Ο ΝΕΡΟΜΥΛΟΣ
…..Μήτε κι η σιωπή είναι πια δική σου
εδώ που σταμάτησαν οι μυλόπετρες…….
εδώ που σταμάτησαν οι μυλόπετρες…….
Γ.Σεφέρης
Μέσα σε ειδυλλιακό τοπίο που μόνο σε περιγραφές παραμυθιών
μπορείς να συναντήσεις ήταν χτισμένος ο νερόμυλος. Βαθύσκιωτα πλατάνια και
εύφορα περιβόλια έδιναν την όψη ενός επίγειου παράδεισου. Η βοή του νερού και ο
ήχος που έβγαζε το βογκητό των μυλόπετρων γέμιζαν το ρέμα του Λήλα.
Είναι ο πιο γνωστός και πιο παλιός από όλους τους μύλους της
περιοχής. Όλα τα γύρω χωριά αλλά ακόμα και τα πιο απομακρυσμένα τον
προτιμούσαν. Στενιώτες, Βουναΐτες, Γιδιώτες, Καθενιώτες, Παλιουραίοι,
Λουτσαΐτες, Αϊθανασώτες, Πουρνιώτες, Θεολογίτες, Μακρυκαπιώτες μαζεύονταν και
έμπαιναν στην αράδα προκειμένου να αλέσουν. Σταμάτησε τη λειτουργία του το 1968
όταν συγκεντρώθηκε το νερό του Αγίου Στεφάνου και πουλήθηκε στην Αρτάκη (η
συμφωνία είχε υπογραφεί πέντε-έξι χρόνια πριν). Βέβαια αυτό δεν έγινε αναίμακτα
μιας και οι κάτοικοι του χωριού αντιστάθηκαν στην πώληση με καυγάδες,
πετροπόλεμο και συγκρούσεις με την αστυνομία. Χωρίς το νερό των πηγών του Αγίου
Στεφάνου το ποτάμι της Στενής έχει επαρκές νερό μόνο το χειμώνα. Αυτό ήταν το
τέλος εποχής για τον μοναδικό σε λειτουργία νερόμυλο τότε όσο και για τα πιο
εύφορα περιβόλια της Στενής. Η αλλαγή αυτή αφορούσε όλο το χωριό, μιας και όλοι
οι κάτοικοι είχαν ένα κομμάτι σε αυτή την ευλογημένη γη και έβγαζαν περιβολικά
και προμήθειες για όλο το χρόνο όπως
πελτέ ντομάτας, φασόλια ξερά, κουκιά, αποξηραμένες μελιτζάνες, κρεμμύδια,
σκόρδα. Έως το 1978 τόσο το σπίτι όσο και ο μύλος ήταν σε καλή κατάσταση. Μια φωτιά
όμως που έβαλε κτηνοτρόφος και ξέφυγε από τον έλεγχό του ήταν ο λόγος που
κάηκαν τα ξύλινα μέρη του ταβανιού με αποτέλεσμα να προκληθούν ζημιές μη
αναστρέψιμες.
Η καθημερινότητα στο
μύλο πριν από 80 χρόνια
Ιδιοκτήτες του μύλου
Πέντε άτομα ήταν στο
μύλο το 1938. Ο Κώσταντής Ντούρμας, η γυναίκα του Ελένη και αδερφή της Τασά.
Καθώς κι κόρες τους Σταμάτω και Μαρία. Ο Κωσταντής πήγε γαμπρός στο μύλο και
ήταν από τους Ντουρμαίους. Η γυναίκα του και η αδερφή της είχαν κληρονομήσει το
1933 το μύλο από τη μάνα τους Σταμάτω
(Σταματάρα). Άνδρας της Σταματάρας ήταν ο
Χρήστος Παπαναστασίου από τους Καλαματαίους. Από αυτό το σόι προερχόταν και ο
θρυλικός καπετάνιος της Στενής στα χρόνια της τουρκοκρατίας.
