Η λάμια
Εννιά χιλιάδες πρόβατα, εννιά χιλιάδες γίδια,
εννια ’δερφάκια τα φυλούν κι εννιά
τα μοσχοβόσκουν.
Πέντε πήγαν στο πόλεμο, τρία τα παίρνει ο Χάρος
κι έμεινε ο Γιάννος μοναχός, τσοπάνης των γιδιώνε
5
κι η μάνα τον ορμήνευε,
η μάνα του του λέει:
- Γιάννο μ’ σαν θέλεις την ευχή, σαν θέλεις να προκόψεις,
σε πεύκο να μην κοιμηθείς, σε βάτο
μη σταλίσεις
και σε νεραϊδολίβαδο καλάμη μη βαρέσεις
κι ακούσει η λάμια του γιαλού και πάρει τη λαλιά του.
10
Κι αυτός επεριφρόνησε της μάνας του τα λόγια,
ε πεύκο πήγε κι έκατσε, σε βάτο να σταλίσει
αι σε νεραϊδολίβαδο καλάμι κελαηδάει.
Τ’ ακούν οι λάμιες του γιαλου και παίρνουν τη λαλιά
σου,
Και μια λάμια,
καλή λάμια, στέκεται και του λέει:
15 -
Λάλα το, Γιάννο, λάλα το τρείς μέρες και τρείς νύχτες
κι αν αποστάσω στο χωρό, άντρα θέ να σε πάρω.
Λάλησε ο μαύρος, λάλησε, τρεις μέρες και τρείς νύχτες
Σαπίσαν τα χεράκια του και πέσαν
στην ποδιά του.
Κοπήσαν τα χεράκια του, βαρώντας το ------------------------------
και η λάμια
έφυγε».
Από τη « Συλλογή Δημοτικών Τραγουδιών στη Νότια
Εύβοια» των Β.
Μαστροκώστα και
Χρ. Μητροπέτρου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.