Ο Γιώργος Ντεγιάννης ήρθε δάσκαλος στη Στενή λίγο μετά το
1900 και έμεινε πολλά χρόνια.Απο το βιβλίο του «Μέσα στους λόγγους» το οποίο εκδόθηκε το 1939 είναι το απόσπασμα που ακολουθεί. Οι τσοπάνηδες της Κλεισούρας, εκτός από τους τούρκους και τις άσχημες καιρικές συνθήκες έχουν να αντιμετωπίσουν και τα αγρίμια. Ο Γ.Ντεγιάννης περιγράφει την καθημερινότητα ενός τσοπάνου,ενώ οι Τούρκοι είναι στην είσοδο της Κλεισούρας και πρέπει να ανέβει στο « Μεγάλο Βράχο» για να πολεμήσει:
1900 και έμεινε πολλά χρόνια.Απο το βιβλίο του «Μέσα στους λόγγους» το οποίο εκδόθηκε το 1939 είναι το απόσπασμα που ακολουθεί. Οι τσοπάνηδες της Κλεισούρας, εκτός από τους τούρκους και τις άσχημες καιρικές συνθήκες έχουν να αντιμετωπίσουν και τα αγρίμια. Ο Γ.Ντεγιάννης περιγράφει την καθημερινότητα ενός τσοπάνου,ενώ οι Τούρκοι είναι στην είσοδο της Κλεισούρας και πρέπει να ανέβει στο « Μεγάλο Βράχο» για να πολεμήσει:
Μαζό φτάσαν οι τσοπάνηδες στα καλύβια,αλλά τώρα παίρνει ο καθένας τη ρύμη του.Τραβούνε για τις στάνες των.Τις έχουνε ρίξει σε ψηλώματα. Παντού σε ξέφωτα.
Ένας που έχει στρούγκα κατάρραχα χρειάστηκε μια ώρα για να ανέβει. Τον περιμένανε τα τσοπανόπουλα.
Δεν έχουν αξιώσει ακόμη για να καταπιάνουνται μόνα τους με το άρμεγμα.Κάθρται μια στιγμή να ξανασάνη.
Δεν έχουν αξιώσει ακόμη για να καταπιάνουνται μόνα τους με το άρμεγμα.Κάθρται μια στιγμή να ξανασάνη.
Αμέσως κατόπιν στρουγκιάζουνε τα γαλάρια. Οι προβατίνες περνούνε μια μια από τους αρμεχτάδες,που κάθονται στα στρουγκολίθια.Τις σταματού εκεί,ώσπου να αρμεχτεί στις καρδάρες το παχύ γάλα των ,κι ύστερα τις αφήνουν ελεύθερες.
Είναι και κάτι άγριες ,που διαστάζουνε να πλησιάσουν την είσοδο της στρούγκας.Προτιμούνε να πισωδρομήσουνε κατά την είσοδο,να γλιστρήσουν ανάμεσα στα τσοπανόπουλα,να φύγουνε πέρα.Αλλά τα τσοπανούλα δεν κοιμώνται ορθά.Έχουνε τα μάτια τους
τέσσερα.Και σβέλτα όπως είναι αδράχνουνε τις προβατίνες καθώς ρίχνονται να ξεφύγουν και τις σέρνουν ως τα στρουγκολίθια.
Να τώρα όλοι στην καλύβα πλάι στη φωτιά.Ο πατέρας σουρώνει το γάλα και θα πήξει κιόλας το τυρί. Τα αγόρια ρίχνουνε κλάρες στη φωτιά να φέγγει και να ζεσταίνονται. Και το κορίτσι στρώνει στη γης το πλαστήρι και βάνει απάνω το ψωμί,που ξέχωσε
από τη χόβολη.Ψωμί και γάλα θα φάνε απόψε.Όπως και τόσες άλλες βραδιές. Η μητέρα και τα μωρά κάτω στο καλύβι θα δειπνήσουνε τούτο το βράδυ με ψωμί και νερό. Κοντεύει μεσάνυχτα.
Απάνω σε μπάτσες στρώματα,απάνω σε στρώσες από κλωνάρια ελάτων ,απλώνουνε το στεγάδι και πλαγιάζουνε στη σειρά τα παιδιά. Σκεπάζονται κατόπι με άλλο χράμι.Στη στιγμή τα αγκάλιασε ο ύπνος. Είναι που πλαγιάσανε πρόωρα η τα μέθυσε η μοσκοβολιά
της ελατόπισσας; Ο πατέρας παίρνει την κάπα και ξεμακραίνει από το καλύβι.Κοντά στο κοπάδι βάζει προσκέφαλο μια πέτρα. Ψηλά θέλει νε έχει το κεφάλι σαν πλαγιάσει,για να πετιέται στον ύπνο του με τιο ελαφρύ σούσουρο.Στρώνει κατόπι την κάπα μισή από κάτω,το
παίρνει δίπλα και σκεπάζεται με την άλλη μισή.
