Όπως έχουμε πει σε προηγούμενη αναφορά μας, όταν
μάζευαν τις ελιές, τις αποθήκευαν στο κατώι του σπιτιού, μέχρι να έρθει η σειρά
για να πάνε στο λιοτρίβι. Και αυτή η «σειρά» αργούσε μέρες, ίσως και εβδομάδες.
Όταν ερχόταν η σειρά για να μπουν οι ελιές στο
λιοτρίβι, τις έβαζαν σε σακιά, τις φόρτωναν στο ζώο και τις μετάφεραν στο
λιοτρίβι.
Το ζύγισμα γινόταν με το καντάρι.
Το καντάρι (ο στατήρας των αρχαίων), λειτουργούσε με
διαιρεμένο σε οκάδες ή κιλά μοχλοβραχίονα με κινητό αντίβαρο και με το
υπομόχλιο σταθερό πάνω απ’ τη θέση του γάντζου, απ' όπου περνούσε ένα ξύλινο
δοκάρι «μανέλα» και κρατιόταν στις άκρες του από δυο ανθρώπους
σηκωτές-ζυγιστές. Ο γάντζος από κάτω ή οι δυο αλυσίδες που κατέληγαν πάλι σε γάντζους
μυτερούς, ήταν για την ανάρτηση του βάρους.
Αργότερα χρησιμοποιήθηκαν οι πλάστιγγες.
Μετά έπαιρναν τις ελιές και τις έριχναν στο «Αλώνι».
Το αλώνι ήταν σχετικά ψηλό, λιθόκτιστο,
πλακοστρωμένο, ελαφρά γυρτό προς τα μέσα, αλλά στο κέντρο επίπεδο για να
γυρίζουν οι πέτρες.
Στη μέση του αλωνιού υψωνόταν όρθιος ένας άξονας και
από αυτόν ένας άλλος κάθετα, οριζόντια αυτού που έμπαινε στο κέντρο των δύο
κυκλικών πετρών, που ζύγιζαν περίπου ένα τόνο η καθεμιά.
Οι αποστάσεις των δύο πετρών από τον κεντρικό άξονα
δεν ήταν ίσες, αλλά η μία ήταν ελάχιστα πιο μακριά από την άλλη για να πατάει
τις ελιές που έσπρωχνε προς τα έξω η άλλη.
Πιο ψηλά υπήρχε άλλος άξονας που προχωρούσε γυρτός
και έβγαινε έξω από την περιφέρεια του αλωνιού.
Εκεί ήταν το μουλάρι με τη λαιμαργιά και τα ανάλογα
λουριά, έτοιμο να αρχίσει να περιστρέφει τις πέτρες.
Ένας εργάτης κτυπούσε το άλογο με τη βίτσα για να
ξεκινήσει και ενώ το οδηγούσε, κατά διαστήματα έπαιρνε και το φτυάρι για να
σπρώχνει τις λιωμένες ελιές, για να μπορεί να τις πιάνουν οι πέτρες. Τις
λιωμένες ελιές τις έλεγαν «φαΐ», το οποίο μετά το τέλος της σύνθλιψης, τις
διοχέτευαν μέσω ενός ανοίγματος που υπήρχε, στο αλώνι σε έναν ειδικά
διαμορφωμένο χώρο, από όπου το έπαιρναν και γέμιζαν τα τσαντίλια.
Στα τσαντίλια βάζανε το «φαΐ» και τα τοποθετούσαν
στο πιεστήριο «πρέσα», μέχρι να συμπληρωθεί ένας «στάμος» ή «Μύλος».
Ο στάμος συμπληρωνόταν όταν έμπαιναν πάνω στην πρέσα
δεκατέσσερα τσαντίλια και ο μύλος τα διπλάσια, είκοσι οχτώ.
Σε οκάδες, αντιστοιχούσε ο στάμος σε 72,5 οκάδες και
ο μύλος 145 οκάδες.
Γυρίζοντας με τα χέρια τη «μανέλα», η πρέσα άρχιζε
να σφίγγει τα τσαντίλια και να χύνεται το λάδι σε μια γούρνα, ενώ παράλληλα
έριχναν με κουβάδες καυτό νερό επάνω στα τσαντίλια, για να καθαρίζουν και να
βοηθάνε τη ροή του λαδιού.
Το νερό έμενε κάτω και το λάδι επέπλεε και με ειδικά
διαμορφωμένα δοχεία έπαιρναν το λάδι και το έβαζαν στις λαδίκες.
