδεδεμένα μεταξύ τους και ότι το παιδί είναι ο αναβάτης του αλόγου.
1 Εμίλ Λούντβιχ: «Μεσόγειος, τα πεπρωμένα μιας θάλασσας», εκδ. «Προμηθέας», Αθήνα, 1954, σ. 12
2 Ισως το ακτωνύμιο Βουλίκι να χρωστιέται στην περίφημη ναυμαχία του Αρτεμισίου το 480 π.Χ. όπου βούλιαξαν τα περσικά σκάφη από τις 271 ελληνικές τριήρεις (και 9 πεντηκόντορα), που παρατάχτηκαν υπο την αρχηγία του Ευρυβιάδη. Στην ναυμαχία αυτή - καθώς και στην κατοπινή της Σαλαμίνας - μετείχανε - όπως είναι γνωστό - και 20 Χαλκιδικές τριήρεις, 7 της Ερέτριας και 2 των Στύρων (Ηρόδοτος VIII).
3 Αρχαιολογικόν Δελτίον του 1930-31, τ. 13, σ. 41 και έπ. 4 Αρχαιολογικόν Δελτίον του 1926, παράρτημα, σσ. 86-95
5 Η αρχαιολόγος Σέμνη Καρούζου γράφει: «Με μια θεϊκότητα μεγαλύτερης σύλληψης, φανταστικά
6 W. KRANZ: « Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής Λογοτεχνίας», μετάφραση Θρασύμβουλου Σταύρου, έκδ. Ι. Χιωτέλης, Αθήναι 1953, σ. 19 οραματική, υψώνεται ένα άλλο, το σημαντικότερο έργο της θάλασσας, ο Ποσειδών του Αρτεμισίου, έργο και αυτό κάποιου Πελοποννήσιου Χαλκοπλάστη (Εφημ. «Ελευθερία» 14-12-1957) |
Νομίσματα Ερέτριας
ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΣΕΛΙΔΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ Α Ρ Χ Α Ι Α Ε Ρ Ε Τ Ρ Ι Α
Του Γιάννη Τάσου Μαγκούτα
Νομίσματα
ΦΩΤΟ:ΕΥΒΟΙΚΑ ΝΟΜΙΣΜΑΤΑ
Στα πολύ παλιά χρόνια, οι εμπορικές συναλλαγές, μεταξύ
των ανθρώπων, γίνονταν με ανταλλαγή, είδος με είδος. Αργότερα όμως, στους
ιστορικούς χρόνους, όταν έγινε μεγαλύτερη η επέκταση του εμπορίου, η ανταλλαγή
μόνο με είδος ήταν, σχεδόν, αδύνατη. Έτσι επινοήθηκαν τα νομίσματα Βέβαια, η
κοπή νομισμάτων είχε σαν προϋπόθεση σταθερή οικονομία και αναπτυγμένο εμπόριο
και βιομηχανία. Να προστεθεί πως πολλά από τα νομίσματα είχαν σχεδιαστεί από
σπουδαίους καλλιτέχνες και ήσαν πραγματικά έργα τέχνης.
Η Ερέτρια, χάρη στη μεγάλη εμπορική και αποικιακή της
ανάπτυξη, έκοψε δικά της νομίσματα, για τις εμπορικές και οικονομικές της
ανάγκες, από τον 6ο π.Χ. αι. Εκτός από τους δικούς της δήμους και τις αποικίες
της, τα κυκλοφόρησε και σε όλη την Ελλάδα. Ακόμα και στην Αθήνα μέχρι την εποχή
του Σόλωνα (640-560 π.Χ.). Μέσα από τα νομίσματα τής Ερέτριας διαβάζουμε την
αρχαία της ιστορία και συμπληρώνουμε τις ελλιπείς μας γνώσεις για την πόλη.
