Πέμπτη 8 Φεβρουαρίου 2018

Ο ΠΡΩΤΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΤΗΣ ΣΤΕΝΗΣ

         
Ο ΠΡΩΤΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΤΗΣ ΣΤΕΝΗΣ
Ο πρώτος σύλλογος που ιδρύθηκε στη Στενή ήταν πρωτοβουλία της νεολαίας του χωριού που σε συνεργασία με τον Λεβαντογιάννη, τον  δασικό , τον δάσκαλο (ο οποίος μπορεί να ήταν  ο Κουτσούκος ή ο Γιαννούκος,δεν διευκρινίζετε), έφτιαξαν τον πρώτο οργανωμένο σύλλογο που κύριος σκοπός του ήταν η προστασία του πράσινου. Στο καταστατικό του συλλόγου
προβλέπονταν και πρόστιμα υπέρ του συλλόγου για αυτούς που έκαναν ζημιές.Ο σύλλογος έγινε πιθανώς μετά το 1920 και το καταστατικό διαβάστηκε και ψηφίστηκε από όλη την νεολαία της Στενής. Το καταστατικό διάβασε ο δάσκαλος στο μπαλκόνι της κοινότητας.
Οι φίλοι του πράσινου
«Όταν άνθρωποι πολλοί μαζί-παίρνουν πάνω τους έργο, το πρώτο που χρειάζονται», τους είπε ο δάσκαλος, «είναι να οργανωθούνε» Για να μπορούνε, να καταμερίζουνε τη δουλειά».Καμία αντιλογία δεν ακούστηκε. Αναλάβανε τότε ο δάσκαλος, που είπε τη γνώμη, ο δασοκόμος κι ένας από τους χωριανούς, να οργανώσουνε τις δυνάμεις του χωριού, κάνοντας ένα σύλλογο.Την πρώτη Κυριακή μετά τη Θεία Λειτουργία σήμανε η καμπάνα και μαζεύτηκαν όλοι στην πλατεία. Ο δάσκαλος, νέος  τούτος από την Κλεισούρα, ανέβηκε στο γραφείο της κοινότητας στον εξώστη και διάβασε ένα προς ένα τα άρθρα του καταστατικού.Ο Γιάννης  δεν ανήκει στη νέα γενιά.Κι όμως χρησιμεύει αυτή την ώρα αυτή την ώρα, όσο κανείς άλλος. Ο Γιάννης δεν είναι γέρος .Θα πεθάνω κάποτε ! Ναί! Το παραδέχομαι! Αλλά να γεράσω ποτέ! Γεράζει το μυαλό;» λέει Κι όταν κουνούνε μερικοί το  κεφάλι, για να δείξουνε την αμφιβολία τους, συμπληρώνει:   «Οι γέροι δίνουνε τις πιο γνωστικές ορμήνειες!»
Πόσο χαίρονται οι νέοι, που τον έχουνε μαζί τους!
Απάνω από όλα είναι και ζωντανή ιστορία του λόγγου.
Ο Γιάννης πρότεινε και μπήκανε στο καταστατικό και τούτες οι διατάξεις:
«Όποιος αφήνει τη γίδα του λυτή, πλερώνει στο ταμείο του συλλόγου πρόστιμο 25 δραχμές, για κάθε φορά, ανεξάρτητα από την  πλερωμή της ζημιάς στους νοικοκυραίους ή στο κράτος».
«Όποιος κόβει κοντοέλατο ή κοντόπευκο,,πλερώνει για κάθε δεντράκι 25 δραχμές στο ταμείο του συλλόγου, εκτός από το πρόστιμο και την ποινή, που του βάνει το δικαστήριο».
Οι χωριανοί δίνοντας το λόγο τους στο δασάρχη, δεν είχανε σκεφτεί καθόλου τις οικόσιτες γίδες.
«Τι ζημιά μπορεί να κάνει ένα ζωντανό! Ο Γαλάνης»- που τις μπουσκετάριζε επιτόπου- «είναι ένας ιδιότροπος!»
Έτσι λέγανε και τα είχαν όλοι μαζί του, γιατί τις σκότωνε.
Αν δεν ήταν ο Γιάννης,χωρίς να το καταλάβουνε. Θα βγαίναν από το λόγο τους.
Έπειτα θέλει ένας να κλείσει μια αμποριά στον κήπο του, κόβει ένα σγατζοπεύκο. «Τι είναι αυτό! Να κόψεις πεύκο, μάλιστα είναι ζημιά!»
Δεν στοχάζεται, όταν το κόβει κι ύστερα που δικιολογιέται έτσι, πως από μικρό δεντράκι γίνεται μεγάλος πεύκος.
Κατόπιν έρχονται οι γυναίκες. Θέλουνε κλαριά να κάψουνε το φούρνο, να ψήσουνε καρβέλια.Με τις ασπαλαθιές μαζί κόβουνε και τα ελατάκια και τα πευκάκια.Και δεν τόχουνε για τίποτε!