Ελένη Ντούρμα-Παπαναστασίου |
Η περιγραφή είναι από αφηγήσεις της Μαρίας Ντούρμα –Μητάκη που
μεγάλωσε στο μύλο, έτσι όπως τα έζησε και έτσι όπως της τα είπαν. Περιγράφεται
με λεπτομέρειες το σπίτι, ο τρόπος ζωής και η καθημερινότητα. Στο τεχνικό μέρος
της λειτουργίας των νερόμυλων αναφερθήκαμε
παραπάνω. Η τεχνική λειτουργία των νερόμυλων είναι ίδια οπότε δεν
χρειάζεται επιπλέον αναφορά. Στα κείμενα που ακολουθούν δίνουμε βάση στην
καθημερινότητα. Η αναφορά ξεκινά από τα τέλη της δεκαετίας του 1930. Ο Κώστας
Ντούρμας αν και ήταν μυλωνάς καλλιεργούσε μόνος του και τα δικά του
σιτηρά και
δημητριακά. Όπως αναφέρεται πάρα κάτω, η ιδιαιτερότητα του μύλου σε σχέση με
άλλους μύλους είναι η πολύ μεγάλη παραγωγή περιβολικών αλλά και όλων των
προϊόντων πρωτογενούς παραγωγής. Τώρα η απάντηση στο ερώτημα «τι γινόταν όλος
αυτός ο πλούτος;» είναι απλή. Απλώς τα μοιράζονταν με τον κόσμο χωρίς
ανταλλάγματα.
Αναστασία Παπαναστασίου |
Το σπίτι
Το σπίτι ήταν δίπατο κτισμένο με πέτρες και μεγάλα
αγκωνάρια, αρκετά μεγάλο και ευρύχωρο για τα δεδομένα της εποχής. Στο ισόγειο,
το κατώι. Εκεί υπήρχε το βαρέλι με το κρασί, το αμπάρι για το σιτάρι και το
κριθάρι, η σεντούκα για το καλαμπόκι, τη φάβα, τα διάφορα όσπρια (φάβα, φακές,
κουκιά, γυφτοφάσουλα, ρεβίθια και φασόλια), ο ντάλαρος για το αλεύρι, η π’νιότα
για τις ελιές, το πιθάρι για το λάδι, τα τουλούμια για το τυρί, τα πιθάρια για
τον πασπαλά. Στην άλλη πλευρά οι ζωοτροφές, ο καρπός για τα ζώα και ο μπλέχτης με το σανό.
Ότι απέμεινε από το σπίτι |
Το κατώι επικοινωνούσε απευθείας με το πάνω σπίτι μέσω του
καταρράχτη. Μια τετράγωνη τρύπα, που έκλεινε και άνοιγε με μια μικρή πόρτα και
μια σκάλα ξύλινη στημένη μόνιμα για να ανεβοκατεβαίνει η οικογένεια. Χρήσιμος ο
καταρράχτης για πολλούς λόγους αλλά κυρίως για τους βαρείς χειμώνες που δεν
μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν το χαγιάτι
και τις σκάλες λόγω του πολύ χιονιού. Με αυτόν τον τρόπο είχαν πάντα πρόσβαση
στις αποθήκες και στα ζώα τους. Ο πάνω όροφος ήταν ένα μεγάλο δωμάτιο χωρισμένο
στα δυο με καλαμωτή. Στον ένα χώρο ήταν η κρεβατοκάμαρα, τα σεντούκια και ο
γιούκος. Τα κρεβάτια είχαν σανίδες πάνω σε σιδερένια πόδια και στρώματα από
βρωμαριά. Στο άλλο δωμάτιο το τζάκι, ο σοφράς, τα καρεκλάκια, η κοφινίδα για το
ψωμί, ο αργαλειός. Τα μαγειρικά σκεύη ήταν κρεμασμένα στον τοίχο, στο παλιθούρ’
άλλα χρήσιμα πράγματα της κουζίνας αυτά που αγόραζαν συνήθως αλάτι, πιπέρι,
ζάχαρη και διάφορα μπαχαρικά όπως κανέλα, γαρύφαλλο, μοσχοκάρυδο για τα γλυκά
των Χριστουγέννων κ.λπ.
Έξω από το πάνω δωμάτιο ήταν το χαγιάτι όπου εκεί έβρισκες
κρεμασμένο ό,τι μπορείς να φανταστείς: τσάι, ρίγανη, θρούμπι, θυμάρι, σπόρους
για τα περιβολικά της άλλης χρονιάς, ρόδια, κρεμμύδια, σκόρδα, κυδώνια,
μελιτζάνες σε πλεξάνες (αρμάθες), λουκάνικα το χειμώνα, σουτζούκια από μούστο
κ.λπ.
