Δεν υπήρχε τίποτε που να μην
μπορούσε να γίνει με τον αργαλειό και αφορούσε ένδυση και εξοπλισμό σε
υφάσματα, κλινοσκεπάσματα και κάθε λογής ύφασμα, που να μην μπορούσε να φτιάξει
η νοικοκυρά του παρελθόντος.
Με λίγα λόγια.
Ήταν το πιο απαραίτητο και το
πιο πολύτιμο εργαλείο για την κάθε νοικοκυρά. Αποτελούσε μέρος της ίδιας της
ζωής και δεν έλειπε σχεδόν από κανένα σπίτι. Έχοντας αργαλειό στο σπίτι της,
στο πιο ευάερο και πιο ευήλιο δωμάτιο, κάθε αγροτική οικογένεια, ήταν σαν να
είχε στη δούλεψή της ένα ατομικό υφαντουργικό εργαστήρι, που κάλυπτε όλες τις
ανάγκες σε είδη ρουχισμού και κλινοσκεπασμάτων.
Οι γυναίκες κατασκεύαζαν, φουστάνια,
ζακέτες, μεσοφόρια, ποδιές, φανέλες, κ.α, για τον εαυτό τους.
Αργαλειός |
Για τους άνδρες έφτιαχναν
σακάκια, παντελόνια, πουκάμισα, βράκες, φανέλες, καπότες, πατατούκες κ.α
Οι κάπες ήταν κατασκευασμένες από κατσικίσιο μαλλί.
Επίσης έφτιαχναν μάλλινα άσπρα σεντόνια, αντρομύδες, χοντρά μάλλινα υφαντά κλινοσκέπασμα με σχέδια,
βελέντζες, με ή χωρίς φλόκια, χονδρά σκεπάσματα, τράγια, τσόλια και στρωσίδια από κατσικίσιο μαλλί.
Οι κάπες ήταν κατασκευασμένες από κατσικίσιο μαλλί.
Επίσης έφτιαχναν μάλλινα άσπρα σεντόνια, αντρομύδες, χοντρά μάλλινα υφαντά κλινοσκέπασμα με σχέδια,
βελέντζες, με ή χωρίς φλόκια, χονδρά σκεπάσματα, τράγια, τσόλια και στρωσίδια από κατσικίσιο μαλλί.
Επίσης, κιλίμια, χράμια,
κουρελούδες, τσαντίλες για το πήξιμο του τυριού, ταγάρια διαφόρων τύπων, ντορβάδες
από τραγόμαλο για το τάισμα των ζώων και πολλά άλλα παρεμφερή, «Ων ουκ έστιν
αριθμός».
Δεν υπήρχε σπίτι στη Στενή
που να μην είχε αργαλειό και η ύφανση ήταν μια ασχολία, που μπορούσες να την
αφήσεις να περιμένει, αν στο μεταξύ η οικογένεια είχε άλλες ασχολίες (σπορά,
θέρος, λιομάζωμα, περιποίηση οικόσιτων ζώων, μαγείρεμα, καθαριότητα σπιτιού,
πλύσιμο ρούχων στο ποτάμι κ.α).
Αλλά και βόσκηση, άρμεγμα,
πήξιμο τυριού κ.α για τις οικογένειες κτηνοτρόφων.
Ήταν μια απλή κατασκευή από ξύλο,
με τη μορφή χονδρών σανίδων ή ορθογώνιας διατομής μακρόστενων καδρονιών. Πάνω
σε ένα κυλινδρικό εξάρτημά του, τύλιγαν την κλωστή που χρησιμοποιούσαν ως βάση
για την ύφανση και την ονόμαζαν «στημόνι». Όλες αυτές οι κλωστές απλώνονταν από τον κύλινδρο
σε δεκάδες παράλληλα ζεύγη, προς έναν άλλο κύλινδρο, ίδιο με τον προηγούμενο,
που βρισκόταν στο αντίθετο μέρος του αργαλειού, εμπρός από τη θέση του ατόμου
που τον χειριζόταν. Όλα τα παράλληλα ζεύγη του στημονιού περνούσαν μέσα από δύο
χτένια (μιτάρια), που βρίσκονταν το ένα εμπρός από το άλλο και πιο
συγκεκριμένα, οι μισές περνούσαν μέσα από το ένα και οι άλλες μισές μέσα από το
άλλο. Έτσι πατώντας ένα μοχλό, τα χτένια μετακινούνταν το ένα προς τα πάνω και
το άλλο προς τα κάτω, δίνοντας τη δυνατότητα ανάμεσα από τις κλωστές (στημόνι),
να περάσουν τις μάλλινες χοντρές κλωστές που θα γίνονταν κουβέρτεςή στρωσίδια.
