Δευτέρα 10 Ιανουαρίου 2022

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ

 ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ ΤΑ ΠΡΩΤΙΝΑ 1 Γ.ΜΗΤΑΚΗΣ ΣΤΕΝΗ 2005 Όταν ακόμα δεν είχαν εφευρεθεί τα σύγχρονα μέσα επικοινωνίας, η ανθρώπινη επαφή ήταν άμεση και μόνο προσωπική. Στα καφενεία, στην πλατεία, στις γειτονιές, στα νυχτέρια, στους μύλους, στις βρύσες που έπαιρναν νερό, στο προαύλιο της εκκλησίας μετά την λειτουργία της Κυριακής, στα εξωκλήσια που γιόρταζαν,

γίνονταν όλες οι καθημερινές κοινωνικές συναναστροφές. Στα πανηγύρια και στις μεγάλες γιορτές η επικοινωνία διευρυνόταν μιας και είχαν την ευκαιρία να έρθουν σε επαφή με φίλους και συγγενείς από τα γειτονικά χωριά να κουβεντιάσουν και να μάθουν τα νέα. Στο παζάρι της Κάτω Στενής, της Παναγίας στην Πάνω Στενή, της Αναστασάς στον Πύργο στο Σκουντέρι, στον Άγιο Δημήτριο(ανήκει στη Λούτσα) γίνονταν τα μεγαλύτερα πανηγύρια της Στενής. Εκτός από αυτά συμμετείχαν και στα πανηγύρια των διπλανών χωριών, της Αγίας Κυριακής, της Αγια –Σωτήρος στους Βούνους κ.α. Στην Στενή τα νυχτέρια γίνονταν στα σπίτια και λόγω των καιρικών συνθηκών αυτή η περίοδος ήταν αρκετά μεγάλη. Εκεί οι γυναίκες έπλεκαν, έγνεθαν, αντάλλασσαν νέα και έλεγαν παραμύθια και ιστορίες. Εξαίρεση βέβαια για τις δουλειές όπως θα διαβάσετε και πάρα κάτω η Τετραδοσχολούσα και η Παρασκευοσχολούσα. Το καλοκαίρι αυτή η συνάθροιση μεταφερόταν σε εξωτερικούς χώρους και οι παρέες μεγάλωναν αρκετά. Άναβαν δαδιά για να φωτίζουν καλά. Το δαδί το έπαιρναν από το εξωτερικό µέρος του πεύκου που ήταν όλο ρετσίνα για να κρατάει. Στην Πάνω Στενή το µεγαλύτερο νυχτέρι γινόταν στου Μπερµπέση την αυλή (εκεί που είναι σήµερα ο φούρνος του Σιµιτζή), στην Κάτω Στενή «στου κονάκ’ τ’ Παρέα». Σε όλες αυτές τις συναθροίσεις αντάλλασσαν τα νέα, έλεγαν ιστορίες, ανέκδοτα, παροιμίες, παραμύθια, κ.α. Κάποιες από αυτές τις διηγήσεις θα αναφέρουμε πάρα κάτω. Επίσης θα αναφέρουμε προλήψεις, ήθη και δεισιδαιμονίες. ΔΙΣΕΙΔΑΙΜΟΝΙΕΣ Τα στοιχειά Περνώντας και σήμερα από κάποια σημεία της περιοχή μας αισθάνομαι μια ανησυχία ίσως και φόβο γιατί στο νου μου έρχονται οι διηγήσεις των μεγαλύτερων που είχα ακούσει όταν ήμουν παιδί. Δεν ξέρω αν όλα αυτά τα πίστευαν επηρεασμένοι και αυτοί από τις διηγήσεις μεγαλύτερων όταν ήταν και αυτοί παιδιά η μας τα έλεγαν για να μην απομακρυνόμαστε πολύ από το χωριό. Στοιχειά στην καναλιά από τον Άγιο Κωνσταντίνο έως τις Κουφάλες όπως και στον δρόμο Πάνω- Κάτω Στενής, η γριά με τα μαύρα και ο ήχος του μπαστουνιού της λίγο κάτω από τον μύλο του Παπακηρύκου, νεράιδες στο Βαθύρεμα, η γριά πραγματευτού που έβγαινε τα μεσάνυχτα πάνω από τον μύλο και διαλαλούσε την πραμάτεια της, άυλες μορφές που ανατρίχιαζες και έμενες άγαλμα κ.λπ. Οι ιστορίες που λέγονταν ήταν πάρα πολλές σχεδόν ατέλειωτες. Βέβαια όλα αυτά δεν μπορούσαν να τα δουν όλοι. Τα έβλεπαν μόνο οι αλαφροΐσκιωτοι. Τσαγιούς Το μέρος που θεωρείται το πιο στοιχειωμένο για τους κατοίκους της περιοχής μας. Στο δρόμο Στενής-Καμπιών στην μέση της διαδρομής υπάρχει η περιοχή Τσαγιούς. Πολύ πιθανό η λέξη να είναι παραφθορά από τις λέξεις «στους Αγίους». Στο σημείο αυτό σύμφωνα με Βέλγο αρχαιολόγο ήταν ναός του Απόλλωνα κατά την αρχαιότητα σύμφωνα με την επιγραφή που βρήκε, το τείχος που υπάρχει ακόμα και σήμερα όπως μου είχε πει κάποτε ο Θεόδωρος Σκούρας είναι ελληνιστικής περιόδου και σύμφωνα με την ονομασία όπως αναφέρθηκε από κάποιον άλλον μπορεί να υπήρχε ναός για πολλούς Αγίους. Οι μαρτυρίες είναι πάρα πολλές ακόμα και σήμερα. Από ωραίες γυναίκες όμορφες σαν νεράιδες που μόλις δουν φωτιά εξαϋλώνονται έως και τελετές σολομωνικής που κατέβαιναν οι διάολοι. Όπως λένε ακόμα και σήμερα κάποιοι από αυτά που μπορείς να δεις σε αυτό το σημείο μπορεί να ασπρίσουν τα μαλλιά σου και να στραβώσει