Τετάρτη 14 Φεβρουαρίου 2018

Η ΜΕΛΙΣΣΑ




Δεν σου έδωσα το δικαίωμα να είσαι σκληρή προς τον πλησίον σου

Είχε φτιάξει ο Θεός τον κόσμο.Όχι μόνο τον ουρανό και τη γης παρά τα φυτά και τα ζώα και τους είχε δώσει κιόλας τα ονόματά τους. Ήτανε αυτή η εποχή που ο γάιδαρος πήρε τα μακριά αυτιά, γιατί δεν κατάφερνε να θυμηθεί το όνομα,που του δόθηκε.
Το ξεχνούσε προτού ακόμη κάμει δυο βήματα μέσα στον παράδεισο. Τρείς φορές γύρισε πίσω ρωτώντας ,πως τον ονόμασε. Τότε ο Κύριος,ο Δημιουργός λίγο ανυπόμονα τον έπιασε από τα αυτιά και του φλωναξε: «το όνομά σου είναι γάιδαρος, γάιδαρος, γάιδαρος»!Κ ι ενώ του έλεγε αυτά τα λόγια,του σιγοτραβούσε τα αυτιά για να καταλάβει καλά και να το κρατήσει καλύτερα στο μυαλό του αυτό που του έλεγε.

Την ίδια μέρα έτυχε να τιμωρηθεί και η μέλισσα. Αυτή,άμα πλάστηκε, άρχισε στη στιγμή να μαζεύει το μέλι. Και τότε  ζώα κι άνθρωπος μόλις οσμιστήκανε την πεντοβολιά τρέξανε σωρός να το δοκιμάσουν.

Αλλά η μέλισσα ήθελε να το κρατήσει όλο για τον εαυτό της κι έδινε φαρμακερές κεντιές σε αυτούς,που πλησιάζανε στο σπιτάκι της.

Όταν ο Κύριος είδε αυτή τη διαγωγή,τήνε κάλεσε αμέσως και είπε:

-Σου έκαμα δώρο να μπορείς να φτιάνεις το πιο γλυκό πράγματης δημιουργίας,δεν σου έδωσα όμως και δικαίωμα να είσαι σκληρή προς τον πλησίον σου. Και τώρα πρόσεξε καλά,θα πεθαίνεις τη στιγμή που θα κεντάς όποιον θέλει να δοκιμάσει το μέλι σου.





Βάκχος και μέλισσα

Ύστερα από τις συμφορές που τόνε βρήκανε τον άνθρωπο με το διωξιμό του από τον παράδεισο, που να είχε νου να θυμηθεί τη μέλισσα! Τρυπωμένη στις σκισματιές των βράχων και στις κουφάλες των δέντρων, απολησμονήθηκε. Μόνο η αρκούδα το γνώριζε που κατοικεί η μέλισσα. Με χρόνια και καιρούς το μάθανε κι οι άνθρωποι. Χάρις στο Διόνυσο, το θεό του κρασιού. Κι αυτός
πάλι τις ανακάλυψε τις μέλισσες ολότελα τυχαία. Πήγαινε από τη Θράκη στη Μακεδονία.Τόνε συντρόφευαν ο φαλακρός, ο γέρο Σεληνός-κισσοστεφανωμένος –και τα παιδιά του Σιληνού, οι Σάτυροι. Όταν περάσανε το μισό δρόμο. αναμεσίς Ροδόπης και Παγγαίου, η μεθυστική μοσκοβολιά των λουλουδιών  τους έφερε σε εύθυμη διάθεση κι αρχίσανε να βαρούνε τα κύμβαλά τους.Μόλις ακούστηκε ο μουσικός ήχος, σμήνος φτερωτά έντομα πέταξε προς το μέρος των και στριφογύριζς.

Ο Βάκχος το περιμαζεύει στη στιγμή και το χώνει στην κουφάλα ενός δέντρου,το μελίσι δεν άργησε να χτίσει κερήθρα και να τηνε γεμίσει μέλι.Βάνανε το δάχτυλό τους και το δοκιμάσανε στη γλώσσα. Τι ήταν εκείνο! Νέκταρ των θεών!

Στη στιγμή σκορπίστηκε η συντροφιά.Τρυπώσανε στο δάσος κι αρχίσανε να ψάχνουνε για μελίσσια. Ο Σιληνός πιάστηκε με το ραβδί του ψηλά από κλωνάρι και σκαρφάλωσε σε μια φτελιά. Στην κουφάλα της βρήκε ότι ζητούσε. Όταν όμως έχωσε το χέρι του κι άδραξε τη μελόπιτα/ πετάχτηκε το σμήνος,τόνε κουκούλωσε και του κέντριζε αλύπητα τη φαλάκρα. Άλλος τρόπος δεν ήτανε να γλυτώσει. Απολυέται λοιπόν κι αυτός από το δέντρο και πέφτει σαν ασκί στη γης.

Σαν να μην του αρκούσε το σκότωμα αυτό, του τινάζει κι ο
γάιδαρός του μερικές κλωτσιές. Βγάνει τότε σπαραχτικές κραυγές,ζητώντας βοήθεια. Ένας από δω, άλλος από κει τρέξανε στον τόπο οι Σάτυροι. Αλλά, μόλις τον είδανε πεσμένο καταγής κι έτσι πρησμένο το κεφάλι του, βάνανε το γέλια οι αδιάντροποι. Δεν είχανε ανθρωπιά! Είχανε κέρατα και γένεια και ουρά τραγίσια.