Αλλά που να τον πάρει ο ύπνος!Τα νεύρα του έχουνε τεντώσει από τα συμβάματα τα χθεσινά. Ο νους του είναι στους Τούρκους. «Τι θέλεις τι γυρεύεις» μονολογούσε μέσα στο σκοτάδι. « Άξια είναι τα χέρια μας κι η Κλεισούρα κάστρο,αλλά χωρίς λόγγο
δεν θα τα βγάναμε πέρα».
Δεν είναι βλέπεις μονάχα ο κρυψώνας. Χρειάζεται και φαγί για μας και τα κοπάδια μας. Θρέφομε τα ζωντανά μας,ξεχειμωνιάζουμε κι εμείς με τα κάστανα. Ευλογημένο είναι το δάσος.
Χωρίς αυτό η πείνα θα μας θέριζε και θα μας έσπρωχνε να κατεβούμε στο κάμπο να μας χερώσει ο τούρκος.Θα το αποφασίζαμε; Γιατί να πονοκεφαλάω με σκοτούρες ,που δεν θα μας παρουσιαστούνε μια που έχουμε το λόγγο;»Άμα κατάληξε σε αυτό το συμπέρασμα
γαλήνη απλώθηκε στην ψυχή του και του ή
ρθε μονομιάς ο ύπνος. Κοιμάται αλαφρ’α, κι ακούει μέσα στον ύπνο του το ρυθμό των κουδουνιών ,όταν σηκώνονται τα πρόβατα να αλλάξουνε θέση,να γυρίσουνε στο άλλο πλευρό η να ξυστούνε.
ρθε μονομιάς ο ύπνος. Κοιμάται αλαφρ’α, κι ακούει μέσα στον ύπνο του το ρυθμό των κουδουνιών ,όταν σηκώνονται τα πρόβατα να αλλάξουνε θέση,να γυρίσουνε στο άλλο πλευρό η να ξυστούνε.
Ζυγώνουνε τα αγρίμια
Κάποια στιγμή πετιέται ο τσοπάνης ολόστεγνα.Το κουδούνισμα και πιο πολύ η μυρουδιά από το κοπάδι τραβάει σα μαγνήτης το λύκο κατά δω.Τα σκυλιά αλιχτούν άγρια κι αναδριμώνουν.Και το κοπάδι
νοιώθοντας πως ζυγώνει το αγρίμι αναταράζεται ,προγκάει κι έρχεται γύρω σα να θέλει το κάθε ζωντανό να ασφαλιστεί μέσα στο πλήθος των συντρόφων του.
Χουιάζει ο τσοπάνης ,ρίχνει μια κουμπουριά και φωνάζει στα τσοπανόπουλα ,που έχουνε πεταχτεί: «Ρίξτε κλάρες στη φωτιά».
Λίγο πιο πέρα ακούγεται το ούρλιασμα. Τώρα νομίζεις,πως θα ξεπηδήσουν από το σύδεντρο στο ξέφωτο.Ωστόσο τα αγρίμια δεν αποκοτούνε να προβάλλουν.Είχανε πάρει τη ράχη για να πέσουνε στο κοπάδι.Μπρός
όμως στην αντίσταση που βρήκανε πλευρώσανε ,περάσανε πιο χαμηλά,στρίψαν ύστερα ,βγήκανε πάλι στο σύρραχο και τράβηξαν ανηφοριστά να βρούνε πιο πέρα κοπάδι έρμο. Καθώς ανηφορίζουν η λάμψη της φωτιάς πέφτει απάνω τους κι οι ίσκιοι των φαντάζουνε στην ανηφοριά
σαν αντάρες,που ανεβαίνουνε τις πλαγιές μεγαλώνοντας.
Το φεγγάρι βασίλεψε. Πηχτό σκοτάδι απλώθηκε τώρα στο δάσος. Αλλά αυτό για λίγο διάστημα. Κατόπι αρχίζει να ασπρίζει κατά την ανατολή. Χαθήκανε τότε οι ήσκιοι και σωπάσανε τα ουρλιάσματα.
Άμα φύγανε αποβραδίς οι τσοπάνηδες για τις στάνες,καθένας από τους αγωνιστές ,που μείνανε, μαζεύτηκε με την οικογένειά του στο καλύβι του ,σταυροποδιαστήκανε κατάχαμα και δειπνήσανε το ψωμί
τους……
Σελ.21,22.23.24
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.