το σαγόνι σου. Η λάμια Για την λάμια έχουν γραφτεί πάρα πολλά από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα. Για εμάς όμως ήταν μια κακιά γυναίκα η οποία έτρωγε παιδάκια ή μπορούσε να προκαλέσει οποιοδήποτε κακό. Στο χωριό δεν υπήρχε ακριβής περιγραφή για το πώς είναι η λάμια ή οι λάμιες όπως έλεγαν. Κάποιοι την φαντάζονταν σαν μια όμορφη εύσωμη γυναίκα με τεράστιο στήθος και πόδια ζώου η κάποιοι άλλοι σαν μια κακάσχημη γυναίκα με μέλη ζώων. Στην μυθολογία ήταν κόρη του Βήλου και της Λιβύης την οποία αγάπησε ο Δίας. Η Ήρα σκότωσε τα παιδιά της και τότε η Λάμια μεταμορφώθηκε σε θηρίο και σκότωνε τα παιδιά άλλων γυναικών. Κι επειδή η Ήρα της αφαίρεσε την ικανότητα να κοιμάται ο Δίας της έδωσε την δυνατότητα να βγάζει τα μάτια της και να τα ξαναβάζει και να παίρνει όποια μορφή θέλει. Οι νεράιδες Πανέμορφες κοπέλες που αγαπούν το τραγούδι, τον χορό και τον καλλωπισμό. Σύχναζαν στο ποτάμι της Στενής και έπαιρναν την λαλιά σε αυτούς που έκαναν το λάθος να τους απαντήσουν. Συνήθως τις έβλεπαν σε βρούς στο ποτάμι να περιποιούνται να μακριά ξανθά μαλλιά τους, τραγουδώντας και χορεύοντας. Όποιος άνδρας τους κλέψει το μαντήλι μένουν μαζί του, τον παντρεύονται και κάνουν παιδιά. Δεν σταματούν όμως ποτέ να ψάχνουν το μαντήλι το οποίο θα τους δώσει και την ελευθερία τους. ΠΡΟΛΗΨΕΙΣ Του δεσπότη η βρύση Κοντά στα σύνορα Στενής-Στροπώνων υπάρχει η θρυλική Βρύση του Δεσπότη. Αναφέρεται στο διήγημα Μαρούσα η Στροπωνιάτισα σαν τόπος συνάντησης του Γιάννου και της Μαρούσας. Επίσης είναι και το σημείο που ο Γάλλος περιηγητής άκουσε την αφήγηση της ιστορίας. Σήμερα αυτή η Βρύση είναι σκεπασμένη από τα βρύα και την βλάστηση και είναι δύσκολο να την βρει κάποιος. Παλαιότερα όποιος πέρναγε από εκεί και έσκυβε να ξεδιψάσει από το παγωμένο νερό, «όφειλε» να βγάλει από το ρούχο του μια κλωστή και να την αφήσει σε μια μικρή γούρνα πάνω από την πηγή. Οι κλωστές ήταν τόσες πολλές που σίγουρα κανένας δεν το ξέχναγε. Σε διαφορετική περίπτωση ήταν σίγουροι ότι όποιος το ξέχναγε θα πάθαινε κρύωμα και συνάχι. Τα δένδρα Αυτοί που ζούσαν από το δάσος ή δίπλα σ’ αυτό είχαν πάντα την άποψη ότι τα μεγάλα και αιωνόβια δέντρα είχαν ψυχή ή ότι ήταν στοιχειωμένα. Παλιά δοξασία χαμένη στα βάθη των αιώνων ακόμα και πριν από τα χρόνια της Τουρκοκρατίας, άγνωστο από πότε. Πολλοί γέροι, έως και πριν μερικές δεκαετίες απέφευγαν να μείνουν πολλή ώρα κάτω από ένα τέτοιο δέντρο ή να κοιμηθούν στον ίσκιο του. Όταν υλοτόμοι έκοβαν τέτοια δέντρα λόγω πλεονεξίας, οι υπόλοιποι περίμεναν ότι θα τους έβρισκε κάποια κατάρα και οι ιστορίες που λέγονται για ανθρώπους που αρρώστησαν ή σκοτώθηκαν ενώ έκοβαν το δέντρο είναι πολλές. Ακόμα και σήμερα πολλοί θεωρούν τέτοια δένδρα στοιχειωμένα και λέγονται και ιστορίες για τολμηρούς που δοκίμασαν να τα κόψουν αλλά δεν μπόρεσαν. Γνωστή ακόμα και σήμερα είναι η ιστορία του δέντρου στα σύνορα Στενής Καμπιών στα Γρηγόρια. Η παράδοση θέλει όταν οι υλοτόμοι έκοβαν ένα τέτοιο δέντρο να πέφτουν μπρούμυτα και να μην μιλάνε για να μην τους καταλάβει η οργισμένη ψυχή του δέντρου την ώρα που βγαίνει. Άλλοι έβαζαν μια πέτρα στον κορμό στη μέση που θα εμπόδιζε να βγει η ψυχή. Η τετραδοσχολούσα και η παρασκευοσχολούσα Δύο βραδιές την εβδομάδα ήταν αυτές που οι γυναίκες δεν έκαναν καμία δουλειά παρά μόνο παρέα στα νυχτέρια. Η Τετραδοσχολούσα και η Παρασκευοσχολούσα. Μετά το δείλι της Τρίτης και της Πέμπτης σταμάταγε κάθε δουλειά. Οι γυναίκες άφηναν στη άκρη το πλεχτό τους, το αδράχτι κ.