Ενημερωνόμαστε για την οικονομική και καλλιτεχνική της ακμή, για τις εμπορικές
της σχέσεις, όπως και για τη σύσταση ή τη διάλυση τής ευβοϊκής ομοσπονδίας, του
"Κοινού των ευβοέων". Από τα νομίσματα, γράφει ο Επαμ. Βρανόπουλος
(ΙΣΤΟΡΤΑ ΤΗΣ ΕΥΒΟΙΑΣ, σελ.191), βεβαιωνόμαστε και για την ύπαρξη πόλεων της
Εύβοιας που, ακόμα, δεν γνωρίζουμε την ακριβή τους θέση και αναφέρει την Τάμυνα
(περιοχή Αλιβερίου), τη Δύστο, τη Γεραιστό, την Ωρία και την αθηναίικη αποικία
των Αθηνών Διάδων. Οι αρχαϊκές κοπές νομισμάτών της Ερέτριας -όπως και άλλων
ευβοϊκών πόλεων, ακόμα και της Αθήνας- ήσαν περιορισμένες και εξυπηρετούσαν,
μόνο, τις δικές της ανάγκες. Όμως, αρχαϊκά νομίσματα της πόλης σε μικρούς
‘’θησαυρούς’’ (σύνολο κρυμμένων χρημάτων) βρέθηκαν, εκτός από την Ερέτρια και
σε πολύ πιο μακρινές πόλεις, εκείνης της εποχής. Τούτο μαρτυράει τη στενή επαφή
της πόλης με Ανατολή και Δύση Απ' ότι λένε οι ειδικοί, νομίσματα πρωτοκόπηκαν
στη Λυδία και Ιωνία -περιοχές της Μικράς Ασίας-, το β' μισό του 7ου π.Χ. αιώνα
και ήσαν από ήλεκτρο (μείγμα, δηλαδή, χρυσού και αργύρου). Από εκεί ήρθαν στην
Κεντρική Ελλάδα γύρω στο 570 π.Χ. Στο χώρο της σημερινής Ελλάδας, πρώτη έκοψε
νομίσματα η Αίγινα, που βρισκόταν σε άνθηση, εκείνα τα χρόνια. Ακολούθησαν η
Αθήνα, η Κόρινθος, η Χαλκίδα και η Ερέτρια . Στην Εύβοια, το γ' τέταρτο του 6ου
π.Χ. αι. -εκτός από την Ερέτρια και τη Χαλκίδα- νομίσματα έκοψε και η Κάρυστος.
Ήσαν κι αυτά από ήλεκτρο και άργυρο. Κάποια από αυτά απεικονίζουν αγελάδα, που
στρέφει το κεφάλι της προς τα πίσω, κατά το πρότυπο της Ερέτριας. Η Ηώς Τσούρτη
γράφει (οβολός 3, σελ.16), πως: Η υιοθέτηση της παράστασης της αγελάδας ως του
κατεξοχήν νομισματικού τύπου, παραπέμπει αφενός μεν στην πλούσια κτηνοτροφία
του νησιού, αφετέρου δε και σε κάποιας μορφής εξάρτηση της Καρύστου από την
Ερέτρια. Αργότερα, μετά τα μέσα του 4ου π.Χ. αι., στην κοπή νομισμάτων,
ακολούθησε και άλλη ευβοϊκή πόλη, η Ιστιαία. Και, η Κύμη -αν και αμφισβητήθηκε
και η ύπαρξη της στην Εύβοια- πρέπει να είχε κόψει νομίσματα. Κάποια απ’ αυτά,
που εικονίζουν το ‘’Γοργόνειο’’, θυμίζουν Ερέτρια. Γοργόνειο -όπως τα αρχαϊκά
νομίσματα της Ερέτριας- φέρουν και κάποιες κοπές της Σκιάθου και της Πεπαρήθου
( Σκόπελος). Ένα δίδραχμο ευβοϊκής κοπής και τεχνολογίας, που στη μπροστινή του
πλευρά εικονίζεται κουκουβάγια, κατά το αθηναϊκό πρότυπο, και στην πίσω έγκοιλο
(= κοίλο, βαθουλωτό) τετράγωνο, που είναι διαγώνια διαιρεμένο, κατά το
παράδειγμα τής Ερέτριας, ανήκει στη βορειοευβοϊκή αθηναϊκή αποικία των Αθηνών
Διάδων. Επειδή στον εμπροσθότυπο νομισμάτων της Νεάπολης (σημερινή Καβάλα)
υπάρχει το ‘’Γοργόνειο’’, ο Ν. Πετσάλης (Α.Ε.Μ, τόμ. 1ος σελ.19) συμπεραίνει,
πως η Νεάπολη, όπως και η απέναντι Θάσος, ήσαν αποικίες τής Ερέτριας. Στην
Εύβοια νομίσματα κόπηκαν σε τρεις διαφορετικές περιόδους. Ανάμεσα τους υπάρχουν
και μεγάλα χρονικά διαστήματα χωρίς καμία κοπή. Κατά τα τέλη του 8ου αι. π.Χ. η
Ερέτρια με τη Χαλκίδα παρέλαβαν, μάλλον, από τη Σάμο ή από τους Ίωνες της Μ.
