Η Κεντρική Εύβοια, η περιοχή μας, αποτελείται από δύο
γεωγραφικές ενότητες. Το πεδινό τμήμα που περιλαμβάνει τα χωριά του Ληλάντιου
πεδίου και το βορεινό τμήμα, που περιλαμβάνει τα χωριά της ανατολικής οροσειράς
της Δίρφυς. Στα βορεινά χωριά εγκαταστάθηκαν κατά τη διάρκεια της
τουρκοκρατίας, άτομα και οικογένειες, από διάφορα μέρη της Ελλάδας για
μεγαλύτερη ανεξαρτησία, που εξασφάλιζε το δύσβατο της περιοχής. Επίσης,
εγκαταστάθηκαν και οικογένειες νομάδων, βλάχων και σαρακατσαναίων από την
περιοχή των Αγράφων.
Στα πεδινά χωριά, μετοίκησαν οι κάτοικοι από τα
Βάβουλα, ορεινό χωριό της Δίρφυς, αλλά εγκαταστάθηκαν και οικογένειες από άλλες
περιοχές.
Στη Στενή οι κάτοικοι μετοίκησαν προεπαναστατικά από
το Σκουντέρι που ήταν το παλιό χωριό. Την ίδια εποχή εγκαταστάθηκαν και πολλές
οικογένειες από την Ήπειρο και από άλλες περιοχές της Ελλάδος.
Τα πεδινά χωριά είχαν σαν κύρια ασχολία τη γεωργία,
ενώ τα βορεινά την κτηνοτροφία. Η Στενή είχε και τη γεωργία και την κτηνοτροφία
σαν κύριες απασχολήσεις και για το λόγο αυτό, ήταν μεγαλύτερη σε πληθυσμό από
τα άλλα χωριά.
Επειδή για την παλιά εποχή η Χαλκίδα ήταν
απομακρυσμένη, είχε σαν επακόλουθο τη δημιουργία και ανάπτυξη εμπορικού κέντρου,
που να καλύπτει τις ανάγκες της περιοχής.
Τις προϋποθέσεις αυτές εξασφάλιζε η Στενή λόγω της
θέσεως της, σαν συνδετικός κρίκος μεταξύ των δύο ενοτήτων, με διαφορετικά και
συμπληρωματικά αγροτικά και κτηνοτροφικά προϊόντα.
Η επιλογή της σαν έδρα του Δήμου Ληλαντίων, ενίσχυσε
περισσότερο τη θέση της, σαν εμπορικό, διοικητικό, πνευματικό, ιατρικό και
κοινωνικό κέντρο της περιοχής.
Εκτός από τη γεωργία και την κτηνοτροφία,
δημιουργήθηκαν και πολλά άλλα επαγγέλματα, όπως υλοτόμοι, κτίστες, ράφτες,
ξυλουργοί, σιδηρουργοί, μυλωνάδες, τσαρουχοποιοί, σαμαράδες, πεταλωτές κ.α. που
κάλυπταν τις ανάγκες της περιοχής.
Στις υπηρεσίες του Δήμου, δημιουργήθηκαν θέσεις
δημογραμματέων, δημαστυνόμων, δημοτικών εισπρακτόρων, δημοτικών κλητήρων,
αγρονόμων, δασονόμων κ.α.
Σταδιακά εγκαταστάθηκε και επιστημονικό προσωπικό,
δημοδιδάσκαλοι, ελληνοδιδάσκαλοι, γιατροί κ.α.
Αυτό είχε σαν συνέπεια, πολλοί Στενιώτες να ασχοληθούν
με τα νέα επαγγέλματα και να προσελκύσει πολλούς επαγγελματίες από διάφορα μέρη
της Ελλάδας, που εγκαταστάθηκαν μόνιμα στη Στενή. Αναφέρουμε ενδεικτικά τους
αδελφούς Γιώργο και Αγγελή Τσουτσαίο από το Βασιλικό που ασχολήθηκαν με το
εμπόριο, οι Μαστρογιανναίοι από τη Βόρειο Ήπειρο σαν κτίστες-οικοδόμοι, που και
οι απόγονοί τους για πάρα πολλά χρόνια ασκούσαν τα ίδια επαγγέλματα. Ο Γιάννης
Τζώλης από τα Γιάννενα σαν τεχνίτης-ράφτης της
φουστανέλας, της φέρμελης και των άλλων εξαρτημάτων της παλιάς ανδρικής
φορεσιάς, που από το επάγγελμά του απέκτησαν το προσωνύμιο οι κόρες του, η
Μαστόρα και η Ραφτοπούλα.
