Όνειρο άσβεστο. Μνήμη ανήκεστος
Εκεί καταλάβαινες πόσο τυχεροί ήταν αυτοί που τα είχαν καλά με τους επιτρόπους που μοίραζαν το στάρι.
Τόποι συνάντησης για το παιχνίδι ή τον τσακωμό, υπήρχαν πολλοί, μέσα κι έξω απ’ το χωριό: Βρυσίτσα, ρέμας, κριαράς, μανίτσα, του Στεφανάκη το καλύβι, στ’
Ηλία, ανήλιος, βράχος, νταβέλη, νεροτριβιές, στατόρι, βαθύρεμα.
Και στην Κάτω Στενή: Αγιοστέφανος, καμάρα, αλώνια Αγιοταξάρχη, Αγιοθανάση, στην κατουρλού κλπ.
Αλλά η μεγάλη απόλαυση ήταν στο ποτάμι (αρματσανή, μύλος του Τόμπλα κ.λ.π.). Ανάμεσα στα βράχια και τους λιλιπούτειους καταρράχτες, σχηματίζονταν χιλιάδες γλαφυροί κολπίσκοι και αγκαλίτσες, που αλλού οι βράχοι κυρτώνονταν σαν προβλήτες κι αλλού κοιλαίνονταν σαν σπήλαια. Και ανάμεσα στους τόσους ελιγμούς και δαιδάλους του νερού, που εισχωρούσε μουρμουρίζοντας και χορεύοντας με άτακτους φλοίσβους και αφρούς, ίδιο με βρέφος που ψελλίζει κι αναπηδά στο λίκνο του, που λαχταράει να σηκωθεί και να χορέψει στα χέρια της μητέρας του, έτσι και μεις το «λιμπιζόμασταν» και λαχταρούσαμε να πέσουμε στους αβρούς να κολυμπήσουμε.
Κι ύστερα (τις πιο πολλές φορές), τύχαινε ν’ ακούγονται λίγο πιο κάτω, φωνές που έφταναν ως το μέρος μας, ανακατεμένες με το βουητό των νερών και το σείσιμο των πλατάνων. Φωνές ανακατεμένες με το θόρυβο του παφλάζοντος νερού όταν έπεφτε μέσα η χρωματιστή και χνουδωτή φλοκάτη και το ρυθμό που έδινε ο κατά τακτά διαστήματα κτύπος του «κόπανου».
Και τότε, τα βήματά μας, μας οδηγούσαν ενστικτώδικα προς το σημείο εκείνο, όπως τα πρόβατα τα οδηγεί η δίψα στην πλησιέστερη πηγή.
Εκεί, προφυλαγμένοι πίσω από πλάτανους και βράχους, αντικρίζαμε το πολύχρωμο τοπίο σε φόντο πράσινο που δημιουργούσαν τα πλυμένα ρούχα, φλοκάτες, βελέντζες, αντρομίδες, ταγάρια, πατατούκες και κάθε λογής σκουτιά, απλωμένα πάνω στις πλατάνες. Ενώ στο μήκος του ποταμιού, γυναίκες ηλιοκαμένες, εύσωμες, ξεμαντήλωτες με σηκωμένα τα μανίκια και το υφαντό φουστάνι δεμένο κόμπο και πιασμένο από το σκοινί που στέριωνε τη φούστα στη μέση για να μη μουσκεύεται. Γυναίκες δουλευτάρισσες, προκομμένες, μπρατσωμένες, ντελμπεντέρισσες, που χτυπούσαν τον κόπανο και ανασήκωναν τις μουσκεμένες φλοκάτες, σαν να ήταν άντρες.
Και λίγο πιο πέρα, τα «βασανάκια». Αχ αυτά τα «βασανάκια», που η συναναστροφή τους πολλαπλασίαζε την τρέλα τους. Και κάθε ένα απ’ αυτά, φαινόταν να είχε τόση τρέλα, όσα όλες μαζί.
Μιλούσαν, κελαηδούσαν, γελούσαν, τερέτιζαν, τιτίβιζαν. Η μία επιχειρούσε να διηγηθεί κάτι και το άφηνε μισό, η άλλη τη διέκοπτε με παρατηρήσεις και επιφωνήματα. Η μία άρχιζε το τραγούδι και δεν το τελείωνε, η άλλη συνέπλεκε σταυρωτά τους βραχίονες με άλλες δυο για ν’ αρχίσουν το χορό αλλά σταματούσαν. Κανένα παιχνίδι δε γινόταν καλά και καμιά κουβέντα δεν έπαιρνε τέλος. Δεν υπήρχε έννοια, δεν υπήρχε σκέψη και στοχασμός και σκοτούρα. Μάτια έλαμπαν, παρειές ανθούσαν, χαμόγελα ανάτελλαν, τραγούδια ψιθυρίζονταν και αισθήματα σε εμβρυακή μορφή και βαθιές πνοές και ελαφροί στεναγμοί και αύρες της νεότητας ερρίπιζαν, αέριζαν, δρόσιζαν τα σώματα και τις καρδιές.
