Όταν τα τοπωνύμια «καρτερούνε να ξαναγυρίσει ο λόγγος»
Οι καταστροφές του δάσους
Αυτή η περίοδος της καταστροφής κράτησε αρκετά χρόνια. Στα 1860 ο δασάρχης που διορίστηκε στην Στενή έστειλε έκθεση στο Υπουργείο περιγράφοντας την κατάσταση.
Από τις πλημμύρες που έγιναν βρήκε το θάνατο μια δεκατριάχρονη βοσκοπούλα η Μαρία κόρη του Μανίκα ενώ ο γιός του Συμιώτη(;) γλύτωσε από θαύμα. Από τις κατολισθήσεις το θάνατο βρήκε νεαρό Βλαχόπουλο που έβοσκε τα πρόβατα κοντά στις Σάρες
και ήταν ένας από τους λόγους που οι νομάδες εγκατέλειψαν το δάσος της Στενής. Άλλα θύματα δεν αναφέρονται από το Γ.Ντεγιάννη οπότε δεν ξέρουμε αν υπήρχαν.
Υπερβολική υλοτόμηση του δάσους υπήρξε και το διάστημα 1912-1913 αλλά ευτυχώς οι ζημιές αποκαταστάθηκαν πολύ γρήγορα. Μερικά χρόνια αργότερα πυρκαγιά που ξεκίνησε πολύ κοντά στον Απόγκρεμνο(πέντε ώρες μακριά) και έφτασε έως τις Αλαταρές.
Πολλοί τσοπάνηδες είχαν την κακή συνήθεια να τυροκομούν μέσα στο δάσος. Η φωτιά ξέφευγε και η κατάσταση γινόταν ανεξέλεγκτη.
ΠΛΗΜΜΥΡΕΣ
Ήρθε ο καιρός να πλερωθούν οι παλιοί λογαριασμοί
….Αυτός ήτανε πρώτος νοικοκύρης. Είχε και σπίτια και υπάρχοντα.Τυρί κάδες και τουλούμια,κρασί βαρέλια και λάδε πιθάρια. Στο κατώγι όλα αυτά. Και στο ανώγι αμπάρια σιτάρι,κριθάρι και καλαμπόκι. Τόχε γεμίσει το σπίτι του από όλα τα αγαθά
του Θεού ,για να περάσει το χειμώνα. Ένα μήνα πριν, όποιος πήγαινε στο αρχοντικό του Αποστόλη θα θαύμαζε το βιός του. «Να μη βασκαθεί» θάλεγε, «ευλογημένο σπίτι!»
Σήμερα αν θελήσει, να πάει κανείς, δεν το βρίσκει πια αυτό το σπίτι μέσα στο χωριό, όσο κι αν το γυρέψει. Ο Αποστόλης ήτανε νοικοκύρης έναν καιρό, τώρα δεν είναι.Αυτός ο πόνος του τρώει την καρδιά.
Όταν αρχίσανε τα πρωτοβρόχια, κρατήσανε μισό μήνα. Άνοιξε ο ουρανός κι έριχνε συγκρατητά το νερό. Ρούμασε ο τόπος! Όπου να πατούσες,βούλιαζες ως το γόνατο. Σαπίσανε θαρρείς, και τα λιθάρια από τη βροχή.
Σε αυτό το διάστημα στον καστανόλογγο στην κορφή, εκεί που είχανε σπείρει οι χωριανοί τις πατάτες, η γης σκαμμένη, όπως ήτανε, ρούφηξε μονομιάς το νερό περισσότερο από όσο μπορούσε να βαστάξει.
Από το ύψωμα καταπότισε πολύ νερό και στη πλαγιά, Και της έδωσε βάρος παραπανιστό. Γιατί πάντα φύλαε αυτή στα σωθικά της νερό. Τώρα δε θα μπορέσει να βάλει σταχτή, γιατί της είναι και τα πόδια κομένα από το νεροφάγωμα. Και δεν αντέχει
πιά!
Ξεφεύγει λοιπόν από την κορφή ως κάτω στο νεροφάγωμα μια λουρίδα δυο χιλιόμετρα μάκρος και πλάτος πενήντα μέτρα.
