Ιστορικός – Αρχαιολόγος, ΜΑ
Σαν σήμερα, 28 Μαρτίου το 1822, Μεγάλη Τρίτη, λαβώθηκε σε ενέδρα στα Δυο Βουνά και πέθανε ο οπλαρχηγός Αγγελής Γοβιός ή Τζουτζάς ή Τζοτζάς. Στη συνέχεια των μαχών, στην περιοχή του «Πανού (Δούδαλη) τη Στέρνα» την ίδια ημέρα έπεσαν ηρωικά, για του Χριστού τη πίστη την Αγία και της Πατρίδος την ελευθερία, ο οπλαρχηγός και υπαρχηγός της Ευβοϊκής Επανάστασης του 1821, ο Κώτσος (Κώτσας) Δημητρίου ή Θηβαίος και ο αδελφός του αρχικαπετάνιου Αγγελή, Αναγνώστης , μαζί με 15 εμπειροπόλεμα παλικάρια τους.
Απόσπασμα των γεγονότων των μαχών:
«…Ο Αγγελής αψήφησε τις υποδείξεις κι όρμισε προς τους Τούρκους λέγοντας, κατά τη συνήθεια των τότε καπεταναίων, που πίστευαν στα όνειρα:
«Είδα όνειρο, η σημερινή μέρα θα΄χει μεγάλες συνέπειες. Της Τρίτης τ΄ όνειρο βγαίνει πάντοτε, αλλ΄ ό,τι γίνει, ας γίνει».
Κι εξακολούθησε το δρόμο του παρασύροντας μαζί πολλούς στρατιώτες. Μα μόλις προχώρησε προς τα Δυο Βουνά, οι κρυμμένοι Τούρκοι άρχισαν να ρίχνουν δεξιά κι αριστερά και σκότωναν πολλούς.
Εκείνες τις στιγμές παρουσιάστηκαν κι άλλοι καβαλάρηδες και τους κύκλωσαν. Ακολούθησε πανικός κι οι στρατιώτες άρχισαν να διαλύονται προσπαθώντας να σωθούν. Μονάχα δεκαεφτά παλικάρια έμειναν μαζί με τον Αγγελή κι εξακολούθησαν να πολεμούν απεγνωσμένα. Εκεί κοντά στα Δυο Βουνά λαβώθηκε ο καπετάν Αγγελής στο δεξί μερί. Συνέχισεν όμως να περπατάει και μπήκε μαζί με τον ψυχογιό του, που τον κρατούσε, σε μια ρεματιά. Εκεί τον έφθασαν οι Τούρκοι καβαλάρηδες κι άρχισαν να του ρίχνουν. Τότε λέει του παραγιού του να του δώσει το ντουφέκι του. Πυροβολεί εναντίον των Τούρκων και σκοτώνει δύο. Του πασάρει άλλο ντουφέκι ο παραγιός του, ρίχνει και σκοτώνει κι άλλο καβαλάρη. Πυροβολεί τέλος με τις πιστόλες του. Αλλ΄ απόκαμε από την αιμορραγία του ποδιού και στάθηκε. Ζήτησε νερό και χωρίς να ξέρει τι κάνει έπεσε μπρούμυτα στο ποτάμι της ρεματιάς, προσπαθώντας να
δροσίσει τα χείλη του. Δεν πέρασε λεπτό κι ο Αγγελής ξεψύχησε εκεί, ψιθυρίζοντας στον παραγιό του:
«Φύγε για να μη σε πάρω στο λαιμό μου».
Ο παραγιός του φίλησε το χέρι, πήρε το ντουφέκι του και τις κουμπούρες κι έφυγε δρομαία μέσα από θάμνους κι άλλα χαμόκλαδα. Οι Τούρκοι τού ριξαν, μα δεν τον χτύπησαν κι έτσι σώθηκε. Λίγο πιο πέρα έγινε άλλη σκηνή. Το πρωτοπαλίκαρο του Γοβιού, ο Καπετάν Κώστας Θηβαίος, εξακολούθησε να πολεμάει μαζί με δέκα πέντε παλικάρια κυκλωμένος από Τούρκους καβαλάρηδες. Μαζί του βρίσκονταν κι ο αδελφός του Αγγελή, Αναγνώστης Γωβιός. Αν κι οι Τούρκοι τους πρότρεπαν να προσκυνήσουν για να σωθούν, όμως εκείνοι εξακολούθησαν να μάχονται απεγνωσμένα. Ο κλοιός γίνονταν ολοένα στενότερος και κάθε σωτηρία αποκλείστηκε σε λίγο. Οι Τούρκοι και πάλι φώναξαν στον Κώστα:
«Κώτσο, Κώτσο, προσκύνα να μη σε σκοτώσουμε!»