Αλλά το όνειρο, το θαύμα, ήταν όταν τα «βασανάκια» έμπαιναν στο νερό να δροσίσουν το πρόσωπο, το λαιμό, τα πόδια.
Βλέπαμε τα μαύρα, αλλά χρυσίζοντα ελαφρώς βρεγμένα μαλλιά απ’ όπου έρεε
το νερό σαν ποτάμι από μαργαριτάρια, τους καλλίγραμμους τράχηλους, τις λευκές
σαν γάλα ωμοπλάτες, τους τορνευτούς βραχίονες, όλα συγχεόμενα, μελιχρά και
ονειρώδη, εξαιτίας του θάμπους των ακτίνων του ήλιου και τις σκιάς των πλατάνων που προστάτευαν από τα λαίμαργα και αδιάντροπα βλέμματα το αντικείμενο της ποθεινής μας περιέργειας. Διαβλέπαμε την ευλύγιστο οσφύ. Τα ισχύα τις κνήμες και τα πόδια, μεταξύ σκιάς και φωτός, βαπτιζόμενα στα αφρώδη νερά του ποταμιού. Μαντεύαμε τα στέρνα και τους γλαφυρούς τους κόλπους, δεχόμενους όλες τις αύρες και τις ριπές του νερού.
Η πρόοδος του τεχνικού πολιτισμού, που δημιούργησε νέες
αγορές, νέα τάξη πραγμάτων και καινούριο τρόπο ζωής, μας ανάγκασε, τους
περισσότερους από μας, να αφήσουμε την ψυχή μας ενέχυρο, παρακαταθήκη, αμανάτι,
υποθήκη, σε κάποιους τόπους, κάποιες ηλικίες, κάποιες στιγμές, κάποια γεγονότα,
ώστε μοναδική μας επιθυμία είναι η επιστροφή και εξόφληση, για να πάρουμε πίσω
την ψυχή μας, να κερδίσουμε τον εαυτό μας.Να γυρίσουμε στο «τότε», που ήταν όλα
δικά μας. Οι λόγγοι, τα φαράγγια, οι κοιλάδες, τα βουνά. Τα χωράφια, οι δενδρόκηποι,
τα μποστάνια και τ’ αμπέλια.Το χωράφι ήταν του γεωργού, μόνο όταν ερχόταν να
οργώσει ή να σπείρει. Το μποστάνι, μόνο όταν ερχόταν να το ποτίσει. Το αμπέλι,
μόνο όταν ήθελε θειάφισμα, κορφολόγημα ή τρύγημα. Αν έμενε τίποτα για
τρύγημα.Όλο τον υπόλοιπο καιρό, τα κτήματα ήταν δικά μας. Είχαμε ότι τραβούσε η
όρεξή μας, ότι λαχταρούσε η καρδιά μας. Σταφύλια, μήλα, κάστανα, κεράσια,
καλαμπόκια, μούρα, τσάγαλα, σαλάτες (αγγούρια) και ότι βάλει ο νους του
ανθρώπου.Μόνους αντίζηλους στη νομή και την κάρπωση αυτή, είχαμε τους
αγροφύλακες, οι οποίοι με την πρόφαση ότι φύλαγαν τα περιβόλια του κόσμου,
εννοούσαν να διαλέγουν αυτοί τα καλύτερα φρούτα και μας κυνηγούσαν «ανηλεώς».
Όμως, τα κατατόπια ήταν γνωστά και μεις, μέσα από κάναλους, βραγιές και συστάδες θάμνων, υπερπηδώντας αμπολές και καταπότες, εισχωρούσαμε ανάμεσα στις θεόρατες αναρριχώμενες φασολιές, που κρατιούνταν σφιχτά απ’ τις πανύψηλες «φασουλόκλαρες» και γινόμασταν «άμουροι».
Η ζωή μας κυλούσε και περιφερόταν γύρω από ένα διαρκές «Μη». Μη, οι γονείς,
μη ο δάσκαλος, μη ο χωροφύλακας, μη ο παπάς, μη ο δραγάτης, μη ο κάθε σεβάσμιος ηλικιωμένος συγχωριανός μας.