Στην γωνιά υπήρχε ο περιστερώνας. Τα πιτσούνια ήταν
ξεχωριστή λιχουδιά. Τα έκαναν βραστά
πάντα με κάτι άλλο, συνήθως μακαρόνια. Στη μέση του χαγιατιού ήταν η πέτρινη
σκάλα.
Αριστερά του μύλου ο φούρνος. Είχε αλλάξει θέση μιας και πιο
παλιά βρισκόταν στα δεξιά του μύλου. Συνηθισμένο κέρασμα από τις μυλωνούδες η προπύρα: μικρά ψωμάκια που κάποιες φορές τα γέμιζαν με τυρί.
παλιά βρισκόταν στα δεξιά του μύλου. Συνηθισμένο κέρασμα από τις μυλωνούδες η προπύρα: μικρά ψωμάκια που κάποιες φορές τα γέμιζαν με τυρί.
Τα ξύλα για το φούρνο και τα τζάκια τα κουβαλούσαν από το
λόγγο. Όλα τα νοικοκυριά είχαν την μερίδα τους στο δάσος της Στενής και από
εκεί έπαιρναν το ξύλα τους. Για το μύλο που είχε δυο τζάκια και το φούρνο οι
ανάγκες ήταν πάνω από εκατό φορτώματα ξύλα το χρόνο. Και λέγοντας φόρτωμα
εννοούμε ένα καλά φορτωμένο υποζύγιο. Ήταν η εποχή που στο δάσος είχε πολλούς ανθρώπους που
δούλευαν μέσα σε αυτό όπως και πολλούς γιδάρηδες. Πολλοί είχαν μπολιάσει τις
καστανιές και μάζευαν ήμερα κάστανα, κάποιοι άλλοι είχαν φυτέψει μηλιές και
κερασιές.
Την αφθονία αγαθών του μύλου τη συμπλήρωναν τα ζώα: γίδες,
κότες, πάπιες και τα υποζύγια. Το κοτέτσι ήταν κολλητά στο σπίτι. Μετά το
αλώνισμα ανέβαζαν τις κότες και τα
κοτόπουλα στα αλώνια, αφ’ ενός για να φάνε τα σκύβαλα και αφετέρου να τα
απομακρύνουν από τα περιβόλια που είχαν ξεκινήσει να παράγουν. Τα έβαζαν σε
μεγάλες κασόνες και τα φόρτωναν στα υποζύγια. Στα αλώνια έφτιαχναν ένα πρόχειρο
κοτέτσι. Φύλακες άγρυπνοι για τα πουλερικά του μύλου τα σκυλιά δεν άφηναν
αλεπού ή κουνάβι να ζυγώσει. Η κυρία Μαρία θυμάται ακόμα τα ονόματα των σκυλιών
του μύλου γύρω στα 1950. Ο Βέλιος και ο Παγώνης. Ο Παγώνης είχε κενό από τρίχες
στο κεφάλι του μιας και τον είχε δαγκώσει οχιά και χρειάστηκε επέμβαση για να
βγει το δηλητήριο. Χειρουργικό εργαλείο τα αγκάθια της αγκορτζάς. Την φοράδα
την έλεγαν Κούλα, το γαϊδούρι Μπρίκι και το μουλάρι Μαρίκα(!). Η Μαρίκα είχε
την ιδιαιτερότητα ότι δεν περνούσε ποτέ κάτω από το χωριό Γίδες. Μόλις ζύγωνε
σε αυτό το χωριό μουλάρωνε ανεξήγητα και γύριζε μόνο του πίσω στο μύλο.
Πόσιμο νερό
Πενήντα μέτρα δεξιά του μύλου υπήρχε μια πηγή που την έλεγαν του Αϊ- Γιάννη, άγνωστο
γιατί ονομαζόταν έτσι. Από εκεί έφερναν νερό με τις στάμνες για πόσιμο.