Με την ανάπτυξη του εμπορίου και τη δημιουργία των
άλλων επαγγελμάτων και υπηρεσιών, αυξήθηκε ακόμα περισσότερο ο πληθυσμός της
Στενής, που τον περασμένο αιώνα ήταν τριπλάσιος από τα άλλα κεφαλοχώρια της
περιοχής και τρίτη πόλη της επαρχίας Χαλκίδας, μετά τη Χαλκίδα και τη Λίμνη.
Από τις αρχές του αιώνα αλλά και νωρίτερα, άρχισε η
μετανάστευση των Στενιωτών και η εγκατάστασή τους στη Χαλκίδα, Αθήνα,
Θεσσαλονίκη και σε άλλα μέρη της Ελλάδας. Έφευγαν όσοι λόγω σπουδών δεν
μπορούσαν να απασχοληθούν στη Στενή, όπως γιατροί, δικηγόροι, δάσκαλοι,
καθηγητές, δημόσιοι υπάλληλοι και στρατιωτικοί. Αρκετοί Στενιώτες που
εργάζονταν στα μεταλλεία και σε άλλες εργασίες,
εγκαταστάθηκαν μόνιμα στους τόπους εργασίας. Επίσης
πολλές οικογένειες εγκαταστάθηκαν σε άλλα χωριά της περιοχής, Βούνους, Αμφιθέα,
Πούρνο, Λούτσα κ.λ.π., και μερικές οικογένειες κτηνοτρόφων εγκαταστάθηκαν
μόνιμα στα Χειμαδιά.
Τέλος πολλοί Στενιώτες μετανάστευσαν στην Αμερική και
αργότερα και στην Αυστραλία.
Οι Στενιώτες που εγκαταστάθηκαν σε άλλες περιοχές,
ήταν πολλοί κι αυτό που λέγανε από παλιά, ότι όπου και να πας θα συναντήσεις
Στενιώτη, δεν ήταν υπερβολή. Υπήρχε όμως τα παλιά χρόνια υπεργεννητικότητα και
ο πληθυσμός της Στενής μέχρι τη δεκαετία του 50 ήταν μεγάλος και από παλιές
απογραφές ξεπερνούσε τις 2.000, χωρίς να συμπεριλαμβάνονται οι κτηνοτρόφοι, που
κατά την περίοδο της
απογραφής ήταν στα Χειμαδιά.
Μεταπολεμικά όμως, παρουσιάστηκε το φαινόμενο της
αστυφιλίας, που ερήμωσε την ύπαιθρο και γιγάντωσε τις μεγάλες πόλεις. Η
αστυφιλία έπληξε και όλα τα χωριά της περιοχής μας, περισσότερο όμως τη Στενή.
Επίσης το σύνολο σχεδόν των κτηνοτρόφων εγκαταστάθηκαν μόνιμα σε χωριά της
Βοιωτίας, Αττικής και Εύβοιας που είχαν τα χειμαδιά.
Σήμερα η Στενή έχει μεγαλύτερο πληθυσμό από τα άλλα
χωριά της περιοχής, όχι όμως με την παλιά αναλογία που είχε προπολεμικά.
Για τα δεδομένα της παλιάς εποχής, η περιοχή μας ήταν
αυτάρκης και αποτελούσε ανεξάρτητη και αυτόνομη οικονομική ενότητα. Οι ανάγκες
της γεωργίας και κτηνοτροφίας, καλύπτονταν κυρίως από κατοίκους του ίδιου του χωριού,
υπήρχαν όμως και μετακινήσεις εργατών για εποχιακές απασχολήσεις. Από τα
διπλανά και βορεινά χωριά, στο Θεολόγο και το Μίστρο για τις ελιές, στους
Καθενούς και στα άλλα παραγωγικά χωριά του Ληλαντίου για τα αμπέλια και τις
άλλες γεωργικές εργασίες. Τσεργιώτες, Αγιασοφίτες και Βλαχιώτες, δούλευαν
μπιστικοί στα κοπάδια των Κουτσουναίων και των άλλων τσελιγγάδων της Στενής.