Ασίας το σταθμητικό κανόνα που στάθμιζαν, προσδιόριζαν το βάρος των πολύτιμων μετάλλων
και αρχικά ονομάστηκε Ευβοϊκός. Αργότερα πέρασε στην Αττική και την Κόρινθο ως
Ευβοϊκοαττικός και Ευβοϊκοκορινθιακός. Τον σταθμητικό αυτόν κανόνα, βραδύτερα,
τον έφεραν και στη δυτική Ευρώπη. Ο Βρανόπουλος (ό. π., σελ.192, παρ.2)
επικαλούμενος τον Seltman (Greek coins, 1955) γράφει, πως :’’ο ευβοϊκός κανόνας
είναι επιχώριος (ντόπιος) και δια του Αιγαίου επεκτάθηκε και στην Ασία (σελ.18,
31 και 41)’’. Ο Ευβοϊκός κανόνας ήταν σε γενική χρήση μέχρι το τέλος του Ε΄
π.Χ. αι. Την εποχή αυτή ξεπεράστηκε από τον Φοινικικό ή Μακεδονικό. Τα
παλαιότερα νομίσματα της Ερέτριας στην πρόσοψη απεικονίζουν το ‘’Γοργόνειο’’,
το κεφάλι δηλαδή της Γοργώς, της Γοργόνας Μέδουσας και στην πίσω πλευρά τους
κεφάλι βοδιού, μέσα σε έγκοιλο τετράγωνο . Νομίσματα της Ερέτριας, με την
παράσταση μοσχαριού στον εμπροσθότυπο και σουπιάς-καλαμαριού στον οπισθότυπο,
άρχισαν να κόβονται γύρω στο 525 π.Χ. Ο Head και ο Σβορώνος υποστηρίζουν, πως
το ‘’Γοργόνειο’’ και το βόδι, που απεικονίζονται στους αρχαϊκούς τύπους των
ερετρικών νομισμάτων, είναι σύμβολα λατρείας της Αμαρυνθίας Αρτέμιδας (Α.Ε.Μ.,
τόμ.Α', σελ. 19). Αντίθετα, ο Ν. Πετσάλης πιστεύει, πως το βόδι και το μοσχάρι
αναφέρονται στη λατρεία της Ήρας, ενώ το ‘’Γοργόνειο’’ στη λατρεία του Δία, ή
στον ήρωα και ημίθεο Περσέα, τον από τη Δανάη γιο του. Τον Περσέα, τον ιδρυτή
της μυκηναϊκής οικογένειας των Περσειδών, τον τιμούσαν κι εδώ, για την
ευβοιώτικη του καταγωγή, αφού υπήρξε εγγονός ή δισέγγονος του Άβαντα, του
οικιστή της Εύβοιας, γι αυτό τον αποκαλούσαν και Αβαντιάδη . Το βόδι, το
μοσχάρι και η μικρή αγελάδα, που απεικονίζονται στα ευβοϊκά νομίσματα
αναφέρονται, βέβαια, και στις αγροτικές εργασίες των ερετριανών. Ενώ, το
καλαμάρι (ή η σουπιά) πρέπει να συμβολίζουν τις θαλασσινές απασχολήσεις τους,
αλλά και τη ναυτική τους δύναμη. Στα νομίσματα της Ερέτριας έχουν χαραχτεί
πολλοί τύποι. Μετά τα αρχαϊκά -που από τη μια τους πλευρά απεικονίζουν το
‘’Γοργόνειο’’ κι από την άλλη βοδινό κεφάλι- ακολούθησαν αυτά που στην πρόσοψη
φέρουν αγελάδα, που γυρίζει το κεφάλι της στο πλάι και με το πίσω πόδι της
ξύνει τη μύτη της. Ενώ στη ράχη της κάθεται πουλί με κλειστά τα φτερά του και