Με το νερό της αμπολής έπλεναν ρούχα και έκαναν κι άλλες
δουλειές, αλλά δεν το χρησιμοποιούσαν ποτέ για πόσιμο γιατί ήταν «ξεσκέπαστο».
Δίπλα στο ποτάμι έβγαινε νερό σε πολλά σημεία που τα έλεγαν «βρύσες», έκαναν
γούρνα και έπιναν νερό και από εκεί. Το νερό αυτό ανήκε στο ποτάμι, απλώς σε
κάποιο σημείο έφευγε ακολουθούσε άλλη διαδρομή φιλτραριζόταν από το χώμα και
έβγαινε αλλού.
Ο μύλος
Κολλημένος στο δίπατο σπίτι ο μύλος ήταν χαμηλοτάβανος.
Δίπλα στο μύλο υπήρχε μια μικρή κάμαρα. Μέσα σε αυτή την κάμαρα υπήρχε τζάκι,
μιας και εκεί κοιμόταν όποιος είχε
βάρδια στο μύλο, οι αλεστές κυρίως αυτοί που ήταν από μακριά και γενικά τις
κρύες ημέρες ήταν το μέρος που γίνονταν όλες οι κοινωνικές συναναστροφές.
H
δέση ήταν γύρω στα τετρακόσια μέτρα πιο ψηλά στο ποτάμι. Το χτίσιμο της δέσης
γινόταν πάντα μετά το χειμώνα που είχε υποστεί φθορές που κάποιες φορές ήταν
και ολικές και είχε σαν βάση πασσάλους τους οποίους κάρφωναν μέσα στο
ποτάμι κάθετα. Πάνω σε αυτούς τους πασσάλους κάρφωναν οριζόντια ξύλα. Κατόπιν έκαναν ένα στρώμα με αστοφιές και
σπάρτα. Η αστοφιά είναι ένας θάμνος που υπάρχει παντού στην περιοχή μας. Από
την αστοφιά άλλωστε έφτιαχναν και τα σαρώματα (σκούπες). Τα σπάρτα είναι επίσης
παντού και από αυτά με την κατάλληλη επεξεργασία έφτιαχναν ρούχα, τσουβάλια
κ.λπ.Αυτούς τους θάμνους λοιπόν τους έδεναν και τους έσφιγγαν. Ακολουθούσε το
τρίτο στρώμα το οποίο ήταν το χώμα. Έβαζαν λίγο-λίγο και το πάταγαν ώστε να
γίνει συμπαγές. Η υπόλοιπη δέση συμπληρωνόταν με αυτά που κατέβαζε το ποτάμι.Η
δέση ήθελε συντήρηση και πολλές φορές ανακατασκευή από την αρχή αν τα νερά του
ποταμού ήταν πολύ ορμητικά το χειμώνα.
Το νερό ερχόταν στο μύλο από την αμπολή που ήταν χωμάτινη
και ήθελε συντήρηση τουλάχιστον δυο
φορές την εβδομάδα.
Αριστερά του μύλου έβαζαν περιβόλια και αυτά ποτιστικά από
το νερό της δέσης. Ήσαν ίσως τα πιο εύφορα περιβόλια της Στενής. Κλαρωτά
φασόλια, ψαχνιώτικα χαμοφάσουλα, ντομάτες, μελιτζάνες, κολοκυθάκια, λύρες,
κρεμμύδια, καρπούζια, πεπόνια κ.λπ. Στις άκρες καρυδιές και ροδιές.
Μπροστά από το μύλο και έως το ποτάμι μετά το μονοπάτι (το
σημερινό αγροτόδρομο) εκμεταλλεύονταν το νερό που έφευγε από το ζουριό και
έβαζαν κι εκεί περιβόλι. Στις άκρες συκιές, ροδιές, καρυδιές, μουριές και μια
κυδωνιά.
Ο μύλος και τα περιβόλια της αμπολής δεν είχαν νεροκράτη.
Απλώς δυο φορές την εβδομάδα ο μύλος δεν λειτουργούσε για να ποτίζουν και
οι υπόλοιποι κάτοικοι του χωριού τα περιβόλια τους Πέμπτη και Κυριακή από ήλιο
σε ήλιο.