Η λέξη «αμαρτία» μας κυνηγούσε σα σκιά. Όλες οι παιδικές αταξίες και αμυαλιές, ήταν «αμαρτίες». Τόσες πολλές αμαρτίες σε τόσο μικρή ηλικία δεν έχει ξαναγίνει. Ακόμα και όταν εξομολογούμασταν, τις παραμονές των γιορτών για να μεταλάβουμε, δεν τις λέγαμε όλες, για να μην «τρομάξει» κι ο θεός. Και τι δεν κάναμε, για να εξασφαλίσουμε λίγα ξερά σύκα, πετιμέζι, σουτζούκια, μουστόπιτα, καρύδια, ρόδια, σταφίδες, στραγάλια. Και πόσα βάζα με γλυκά κουταλιού δεν είχαμε σπάσει εμείς τα «διαβολόπαιδα» διαπράττοντας το αμάρτημα της κλοπής.
Μικρή ανάπαυλα στο διαιτολόγιο της γλυκοφαγίας, τα πανηγύρια, που κατάφθαναν οι καραμελάδες και οι σαμαλάδες ή όταν πήγαινε ο πατέρας μας στη Χαλκίδα για δουλειές και μας έφερνε (αν ήμασταν καλά παιδιά), «τσουβαλάρες», κουλούρια, σουσαμάτα κ.λ.π.
Αλλά και στα μνημόσυνα (στα σχώρια), όπου το καλοβρασμένο
στάρι, με καρύ δια, ρόιδα, μύγδαλα, αλλά και ζάχαρη και κουφέτα, ήταν για
μας μια ιδανική γαστριμαργική απόλαυση.Όμως, τα κατατόπια ήταν γνωστά και μεις, μέσα από κάναλους, βραγιές και συστάδες θάμνων, υπερπηδώντας αμπολές και καταπότες, εισχωρούσαμε ανάμεσα στις θεόρατες αναρριχώμενες φασολιές, που κρατιούνταν σφιχτά απ’ τις πανύψηλες «φασουλόκλαρες» και γινόμασταν «άμουροι».
Η ζωή μας κυλούσε και περιφερόταν γύρω από ένα διαρκές «Μη». Μη, οι γονείς,
μη ο δάσκαλος, μη ο χωροφύλακας, μη ο παπάς, μη ο δραγάτης, μη ο κάθε σεβάσμιος ηλικιωμένος συγχωριανός μας.
Η λέξη «αμαρτία» μας κυνηγούσε σα σκιά. Όλες οι παιδικές αταξίες και αμυαλιές, ήταν «αμαρτίες». Τόσες πολλές αμαρτίες σε τόσο μικρή ηλικία δεν έχει ξαναγίνει. Ακόμα και όταν εξομολογούμασταν, τις παραμονές των γιορτών για να μεταλάβουμε, δεν τις λέγαμε όλες, για να μην «τρομάξει» κι ο θεός. Και τι δεν κάναμε, για να εξασφαλίσουμε λίγα ξερά σύκα, πετιμέζι, σουτζούκια, μουστόπιτα, καρύδια, ρόδια, σταφίδες, στραγάλια. Και πόσα βάζα με γλυκά κουταλιού δεν είχαμε σπάσει εμείς τα «διαβολόπαιδα» διαπράττοντας το αμάρτημα της κλοπής.
Μικρή ανάπαυλα στο διαιτολόγιο της γλυκοφαγίας, τα πανηγύρια, που κατάφθαναν οι καραμελάδες και οι σαμαλάδες ή όταν πήγαινε ο πατέρας μας στη Χαλκίδα για δουλειές και μας έφερνε (αν ήμασταν καλά παιδιά), «τσουβαλάρες», κουλούρια, σουσαμάτα κ.λ.π.
Εκεί καταλάβαινες πόσο τυχεροί ήταν αυτοί που τα είχαν καλά με τους επιτρόπους που μοίραζαν το στάρι.
Τόποι συνάντησης για το παιχνίδι ή τον τσακωμό, υπήρχαν πολλοί, μέσα κι έξω απ’ το χωριό: Βρυσίτσα, ρέμας, κριαράς, μανίτσα, του Στεφανάκη το καλύβι, στ’
Ηλία, ανήλιος, βράχος, νταβέλη, νεροτριβιές, στατόρι, βαθύρεμα.
Και στην Κάτω Στενή: Αγιοστέφανος, καμάρα, αλώνια Αγιοταξάρχη, Αγιοθανάση, στην κατουρλού κλπ.
Αλλά η μεγάλη απόλαυση ήταν στο ποτάμι (αρματσανή, μύλος του Τόμπλα κ.λ.π.). Ανάμεσα στα βράχια και τους λιλιπούτειους καταρράχτες, σχηματίζονταν χιλιάδες γλαφυροί κολπίσκοι και αγκαλίτσες, που αλλού οι βράχοι κυρτώνονταν σαν προβλήτες κι αλλού κοιλαίνονταν σαν σπήλαια. Και ανάμεσα στους τόσους ελιγμούς και δαιδάλους του νερού, που εισχωρούσε μουρμουρίζοντας και χορεύοντας με άτακτους φλοίσβους και αφρούς, ίδιο με βρέφος που ψελλίζει κι αναπηδά στο λίκνο του, που λαχταράει να σηκωθεί και να χορέψει στα χέρια της μητέρας του, έτσι και μεις το «λιμπιζόμασταν» και λαχταρούσαμε να πέσουμε στους αβρούς να κολυμπήσουμε.