Αλλ΄ εκείνος απάντησε σαν το Διάκο:
«Μουρτάτες, δεν παραδίνομαι θα φάω πολλούς ακόμη από σας!».
Τότε κάποιος στρατιώτης πρόσφερε άλογο στον Κώστα για να φύγει, αλλ΄ ενώ επιχείρησε ν΄ ανεβεί, έσπασε ο αναβατήρας κι έτσι εξακολούθησε να περπατάει πεζός. Αλλά τότε τον βρήκαν πολλές σφαίρες και τον έριξαν νεκρό, ενώ μαζί του έπεφτε κι ο αδελφός του Γοβιού, Αναγνώστης. Οι άλλοι στρατιώτες σώθηκαν στα Βρυσάκια, οπού ανάγγειλαν τον τραγικό θάνατο των καπεταναίων. Οι δε Τούρκοι έκοψαν τις κεφαλές των τριών και τις έφεραν θριαμβευτικά στη Χαλκίδα, όπου επί οχτώ μέρες γιόρταζαν με φωτοχυσίες και τα κανόνια του κάστρου έριχναν χαρούμενα για το θάνατο των μεγάλων αρχηγών της Εύβοιας. Την άλλη μέρα πήγαν οι Έλληνες και πήραν τ΄ ακέφαλα σώματα και τα κήδεψαν σεμνά, ανάμεσα σε λυγμούς και κλάματα, τάθαψαν στην ακρογιαλιά, στις 29 του Μάρτη του 1822.
Κάποια επιγραφή, που σώζονταν ως τα 1857 θύμιζε στους διαβάτες πως εκεί βρίσκονταν τα κοκάλα τριών αγωνιστών, που στάθηκαν ανάμεσα στους ηρωικότερους και θυσιαστικώτερους, που πολέμησαν κι έπεσαν για τη λευτεριά της Ελλάδας και της Εύβοιας. Με Σπαρτιατική σεμνότητα και λιτότητα είχε χαραχθεί πάνω στη μαυρισμένη πλάκα το εξής επίγραμμα:
«…Ο Αγγελής αψήφησε τις υποδείξεις κι όρμισε προς τους Τούρκους λέγοντας, κατά τη συνήθεια των τότε καπεταναίων, που πίστευαν στα όνειρα:
«Είδα όνειρο, η σημερινή μέρα θα΄χει μεγάλες συνέπειες. Της Τρίτης τ΄ όνειρο βγαίνει πάντοτε, αλλ΄ ό,τι γίνει, ας γίνει».
Κι εξακολούθησε το δρόμο του παρασύροντας μαζί πολλούς στρατιώτες. Μα μόλις προχώρησε προς τα Δυο Βουνά, οι κρυμμένοι Τούρκοι άρχισαν να ρίχνουν δεξιά κι αριστερά και σκότωναν πολλούς.
Εκείνες τις στιγμές παρουσιάστηκαν κι άλλοι καβαλάρηδες και τους κύκλωσαν. Ακολούθησε πανικός κι οι στρατιώτες άρχισαν να διαλύονται προσπαθώντας να σωθούν. Μονάχα δεκαεφτά παλικάρια έμειναν μαζί με τον Αγγελή κι εξακολούθησαν να πολεμούν απεγνωσμένα. Εκεί κοντά στα Δυο Βουνά λαβώθηκε ο καπετάν Αγγελής στο δεξί μερί. Συνέχισεν όμως να περπατάει και μπήκε μαζί με τον ψυχογιό του, που τον κρατούσε, σε μια ρεματιά. Εκεί τον έφθασαν οι Τούρκοι καβαλάρηδες κι άρχισαν να του ρίχνουν. Τότε λέει του παραγιού του να του δώσει το ντουφέκι του. Πυροβολεί εναντίον των Τούρκων και σκοτώνει δύο. Του πασάρει άλλο ντουφέκι ο παραγιός του, ρίχνει και σκοτώνει κι άλλο καβαλάρη. Πυροβολεί τέλος με τις πιστόλες του. Αλλ΄ απόκαμε από την αιμορραγία του ποδιού και στάθηκε. Ζήτησε νερό και χωρίς να ξέρει τι κάνει έπεσε μπρούμυτα στο ποτάμι της ρεματιάς, προσπαθώντας να
δροσίσει τα χείλη του. Δεν πέρασε λεπτό κι ο Αγγελής ξεψύχησε εκεί, ψιθυρίζοντας στον παραγιό του:
«Φύγε για να μη σε πάρω στο λαιμό μου».