«Έ , και τι είναι αυτό!Μιλείς για ένα αγατζόπευκο, για ένα κοντοέλατο! Να ήτανε και κανένα χαϊδεμένο κλαρί!»  

Ο Γιάννης έχει προσέξει, πως αυτή είναι η αιτία που δεν αφήνει τα έλατα,να κατεβούν από τον «Ανήλιο» μέσα στο χωριό, να σμίξουν εδώ με τα πεύκα. Χιλιάδες φυτρώνουνε και μυριάδες φουρνίζουν οι γυναίκες κάθε χρόνο. Άμα ψηφίστηκε το καταστατικό οι νέοι θελήσανε να βάνουνε το Γιάννη πρόεδρο.

«Αδύνατο! Μην το κάνετε καθόλου λόγο!»

«-Δεν μας καταδέχεσαι;»

-«Κάθε άλλο! Αλλά ο σύλλογος έχει φροντίδες. Αυτές θα με δέσουνε. Δε θάμαι λεύτερος να πετιέμαι,όποτε μου βουληθεί,στο λόγγο. Κι είμαι μαθημένος! Δε μπορώ τώρα σε τέτοια ηλικία να αλλάξω τις συνηθειές μου. Έπειτα έχω και τις φροντίδες του σπιτιού. Έχω οικογέναια. Και στο κάτω-κάτω δε βλέπω και την ανάγκη.Τόσοι νέοι είστε γεμάτοι όρεξη».
 Να κόψομε εμείς τις συνήθειες μας με το τσεκούρι

Όταν ταχτοποιήθηκε το συμβούλιο, ο Γιάννης πήγε και τους αντάμωσε όλους μαζί,εκεί που συνεδρίαζαν.
«Εγώ γυρίζω ολημερίς στο λόγγο,κι έχουνε δει πολλά τα μάτια μου»,τους είπε. «Δεν είναι αρκετή μονάχα η διάθεση, που έχουμε να κρατήσουμε το λόγο μας απέναντι στο Κράτος.Χρειάζεται να γνωρίζουμε πως θα καταφέρουμε, να μην παραστρατεί κανείς και ρεζιλευτούμε όλοι. Ένας ποντικός τρώει το ψωμί, αλλά τα ποντίκια τόφαγαν ακούς, να λένε».

Ένα σωρό δεντράκια χάνονται κάθε μέρα. Το παιδί παίρνει από το σπίτι τη μαχαίρα.Δυο βήματα είναι μακριά το δασάκι. Έχει δει τον πατέρα του, να κόβει δέντρα. Θέλει κι αυτό να καταφέρει την ίδια δουλειά. Πόσα πευκάκια, πόσα ελατάκια δε βλέπω εγώ σκυλοφαγωμένα γύρω-γύρω από τις μαχαιριές. Άλλα πέφτουν, άλλα στέκονται βαριά πληγωμένα.
Το τσοπανόπουλο ευχαριστιέται, να παίζει ξεφλουδίζοντας τα κλαριά! Που ξέρει αυτό, τι σημασία έχει η φλούδα για το δέντρο!
Ο ξυλοκόπος βαδίζοντας ανάμεσα στο δάσος, δίνει στο πεύκο, που ορθώνεται πλάι στο δρόμο, μια τσεκουριά για να δοκιμάσει αν είναι κοφτερό το τσεκούρι του. Μια θα δώσει αυτός! Τη δεύτερη θα τηνε δώσει κάποιος άλλος και τρίτος την άλληνε, ώσπου να αποτελειώσουνε το κλαρί.