Κι ύστερα (τις πιο πολλές φορές), τύχαινε ν’ ακούγονται λίγο πιο κάτω, φωνές που έφταναν ως το μέρος μας, ανακατεμένες με το βουητό των νερών και το σείσιμο των πλατάνων. Φωνές ανακατεμένες με το θόρυβο του παφλάζοντος νερού όταν έπεφτε μέσα η χρωματιστή και χνουδωτή φλοκάτη και το ρυθμό που έδινε ο κατά τακτά διαστήματα κτύπος του «κόπανου».
Και τότε, τα βήματά μας, μας οδηγούσαν ενστικτώδικα προς το σημείο εκείνο, όπως τα πρόβατα τα οδηγεί η δίψα στην πλησιέστερη πηγή.
Εκεί, προφυλαγμένοι πίσω από πλάτανους και βράχους, αντικρίζαμε το πολύχρωμο τοπίο σε φόντο πράσινο που δημιουργούσαν τα πλυμένα ρούχα, φλοκάτες, βελέντζες, αντρομίδες, ταγάρια, πατατούκες και κάθε λογής σκουτιά, απλωμένα πάνω στις πλατάνες. Ενώ στο μήκος του ποταμιού, γυναίκες ηλιοκαμένες, εύσωμες, ξεμαντήλωτες με σηκωμένα τα μανίκια και το υφαντό φουστάνι δεμένο κόμπο και πιασμένο από το σκοινί που στέριωνε τη φούστα στη μέση για να μη μουσκεύεται. Γυναίκες δουλευτάρισσες, προκομμένες, μπρατσωμένες, ντελμπεντέρισσες, που χτυπούσαν τον κόπανο και ανασήκωναν τις μουσκεμένες φλοκάτες, σαν να ήταν άντρες.
Και λίγο πιο πέρα, τα «βασανάκια». Αχ αυτά τα «βασανάκια», που η συναναστροφή τους πολλαπλασίαζε την τρέλα τους. Και κάθε ένα απ’ αυτά, φαινόταν να είχε τόση τρέλα, όσα όλες μαζί.
Μιλούσαν, κελαηδούσαν, γελούσαν, τερέτιζαν, τιτίβιζαν. Η μία επιχειρούσε να διηγηθεί κάτι και το άφηνε μισό, η άλλη τη διέκοπτε με παρατηρήσεις και επιφωνήματα. Η μία άρχιζε το τραγούδι και δεν το τελείωνε, η άλλη συνέπλεκε σταυρωτά τους βραχίονες με άλλες δυο για ν’ αρχίσουν το χορό αλλά σταματούσαν. Κανένα παιχνίδι δε γινόταν καλά και καμιά κουβέντα δεν έπαιρνε τέλος. Δεν υπήρχε έννοια, δεν υπήρχε σκέψη και στοχασμός και σκοτούρα. Μάτια έλαμπαν, παρειές ανθούσαν, χαμόγελα ανάτελλαν, τραγούδια ψιθυρίζονταν και αισθήματα σε εμβρυακή μορφή και βαθιές πνοές και ελαφροί στεναγμοί και αύρες της νεότητας ερρίπιζαν, αέριζαν, δρόσιζαν τα σώματα και τις καρδιές.
Αλλά το όνειρο, το θαύμα, ήταν όταν τα «βασανάκια» έμπαιναν στο νερό να δροσίσουν το πρόσωπο, το λαιμό, τα πόδια.
Βλέπαμε τα μαύρα, αλλά χρυσίζοντα ελαφρώς βρεγμένα μαλλιά απ’ όπου έρεε
το νερό σαν ποτάμι από μαργαριτάρια, τους καλλίγραμμους τράχηλους, τις λευκές
σαν γάλα ωμοπλάτες, τους τορνευτούς βραχίονες, όλα συγχεόμενα, μελιχρά και
ονειρώδη, εξαιτίας του θάμπους των ακτίνων του ήλιου και τις σκιάς των πλατάνων που προστάτευαν από τα λαίμαργα και αδιάντροπα βλέμματα το αντικείμενο της ποθεινής μας περιέργειας. Διαβλέπαμε την ευλύγιστο οσφύ. Τα ισχύα τις κνήμες και τα πόδια, μεταξύ σκιάς και φωτός, βαπτιζόμενα στα αφρώδη νερά του ποταμιού. Μαντεύαμε τα στέρνα και τους γλαφυρούς τους κόλπους, δεχόμενους όλες τις αύρες και τις ριπές του νερού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.