κάτω από το λυγισμένο πόδι της υπάρχει ανάγλυφο το γράμμα Ε. Στο πίσω μέρος
φέρουν σουπιά σε έγκοιλο τετράγωνο . Οι οβολοί και οι ημιοβολοί, αυτής της
εποχής, φέρουν κεφάλι βοδιού, μόνο, ενώ στο πίσω μέρος τους απεικονίζουν
καλαμάρι ή σουπιά. Τα αρχαϊκά νομίσματα της Ερέτριας, όπως προαναφέρθηκε, ήσαν
περιορισμένης κοπής και εξυπηρετούσαν, συνήθως, τις τοπικές ανάγκες. Αυτά,
όμως, που βρέθηκαν σε κάποιους "θησαυρούς" ήσαν αρκετά, για να μας
δείξουν τη σπουδαιότητα και τη δύναμη της πόλης, εκείνης της εποχής. Γύρω στο
490 π.Χ. σταμάτησαν να κόβονται νομίσματα στην Ερέτρια. Τούτο πρέπει να
οφείλεται στην καταστροφή της πόλης -αυτή τη χρονιά- από τους Πέρσες. Και μετά
το 465 π.Χ. η έκδοση τοπικών νομισμάτων της Εύβοιας σταμάτησε. Κατά το
Βρανόπουλο (ό.π., σελ.196), τούτο πρέπει να οφείλεται στην ένταξη του νησιού
στην Αθηναϊκή Συμμαχία (Α' Αθηναϊκή Συμμαχία 478-431 π.Χ.). Λίγο αργότερα, στα
μέσα του 5ου π.Χ. αι., όταν η Αθήνα αναδείχτηκε σε μεγάλη δύναμη και
κυριαρχούσε σε όλο το Αιγαίο, οι αθηναίοι, πολλές φορές, φέρονταν βάναυσα και
αλαζονικά προς τους συμμάχους τους. Στην ουσία η Αθηναϊκή Συμμαχία είχε
μετατραπεί σε Αθηναϊκή ηγεμονία. Γι’ αυτό, το 446 π.Χ. οι ευβοιώτες
αποστάτησαν, αλλά οι αθηναίοι εκστράτευσαν εναντίων τους και τους ανάγκασαν να
επιστρέψουν στη Συμμαχία, παρά τη θέληση τους. Στη συνέχεια κήρυξαν σε
υποτέλεια την Εύβοια, έστειλαν κληρούχους στο νησί και με ψήφισμα - που
χρονολογείται γύρω στο 445 π.Χ.- τους απαγόρευσαν να κόβουν νομίσματα (Θουκυδ.
Α΄ 113, 114 και Ζ' 57). Έτσι, η Ερέτρια -που αυτή την εποχή το νομισματοκοπείο
της μένει κλειστό- καλύπτει, σχεδόν όλες τις ανάγκες της, από αθηναϊκά
νομίσματα. Τούτο ενισχύεται και από την ανακάλυψη αρκετών νομισμάτων, που βρήκε
η Α. Ανδρειωμένου στην Ερέτρια το 1973. Ο θησαυρός αυτός που περιείχε 36
τετράδραχμα, 3 δραχμές και ένα ημίδραχμο ήσαν όλα εκείνης της εποχής και
αθηναϊκής κοπής. Αργότερα, το 415-413 π.Χ., στην άτυχη εκστρατεία των Αθηναίων
στη Σικελία, είχαν πάρει μέρος και δυνάμεις της Ερέτρια. Αμέσως μετά, η
Ερέτρια, μαζί με τη Χαλκίδα και την Κάρυστο -αφού συμμάχησαν με τους Βοιωτούς-
αποστάτησαν από την Αθηναϊκή Συμμαχία και η Εύβοια απόκτησε την αυτονομία της.
