Πέμπτη 15 Φεβρουαρίου 2018

Ο ΛΗΛΑΣ





                                       Ο Λήλας ποταμός






                              Δεν λαλείς καημένο αηδόνι

                                             την αυγούλα με δροσιά

                                            να ξυπνήσης τον αφέντη

                                           να φιλήσει την κυρά...






 Τα λόγια ενός ευρωπαίου περιηγητή της Ελλάδας τον 19ο αιώνα χαρακτηριστικά για τον υδάτινο πλούτο των ορεινών περιοχών παραμένουν διαχρονικοί εκφραστές μιας ξεχασμένης αλήθειας“...μας μίλησαν για μεγάλα κοπάδια προβάτων, για δάση από βελανιδιές και έλατα, αλλά και για αμέτρητα βουνίσια ρέματα που ποτέ δεν στερεύουν το καλοκαίρι και το νερό τους είναι πολύ κρύο δεν μπορείς να το πιείς”.

 Οι πηγές του δάσους της Στενής, του Αγίου Στεφάνου και οι
Καμπιώτικες πηγές δημιουργούν τους δυο  κύριους παραποτάμους του Λήλα. Στο διάβα τους παρασέρνουν γόνιμο υλικό, την αλίπασα που δημιούργησε και τη μεγάλη γονιμότητα του Ληλάντιου Πεδίου.

Για αυτή την ευλογημένη γη οι δυο μεγάλες δυνάμεις της αρχαίας εποχής πολέμησαν και καταστράφηκαν κι οι δυο. Για την Χαλκίδα και την Ερέτρια αυτός ο πόλεμος ήταν μοιραίος. Είχαν προλάβει όμως να μεταφέρουν τον ευβοϊκό πολιτισμό σε όλη τη Μεσόγειο και το κυμαϊκό αλφάβητο στη Δυτική Ευρώπη.

                     Στενή και Βούνοι

     Ο μύλος της Σταματάρας είναι κτισμένος ανάμεσα στην Κάτω Στενή και πολύ κοντά στους  Βούνους στη δεξιά κοίτη του παραπόταμου του Λήλα, του ποταμού της Στενής. Κι ενώ η Στενή είναι καινούργιο χωριό, το 1790 όπως λέει η παράδοση οι κάτοικοι της περιοχής Σκουντέρι μετοίκησαν 7 χιλιόμετρα βορειότερα και έκτισαν τη Στενή, οι Βούνοι είναι αρχαίος οικισμός όπως μαρτυρούν τα ευρήματα και τα μνημεία που διασώζονται έως σήμερα. Ρωμαϊκά λουτρά, βυζαντινές και μεταβυζαντινές εκκλησίες, υπολείμματα πύργου και άλλα ευρήματα μαρτυρούν ίσως και συνεχόμενη οίκηση από τα βάθη των αιώνων. 

Είναι πολύ δύσκολο να χρονολογήσουμε από πότε υπάρχει ο μύλος στο συγκεκριμένο σημείο. Το μόνο που ξέρουμε είναι ότι επί  τουρκοκρατίας λεγόταν «του Μπολολιά ο μύλος».

           Η παραγωγή της Στενής σε σιτηρά και δημητριακά



Μονάδα μέτρησης σιτηρών της εποχής ήταν η Τάλια. 1 Τάλια αντιστοιχούσε σε 9-12 οκάδες αναλόγως τον καρπό. Μια οκά είναι 1288 γραμμάρια. Από το 1860 έως το 1900, όπως έχει καταγραφεί στο «Χρονικό της Στενής», ένας καλός παραγωγός και με ιδανικές συνθήκες παρήγαγε  κάθε χρόνο 50 τάλιες σιτάρι, 20 τάλιες κριθάρι, 20 τάλιες καλαμπόκι, 20 τάλιες φάβα, 25 τάλιες ρεβίθια. Και μην ξεχνάμε ότι από αυτή την παραγωγή έπρεπε να κρατήσουν το σπόρο και για την επόμενη χρονιά που σε μερικά είδη μπορεί να χρειαζόταν κι ο μισός. Οι αποδόσεις εκείνη την περίοδο δεν ήταν πολύ υψηλές μιας κι ο μόνος τρόπος για να αυξηθεί η παραγωγή ήταν η αμειψισπορά, ένα σύστημα που ακολουθούσαν όλα τα χρόνια. Διάλεγαν περιοχές και έβαζαν την ίδια καλλιέργεια. Την επόμενη χρονιά άλλαζαν περιοχή και σε αυτό συμμετείχαν όλοι. Στις περιοχές που τα χώματα ήταν φτωχά έβαζαν τα «ψ’μοκρίθαρα» τα οποία χρησιμοποιούσαν οι πιο πολλοί για ζωοτροφή. Καλλιεργούσαν ακόμα και στις πιο απότομες πλαγιές που είχαν χώμα. Αν δεν μπορούσαν να πάνε τα ζώα το σκάψιμο γινόταν με την τσάπα. Οι ανάγκες τούς υποχρέωναν να μην αφήνουν πιθαμή γης ακαλλιέργητη. Ακόμα και τα μανάρια που έπαιρναν μαζί τους στο θέρο τα έδεναν με κοντό σκοινί,  έκοβαν χόρτα και τα τάιζαν, επειδή δεν υπήρχε χέρσο χωράφι για να βοσκήσουν.