Μετά από τα δύο αυτά χτένια,
το στημόνι περνούσε μέσα από ένα άλλο σκληρό και δυνατό χτένι, που οι άκρες του
κρέμονταν με δύο λεπτές σανίδες από το πάνω μέρος της κατασκευής, παρέχοντάς
του τη δυνατότητα να μπορεί να κινείται όλο το χτένι παράλληλα με τις κλωστές
του στημονιού, ακολουθώντας τη φορά του. Κάθε φορά που περνούσαν τη μάλλινη
κλωστή, με αυτό το σκληρό χτένι, χτυπούσαν κινώντας το πίσω-μπρος, με δύναμη τη
μάλλινη κλωστή να πάει πολύ κοντά στην προηγούμενη που είχαν περάσει.
Σαΐτες |
Εξαρτήματα του αργαλειού:
Αντιά: Δύο στρογγυλά ξύλα με διάμετρο 10-15 εκατοστών που
στο ένα άκρο έχουν τετράγωνη κατάληξη με τέσσερις τρύπες. Το μπροστινό το
συγκρατεί ένα κοντόχοντρο κυλινδρικό ξύλο (σφίχτης) και τυλίγεται το υφαντό
καθώς φτιάχνεται, ενώ το άλλο στο πίσω μέρος, πάνω στο οποίο τυλίγεται το
στημόνι, το συγκρατεί ένα άλλο μακρύ και κυλινδρικό ξύλο (άπλωση ή απολυταριά).
Χτένι: Παραλληλόγραμμο
με ύψος 10-12 εκατοστά περίπου, με πλήθος από λεπτά δόντια από καλάμι, που
προσαρμόζονται σε δύο στενά παράλληλα καλάμια ή ξύλα.
Μιτάρια: Κυλινδρικά ξύλα παράλληλα μεταξύ τους, που πάνω τους
είναι δεμένοι πολλοί λεπτοί σπάγκοι. Ανάλογα με το υφαντό άλλοτε
χρησιμοποιούσαν δύο και άλλοτε τέσσερα.
Ξυλόχτενο: Δύο
οριζόντια ξύλα με αυλακιές. Αυτά δένονταν με δύο μικρότερα ξύλα κάθετα. Μέσα τους
προσαρμόζεται και κλειδώνει το χτένι με το οποίο χτυπιέται το υφάδι.
Σαΐτα: Ξύλο ελλειψοειδές που ήταν σκαμμένο εσωτερικά και
κατά μήκος συγκρατούσε μια βέργα. Στη βέργα τύλιγαν το νήμα που με το πέταγμα
περνούσε μέσα στο στημόνι.
Μασούρι:
Ήταν από καλάμι, μήκους 15 περίπου εκατοστών που τύλιγαν πάνω του το μάλλινο
νήμα, το προσαρτούσαν στη σαΐτα που με το πέταγμα περνούσε μέσα στο στημόνι.
Ποδαρικά:(Πατήθρες) Δύο μικρά ξύλα, συνδεδεμένα με τα μιτάρια που τα πατούσαν διαδοχικά.
Έτσι άνοιγε το στημόνι (το στόμα) για να περνάει η σαΐτα.
Προγκίδες: Είναι δύο σιδερένιες λάμες ως 60 εκατοστόμετρα μήκος
και 15-20 πλάτος, ίσως και λιγότερο, ενωμένες με τέτοιον τρόπο, ώστε το μήκος
τους να μπορεί να αυξομειώνεται. Οι προγκίδες εφαρμόζονται στο υφασμένο πανί,
για να το κρατούν τεντωμένο μέχρι να τυλιχτεί στο μπροστινό αντί.Η μία λάμα στη
μια πλευρά της έχει 5-6 τρύπες, ενώ η άλλη ένα δόντι χοντρό που εξέχει και
μπαίνει σε μια από τις τρύπες, ανάλογα με το πλάτος του πανιού για το οποίο
προορίζεται. Ένα κινητό περαστό δαχτυλίδι βοηθάει να μη μετακινιούνται οι λάμες
όταν είναι ενωμένες σε μία. Στα ελεύθερα άκρα τους έχουν δόντια, για να
συγκρατούνται στην ούγια του πανιού. Τοποθετούνται στο υφασμένο πανί για να το
κρατούν καλά τεντωμένο, λίγο πριν τυλιχτεί στο μπροστινό αντί.
