«Τώρα κι αν τα μεσάνυχτα πάνε στο μύλο τα ξωτικά κι οι
νεράιδες, ποιόνε να βρούνε και ποιος να τις δει;»…
Το χειμώνα πολλοί μύλοι που δεν είχε δίπλα την κατοικία του
ο μυλωνάς ερήμωναν τα βράδια μιας και οι ιδιοκτήτες πήγαιναν σπίτι τους στο
χωριό, οπότε στη φαντασία των κατοίκων γινόταν τόπος κατοικίας για τους
καλικαντζάρους ή τις νεράιδες.
Οι καλικάντζαροι εμφανίζονταν το δωδεκαήμερο των
Χριστουγέννων στους νερόμυλους και εκεί παρέμεναν μέχρι την ημέρα των Φώτων που
αγιάζονταν τα νερά και τους έδιωχναν οι παπάδες με την αγιαστούρα. Ζαβολιάρικα
πλάσματα οι καλικάντζαροι. Όλο ζαβολιές και καμώματα. Πότε άνοιγαν τα σακιά με
τα γεννήματα και σκορπούσαν κάτω το αλεύρι, πότε σταματούσαν τη μυλόπετρα και
πότε έπαιζαν παιγνίδια με το μυλωνά. Πρωί-πρωί, πριν από το χάραμα, με το
λάλημα του πετεινού αποσύρονταν στο υπόγειο της φτερωτής. Το βράδυ άφηναν το
καταφύγιο τους και άρχιζαν πάλι τα παιγνίδια.
ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ
Στη Στενή υπάρχουν αφηγήσεις και για τα τρία μοτίβα των
παραμυθιών με καλικαντζάρους που
κυκλοφορούν σε όλη την Ελλάδα. Και τα τρία έχουν σχέση με μύλους. Το πρώτο
είναι το κοριτσάκι που στέλνεται στο μύλο από την κακιά μητριά, το δεύτερο
αφορά τη γέννα της καλικαντζαρούς και τη μαμή και τρίτο και τελευταίο αφορά τον έξυπνο μυλωνά
και τον καλικάντζαρο. Στις αφηγήσεις αυτές οι ήρωες σώζονται είτε από φωτιά
είτε από το λάλημα του κόκορα. Στην ιστορία με το μυλωνά σχεδόν λυπάσαι τον αγαθιάρη
καλικάντζαρο ο οποίος ήταν πολύ φιλικός με το μυλωνά. Ακόμα και στο χωριό μας
οι διαφορές των αφηγήσεων στο ίδιο παραμύθι είναι αρκετές μιας και ο κάθε
αφηγητής προσθέτει ή αφαιρεί κατά το δοκούν. Τα παραμύθια που ακολουθούν μας τα
διηγήθηκε η Μαρία Ντούρμα-Μητάκη.
Η Μάρω, η Μάμπω, η Πλούμπω
και η
Σαρτζαμέγκλα
Η Μάρω είναι μια παραλλαγή του παραμυθιού της Μάμπως
και της Κάλως, της Πλούμπως κ.λπ. που έχουν διασωθεί στην υπόλοιπη Ελλάδα. Μια
πολύ ωραία αφήγηση έχει διασωθεί και στον γειτονικό μας Θεολόγο. Το παραμύθι
λέγεται «Η Σαρτζαμέγκλα» και όπως έλεγαν οι παραμυθάδες του χωριού σημαίνει
μάλλον κοπέλα ή κορίτσι στην γλώσσα των καλικαντζάρων. Επίσης ένα άλλο στοιχείο
που προστίθεται σε κάποιες τοπικές αφηγήσεις είναι το λάλημα του κόκορα. Το
πρώτο λάλημα είναι από άσπρο κόκορα και δεν το φοβούνται οι καλικάντζαροι, το
δεύτερο από μαύρο κόκορα που επίσης δεν φοβούνται και το τρίτο από κόκκινο κόκορα
που το φοβούνται και εξαφανίζονται.
Η ΜΑΡΩ
Μια φορά κι έναν καιρό
πίναν οι γάιδαροι νιρό
πάω κι εγώ εκεί
κουντά
για να πιώ καμιά χουφτιά
κι αρχινίσαν την κλωτσιά!
Δρόμο παίρνω, δρομ’ αφήνου
διψασμένος θ’ απομείνου.
Αρχή του παραμυθιού: καλησπέρα στην αφεντιά σαs
Πριν πολλά χρόνια σε ένα χωριουδάκι ζούσε μια μάνα με την
κόρη της, την όμορφη και καλόκαρδη Μάρω. Μέρες γιορτών και στο σπίτι είχαν
μείνει από αλεύρι και έπρεπε να φτιάξουν τα γλυκά. Νωρίς έφτασε η Μάρω στο
μύλο, αλλά η αράδα ήταν μεγάλη. Ώσπου να
φτάσει η σειρά της είχε πια βραδιάσει. Αφού άλεσε φόρτωσε το γαϊδουράκι της και
πήρε τον δρόμο για το χωριό. Μόλις απομακρύνθηκε λίγο από τον μύλο πετάχτηκαν
μπροστά της τα σκαρκατζούλια και την περικύκλωσαν απειλητικά.
-Πες μας ποιους αγαπάς από μας και ποιανούς θέλεις: τους ξουρισμένους ή τους αξούριγους;
Η Μάρω φοβήθηκε, αλλά κράτησε την ψυχραιμία της.
-Όλους σας θέλω και όλους σας αγαπάω.
-Τι θέλεις να σου δώσουμε; Πες μας Μάρω, πες μας!
-Θέλω μιρτζα νόρτζα.
- Μίρτζα νόρτζα. Μίρτζα νόρτζα. Μίρτζα νόρτζα…. φώναζαν τα
σκαρκατζούλια για να μην ξεχάσουν τι τους είχε ζητήσει!
Επέστρεψαν και της γέμισαν με φλουριά το μισοάδειο τσουβάλι
με το αλεύρι.
-Τι άλλο θέλεις; Πες μας Μάρω, πες μας!
Πες μας Μάρω, τι θέλεις να σου φέρουμε;