Για την ανάγκη μεγαλύτερης και πιο ευρύτερης
διακίνησης και ανταλλαγής προϊόντων, καθιερώθηκε και λειτούργησε στην αρχή
εθιμοτυπικά και αργότερα με νόμο του κράτους, ετήσια εμποροπανήγυρη και
ζωοπανήγυρη (παζάρι), τα πιο παλιά χρόνια στις 2 Μαΐου στη θέση Άγιος Αθανάσιος
και μετά την 1η Σεπτεμβρίου στη θέση Άγιοι Ταξιάρχες που λειτουργεί μέχρι
σήμερα.
Το παζάρι τα παλιά χρόνια είχε πολύ μεγάλη κίνηση και
ερχόντουσαν , ακόμα και από τα χωριά της Κύμης και του Αλιβερίου, όπως και από
την περιοχή μας πήγαιναν στο παζάρι της Αγίας Θέκλης του Αυλωναρίου.
Το μεγαλύτερο κατάστημα γενικού εμπορίου της περιοχής
και από τα μεγαλύτερα της Εύβοιας, που κάλυπτε πολύ πιο ευρύτερη περιοχή, ήταν
του Γιάννη Λέων (Καλιάφα), γνωστό σαν το μαγαζί του Καλιάφα. Απορροφούσε το σύνολο
της ελαιοπαραγωγής Στενής, Καμπιών, Μίστρου και μέρος του Θεολόγου και πολλές
φορές μίσθωνε και μάζευε με δικούς του εργάτες όλες τις Μιστριώτικες ελιές,
αποζημιώνοντας τους ιδιοκτήτες. Επίσης έκανε και εισαγωγές από τη Θεσσαλονίκη,
που την εποχή εκείνη ήταν τουρκοκρατούμενη, σε συνεργασία με το Γιώργο
Τσουτσαίο, που ήταν ο πρώτος ιδιοκτήτης του μαγαζιού και αργότερα εγκαταστάθηκε
μόνιμα στη Θεσσαλονίκη. Καΐκια από τη Θεσσαλονίκη ξεφόρτωναν εμπορεύματα στο
Λιμνιώνα και από κει, Αγιασοφίτες αγωγιάτες τα μετέφεραν στη Στενή. Με τα
εμπορεύματα αυτά, το λάδι και τα άλλα αγροτικά και κτηνοτροφικά προϊόντα,
προμήθευε τα καταστήματα της Χαλκίδας και όλης της περιοχής.
Άλλο μεγάλο κατάστημα, που κάλυπτε τις ανάγκες της
περιοχής, ήταν και της γυναίκας του Ηλία Παπαγεωργίου (Ξινιάρη) και κόρης του
Δ. Παλαιολόγου (Μητρά), γνωστό σαν το μαγαζί της Κούμπως. Επίσης και τα μαγαζιά
του Αγγελή Τσουτσαίου, Δημητρίου Σιμιτζή (Μπερμπέση), Χρήστου Παπαγεωργίου
(Καραχρήστου), Κώστα Παλαιολόγου (Κουντούρη) και πολλά άλλα. Σ’ αυτά τα μαγαζιά
ψώνιζαν οι κάτοικοι από τα άλλα χωριά, όταν έρχονταν στη Στενή, σε συνδυασμό
με τη διεκπεραίωση των διοικητικών τους υποθέσεων, στις
υπηρεσίες του δήμου. Μάλιστα στις περιόδους των εκλογών, οι ψηφοφόροι από τα
άλλα χωριά, κατέλυαν στα παραπάνω μαγαζιά, ανάλογα με την κομματική τους
τοποθέτηση, επειδή στη Στενή ήταν το μοναδικό εκλογικό τμήμα και έτρωγαν,
έπιναν και ευθυμούσαν, με έξοδα των υποψηφίων δημάρχων, παρέδρων, δημοτικών
συμβούλων και κομματικών φίλων. Και από το κομματικό πάθος και την επήρεια του
κρασιού, οι καβγάδες
ήταν συχνοί και επειδή την εποχή εκείνη όλοι
οπλοφορούσαν, υπήρχαν δυστυχώς και πολλοί τραυματισμοί, που μερικοί ήταν
θανατηφόροι.
