Η δέση: Ήταν το σημείο του ποταμού όπου οι μυλωνάδες έφτιαχναν φράγμα για να συγκεντρώσουν το νερό.
Η δέση μπορεί να απείχε από το μύλο από 200 έως και 500 μέτρα και ακόμα περισσότερο αν υπήρχε ανάγκη. Πέτρες, ξύλα, χώμα, κλαδιά ήταν τα υλικά που χρησιμοποιούσαν οι μυλωνάδες για να κατασκευάσουν τη δέση, ώστε να συγκεντρώσουν το νερό του ποταμού.
Η αμπολή (υδραύλακας, μυλαύλακας): Οι μυλωνάδες άνοιγαν αυλάκια με τα οποία οδηγούσαν το νερό από το σημείο που συγκεντρωνόταν (τη δέση) έως το μύλο. Συνηθισμένη εικόνα ο μυλωνάς ή η γυναίκα του με την τσάπα να καθαρίζουν την αμπολή για να μη βρίσκει το νερό εμπόδια και ανακόπτεται η ορμή.
Το βράδυ, μετά τη δύση του ήλιου, ο μυλωνάς μάζευε το νερό κλείνοντας όσους καταπότες των περιβολιών δεν είχαν κλειστεί καλά. Το νερό με φυσική ροή έφτανε πάνω από το μύλο πέρναγε τον κάναλο και έπεφτε με δύναμη στα βαρέλια.
Κάναλος: Ξύλινο λούκι ή κάποιες φορές και πέτρινο που οδηγούσε το νερό στα βαρέλια (χοάνη). Πριν από τον κάναλο υπήρχε συνήθως μια ξύλινη σίτα για να κρατάει τα περιττά πράγματα που μετέφερε το ποτάμι.
Χοάνη ή βαρέλια:
Μέσα από ξύλινα βαρέλια ή χτιστό με πέτρες τοίχο από 7 έως και 15 μέτρα ύψος (κρέμαση)
πέρναγε το νερό και σαν καταρράχτης έπεφτε με δύναμη στο σιφούνι. Όσο
μεγαλύτερη ήταν η κρέμαση τόσο πιο ορμητικά ήταν τα νερά και τόσο πιο γρήγορα
δούλευε ο μύλος. Τα ξύλινα βαρέλια τα έφτιαχναν
συνήθως οι βαρελάδες, ενώ τα
τελευταία χρόνια αντικαταστάθηκαν με φθηνά μεταλλικά βαρέλια που ποτέ δεν
ευχαρίστησαν απόλυτα τους μυλωνάδες, επειδή πίστευαν ότι έχαναν σε πίεση. Τα
βαρέλια κατέληγαν στο σιφούνι. Από ένα μικρό άνοιγμα από 5 έως και 10 πόντους
πέρναγε το νερό και εκτινασσόταν με δύναμη πάνω στη φτερωτή.
Το ζουριό:
Το μέρος όπου γύριζε η φτερωτή και έκανε παφλασμό το νερό λεγόταν ζουριό.
Φτερωτή
Το ζουριό:
Το μέρος όπου γύριζε η φτερωτή και έκανε παφλασμό το νερό λεγόταν ζουριό.
Φτερωτή
Οι μικρές οριζόντιες φτερωτές αρχικά ήταν κατασκευασμένες από
ξύλο και αποτελούνταν από ένα σταυροειδή σκελετό και την περιφερειακή ρόδα,
όπου ήταν στερεωμένα τα φτερά (κουταλάκια) στα οποία κτυπούσε το νερό. Αργότερα
προστέθηκαν στις φτερωτές μεταλλικά στοιχεία (τσέρκια κ.ά.), ώστε να γίνουν πιο
γερές, για να καταλήξουν τελικά σε πολλών μορφών μεγέθη σιδερένιες που
κατασκευάζονταν σε μηχανουργεία και έρχονταν έτοιμες στο μύλο.
Άξονας
Ο άξονας ήταν ένα σίδερο (παλαιότερα χρησιμοποιούσαν ξύλο
καστανιάς για τον άξονα) ενάμιση μέτρο περίπου σαν αδράχτι που έμπαινε
κατακόρυφα και μετέφερε την κίνηση από τη φτερωτή στην πάνω μυλόπετρα.
Το κάτω μέρος του άξονα ήταν αιχμηρό και πατούσε στην μπίλια.
Λίγο πιο πάνω κούμπωνε η φτερωτή που ουσιαστικά ζύγιζε το βάρος της πάνω του. Ο
άξονας περνούσε από μια τρύπα που υπήρχε στην κάτω ακίνητη μυλόπετρα και κατέληγε
στην χελιδόνα, ένα πλατύ σίδερο με δυο πτερύγια που εφάρμοζαν σε δυο εγκοπές
χαραγμένες στο κάτω μέρος της πάνω
μυλόπετρας.
Η τρύπα της κάτω
μυλόπετρας που περνούσε ο άξονας σφραγιζόταν με ένα ξύλινο δακτύλιο το λεγόμενο
αβρόχι. Το αβρόχι λειτουργούσε
κατ’αρχήν σαν ρουλεμάν και κατά δεύτερο λόγο εμπόδιζε τις σταγόνες της φτερωτής
να περάσουν στο αλεύρι αλλά και το αλεύρι να χυθεί στο ζουριό.
Μυλόπετρες
Οι μυλόπετρες ήταν δυο, η μια σταθερή από κάτω και η άλλη η από πάνω ήταν αυτή
που κινούσε η φτερωτή. Είχαν το σχήμα τροχού. Η μια μυλόπετρα τριβόταν πάνω
στην άλλη και στη μέση (αφαλός) έριχναν οι μυλωνάδες τον καρπό για να αλεστεί.