λπ. Η Τετάρτη και η Παρασκευή που ξημέρωναν ήταν ημέρες που έπρεπε να σεβαστούν, η πιο ισχυρή ίσως πρόληψη της Στενής. Κάποτε ο Μπεληγιάννης (Κούτσουνος) ήταν στο λόγγο. Ξαφνικά ξεκινάει μια απότομη κακοκαιρία . Πρόλαβε να κρυφτεί σε μια κουφάλα καστανιάς. Έξαφνα παρουσιάζεται μπροστά του μια μαυροφόρα που παρά την κακοκαιρία ήταν πολύ ήρεμη: «Ξέρεις για την γλύτωσες», του είπε, και απάντησε μόνη της, «επειδή δεν έχεις πάνω σου ούτε μια κλωστή Τετραδοσχολούσα και Παρασκευοσχολούσα». Αν δεις στον ύπνο σου φλουριά «Να πας να βρεις το θησαυρό που είναι θαμμένος στο χωράφι σου κοντά στα αλώνια δίπλα στη συκιά». Ένα τέτοιο όνειρο είχε δει παλιά συμπατριώτης μας και από τότε έχασε τον ύπνο του. Σύμφωνα με αυτά που είχε ακούσει δεν έπρεπε να μαρτυρήσει σε κανέναν τίποτα γιατί τα φλουριά θα γίνονταν κάρβουνα. Επίσης έπρεπε να πάει νύχτα για να μην τον δουν. Ένας άλλος συμπατριώτης μας είχε δει ένα άλλο όνειρο. Να πας να βρεις τον θησαυρό που είναι θαμμένος εκεί με τον …τάδε. Ο ένας από τους δυο όμως θα μείνει εκεί». Αυτός ο συμπατριώτης μας έχασε τον ύπνο του για πολλά χρόνια και μάλλον δεν πήγε ποτέ για να ψάξει για τον θησαυρό. Ιστορίες που διηγούνταν οι φιλόδοξοι χρυσοθήρες της περιοχής οι οποίοι σε αυτές τις περιπτώσεις έδιναν και μια συμβουλή: «Να μην τα πάρεις όλα τα φλουριά αλλά να αφήσεις και μερικά μέσα στον λάκκο που έσκαψες ,να μην είσαι πλεονέχτης γιατί θα σε βρει κακό». Βέβαια οι ιστορίες για κρυμμένους θησαυρούς δεν έχουν τέλος. Από την γουρούνα με τα χρυσά γουρουνάκια ,τον μαύρο ποταμό και τον θησαυρό του βασιλιά Λήλα εκεί που βγαίνουν τα δυο κανάλια στον ποταμό(για αυτά λένε ότι τα πήραν) προστέθηκαν και οι ιστορίες από το αντάρτικο. Ο απότομος πλουτισμός κάποιων θεριεύει αυτές τις ιστορίες και οι επίδοξοι χρυσοθήρες έχουν περάσει από κόσκινο όλη την περιοχή. ΑΝΕΚΔΟΤΑ Ο κλέφτης που ήταν και ψεύτης Μια φορά ένας βουνίσιος πέρα για πέρα απ’ τον ορεινό όγκο, όχι απ’ τα πεδινά, είχε πάει στην Κύμη με τα πόδια για κάποιες δουλειές. Πείνασε, φαγητό δεν είχε προνοήσει να πάρει μαζί του, κι επειδή εκείνα τα χρόνια ούτε λεφτά υπήρχαν, αλλά ούτε και τυροπιτάδικα, ανέβηκε στην πρώτη συκιά που βρήκε μπροστά του. Άρχισε να τρώει με βουλιμία σύκα. Η ιδιοκτήτρια τον πήρε χαμπάρι και έβαλε τις φωνές: - «Κατέβα κάτω ρε κλέφτη». Φοβήθηκε - Σκάσε μαρί, βούλωστο, γιατί θα κατέβω κάτω και θα σε γ... Μόλις τ’ άκουσε αυτό η Κουμιώτισσα, έκατσε απέναντι σε μια πέτρα και περίμενε. Ο πρώην πεινασμένος, τώρα την είχε κάνει «ταράτσα», φοβήθηκε, πήδησε απ’ την συκιά και άρχισε να τρέχει σαν παλαβός. Σηκώθηκε όρθια η Κουμιώτισσα: «Αμ και κλέφτης, αμ και ψεύτης». Το ντουρμέικο κεφάλι «Το Ντουρμέικο κεφάλι» είναι μία έκφραση, που εδώ και αρκετές γενιές συμπεριλαμβάνεται στα αποφθέγματα των Διρφύων. Εννοούσαν μ’ αυτή την έκφραση, μεγάλο κεφάλι, σκληρό και «αγύριστο». Όταν κάποτε κάποιος Ντούρμας είχε συμπλακεί με κάποιον άλλον (ονόματα δεν λέμε), ο άλλος του πέταξε μία πέτρα, η οποία τον πήρε στο κεφάλι. Πήγαν λοιπόν στο δικαστήριο. Εκεί ο πρόεδρος ρωτάει τον παθόντα να του πει που τον πέτυχε η πέτρα και ο Ντούρμας απάντησε: Ευτυχώς κυρ πρόεδρε, που με πήρε στο κεφάλι. Γιατί όπου αλλού και να μ’ έπαιρνε μπορούσε να με σκοτώσει. Υ.Γ. Ο γράφων το παρόν είναι Ντούρμας από το σόι της μάνας του. Το αναφέρουμε προς αποφυγή παρεξηγήσεων. Πίσσα και σκοτίδι Τα παλιά τα χρόνια όταν δεν υπήρχαν τουαλέτες και βολευόταν ο καθένας όπως μπορούσε, ένας γέρος πηγαίνοντας για το χαγιάτι αντί να ανοίξει την πόρτα και να βγει έξω, μπερδεύτηκε και άνοιξε την πόρτα του ντουλαπιού. Όσο έκανε την δουλειά του η γριά τον ρώτησε: -Πως είναι εξω γέρο; -Πίσσα και σκουτίδ(ι), και μοιρίζ(ει) και ξ(υ)νοτύρ(ι.). Γέρο μπουμπουνίζει Το γέρικο ζευγάρι καθόταν μπροστά στο τζάκι και απολάμβανε τη φωτιά. Της γριάς της έφευγαν μερικές π…ς και χάλαγε την ησυχία του γέρου της. Κάθε φορά που της έφευγε κι απο μία έλεγε: -Γέρο, μπουμπνίζ(ει) -Γριά θ’αστράψ(ει), της απάνταγε ο γέρος. -Γέρο μπουμπνίζ(ει) -Γριά θ’αστράψ(ει) Κι αφού δεν σταμάταγε με τίποτα, σηκώνεται ο γέρος και τις ρίχνει μια ανάποδη στα μάτια της γριάς που έβαλε τις φωνές. -Ρε γέρο μουρλάθηκ(ε)ς! Στραβόθ(η)κα! - Αμ στόπα ρε γριά ,δε στόπα οτι θαστράψει! Αυτό κλωτσάει Πήγε μια φορά ένας χωριανός μας στο ζωοπάζαρο της Αγιαθέκλης με το μουλάρι του. Εκεί που καθόταν δίπλα στο μουλάρι και χάζευε, τον ζυγώνει ένας υποψήφιος αγοραστής .