Πριν κοπεί
το απέραντο δάσος, ζούσαν εκεί μέσα ένα σωρό
βουκολιά. Αργά γελάδια γύριζαν ελεύθερα μέσα στους λόγγους. Τα βόδια ανασηκώνανε τους λαιμούς των βγάνανε τη γλώσσα τυλίγανε με αυτή το κλαρί της αριάς και το φέρνανε στο στόμα. Το σφίγγαν ανάμεσα στους κοφτήρες και στο τύλωμα, ανασηκώ
νανε το κεφάλι και κόβαν έτσι το κλαδί. Αμάσητο το κατάπιναν. Χρειαζόντανε πολύ κλαρί, για να γεμίσουνε τα στομάχια τους.Αν το μασούσανε πρώτα και το κατάπιναν ύστερα,θα ήταν αναγκασμένα να ξεροσταλιάσουν ορθά ολημερίς κι ολονυχτίς. Για αυτό μόλις το βάζανε το κλαρί στο στόμα το φέρναν ένα γύρω στα σαγόνια και το κατεβάζανε στο στομάχι. Έτσι καταφέρνανε να χορτάσουν γρήγορα. Κατόπι πηγαίνανε στην πηγή. Σκύβανε το κεφάλι και πίνανε, πίνανε, ώσπου γινόνταν οι κοιλιές τους σα βαρέλια. Και τότε τρυπώνανε στο δρυμό,ξαπλωνόντανε κι αρχίζαν να αναχαράζουν την θροφή. Ο χιονιάς δε μπορούσε να ξεποτίσει τις πυκνές λόχμες. Ούτε κι ο ήλιος του καλοκαιριού. Τα δέντρα είχανε μπλέξει τους κλώνους των και δεν τον αφήνανε να περάσει ανάμεσα. Κάτι πάραπάνω εμποδίζανε και το φως,να τρυπώσει στο βάθος της λόχμης.
Μήνες περνούσανε,χωρίς να δουν οι νοικοκυραίοι που τα είχαν. Δεν τους ένοιαζε.Που θα πηγαίνανε;Τα κρατούσε ο τόπος.
βουκολιά. Αργά γελάδια γύριζαν ελεύθερα μέσα στους λόγγους. Τα βόδια ανασηκώνανε τους λαιμούς των βγάνανε τη γλώσσα τυλίγανε με αυτή το κλαρί της αριάς και το φέρνανε στο στόμα. Το σφίγγαν ανάμεσα στους κοφτήρες και στο τύλωμα, ανασηκώ
νανε το κεφάλι και κόβαν έτσι το κλαδί. Αμάσητο το κατάπιναν. Χρειαζόντανε πολύ κλαρί, για να γεμίσουνε τα στομάχια τους.Αν το μασούσανε πρώτα και το κατάπιναν ύστερα,θα ήταν αναγκασμένα να ξεροσταλιάσουν ορθά ολημερίς κι ολονυχτίς. Για αυτό μόλις το βάζανε το κλαρί στο στόμα το φέρναν ένα γύρω στα σαγόνια και το κατεβάζανε στο στομάχι. Έτσι καταφέρνανε να χορτάσουν γρήγορα. Κατόπι πηγαίνανε στην πηγή. Σκύβανε το κεφάλι και πίνανε, πίνανε, ώσπου γινόνταν οι κοιλιές τους σα βαρέλια. Και τότε τρυπώνανε στο δρυμό,ξαπλωνόντανε κι αρχίζαν να αναχαράζουν την θροφή. Ο χιονιάς δε μπορούσε να ξεποτίσει τις πυκνές λόχμες. Ούτε κι ο ήλιος του καλοκαιριού. Τα δέντρα είχανε μπλέξει τους κλώνους των και δεν τον αφήνανε να περάσει ανάμεσα. Κάτι πάραπάνω εμποδίζανε και το φως,να τρυπώσει στο βάθος της λόχμης.
Μήνες περνούσανε,χωρίς να δουν οι νοικοκυραίοι που τα είχαν. Δεν τους ένοιαζε.Που θα πηγαίνανε;Τα κρατούσε ο τόπος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.