Ο Σιληνός μπρός στην αδιαφορία τους και τις κοροιδίες βάνει τα δυνατά του και σηκώνεται στα πόδια του.

Ζαλισμένος και κουτσαίνοντας τραβάει να βρει τον κρασοπατέρα το Διόνυσο,που έκανε και το γιατρό. Ο Βάκχος τον ορμήνεψε να χώσει όλο του το κορμί στη λάσπη. Άκουσε τη συμβουλή. Κι αυτό έκαμε τους προκομένους τους γιούς του να αρχίσουνε νέα γέλια και να μη μπορούνε να κρατηθούν.

Η ανακάλυψη διαδόθηκε. Ο Αρισταίος ο γιός του Απόλλωνα και της Κυρήνης, της νύφης,της θυγατέρας του ποταμού Πηνειού,άξιος τσοπάνης και κυνηγός,ήρθε στη Αρκαδία κι έγινε βασιλέας. Αυτός έμαθε τους υπηκόους του μελισσουργία. Κι όταν κατόπι βαρέθηκε να είναι βασιλέας και αποτραβήχτηκε στη Θράκη, ίδρυσε εκεί απέραντα μελισσοκομεία.

Τι μας χρησιμεύει η μέλισσα

Ποιος ξέρει πόσες χιλιάδες χρόνια έχουνε περάσει από τότε ως σήμερα. Σε όλο αυτό το διάστημα οι άνθρωποι δεν παρατήσανε τη μελισσοκομεία. Μάλιστα οι αρχαίοι Αθηναίοι τη θεωρούσανε τόσο σπουδαία τη μελισσοτροφεία,που και δικαστές είχανε διορίσει ξεχωριστούς, τους «μελισσονόμους» για να δικάζουν αυτούς που με έναν οποιοδήποτε τρόπο ζημιώνανε την παραγωγή του μελιού.

Σήμερα δεν έχουμε ειδικούς δικαστές για να προστατεύουνε τη μέλισσα. Όμως στα βουνά απαγορεύεται να θεριστεί ρίγανη η να κορφολογηθεί τσάι προτού περάσει η ανθοφορία τους.

Μέσα στα τόσα χρόνια,με όλη την προστασία,που της αφιερώνομε, η μέλισσα στέκεται άγρια,όπως και την πρώτη μέρα της δημιουργίας. Προτιμάει να δίνει τη ζωή της,για να γλυτώσει το μέλι της.

Κι αν μιλούν οι άνθρωποι για ήμερα κι άγρια μελίσσια αυτό συμβαίνει για να ξεχωρίζουν οι κυψέλες από τις κουφάλες των δέντρων και τις σκισμάδες των βράχων.Και σε τούτες και  σε εκείνες κατοικούνε μέλισσες με το ίδιο φυσικό.

Δεν ξέρω αν οι μέλισσες σκέφτονται τον τρόπο των ανθρώπων. Κι αν με τη σκέψη τους καταλήξανε σε συμπέρασμα,πως ίδια καλά περνούνε στην κουφάλα η στη σπηλιά,όπως στη κυψέλη. Ή ίσως είναι καλύτερα στις πρώτες γιατί είναι νοικοκυράδες στα σπίτια των.

Για ένα όμως θα μας χρωστούνε σίγουρα χάρη, Για την κυψέλη. Όχι αυτή καθαυτή. Παρά για το ότι είναι κινητό σπιτάκι.Το ανεβοκατεβάζουνε από τη θάλασσα στο βουνό,παρακολουθώντας το άνθισμα της χλωρίδας.Μπορεί έτσι να βοσκολογάει η μέλισσα το χειμώνα τη μυγδαλιά και τι ερείκι,που ανοίγει το Φλεβάρη τα άσπρα ανθάκια του στο χειμαδιά.Και το καλοκαίρι σταχίλια μέτρα το τσάι,τη ρίγανη και το έλατο.Κατεβαίνει τέλος του καλοκαιριού –τον Αύγουστο-στα τετρακόσια για το πεύκο,για το άλλο ερείκι,που ανοίγει το χινόπωρο τα τριαντάφυλλιά κυπελάκια του,και για την κουμαριά.Αυτή δίπλα στα γλυκά της κούμαρα που φυλάει για τα παιδιά,έχει και τον άσπρο της ανθό για το μελίσσι.Αφήνουμε το θυμάρι,το θρούμπι,το δενδρολίβανο κι άλλα κι άλλα.

  Όταν τόνε ρωτήσανε το γέρο-Κάτζο κάποτε στην Κλεισούρα: «Μπάρμπα-Λάμπρο τι κλαρί ωφελεί περισσότερο από όλα;» απάντησε σαν να ρωτούσανε τα μελίσσα: «Ο ανθός» Ο ανθός! Ένας λόγος που τα περιλαμβάνει όλα. Ποιο δέντρο μένει χωρίς ανθό; Ποιος θάμνος; Ποιο χορτάρι; Όλη η χλωρίδα ωφελεί ήθελε να πει ο γέρομελισσουργός. Πράσινο και πλουμιστό ταπέτο τήνε θέλει όλη τη γης ο μυαλωμένος γέρος.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.