Ο παραγιός του φίλησε το χέρι, πήρε το ντουφέκι του και τις κουμπούρες κι έφυγε δρομαία μέσα από θάμνους κι άλλα χαμόκλαδα. Οι Τούρκοι τού ριξαν, μα δεν τον χτύπησαν κι έτσι σώθηκε. Λίγο πιο πέρα έγινε άλλη σκηνή. Το πρωτοπαλίκαρο του Γοβιού, ο Καπετάν Κώστας Θηβαίος, εξακολούθησε να πολεμάει μαζί με δέκα πέντε παλικάρια κυκλωμένος από Τούρκους καβαλάρηδες. Μαζί του βρίσκονταν κι ο αδελφός του Αγγελή, Αναγνώστης Γωβιός. Αν κι οι Τούρκοι τους πρότρεπαν να προσκυνήσουν για να σωθούν, όμως εκείνοι εξακολούθησαν να μάχονται απεγνωσμένα. Ο κλοιός γίνονταν ολοένα στενότερος και κάθε σωτηρία αποκλείστηκε σε λίγο. Οι Τούρκοι και πάλι φώναξαν στον Κώστα:
«Κώτσο, Κώτσο, προσκύνα να μη σε σκοτώσουμε!»
Αλλ΄ εκείνος απάντησε σαν το Διάκο:
«Μουρτάτες, δεν παραδίνομαι θα φάω πολλούς ακόμη από σας!».
Τότε κάποιος στρατιώτης πρόσφερε άλογο στον Κώστα για να φύγει, αλλ΄ ενώ επιχείρησε ν΄ ανεβεί, έσπασε ο αναβατήρας κι έτσι εξακολούθησε να περπατάει πεζός. Αλλά τότε τον βρήκαν πολλές σφαίρες και τον έριξαν νεκρό, ενώ μαζί του έπεφτε κι ο αδελφός του Γοβιού, Αναγνώστης. Οι άλλοι στρατιώτες σώθηκαν στα Βρυσάκια, οπού ανάγγειλαν τον τραγικό θάνατο των καπεταναίων. Οι δε Τούρκοι έκοψαν τις κεφαλές των τριών και τις έφεραν θριαμβευτικά στη Χαλκίδα, όπου επί οχτώ μέρες γιόρταζαν με φωτοχυσίες και τα κανόνια του κάστρου έριχναν χαρούμενα για το θάνατο των μεγάλων αρχηγών της Εύβοιας. Την άλλη μέρα πήγαν οι Έλληνες και πήραν τ΄ ακέφαλα σώματα και τα κήδεψαν σεμνά, ανάμεσα σε λυγμούς και κλάματα, τάθαψαν στην ακρογιαλιά, στις 29 του Μάρτη του 1822.