Λανάρια |
Όμως για να φτάσει το στημόνι
να μπει στον αργαλειό, έπρεπε να γίνουν πολλά.
Και ξεκινάμε με το μαλλί.
Το κούρεμα, των προβάτων,
γινόταν από τις αρχές Απριλίου μέχρι τα μέσα του Ιουνίου. Στην αρχή γινόταν το κολοκούρισμα.
(κλουκούρσμα), που ήταν το μαλλί από το κούρεμα της κοιλιάς και γύρω από την
ουρά και ήταν κατώτερης ποιότητας.
Ακολουθούσε το κούρεμα του
υπόλοιπου σώματος του προβάτου, όπου το μαλλί ήταν καλύτερο.
Τα μαλλιά τα τοποθετούσαν σε
καζάνια και τα ζεμάτιζαν με ζεστό νερό, για να φύγουν οι βρωμιές και το φυσικό
λίπος τους. Αφού τα άφηναν περίπου δώδεκα με δεκατέσσερις ώρες να μουλιάσουν,
τα έβγαζαν και τα μετέφεραν, μέσα σε πανέρια, στη βρύση ή στο ποτάμι, όπου τα
ξέπλεναν με άφθονο νερό. Τα καθάριζαν από τις κολλιτσίδες και τα αγκάθια και
στη συνέχεια τα κρεμούσαν να στραγγίσουν και να στεγνώσουν.
Λανάρια μικρά |
Αφού στέγνωναν, τα
«λανάριζαν» με τα λανάρια και ετοίμαζαν τις τουλούπες για το γνέσιμο, δηλαδή τη
μετατροπή του μαλλιού σε νήμα. Τα λανάρια ήταν ξύλινα και είχαν συρμάτινα
δόντια ή χονδρά σιδερένια καρφιά.
Τότε γινόταν και το διάλεγμα.
Χώριζαν τα μακριά μαλλιά, που ήταν κατάλληλα για χοντρά μάλλινα χαλιά και
φλοκάτες. Τα κοντά μαλλιά, τα χρησιμοποιούσαν για την κατασκευή των σκουτιών,
των κιλιμιών και των άλλων υφαντών αυτού του είδους.
Το γνέσιμο γινόταν με τρία
κλωστικά εργαλεία: Τη ρόκα, το αδράχτι και το σφοντύλι.
Η ρόκα. Ήταν ένα απλό εργαλείο,
με το οποίο οι γιαγιάδες μας έφτιαχναν το νήμα για το ρουχισμό του σπιτιού, που
δεν άλλαξε στη μορφή του και δεν εγκαταλείφθηκε για χιλιετίες, παρά μόνο πριν
από πενήντα-εξήντα χρόνια.
Πάνω στη ρόκα στερέωναν τις
τουλούπες για να τις γνέσουν.
Μια ξύλινη διχάλα με συνολικό
μήκος γύρω στους ογδόντα πόντους, ήταν στην απλούστερη μορφή της η ρόκα. Όμως
πολλοί έφτιαχναν περίτεχνες ρόκες με διάφορα σχήματα, με γνώμονα να μπορεί να
στέκεται η τουλούπα επάνω της.
Υπήρχαν ειδικοί τεχνίτες που
έφτιαχναν ρόκες αληθινά αριστουργήματα.
Το αδράχτι, ήταν κατασκευασμένο από ξύλο και έμοιαζε με λαμπάδα. Στο επάνω άκρο είχε ένα λεπτό άγκιστρο, για να αγκιστρώνεται το νήμα και στο κάτω μέρος προσαρμοζόταν το σφοντύλι.