 Τέλη Μάη ξεκινούσαν τα καρποθέρια. Η συγκομιδή  δηλαδή των οσπρίων και των δημητριακών. Ακολουθούσε ο θέρος και τον Ιούλιο σειρά έπαιρναν οι βαλμάδες για το αλώνισμα. Ο καρπός έμπαινε στο αμπάρι και ήταν έτοιμος για το μύλο.





Το ψωμί

Όταν ήμουν μικρός πάντα μου έκανε εντύπωση ο τρόπος που αντιμετώπιζαν το ψωμί οι ηλικιωμένοι συμπατριώτες μου. Όταν ένα κομμάτι ψωμί έπεφτε κάτω, το έπιαναν με πολλή προσοχή, το φιλούσαν και  έκαναν το σταυρό τους. Ήμουν πολύ μικρός και κάθε φορά που γινόταν αυτό το αντιμετώπιζα με ένα συγκαταβατικό χαμόγελο προς τους συνομήλικούς μου. Χρειάστηκε να με πάρει μια φορά ο παππούς μου αρχικά στο όργωμα που μάλιστα γινόταν πια με τον ξεκούραστο τρόπο, δηλαδή άλογο και σιδερένιο αλέτρι και κατόπιν το καλοκαίρι στο αλώνισμα για να καταλάβω πόσο δύσκολα έβγαινε το ψωμί. Φανταστείτε να είχα πάει και στο θέρο! Βέβαια ο κόπος συνεχιζόταν σε όλα  τα στάδια, ώσπου να βγει το καρβέλι από το φούρνο. Η προετοιμασία για το ζύμωμα ξεκινούσε από το προηγούμενο βράδυ. Έπαιρναν το  ζυμάρι που είχαν κρατήσει από προηγούμενο ζύμωμα, έβαζαν λίγο χλιαρό νερό και λίγο αλεύρι. Αυτό ήταν το  λεγόμενο «ανάπιασμα». Ως το πρωί αυτό είχε φουσκώσει, «αναβατίσει» όπως το έλεγαν. Το ανακάτευαν στη σκάφη με αλεύρι, νερό και λίγο αλάτι, ζύμωναν και έδιναν το σχήμα του καρβελιού το λεγόμενο «πχέρσμα». Τοποθετούσαν τα καρβέλια στην πινακωτή τα σκέπαζαν να είναι ζεστά και περίμεναν να φουσκώσουν οπότε και ήταν έτοιμα για φούρνισμα.

Στην Πάνω Στενή η κάθε γειτονιά είχε το φούρνο της. Αυτός ήταν ιδιοκτησία κάποιου, αλλά τον χρησιμοποιούσε και όλη η γειτονιά. Στην Κάτω Στενή που υπήρχε περισσότερος χώρος, το κάθε σπίτι είχε το δικό του φούρνο. Έως δώδεκα καρβέλια χώραγαν οι κανονικοί φούρνοι, ενώ οι μικροί τέσσερα με πέντε. Οι χαμόφουρνοι ήταν πρόχειρες κατασκευές που έφτιαχναν συνήθως στα κονάκια τους και σε λίγες περιπτώσεις στο χωριό.



Από το αλεύρι

     Από το αλεύρι που προερχόταν από την άλεση του σιταριού οι Στενιώτες έφτιαχναν ψωμί, φύλλο (χυλοπίτες), τραχανά γλυκό, τραχανά ξινό, μπουλουγούρι, ενώ αν υπήρχε το αλεύρι στον ντάλαρο μπορούσαν ανά πάσα στιγμή να φτιάξουν τηγανόψωμα, καλαπόδια, σταχτοκουλούρες, π’ταλιές, κουρκούτι, κουρκόπιτα και φτιαχτά μακαρόνια, αλλά και γλυκά, όπως τηγανίτες (λουκουμάδες), μπακλαβά, μελομακάρονα και δίπλες.

Από το κριθάρι έφτιαχναν το κριθαρένιο ψωμί και το πολύσπορο (σμιγάδι).
Από το καλαμπόκι την μπομπότα, την κατσαμάγκα.

Το καλαπόδι είναι το πιο γευστικό τυροπιτάρι της Στενής. Ανοίγουν φύλλο, ανακατεύουν ξινοτύρι (στη σημερινή εποχή φέτα) με αυγά και γεμίζουν το φύλο με αυτό το μείγμα και δίνοντάς του σχήμα φακέλου. Σε όλη τη διάρκεια του τηγανίσματος η νοικοκυρά πατάει με το πιρούνι της το καλαπόδι για να τηγανιστεί καλύτερα. Για τα τηγανοψώματα (τηγανόψωμα)  φτιάχνουν ζυμάρι το πλάθουν και στη μέση βάζουν το τυρί ή κάποιες φορές και χόρτα, ειδικά στις νηστείες. Του δίνουν το στρογγυλό σχήμα μέσα στο τηγάνι. Η π’ταλιά είναι επίσης τηγανόψωμο αλλά χωρίς τυρί. Τρώγεται σκέτη ή με μέλι πάνω της.
ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ Ο ΝΕΡΟΜΥΛΟΣ
ΓΙΑΝΝΗ ΜΗΤΑΚΗ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.