Οι μυλωνάδες με το μυλoκόπι, ένα ειδικό εργαλείο χάραζαν τις μυλόπετρες για να τις
κάνουν τραχιές και να κόβεται πιο εύκολα το άλεσμα. Τις χάραζαν ακόμα και μια
φορά την ημέρα όταν ο μύλος είχε πολλή δουλειά. Σε περιπτώσεις που οι μυλωνάδες
ήθελαν
Μυλοκόπι
να κάνουν εργασίες στις πέτρες και επειδή το βάρος τους ήταν ασήκωτο,
ζητούσαν την βοήθεια άλλων δυο ή τριών ατόμων. Είχαν ένα μεγάλο κούτσουρο στην
άκρη και εκεί γύριζαν την πέτρα και τη χάραζαν.
Όσο πιο συχνά χάραζαν τις πέτρες τόσο πιο γρήγορα χρειάζονταν
αντικατάσταση γιατί όπως έλεγαν «έλιωναν». Οι μυλόπετρες που δούλευαν συνεχώς
δεν άντεχαν πάνω από πέντε χρόνια. Αγόραζαν τις πέτρες τις κουβάλαγαν στο μύλο
και αναλάμβαναν μόνοι τους να τους δώσουν το στρογγυλό σχήμα που χρειάζονταν.
Τις παλιές άχρηστες για το μύλο πέτρες τις πετούσαν. Εξηγούσαν μάλιστα ότι ενώ για
να τοποθετήσουν τις καινούργιες, άφθαρτες ακόμα πέτρες χρειάζονταν τρία ή
τέσσερα
άτομα για να κουβαλήσουν τις λιωμένες αρκούσε και ένα άτομο.
Γύρω από τις μυλόπετρες προεξείχε λεπτή ξύλινη κατασκευή για να μη διαφεύγει το
άλεσμα.
Καλαχίδα
Τα γεννήματα έπεφταν από μια μεγάλη σκάφη, την καλαχίδα, κρεμασμένη με τέσσερα χερούλια που ήταν πολύ
φαρδιά στην κορυφή και στένευε προς τα κάτω. Το σημείο που έβγαινε ο καρπός το
έλεγαν γλώσσα λόγω του σχήματος που
είχε. Τη γλώσσα κράταγε το βαρδάρι,
ένα ξύλο σαν αδράχτι που
ακουμπούσε στον αφαλό στο κέντρο της μυλόπετρας. Φρόντιζε μάλιστα να πέφτει το σιτάρι σε σταθερή ποσότητα. To βαρδάρι ακουμπούσε στην πέτρα και έκανε αρκετό θόρυβο, εξ ου και η γνωστή παροιμία για τους πολυλογάδες «Ο στόμας τ’ κάν’ σα του βαρδάρ’». Αφού αλεθόταν ο καρπός
έπεφτε αλεύρι πια σε ένα κάδι την αλευροθήκη ή γούρνα ή κουρίτα και από εκεί οι μυλωνάδες το μάζευαν με ένα ξύλινο φτυάρι.
ακουμπούσε στον αφαλό στο κέντρο της μυλόπετρας. Φρόντιζε μάλιστα να πέφτει το σιτάρι σε σταθερή ποσότητα. To βαρδάρι ακουμπούσε στην πέτρα και έκανε αρκετό θόρυβο, εξ ου και η γνωστή παροιμία για τους πολυλογάδες «Ο στόμας τ’ κάν’ σα του βαρδάρ’». Αφού αλεθόταν ο καρπός
έπεφτε αλεύρι πια σε ένα κάδι την αλευροθήκη ή γούρνα ή κουρίτα και από εκεί οι μυλωνάδες το μάζευαν με ένα ξύλινο φτυάρι.
Ανάλογα με τον καρπό αλλά και με το αν ήθελαν χοντρό ή ψιλό άλεσμα ανέβαζαν ή κατέβαζαν με το τιμόνι την πάνω μυλόπετρα για να αυξήσουν ή να μειώσουν την τριβή. Για το σιτάρι κατέβαζαν τη μυλόπετρα, για τη φάβα τα ρεβίθια και τις ζωοτροφές την ανέβαζαν. Συνήθιζαν να συγκεντρώνουν και να αλέθουν τα όσπρια και τις ζωοτροφές μια φορά το μήνα επειδή μύριζαν.
Σε δύσκολες περιόδους και ειδικά στην περίοδο της Κατοχής που δεν έφτανε το σιτάρι, άλεθαν όλα τα δημητριακά, τα ανακάτευαν και έκαναν το σμιγάδι από το οποίο έφτιαχναν ψωμί. Επίσης, για μεγάλα χρονικά διαστήματα συνηθισμένο συμπλήρωμα της διατροφής ήταν η μπομπότα, ψωμί από καλαμποκάλευρο.
Η σταματούρα (σταματήρα)
Όταν δεν ήθελαν να κινείται η φτερωτή χρησιμοποιούσαν τη σταματούρα που λειτουργούσε σαν «φρένο» του μύλου. Ήταν ένα ξύλο κάθετο που το γύριζαν, διασκόρπιζε το νερό και έτσι δεν έφερνε γύρω η φτερωτή.
Το νερό έφευγε από τη φτερωτή μέσα από μια έξοδο και έπαιρνε μέσα από την αμπολή το δρόμο του πάλι για το ποτάμι.
ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ Ο ΝΕΡΟΜΥΛΟΣ
ΓΙΑΝΝΗ ΜΗΤΑΚΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.