Μετά το μετασχηματισμό του Δήμου και τη δημιουργία του
νέου Δήμου Ληλαντίων, δημιουργήθηκε όπως ήταν φυσικό, πρώτα στους Καθενούς
εμπορικό κέντρο και αργότερα και σε άλλα χωριά του Ληλάντιου και η Στενή
εξυπηρετούσε κυρίως τα χωριά του Δήμου Διρφύων.
Και μετά την κατάργηση των Δήμων το 1912 η Στενή
εξακολουθούσε να είναι εμπορικό κέντρο της περιοχής μέχρι και την 10ετία του
60. Στη Στενή έφτιαχναν τα καουτσούκια οι Στροπωνιάτες και καλίγωναν τα άλογα
οι Μετοχιάτες, πουλούσαν τα κηπευτικά οι Βουναΐτες, τις μυζήθρες και τα τυριά
οι Μαυροπουλαίοι και παρήγγειλαν τα σαμάρια όλα τα γύρω χωριά. Επίσης στη Στενή
κουβαλούσαν τα κεράσια
και τα φασόλια οι Στροπωνιάτες και οι Μετοχιάτες, να
τα
διαπραγματευτούν με τους εμπόρους και το παζάρι εξακολουθούσε
να έχει όπως και παλιά πολύ μεγάλη κίνηση.
Υπήρχαν δε και πολλά επαγγέλματα, όπως τσαγκάρηδες,
ράφτες, κουρείς, μαραγκοί, πεταλωτές, σαμαράδες, μοδίστρες κ.α. που τώρα σχεδόν
έχουν εκλείψει.
Σήμερα στη Στενή υπάρχουν Super Market, φούρνοι,
βενζινάδικα, συνεργείο αυτοκινήτων, πρακτορείο Τύπου κ.λ.π. που καλύπτουν τις
απαραίτητες ανάγκες, αλλά σαν εμπορικό όμως κέντρο δεν ανταποκρίνεται στις
σύγχρονες ανάγκες της αγοράς. Με τα ξενοδοχεία που λειτουργούν, τα εστιατόρια,
τις ταβέρνες, τα ζαχαροπλαστεία και τις καφετέριες και τα κέντρα διασκέδασης,
καθιερώθηκε σαν το
κοινωνικό κέντρο της περιοχής.
Παράλληλα και το θρησκευτικό συναίσθημα ήταν πολύ
αναπτυγμένο και αυτό φαίνεται και από τις πολλές εκκλησίες και τα εξωκλήσια,
που στην περιοχή μας ήταν σε αναλογία πολύ περισσότερα από άλλες περιοχές.
Οι γυναίκες και τα παιδιά συμμετείχαν στις αγρυπνίες
και ολονυχτίες των εορτών και όλοι τηρούσαν σχολαστικά τις νηστείες που
προβλέπονται από τους κανόνες της Εκκλησίας.
Οι κάτοικοι όλης της περιοχής, δεν έβλεπαν σαν ξένες
τις εκκλησίες των άλλων χωριών, αλλά σαν ενορίες του ίδιου τους του Δήμου και
σαν παράδειγμα αναφέρουμε ότι τα παλιά χρόνια, πολλοί Στενιώτες είχαν κάνει
τάματα και είχαν προσφέρει αρκετά κτήματα στην Παναγία της Χιλιαδούς.
Αργότερα τα κτήματα αυτά απαλλοτριώθηκαν, επί
Δημαρχίας Ηλία Παπαγεωργίου. Ένας από τους πλειοδότες, που όπως αναφέρεται,
είχε λάβει μέρος στο διαγωνισμό, ήταν και ο Παναγιώτης Βλάχος (Πανίτσας).
