Τα παιδιά χάραζαν στο χώμα το
σχέδιο που βλέπετε τραβώντας γραμμές με
κάποιο ξύλο και όταν το τσιμέντο μπήκε στη ζωή μας το χάραζαν με κιμωλία ή με
κάρβουνο πάνω σε ταράτσες. αυλές ή δρόμους.
Το κάθε παιδί είχε την αμάδα
του (σκατούλι), που ήταν συνήθως κάποιο σπασμένο κεραμίδι όσο πιο επίπεδο
γινόταν ή μια πλακαρή πέτρα.
Έβαζε την αμάδα στο πρώτο δεξιά
τετράγωνο και πατώντας στο ένα
πόδι (τσακ τσακς) έσπρωχνε με το πόδι την αμάδα
του από τετράγωνο σε τετράγωνο, μέχρι να φτάσει στο δεξί μέρος του ουρανού.
Εκεί πατούσε και τα δύο πόδια
για να ξεκουραστεί.
Περνούσε μετά την αμάδα στο
αριστερό μέρος του ουρανού και ξαναπατούσε στα δύο πόδια.
Στη συνέχεια κατέβαινε
ένα-ένα τα τετραγωνάκια από την αριστερή πλευρά και όταν τέλειωνε ο γύρος,
πατούσε και στα δύο πόδια για να ξεκουραστεί, άρχιζε πάλι να ανεβαίνει τα
τετραγωνάκια από την αριστερή πλευρά αλλά αυτή τη φορά δύο-δύο μέχρι τον ουρανό
και ξανά από αριστερά κατέβαινε.
Η Τρίτη προσπάθεια ήταν να
ανεβεί η αμάδα με ένα χτύπημα ως τον ουρανό και μετά να ξανακατεβεί πάλι με ένα
χτύπημα από την αριστερή μεριά.
Ευνόητο είναι ότι ο παίχτης
σταματούσε και συνέχιζε ο άλλος, μέχρι να ξανά έρθει η σειρά του, και να
ξεκινήσει από εκεί που σταμάτησε, αν η αμάδα του σταματούσε πάνω σε γραμμή ή
έβγαινε έξω από τον οριοθετημένο χώρο του παιχνιδιού ή αν ο παίχτης πατούσε
κάποια γραμμή.
Δεύτερη φάση του παιχνιδιού
ήταν το «ακούνητο». Ξεκινούσε, πάντα πατώντας στο ένα πόδι να περάσει την αμάδα
του από το ένα τετράγωνο στο άλλο με ένα χτύπημα, χωρίς να έχει το δικαίωμα να
την μετακινήσει ώστε να είναι πιο σίγουρο το επόμενο σπρώξιμο της αμάδας.
Τρίτη φάση ήταν το
«συρτοπάτητο» Σπρώχνοντας την αμάδα από το ένα τετράγωνο στο άλλο έπρεπε στη
συνέχεια πατώντας και πηδώντας με το ένα πόδι (τσακ τσακς) να πατήσει πάνω στην
αμάδα και μετά να κατεβάσει το πόδι και να την σπρώξει στο επόμενο τετράγωνο.
Τέταρτη φάση ήταν το
«αλλαξοποδαράκι» Έσπρωχνε την αμάδα στο
άλλο τετράγωνο, πατώντας π.χ στο δεξί πόδι και έπρεπε να πηδήξει με το αριστερό
για να συνεχίσει και σε κάθε τετραγωνάκι χρησιμοποιούσε διαφορετικό πόδι.
Πέμπτη φάση ήταν το
«μπακλαβωτό». Ανέβαζε ο παίχτης την αμάδα χτυπώντας την με το ένα πόδι «χιαστί»
δηλαδή από το δεξί τετράγωνο της πρώτης σειράς στο αριστερό της δεύτερης και
από εκεί στον δεξιό της τρίτης, μετά στο αριστερό της τέταρτης και ύστερα στο
δεξιό μέρος του ουρανού. Από εκεί μεταφερόταν στο αριστερό μέρος του ουρανού
από όπου άρχιζε η αντίστροφη πορεία, μέχρι να φτάσει στο αριστερό τετράγωνο της
πρώτης σειράς
Έκτη φάση ήταν το «πατώ» ή
«τυφλό». Με κλειστά τα μάτια ανέβαινε ο παίχτης τα τετραγωνάκια ως τον ουρανό
και μετά κατέβαινε από την άλλη μεριά προσπαθώντας να μην πατήσει τις γραμμές.
Σε κάθε βήμα ρωτούσε μονολεκτικά «πατώ;» και η ομήγυρη απαντούσε «όχι» ή
«πατάς» και αν πατούσες σταμάταγες το παιχνίδι και περίμενες ξανά τη σειρά σου
από εκεί που σταμάτησες, μέχρι να μπουν και οι άλλοι στο παιχνίδι με τη σειρά
τους.
Όποιος περνούσε όλες τις
δοκιμασίες ήταν και ο νικητής του παιχνιδιού και περίμενε να τελειώσει ο
δεύτερος, ο τρίτος κλπ.
Να θυμίσουμε ότι στα δύο
χωρίσματα του ουρανού είχε την ευκαιρία ο παίχτης να ξεκουράσει τα πόδια του
πατώντας και στα δύο, αλλά και να ανοίξει τα μάτια του στην τελευταία φάση του
παιχνιδιού που ονομαζόταν «πατώ» ή «τυφλό.
Γιάννης Γιαννούκος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.