Ο στρατοκόπος πιάνει τις κορφές από τα ελατάκια  και τις δένει κόμπο. Θέλει να δει, τι θα γένει με τα χρόνια αυτός ο κόμπος. Έτσι βλέπεις ένα σωρό σακάτικα έλατα δεξιά-αριστερά στο δρόμο.
Αντί να κόβονται τα κλαριά δώσαμε το λόγο μας,και σωστό είναι, να κόψουμε εμείς τις συνήθειες μας με το τσεκούρι».
Δε χρειάστηκε να βάνουνε τα δυνατά τους, για να πετύχουνε,να μη βλαφτεται το δάσος. Και τι ήταν αυτό!Μήπως ζητούσε το δάσος, να κοπιάσουνε για λόγου του;

Η μόνη θετική δουλειά,που χρειαζόταν, ήτανε τα παλούκια εκεί στο λειάσμα. Κι αυτά για να δασωθεί το μέρος πιο γρήγορα. Αλλιώς ο άνεμος θα κουβαλούσε μόνος του εκεί τους σπόρους της πλατάνας.
Μόλις πάτησε η άνοιξη-δεν είχε ακόμη καλά ξεχιονίσει-οι φίλοι του πράσινου, έχοντας επικεφαλής το δασοκόμο, πήγανε στη ρεματιά, καθαρίσανε τα πλατάνια φορτώσανε τα μουλάρια τους παλούκια, πήρανε κι όσα σήκωνε καθένας στον ώμο του και τα ξεφορτώσανε πλάι στο λιάσμα, σειρά τον ανήφορο. Κατόπι βάλθηκαν όλοι και τα μπήξανε στη γης, όπως τους είχε πει ο δασάρχης.
Την ίδια χρονιά πρασίνισε κιόλας το λειάσμα. Τα παλούκια ξεβλαστώσανε και τότε απλώθηκε απάνω στο γυμνό ένα αριοπλεγμένο δίχτυ,που τέντωσε και δέθηκε από όλες τις άκρες ολόγυρα στο λόγγο. Είναι βαμμένο πράσινο, μα πιο ξέθωρο από το δάσος γύρω.
Αυτό είναι το χρώμα της πλατάνας.

Κατά τον κάμπο
Άμα τέλειωσαν αυτή τη δουλειά ,δεν είχανε να κάμουνε στο δάσος άλλο τίποτε. Τότε δε στασυρώσανε τα χέρια οι φίλοι του πράσινου. Δεν είπανε: «τελείωσε, αυτό ήταν όλο», και να καθήσουνε, περιμένοντας και παινέματα από το χωριό.Μέσα τους καίει η ιερή φωτιά, κι η ορμή για δουλειά ξεχειλίζει. Που θα ξεχυθεί τώρα αυτή;-Στον κάμπο! Αυτός είναι γυμνός.Τίποτε άλλο από αγριαπιδιές-αφημένες εδώ κι εκεί για ήσκιο-δε βλέπεις. Αυτός ο κάμπος έχει σχηματιστεί από προσχώσεις. Χώμα κοκκινόμαυρο μπόια βαθιά. Δε βρίσκεις ούτε ένα πετραδάκι μέσα.Τώρα ήρθε ο καιρός να γίνουν εκείνα , που ονειρεύοτανε ο Πανταζής, για καρυδιές,ελιές,συκιές και μυγδαλιές.
Και δεν είναι λίγος ο κάμπος ,τέσσερις ώρες διάστημα του πλάτους και άλλες τόσες του μάκρους.
«Όχι Κλεισούρα με τις δυο χιλιάδες τους ανθρώπους ζεί αυτός, άμα δενδροφυτευτεί, παρά αγρόπολη με είκοσι φορές περισσότερο πληθυσμό» .Έτσι στοχάζονται οι φίλοι του πράσινου.Κι ο στοχασμός αυτός τους αρματώνει με θέληση αδάμαστη, να φέρουνε τέλος σε αυτό το έργο.