Εκτός από τα θρησκευτικά καθήκοντα, τα πανηγύρια
εξυπηρετούσαν και κοινωνικούς σκοπούς. Έβλεπαν τους συγγενείς, τους φίλους και
τους γνωστούς και δημιουργούσαν νέες γνωριμίες. Οι μεγαλύτεροι έκλειναν
συμφωνίες για ανταλλαγές προϊόντων, για κολιγιές κ.λπ.. Επίσης για κουμπαριές
και συμπεθεριές, ακόμα δε και για να παντρέψουν τα παιδιά τους χωρίς να τα
ρωτήσουν. Και όταν άρχιζε γενικός χορός, χόρευαν οι νέοι με την περίσσεια
λεβεντιά που τους χάριζε η φουστανέλα και η φέρμελη και ήταν μεγάλη η προσβολή
και είχε δυσάρεστες συνέπειες, αν κάποιος τολμούσε να τους διακόψει.
Και όταν έμπαιναν στο χορό οι κοπέλες και κυρίως οι
πιο πλούσιες, οι αρχοντοπούλες, με τις χρυσοκεντημένες γκιργκιφίσιες φορεσιές,
με τα φλουριά και τα πολλά στολίδια, όλο το σόι, οι συγγενείς, πλήρωναν στα
όργανα, τα οποία ενθουσιασμένα από τις εισπράξεις, σηκώνονταν και έπαιζαν όρθια
και πολλές φορές συνόδευαν την κοπέλα στο χορό.
Στα πανηγύρια επίσης έβρισκαν την ευκαιρία να
γνωρίσουν οι κοπέλες τους νέους και μερικές να αγαπήσουν και να ερωτευθούν, όχι
όμως με το σημερινό τρόπο γνωριμίας, αλλά με την άδολη μορφή, δηλαδή «από
μακριά».
Και τότε άρχιζε το δράμα για τις κοπέλες, όταν είχαν
αντίρρηση οι γονείς. Με πόνο στην καρδιά η κοπέλα δεν παντρευόταν αυτόν που
αγάπησε, αλλά αυτόν που η μοίρα της, δηλαδή η απόφαση του πατέρα της είχε επιλέξει.
Μερικές όμως, οι πιο τολμηρές, κλεβόντουσαν με αυτούς που μίλησαν στις καρδιές
τους, αδιαφορώντας για την οργή και την ντροπή που θα ένιωθαν οι πατεράδες τους,
που τις είχαν τάξει αλλού.
Στην εποχή μας δεν προλάβαμε τις φουστανέλες, τα γκιργκιφίσια
και τους γενικούς χορούς στα χοροστάσια. Προλάβαμε όμως τα παλιά ήθη και έθιμα
και τη ζωντάνια των πανηγυριών της περιοχής μας.
Τα πανηγύρια ήταν το γενικό προσκλητήριο των κατοίκων
και σε όποιο μέρος να είχε εγκατασταθεί κάποιος και όσες υποχρεώσεις και να
είχε, θα έβρισκε τρόπο να παρευρεθεί στο πανηγύρι του χωριού του. Όλα τα
μαγαζιά είχαν όργανα και το γλέντι διαρκούσε 3-4 μέρες. Με δυσκολία οι παρέες
έβρισκαν τραπέζι και πολύ πιο δύσκολα να εξασφαλίσουν σειρά για το χορό. Και
γύρω - γύρω όλες οι γυναίκες όρθιες, παρακολουθούσαν το χορό.
Στα πανηγύρια των εξωκλησιών και κυρίως στα
μεγαλύτερα, του Αγίου Δημητρίου, της Αγίας Κυριακής και της Αναστασάς, πήγαιναν
από όλα τα χωριά, καβάλα στα στολισμένα άλογα. Μετά τη λειτουργία έστρωναν στο
γρασίδι τα κεντητά σεντόνια και άρχιζε το φαγοπότι και μετά χόρευαν σε κάποια
από τις πολλές ζυγιές τα όργανα, που είχαν ακολουθήσει τους πανηγυριώτες. Και
τα απογεύματα όσες
γυναίκες και παιδιά δεν πήγαν στο πανηγύρι, έβγαιναν
έξω από το χωριό για να υποδεχτούν τους πανηγυριώτες και να χειροκροτήσουν τους
νέους που σπιρούνιζαν τα άλογα και έμπαιναν καλπάζοντας στο χωριό.