Μετά το 411 π. Χ. εκδόθηκε ένας άλλος νομισματικός τύπος, τετράδραχμα από
άργυρο. Στη συνέχεια, οι πόλεις της Εύβοιας συνεργάστηκαν και ίδρυσαν μια
χαλαρή ομοσπονδία. Η συμμαχία αυτή ήταν ο πρόδρομος του ‘’Κοινού των Ευβοέων’’,
της πρώτης οικονομικής κοινότητας τής ιστορίας -η Ευρωπαϊκή Ένωση εκείνης της
εποχής-, με κοινούς άρχοντες και ίδια νομίσματα. Η Ηώς Τσούρτη (ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ,
τεύχ.42, σελ.58 και οβολός 3, σελ.20) γράφει, πως η νομισματική μαρτυρία πείθει
ότι η πρώτη οργάνωση της Ευβοϊκής Συμπολιτείας έγινε, χωρίς αμφιβολία, το 375
π.Χ. Τότε, η Ερέτρια έγινε το κοινό νομισματοκοπείο όλης της Εύβοιας και η πόλη
έκοψε νομίσματα κοινά, για ολόκληρο το νησί, με την επιγραφή ΕΥΒ (Ευβοέων). Ως
προς την τεχνοτροπία και το βάρος τους, όμως, δεν ακολούθησαν το Ευβοϊκοαττικό,
αλλά το Αιγινήτικο σύστημα. Ο Π. Καλλιγάς, σε ομιλία του, στις 3 1-1-90, στην
Εταιρεία Ευβοϊκών Σπουδών, είπε, πως κάποιος άγγλος –του οποίου το όνομα δεν
συγκράτησα- υποστηρίζει, ότι το κοινό νομισματοκοπείο πρέπει να ήταν στη
Χαλκίδα. Δεν ανάφερε, όμως, που το στηρίζει. Το 395 π.Χ. στη σύγκρουση που
έγινε ανάμεσα στη Σπάρτη και στο συνασπισμό που είχαν συγκροτήσει οι Θηβαίοι,
με τους Αθηναίους, Κορίνθιους και Αργίτες -στο πλευρό των οποίων πολέμησαν και
οι Ευβοιώτες- νικητές αναδείχτηκαν οι Σπαρτιάτες. Ο πόλεμος αυτός, ο Βοιωτικός
ή Κορινθιακός -όπως τον αποκάλεσαν (395-386 π. Χ.)- έκλεισε με την Ανταλκίδειο
ειρήνη, που καθιέρωσε αυτονομία και ελευθερία στις ελληνικές πόλεις, με τον
έλεγχο της Σπάρτης. Το 377 π.Χ. η Ερέτρια μπήκε στη Β΄ Αθηναϊκή Συμμαχία, η
οποία είχε συσταθεί ένα χρόνο νωρίτερα -το 378 και εκατό χρόνια μετά την Α'
Αθηναϊκή Συμμαχία- με τη σύμπραξη των Θηβαίων . Μετά τη μάχη των Λεύκτρων της
Βοιωτίας (371 π.Χ.), που οι Σπαρτιάτες -σύμμαχοι τότε των Αθηναίων- βρέθηκαν
αντιμέτωποι και νικήθηκαν από τους Θηβαίους του Επαμεινώνδα και του Πελοπίδα, η
Εύβοια πέρασε στον έλεγχο της Θήβας. Την εποχή αυτή -κάτω από τη θηβαϊκή
επίδραση- κόβονται οι πρώτοι στατήρες του ‘’Κοινού των Ευβοέων’’, με αιγυνήτικο
σταθμητικό κανόνα. Τα νομίσματα αυτά στον εμπροσθότυπο απεικονίζουν πλαγιασμένη
αγελάδα, με διπλωμένα τα πόδια, να στρέφει το κεφάλι της προς τα πίσω. Και στον