Το αδράχτι, ήταν κατασκευασμένο από ξύλο και έμοιαζε με λαμπάδα. Στο επάνω άκρο είχε ένα λεπτό άγκιστρο, για να αγκιστρώνεται το νήμα και στο κάτω μέρος προσαρμοζόταν το σφοντύλι.
Το αδράχτι με το σφοντύλι |
Το σφοντύλι ήταν ένα κομμάτι
ξύλο κωνοειδές με τρύπα στη μέση για να μπαίνει το αδράχτι, ξύλο με διάμετρο
γύρω στους έξι πόντους, που με το βάρος του έδινε τη δυνατότητα στο αδράχτι να
γυρίζει γρήγορα και να στρίβει το μαλλί.
Το γνέσιμο ήταν μια εργασία
που ήθελε υπομονή αλλά και μεγάλη προσοχή για να βγει το νήμα καλό. Οι γνέστρες
στερέωναν τη ρόκα στη ζώνη του φουστανιού τους ή κάτω από τη μασχάλη τους. Από
το λαναρισμένο μαλλί έπαιρναν μια ποσότητα, την τουλούπα και την περνούσαν στη
ρόκα, Με το αριστερό χέρι τραβούσαν απαλά λίγο μαλλί από το κάτω μέρος της
τουλούπας, που ήταν στερεωμένη στη ρόκα, το έστρωναν με τα δάχτυλά τους και το
έστριβαν, μετά πάλι το έστριβαν με τον αντίχειρα και το δείκτη του δεξιού
χεριού κι έδεναν την αρχή του νήματος στο αδράχτι. Στη συνέχεια, γύριζαν δυνατά
το αδράχτι όπως γυρίζουμε τη σβούρα και έτσι λίγο-λίγο το μαλλί περιστρέφονταν
και γινόταν κλωστή. Η περιστροφή του αδραχτιού γινόταν με τη βοήθεια του
σφοντυλιού.
Αν το νήμα το ήθελαν χονδρό,
έπιαναν περισσότερο μαλλί. Αν το ήθελαν λεπτό, έπιαναν λιγότερο.
Το καλό με το γνέσιμο ήταν
πως δεν ήταν υποχρεωμένες οι γνέστρες να στέκονται στο ίδιο σημείο. Μπορούσαν
να γνέθουν όρθιες ή καθιστές, ακόμη και περπατώντας. Η ρόκα δεν τις καθήλωνε
στην ίδια θέση, όπως τις καθήλωνε ο αργαλειός. Έπαιρναν τη ρόκα τους και
γύριζαν από πόρτα σε πόρτα, από γειτονιά σε γειτονιά Έκαναν τη βόλτα τους,
μάθαιναν τα νέα του χωριού και παράλληλα γινόταν και η δουλειά τους.
Όταν γέμιζε το αδράχτι έπρεπε να βγάλουν την
κλωστή για να μπορέσουν να γνέσουν κι άλλο. Γι’ αυτό είχαν το τυλιγάδι. Οι
Στενιώτισσες όμως σπάνια είχαν τυλιγάδι και προτιμούσαν να το κάνουν με τα
χέρια τους, χρησιμοποιώντας τη διχάλα που σχηματίζει ο αντίχειρας και ο δείκτης
με τον αγκώνα ή περνώντας το στα γόνατά τους. Έτσι η κλωστή γινόταν μια
κουλούρα (σκλείδι).
Οι κλωστές βάφονταν σε
κουλούρες και βέβαια βάφονταν μόνο όσες ήταν από άσπρα μαλλιά. Τα μαύρα και
γενικά τα σκούρα τα "λάϊα", δεν βάφονταν.
Μετά το στέγνωμα, τα μαλλιά
ήταν έτοιμα για την ύφανση Πρώτα όμως οι κουλούρες θα πήγαιναν στην ανέμη και
με το ροδάνι (μαγγάνι) θα τυλίγονταν στα μασούρια Έμπαιναν λοιπόν στην ανέμη
που μπορούσε να περιστρέφεται γύρω από έναν κάθετο άξονα και μαζεύονταν στα
μασούρια.
Τα μασούρια ήταν μικρά
κυλινδρικά καλάμια, περίπου 15 εκατοστά που ήταν τρύπια κατά μήκος. Τα μασούρια
αυτά γύριζαν με τη βοήθεια του ροδανιού (μαγγανιού) και η κλωστή τυλιγόταν γύρω
από το μασούρι.