Στο τέλος έμενε, το κατακάθι του λαδιού η
«καραμπάτσα», η οποία μαζί με το νερό που είχε μείνει από κάτω, έφευγε από μια
μικρή δίοδο που είχαν διαμορφώσει γι αυτό το σκοπό.
Με το τέλος της διαδικασίας, άδειαζαν τα τσαντίλια,
από τα λιωμένα κουκούτσια της ελιάς το «λικούκι».
Το «λικούκι» το προωθούσαν στο εμπόριο, με το οποίο
έφτιαχναν την πυρήνα, που την χρησιμοποιούσαν για θέρμανση κυρίως στα μαγκάλια.
Κρατούσαν όμως και αρκετή ποσότητα για τροφή των γουρουνιών,
το οποίο ανακάτευαν με αλεσμένο κριθάρι και νερό και δημιουργείτο ένας χυλός,
το χοιράλευρο, που το έριχναν στο «λότσο» για να τον φάει το γουρούνι. Λότσος
ήταν η ταΐστρα του γουρουνιού. Ήταν ένα σκαφιδιασμένο ξύλο, το οποίο το
χρησιμοποιούσαν και για ποτίστρα των πουλερικών από τα Χριστούγεννα, μέχρι τον
επόμενο Σεπτέμβριο που θα αγόρασαν το γουρούνι να το εκθρέψουν για τα επόμενα Χριστούγεννα.
Το γενικό πρόσταγμα το είχε ο «μάστορας» που ήταν έμπειρος
και καθοδηγούσε τους υπόλοιπους εργάτες.
Μάστοροι κατά καιρούς είχαν χρηματίσει. Ο Αναστάσιος
Θάνος (Κατάσος),ο Γεώργιος Θωμάς, ο Θεόδωρος Σιμιτζής (Δόκιμος), ο Σπύρος
Σπύρου (Γκέτσικας) και αργότερα ο γιος του Γιάννης Σπύρου, ο Γιάννης Λέων
(Γιαγιάννης), ο Κυριάκος Ζέρβας (Κυριακός), ο Κυράνας Ευάγγελος (Τζατζανάκης),
ο Αναστάσιος Ντούρμας (Τζάβας), ο Λάππας Χρήστος, ο Δημήτριος Ντούρμας
(Μανταλός), ο Θανάσης Πισινάρας (Σιτιμπούρας), ο Αντώνης Βλάχος κ.α
Οι νοικοκυραίοι των οποίων είχαν «βάλει μπροστά» τις
ελιές στο λιοτρίβι, έφερναν κρασί και κολατσιό για τους εργάτες, οι οποίοι
δουλεύοντας, έτρωγαν κάτι και έπιναν και κάποιο ποτηράκι.
Το κολατσιό αποτελείτο κυρίως από ρέγκες ή σαρδέλες
παστές (για να τραβάνε κρασί), τυρί, ντομάτες κλπ. Την ημέρα που θα έπαιρναν το
λάδι πήγαιναν στο λιοτρίβι τηγανίτες ή λουκουμάδες.
Λιοτρίβια στη Στενή ήταν:
-Στην Άνω Στενή, του Γρηγόρη Μέργου
(Τσάλης),συνεταιρικά με το δάσκαλο Χαράλαμπο Παπακηρύκου και Παναγιώτα
Ντούρμα-Σιμιτζή.
-Μεταξύ Πάνω και Κάτω Στενής, τα αδέλφια Ευάγγελος
και Αθανάσιος Γιαλός (Ταμίας)
-Στην Κάτω Στενή, του Ανέστη Βλάχου (Πανίτσα),
συνεταιρικά με την Μαρία Λέων, το γένος Κορώνη.
-Στον Πύργο (Σκουντέρι), ο Θανάσης Καμαριώτης
(Παρέας)και ο Παγώνης από τα Καμπιά.
-Λίγα χρόνια πριν τον πόλεμο του 1940 άρχισε να
λειτουργεί υδραυλικό λιοτρίβι ιδιοκτησίας του Γιώργου Γιαννούκου (Πολισμάνος)
και Δημήτρη Τσότσου (Λουτσόρος), το οποίο κάηκε στην κατοχή.
Το λιοτρίβι του Γιώργου Γιαννούκου, λειτούργησε και
μετά τον πόλεμο, σε άλλη θέση, εκεί που σήμερα είναι το σπίτι του Γιώργου
Καράγκου, από τη Μαρία Λέων και άλλων συνεταίρων, ενώ στην Κάτω Στενή άνοιξε
για λίγα χρόνια λιοτρίβι και ο Χαράλαμπος Σιμιτζής (Λαμής). Σήμερα εκεί
λειτουργεί φούρνος.
Γιάννης Γιαννούκος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.