Ο συμπατριώτης μας τον κοίταζε απαθής όση ώρα περιεργαζόταν το μουλάρι του χωρίς να μπει στον κόπο να τον ρωτήσει τι θέλει. Το περιεργαζόταν πολύ ώρα ώσπου αποφάσισε να του σηκώσει και το ποδάρι. Του ρίχνει μια κλωτσιά το μουλάρι, τόσο δυνατή που αυτός ζαλίστηκε. -Ρε, αυτό κλωτσάει! -Να προσέχεις. Όταν το σαμαρώνω βάζω την πατατούκα μου στο κεφάλι του για να μη με κλωτσήσ(ει) -Πόσο χρόνων είναι; -Πέντε. Του ανοίγει το στόμα ,κι αυτό τον δάγκωσε αμέσως. -Ρε αυτό και κλωτσάει και δαγκώνει. Ποιος θα το πάρει αυτό το πράμα; -Και ποιός σού’πε ότι το πουλάω; -Τότες τι τόφερες εδώ χριστιανέ μου; Το’φερα για να δει ο κόσμος τι τραβάω μ’ αυτό το πλαντάμι πού’χω μπλέξει! Το άλογο του Αι-Γιώργη Η γριά Τρομάραινα το’χε τάμα να πάει στην εκκλησία της Παναγίας μια εικόνα του Αι Γιώργη. Βρήκε λοιπόν τον αγιογράφο παράγγειλε την εικόνα και την ονειρευόταν την στιγμή που θα την έβλεπε τοποθετημένη στην εκκλησία. Μετά από λίγο καιρό πέρασε ο αγιογράφος της είπε ότι την έβαλε στην εκκλησία, πληρώθηκε και έφυγε. Την άλλη ημέρα όλο χαρά πήγε στην εκκλησία για να δει το τάμα της. Μπαίνει μέσα κοιτάει από δω κοιτάει από κει πουθενά η εικόνα. Κοιτάζοντας πιο προσεκτικά βλέπει την εικόνα του Αι Γιώργη αλλά τον Άγιο καβάλα σε κόκκινο άλογο. Σταυροκοπήθηκε πολλές φορές, και αναρωτιόταν τι έγινε. Δεν γίνεται τα μάτια μου θα με γελάνε, σκέφτηκε. Έρχομαι αύριο να δω καλύτερα. Την άλλη ημέρα όλο αγωνία πήγε πάλι στην εκκλησία. Κοίταζε, ξανακοίταζε, το χρώμα όμως του αλόγου δεν άλλαζε με τίποτα. Πάει τρέχοντας στη πλατεία όπου τα έπινε συνήθως ο αγιογράφος. -Ρε αθεόφοβε κόκκινο άλογο έβαλες τ’ Αι Γιώρ(γη); Άσπρο έχει. Ατάραχος ο αγιογράφος : -Από πότε θυμάσαι; Άσπρο άλογα είχε παλιά. Δεν τάμαθες ; Αυτό ψόφησε και μετά πήρε κόκκινο. Δεν μάθαμε την συνέχεια της ιστορίας. Μάθαμε όμως γιατί βρέθηκε ο Αι Γιώργης με κόκκινο άλογο. Είχε τελειώσει απλώς η άσπρη μπογιά του αγιογράφου και του περίσσευε πολύ κόκκινη. Η κηδεία Για καθαρά πρακτικούς λόγους όταν κάποιος μέθαγε πολύ στο καφενείο και δεν μπορούσε να γυρίσει σπίτι , η παρέα του τον έβαζε σε ένα καρότσι και τον γύριζε σπίτι του. Λόγω του ότι ήθελαν να έχουν και φωτισμό μιας και δεν υπήρχε ηλεκτρισμός τότε, κι επειδή ήθελαν διακωμωδήσουν το θέμα αντί για φανάρια χρησιμοποιούσαν κεριά τα οποία έβαζαν γύρω γύρω από το καρότσι. Από ότι έχουμε ακούσει, μόλις τον πήγαιναν σπίτι και άνοιγε την πόρτα η γυναίκα του μεθυσμένου η η αδερφή του όπως στην συγκεκριμένη περίπτωση ακολουθούσαν διάλογοι σαν τον πάρα κάτω: -Ρε μούρλιακα,με το καρότσι σ’έφεραν και σείς ρε γαϊδούρια δεν ντρέπεστε λίγο! -Σκασε μαρί μουρλή αντί να κεράσεις τα πιδιά που μεφεραν τα βρίζεις κιόλας ΠΡΩΤΙΝΑ Πως έγινε ο Μεταξάς Σαράπης Στα χρόνια της τουρκοκρατίας οι τούρκοι αγάδες είχαν μεγάλη δύναμη και οι αυθαιρεσίες τους ήταν πολλές. Ο τούρκος αγάς που ήταν στο Σκουντέρι κάποτε άρπαξε την γυναίκα ενός κατοίκου της περιοχής που λεγόταν Μεταξάς. Εδώ πρέπει να πούμε ότι το επίθετο Μεταξάς είναι πολύ συνηθισμένο στην Στενή ακόμα και σήμερα. Ο Μεταξάς λοιπόν πήγε στο Σκουντέρι να βρει τον τούρκο αγά και να ζητήσει πίσω την γυναίκα του. Με πολύ υπομονή έπει- σε τον φρουρό να τον αφήσει να περάσει. Μπήκε στο πύργο την ώρα που οι τούρκοι έτρωγαν. Ο αγάς είχε καλεσμένους από την Χαλκίδα. Είπε στον αγά τι ήθελε αυτός γέλασε και σκεφτόταν τρόπους για να διασκεδάσει την παρέα του. -Θα στην δώσω πίσω του είπε αλλά μόνο αν καταφέρεις να πιείς όλο το κρασί που έχει αυτή τσότρα. Μεγάλη η τσότρα και