Χτένι |
Το μαγγάνι ήταν μια ρόδα που
γύριζε με το χέρι γύρω από ένα άξονα. Έτσι που γύριζε μετέδιδε την κίνηση με
ένα σκοινί στο μασούρι κι έτσι τυλιγόταν η κλωστή. Τα μασούρια τώρα ήταν έτοιμα
να πάνε για να χρησιμοποιηθούν στον αργαλειό.
Προηγουμένως όμως έπρεπε να
τοποθετηθεί το στημόνι στο αντί. Αυτή τη διαδικασία ή οποία απαιτούσε προσοχή
αλλά και γνώση του αντικειμένου, στη Στενή τη λέγανε «σύρσιμο». Για το σύρσιμο
υπήρχαν γυναίκες που ήξεραν και διέθεταν και τον κατάλληλο μηχανισμό και στις
οποίες κατέφευγαν οι άλλες γυναίκες, έναντι βεβαίως μιας μικρής αμοιβής, κυρίως
σε είδος.
Μετά ήτανε η διαδικασία του
μιτώματος.
Μίτωμα λεγόταν η διαδικασία
του περάσματος των κλωστών μέσα από τα μιτάρια, με στόχο να βγει ένα
συγκεκριμένο σχέδιο του υφάσματος.
Αυτή ήταν η τελευταία
διαδικασία και μετά ανέβαινε στον αργαλειό.
Δύο ήταν οι κατηγορίες
σχεδίων που γίνονταν στον αργαλειό.
Τα ριγωτά και τα κεντητά.
Τα ριγωτά αποτελούνται από
αλλεπάλληλες λωρίδες χρωματιστές. Αυτό επιτυγχάνεται με την αλλαγή, κατά
διαστήματα, του χρώματος του υφαδιού.
Στα κεντητά, στον αργαλειό η
τεχνική είναι περισσότερο πολύπλοκη και δύσκολη, αλλά και το αποτέλεσμα είναι
πολύ πιο ενδιαφέρον.
Τα διακοσμητικά θέματα
δημιουργούνται με την κατάλληλη συνεχή εναλλαγή του χρώματος του υφαδιού στην
ίδια σειρά. Τα διάφορα χρωματιστά υφάδια θηλιάζονται μεταξύ τους, για να μη
χωρίζει το υφαντό. Προσεκτικά μετρήματα επιτρέπουν στην υφάντρια να δημιουργεί
πάνω στην επιφάνεια του υφαντού ποικίλα πολύχρωμα πλουμίδια: γλάστρες, πουλιά,
ανθρώπους, βάζα, γεωμετρικά σχήματα.
Συχνή είναι η παρουσία μικτού
είδους, όπου για ορισμένο μήκος εφαρμόζεται η τεχνική του ριγωτού, ύστερα
γίνονται κεντητά στον αργαλειό και οι δύο τεχνικές εναλλάσσονται σ' όλο το
μάκρος του υφαντού.
Μαγγάνι |
Ιδιαίτερη τεχνική απαιτούσε
ένα άλλο είδος υφαντών, τα "φλοκάτα".
Σ' αυτά, κατά την ύφανση, τοποθετούσαν
σ' όλη την επιφάνεια στριφτά κρόσσια, πού τα στερέωναν ανάμεσα στα στημόνια και
τα υφάδια. Έτσι όλο το υφαντό παρουσίαζε μια θυσανωτή επιφάνεια μαλακή και
ζεστή. Τα φλοκάτα ήταν συνήθως μονόχρωμα.
Οι φλοκάτες και οι βελέντζες είχαν και μια επιπρόσθετη
επεξεργασία. Τα πηγαίνανε υποχρεωτικά στη νεροτριβή (νεροτριβιά).Τα βάζανε σε
μια μεγάλη γούρνα ,όπου έπεφτε από ψηλά τρεχούμενο νερό. Αυτό συνεχιζόταν για
αρκετές μέρες και είχε σαν αποτέλεσμα, με το συνεχές κτύπημα του νερού, να
φουσκώνουν, να βγάζουν χνούδι κι έτσι να γίνονται πιο απαλά στη χρήση τους.
Γιάννης Γιαννούκος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.