Αγοράζουνε πέντε στρέμματα τόπο στο «Κεφαλάρι» και τόνε χαρίζουνε στο σκολειό.
«Σας δίνουμε τον τόπο, θα σας δώσουμε και τα έξοδα και τη δουλειά μας, κύριε διευθυντή, να το κάμετε φυτώριο. Να βγάνετε δέντρα πολλά. Έτσι μονάχα θα σωτηρευτεί το χωριό»,είπε το συμβούλιο στο δάσκαλο,όταν πήγανε να του ανακοινώσουν όσα αποφασίσανε.
-«Σκέφτεστε γνωστικά!Σας συγχαίρω και σας ευχαριστώ για τη δωρεά!»

- «Ποιά δωρεά;  Σε εμάς τους ίδιους μένει το αγρόκήπιο. Του χωριού είναι το σκολείο. Γιατί να μας ευχαριστείται; Επειδή σας βάναμε σε παραπανιστό κόπο;»
-«Για μας δεν είναι κόπος. Κι αν θελήσομε να πούμε, πως είναι μικρός κόπος, σβήνει αυτός στη στιγμή, από τη χαρά που νιώθουμε, όταν αντικρίζομε την πρόοδο, και μπορούμε κι εμείς να δώσομε χέρι,να πάει ο λαός στο καλύτερο».

Περιμένοντας ημέρες καλύτερες
Ο καιρός περνάει. Και χρόνο με το χρόνο η Κλεισούρα βαδίζει από το καλό στο καλύτερο. Από τις πλαγιές το δάσος, σα «χιλιοπόδαρος», απλώνει από χίλιες μεριές να σμίξει με τα σπίτια της Κλεισούρας.Ήτανε τα πεύκα. Κατεβήκανε τα έλατα, ανέβηκε το πουρνάρι, η αριά κι ο λαύρος και φέρανε τον κούκο να λαλεί μέσα στο χωριό.
Μονιασμένοι οι χωριανοί με την εξουσία έχουν ότι τους χρειάζεται από το δάσος. Ακόμη και ξυλεία καστανίσια.  Το καθετί γίνεται με τη γνώμη του δασαρχείου. Το δασικό κεφάλαιο, η μάζα το ξύλο, αβγατίζει από χρόνο σε χρόνο. Επόμενο είναι και τα δασικά προιόντα να αυξαίνουνε προοδευτικά.
Από το άλλο μέρος ο κάμπος αρχίζει να πρασηνίζει βούλες- βούλες. Κι οι χωριανοί θρέφονται με τη μεγάλη ελπίδα,πως το Κράτος θα τους παραχωρήσει τον καστανόλογγο.
Τους τον έταξε ο δασάρχης: «Δείξτε αγάπη στο δάσος», τους είπε, «κι εμείς θα εισηγηθούμε στην Κυβέρνηση, για να σας δώσει δικό σας το δάσος».
Και δείξανε την αγάπη τους με το πάρα-πάνω.Δεκαοχτώ χρόνια τώρα κλαρί δεν πόνεσε εξαιτίας τους.Κανέναν δεν κατάγγελνε ο δασοκόμος, κανέναν δεν δίκασε το δικαστήριο για δασικό ανόμημα.

                             ΓΙΩΡΓΟΥ ΝΤΕΓΙΑΝΝΗ
                           ΜΕΣΑ ΣΤΟΥΣ ΛΟΓΓΟΥΣ
                           1939.                

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.