οπισθότυπο το πρόσωπο της νύμφης Εύβοιας και την επιγραφή ΕΥΒ. Αρχικά, γράφει η
Έφη Σαπουνά-Σακελλαράκη (ΕΡΕΤΡΙΑ-ΧΩΡΟΣ ΚΑΙ ΜΟΥΣΕΙΟ, 1995, σελ.19), στο
μπροστινό μέρος εικονίζεται αγελάδα και σταφύλι και επιγραφή ΕΥΒ, ενώ στον
οπισθότυπο κεφαλή της νύμφης Εύβοιας (δίδραχμο). Αργότερα, τον 4ο αιώνα π.Χ.,
εικονίζεται η νύμφη Εύβοια και κεφάλι ταύρου. Οι τύποι αυτών των νομισμάτων
έμειναν στην κυκλοφορία μέχρι και τα ρωμαϊκά χρόνια. Σε άλλη κοπή
απεικονίζεται, στο μπροστινό μέρος, το κεφάλι της νύμφης Εύβοιας και στο πίσω
μοσχάρι με τα γράμματα ΕΥΒ. Ενώ, πάνω από το μοσχάρι υπάρχουν ένα ή περισσότερα
τσαμπιά σταφυλιού. Να προστεθεί, πως, κάθε φορά, που υπήρχε διαφορετική νομισματική
πολιτική, εκδιδόταν και νέο νόμισμα. Τον 4° και 3° π. Χ. αιώνα η Ερέτρια δεν
έκοψε δικά της νομίσματα, αλλά μόνο του ‘’Κοινού των Ευβοέων’’. Την περίοδο από
το 395 έως 340 π.Χ., το νομισματοκοπείο της Ερέτριας παραμένει κλειστό. Το 362
π.Χ., μετά την ήττα των Θηβαίων στη μάχη της Μαντινείας, οι νικητές Αθηναίοι
άρχισαν να ενδιαφέρονται πάλι για την Εύβοια. Το νησί σ' εκείνη την αναμέτρηση
είχε ταχθεί με το μέρος των ηττημένων. Τα χρόνια που ακολούθησαν, οι πόλεις της
Εύβοιας που εξακολουθούσαν να βρίσκονται στη συμμαχία των Θηβαίων, ήσαν
διαιρεμένες από εσωτερικές φαγωμάρες. Και, ενώ οι αναμεταξύ τους διαμάχες και
συγκρούσεις συνεχίζονταν, άλλοι ζητούσαν τη βοήθεια της Αθήνας και άλλοι της
Θήβας. Τελικά οι Αθηναίοι έδιωξαν τους Θηβαίους και το νησί, ξαναγύρισε στη Β'
Αθηναϊκή Συμμαχία. Ανάμεσα στα χρόνια 341 και 338, έγινε επανασύσταση του
‘’Κοινού’’. Τότε, οι ευβοϊκοί στατήρες αντικαταστάθηκαν από τετράδραχμα και
δραχμές αττικού σταθμητικού κανόνα, όμως, η τεχνοτροπία είναι κατά το
αιγυνήτικο σύστημα. Τα νομίσματα αυτά στο μπροστινό μέρος εικονίζουν κεφάλι της
νύμφης Εύβοιας και στο πίσω κεφάλι μοσχαριού ή βόδι όρθιο, με τα γράμματα ΕΥΒ ή
ΕΥΒΟΙ . Από το 308 έως το 304 π.Χ. έχουμε συμμετοχή της Ερέτριας στο Κοινό των
Βοιωτών. Το 304 π.Χ. , όταν ο Δημήτριος ο πολιορκητής – πατέρας του Αντιγόνου
Γονατά κατέλαβε την Εύβοια , της παραχώρησε την αυτονομία της και έχουμε, πάλι,
την σύσταση του ‘’ Κοινού ‘’. Γι’ αυτό και το νόμισμα που κόπηκε το 302 π.Χ.,
στην πίσω πλευρά φέρει την επιγραφή ΕΥΒ. Τον 3ο π.Χ. αι. οι πόλεις της Εύβοιας
