Ραβδί:. Απαραίτητο για τους γιδαραίους. Πολύ μακρύ,
ξεπερνάει το ύψος του ανθρώπου και στην άκρη του δημιουργεί καμπύλη από το ίδιο
ξύλο. Μ' αυτό πιάνουν τα γίδια απ' το λαιμό ή το πόδι όταν προσπαθούν να
απομακρυνθούν.
Ραμμάτισμα:. Το ραμμάτισμα γινόταν από τους
υλοτόμους, οι οποίοι, μετά το κόψιμο του δέντρου και προκειμένου να το χωρίσουν
σε σανίδες, τέντωναν ένα σκοινί από την μια άκρη ως την άλλη του κορμού, το
οποίο ήταν εμποτισμένο σε μπογιά.
Το σήκωναν λίγο και το άφηναν και αυτό πέφτοντας,
αποτύπωνε το χρώμα πάνω στον κορμό, οπότε οι υλοτόμοι ήξεραν που θα κόψουν.
Ρεκάζω:. Φωνάζω δυνατά, σκούζω, κραυγάζω.
Ρεπιθέμελο:. Κτίσμα παλιό γκρεμισμένο, που είχαν
μείνει μόνο λίγες πέτρες που προσδιόριζαν τα θεμέλια.
Ριζάφτι (το): Η ρίζα του αυτιού.
Ριζικό (το):. Το πεπρωμένο.
Ροβολάω:. Περπατώ στην κατηφόρα.
Ροΐ:. Δοχείο για μικρή ποσότητα λαδιού, που το είχε
η νοικοκυρά στην κουζίνα για να ρίχνει στο φαγητό ή στη σαλάτα.
Ροϊεύω:. Διανέμω, μοιράζω ότι έχω σε φίλους και
γειτόνους, μέχρι ενοχλητικού σημείου για τους συγγενείς μου.(Δεν έχουμε τίποτα
στο σπίτι, τα ρόιεψε όλα ο προκομμένος).
Ροχάζω:. Ροχαλίζω θορυβωδώς και ακατάστατα, με μη
φυσιολογικό
αναπνευστικό ήχο.
Ρόχαλο:. Το φλέγμα η παχύρρευστη αυτή ουσία που
μοιάζει με τη μύξα
και αποβάλλεται από το στόμα ως πτύελο και
ροχαλιάρης, αυτός που
έβγαζε πολλά φλέγματα, ενώ ροχάλα έλεγαν το μεγάλο
φλέγμα.
Γιάννης Γιαννούκος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.