Η παραγωγή του μύλου
εξαρτιόταν από το πόσο μεγάλο ήταν το σιφούνι, το ύψος της κρέμασης και το
μέγεθος που είχαν οι μυλόπετρες. Όταν ρωτήσαμε την κυρία Μαρία για την απόδοση
του μύλου ανά ώρα μας είπε:
«Σαματ’ είχαμ’ ώρα τότε. Βάζαμ’ δυο τσουβάλια μαζί γύρου στα
100 κ’λά και έκαναν μ’ση και μπουρεί και μια ώρα για να αλέσνε». Το σιφούνι που
έπαιζε μεγάλο ρόλο στην αποδοτικότητα του μύλου ήταν τρία με τέσσερα δάχτυλα
(έτσι το μέτραγαν τότε την τρύπα, με τα δάχτυλά τους) μπροστά και δυο δάχτυλα
πίσω. Για να φανεί η διαφορά αρκεί να αναφέρουμε ότι σιφούνι με δυο δάχτυλα
έκανε τετραπλάσιο χρόνο να αλέσει την ίδια ποσότητα. Επίσης μας είπε ότι το
χάραγμα της πέτρας με το μυλοκόπι ήταν καθημερινή δουλειά μιας και αυτός ο
μύλος δούλευε συνεχώς. Το πρώτο σιτάρι που έβαζαν μετά από κάθε χάραγμα ήταν
μια μικρή ποσότητα δική τους. Το αλεύρι που έβγαινε από εκεί το κοσκίνιζαν πολύ
καλά για να ξεχωρίσουν τα υπολείμματα της μυλόπετρας.
Τα αλεστικά που έπαιρναν ήταν το 5% και για μέτρημα είχαν
ένα μεταλλικό δοχείο το οποίο στην μια
πλευρά είχε μια οκά και στην άλλη πλευρά μισή οκά.
Φύρα δεν υπήρχε στο
άλεσμα μιας και οι μύλοι δεν διαχώριζαν το πίτουρο από το αλεύρι. Το έκαναν στο
σπίτι οι νοικοκυρές με το κοσκίνισμα. Ήταν ο μοναδικός μύλος που δεν έβγαζε
καθόλου φύρα, ένας επιπλέον λόγος για να τον προτιμήσουν. Οι παρεμβάσεις που
έγιναν στο μύλο τα τελευταία χρόνια φαίνονται μιας και η δέση ήταν
τσιμεντένια και τα βαρέλια του
καταρράχτη μεταλλικά.
Εποχές του χρόνου
Η ζωή στο μύλο ξεκίναγε νωρίς από τις πέντε και το βράδυ πήγαιναν για ύπνο με τις κότες όπως
έλεγαν. Όλες οι ασχολίες αφορούσαν στην εξασφάλιση και επεξεργασία
του φαγητού της χρονιάς και κατά δεύτερο
λόγο στην ένδυση. Είχες μόνο ό,τι μπορούσες να παράγεις ή να κατασκευάσεις
μόνος σου. Είναι η εποχή που στα χωριά δεν υπήρχαν χρήματα και λειτουργούσε
ακόμα η ανταλλακτική οικονομία με τα πλεονάσματα της παραγωγής τους. Για τους
μυλωνάδες της εποχής απαραίτητο προϊόν ήταν το πετρέλαιο. Η λειτουργία του
μύλου απαιτούσε δυνατό φωτισμό τα βράδια που μόνο οι λάμπες πετρελαίου
προσέφεραν. Ο λύχνος που έκαιγε λάδι προσφερόταν μόνο για το σπίτι. Συνηθισμένο
μέσο ανταλλαγής τα αυγά. Έψαχναν, κάποιες φορές και σε άλλο χωριό, ποιος
μπακάλης χρειαζόταν τα αυγά για να σου τα
αλλάξει με πετρέλαιο.
Τα σύνορα της Στενής και των Βούνων είναι είκοσι μέτρα περίπου από το σημείο που είναι
χτισμένος ο μύλος και το χωριό απέχει 300 μέτρα. Οπότε οι κοινωνικές σχέσεις
ήταν πιο συχνές με τους κατοίκους του χωριού Βούνοι λόγω απόστασης. Εκεί
γιόρταζαν κάποιες γιορτές όταν δεν μαζεύονταν στο μύλο, όπως π.χ. τις Απόκριες
μαζί με οικογένειες φίλων. Όπως σε όλες τις γιορτές χόρευαν με τραγούδια των καλλίφωνων
της παρέας.
