Θαμπά:. Πάρα πολύ πρωί, την ώρα που χαράζει και δεν
έχει ξημερώσει
καλά ακόμη. (Σηκώθηκα θαμπά σήμερα, για να πάω στο
χωράφι).
Θελομπούρα:. Το θολό νερό, που κυλούσε στα ποτάμια
μετά τις πρώτες βροχές, γιατί παράσερνε μαζί του χώματα, σκουπίδια κ.α. που είχαν
συσσωρευτεί στις όχθες του ποταμού ή που είχαν
συμπαρασυρθεί από τις
νεροσυρμές και τους καταρράχτες, που δημιουργούσε η
βροχή και είχαν κυλήσει μέσα στην κοίτη του ποταμιού.
Θεριακωμένος:. Ο πολύ ανεπτυγμένος στο σώμα, ο
γιγάντιος, ο γιγαντόκορμος, γιγαντόσωμος.
Θεριστής:. Ο μήνας Ιούνιος.
Θερμασιά:. Η ελονοσία, ο ελώδης πυρετός. Επίσης λέμε
και τις γυναίκες που με τις κακές κουβέντες τους σε «καίνε».
Θηκιάζω:. Βάζω το κάθε πράγμα στη θέση που πρέπει,
στη θήκη του
δηλαδή.
Θημωνιά:. Σωρός από στάχια, αποτελούμενος από 500
δεμάτια.
Θράσος–θράσα:. Ο άντρας ή η γυναίκα, που ήταν
άσχημος ή άσχημη, που δεν είχε χάρη κι ομορφιά η κουβέντα, το ντύσιμο, η
συμπεριφορά τους. Με λίγα λόγια, ο άνθρωπος που δεν σε τραβούσε η συντροφιά του και ήταν εσωτερικά και εξωτερικά ασουλούπωτος
και οι κινήσεις του (περπάτημα, χειρονομίες), δεν είχαν καμιά «αρμονία»,
ενώ παράλληλα δεν είχε καθόλου ευγενική
συμπεριφορά και συχνά προσβάλλει τα άτομα της παρέας του.
συμπεριφορά και συχνά προσβάλλει τα άτομα της παρέας του.
Θρούμπα:. Είδος φαγώσιμης ελιάς. Ελιά ώριμη που μαζεύεται
από το έδαφος.
Θρούμπι:. Άγριο αρωματικό φυτό, που το χρησιμοποιούν
για καρύκευμα.
Γιάννης Γιαννούκος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.