Τα παλιά χρόνια η ιατρική και φαρμακευτική περίθαλψη
γινόταν από εμπειρικούς γιατρούς, που με διάφορα βότανα και αλοιφές που
παρασκεύαζαν, θεράπευαν πολλές αρρώστιες και έκαναν επεμβάσεις στα διάφορα
εξαρθρώματα, ενώ σε κάθε χωριό υπήρχε για τις γέννες εμπειρική μαμή.
Στα τέλη του περασμένου αιώνα εγκαταστάθηκαν στην
περιοχή μας οι πρώτοι επιστήμονες γιατροί. Ο Ιωάννης Καμαριώτης (Κάντζος) και
Σταύρος Μεργός στη Στενή και αργότερα ο Γ. Παπακωνσταντίνου στη Μακρυκάπα. Στη
συνέχεια εγκαταστάθηκαν και άλλοι γιατροί και μέχρι τα πρώτα μεταπολεμικά
χρόνια στη Στενή ήταν 3 γιατροί, ο Νικόλαος Παπαγεωργίου (Ξινιάρης), ο
Βασίλειος Καρλατήρας και
ο νεαρός τότε Κηρύκος Παπακωνσταντίνου. Από το 1929
μέχρι το 1966-67 λειτουργούσε το φαρμακείου του Ιωάννη Μπεληγιάννη
(φαρμακοποιού) και αργότερα οδοντιατρείο της γυναίκας του Άννας Μπεληγιάννη.
Για γέννες και γυναικολογικά ήταν η Σοφία Παπαναστασίου (Σοφίτσα), πρακτική μαμή,
η Ελένη Τζίνη μέσης νοσηλευτικής σχολής και αργότερα η Μαρία Παπακωνσταντίνου
επιστημονικής κατάρτισης.
Το γεγονός αυτό δείχνει, ότι η Στενή εξακολουθούσε να
είναι το ιατρικό κέντρο της περιοχής και το ιατρικό προσωπικό κάλυπτε πλήρως
τις ανάγκες και δεν μπορεί να συγκριθεί με τη σημερινή εποχή, που έχει γεμίσει
ο τόπος γιατρούς και φαρμακεία. Εκείνα τα χρόνια ο κόσμος ήταν ανασφάλιστος και
η προληπτική ιατρική τελείως ανύπαρκτη, αλλά και ο κόσμος από νοοτροπία δεν
πήγαινε εύκολα στους γιατρούς. Επίσης δεν υπήρχε η σημερινή ποικιλία και
ακρίβεια των φαρμάκων και
οι παλιοί γιατροί, ήταν κατά κανόνα, φειδωλοί στις
συνταγές τους. Τέλος θα πρέπει να αναφέρουμε τις δύσκολες συνθήκες και την
προσφορά των γιατρών της παλιάς εποχής. Μεσάνυχτα ξύπναγαν τους γιατρούς και με
μουλάρια πήγαιναν στους ασθενείς των άλλων χωριών. Και η αμοιβή τους ήταν
κυρίως λάδι, τυρί και άλλα γεωργικά και κτηνοτροφικά προϊόντα.
Για τις ανάγκες της εκπαίδευσης, αλλά κυρίως για την
εξασφάλιση
εγγράμματου προσωπικού για τις υπηρεσίες του Δήμου,
λειτούργησε από τα πρώτα χρόνια της εθνικής ανεξαρτησίας, Δημοτικό Σχολείο στη
Στενή που μαζί με την Ιερά Μονή του Αγίου Δημητρίου, ήταν το μοναδικό
εκπαιδευτικό κέντρο της περιοχής. Μετά 40 χρόνια περίπου λειτούργησε και στους
Καθενούς Δημοτικό Σχολείο και αργότερα σταδιακά και στα άλλα χωριά. Επίσης
προπολεμικά αλλά και τον περασμένο αιώνα, λειτούργησε και Ελληνικό Σχολείο (Σχολαρχείο)
στη Στενή, από το οποίο αποφοίτησαν πολλοί επιστήμονες από τη Στενή και τα άλλα
χωριά της περιοχής.