έβγαζαν χάλκινα νομίσματα, κάθε μια με τ’ όνομα της, εκτός από την Ερέτρια που,
όπως προαναφέρθηκε, κυκλοφορούσε νομίσματα στο όνομα της Εύβοιας, γιατί ήταν
προσκολλημένη στο πνεύμα της Συμμαχίας. Ανάμεσα στο 271 και 267 π.Χ. εκδόθηκε
αργυρή δραχμή της Ευβοϊκής Συμμαχίας, που, φέρνει για σύμβολο το δελφίνι. Σε
μερικά πολύ καλά -και σε ορισμένες περιπτώσεις εξαιρετικής κοπής- αργυρά
νομίσματα, που κυκλοφόρησε η Ερέτρια στις αρχές του 2ου π. Χ. αι., είναι
χαραγμένα και τα ονόματα των αρχόντων του νομισματοκοπείου της εποχής. Τα
νομίσματα αυτά είναι μια σειρά από τετράδραχμα, οκτώβολα, τετρώβολα και
τριώβολα. Οι άρχοντες που εμφανίζονται στις τέσσερις υποδιαιρέσεις αυτών των
νομισμάτων είναι οι: Φανίας, Δαμασίας, Αγνωνας, Επιτελής, Χαρίδαμος, Κλέωνας,
Φίλιππος και Αμφίνικος. Το νομισματοκοπείο της Συμμαχίας εξακολουθεί να είναι
στην Ερέτρια. Τούτο συμπεραίνεται και από την καταπληκτική ομοιότητα των τύπων
των νομισμάτων της Ερέτριας και της Συμμαχίας. Νομίσματα της Ερέτριας έχουν
βρεθεί σε πολλά σημεία της πόλης. Σε ανασκαφή που έγινε το 1973 βρέθηκαν 5
δραχμές -από τις οποίες οι 4 ήσαν αττικού σταθμητικού κανόνα-, 7 ημίδραχμα και
5 διώβολα του ‘’Κοινού’’. Στις ανασκαφές που έγιναν το 1980-82, στην Πλατεία
της Αρχαίας Αγοράς, στην ανατολική της στοά, ήρθαν στο φως άλλα 136 νομίσματα.
Τον Ιούνιο του 1985 σε οικόπεδο (της οδού Αποστόλη και Αριστογείτονος
Φιλόξενου, ΒΑ γωνία), σε μισό μέτρο κάτω από την επιφάνεια της γης, βρέθηκε
‘’θησαυρός’’ από 101 αργυρά νομίσματα. Κάτω δε από αυτόν και μέσα σε μικρό
πήλινο αμφορέα υπήρχαν άλλα 117 ίδια νομίσματα. Η τοποθέτηση, εκεί, του διπλού
θησαυρού υπολογίζεται λίγο πριν το 260 π.Χ. Άλλος θησαυρός, από αργυρά
νομίσματα, βρέθηκε στη ΝΔ. γωνία της διασταύρωσης των οδών Αρχαίου Θεάτρου και
Αριστονίκου Ερατονύμου. Επίσης, νομίσματα του Φιλίππου βρέθηκαν σ’ ένα από τα
αρχοντόσπιτα ( II ) που βρίσκονται νότια της Δ, Πύλης. Θησαυρός από 352 χάλκινα
νομίσματα έχει βρεθεί και στο ναό της 'Ίσιδος. Σε κάποιους θησαυρούς -ανάμεσα
στα νομίσματα της Ερέτριας- βρέθηκαν και κοσμήματα ή κάποια ποσότητα αργύρου,
αλλά και νομίσματα άλλων μακρινών περιοχών. Αλλά, νομίσματα της Ερέτριας έχουν
βρεθεί σε άλλες χώρες. Εντυπωσιακός είναι και ο μοναδικός θησαυρός χρυσών
νομισμάτων, που βρέθηκε στην Ερέτρια 1855 (1GCH 63) και αποτελείται από 2