Κάποια επιγραφή, που σώζονταν ως τα 1857 θύμιζε στους διαβάτες πως εκεί βρίσκονταν τα κοκάλα τριών αγωνιστών, που στάθηκαν ανάμεσα στους ηρωικότερους και θυσιαστικώτερους, που πολέμησαν κι έπεσαν για τη λευτεριά της Ελλάδας και της Εύβοιας. Με Σπαρτιατική σεμνότητα και λιτότητα είχε χαραχθεί πάνω στη μαυρισμένη πλάκα το εξής επίγραμμα:
«ΕΝΘΑΔΕ ΚΕΙΤΑΙ Ο ΗΡΩΣ ΓΡΑΒΙΑΣ ΚΑΙ ΕΥΒΟΙΑΣ
ΑΓΓΕΛΗΣ ΓΩΒΙΟΣ, ΛΙΜΝΙΟΣ, ΜΕΤ΄ ΑΔΕΛΦΟΣ
ΓΩΒΙΟΣ ΚΑΙ ΣΥΝΑΓΩΝΙΣΤΟΣ ΚΩΣΤΑ ΘΗΒΑΙΟΥ»
ΑΓΓΕΛΗΣ ΓΩΒΙΟΣ, ΛΙΜΝΙΟΣ, ΜΕΤ΄ ΑΔΕΛΦΟΣ
ΓΩΒΙΟΣ ΚΑΙ ΣΥΝΑΓΩΝΙΣΤΟΣ ΚΩΣΤΑ ΘΗΒΑΙΟΥ»
Ποίημα στον Αγγελή και στον Κώτσο
Στροφή Α:
Μην είδατε στα δυο βουνά, τους δυο Καπεταναίους
Που αρχίσανε τον πόλεμο στους Τούρκους Χαλκιδαίους
Τον Κότσο και τον Αγγελή, τα δυο Λεοντάρια;
Εχθές, προχθές τους είδαμε με λίγα παλικάρια,
εις της Καστέλλας ρίχτηκαν τον κάμπο σαν θηρία,
πολέμαγαν και με πεζούς και με καβαλαρία.
Βαστούν στα δόντια το σπαθί, στο χέρι το ντουφέκι
Και εξολοθρεύουν τον εχθρό, δώνουν αστροπελέκι.
Τρεις περδικούλες κάθονται στα δυο βουνα στη ράχη, η μια κοιτάει τον Έγριπο,
η άλλη το Βρυσάκι, η Τρίτη και η ακαλύτερη μοιρολογάει και λέει:
«μας λάβωσαν τον Αγγελή κι ο Κώτσος κινδυνεύει»
Πολλή μαυρίλα έβγαινε πάνω από το άσπρο χώμα
Λαβώσανε τον Αγγελή στο χέρι και στο στόμα.
Όσο να πάει στα Ψαχνά επέθανε στο ρέμα.
Κι ο Κώτσος άμα έφτασε εις του Πανού την στέρνα:
«σύρτε, παιδιά μου στο ορδί και πιάστε το ταμπούρι»
Και το κουμπούρι τραβηξε, σκοτώνει καβαλάρη
Κινάς Αγάς ετράβηξε, του πήρε το κεφάλι.
Στροφή Β:
Για σένα, μωρ’ Αγγελή, κλαίει το Γριπονήσι
που χάθηκες κατακαμπής με όλο το γιουρούσι.
Εσύ δεν επολέμαγες μες στης Γραβιάς το χάνι;
Μα οι Μπαλαλαίοι τα σκυλιά σού φαγαν το κεφάλι.
Σε άφησαν κατακαμπής σου πήρν το κεφάλι.
Σε κλαίει ούλ’ η Ρούμελη τ’ ήσουνα παλικάρι.
Πήγατε και κλειστήκατε μές της Γραβιάς το χάνι
Κι ο Οδυσσέας κιότεψε, πούτανε καπετάνιος
Κι ο Αγγελής εφώναξε: «κουράγιο μη φοβάστε»
Καρτέρεψαν και νύχτωσε κι ο Αγγελής φωνάζει:
«κουράγιο κάμετε παιδιάνα βγούμε απ΄το χάνι».
Όλοι τους βγήκαν ζωντανοί και μόνο δυο τους λειψαν
Κι οι Τούρκοι δε σαλέψανε σαν φοβισμένοι πούσαν.
Αλ. Καλέμης, Περιπλανήσεις στον Χώρο και στο Χρόνο» Γ’ Τόμος, Εκδόσεις Κίνητρο
http://taxidievia.blogspot.com/2015/03/h-1821-2.html
http://taxidievia.blogspot.com/2015/03/h-1821-2.html
http://dirfyakanea.blogspot.gr.
Σκίτσα Γ. Παπαστάμου , «Το χρονικό μιας μικρής πολιτείας και ενός μεγάλου ήρωα».
ΠΗΓΗ :https://psaxna.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.