Με το άρθρο αυτό προσπαθήσαμε περιληπτικά να δώσουμε
μια εικόνα για τη διοικητική, εμπορική, κοινωνικοθρησκευτική, ιατρική,
πνευματική κ.λπ. ενότητα της περιοχής, καθώς και τα ήθη, έθιμα και τις
συνήθειες της εποχής. Δε χρειάζεται νομίζω να αναφέρουμε πρόσθετα στοιχεία για
το λόγο αυτό.
Η Σέτα και η Γλυφάδα, που σήμερα φαίνονται
απομακρυσμένα από τη Στενή, με τα παλιά δεδομένα συνέβαινε το αντίθετο.
Η Στενή ήταν πολύ κοντά σε σχέση με τη Χαλκίδα, που
ήταν πολύ απομακρυσμένη Και αν λάβουμε υπόψη μας την ωκυποδία και την αντοχή
που χαρακτηρίζει τους κατοίκους των βορεινών χωριών, η μετάβαση τους στη Στενή
ήταν, όπως έλεγαν παλιά, «ένα πέταμα».
Σαν ενδεικτικό στοιχείο της παλιάς ενότητας,
αναφέρουμε και το εξής γεγονός.
Όταν το 1882 ο
Δήμος Ληλαντίων μετασχηματίστηκε σε δύο Δήμους, Διρφύων (Στενή) και Ληλαντίων
(Καθενοί), ο νέος Δήμος Ληλαντίων σαν νεοσύστατος, δεν είχε όλες τις υπηρεσίες
και για τη διεκπεραίωση των δικαστικών τους υποθέσεων, πήγαιναν στο
Ειρηνοδικείο Στενής. Όταν το 1885 επί κυβερνήσεως Θ. Δεληγιάννη, αποφασίστηκε η
κατάργηση του Ειρηνοδικείου, ο Δήμος Διρφύων απέστειλε ψήφισμα διαμαρτυρίας
προς το Υπουργικό Συμβούλιο και τη Βουλή των Ελλήνων.
Παρόμοιο ψήφισμα διαμαρτυρίας απέστειλε και ο Δήμος
Ληλαντίων.
Η ενότητα της περιοχής που αναφέραμε, είχε σαν συνέπεια
όπως ήταν φυσικό, να δημιουργήσει και συναισθηματική ενότητα, να νιώθουμε
πατριώτες μεταξύ μας.
Εκτός από τα χωριά που απαρτίζουν το νέο Δήμο,
πατριώτες νιώθουμε τους Μετοχιάτες, Μακρυκαπαίους και Ατταλιώτες και ήταν λάθος
που δε συμπεριλήφθηκαν στο Δήμο Διρφύων. Επίσης τους Σετιανούς και τους Αγιασοφίτες.
Παρ’ όλο όμως που νιώθουμε σαν πατριώτες μεταξύ μας,
υπάρχει διαφορά σε σχέση με τα παλιά χρόνια. Παλιά υπήρχε επικοινωνία μεταξύ
των χωριών και ότι συνέβαινε σε κάθε χωριό γινόταν γνωστό σε όλη την περιοχή.
Όλοι θυμόμαστε το γέρο Μιστριώτη που ήταν το «μετεωρολογικό δελτίο» της
περιοχής και οι προβλέψεις του ήταν πιο ακριβείς από τις προβλέψεις των
σημερινών μετεωρολόγων.
Σήμερα παρ’ όλο ότι, υπάρχουν αυτοκίνητα και τηλέφωνα,
δεν έχουμε την παλιά επικοινωνία μεταξύ μας και δεν υπάρχουν ούτε κοινοί
σύλλογοι ούτε κοινές εκδηλώσεις. Ελπίζω με τη λειτουργία των Δήμων να ξαναβρούμε την παλιά μας επικοινωνία. Αρκετά
χρόνια μας είχαν απομονώσει τα κοινοτικά σύνορα.
Κώστας
Γιαννούκος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.