αυτό έμοιαζε αδύνατον. Αλλά τι να κάνει ο Μεταξάς δεν είχε άλλη επιλογή και άρχισε να πίνει. Οι τούρκοι διασκέδαζαν κοιτάζοντας τον και συνέχιζαν το φαγητό τους. Στη μέση περίπου της τσότρας ο Μεταξάς άρχισε να δυσκολεύεται. Είδε ότι στο τραπέζι τους οι τούρκοι είχαν ρέγγες. -Εμένα όταν έρχεται άνθρωπος στο σπίτι μου ,τους είπε, του βάζω να φάει και να πιεί. Εσείς εδώ με έχετε ξεροσφύρι και δεν μου έχετε δώσει ούτε ένα ρεγγοκέφαλο. Του έδωσαν τα ρεγγοκέφαλα οι Τούρκοι και ο Μεταξάς από την δίψα που του έφερε η ρέγγα ήπιε όλο το κρασί. Θαύμασαν οι τούρκοι και όπως είχε δώσει τον λόγο του ο αγάς δεν μπορούσε να κάνει τίποτε άλλο από να του δώσει την γυναίκα πίσω. Σαράπ’ τον φώναζαν οι τούρκοι από την τούρκικη λέξη şarap που σημαίνει κρασί οπότε σιγά σιγά το παρατσούκλι έγινε και επίθετο. Η ιστορία σώθηκε από καταγραφή της εφημερίδας Σήμαντρο το Θεολόγου . Οι Άγιοι Πάνω από το νεκροταφείο της Πάνω Στενής, στον ναό των Αγίων Θεόδωρων, υπάρχει ένας βράχος που προκαλεί εντύπωση το πώς σταμάτησε σε αυτό το κατηφορικό σημείο. Σύμφωνα με διηγήσεις που έχουν διασωθεί κάποιοι είχαν δει τον Αι-Θόδωρο καβάλα στο άλογό του να σταματάει με το κοντάρι του τον βράχο προτού αυτός πέσει και καταστρέψει την εκκλησία. Κάτω από του Βουτανιού ήταν ο μύλος του Καλοργού(Καλογερικού).Αυτός ο μύλος ανήκε στο μοναστήρι του Αγίου Δημητρίου. Σε μια μεγάλη πλημμύρα που κατέστρεφε τα πάντα είχαν δει τον Άγιο να σπρώχνει με το κοντάρι του τις πέτρες και τα εμπόδια για να μην μαζευτεί νερό και καταστρέψει τον μύλο. Το τραγούδι του Μπατσακούτσα Το τραγούδι του Μπατσακούτσα λεγόταν σε πολλά χωριά της περιοχής μας . Το όνομα Μπατσακούτσας απαντάται και σήμερα στο Πήλι και σύμφωνα με την παράδοση της οικογένειας κατάγονται από βερβερίνους πειρατές. Σύμφωνα με την στενιώτικη εκδοχή της ιστορίας η Βασιλική ήταν μια πολύ όμορφη Στενιώτισσα που ερωτεύτηκε ο λήσταρχος Αντώνης Μπατσακούτσας. Τον αγάπησε κι αυτή όμως μιας και ήταν όμορφος και λεβέντης. Ένας νέος από τις πιο ισχυρές και πλούσιες οικογένειες της Στενής,ο Παπής ζήτησε από τους δικούς της την Βασιλική σε γάμο. Αυτοί χωρίς να γνωρίζουν τον έρωτα της Βασιλικής έδωσαν τον λόγο τους. Ο Μπατσακούτσας και τα δυο αδέρφια του έκλεψαν την Βασιλική. Τους καταδίωξε ο προσβεβλημένος γαμπρός με το σόι του και με την βοήθεια της χωροφυλακής σκότωσαν τον Μπατσακούτσα. Ο Παπής σκότωσε και την Βασιλική όταν του είπε ότι αγαπάει τον Μπατσακούτσα. Η πραγματική ιστορία βέβαια πρέπει να είναι αρκετά διαφορετική. Οι αφηγητές όμως της εποχής έκαναν την ιστορία όπως ήθελαν για να κεντρίσουν το ενδιαφέρον των ακροατών. Ο Μπατσακούτσας δεν ήταν λήσταρχος απλώς ένας ερωτοχτυπημένος νεαρός που έκλεψε την κοπέλα που αγαπούσε. Και ο Παπής είναι ένα όνομα η παρατσούκλι που δεν συναντάται στη Στενή. Οι Παπήδες είναι το παρατσούκλι που είχαν οι Κορδώνηδες από την Αγιά Σοφιά. Επίσης το τραγούδι που διασώθηκε αναφέρει φυλάκιση του Αντώνη Μπατσακούτσα και όχι θάνατο. Οι Μπατσακτσαίοι βαλαν βουλή, να πάρουν τη Βασιλική. Περπατά, Κούλα µ’, γλήγουρα για θα µας πιάσουν σήµερα. ∆ε µπουρ’ Αντώνη µ’ να περπατήσου, λιώσανι τα παπούτσια µου έλιωσι κι η πατούσα µου. ΘΥΜΙΣΕΣ Το τάμα Το είχαμε σαν τάμα εμείς οι κατωχωρίτες, μια φορά το χρόνο, πάντα πριν της Παναγίας, να λειτουργούμε την Παναγία τη Χιλιαδού. Οργανωτής ο αείμνηστος Ηρακλής (Τσακλής) Παλαιολόγος. Οι γυναίκες του χωριού ετοιμάζονταν μέρες γι’ αυτή την εκδρομή από το χωριό στην εκκλησία – η μια και μοναδική γιορτή το χρόνο. Φαγητά, καφέδες, στρώματα, κουρελούδες, σκεπάσματα... Όλη η Κάτω Στενή άλλαζε όψη τις ημέρες εκείνες. Ο Τσακλής μας στοίβαζε όλους στην καρότσα ενός φορτηγού - μέσο ερασιτεχνικό πλην μεγαλοπρεπές. Στην καρότσα βάζαμε τάβλες σαν αυτοσχέδια καθίσματα. Ο δρόμος ήταν άσχημος, ο χωματόδρομος «τρικυμιώδης». Κάναμε πάνω από δυο ώρες να φτάσουμε στην εκκλησία. Όμως, με τα καλαμπούρια και τα χωρατά του Τσακλή δεν καταλαβαίναμε για πότε φτάναμε. Η Μαγεία Λειτουργούσαμε το απόγευμα. Η ερημιά αντηχούσε με τη μελωδική ψαλμωδία του ΠαπαΚώστα, ο αγριότοπος έπαιρνε τη φωνή του και μας την έστελνε πίσω δέκα φορές πιο γλυκιά. Μόλις τελείωνε η εκκλησία τρώγαμε, γλεντούσαμε και πέφταμε κατάκοποι κι ευχαριστημένοι για ύπνο στρωματσάδα, μέχρι να μας ξυπνήσουν και πάλι οι ύμνοι του παπά. Δεν υπάρχουν λόγια να περιγράψουν το πώς μας ξυπνούσε, εμάς τους μικρούς, η μαγική αυτή ψαλμωδία. Μοιράζαμε τον άρτο και κατεβαίναμε στην παραλία για μπάνιο και φαγητό κάτω από τα πλατάνια, δίπλα στο ρέμα. Μόνοι μας. Ο Τσώκος δεν είχε ακόμα ανοίξει την ταβέρνα. Η μόνη ψυχή που βλέπαμε για δυο μέρες ήταν η καντηλανάφτισσα της Χιλιαδούς. Η Μαγεία Συνεχίζεται Τα χρόνια πέρασαν. Οι πρώτοι κατασκηνωτές ανακάλυψαν και λάτρεψαν τον τόπο αυτόν σαν το σπίτι τους. Τον εκτίμησαν, τον σεβάστηκαν, τον αγάπησαν. Η παρουσία τους αντί να αφαιρέσει, πρόσθεσε στη μαγεία που ήδη υπήρχε. Οι πλέον παλιοί, και καμιά φορά παρεξηγημένοι θαμώνες, οι γυμνιστές που είναι και φυσιολάτρες, καλύτερα από όλους κατάλαβαν κι αγκάλιασαν τον Παράδεισο που είχαν βρει. Το Τέλος Σιγά σιγά άνοιξαν μαγαζιά, το ένα μετά το άλλο. Κάποιοι κατασκηνωτές έφτιαξαν τα πρώ- τα σπίτια. Χρόνο με το χρόνο γέμισε η παραλία κόσμο, μαγαζιά ακόμα και ξενοδοχεία. Αχ, αυτή η άσφαλτος! Κάποιοι από τους πρώτους κατασκηνωτές έφυγαν και δεν ξαναπάτησαν. Κάποιοι άλλοι προσπάθησαν να σώσουν ότι μπορούσαν. Αγωνίστηκαν. Αλλά ως γνωστόν, η εποχή μας δεν είναι πια για ρομαντικούς. Η μαγεία δεν μπορεί να σωθεί και χάνεται σταδιακά και σταθερά. Επειδή κάποτε τα έτοιμα παιχνίδια δεν είχαν εμφανιστεί στο χωριό μας τα παιδιά βολεύονταν με ότι υλικά έβρισκαν μπροστά τους Από το γουρούνι που έσφαζαν οι γονείς τους τα Χριστούγεννα έπαιρναν την φούσκα(ουροδόχος κύστη), την έτριβαν με στάχτη για να καθαρίσει και ήταν έτοιμη για φούσκωμα. Ο πόλεμος παιζόταν με χειροποίητα ξύλινα όπλα, τα κορίτσια έφτιαχναν πάνινες κούκλες και έβαζαν μαλλιά από την ουρά του αλόγου. Οι χωμάτινοι βόλοι γίνονταν εύκολα μιας και το χωριό μας έχει πολύ κοκινόχωμα. Κυνηγητό, κρυφτό, αμπάριζα, μακριά γαϊδούρα, τυφλόμυγα. ήταν από τα παιχνίδια που δεν χρειάζονταν εξοπλισμό. Βέβαια τα παιχνίδια άλλαζαν ανάλογα με την ηλικία και το φύλο. Αγαπημένο παιχνίδι για τα αγόρια από μια ηλικία και μετά ήταν ο πετροπόλεμος. Το υλικό ήταν άφθονο και τα κεφάλια άνοιγαν το ένα μετά το άλλο. Βέβαια εκεί ακολουθούσε και δεύτερο μέρος ξύλου από τους γονείς ή τον δάσκαλο αυτή τη φορά στο σπίτι η στο σχολείο γιατί το παιχνίδι ήταν απαγορευμένο. Αγαπημένο παιχνίδι για τα κορίτσια τα φεγγαρόλια. Ένα παιχνίδι σαν το κουτσό μόνο που έπρεπε να μετακινήσεις κι ένα κομμάτι από κεραμίδι από τετράγωνο σε τετράγωνο . Στα ομαδικά παιχνίδια, αμπάριζα, πόλεμο, τόπι, υπήρχαν δυο αρχηγοί οι οποίοι έπρεπε να διαλέξουν τις ομάδες τους. Οι τρόποι ήταν αρκετοί. Ένας τρόπος ήταν τα μυτάκια. -Βάζουμε μυτάκια; Οι δυο αρχηγοί ξεκίναγαν από μακριά και έκανε ο καθένας τρείς πατούσες. Το δεξί πόδι μπροστά ,το αριστερό μετά και το δεξί πάλι μπροστά . Όποιος τύχαινε να πατήσει πρώτος το πόδι του άλλου ήταν ο νικητής και διάλεγε το πρώτο άτομο. Κατά σειρά διάλεγαν από ένα άτομο ώσπου να συμπληρωθεί η ομάδα. Σε άλλα παιχνίδια λέγονε «να τα σκάσουμε» ή «να τα ρίξουμε». Π.χ.«Μπουφ!Πέντε φούσκες στον αέρα μάννα, πατέρα, μπλούφ»!Κάθε συλλαβή κι ένα παιδί. Στο τελευταίο μπουφ έβγαινε έξω ένας ένας ώσπου να μείνει ο τελευταίος η «ανέβηκα σ’ ένα βουνό και είδα ένα γουρούνι το κοίταξα καλά καλά και σου’μοιαζε στη μούρη. Γω γω γω, συ συ συ. Το γουρούνι είσαι ‘συ!»η«Α μπε μπα μπλομ, του κίθε μπλομ, α μπε μπα μπλομ του κίθε μπλομ μπλιμ μπλομ» κ.