στατήρες Φιλίππου Β', 10 στατήρες Φιλίππου και 30 περσικούς δαρεικούς. Τα
νομίσματα αυτά ανήκουν στη μακεδονική περίοδο και κρύφτηκαν μετά τον ερχομό των
μακεδόνων στην Εύβοια. Να προστεθεί, πως τα περισσότερα νομίσματα που έχουν
βρεθεί είναι χάλκινα, για τις καθημερινές συναλλαγές των κατοίκων. Από την
Ερέτρια έχουμε και άλλους δύο θησαυρούς του 2ου π. Χ. αιώνα: α)1914 (IGCH 221)
και β) 1909 (IGCH 225). Η Ηώς Τσούρτη (Αρχαιολογία, σ.56) αναφέρει και τρεις
θησαυρούς που έχουν βρεθεί εκτός Ευβοίας και ανάμεσα σε νομίσματα άλλων πόλεων
υπήρχαν και κάποια του νομισματοκοπείου της Ερέτριας. Αυτοί είναι: α) Αθήνα
1788( IGCH 2), με χρονολογία απόκρυψης γύρω στα 525 και 515 π. Χ., β) Ελευσίνα
1883 (IGCH 5) και χρονολογία απόκρυψης ανάμεσα στα 520 με 510 π. Χ. και γ)
Ίσθμια Κορίνθου 1954 (IGCH 11 ), με χρονολογία απόκρυψης γύρω στα 480 π.Χ.
Αρχαϊκά νομίσματα από το νομισματοκοπείο της Ερέτριας βρέθηκαν και σε
‘’θησαυρούς’’ έξω από την Ελλάδα. Πρόκειται για τους θησαυρούς α) Massyaf,
βόρεια της Φοινίκης, 1961 (IGCH 1483), που είχε κρυφτεί γύρω στα 425 με 400
π.Χ., β) Sakha, 100 χλμ. από την Αλεξάνδρεια, 1897 (1GCH 1639). Η απόκρυψη
χρονολογείται στις αρχές του 5ου π.Χ. αι., γ) Benha el Asl, νότια από το Κάιρο,
1919 (IGCH 1640), με χρονολογία απόκρυψης γύρω στο 480 π.Χ. και δ) Asyut (αρχ.
Λυκόπολη ), 300 χλμ. νότια από το Κάιρο, 1968-9 ( IGCH 1644). Εδώ η απόκρυψη
του θησαυρού έχει γίνει γύρω στο 475 π.Χ. Να προστεθεί πως το τετράδραχμο από
το θησαυρό Asyut 1969, με παράσταση αγελάδας που γυρίζει το κεφάλι της και με
το νύχι του ποδιού της ξύνει το λαιμό της και ο Jenkins έχει αποδώσει στη
Δίκαια της Μακεδονίας, η Τσούρτη πιστεύει πως ανήκει στο νομισματοκοπείο της
Ερέτριας. Η κοπή αυτού του νομίσματος χρονολογείται στο τελευταίο τρίτο του 6ου
π.Χ. αιώνα. Νομίσματα της Ερέτριας, όπως προαναφέρθηκε, έχουν βρεθεί και σε
άλλα μέρη. Σημαντικός είναι και ο αριθμός -υπερβαίνουν τα 1745 που έχει έρθει
στο φως, τα τελευταία 36 χρόνια, από τις ανασκαφές στην Ερέτρια της Ελβετικής
Σχολής.. Φωτογραφία 8: Νόμισμα Ερέτριας. Μοσχάρι – Σουπιά Φωτογραφία 15&16:
Νομίσματα ‘’Kοινού των Ευβοέων’’. Καθιστός ταύρος – Νύμφη Εύβοια Φωτογραφία
17&18: Νομίσματα ‘’Kοινού των Ευβοέων’’.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.