Οι ιδιοκτήτες του μύλου έβαζαν τα δικά τους δημητριακά και
σιτηρά. Όργωμα στο σποριά και θέρος και αλώνισμα το καλοκαίρι. Καλλιεργούσαν
πατάτες στο βουνό. Μάζευαν χόρτα, βρούβες, ζουγκιά, ραδίκια και από μανιτάρια
σαλιάρες και γαλαυτάκια. Περιποιούνταν το αμπέλι τους στον Αι-Νικόλα. Στην περιοχή,
όταν ο χειμώνας ήταν βαρύς, υπήρχαν ημέρες που δεν μπορούσαν να ξεμυτίσουν από
το σπίτι τους. Το χιόνι έφτανε ως το χαγιάτι και η μόνη πρόσβαση στα ζώα και
τις αποθήκες ήταν από τον καταρράχτη. Τα ζώα ήταν μέσα στο κατώι και αυτά που
δεν κρύωναν, όπως τα πρόβατα με το πυκνό τρίχωμα, ήταν κάτω από το χαγιάτι που
δεν τα έπιανε βροχή.
Μια μέρα της άνοιξης
Από τις πέντε το πρωί ήταν όλοι στο πόδι. Πάντα είχαν εργάτη
μιας και τρία παραγωγικά άτομα στο μύλο δεν ήταν αρκετά.
Το πρωινό ήταν συνήθως ένα από τα παρακάτω: γάλα από τα
μανάρια που μόλις τα είχαν αρμέξει, τραχανάς, κουρκούτι, τηγανοψώματα, π’ταλιές.
Για τα παιδιά αγαπημένο πρωινό η «μπουκουβάλα», ψιλοτριμμένο ψωμί και τυρί που το
έσφιγγαν μέσα σε ένα μαντήλι πολύ δυνατά ώστε να βγει σε σχήμα μεγάλης
στρογγυλής σφαίρας. Βασική δουλειά ο μύλος και ο καθένας είχε τη βάρδια του.
Μαζεύονταν όλοι μόνο όταν ήθελαν να χαράξουν την πέτρα με το μυλοκόπι, πράγμα
που σχεδόν γινόταν κάθε μέρα όταν είχε συνεχόμενη δουλειά. Παράλληλα κάποιος
φρόντιζε τα ζώα: να τα αρμέξει, να τα
βγάλει για βοσκή, να αμολήσει τις κότες, τις πάπιες. Μετά πήγαιναν στα
περιβόλια για σκάλισμα, πότισμα ή ό,τι άλλο χρειαζόταν. Παράλληλα όμως γίνονταν
και οι δουλειές του σπιτιού, μαγείρεμα, πλύσιμο, λάτρα, σίδερο.
Της Αγιά-Σωτήρος
Της Αγιά-Σωτήρος ήταν και είναι το μεγάλο πανηγύρι των
Βούνων. Ήταν η μόνη ημέρα που οι άγραφοι νόμοι επέτρεπαν το ψάρεμα. Άγραφοι
νόμοι, σεβαστοί όμως από όλους. Μια φορά μόνο το χρόνο ψάρεμα στο ποτάμι για να
έχουν ψάρια και του χρόνου. Αυτό που επιτρεπόταν συνεχώς να πιάνουν ήταν τα
καβούρια που τα έκαναν τηγανιτά. Τα χέλια ,τουλάχιστον στο μύλο, δεν τα έτρωγαν
επειδή έμοιαζαν με φίδια. Το ψάρεμα ήταν πολύ εύκολο μιας και το μόνο που είχαν
να κάνουν ήταν να βάλουν ένα κοφίνι στο τέλος της αμπολής και να κόψουν το νερό
για να μην μπορούν τα ψάρια να γυρίσουν. Το κοφίνι γέμιζε πολύ γρήγορα ψάρια.
ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ Ο ΝΕΡΟΜΥΛΟΣ
ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΗΤΑΚΗΣ
ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ Ο ΝΕΡΟΜΥΛΟΣ
ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΗΤΑΚΗΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.