λπ. Λεκτικά παιχνίδια Κολοκυθιά, αλάτι ψιλό αλάτι χοντρό κ.λπ. Το παραπούπλου(παραπουλάω) ή όπως το λένε αλλού σάγαπώ,σ’αγαπώ. -Παραπούπλου-Ποιόνε πλεις-Τον Γιάννη-Και που τον βάζεις -Πανω στο σκαλί-Κι αν πεσει από το σκαλί. -Να φάει ένα ψόφιο σκυλί! Η απάντηση ήταν πολλές φορές υποτιμητική αν δεν συμπαθούσες κάποιον η πολύ καλή αν τον συμπαθούσες π.χ. κοιλίτσα- Να τον φυλάει ο θεός κι η παναγίτσα! Αμπάριζα Η αμπάρζα παίζεται από δυο ομάδες. Αμπάρζα είναι το ορμητήριο από όπου ξεκινάς. Συνήθως ήταν ένας τοίχος, ένα δένδρο ,μια κολόνα. Αφού δημιουργηθούν οι ομάδες η κάθε μια διαλέγει την αμπάρζα της. Πολύ κοντά στο ορμητηριό τους χαράζουν κι ένα κύκλο όπου θα βάλουν τους αιχμαλώτους που θα πιάσουν. Συνήθως ο πιο τολμηρός είναι αυτός που βγαίνει πρώτος και κινείται για να ακουμπήσει την αμπάτζα της άλλης ομάδας πράγμα αδύνατον βέβαια γιατί στην άλλη αμπάτζα είναι όλη η άλλη ομάδα και «τον έχουν» δηλαδή μπορούν να τον πιάσουν όλοι. Από την άλλη ομάδα κάποιος ακουμπάει τον τοίχο που έχει οριστεί σαν αμπάρζα και φωνάζει. -Παίρνω αμπάρζα και σε έχω. Αρχίζει να τον κυνηγάει. Τότε από την άλλα ομάδα παίρνει αμπάρζα κάποιος άλλος και κυνηγάει αυτόν που κυνηγάει τον πρώτο κ.λπ. Ετσι βγαίνουν και τ’ άλλα παιδιά κυνηγούν. Κάθε παιδί έχει το δικαίωμα να κυνηγήσει τα παιδιά που έχουν βγει πριν απ’ αυτόν, αλλά όχι τα παιδιά που έχουν βγει μετά. Η αμπάρζα ανανεώνεται, δηλαδή όποιος ξαναγυρίσει και ακουμπήσει στύλο μπορεί να κυνηγήσει όλους τους αντιπάλους. Όποιος πιάνεται στο κυνηγητό μπαίνει φυλακή δηλαδή μέσα στο κύκλο. Για να ελευθερωθεί πρέπει να τον ακουμπήσει παίχτης της ομάδας του. Νικήτρια είναι η ομάδα που θα μπορέσει να ακουμπήσει την αμπάρζα της άλλης. Άλλα παιχνίδια Το πατώ είναι παιχνίδι που έπαιζαν ένας ένας. Σχεδίαζαν ένα μακρόστενο σχήμα στο έδαφος με αρκετά τετράγωνα. Κέρδιζε αυτός που κατάφερνε με δεμένα μάτια να περάσει χωρίς να πατήσει τις γραμμές. Σε κάθε βήμα ρώταγε τα άλλα παιδιά. Αν του έλεγαν πατάς έχανε και έπαιζε άλλος. Επίσης στο θέλουμε πόλεμο ήταν δυο ομάδες η μια απέναντι από την άλλη. Κρατούσαν ο ένας ε τον άλλον τα χέρια τους πολύ σφιχτά σχηματίζοντα αλυσίδα. ---Θέλουμε πόλεμο φώναζε η μια ομάδα. Η άλλη απαντούσε -κι εμείς ειρήνη.-Και ποιόνε στέλνετε. Τον Κώστα.Ο Κώστας έπαιρνε φόρα και προσπαθούσε να σπάσει κάποιο κρίκο της αντίπαλης ομάδας. Αν τα κατάφερνε έπαιρνε έναν μαζί του αν όχι έμενε στην νέα του ομάδα. Στα σκατούλια έψαχναν για σπασμένα κεραμίδια, τα έβαζαν οριζόντια το ένα πάνω στο άλλο φτιάχνοντας ένα πύργο. Με πέτρες από κάποια απόσταση προσπαθούσαν να τα ρίξουν και να προλάβουν τον σκατλιέρη πριν τα μαζέψει γιατί θα έπαιρναν την θέση του.Στη μακριά γαιδούρα τα μισά παιδιά σκύβουν ο ένας μετά τον άλλο δημιουργώντας μια σειρά και οι υπόλοιποι παίρνουν φόρα και πηδάνε από πάνω τους για να φτάσουν όσο πιο μακριά μπορούν. Όποιος πέσει, χάνει! Γυμναστικές επιδείξεις Στις γυμναστικές επιδείξεις που γίνονταν παλιά στα σχολεία στο τέλος της χρονιάς, το πρόγραμμα είχε σουηδική γυμναστική και αρκετά αγωνίσματα. Τρέξιμο, άλματα, σκυταλοδρομία κ.α. Δυο διαγωνισμοί όμως ήταν αυτοί που χάριζαν άφθονο γέλιο. Η τσουβαλοδρομία Τα παιδιά έμπαιναν σε ένα τσουβάλι και το έδεναν στη μέση τους. Ο μόνος τρόπος για να μπορέσουν να κινηθούν ήταν τα μικρά πηδηματάκια. Διαγωνίζονταν στην ταχύτητα ενώ οι πτώσεις ήταν συνεχόμενες. Η αυγουλοδρομία Τα παιδιά έβαζαν ένα κουτάλι στο στόμα το οποίο είχε πάνω ένα αυγό. Τα χέρια ήταν σταυρωμένα πίσω στην πλάτη. Αυτός που θα τερμάτιζε πρώτος χωρίς να του πέσει το αυγό ήταν ο νικητής. ΠΑΡΟΙΜΙΕΣ, ΓΝΩΜΙΚΑ, ΑΠΟΦΘΕΓΜΑΤΑ, ΑΙΝΙΓΜΑΤΑ Παρα(δίπλα)+οιμος(δρόμος). Ίσως να έγραφαν τις παροιμίες στις άκρες των δρόμων, ίσως ήταν οι διαβάτες που χρειάζονταν γρήγορες συμβουλές, ίσως όμως και να ήταν ο πιο γρήγορος και