Δ
Δαμάλι:. Μικρός ταύρος ή μοσχάρι. Άνθρωπος βλάκας, ηλίθιος, χαζός.
Και δαμάλα η μεγάλη αγελάδα.
Δασύς:. Αυτός που έχει πυκνό τρίχωμα. Το δέντρο που έχει πυκνό φύλλωμα (δασιά
πλατάνια). Πυκνό δάσος. Αντικείμενα που είναι βαλμένα κοντά–κοντά. (Τα σκώλια
τά ΄βαλες δασά–δασά, ήθελαν πιο ανάρια).
Δαυλί:. Κομμάτι ξύλου που δεν έχει καεί τελείως. Και δαυλίζω, ανακατεύω τα
δαυλιά ή ρίχνω κι άλλα στη φωτιά.
Δαύτος-η-ο:. Εκείνος εκεί (σιγά να μην κάτσω να σκάσω εγώ για δαύτον).
Δεμάτι:. Ποσότητα σταχυών, που μαζεύουμε κατά τον θερισμό.
Το δεμάτι υπολογίζεται ως εξής.
Ξεκινώντας το θερισμό, φτιάχνουμε το πρώτο χερόβολο, που είναι στάχυα όσα
χωράει η χούφτα μας.
Έξι χερόβολα μας κάνουν ένα λημμάρι
και τρία λημμάρια, μας κάνουν ένα δεμάτι, το οποίο το τυλίγουν με βρίζα
(σίκαλη). Επίσης να προσθέσουμε πως τέσσερα δεμάτια μας κάνουν ένα φόρτωμα.
Δεξίμι:. Δώρο που μας στέλνει κάποιος και δεξίμια, αυτά που δεχόμαστε.
Δέξιμο ή δεξιμιό:. Καλωσόρισμα, υποδοχή κάποιου που επιστρέφει
από μακριά, έπειτα από πολύχρονη
απουσία, (καλά δεξίματα).
Δερμάτια:. Τουλούμια που έβαζαν το τυρί και το ξινοτύρι, από κατσικίσιο δέρμα
Δερμόνι, (δριμόνι):. Αραιή σήτα, για το καθάρισμα του σιταριού. Υπήρχε και δερμόνι, που αντί
για σήτα, είχε στη βάση λαμαρίνα με τρύπες, ανάλογες του καρπού που θέλανε να
καθαρίσουνε. Πιο μικρές για σιτάρι φάβα κ.λ.π. και πιο μεγάλες για καλαμπόκι,
ρεβίθια κ.ο.κ.
Δερμονίζω:. Καθαρίζω δημητριακά–κυρίως σιτάρι-με το δερμόνι.
Δέση:. Το σημείο που συνδέεται η αμπολή με το ποτάμι και από εκεί με
δίκτυο καναλιών, κατευθυνόταν προς
τα περιβόλια για πότισμα ή ακόμα
και προς κάποιον από τους νερόμυλους
ή νεροτριβιές της περιοχής.
Διαβασά:. Το φίμωτρο που έβαζαν στα μουλάρια, κατά τη διαδικασία
του καλιγώματος (πετάλωμα).
Διαγούμισμα:. Λεηλασία. Άγρια και βίαια αρπαγή. Επίσης διαγούμισμα
λέγανε και την κατασπατάληση
περιουσίας από κάποιον. (Αυτός ότι είχε
και δεν είχε, τα διαγούμισε δεξιά κι
αριστερά και τώρα κοιμάται στην
ψάθα).
Διακονιάρης:. Ο ζήτουλας, ο ζητιάνος. Αυτός που βρίσκεται σε πολύ
χαμηλή κοινωνική και οικονομική κατάσταση.
Διάσελο ή διασέλα:. Στενό πέρασμα, ανάμεσα σε δύο λόφους ή σε δύο
κορφές βουνού.
Διασίδι:. Το στημόνι που έχει τυλιχθεί γύρω από το «αντί» του αργαλειού και είναι
έτοιμο για ύφανση.
Διάτα:. Διαταγή, εντολή, οδηγία.
Διάτανος:. Ο διάβολος, ο σατανάς, (άι στο διάτανο).
Δικούλι:. Δίχαλο ή τρίχαλο ξύλινο εργαλείο, που το χρησιμοποιούσαν,
για να εξανεμίζουν το στάρι στο
αλώνισμα.
Δίμιτο:. Υφασμένο με διπλό μιτάρι.
Δισκάφισμα:. Το δεύτερο όργωμα ή σκάψιμο χωραφιού, για να ξεριζωθούν ή να
καταστραφούν τα ζιζάνια.
Διχτάρι:. Είναι ένα ύφασμα 3-4 πήχες, περασμένο από το λαιμό του νονού, για να
ακουμπάει επάνω το παιδί όταν το ντύσουν, μετά τη βάφτιση.
Δόγα:. Η κυρτωμένη σανίδα του βαρελιού.
Δραγάτης:. Αυτός που φυλάει τα αμπέλια. Ήταν εποχιακή δουλειά που
τελείωνε μετά τον τρύγο. Το δραγάτη
τον πλήρωναν οι ιδιοκτήτες των
αμπελιών.
Δραγκουλιάζω:. Όταν νιώθω εξάντληση και δεν με κρατάνε τα πόδια μου, αλλά και όταν
υποφέρω από ρευματικούς πόνους. (Δεν αντέχω
άλλο, δραγκούλιασα).
Δρακουλίτης:. Ο ισχυρός βορειοανατολικός άνεμος. Ειδικά στη Στενή,
ο δρακουλίτης ήταν προμήνυμα
χιονιού.
Δραμάω:. Τρέχω για να προφτάσω κάτι ή για να παραβγώ με κάποιον
άλλον. (Παραδραμάμε;), (ήρθε δρομή
«τρέχοντας»), (δράμα να προφτάσεις το λεωφορείο).
Δράμι:. Μονάδα βάρους, ίση με το ένα τετρακοσιοστό της οκάς. Μεταφορικά, πολύ
μικρή ποσότητα (δεν έχει δράμι μυαλό).
Δράσκελο:. Μεγάλο βήμα.
Δρασπέτι:. Το ξυνό, το χαλασμένο κρασί.
Δρολάπι ή δρόλαπας:. Ορμητικός άνεμος με δυνατή βροχή. Ανεμόβροχο.
Δρωτσίλια:. Μικρά κόκκινα σπυράκια που βγαίνουν στο σώμα μας, κυρίως από αναφυλαξία
ή από ιδρώτα το καλοκαίρι.
Δώθε:. Προς τα εδώ, από εδώ, καταδώ, καταδώθε. (Ελάτε οι μισοί κατά
δώθε και οι υπόλοιποι κατά κείθε).
Γιάννης Γιαννούκος
Γιάννης Γιαννούκος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.