Λάσπη, βράχια,καστανιές,χαμόκλαρα, όλα μια μάζα σωριάζονται στο δικάναλο, εκεί που σμίγουνε δυο ποταμάκια κατεβαίνοντας από τη μεσοράχη.
Πάει η αυλακωσιά του ποταμιού!......
………Φτάνουνε στο λαιμό. Εκεί που αρχίζει το φαράγγι. Η αριστερή όχθη είναι βράχος ριζιμιός, ψηλός, κατεβατός. Η δεξιά είναι χαμηλή και πυκνοντυμένη. Ένα αλσάκι ως πεντακόσια πλατάνια έχουν ορθωθεί εκεί προστάτες της ακροποταμιάς και της
Κλεισούρας.
Μπρός στην τυφλή δύναμη, που κατεβάζει,σαν άχερα, τις καστανιές και τους ογκόλιθους, σαν αλαφρόπετρες,τάχα θα μπορέσουνε τα πλατάνια να σταθούνε;
Θα προσπαθήσουνε! Το θάρρος δεν τους λείπει.Απο φύτρα τοσαδά έχουνε ψηθεί σε μπόρες και κατεβασιές. Μέσα στον αγώνα το έχουν αποχτήσει το κορμί.
Από μακριά έφτασε πρώτα ο άγριος αέρας και συνεπήρε στα σύγνεφα τα κίτρινα φύλλα. Σούσουρο ακούστηκε.Ανατριχιάσανε κλαδιά και κλώνοι και γείραν απότομα κορφές.
Και πριν προλάβουνε να δούνε, πούθε έρχεται η οργή, τα θέρισε σύρριζα η κατεβασιά και τα φορτώθηκε τον κατήφορο…..
….Χτυπάει το πρώτο σπίτι.Το κόβει από τα πατώματα Μπλούμ πέφτει στα κύματα και το ανώγι.Γκρεμίζεται δεύτερο,τρίτο,δέκα σπίτια ως να γυρίσεις να δεις.
Καλά που ήτανε μέρα και προλάβανε,να πεταχτούν οι άνθρωποι να ανηφορίσουν. Τα νοικοκυριά όμως καβαλικέψανε και τραβήξανε για το γιαλό.
Άμα σαρώθηκαν αυτά τα σπίτια, η αυλακωσιά συντόμεψε. Δεν είχε να περνάει πια την καμπύλη,που ακολουθούσε δεξιά χιλιάδες χρόνια.
Τώρα που ίσιωσε εδώ την κοίτη, αντίκρισε για πρώτη φορά το άλλονε νερόμυλο, που του έκρυβε πριν η στροφή.
Ορμάει και τόνε σηκώνει κι αυτόν στα κύματά του.
Από κει και κάτω βρίσκει κοίτη μ’αλαφρή κλήση. Τήνε πλαταίνει κι ύστερα φτάνει σε ένα σιδερένιο γεφυράκι. Από αυτό περνούσαν οι νεκροί στον «Αι Θόδωρο».
Σαν ανεμόμυλος από σπερδούκλι ξεζεύεται αυτό το γεφυράκι και κινούνε τον κατήφορο τα σιδερένια κάγκελα και ταδ δοκάρια, καθώς και οι δρένιες τραβέρσες. Και χωρίς να σταματήσει καθόλου το ποτάμι, αλλάζει εδώ και κοίτη.
Στη δεξιά όχτη είχανε φυτρώσει δυο πλατάνια,ένα παρακάτω άλλο δυο μέτρα παραπάνω, Απεναντί τους, στην αριστερή όχτη,ήταν άλλα δυο. Ανάμεσα σε αυτά,αποπέρα κι αποδώθε είχανε θεμελιωθεί τα πόδια του γεφυριού….
Βάνει ταδυνατά του και ψηλώνει ως την «Παλιοκαμάρα», το γεφύρι που αντάμωνε τις δυο όχτες από του Τούρκου τον καιρό.Ποιός ξέρει ίσως κι από του Ρωμαίου.Κόβει το τόξο,που τις έζευε κι ελεύθερο τώρα από κάθε εμπόδιο,φτάνει στον καταρράχτη
και γκρεμίζεται σβήνοντας με το θόλωμά του ένα ποταμάκι νερό, που αναβλύζει από τα φρύδια αυτού του καταρράχτη. Παίρνει και τούτου τα νερά και τραβάει κατά τη θάλασσα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.