αποτελεσματικός τρόπος για να πεις στον άλλο την αλήθεια ή να τον συμβουλέψεις. Βέβαια τα όρια μεταξύ παροιμιών, γνωμικών και κάποιων άλλων αποφθεγμάτων είναι δύσκολο να διακριθεί. Όπως επίσης κάποια από αυτά που ήταν δυσνόητα τα χρησιμοποιούσαν σαν αινίγματα. Όλα αυτά έχουν βγει από τις εμπειρίες της ζωής,καθιερώθηκαν και είναι οι πιο γρήγορες και εύκολες συμβουλές και αρκετές φορές δοκιμασμένες. Βέβαια υπάρχουν και παροιμίες με αλληλοσυγκρουόμενες απόψεις οπότε όπως λένε «πιάσ’ τ’ αυγό και κούρεφτο». Στην καταγραφή που ακολουθεί αφαιρέθηκαν οι γνωστές «γνώμες» που λέγονται σε όλη την Ελλάδα που ήταν και η συντριπτική πλειοψηφία. ΠΑΡΟΙΜΙΕΣ Έκαναν τη τρίχα τριχιά και το πόρδο κανόνι -Όταν μεγαλοποιεί κάποιος τα πράγματα Αν έκαναν όλες οι μύγες μέλι θα έκανε κι ο ντάβανος στου γαϊδουριού τα αρχ… -Δεν κάνουν όλοι για όλες τις δουλειές και ειδικά οι τεμπέληδες Θύμωσε η καρβέλαινα κι έχυσε το μαγέρεμα. -Όποιος θυμώνει χωρίς λόγο Είπαν του τρελού να χέσει κι αυτός έβγαλε τον κώλο του -Υπερβολη Γλυκός ο ύπνος το πρωί, γυμνός ο κώλος την Λαμπρή -Τεμπελιά Κι έτσι κακό χειρόβολο κι έτσι κακό δεμάτι - Όταν κάποιος τα κάνει όλα λάθος. Το γουδί το γουδοχέρι και τον κόπανο στο χέρι -Ο ξεροκέφαλος άνθρωπος Θέλει ο παππάς να αγιάσει και δεν τον αφήνουν οι διαόλοι - Οι πειρασμοί Του Αγιού Λουκά σπέρνει κουκιά -Εκτός τόπου και χρόνου Ο Αντρειάς έφτασε το κρύο αντριεύει.-Εντός τόπου και χρόνου. Παίνευε το βουνό, κι αγόραζε τον κάμπο. -Εμπορική διαπραγμάτευση. Το αίμα νερό δεν γίνεται, κι αν γίνει δεν θολώνει. -Αδελφικές σχέσεις. Με τον ήλιο τα βάζω ,με τον ήλιο τα βγάζω, τι σκάρα έχουνε και ψοφάνε; -Όταν κάποιος δεν κάνει καλά την δουλειά του. Νερό με το κόσκινο. -Όταν κάποιος δουλεύει χωρίς αποτέλεσμα. Τάκανες τρακουσαριο- Τα έκανες μούσκεμα Κότα πίτα τον Γενάρη, πετεινό τον Αλωνάρι.-Η σωστή στιγμή. Ωχού πιδάκιμ’ όπους σούρθε να σ’φυγ’.( Όπως σου ήρθε να σου φύγει) -Όταν κάποιος έκανε κάτι περίεργο και έδινε την εντύπωση τρελού Ούτε τον πυρετό του δεν σου δίνει.-Ο τσιγγούνης Σαν ξαναγίνω νύφη θα ξέρω να καμαρώνω-Το λάθος της απειρίας. Τρία βόδια δυο ζευγάρια- Όταν λέει κάποιος βλακεία. Σκορδοκαιλα μου-Δεν με ενδιαφέρει Όποιος καεί στο κουρκούτι φύσει και το γιαούρτι - Αυτός που την πατήσει μια φορά και κατόπιν φυλάγεται υπερβολικά. Είσαι καλά να χαίρομαι η τον παππά να φέρουμε-Αυτός που λέει κάτι τρελό. Πέσε πίτα να σε φάω- Αυτός που τα περιμένει όλα έτοιμα. Γιατί να βάλει τα χέρια του στη φωτιά ενώ έχει τον ζντάφτο: Το λεει κάποιος όταν αισθάνεται θύμα εκμετάλλευσης και κάνει δουλειά άλλου. Μαζί μιλάμε χώρια συνενογιόμαστε Σωτήρεψε και κρυψ προετοιμασία για τον χειμώνα Εκτός εποχής πλέον οι παλιές παροιμίες λόγω της πληθώρας των εικόνων της σημερινής ζωής. ΑΙΝΙΓΜΑΤΑ Όταν κάποιος δεν έβρισκε το αίνιγμα -Δώς μου χωριό -Την Σκαλίτσα 5 σπίτια -Δώς μου άλλο χωριόπιο μεγάλο -Την Στενή Ένα πράμα πραματάκι ξύνει το κόλο και λακάει. Πορδή Σαλάγανε τα πρόβατα,σαλάγανε τα γίδια,σαλάγανε κι ο μυστικός στη χούφτα τα ταίζει Παππάς Στη ράχη, ράχη πήγαινα, έτρωγα μια πέρδικα, τα φτερά της έτρωγα, το κορμί της πέταγα. Σταφύλι Σφάζω γίδα, κόβω γίδα κι απ΄της γίδας την παγίδα πάλι γίδα γίνεται Το αμπέλι που το κλαδεύεις και ξαναγίνεται Πάει πάει και πίσω δεν γυρνάει Ποτάμι Καρακάξα μακρυνούρα γρήγορη μαγειρετούρα Τηγάνι Ένα πράμα πραματάκι με τρία ποδαράκια Τζιροστιά Η μαρουλίτσα ξάντησε από δυο παραθυράκια. Πέντε την αρπάξανε στον τοίχο την πετάξανα Η μύξα, μήπως είχε κανένας μαντήλια τότε! Πέντε δέκα κουβαλάνε κι η κυρά Μαριώ σαρώνει Φαί, δάχτυλα, γλώσσα Σκούζει, βελάζει τον αφέντη φωνάζει Καμπάνα Γούρνα μου πελεκητή, μαρμαρένια και χρυσή, πάει ο κόκορας να πιεί, ούτε ο κόκορας χορταίνει ούτε η γούρνα μας στερεύει Θεία κοινωνία

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.